Δημήτρης Κουτρουμπής
Ένα από τα ωραιότερα τροπάρια της
Εκκλησίας μας, είναι και το τροπάριο που ψάλλεται
κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. «Εν τη
γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξας,
εν τη κοιμήσει τον κόσμον
ου κατέλιπες, Θεοτόκε…». Είναι ωραίο,
όχι μόνο διότι περιέχει επιτυχέστατα συμπλέγματα ιδεών, λέξεων και φθόγγων που
γεννούν γνήσια ποιητική συγκίνηση, αλλά και διότι κατορθώνει σε λίγες φράσεις να
συνοψίσει την πίστη και την
πείρα της Εκκλησίας περί του προσώπου και του έργου
της Παναγίας στην οικονομία της σωτηρίας και την ζωή του Σώματος του Χριστού. Το τροπάριο
αυτό ονομάζει την Παναγία «Μητέρα της Ζωής». Ή, ακριβέστερα, διακυρήττει ότι η
Θεοτόκος, μετά την κοίμησή της, δεν «κατέλιπε τον κόσμον» – δεν έπαυσε
να εργάζεται και να είναι παρούσα εις τον κόσμον˙
αλλά μετέβη με όλην την ύπαρξή
της, ψυχή τε και σώματι, προς την ζωήν,
πλησίον του Θεού – διότι ήταν, είναι και θα είναι Μητέρα της Ζωής, «Μήτηρ υπάρχουσα
της Ζωής»1.
Τί σημαίνει όμως ότι η Παναγία ήτο, είναι και θα είναι «Μήτηρ
της Ζωής»;
Α΄. Σημαίνει, ότι είναι Μητέρα Εκείνου, τον οποίο ο απόστολος Πέτρος, στην στοά του ιερού, που ονομαζόταν
του Σολομώντος, ονόμασε «αρχηγό της ζωής»2.
Ένας
από τους ακρογωνιαίους λίθους της πίστης της Εκκλησίας είναι ότι τα πάντα έγιναν δια του Υιού και «χωρίς αυτού εγένετο
ουδέ εν ο γέγονεν»3.
Ο
Λόγος του Θεού, το δεύτερο Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, είναι η υποστατική
εκδήλωση του δημιουργικού θελήματος του Πατρός. Αυτός έδωσε
ύπαρξη και ζωή σε ότι ζει και υπάρχει. Αυτός έπλασε τον άνθρωπο ικανό να ζει αιώνια και ατελεύτητα με τον Θεό. Και όταν ο άνθρωπος, παρασυρμένος από τον Πονηρό και απομακρυσμένος από τον Θεό,
κατέστη υπόδουλος του θανάτου και συνεπώς ανίκανος να πραγματοποιήσει
τον προορισμό του.
Αυτός
«εισέβαλε» στον κόσμον,
και έσωσε το έργο του Θεού από τον αφανισμό,
χορηγώντας σ' αυτό και πάλι την δυνατότητα της αθανασίας και της ζωής. Ο Λόγος
του Θεού είναι λοιπόν ο αρχηγός – ο δημιουργός και χορηγός της ζωής. Κατά τους
Πατέρες, είναι «Αυτοζωή» 4 – η ιδία η Ζωή, στην
οποία πρέπει να μετέχει και να κοινωνεί,
όποιος θέλει να αποσείσει τον ζυγόν
του θανάτου και να πράξει το θέλημα του εν ουρανοίς
Πατρός, να ζήσει δηλαδή αιωνίως και ατελεύτητα με Αυτόν.
