Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δημήτρη Σταμέλου, Ὁ Θάνατος τοῦ Καραϊσκάκη, Συμπτωματικὸ γεγονὸς ἤ ὀργανωμένη δολοφονία; Ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε., Ἀθήνα 2000.
Ὁ Καραϊσκάκης εἶναι μία ἔκφραση τοῦ ἑλληνικοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι καὶ τοῦ ποιητικοῦ μύθου. Κ' ἔτσι τὸν βλέπουμε μέσα στὸ χρόνο. Ἔτσι, στὸ σύντομο τοῦτο εἰσαγωγικὸ σημείωμα δὲν πρόκειται νὰ καταγράψουμε τὰ ἐγκώμια Ἑλλήνων καὶ ξένων γιὰ τὴ μορφή, τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ τὸ ἔργο του. Αὐτὸ θὰ γίνει στὴν κατάλληλη περίπτωση καὶ στὴ συνολικὴ θεώρησή του. Ὡστόσο ὁ κορυφαῖος τοῦ Εἰκοσιένα ἀποτελεῖ ἔναυσμα ἔμπνευσης γιὰ τοὺς ποιητές, ποὺ διαβλέπουν στὸ πρόσωπό του στοιχεῖα ὁμηρικῶν ἡρώων καὶ προσπαθοῦν νὰ τὰ συλλάβουν στὴν κύρια σύστασή τους. Αὐτὸ τὸ πέρασμα μιᾶς συγκεκριμένης ἱστορικῆς μορφῆς μέσα στὸν ποιητικὸ καὶ λαϊκὸ ἐξομολογητικὸ λόγο καὶ μύθο εἶναι ποὺ ἔκανε καὶ τὸ ζωγράφο
Θεόφιλο νὰ λέει σὰν τὸν ρωτοῦσαν γιὰ τὸν Καραϊσκάκη πὼς ἦταν «δυὸ φορὲς πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν Ἅι-Γιώργη».(1)
Ὁ Ἰωάννης Ζαμπέλιος στὴν ἐπώνυμη τραγωδία του προτρέπει στὸ τέλος μὲ τὰ λόγια του χοροῦ ὄχι δάκρυα, ἀλλὰ μίμηση τοῦ ἔργου του, ἀνάμνηση δημιουργική τῆς πολεμικῆς του δράσης καὶ τῆς στωϊκότητας μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετώπισε τὸ θάνατο,(2) ὡραῖος καὶ ἀγέρωχος, γνωρίζοντας πολλά, ἀλλὰ κρατώντας τὴν πίκρα του, πεθαίνοντας στὴν πίκρα του, γιὰ νὰ μὴ βλάψει σὲ τίποτα τὸ Γένος καὶ τὸν Ἀγώνα.
