O Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες και διδασκάλους
της μυστικής και νηπτικής θεολογίας και της δογματικής αλήθειας της Ορθόδοξης
Εκκλησίας.
Καταγόταν από αριστοκρατική και πλούσια γενιά. Οι γονείς του προέρχονταν από την Μ.
Ασία. Με την προσπέλαση όμως των Τούρκων στα Βυζαντινά εδάφη, αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο
Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. και μεγάλωσε στην αυτοκρατορική αυλή. Πολύ νωρίς, σε
ηλικία μόλις επτά ετών, έμεινε ορφανός από πατέρα, αλλά παρέμεινε κάτω από την
προστασία και την προσωπική επίβλεψη του αυτοκράτορα.
Όταν τελείωσε τη βασική εκπαίδευση, ο αυτοκράτορας του έδωσε τη δυνατότητα να
παρακολουθήσει στο Πανεπιστήμιο φιλοσοφικές σπουδές. Εδώ ο Γρηγόριος διακρίθηκε τόσο
για τη μεγάλη διάνοιά του, όσο και για τη βαθιά επιμέλεια και επίδοσή του στο φιλοσοφικό
και θεολογικό χώρο. Όμως, οι επιτυχίες και τα αξιώματα δέν τον μεθούσαν. Αλλού είχε
αυτός το «όμμα της ψυχής» στραμμένο. Η φλογερή αγάπη του για τον Θεό του σκίαζε τη
λάμψη της κοσμικής δόξας. Έτσι σε ηλικία είκοσι ετών αναχώρησε μαζί με τα τρία αδέρφια
του και εγκαταστάθηκαν στη φημισμένη Μονή, που βρισκόταν στο όρος Παπίκιο, μεταξύ
Μακεδονίας και Θράκης. Η φήμη όμως των Αγιορειτών μοναχών και όσα ο ίδιος είχε από
παιδί ακόμα ακούσει, από τους μοναχούς που επισκέπτονταν κατά καιρούς την
Κωνσταντινούπολη, τον έφεραν γρήγορα στο ποθητό Αθωνίτικο περιβάλλον.
Στη Θεσσαλονίκη το 1326 μ.Χ., σέ ηλικία τριάντα ετών, χειροτονήθηκε ιερέας και
θεμελίωσε νέο ησυχαστήριο στην περιοχή της Βέροιας. Εκεί, παρόλο που ήταν
προϊστάμενος, ζούσε τελείως απομονωμένος, με μεγάλη άσκηση, προσευχή και σιωπή και
έβγαινε από το κελλί του μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, για να λειτουργήσει και να δει
τους αδερφούς. Μόλις πέντε χρόνια μπόρεσε να απολαύσει την αγαπημένη του έρημο και ησυχία. Σέρβοι επιδρομείς έφτασαν στην περιοχή και η συνοδεία του Αγίου Γρηγορίου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ερημητήριό της και να ξαναγυρίσει στον Άθωνα. Τώρα τον περίμεναν νέοι και ιδιόμορφοι αγώνες. Κάποιος Έλληνας από την Καλαβρία της Ιταλίας, έφτασε το 1330 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και επιδόθηκε στη διδασκαλία της φιλοσοφίας και της Λογικής. Ήταν ο γνωστός Βαρλαάμ, στον οποίο μάλιστα ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός, που είχε το αξίωμα του «μεγάλου Δομέστικου» (πρωθυπουργού), εμπιστεύτηκε μια έδρα του αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου και αυτό συνετέλεσε στο να γίνει ο Βαρλαάμ περισσότερο γνωστός στον κύκλο των γραμμάτων. Ο σκοπός και το έργο του Βαρλαάμ, όπως αργότερα αποδείχτηκε, δεν ήταν τυχαία. Όταν το 1333-34 ο Πάπας έστειλε δύο Δομηνικανούς θεολόγους για να προετοιμάσουν το διάλογο για την ένωση των Εκκλησιών, ο Βαρλαάμ ανέλαβε να
εκπροσωπήσει την ορθόδοξη Εκκλησία. Και ναι μεν διακήρυττε πάντοτε την ορθοδοξία του,
αλλά δεν αντέδρασε καθόλου στη θέση των Ρωμαιοκαθολικών περί της «εκπορεύσεως του
Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού». Βασιζόμενος στα κείμενα του Αγίου Διονυσίου του
Αρεοπαγίτου, παρερμήνευσε τον αποφατισμό της ορθόδοξης θεολογίας με την σκέψη ότι,
εφόσον ο Θεός είναι το «επέκεινα», δεν μπορεί ο άνθρωπος να οδηγηθεί στη θεοπτία. Σ ̓
αυτό το σημείο άρχισε η αντιδικία του με τους ορθόδοξους μοναχούς, των οποίων ο
Βαρλαάμ περιγέλασε τη νηπτική τακτική και τη μέθοδο της καθάρσεως του νου διά της
νοεράς προσευχής, ονομάζοντάς τους «ομφαλοσκόπους».