Πώς
όμως εισήλθε η Ζωή στον υπό του θανάτου κυριαρχούμενο κόσμο; Ακριβώς
όπως είχε εισέλθει η Αμαρτία και ο Θάνατος – δι΄ενός ανθρώπου˙με την
συνεργεία μιας γυναίκας. Η παρακοή της Εύας ήταν το
ρήγμα δια του οποίου εισέδυσε ο Θάνατος˙
η υπακοή της Μαρίας υπήρξε η πύλη την οποία διώδευσε η Ζωή. «Ιδού η δούλη Κυρίου˙
γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»5. Χάρις στην πρόθυμη και πιστή αυτή συμμόρφωση τής Παρθένου στο θέλημα του Θεού, ο
προαιώνιος Λόγος «επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη»6. Η πίστη και η αγάπη της ταπεινής αυτής κόρης απέβη το μέσο, δια του οποίου «ο αόρατος ορατόν εαυτόν παρεσκεύασεν και ο ποιητής και δεσπότης των όλων εις των
ανθρώπων εγεννήθη»7. Πράγματι, ο Λόγος του Θεού δεν φάνηκε στον κόσμον με προσωπείο ανθρώπου, όπως οι θεοί των Ελλήνων, οι οποίοι,
κατά την μυθολογίαν, μεταμφιέζονταν σε ανθρώπους, όποτε ήθελαν να επικοινωνήσουν με τους βροτούς˙
ούτε ήλθε περιβεβλημένος φαινομενικό
και αψηλάφητο σώμα, όπως ισχυρίζονταν
κατά τον πρώτο ήδη μετά Χριστόν αιώνα διάφοροι αιρετικοί,
«οι πλάνοι, οι μη ομολογούντες Ιησούν
Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί»8.
Αλλά σε μίαν συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, επί
Καίσαρος Αυγούστου, «ατρέπτως και αναλλοιώτως»
– χωρίς δηλαδή την παραμικρή αλλαγή
ή αλλοίωση της θεότητάς του
– «εγένετο σαρξ»9, και δια της επελεύσεως του Αγίου
Πνεύματος, προσέλαβε, στην μήτρα
μιας απλής και αφωσιομένης στον Θεόν γυναίκας, φύση ανθρώπου,
αληθινού, πραγματικού, καθ΄όλα ομοίου με μάς. «Εν ακεραία και τελεία φύσει αληθούς ανθρώπου», γράφει ο Πάπας
Λέων ο Μέγας προς Φλαβιανόν τον Κωνσταντινουπόλεως.
«Θεός αληθής ετέχθη˙ όλος εν τοις εαυτοίς και όλος εν τοις ημών», με μόνη
διαφορά ότι γεννήθηκε «δίχα ρύπου τινός αμαρτήματος»10.
Ως
τέλειος άνθρωπος, ο Λόγος του Θεού πάτησε δια του
θανάτου του τον Θάνατον και απελευθέρωσε τον άνθρωπο από την εξουσία του
Πονηρού. Και όχι μόνον τον απολύτρωσε από την
τυραννίδα του Διαβόλου, αλλά τον ανήγαγε και στους ουρανούς. Διότι, κατά την ημέραν της Αναλήψεως,
ο Λόγος δεν επέστρεψε στον Πατέρα μόνος, αλλά συναποκομίζοντας και την ανθρώπινη φύση, την οποία είχε προσλάβει στον κόλπο της Μαρίας, της Μητέρας του. Τώρα, εκ δεξιών του
Πατρός, δεν κάθεται απλώς ο προαιώνιος Λόγος˙ κάθεται ο σαρκωμένος και εκ γυναικός γενόμενος Υιός του Θεού, ο
«άνθρωπος Χριστός Ιησούς», ο «μεσίτης» Θεού και ανθρώπων11, ο οποίος στο ενα και
το αυτό πρόσωπο ενώνει την θεία και την ανθρώπινη φύση. Χάρις στην άφραστη και υπέρλογη ένωση του Θεού με τον άνθρωπο,
η οποία πραγματοποιήθηκε στην μήτρα
της Παρθένου, ο άνθρωπος, όχι μόνον απαλλάχτηκε από τον ζυγό
του θανάτου και κατέστη εκ νέου ικανός προς ζωήν,
αλλά κυριολεκτικά έγινε «μέτοχος της θείας φύσεως»12, εισήχθη εις την «αιώνιον ζωήν».
