Σελίδες

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Η Εκ­κλη­σί­α δεν λει­τουρ­γεί με κο­σμι­κούς θε­σμούς



Αρ­χι­μαν­δρί­της Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης 

προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους
 




Η Εκ­κλη­σί­α υ­πάρ­χει ως δια­ρκής θε­ο­φά­νεια. Ε­άν «ο ε­ω­ρα­κώς τον Υι­όν ε­ώ­ρα­κε τον Πα­τέ­ρα» και ο ε­ω­ρα­κώς τον θε­σμόν της Εκ­κλη­σί­ας ε­ώ­ρα­κε τον α­ο­ρά­τως μεθ  ἡ­μῶν όν­τα Θε­άν­θρω­πον Κύ­ριον και το Ά­γιον Πνεύ­μα.
      Δεν υ­πάρ­χει με άλ­λο τρό­πο η Εκ­κλη­σί­α και με άλ­λο τρό­πο δι­δά­σκει η θε­ο­λο­γεί. Ο τρι­α­δι­κός τρό­πος υ­πάρ­ξε­ως συ­νι­στά το μυ­στή­ριο της Εκ­κλη­σί­ας και α­πο­τε­λεί το σα­φές κή­ρυγ­μα, που πεί­θει τον άν­θρω­πο ό­τι ο Θε­ός Πα­τήρ α­γα­πά τον κό­σμο κα­θώς η­γά­πη­σε και α­γα­πά τον Υι­όν.

Και αυ­τή η αί­σθη­ση της θε­ϊ­κής α­γά­πης, που πα­ρέ­χει ε­λευ­θε­ρί­α, α­πο­τε­λεί το α­πα­ραί­τη­το και φυ­σι­ο­λο­γι­κό κλί­μα μέ­σα στο ο­ποί­ο μπο­ρεί να α­να­πτυ­χθεί ο άν­θρω­πος.

Με αυ­τό τον τρό­πο πι­στεύ­ει ο άν­θρω­πος, έ­χει εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­ό, για­τί ζει το γε­γο­νός ό­τι εί­ναι έ­να σώ­μα και έ­να πνεύ­μα με τον Θε­άν­θρω­πο. Έ­χει ορ­γα­νι­κή σχέ­ση μα­ζί Του, ό­πως το κλή­μα με την άμ­πε­λο.

Αν με κο­σμι­κό τρό­πο δι­ορ­γα­νώ­νο­με τους εκ­κλη­σι­α­στι­κούς θε­σμούς και με πνευ­μα­τι­κό, νο­μί­ζο­με, τρό­πο κη­ρύτ­το­με το Ευ­αγ­γέ­λιο, αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι και τα δυ­ό (θε­σμός και χά­ρι­σμα) πά­σχουν και εί­ναι αμ­φι­βό­λου γνη­σι­ό­τη­τος.

Τα αρ­χαί­α πα­ρήλ­θε, ι­δού γέ­γο­νε τα πάν­τα και­νά. Δεν μπο­ρεί με πα­λαι­ό, κο­σμι­κό, τρό­πο να βι­ούν­ται και να κη­ρύτ­τον­ται τα και­νά, τα ο­ποί­α πεί­θουν δι  ὅ­λων των τρό­πων της υ­πάρ­ξε­ως και της συμ­πε­ρι­φο­ράς τους. Και ού­τε εί­ναι δυ­να­τόν με αυ­θαι­ρε­σί­ες α­το­μι­κών ψευ­δαι­σθή­σε­ων, ως δή­θεν χα­ρι­σμα­τι­κών εμ­πνεύ­σε­ων, να φα­νε­ρώ­νε­ται το α­με­τα­κί­νη­το της πί­στε­ως.

Έ­τσι το κά­θε τι στην Εκ­κλη­σί­α φα­νε­ρώ­νει το τρι­α­δι­κό κα­θώς, και ι­δι­αί­τε­ρα η ευ­χα­ρι­στια­κή ι­ε­ρουρ­γί­α, που α­πο­τε­λεί την καρ­διά της Εκ­κλη­σί­ας, εί­ναι έ­να χά­ρι­σμα, μια δω­ρε­ά εκ του Πα­τρός, δια του Υι­ού, συ­νερ­γεί­α του Πνεύ­μα­τος. Ε­άν σω­θεί το τρι­α­δι­κό «κα­θώς», σώ­ζε­ται ο άν­θρω­πος ως πρό­σω­πο εν κοι­νω­νί­α. Και ε­άν σώ­ζο­με και ζού­με το «κα­θώς» το θε­αν­θρώ­πι­νο, τό­τε το α­συγ­χύ­τως και α­δι­αι­ρέ­τως της ε­νώ­σε­ως των δυ­ό εν Χρι­στώ συ­νελ­θου­σών φύ­σε­ων δι­α­τη­ρεί­ται και ε­πε­κτεί­νε­ται ως ευ­λο­γί­α στην ε­νό­τη­τα α­λη­θεί­ας και ζω­ής, θε­σμού και χά­ρι­τος, νό­μου και ε­λευ­θε­ρί­ας. Πε­ρι­χω­ρούν­ται α­τρέ­πτως και α­ναλ­λοι­ώ­τως τα φαι­νο­με­νι­κώς αν­τί­θε­τα. Και σ  αὐ­τὴν την πε­ρι­χώ­ρη­ση δι­α­κρί­νο­με την παν­τα­χού και μέ­χρι συν­τε­λεί­ας του αι­ώ­νος δια­ρκή πα­ρου­σί­α του Θε­αν­θρώ­που, που ε­ξα­κο­λου­θεί να πο­ρεύ­ε­ται εν ε­τέ­ρα μορ­φή στον α­γρό της ι­στο­ρί­ας. Και συμ­πο­ρεύ­ε­ται με κά­θε α­γω­νι­ών­τα, ε­ρευ­νών­τα και α­πελ­πι­ζό­με­νο. Ό­χι για να του δώ­σει μα­γι­κές λύ­σεις, ως ναρ­κω­τι­κό ψευ­δαι­σθή­σε­ων, αλ­λά να του α­νοί­ξει τα μά­τια, να του χα­ρί­σει τις αι­σθή­σεις, να γί­νει μί­α αί­σθη­ση, για να δει και να μά­θει την και­νή πο­λι­τεί­α και θε­ο­λο­γί­α, που α­νά­γει στον ου­ρα­νό τον άν­θρω­πο και κα­τά­γει στη γη το Πνεύ­μα το Ά­γιο, και βά­ζει την τρι­α­δι­κή ζύ­μη μέ­σα στο γαι­ώ­δες η­μών φύ­ρα­μα.