Ο Άγιος Γρηγόριος δεν μπορούσε να σιωπήσει. Από το ερημητήριο του Αγίου Σάββα και
αργότερα από τη Θεσσαλονίκη συνέταξε τις περίφημες Τριάδες, για την υπεράσπιση του
ησυχασμού. Τα κείμενα αυτά κατοχυρώνουν, για πρώτη φορά θα λέγαμε, τη θεολογία του
ησυχασμού. Η ευκαιρία που δόθηκε με την αιρετική θέση και πρόκληση του Βαρλαάμ,
έδωσε τη δυνατότητα στην ορθόδοξη θεολογία να προσδιορίσει την έννοια και το νόημα του
ησυχασμού και ακόμα τη σχέση του με τα βασικά δόγματα, για την πτώση του ανθρώπου, τη
Σάρκωση του Θεού Λόγου και την απολυτρωτική χάρη των Μυστηρίων.
Ο Γρηγόριος στη συνέχεια ξεκαθαρίζει το θέμα της θεωρίας του Ακτίστου Φωτός. Ο Θεός,
λέει, δέν είναι δυνατόν να κατανοηθεί από τον άνθρωπο, ως προς την ουσία Του. Μπορεί
όμως να αποκαλυφθεί και ο άνθρωπος να κοινωνήσει μαζί Του, «διά των θείων ενεργειών».
Με τη θέση αυτή, η οποία περιγράφηκε και εκφράστηκε δογματικά πρώτα από τον Άγιο
Γρηγόριο τον Παλαμά, έκλεισε το πολυσύνθετο θέμα της θέας του Ακτίστου Φωτός και της
γνώσεως του Θεού.
Το 1341 μ.Χ. η Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τον Βαρλαάμ και έτσι
τελείωσε η πρώτη φάση της ησυχαστικής έριδας, η οποία είχε τρία βασικά αντικείμενα: α)
Την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, β) Τη γνώση του Θεού και γ) Τη θέα του Ακτίστου
Φωτός.
Η επόμενη φάση των «ησυχαστικών ερίδων» αρχίζει το 1341 μ.Χ. και τελειώνει το 1347 μ.χ.
Αντιμέτωπο αυτή τη φορά είχε τον Ακίνδυνο. Ο Ακίνδυνος ήταν μοναχός Βουλγαρικής
καταγωγής και παλιός μαθητής του Αγίου Γρηγορίου στόν Άθωνα. Αρχικά ο Ακίνδυνος
στάθηκε από πλευράς θεολογικής μεταξύ των απόψεων του Βαρλαάμ και του Παλαμά.
Αργότερα κράτησε δική του θέση συντηρητική και εξωτερικά παραδοσιακή. Η βάση της
όμως ήταν μια απόλυτα αιρετική παρέκκληση από το ορθόδοξο δόγμα και την
εκκλησιαστική παράδοση.
Δυστυχώς οι απόψεις του Ακινδύνου υπερίσχυσαν και ο Παλαμας απομακρύνθηκε και
εξορίστηκε σε κάποια Μονή του Βοσπόρου. Από εκεί τον μετέφερναν από Μονή σε Μονή
και τέλος τον έκλεισαν στις φυλακές των ανακτόρων. Παράλληλα το 1346 η Σύνοδος τον
απέκοψε από την Εκκλησιαστική κοινωνία, ως αιρετικό.
Από τις φυλακές ο Άγιος Γρηγόριος έγραψε πολλές επιστολές και τους αντιρρητικούς λόγους
κατά του Ακινδύνου. Το 1346 μ.Χ., ύστερα από επέμβαση της βασιλομήτορας Άννας,
ελευθερώθηκε. Εδώ έκλεισε και η δεύτερη φάση των ησυχαστικών ερίδων, που τόσο
ταλαιπώρησαν την Εκκλησία, αλλά και που έδωσαν την ευκαιρία να εκφραστεί για μιά
ακόμη φορά η ορθή πίστη της Εκκλησίας.
Τον ίδιο χρόνο ο Άγιος Γρηγόριος εκλέχθηκε επίσκοπος Θεσσαλονίκης, αλλά εξαιτίας
πολιτικών αναταραχών δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί στην έδρα του, και παρέμεινε για ένα
διάστημα μεταξύ Αγίου Όρους και Κωνσταντινουπόλεως. Όταν όμως ο Ιωάννης
Καντακουζηνός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε και ο Άγιος Γρηγόριος κοντά
στό ποίμνιό του. Στη Θεσσαλονίκη ο Παλαμάς αντιμετώπισε ένα νέο ρεύμα δοξασιών, με
επικεφαλής κάποιον Γρηγορά, μαθητή του Ακινδύνου. Δύο όμως αλλεπάλληλες Σύνοδοι το
1351-52, καταδίκασαν το Γρηγορά, πριν ακόμα να του δοθεί η ευκαιρία να διαταράξει εκ
νέου με τις δοξασίες του την ειρήνη της Εκκλησίας.