Αποτελώντας, στο πρόσωπο
του αναστάντος και αναληφθέντος Κυρίου, μία σάρκα με
τον Λόγο του Θεού, μετέχει στην ζωή της Αγάπης, η οποία αιωνίως συνδέει τα Πρόσωπα της μακαρίας και παναγίας Τριάδας.
Η
Παναγία, λοιπόν, ως Μητέρα του «ανθρώπου Χριστού
Ιησού», είναι Μητέρα της Ζωής. Και, υπό την άποψη αυτή, είναι μεταξύ μας ο διαρκής και αψευδής
μάρτυρας του μυστηρίου της σωτηρίας μας, του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του
Θεού. Διότι η παρουσία της Παναγίας, συνεχώς και αδιάκοπα,
μας υπενθυμίζει και μας αποδεικνύει, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, ότι «κεκοινώνηκε της σαρκός και του αίματος των παιδίων»13, ότι ωμοιώθηκε «κατά
πάντα τοις αδελφοίς»14, ώστε και ο άνθρωπος να γίνει Θεός, να κοινωνήσει την θεία
Ζωή και γίνει σύμμορφος της δόξας του Θεού. Την σημασία αυτήν της παρουσίας της Θεοτόκου μας φανερώνει καθαρότατα η ιστορία. Πράγματι, όσα τμήματα του χριστιανικού
κόσμου παρανόησαν ή εκ προθέσεως υποτίμησαν
την θέση της Παναγίας στην ζωή
και την λατρεία της Εκκλησίας, υπέπεσαν πάντοτε σε
δύο σοβαρότατες πλάνες: ή παρέβλεψαν την ανθρωπότητα
του Λόγου˙ ή λησμόνησαν
την θεότητα του Ιησού. Εννοείται, ότι και στις δύο
περιπτώσεις, το μυστήριο της σωτηρίας έχασε το περιεχόμενό του και κατέστη αδύνατη η εν Χριστώ ζωή.
Ακριβώς δε για να αποφευχθούν παρόμοιοι κίνδυνοι, η Εκκλησία καθιέρωσε σε κάθε σχεδόν ευχή και προσευχή της να μνημονεύεται η Μαρία, η Παναγία Μήτηρ του Θεού. Διότι, όπως νωρίτατα
αντιλήφθηκε η χριστιανική συνείδηση, εκείνη, την
οποίαν η Ελισάβετ, πλήρης Πνεύματος Αγίου, αποκάλεσε «ευλογημένην εν
γυναιξί», είναι «ο θεόπεμπτος φύλαξ του χριστιανικού
Μυστηρίου και η ασφαλεστέρα εγγύησις μιας αληθώς χριστοκεντρικής ευσέβειας και ζωής»15.
Β΄. Σημαίνει ότι η Παναγία είναι Μητέρα του μυστηριακού σώματος του Χριστού – της Εκκλησίας –
εκτός του οποίου δεν υπάρχει σωτηρία και ζωή.
Μετά
την ένδοξον ανάβασή
του στους ουρανούς, ο ενανθρωπήσας Λόγος δεν έπαυσε να ζει, να εργάζεται, να διδάσκει, να θεραπεύει, να σώζει και να ζωοποιεί εν μέσω των ανθρώπων. Είναι βέβαια τώρα ο «άνω τω Πατρί συγκαθήμενος», αλλ΄είναι επίσης και ο «ώδε ημίν
συνών». Είναι Εκείνος, ο οποίος «εσκήνωσεν εν ημίν»16 – ο οποίος έστησε την σκηνή
του ανάμεσά μας. Η ενσάρκωση αυτή του Λόγου, η «σκήνωσίς» του ανάμεσά μας δεν τελείωσε
την ημέρα της Αναλήψεως˙
συνεχίζεται και θα συνεχίζεται μέχρι τέλους του παρόντος κόσμου. «Και ιδού, εγώ
μεθ΄υμών ειμί πάσας τας
ημέρας έως της συντελείας του αιώνος»17. Διότι, ο
Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος όχι απλώς για να προσαγάγει στον Πατέρα ένα τέλειο
δείγμα του ανθρωπίνου γένους, τον Ιησούν της Ναζαρέτ˙ αλλά δια να πραγματοποιήσει
το θέλημα του Θεού, ο οποίος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν
αληθείας ελθείν»18.