Ο θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας

Ό­λα σε πεί­θουν μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α, σε α­να­παύ­ουν, για­τί σου κοι­νο­ποι­ούν την τε­λι­κή συμ­φι­λί­ω­ση, που εί­ναι η απ  ἀρ­χῆς α­λή­θεια και ε­νέρ­γεια της τρι­α­δι­κής θε­ό­τη­τος. Κά­θε στιγ­μή και με κά­θε εκ­δή­λω­ση σου προ­σφέ­ρε­ται α­φώ­νως το σύ­νο­λο το θεί­ο και το αν­θρώ­πι­νο, το ση­με­ρι­νό και το α­τε­λεύ­τη­το. Ό­ταν ο Κύ­ριος συγ­χω­ρεί τις α­μαρ­τί­ες, χα­ρί­ζει και τη σω­μα­τι­κή υ­γεί­α στον πα­ρα­λυ­τι­κό. Και για να δεί­ξει ό­τι έ­χει ε­ξου­σί­αν α­φι­έ­ναι α­μαρ­τί­ας, λέ­γει τω πα­ρα­λυ­τι­κώ: Ά­ρον τον κράβ­βα­τόν σου και ύ­πα­γε εις τον οί­κον σου (Μαρκ. 2, 11).

Τα πάν­τα πάν­το­τε συλ­λει­τουρ­γούν θε­αν­θρω­πί­νως. Βρί­σκεις τη ζε­στα­σιά της συν­τρο­φιάς στην έ­ρη­μο της α­σκή­σε­ως. Και ζων­τας εν α­γά­πη με­τα­ξύ των α­δελ­φών σου αι­σθά­νε­σαι στην ε­λευ­θε­ρί­α της α­να­χω­ρή­σε­ως.

Ό­ταν μέ­σα σ  αὐ­τὸν τον θε­αν­θρώ­πι­νο κό­σμο λες «υ­πα­κο­ή», κα­τα­λάμ­πε­σαι α­πό τη χά­ρη της ε­λευ­θε­ρί­ας, στην ο­ποί­α ο­δη­γεί­σαι.

Ό­ταν λες «α­να­χώ­ρη­ση και κα­τά μό­νας πα­ρα­μο­νή», ζεις την πραγ­μά­τω­ση της α­χράν­του κοι­νω­νί­ας και συμ­βι­ώ­σε­ως με ό­λους.

Ό­ταν σκε­φθείς τη Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή, με­τα­φέ­ρε­σαι στον βα­θύ όρ­θρο, που υ­πο­φώ­σκει το φως της Α­να­στά­σε­ως.

Και ό­ταν σκε­φθείς τον θά­να­το, ε­ξά­πτε­ται χα­ρά εν τη καρ­δί­α σου, κα­τά τον Αβ­βά Ι­σα­άκ.

Ο θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας δεν εί­ναι αν­θρώ­πι­νο αλ­λά θε­αν­θρώ­πι­νο κα­θί­δρυ­μα. Και ο τρό­πος που λει­τουρ­γεί εί­ναι μί­α πι­στο­ποί­η­ση και φα­νέ­ρω­ση της δια­ρκούς μεθ  ἡ­μῶν πα­ρου­σί­ας του Κυ­ρί­ου.

Οι αν­θρώ­πι­νοι και κο­σμι­κοί θε­σμοί (η οι πνευ­μα­τι­κοί θε­σμοί που δι­ορ­γα­νώ­νον­ται με κο­σμι­κό τρό­πο) έ­χουν ως σκο­πό να προ­ω­θή­σουν τα σχέ­δια των υ­πευ­θύ­νων τους. Να αυ­ξή­σουν τη δύ­να­μη και ε­πιρ­ρο­ή τους. Να ε­πι­βά­λουν τη θέ­λη­σή τους και να υ­πο­δου­λώ­σουν ό­σο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρους· ί­σως και με τον σκο­πό να τους σώ­σουν. Για­τί αυ­τοί που σκέ­φτον­ται μη­χα­νι­κά εί­ναι ι­κα­νοί να φαν­τα­στούν και σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­που με κα­ταρ­γη­μέ­νη την ε­λευ­θε­ρί­α, δη­λα­δή με κα­ταρ­γη­μέ­νο τον άν­θρω­πο.