Ὁ Ἀχιλλέας Παράσχος τὸν ἀναπολεῖ νἄρχεται ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο μὲ τ' ἅρματά του, σὰν ἀστροπελέκι, ἀητὸ καὶ λιοντάρι καὶ ν' ἀκολουθεῖ ξοπίσω του ἀσκέρι μὲ παλικάρια, ἀπὸ τὴ Ρούμελη, τὸ Μοριά, τὸν Ψηλορείτη καὶ τὴν Πίνδο κι ὅλοι νὰ τὸν κοιτάζουνε μὲ σέβας, «τὸν Ἀρχηγὸ τῶν Ἀρχηγῶν». Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐτοῦτο. Κ' ὕστερα, ἀφοῦ μιλήσει γιὰ παλικαριὲς καὶ θυσίες, γιὰ καινούρια δεινὰ τῆς πατρίδας, τοῦ λέει νὰ προσμένει τὸ νέο κάλεσμα γιὰ νἄρθει νὰ ὁδηγήσει τὸ Γένος σὲ μιὰ ἀναγεννητικὴ πορεία.(3)
Ὁ Παναγιώτης Σοῦτσος στὸ λυρικό του δράμα ποὺ ἀφιέρωσε στὸν ἥρωα βάζει στὸ χορὸ νὰ πεῖ νὰ φέρουν τὸ νεκρό του σῶμα καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν στὴν Ἀκρόπολη, στὰ Προπύλαια, γιὰ ν' ἀποχαιρετήσει «τοὺς ὁμοίους του μεγάλους τῶν αἰώνων τῶν ἀρχαίων», ὁ μάρτυρας τῆς «Πίστεως καὶ τῆς Ἐλευθερίας» ποὺ καὶ νεκρὸς θὰ κονταροχτυπιέται μὲ «τῶν βαρβάρων τὰς ἀγέλας», μὲ τή ματωβαμένη λευκή του φουστανέλλα, ὁ «μέγας» ὅπως ἀποκαλεῖ τὸν Καραϊσκάκη.(4)
Ὁ Γεώργιος Στρατήγης ἐπισημαίνει τὴ λατρεία τοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπό του ποὺ τὸν δοξάζει σὰν ἡμίθεο καὶ πὼς ἀπὸ κεῖνον θ' ἀκούει χρησμοὺς καὶ νὰ ἐλπίζει, ἔτσι, καλύτερες μέρες γιὰ τὸ ἔθνος.(5)
Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία τὸ γεγονὸς πὼς οἱ ποιητὲς τὸν ἀνακαλοῦν στὴ μνήμη ὄχι μονάχα γιὰ νὰ ἐξυμνήσουν τὶς παλικαριὲς καὶ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ καὶ τὸν καλοῦν νὰ ὁδηγήσει τὸ Γένος σὲ νέες ἐξορμήσεις, ποὺ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου ποὺ βρίσκεται ἀκόμα κάτω ἀπὸ τὴν τυραννία. Γίνεται ἡ ἀνάμνηση δημιουργικὴ πνοή, ὅπως ὁλόκληρη ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του.
Ὁ Παλαμᾶς λογάριαζε πάντα νὰ γράψει ἕνα πολύστιχο τραγούδι γιὰ τὸν Καραϊσκάκη καὶ τὄχε καημὸ ποὺ ὅλο κι ἀνέβαλε καὶ τελικὰ δὲν τὸ κατάφερε. Μᾶς ἔδωσε μερικοὺς στίχους γιὰ τὸν ἥρωα, μὰ τὸ ἔπος ποὺ προσδοκοῦσε δὲν ἔγινε. Σὲ μιὰ συνέντευξή του τὸ 1923, εἶχε πεῖ: «Ἑτοιμάζω τὸ "Τραγοῦδι τοῦ Καραϊσκάκη". Αὐτὸν τὸν ἥρωα τὸν θεωρῶ προσωπικότητα ἰσχυρὴ καὶ περίπλοκη, γεμάτη ἀντιθέσεις. Δὲν ξέρω ἂν ἀπάνω στὸ θέμα αὐτὸ θὰ πῶ τὸν τελευταῖο λόγον ἐγώ. Ἀλλὰ ἀπάνω στὸ πρόσωπο τοῦ Καραϊσκάκη συγκεντρώνω τὰ ὄνειρα τῆς φυλῆς μου».(6)
Ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ περασμένου αἰώνα, σκιαγραφώντας ὁ Παλαμᾶς τὸν Καραϊσκάκη, κατέληγε: «Ὁ Καρλάϊλ ὁρίζει τὸν μέγαν ἄνδρα ὡς τὸν "σωτῆρα τῆς ἐποχῆς του". Ὁ Καραϊσκάκης εἶναι ὁ μέγας ἀνήρ τοῦ Καρλάϊλ».(7) Ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα, στὰ 1927, ἐπισημαίνοντας πὼς «οἱ μεγάλοι μας λυρικοί, ὁ Σολωμὸς καὶ ὁ Κάλβος, εἶναι σὰ νὰ μὴν τὸ ὑποπτεύονται τὸ μεγαλεῖο τοῦ Καραϊσκάκη» καὶ πὼς «εἶναι ἀξιοσημείωτο πὼς ὁ Καραϊσκάκης δὲν τὴν ἀπασχόλησε τὴν ποίησή μας, ὅσο ἔπρεπε», θὰ γράψει:
« Ἀπάνω ἀπ' ὅλους ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης παρουσιάζεται πάντα στὴ σκέψη μου ὡς κατ' ἐξοχὴν ἐπικολυρικός, πρωταγωνιστὴς τῆς ἐθνικῆς τραγωδίας τῶν ἑφτὰ χρόνων, ἀσύγκριτος, μυστηριακός, διπρόσωπος, αἰνιγματικός, γερὴ ἀτίθαση ψυχή, τιθασευμένη στὸ τέλος ἀπὸ μόνη τὴν ἰδέα τῆς Πατρίδας, πειθαρχικὸς ὁ ἀπειθάρχητος, μέσα στὸ κατασκαμμένο ἀπὸ τὸν πυρετὸ κορμί, λογισμὸς ποὺ ἀνεβοκατεβαίνει συγκρατητὰ ἀπὸ τῆς προδοσίας τὸν πειρασμὸ στὴν ἰδέα τῆς θυσίας, ὁ ἀρχηγὸς καὶ ὁ πρῶτος καπετάνιος, ὀρθός, ἀλύγιστος, ὅταν ὅλα τριγύρω του, πρόσωπα καὶ πράγματα, στρατιῶτες καὶ πολίτες ἔπεφταν γονατισμένοι, ὁ πατέρας... Ὁ ἄγγελος καὶ ὁ δαίμονας μέσα του εἴτανε δίδυμο πρόσωπο. Συμπλήρωνε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο... Ἥρωας ποιητικός».(8)
Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς κι ὁ Παλαμᾶς συνδέει τὴν παρουσία τοῦ Καραϊσκάκη μὲ τὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν, μὲ τὴν ἀτομικὴ καὶ τὴν ἱστορικὴ ἀγρύπνια, γράφοντας:
«Στὰ 1918, στὴ 22 τοῦ Μάρτη, ξημερώνοντας, γιορτὴ τῆς Ἀνάληψης εἶδα στὸν ὕπνο μου τὸ στρατηγὸ Καραϊσκάκη. Εἴμαστε πολιορκημένοι στὸ Μεσολόγγι, κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ ποὺ φωτίστηκε ἔξαφνα μὲ τὸ κατέβασμά του• κατέβαινε νὰ μᾶς γλυτώση. Ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους τῆς συντροφιᾶς του ὁπλαρχηγοὺς καὶ προεστούς, ὅλος κίνηση καὶ φλόγα. Τοῦ παρουσιάστηκα, τοῦ φίλησα τὸ χέρι, μοῦ εἶπε κάποιο λόγο ποὺ δὲν τὸν καλοάκουσα ἢ ποὺ δὲν τὸν θυμοῦμαι πιά. Πῆρα θάρρος, εἶπα μὲ τὸ νοῦ μου: "Πόσο φαίνεται πὼς διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους!" Πήγαινα νὰ πολεμήσω, περίμενα ὥρα τὴν ὥρα τὸ βόλι τοῦ Τούρκου, καὶ γυρίζοντας πρὸς τὸ σύντροφό μου, τὸν παραστάτη μου στὴ γραμμή, τοῦ εἶπα: "Φίλησέ με γιατ' ἴσως εἶναι ἡ στερνὴ φορά• θὰ μᾶς πάρη τὸ βόλι", καὶ σκύψαμε καὶ φιληθήκαμε».(9)
Κατεβαίνει ἀληθινὰ ὁ Καραϊσκάκης μέσα ἀπὸ τὸ χρόνο, θεματοφύλακας ἀξιῶν καὶ προσδοκιῶν τοῦ Γένους, ὁ «Ἀχιλλέας τῆς Ρωμιοσύνης» ὅπως τὸν ἀποκάλεσε ὁ Παλαμᾶς ποὺ ζεῖ «στὴν ἄρρωστή του σάρκα τῆς Φυλῆς ἡ μοῖρα».(10) Νιώθουμε τὴ λαχτάρα καὶ τὴν πίκρα καὶ τὴν ἀπαντοχή του, τὴ φλόγα του γιὰ τὴν ἀλήθεια. Σὲ τούτη τὴ φλόγα ποὺ καὶ μᾶς συνεπαίρνει στὴν ὁρμὴ της ρίχνουμε καὶ τὸ δικό μας τὸ κλωνάρι, γιὰ νὰ φωτιστεῖ, ὅσο γίνεται πιὸ λαμπερά, ὁ τραγικὸς χαμός του.