Το φιλάνθρωπο
και σωτήριο τούτο θέλημα του Πατέρα το πραγματοποίησε ο Κύριος «εφ΄ άπαξ» επί του Σταυρού,
επειδή όμως ο άνθρωπος ζει εν χρόνω
και χώρω, ιδρύθηκε η Εκκλησία για να μεταδίδει το «χαρμόσυνο άγγελμα»
και τους καρπούς της σωτηρίας στους ανθρώπους κάθε τόπου και κάθε εποχής. Η
Εκκλησία, εννοείται, δεν είναι «οργανισμός διαχειρίσεως και διαθέσεως των
αγαθών της σωτηρίας», είναι ένα ζωντανό σώμα, η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, η Σάρκα
του Χριστού. Κανείς δεν μπορει να σωθεί από τον νόμο του Θανάτου, κανείς δεν μπορεί να έχει ζωή, εάν δεν ενσωματωθεί στην Εκκλησία, εάν δηλαδή δεν γίνει Σαρξ Κυρίου, Σώμα Χριστού.
Η Εκκλησία είναι «μεσίτρια» Θεού και ανθρώπων, το μέσον δια του οποίου ο
απρόσιτος και υπερούσιος Θεός γίνεται καταληπτός και προσιτός στον άνθρωπο και ο πεπερασμένος και αμαρτωλός άνθρωπος ενώνεται με τον υπεράγιο και
άπειρο Θεό˙ είναι η κλίμακα,
«η εστηριγμένη εν τη γη», της οποίας η κεφαλή φτάνει μέχρι τον ουρανό «και επί της οποίας οι άγγελοι του Θεού
ανεβαίνουν και κατεβαίνουν», ˙ είναι ο «φοβερός
τόπος»20 της κοινωνίας Θεού και ανθρώπων, της ενανθρωπήσεως του Θεού και της θεώσεως του ανθρώπου.
Πράγματι, όσοι πιστεύουν στο «ευαγγέλιο» του Θεού, βαπτίζονται εν ύδατι
και «πνεύματι αγίω» και
κάθε Κυριακή συνέρχονται ομοθυμαδόν επί το αυτό δια
την κλάση του άρτου, προσλαμβάνονται, αφομοιώνονται και μετατρέπονται σε ζωντανά
κύτταρα του σώματος του αναστάντος και δοξασθέντος Ιησού. Το σώμα τούτο λέγεται «μυστηριακό», διότι οικοδομείται, συντηρείται και καθίσταται
ορατό δια των μυστηρίων21. Τα μυστήρια της Εκκλησίας
φανερώνουν την σκήνωση του Λόγου «εν ημίν», καθιστούν ορατή την αληθινή
και διαρκή παρουσία του Σωτήρος
Χριστού στον κόσμο. Το επιτυγχάνουν δε με την
μεταβολή των πιστών σε σάρκα Χριστού, με την μετατροπής των «αμαρτωλών και
αχρείων δούλων του Θεού» σε σώμα Κυρίου. Αλλά το σώμα αυτό δεν είναι άλλο από
το σώμα εκείνο που γεννήθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και
Μαρίας της Παρθένου. Διαφέρει κατά την εκδήλωση, αλλ΄είναι όμοιο κατά την ουσία με το σώμα που έλαβε ο
Λόγος του Θεού στην Πανάχραντη μήτρα της Παρθένου.