Σ  αὐ­τοὺς τους θε­σμούς, που λει­τουρ­γούν με κο­σμι­κό τρό­πο, σαν μη­χα­νές, ο άν­θρω­πος η υ­πο­τάσ­σε­ται και κα­ταν­τά ά­βου­λο ον, ως μι­σθο­φό­ρος η ε­ξάρ­τη­μα μη­χα­νής η αν­τι­δρά δι­α­σπα­στι­κά. Α­πο­χω­ρί­ζε­ται α­πό τον θε­σμό. Και δε­σμεύ­ε­ται στον α­το­μι­κό του λο­γι­σμό, ρυθ­μί­ζον­τας μ  αὐ­τὸν τη ζω­ή του και τη ζω­ή των αν­θρώ­πων, που ί­σως τον α­κο­λου­θούν. 

Το α­προσ­δι­ό­ρι­στο της ε­λευ­θε­ρί­ας

Αλ­λά ό­ταν ο άν­θρω­πος χά­σει την ε­νό­τη­τά του με την Εκ­κλη­σί­α, που συγ­κρο­τεί­ται δια του τρι­α­δι­κού «κα­θώς», χά­νει την ε­λευ­θε­ρί­α του. Για­τί χά­νει τον ε­αυ­τό του τον α­λη­θι­νό, που εί­ναι ό­λοι οι άλ­λοι.

Κα­νείς θε­σμός αν­θρώ­πι­νος, ού­τε και αν ο­νο­μά­ζε­ται εκ­κλη­σι­α­στι­κός, δεν μπο­ρεί να χω­ρέ­σει, να α­νε­χθεί και να ι­κα­νο­ποι­ή­σει τον άν­θρω­πο, που έ­χει την πνο­ή του Θε­ού μέ­σα του, ε­πι­πο­θεί το «πορ­ρω­τέ­ρω», την ε­πέ­κτα­ση, τον Χρι­στό. Και δεν εί­ναι δυ­να­τόν να α­να­παυ­θεί ο άν­θρω­πος με κα­μιά υ­πό­σχε­ση η εν­δο­κο­σμι­κή προ­ο­πτι­κή, για­τί δι­ψά το α­σύλ­λη­πτο και αν­θρω­πί­νως α­νέ­φι­κτο. Λέ­ει ό­λη του η ύ­παρ­ξι «ό­χι» στον κο­σμι­κά ορ­γα­νω­μέ­νο θε­σμό, που θέ­λει δή­θεν να τον χει­ρα­γω­γή­σει στο μυ­στή­ριο της ζω­ής και της σω­τη­ρί­ας.

Για τον άν­θρω­πο κα­λός πνευ­μα­τι­κός θε­σμός, που λει­τουρ­γεί μη­χα­νι­κά, εί­ναι μό­νο ο ε­τοι­μόρ­ρο­πος, ο δι­α­λυ­μέ­νος και α­νύ­παρ­κτος. Γι  αὐ­τὸ και ο Κύ­ριος, που τα ξέ­ρει ό­λα αυ­τά, ήλ­θε και δι­έ­λυ­σε τις φυ­λα­κές. Κα­τέ­στρε­ψε την α­πά­τη. Α­νέ­τρε­ψε τις τρά­πε­ζες των κολ­λυ­βι­στών και τις κα­θέ­δρες των εμ­πό­ρων, που με­τέ­τρε­ψαν τον να­ό του Θε­ού σε οί­κο εμ­πο­ρί­ου. Μας α­πήλ­λα­ξε α­πό την κα­τά­ρα του Νό­μου. Και με την κά­θο­δό Του στον Ά­δη «μο­χλοί συ­νε­τρί­βη­σαν, ε­θλά­σθη­σαν πύ­λαι, μνή­μα­τα η­νοί­χθη­σαν, νε­κροί α­νί­σταν­το».

Και βγή­καν ό­λοι οι νε­κροί έ­ξω, στο φως. «Και νε­κρός ου­δείς ε­πί μνή­μα­τος».

Και συ­νε­κρό­τη­σε την Εκ­κλη­σί­α, που δεν εί­ναι φυ­λα­κή (έ­στω με χρυ­σά κάγ­κε­λα), αλ­λά εί­ναι ε­λευ­θε­ρί­α και κρα­ται­ά ως ο θά­να­τος α­γά­πη. Και εί­ναι η μή­τρα μιας άλ­λης μά­νας, ευ­ρυ­χω­ρο­τέ­ρας των ου­ρα­νών, που γεν­νά τον άν­θρω­πο. Και εί­μα­στε παι­διά της ε­λευ­θέ­ρας (Γαλ. 4, 16), παι­διά της ε­λευ­θε­ρί­ας, που την κερ­δί­ζο­με με την υ­πα­κο­ή στην Α­λή­θεια του Θε­ού, που εί­ναι Α­γά­πη.

Και ε­άν οι αν­θρώ­πι­νοι θε­σμοί φο­βούν­ται την ε­λευ­θε­ρί­α του αν­θρώ­που, και γι  αὐ­τὸ την κου­τσου­ρεύ­ουν η την κα­ταρ­γούν, ο θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας γεν­νά τους ε­λευ­θέ­ρους εν Πνεύ­μα­τι αν­θρώ­πους. Και ό­λον συγ­κρο­τεί τον θε­σμόν της Εκ­κλη­σί­ας το Πνεύ­μα. Το ο­ποί­ο ό­που θέ­λει πνει και ουκ οί­δας πό­θεν έρ­χε­ται και που υ­πά­γει. Ού­τως ε­στί πας ο γε­γεν­νη­μέ­νος εκ του Πνεύ­μα­τος (Ι­ω. 3.8).