Σημειώσεις
1. Ὀ. Ἐλύτη, Ἀνοιχτὰ χαρτιά, Ἀθήνα 1982, σ. 198.
2. Ἰ. Ζαμπέλιου, Γεώργιος Καραϊσκάκης, τραγωδία ἕκτη, ἐν Ἀθήναις 1843, σ. 76-77.
3. Ἀ. Παράσχου, Ἀνέκδοτα ποιήματα, τόμ. Α΄, Ἀθήνησι 1904, σ. 174-181. Τὸ ποίημα, γραμμένο τὸ 1894, ἔχει τίτλο: «Εἰς τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ Στρατάρχου Γεωργίου Καραϊσκάκη», καὶ προοριζόταν ν' ἀπαγγελθεῖ σὲ ἀποκαλυπτήρια ἀνδριάντα τοῦ ἥρωα στὸν Πειραιᾶ.
4. Π Σούτσου, Ποιήματα, ἐν Ἀθήναις 1915, σ. 129-173, ὅπου τὸ λυρικὸ δράμα σὲ τρεῖς πράξεις.
5. Γ.Κ. Στρατήγη, «Εἰς τὸν ἀνδριάντα τοῦ Καραϊσκάκη», Κωνστ. Φ. Σκόκου (ἐπιμ.), Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον 1896, σ. 70-72.
6. Κ.Σ. Κώνστα, «Ὁ Καραϊσκάκης στὴ ψυχὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ», Στερεὰ Ἑλλάς, Σεπτέμβριος 1969, σ. 17.
7. Κωστῆ Παλαμᾶ, Ἅπαντα, τόμ. ΙΣΤ΄, Ἀθήνα 1984, σ. 340.
8. Κωστῆ Παλαμᾶ, «Ὁ γιὸς τῆς Καλογριᾶς», Κυριακή, τοῦ Ἐλευθέρου Βήματος, 27.3.1927 καὶ Ἅπαντα, τόμ. ΙΓ΄, Ἀθήνα 1972, σ. 179, 181.
9. Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, τόμος 13ος, σ. 178.
10. Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, τόμ. Ζ΄, Ἀθήνα 1972, σ. 421. Οἱ στίχοι ἀπὸ τὰ «Δεκατετράστιχα» ποὺ πρωτοκυκλοφόρησαν στὰ 1919. Ὁ θάνατος τοῦ πολέμαρχου ἔγινε ποιητικὸς θρῆνος καὶ στὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο. Ναύτης γράφει ὁλόκληρη τραγωδία, ἕνα χρόνο μετὰ τὸ θάνατό του. Βλ. Γ. Ἀναξαγόρα, Ὁ θάνατος τοῦ Καραϊσκάκη ἤ ἡ Διάλυσις τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοπέδου εἰς τὴν Ἀττικήν, τραγωδία συνθεθεῖσα ἀπὸ τὸν..., ἐν Λιβόρνῳ 1828.