Απ΄
αρχαιοτάτων χρόνων, η Εκκλησία παρομοιάζει την ίδρυσή
της με την «οικοδομή» της Εύας από την πλευρά του
κοιμισμένου Αδάμ. «Όπως ο Αδάμ είναι ο τύπος του Χριστού», γράφει ο
Τερτυλλιανός, «έτσι και ο ύπνος του Αδάμ είναι προτύπωση
του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Από την πλευρά του κοιμισμένου Αδάμ ο Θεός οικοδόμησε την γυναίκα˙ από την ανοιγμένη πλευρά του Χριστού, του κοιμισμένου
τον θανάσιμο ύπνον του
σταυρού, δημιούργησε την εκκλησία,
την αληθινή μητέρα των ζώντων». 22
Αλλά
από αρχαιοτάτων επίσης χρόνων, η Εκκλησία πιστεύει, ότι «οικοδομήθηκε»
δια τριών διαδοχικών εκχύσεων του Πνεύματος του Θεού: την ώρα κατά την οποία ο σταυρωμένος Ιησούς, κλίνοντας
την κεφαλή, «παρέδωσε» στην μητέρα του και τον
μαθητή, "ον ηγάπα, το πνεύμα"23˙
το πρωί της μέρας της μιας των Σαββάτων κατά την οποία ο αναστάς Κύριος ενεφύσησε στους μαθητές Πνεύμα Άγιο24˙ και κατά την ημέρα
της Πεντηκοστής25.
Και
σε δύο τουλάχιστον από τις τρεις αυτές
περιπτώσεις, κατά σαφή μαρτυρία της Αγίας Γραφής, η
Μαρία η Μητέρα του Ιησού ήταν
παρούσα.
Την
παρουσία αυτή της Μητέρας του Κυρίου «παρά τω σταυρώ του Ιησού»26 και στο υπερώο
της Ιερουσαλήμ, όπου οι μαθητές «ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει»27, η
Εκκλησία δεν την θεώρησε ποτέ τυχαία,
αλλά την είδε πάντοτε ως απόδειξη της μυστηριακής μητρότητας της Παναγίας. Για τον λόγο
αυτό, όρισε, σε κάθε εκκλησιαστική σύναξη και
ιδιαιτέρως κατά την τέλεση της Ευχαριστίας, κατά την
οποία το Πνεύμα το Άγιο καταπέμπεται και πάλιν σε μας και στα προκείμενα δώρα , να μνημονεύεται «εξαιρέτως» η Παναγία, άχραντος, υπερευλογημένη,
ένδοξη, δέσποινα ημών, Θεοτόκος και αειπάρθενος Μαρία. Την εξαίρετη
αυτή ευλάβεια προς το πρόσωπο της Παναγίας
εκφράζει με τον δικό της τρόπο και η αγιογραφία, η οποία όχι μόνον
ζωγραφίζει στις αψίδες των ναών την Πλατυτέρα των Ουρανών για να δείξει
ότι η Παναγία σκέπει και προστατεύει την λατρεύουσα
και εν αγάπη ζώσα εκκλησιαστική
κοινότητα, αλλά και όποτε θέλει να ιστορήσει τους
Αγίους Πάντες, τμήμα της Εκκλησίας που θριαμβεύει στους ουρανούς, τις
απαρχές της καινής εν Χριστώ φύσεως, τοποθετεί
πάντοτε στο κέντρο της εικόνας την Παναγία, την μητέρα της Εκκλησίας.
Γ΄. Σημαίνει ότι η Παναγία είναι μήτηρ κάθε Χριστιανού, κάθε ανθρώπου που αναγεννήθηκε άνωθεν και
ζει με τον Θεό την «αιώνιο ζωή».