Και το α­προσ­δι­ό­ρι­στό της ε­λευ­θε­ρί­ας, που ι­σορ­ρο­πεί δια της α­γά­πης των εν τρι­α­δι­κή κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων, εί­ναι η πέ­τρα της πί­στε­ως.

Οι α­λη­θι­νά χα­ρι­σμα­τι­κοί

Οι ά­γιοι δεν εί­ναι φύ­λα­κες νό­μου αλ­λά νο­μο­θέ­τες, κα­τά τον ά­γιο Συ­με­ών τον Νέ­ο Θε­ο­λό­γο. Ο θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας εί­ναι χα­ρι­σμα­τι­κός και τα χα­ρί­σμα­τα των α­γί­ων λει­τουρ­γούν ως θε­σμοί κα­θο­δη­γη­τι­κοί για το εκ­κλη­σι­α­στι­κό πλή­ρω­μα.

Μπο­ρού­με να πού­με ό­τι δεν υ­πάρ­χουν χα­ρι­σμα­τού­χοι αλ­λά γί­νον­ται, γεν­νών­ται δια­ρκώς. Δεν πή­ραν κά­πο­τε έ­να χά­ρι­σμα ως ι­δι­ό­τη­τα στα­τι­κή, αλ­λά δέ­χον­ται μί­α ευ­λο­γί­α που τους χα­ρί­ζε­ται δια­ρκώς. Εί­ναι αυ­τοί που α­λη­θι­νά συ­νει­δη­το­ποι­ούν την έ­σχα­τη α­δυ­να­μί­α του αν­θρώ­που και την α­γα­θό­τη­τα του Θε­ού. Βλέ­πουν ό­λους τους άλ­λους κα­λούς και κα­θα­ρούς. Θε­ω­ρούν τον ε­αυ­τό τους υ­πο­κά­τω πά­σης της κτί­σε­ως. Έ­χουν τη χά­ρη της τρε­μά­με­νης συν­τρι­βής του τα­πει­νού, του ε­ξου­θε­νη­μέ­νου. Και σαν σφουγ­γά­ρι ρου­φούν τη χά­ρη. Δέ­χον­ται τα χα­ρί­σμα­τα της έ­σω­θεν α­να­παύ­σε­ως και του φω­τι­σμού. Δεν τα θε­ω­ρούν δι­κά τους κα­τορ­θώ­μα­τα, ού­τε α­ξι­ο­ποι­ή­σι­μες δυ­να­τό­τη­τες για να αυ­ξή­σουν το κύ­ρος τους υ­πο­τι­μών­τας τους άλ­λους.

Εκ­πλήσ­σον­ται α­πό την ά­φα­τη α­γά­πη του Θε­ού και αυ­θορ­μή­τως τα α­πο­δί­δουν, τα ε­πι­στρέ­φουν, α­μέ­σως στον Δω­ρε­ο­δό­τη. Και αυ­τό τους κα­θι­στά ά­ξιους να δέ­χον­ται συ­νέ­χεια νέ­α χα­ρί­σμα­τα, με­γα­λύ­τε­ρα, πά­να­γνα, πνευ­μα­τι­κά, ευ­λο­γούν­τα τα σύμ­παν­τα. Και αυ­τοί ε­ξα­κο­λου­θούν να μην έ­χουν κα­μιά ι­δέ­α για τον ε­αυ­τό τους. Έ­χουν με­γά­λη ι­δέ­α για τον Θε­ό.

Και μό­λις φα­νεί ό­τι ο κό­σμος τους τι­μά, πα­ρα­ξε­νεύ­ον­ται, δυ­σα­να­σχε­τούν, συ­στέλ­λον­ται. Και κρύ­βον­ται, εί­τε στην έ­ρη­μο, εί­τε πί­σω α­πό το πα­ρα­πέ­τα­σμα κά­ποι­ας πλα­στής μω­ρί­ας και σα­λό­τη­τος. Και η­συ­χά­ζουν. Ζουν, πα­ρα­κο­λου­θούν και συμ­βάλ­λουν στην κυ­κλο­φο­ρί­α του αί­μα­τος και της χά­ρι­τος μέ­σα στο σώ­μα της εκ­κλη­σι­α­στι­κής κοι­νό­τη­τος.



 Το ΒΗΜΑ, 24/10/1999, Σελ.: B07
Κω­δι­κός άρ­θρου: B12737B071




Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ...


Πα­ρα­σκευ­ή Ἐ­ξάρ­χου


Τό μι­κρό δω­μά­τιο γέ­μι­σε μυ­ρω­διά! Ὑ­πέ­ρο­χη μυ­ρω­διά βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ἀ­πό τήν ξαφ­νι­κή κα­λο­και­ρι­νή βρο­χού­λα. Εἶ­ναι ἀρ­γά, δύ­ο πα­ρά με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Τό ἀ­πο­γευ­μα­τι­νό κα­φε­δά­κι μέ κρά­τη­σε ξύ­πνια λί­γο πα­ρα­πά­νω. Δέν πα­ρα­πο­νι­έ­μαι ὄ­μωs, μοῦ δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νά κα­τα­λά­βω τί εἶ­ναι αὐ­τό πού χο­ρο­πη­δᾶ στήν στέ­γη τῆς μι­κρῆς ἐ­ξο­χι­κῆς κα­τοι­κί­αs. Στα­γό­νες βρο­χῆς πού στῆ­σαν χο­ρό ἔ­τσι ἀρ­γά τό βρά­δυ σάν νά ἤ­θε­λαν νά μήν τίς δεῖ κα­νείς. Τίς πρό­δω­σε ὅ­μως ἡ μυ­ρω­διά τοῦ χώ­μα­τος πού γαρ­γα­λά­ει τά ρου­θού­νια μου μπαί­νον­τας ἀ­πό τό ἀ­νοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο. Κι ἐ­φό­σον ὅπωs λέ­νε, ὅ­λες οἱ αἰ­σθή­σειs συ­νερ­γά­ζον­ται καί συμ­πλη­ρώ­νουν ἡ μιά τήν ἄλ­λη, ἔ­πι­α­σα νά γρά­φω ὅ,τι ἔ­νι­ω­σα ἀ­πό­ψε νά μέ πλημ­μυ­ρί­ζει.