Στην προσπάθειά του να μεσολαβήσει μεταξύ δύο πολιτικών αντιπάλων και να ειρηνεύσει
την πολιτική κατάσταση για το καλό και της Πολιτείας και της Εκκλησίας, έπεσε στα χέρια
των Τούρκων, έξω από την νήσο Τένεδο. Τα χρόνια που ακολούθησαν του πρόσθεσαν
πολλούς κόπους και ταλαιπωρίες, αλλά προσπάθησε να εκμεταλλευτεί «τα δεσμά» του,
προσεγγίζοντας τους Τούρκους και προετοιμάζοντας την Κατήχηση και την είσοδό τους
στην Εκκλησία. Το 1355 ελευθερώθηκε και ξαναγύρισε στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέθανε
το 1359 μ. Χ.
Η Εκκλησία, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του ένα γνήσιο τέκνο της και αυτόν που
εξέφρασε θεωρητικά και δίδαξε πρακτικά ότι το δόγμα και η παράδοση δεν είναι στεγανά και
η πίστη δεν είναι, από πλευράς θεολογικής τοποθετήσεως, μια απλή και άκαμπτη
«επανάληψη των γνωστών», αλλά είναι ένας διαρκής χείμαρρος που ρέει ακατάπαυστα μέσα
στην Εκκλησία και τη ζωογονεί, τον ανακήρυξε άγιο (1368 μ.Χ.) και έχει αφιερώσει στη
μνήμη του τη Β' Κυριακή των Νηστειών.
Το έργο του:
Το συγγραφικό έργο του Αγίου Γρηγορίου υπήρξε πολύ μεγάλο και σε όγκο και σε βάθος. Η
θεολογία του δεν ξεκινάει από φιλοσοφικές έννοιες, αλλά από την προσωπική εμπειρία.
Αυτό δεν υπονοεί καμιά απολυτοποίηση της γνώσεως, αντίθετα τονίζει ότι η θεολογία και η
πίστη δεν έχουν βάση τη γνώση που πηγάζει από την αίσθηση, αλλά βασίζονται στη γνώση
που ξεκινάει και τρέφεται με τη διόραση. Μ ̓ άλλα λόγια η μελέτη των όντων μόνο δέν
οδηγεί στη θεογνωσία, αλλά η θεγνωσία γεννιέται στην ψυχή από τον Ίδιο τον Θεό, που
«αυτοαποκαλύπτεται», κοινωνεί με τον άνθρωπο και του διδάσκει την «άνωθεν σοφία».
Στα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου διδάσκεται καθαρά και επίμονα η διάκριση μεταξύ
της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Η ουσία του Θεού είναι «αυθύπαρκτος, αυτοπάτωρ
και ακατάληπτος», ενώ οι ενέργειες είναι «ενυπόστατα στοιχεία» που κοινωνούν με τον
άνθρωπο.
Ο άνθρωπος είναι συγκεφαλαίωση της κτίσεως, που υποδουλώθηκε όμως σ ̓ αυτή μετά την
πτώση του. Με το βάπτισμα «εκβάλλεται» ο Σατανάς από την ψυχή και την πολεμάει πλέον
«εκ των έξω». Γι ̓ αυτό, ως βασικές προϋποθέσεις για την ανακαίνιση του ανθρώπου, θεωρεί
το βάπτισμα και τη Θ. Ευχαριστία. Η Θ. Ευχαριστία μαζί με τη βίωση της μετανοίας και της
ασκήσεως οδηγούν στη «μέθεξι» του Θεού και κάνουν τον άνθρωπο «εν τω Χριστώ άναρχον
και ατελεύτητον». Αυτό δεν είναι φιλοσοφική θεώρηση, αλλά πραγματικότητα, την οποία
βίωσαν, κατά κάποιο τρόπο, απόλυτα η Υπεραγία Θεοτόκος και ο Τίμιος Πρόδρομος, οι
οποίοι αποτελούν πλέον και τα αρχέτυπα όσων επιθυμούν να αγιαστούν και να ζήσουν
αιώνια.
Ο συγγραφικός πλούτος, που κληροδότησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο Άγιος Γρηγόριος,
είναι ανεκτίμητος. Δίκαια ο υμνογράφος του τον αποκαλεί «λύρα του Πνεύματος». Έζησε με
την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, τράφηκε από το Άκτιστο Φως και άφησε την
εμπειρία του στην Εκκλησία, ως οδηγητική στήλη στη «ζοφερά νύχτα του παρόντος αιώνος».