Τί είναι, αλήθεια, ο Χριστιανός; Κατά τον
συγγραφέα της Αποκαλύψεως, είναι ο «τηρών τας εντολάς του Θεού και έχων την μαρτυρία
του Ιησού Χριστού»28, εκείνος ο οποίος με την τήρηση των θείων εντολών είναι
μάρτυρας του Χριστού στον κόσμο, φανερώνει δηλαδή και
καθιστά ορατό και γνωστό τον Χριστό
στον κόσμο. Όλοι όμως «οι τηρούντες τας εντολάς του Θεού και έχοντες
την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού» είναι «σπέρμα», ή
μάλλον «οι λοιποί του σπέρματος της γυναικός»29, η οποία «ώφθη
εν τω ουρανώ», «περιβεβλημένη τον ήλιον,
και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής, και επί της κεφαλής αυτής στέφανος
αστέρων δώδεκα»30, και της οποίας το πρώτο τέκνο,
«υιός άρρην, ος μέλλει ποιμαίνει
πάντα τα έθνη εν ράβδω σιδηρά»31, «ηρπάσθη προς τον Θεόν και τον θρόνον αυτού»32.
Εναντίον του σπέρματος της γυναίκας αυτής
διεξάγει φοβερό και αμείλικτο
πόλεμο ο «δράκων ο μέγας, ο όφις ο αρχαίος, ο
καλούμενος Διάβολος και Σατανάς, ο πλανών την οικουμένη
όλη»33. Εν αντιθέσει όμως προς τους υιούς της Εύας,
οι οποίοι παραδόθηκαν από την ίδια τους την Μητέρα στην οργή
του «όφεως», οι γιοί τής Μαρίας, καίτοι ζουν στην «έρημο»,
στον υπό του θανάτου και του Διαβόλου κυριαρχούμενο κόσμον, μπορούν να διαφύγουν τον κίνδυνο και να σωθούν, επειδή έχουν μητέρα ικανή να τους προστατεύσει και να
τους σώσει από τον «θυμό
τον μέγα» του Διαβόλου34. Η Μητέρα τους, η «γυνή», καθώς γεννά καθένα από αυτούς σε «ζωή αιώνιο»,
τον καθιστά άτρωτο και απρόσβλητο
από τις επιθέσεις του Σατανά. Η πεποίθηση,
λοιπόν, του χριστιανικού λαού, ότι η Παναγία, η Μήτηρ
του Κυρίου, είναι και Μητέρα όλων των Χριστιανών, δεν
αποτελεί καθόλου λαϊκή πρόληψη
και δεισιδαιμονία. Είναι θεολογικότατη
και στηρίζεται στο κήρυγμα των Αποστόλων, την διδασκαλία
των Πατέρων και την πείρα της προσευχομένης
και λατρεύουσας χριστιανικής κοινότητας. Όσα
ωραιότατα λέγονται και ιστορούνται περί της Θεοτόκου στην εκκλησιαστική υμνογραφία και αγιογραφία, δεν είναι «ποιητικές
εξάρσεις και υπερβολές και δραματικές
απεικονίσεις», που λέγονται και άδονται στην Λατρεία «μεταφορικά και ποιητική αδεία», και τα οποία συνεπώς «δεν πρέπει να εκλαμβάνονται κατά γράμμα, σαν να μην ανήκουν στην ουσία των ορθοδόξων δογμάτων». Αντιθέτως, είναι πλουσιότατοι θησαυροί, οι οποίοι εκφράζουν την αρχαιότατη πίστη της Εκκλησίας
και περιέχουν την πνευματική πείρα
αιώνων χριστιανικής ζωής, όπως άλλωστε μπορεί να το πιστοποιήσει
κάθε άνθρωπος που αγωνίζεται ειλικρινά να ζήσει εν
Χριστώ. Διότι – όπως επιτυχέστατα παρατηρεί ο σεβ. Έντουϋν Χόσκυνς, ο κορυφαίος των
συγχρόνων ερμηνευτών της Γραφής, ερμηνεύοντας τους
λόγους του Κυρίου στον Γάμο της Κανά: «Τι εμοί και σοι, γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου» – «η Μαρία,
επειδή είναι Μητέρα του Ιησού, πρόκειται να γίνει Μητέρα όλων όσων θα πιστέψουν σ' Αυτόν.