Σάν νά μήν θέ­λω νά ξε­χά­σω τά χρώ­μα­τα τῆς ἀ­να­το­λῆς πού εἶ­δα σή­με­ρα τό πρω­ί καί πού ὅ­λα τά ἔ­κα­νε νά φαί­νον­ται τό­σο φω­τει­νά. Ὅ­λες οἱ ἀ­πο­χρώ­σεις τοῦ πρά­σι­νου γύ­ρω μου, ἀ­φοῦ μό­νο ἀ­γροί ὑ­πάρ­χουν δί­πλα καί ἐ­κεῖ πού τε­λει­ώ­νει τό πρά­σι­νο, ἀρ­χί­ζει τό γα­λά­ζιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί οἱ φω­τει­νέs πα­ραλ­λα­γές τοῦ πορ­το­κα­λί ἀ­πό τίs ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου. Λί­γα λου­λού­δια σπᾶ­νε τήν μο­νο­το­νί­α, ἄν μπο­ρεῖ κα­νείς νά πεῖ κά­τι τέ­τοι­ο, ἀρ­κε­τά γιά νά φέ­ρουν κον­τά κά­θε λο­γῆς πε­τού­με­νο. Ὑ­πέ­ρο­χη ἡ σχέ­ση μέ τήν φύ­ση, ἰ­δί­ως ὅ­ταν σοῦ δί­νε­ται ἡ δυ­να­τό­τη­τα νά συ­νυ­πάρ­χεις μέ ἄλ­λα πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ.



Ἀ­να­ρω­τι­ό­μου­να γιά ὥ­ρα ποῦ βρέ­θη­καν τό­σα μυρ­μήγ­κια κά­τω ἀ­πό τήν κα­ρέ­κλα μου καί ποῦ στό κα­λό πᾶ­νε μέ τό­ση φού­ρια. Δέν εἶ­χα κα­τα­λά­βει ὅ­τι εἶ­χα συ­νει­σφέ­ρει στίs χει­μω­νι­ά­τι­κεs προ­μή­θει­ές τουs ρί­χνον­ταs τά ψί­χου­λα τοῦ ψω­μιοῦ μου, ἀλ­λά καί χτυ­πών­ταs ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα μιά σφῆ­κα πού λι­γου­ρεύ­τη­κε τόν χυ­μό μου. Ἐρ­γα­τι­κά μυρ­μήγ­κια, πού ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν ἐ­κεῖ­νον τόν μύ­θο τοῦ Αἰ­σώ­που πού μά­θαι­να μι­κρή, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ ὅ­σους νω­χε­λι­κούs τζί­τζι­κες ἀ­πέ­μει­ναν νά τρα­γου­δοῦν, ἀ­φοῦ ἀ­πό πολ­λούs μό­νο τά κου­φά­ρια μεί­να­νε.



Ἡ ὥ­ρα πέ­ρα­σε μέ­σα στ' αὐ­λά­κια τοῦ κή­που, νά χα­ζεύ­ω πο­τί­ζον­τας τά μι­κρά κα­θη­με­ρι­νά θαύ­μα­τα. Πῶs ἀ­πό τήν μιά μέ­ρα στήν ἄλ­λη κοκ­κί­νι­σε καί αὐ­τή ἡ ντο­μα­τού­λα, καί τά ἀγ­γου­ρά­κια ἀ­πί­στευ­το τό πῶs με­γά­λω­σαν. Ἔ­κο­ψα με­ρι­κά γιά τήν με­ση­με­ρια­νή σα­λά­τα. Μο­σχο­μυ­ρί­ζουν τά χέ­ρια μου πι­πε­ρί­τσεs καί ἀ­ρω­μα­τι­κά βό­τα­να. Εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Θε­ό τά λα­χα­νι­κά καί τά φροῦ­τα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ. Προ­σφο­ρά ἁ­πλό­χε­ρη στήν δῆ­θεν τα­λαι­πω­ρί­α τῆs νη­στεί­ας. Κα­θώs λί­γα σύν­νε­φα μα­ζεύ­τη­καν πά­νω της, ἡ θά­λασ­σα ἀ­ση­μέ­νια μᾶς πε­ρί­με­νε. Ὄ­χι μέ τό­ση ὄ­ρε­ξη σή­με­ρα. Μι­κρόs κυ­μα­τι­σμός στήν ἀρ­χή καί ὕ­στε­ρα με­γα­λύ­τε­ροs, ἦ­ταν σάν νά μᾶs ἔ­λε­γε πώs θέ­λει καί ἐκεί­νη νά ξε­κου­ρα­στεῖ. Ἴ­σωs καί ὄ­χι μό­νο, μά καί νά... κα­θα­ρι­στεῖ. Ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ω τά κύ­μα­τα, σάν ἀ­νάγ­κη αὐ­το­κά­θαρ­σηs ἀ­π' ὅλες αὐ­τές τίς «οὐ­σί­ες» πού τήν γε­μί­ζου­με κά­θε κα­λο­καί­ρι. Ἔ­κα­τσα καί τήν χά­ζευ­α ἀρ­κε­τή ὥ­ρα. Ὅπωs καί νά εἶ­ναι, ἤ­ρε­μη ἤ ἄ­γρια, ἔ­χει πολ­λά νά σοῦ πεῖ. Τό τα­ξί­δι μου δι­έ­κο­ψαν παι­δι­κέs φω­νέs, πού ἔ­βγαι­ναν ἀ­πό τήν προ­σπά­θεια νά δα­μά­σουν τά κύ­μα­τα.


