Του π. Χριστόδουλου Μπίθα
Εἶναι περίεργο πῶς στίς δύσκολες στιγμές τῆς
ζωῆς μας, οἱ χαρακτῆρες μας καί ἡ ψυχοσύνθεσή μας τόσο πολύ φανερώνοται, ἔτσι
πού μπορεῖ νά ἐκπλησσόμεθα ἀπό τό πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος πού μέχρι χθές φαινόταν
ἤρεμος, ἥσυχος, ἤ ἀντίθετα ἀποφασιστικός, νά εἶναι τώρα πανικοβλημένος. Καί ἀντίθετα
κάποιος πού φαινόταν νά μήν συμμετέχει καί πολύ σέ ὅσα γίνονται, νά βγαίνει
μπροστά καί νά δοξάζεται. Αὐτή τή συγκεκριμένη ἡμέρα πού ὁ Χριστός βρισκόταν στόν
τάφο, ὅλοι ἐκεῖνοι πού Τοῦ ὑπόσχονταν ὅτι θά πέσουν καί στή φωτιά γιά Ἐκεῖνον, ὁ
Πέτρος, ὁ Θωμᾶς, ὁ ἀγαπημένος Του Ἰωάννης, κάθονταν μέσα στό σπίτι καί κλαίγανε.
Ἦταν διαλυμένοι. Δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν ὅτι ὅλα τελείωσαν. Ὅτι ὁ δάσκαλος ἦταν
νεκρός. Ὅτι ὁ προφήτης πού εἶχαν ἀκολουθήσει δέν ὑπῆρχε πιά. Κάποιες στιγμές μᾶλλον
εἶχαν πιστέψει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, ὅτι εἶναι ὁ Θεός. Ὕστερα ἀπό αὐτό πού εἶδαν
τά μάτια τους, ἀπογοητεύτηκαν.
Καί καθώς αὐτοί κάθονταν καί ἔκλαιγαν, δυό
ἄλλοι ἀπό τούς κρυφούς μαθητές, δύο ἐπιφανῆ μέλη τῆς ἑβραϊκῆς κοινωνίας, ὁ Ἰωσήφ
ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί ὁ Νικόδημος, αὐτός πού ὀνομάστηκε νυχτερινός μαθητής τοῦ
Κυρίου, γιατί τόν συναντᾶμε νά πηγαίνει νά μιλάει κρυφά, γιά τόν φόβο προφανῶς
τῶν ἄλλων Φαρισαίων, αὐτοί οἱ δύο βγαίνουν μπροστά, γίνονται ρεζίλι θά λέγαμε μέ
ἁπλά λόγια, μπροστά στά μάτια τῶν ὁμοεθνῶν τους. Ντροπιάζονται παρότι ἦταν
σπουδαῖοι καί τρανοί, μέσα σέ μιά κοινωνία ὅπου εἶχαν ἐξέχουσες θέσεις, ἀπό ἕναν
ρωμαῖο διοικητή νά ζητήσουν τό σῶμα τοῦ νεκροῦ δασκάλου. Ἐκείνη ἡ στιγμή γι' αὐτούς
τούς δύο εἶναι στιγμή παλικαριᾶς. Ὁριακή στιγμή, λεβεντιᾶς. Οἱ μαθητές καί ἀγαπημένοι,
κρυμμένοι. Καί αὐτοί ἐκτίθενται, βγαίνουν μπροστά καί δέν τούς νοιάζει τίποτα.
Κι αὐτοί δέν ἔχουν καταλάβει ὅτι ὁ δάσκαλος ἦταν ὁ Μεσσίας. Ὅμως ἐκείνη τή
στιγμή νοιώθουν τήν ἀνάγκη ἐπιτέλους νά φανερωθοῦν. Τόσο καιρό πού ὁ δάσκαλος ἦταν
ζωντανός καί δίδασκε κρύβονταν. Ὅταν πέθανε εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νά κάνουν τό χρέος
τους. «Ἀφοῦ δέν πάει κανείς, θά πᾶμε ἐμεῖς. Ἀφοῦ ἔχουμε τή δυνατότητα νά
χρησιμοποιήσουμε τήν ἰδιότητά μας θά τό κάνουμε. Δέν μᾶς νοιάζει ἀπολύτως τίποτα
πιά. Ἐμεῖς Τόν ἀγαπήσαμε πολύ».
Ἀπό
κοντά καί οἱ γυναῖκες. Ὅλες αὐτές οἱ γυναῖκες πού Τόν ἀκολουθοῦσαν ὡς μαθήτριες.
Αὐτές πού ξέρουμε καί οἱ ἄλλες οἱ ἀνώνυμες πού δέν θά μάθουμε ποτέ. Ἀλλά πού ζοῦν
σέ κοινωνία μέ τόν Θεό ἀπό τότε. Παίρνουν μιά ἀπόφαση. Νά πᾶνε στόν τάφο νά κάνουν
αὐτό πού πρέπει νά κάνουν σ' ἕναν νεκρό. Οἱ μαθητές δέν ἀκολουθοῦν. Θά μποροῦσε
κάποιος νά πεῖ «αὐτά εἶναι γυναικεῖες δουλειές, δέν πᾶνε οἱ ἄντρες». Δέν εἶναι ἔτσι.
Ξέρει πολύ καλά ὅποιος ἔχει χάσει ἕνα ἀγαπημένο του πρόσωπο, ὅτι ἡ ἀνάγκη εἶναι
νά πάει στό μνῆμα, νά κάτσει δίπλα. Ἔστω παλεύοντας μέσα του μέ τή σκέψη ὅτι αὐτός
πού ἀγαποῦσε δέν ὑπάρχει πιά κι ὅτι πιθανόν νά ζεῖ στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πάντως
θέλει νά εἶναι ἐκεῖ. Πόσο μᾶλλον ὅταν μπορεῖς νά τόν ἀγγίξεις σαβανωμένο. Νά κλάψεις
πάνω ἀπό τό νεκρό σῶμα Του.