Το
επεισόδιο αυτό (η στιχομυθία μεταξύ Ιησού και της
μητέρας του) είναι μια προαγγελία της δεύτερης αυτής μητρότητας
της Μαρίας, η ώρα της οποίας θα έλθει όταν ο
πρωτότοκος αυτής θα προσφερθεί θυσία επί του σταυρού.
Η χρήση της λέξης «γύναι»
είναι χαρακτηριστική, διότι η λέξη αυτή είναι στενότατα συνυφασμένη με την ιδέαν της μητρότητας.
Όταν, λοιπόν, οι Πατέρες κηρύττουν ότι η Μαρία είναι η νέα Εύα, αποδεικνύουν
ότι έχουν αντιληφθεί το νόημα ορθότερα
και πληρέστερα από τους συγχρόνους ερμηνευτές. Διότι, ενώ η Εύα υπήρξε μητέρα
ενός αμαρτωλού γένους το οποίο έπαυσε να έχει
οιανδήποτε πραγματική σχέση
με τον Θεό, η Μαρία είναι η μητέρα
των πιστών, οι οποίοι, απολυτρωμένοι από την αμαρτία,
γεννώνται άνωθεν και μένουν εν τω Θεώ»35.
______________________________
1. Την ιδέα αυτήν διακηρύττει με μεγαλύτερη σαφήνεια το κοντάκιον της εορτής, το οποίο λέγει ότι «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν (την Θεοτόκον), ως γαρ Ζωής Μητέρα προς την Ζωήν μετέστησεν – μετέφερεν με όλην την ύπαρξίν της –ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
2. Πράξ. 3, 15.
3. Ιωάν. 1, 3.
4. Ιουστίνου, Διάλ. 6. Ειρηναίου, Έλεγχος, Γ, ΧVIII, 7 XIX1XX1. Μ. Αθανασίου, Migne, P.G., 26, 584.
5. Λουκ. 1, 38.
6. Λειτουργία Μ. Βασιλείου.
7. Απόφασις Οικ. Συνόδου Χαλκηδόνος. Mansi, S.C.A.L. VII, 115 B.
8. Β΄ Ιωάν. 7.
9. Ιωάν. 1, 14.
10. Λέοντος Μεγάλου, Επιστολή προς Φλαβιανόν, Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως (13 Ιουνίου 449), P.LIV, 763.
11. Α΄Τιμ. 2, 5.
12. Β΄Πέτρ. 1, 4.
13. Εβρ. 3, 14.
14. Αυτόθι, 17.
15. Καρδιναλίου Suhard, Αρχιεπισκόπου Παρισίων, Ποιμαντορική Επιστολή, 1949.
16. Ιωάν. 1, 14.
17. Ματ. 28, 20.
18. Α΄Τιμ. 2, 4.
19. Γεν. 28, 12.
20. Αυτόθι, 17.
21. Βλ. το μοναδικό πλέον βιβλίον του H. de Lubac, Corpus Mysticum, L’ Eucharistie et l’ Eglise au Moyen Age, Paris, Aubier, 1944.
22. De Anima 43.
23. Ιωάν. 19, 30.
24. Ιωάν. 10, 19-23.
25. Πράξ. 2, 1-4.
26. Ιωάν. 19, 25.
27. Πράξ. 1, 14.
28. Αποκ. 12, 17.
29. Αυτόθι, 17.
30. Αυτόθι, 1.
31. Αυτόθι, 5.
32. Αυτόθι, 5.
33. Αυτόθι, 9.
34. Αυτόθι, 10-17.