Γυ­ρί­σα­με στό σπι­τά­κι. Γέ­λια καί φω­νέs πλημ­μύ­ρι­σαν τήν αὐ­λή του. Κου­βά­δεs μέ νε­ρό πε­ρί­με­ναν στήν ἀν­τη­λιά νά θερ­μαν­θοῦν μέ φυ­σι­κό τρό­πο καί νά πά­ρουν μέ­ρos στό κα­θι­ε­ρω­μέ­νο μπου­γέ­λο. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ τρό­πος πλυ­σί­μα­τος ἐ­δῶ στήν ἐ­ξο­χή. Οὔ­τε ἀ­φρό­λου­τρα, οὔ­τε μπα­νι­έ­ρεs μέ ἅ­λα­τα. Κου­βά­δες ζε­στα­μέ­νοι στόν ἥ­λιο καί πο­τη­ρά­κια ἀ­πό τό ἕ­να χέ­ρι στό ἄλ­λο. Φά­γα­με καί ξα­πλώ­σα­με γιά τήν με­ση­με­ρια­νή «σι­έ­στα». Νά ἔ­χω τόν νοῦ μου! Δέν θέ­λω νά μέ πά­ρει ὁ ὕ­πνοs γιά πο­λύ. Σή­με­ρα ἔ­χει τήν τε­λευ­ταί­α πα­ρά­κλη­ση στό ἐκ­κλη­σά­κι τήs Ἁ­γί­αs Μα­ρί­ναs. Ντύ­θη­κα κι ἔ­φυ­γα μέ λα­χτά­ρα. Μι­κρή δι­α­δρο­μή στήν πα­ρα­λια­κή ὁ­δό κι ἔ­φτα­σα. Ἕ­να πα­νέ­μορ­φο ἐκ­κλη­σίδιο πά­νω σ’ ἕ­να ὕ­ψω­μα στήν ἄ­κρη τῆς θά­λασ­σας. «Πα­να­γιά μου!» - ἑνώνω μυστικά τήν φω­νή μου μέ τίς φω­νές τῶν γυ­ναι­κῶν πού ψέλ­νουν, ὄ­χι ἐ­πι­τη­δευ­μέ­να, μά ἁ­πλά, μέ­σα ἀπό τήν ψυ­χή τους – «σέ θερ­μο­πα­ρα­κα­λῶ νά πρε­σβεύ­εις γιά τήν σω­τη­ρί­α μας».



Ὁ ὁ­ρί­ζον­ταs ἔ­χει σχε­δόν πά­ρει ὅ­λα τά χρώ­μα­τα τοῦ δει­λι­νοῦ. Στέ­κο­μαι καί προ­σπα­θῶ νά κα­τα­γρά­ψω στό μυα­λό μου τίς τό­σες ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἴ­σωs μοῦ χρεια­στοῦν ὅ­ταν θά βά­φω τά βό­τσα­λα πού μα­ζεύ­ου­με μέ τήν μι­κρή μου κό­ρη.


Πάρ­κα­ρα τό αὐ­το­κι­νη­τά­κι μου κά­τω ἀ­πό τήν δα­μα­σκη­νιά. Οἱ μώβ καρ­ποί της συ­να­γω­νί­ζον­ται τό μώβ τοῦ δει­λι­νοῦ, τό ἴ­διο καί τό μώβ κρι­νά­κι τοῦ ἀ­γροῦ. Αὐ­τή ἦ­ταν καί ἡ ὥ­ρα πού σκέ­φτη­κα νά πι­ῶ ἕ­να κα­φε­δά­κι, βλέ­πον­ταs πιά τούς κοντι­νούς ἀ­γρούς μέ ἄλ­λα χρώ­μα­τα, αὐ­τά τοῦ δει­λι­νοῦ. Ἕ­να φτε­ρού­γι­σμα ἔ­φε­ρε γιά λί­γο συν­τρο­φιά μου ἕ­να πα­νέ­μορ­φο που­λά­κι γκρί μέ κί­τρι­νο στά φτε­ρά. Στά­θη­κε πά­νω στήν κόκ­κι­νη ντά­λια. Ἔ­παι­ξε λί­γο μέ τά πέ­τα­λά της. Φαν­τα­στι­κή εἰκό­να πού ὅμωs γρή­γο­ρα τε­λεί­ω­σε ἀ­φοῦ ἐ­κεί­νη ἡ παι­δι­κή φω­νού­λα τρό­μα­ξε τό που­λά­κι καί ἔ­φυ­γε.




Σ' αὐ­τό λοι­πόν τό κα­φε­δά­κι πού μέ κρά­τη­σε ξά­γρυ­πνη χρω­στά­ω αὐ­τέs τίs γραμ­μές, πού σάν ται­νί­α ἦρ­θαν στό μυα­λό μου καί ἐ­πι­σφρα­γί­στη­καν ἀ­πό τήν βρο­χού­λα τῆς νύ­χταs. Δό­ξα τῷ Θε­ῷ γιά ὅ­λα αὐ­τά πού ἔ­ζη­σα καί ζῶ καί πού κα­νείs καί τί­πο­τε δέν μ΄ ἐμ­πό­δι­σε νά ξα­να­ζή­σω αὐ­τό τό ὑ­πέ­ρο­χο κα­λο­και­ρι­νό βρα­δά­κι. Χρό­νια Πολ­λά! Ἡ Πα­να­γί­α νά σκε­πά­ζει ὅ­λο τόν κό­σμο!

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Πᾶ­σα πνο­ή αἰ­νε­σά­τω τόν Κύ­ριον...


Εἰ­ρή­νης Ζα­μά­νη

Τό κα­λο­και­ρι­νό ἀ­γέ­ρι ἀ­νε­παί­σθη­το ἀ­κό­μη πρίν με­γα­λώ­σει σέ μελ­τέ­μι φέρ­νει μυ­ρω­δι­ές ἀ­πό πε­πό­νι, ρο­δά­κι­νο, στα­φύ­λι καί ἰ­ώ­διο. Εἶ­ναι τό ἴ­διο πού φου­σκώ­νει τό καρ­πού­ζι, τό «χειμω­νι­κό» ὅ­πως τό ἔ­λε­γε ἡ για­γιά Τρι­σεύ­γε­νη, πού δέ­νει μέ­ρα μέ τήν μέ­ρα τρί­ζον­τας. Οἱ ντο­μα­τι­ές νά στη­λώ­νον­ται ὄ­χι ἀ­πό σύρ­μα­τα ἀλ­λά ἀ­πό κου­ρε­λά­κια μέ δύ­να­μη καί τρυ­φε­ρά­δα, ὅ­μοι­α κα­θώς ὁρ­μή­νευ­ε ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος νά με­γα­λώ­νου­με τά παι­διά μας.



Οἱ πευ­κο­βε­λό­νες στρω­μέ­νες κα­τα­γῆς, ἄ­ο­πλες, κά­ναν τό χρέ­ος τους νά παι­χνι­δί­σουν μέ τόν ἥ­λιο. Τό πεῦ­κο θά στε­γά­σει τήν συ­ναυ­λί­α τῶν τζι­τζι­κι­ῶν, θά κά­νει κά­λε­σμα στήν Δι­ε­θνῆ τῆς ἀ­νε­με­λιᾶς καί θά μυ­ρώ­σει τόν ἀ­έ­ρα γεν­ναι­ό­δω­ρα.



Θυ­μά­ρι, μέν­τα, ρί­γα­νη τό ἔ­πα­θλο στό κυ­νῆ­γι θη­σαυ­ροῦ τῆς ἄ­νυ­δρης γῆς γιά τό ἀ­σκη­μέ­νο μά­τι. Τά λου­μι­νά­κια πε­ρι­μέ­νουν ν’ ἀ­να­λω­θοῦν μέ τήν τα­πει­νή τους φλό­γα ἀν­τί­δω­ρο στόν οὐ­ρα­νό. Τό κα­λαμ­πό­κι με­στώ­νει συ­νο­μή­λι­κο μέ τόν ξά­δελ­φό του, τό στά­ρι, καί με­τροῦν τό μπό­ι τους στήν πα­ρα­στά­δα τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα. Ἰ­ού­νης-θε­ρι­στής, Ἰ­ού­λης-ἁ­λω­νά­ρης.



Μά πῶς τό­σο εἰ­ρη­νι­κά ἡ ἐ­πέ­λα­ση τῶν ἀ­κρί­δων; Ἀ­κρο­βο­λί­στη­καν σέ καί­ρι­ες θέ­σεις, στρα­τός μιᾶς πε­ρι­ο­δι­κῆς κα­το­χῆς πού δέν χρει­ά­ζε­ται νά βρεῖ ἀν­τί­στα­ση. Μιά ἄλ­λη πιό πει­θαρ­χη­μέ­νη στρα­τιά, αὐ­τή τῶν μυρ­μηγ­κι­ῶν, πη­γαι­νο­έρ­χε­ται φου­ρι­ό­ζα στό μέ­τω­πο τῆς ἐρ­γα­σί­ας. Ἄν εἶ­χαν χρό­νο, θά θύ­μω­ναν μέ τά ρέμ­πε­λα τζι­τζί­κια ἀλ­λά ποῦ και­ρός γιά συ­ναι­σθη­μα­τι­κές ἐ­κρή­ξεις!



Θέ­ρος, ἔ­ρως, τρύ­γος…ἡ ζω­ή κά­νει πρό­πο­ση στά ρῶ τοῦ ἔ­ρω­τα…κα­λο­καί­ρι…


Κο­χύ­λι πού κουρ­σεύ­τη­κε ἀ­π’ τόν βυ­θό, γιά νά γί­νει χά­ρι­σμα, ἀ­στε­ρί­ας πού θά συν­τρο­φεύ­ει τό χει­μῶ­να, πέ­τρα πού ζω­γρα­φί­στη­κε καί ξε­χά­στη­κε ἀλ­λά πρό­λα­βε νά χα­ρί­σει τό ξάφ­νια­σμα καί τήν χα­ρά τῆς ἐ­φή­με­ρης δη­μι­ουρ­γί­ας της.



Ποι­ό χέ­ρι θά ρί­ξει βό­τσα­λο-ψα­ρά­κι στό νε­ρό, ποι­ό βλέμ­μα θά προ­λά­βει ἕ­ναν ἀ­πρό­σμε­νο στρό­βι­λο ἐ­κεῖ πού τό λι­ο­πύ­ρι ἔ­χει βα­σί­λει­ο καί ποι­ό θά ξε­κου­ρα­στεῖ σέ ἀ­σβε­στω­μέ­νη αὐ­λί­τσα πού σα­ρώ­θη­κε μέ αὐ­το­σχέ­δια σκού­πα-θά­μνο; Ποι­ά ψυ­χή θά συ­ναν­τή­σει τήν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη τοῦ νυ­χτε­ρι­νοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί θά ση­κω­θεῖ στίς μύ­τες τῆς ὕ­παρ­ξής της;


Μα­κά­ριο τό αὐ­τί πού θά  τα­λαν­τω­θεῖ -τό βρά­δυ στό πα­ρα­δο­σια­κό πα­νη­γύ­ρι- στόν ἦ­χο ἑ­νός κλα­ρί­νου ἤ ἑ­νός βι­ο­λιοῦ κι ἑ­νός λα­ού­του. Ἡ ψυ­χή νή­στε­ψε μέ σε­μνό­τη­τα, ἄ­να­ψε τό κε­ρά­κι της μ’ εὐ­λά­βεια στό γε­λα­στό ξω­κλή­σι καί οἱ ἅ­γιοι τῆς ψι­θύ­ρι­σαν ἀ­π’ τό εἰ­κό­νι­σμα: «σάν τήν ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­γά­πης ἄλ­λη δέν εἶ­ναι…νά ζεῖς σάν νά πρό­κει­ται νά πε­θά­νεις…ἴ­σκιος ὀ­νεί­ρου ἡ ζω­ή μά καί ἡ ὕ­λη ἀ­να­πέμ­πει τήν δι­κή της δο­ξο­λο­γί­α». Ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται ἡ ψυ­χή ποι­ό ὕ­δωρ δρό­σι­σε τίς ἀ­σκη­τι­κές μορ­φές καί ποι­ός ἔ­ρω­τας φλό­γι­σε τήν νι­ό­τη ὥς τήν ἁ­γι­ό­τη­τα: ρο­δό­χρους στήν πιό κα­λή της ὥ­ρα ἡ Ἁγία Μα­ρί­να, ὁ­μή­λι­κη τῆς Ἁγίας Μαρκέλλας, ὁρί­στη­κε τό θέ­ρος, τήν ἐ­πο­χή πού κα­τα­φά­σκει τήν ζω­ή, νά συ­νε­ορ­τά­ζουν. Δέν θέ­λουν ἐ­πι­ση­μό­τη­τες, τούς ἀρ­κεῖ νά φτά­νουν οἱ φι­λέ­ορ­τοι μέ τα­πει­νό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα στό σπι­τι­κό τους, ἀ­φοῦ ξα­πο­στά­σουν στό χα­μη­λό πε­ζού­λι.


Πῶς νά ξι­πα­στεῖ ἡ ψυ­χή κι ἄς παίρ­νει τά ψη­λώ­μα­τα ν’ ἀν­τα­μώ­σει αὐ­τόν πού κα­τα­δέ­χτη­κε νά τρα­φεῖ ἀ­πό ἕ­να κο­ρά­κι, ἀ­φοῦ πρῶ­τα μ’ ἕ­να του αἴ­τη­μα εἶ­δε νά κλει­δώ­νει τό πο­τι­στῆ­ρι τῆς βρο­χῆς καί μ’ ἕ­ναν του λό­γο νά ξε­κλει­δώ­νει; Ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας πύ­ρι­νος στήν πί­στη καί σάν ὑ­πε­ραι­ω­νό­βιος παπ­πούς κα­λω­σο­ρί­ζει στό πλού­σιο φτω­χι­κό του γε­λα­στούς ἡ­λι­ο­κα­μέ­νους πε­ζο­πό­ρους.



Καί ποι­ά με­γα­λύ­τε­ρη δο­ξο­λο­γί­α πα­ρά αὐ­τή πού κά­νει γι­ορ­τή τήν κοί­μη­ση, πού ἕ­ναν ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμό τόν κά­νει πα­νή­γυ­ρη, πού μέ πρό­σχα­ρες καμ­πά­νες δι­α­λα­λεῖ «…ἐν τῇ κοι­μή­σει τόν κό­σμον οὐ κα­τέ­λι­πες, Θε­ο­τό­κε»; Πο­τέ πιό πολ­λές μαυ­ροντυ­μέ­νες γυ­ναῖ­κες δέν ἀν­τάλ­λα­ξαν τίς πιό θερ­μές τους πα­ρα­κλή­σεις μέ τά μαῦ­ρα τῆς ψυ­χῆς τους. Ἡ Με­γα­λό­χα­ρη εἶ­ναι ἡ Κυ­ρά τῶν ἀμ­πε­λι­ῶν, δέ­ε­ται στόν Γιό Της, τήν ἄμ­πε­λο τήν ἀ­λη­θι­νή, γιά μᾶς πού ἀ­φυ­δα­τω­νό­μα­στε στό καῦ­μα τῆς προ­σω­πι­κῆς μας ἀ­στο­χί­ας.




Λύ­νει τήν μπό­λια Της καί μᾶς φι­λεύ­ει σῦ­κα καί νε­ρό τῆς πη­γῆς καί τήν Ἐλ­πί­δα.