Οἱ μαθητές, λοιπόν, φοβισμένοι. Οἱ κρυφοί
μαθητές φανερωμένοι. Κι οἱ γυναῖκες στό μνημεῖο. Πῶς φανερώνονται οἱ χαρακτῆρες
κι οἱ ψυχοσυνθέσεις! Ὁ συναισθηματισμός τῶν γυναικῶν τίς κάνει ν' ἀφήσουν τόν ὀρθολογισμό
στήν ἄκρη «πέθανε πιά, πάει πιά, τώρα μπορεῖ καί νά μᾶς πιάσουν, τώρα χαθήκαμε».
Καί νά ποῦνε ὅτι «Θά πᾶμε. Ἐμεῖς Τόν ἀγαπήσαμε. Πρέπει νά κάνουμε ὅλα αὐτά τά
χρειαζούμενα, νά ἀποδώσουμε τίς τιμές. Νά τόν ἀγγίξουμε καί λίγο, ἔστω νεκρό».
Παλεύει ὁ ἄνθρωπος ἀνάμεσα στό συναίσθημα
καί τόν ὀρθολογισμό σ' ὅλη του τή ζωή. Δέν εἶναι μόνο οἱ γυναῖκες καί οἱ ἄντρες.
Εἶναι καί οἱ χαρακτῆρες. Ὑπάρχουν ἄντρες συναισθηματικοί καί ὑπάρχουν καί γυναῖκες
πού ἔχουν πολύ ἔντονο ὀρθολογισμό. Κι ὁ καθένας νομίζει ὅτι ἡ ματιά στόν κόσμο
εἶναι ὅπως ἐκεῖνος τόν βλέπει. Ὅμως κάπου ἀλλοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Πάντα ἡ ἀλήθεια
εἶναι στήν ἀρετή. Σ' αὐτό πού εἶναι ἡ μεσότητα. Σ' αὐτό πού ὁδηγεῖ στόν Θεό. Σ'
αὐτό πού μᾶς φέρνει κοντά στούς ἀνθρώπους. Ὀχυρώνονται οἱ συναισθηματικοί ἄνθρωποι
πίσω ἀπό τόν συναισθηματισμό τους. Πολλές φορές πίσω ἀπό τόν ὑπέρ-συναισθηματισμό
τους. Κι ἐνῶ ἀγαπᾶνε, ἐνῶ εἶναι ἱκανοί γιά τό καλύτερο, κάνουν τό χειρότερο.
Μπερδεύονται, θυμώνουν, ἐκνευρίζονται, παρεξηγοῦνται. Ὀχυρώνονται οἱ πιό λογικοί
ἄνθρωποι πίσω ἀπό τόν ὀρθολογισμό τους: «Δέν χρειάζονται πολλά-πολλά, οὔτε πολλές
συγκινήσεις. Δέν μπορῶ νά ἐκτίθεμαι, ἐγώ εἶμαι λογικός ἄνθρωπος». Καί τίς
περισσότερες φορές καί αὐτό τό προτέρημα χάνεται μέσα στό ἐλάττωμά του.
Οὔτε τό ἕνα, οὔτε τό ἄλλο. Τό ζητούμενο εἶναι
ἡ ἀρετή, ἡ μεσότητα, ὅπως λένε οἱ Πατέρες. Τό μέτρο πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Ἕνας
ἄνθρωπος πού ἔχει πλούσιο συναίσθημα θά πρέπει νά πορευτεῖ ἐν Χριστῷ γιά νά μπορέσει αὐτόν τόν συναισθηματισμό
νά μήν τόν ἔχει ὡς ἁπλῶς ἕνα χαρακτηριστικό τῆς φύσης του, ἀλλά νά τό κάνει
πραγματικά ἀρετή. Νά μπορεῖ νά σκέφτεται καί λογικά καί νά διατηρήσει ἕναν πλούσιο
συναισθηματικό κόσμο. Καί αὐτός πού εἶναι ἐγκεφαλικός νά προσέξει. Νά προσέξει
πολύ. Γιατί μέσα σέ αὐτό τόν ὀρθολογισμό πολλοί ἄνθρωποι περνοῦν τή ζωή τους
χωρίς νά νοιώσουν συγκινήσεις, χωρίς νά νοιώσουν χαρές. Ὅλα τά κοσκινίζουν, ὅλα
τά μετρᾶνε. Καί βέβαια βλέπουν τούς ἄλλους καί λένε «ἐγώ δέν μπορῶ νά 'μαι ἔτσι».
Κι ὅμως, ἀλίμονο σέ αὐτόν πού δέν μπόρεσε
νά ἀφήσει τό συναίσθημά του πλούσιο. Νά νοιώσει τή χαρά, νά νοιώσει τή λύπη, νά
νοιώσει τή συμμετοχή στή χαρά καί τόν πόνο τοῦ ἄλλου. Καί εἶναι περιχαρακωμένος
σέ ἰδεολογήματα «αὐτό εἶναι τό σωστό, ἐκεῖνο τό λάθος». Καί ἀλίμονο ἀπ' τήν ἄλλη
πλευρά σέ ἐκεῖνον πού πνιγμένος στό συναίσθημά του δέν μπόρεσε νά τό ἐλέγχει. Ἡ
πνευματική ζωή, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι μιά ζωή, ὅπου καλεῖται ὁ ἄνθρωπος ὅλα
νά τά ἀναμορφώσει, ὅλα νά τά ἀλλοιώσει, ὅλα νά τά καθαγιάσει. Βεβαίως καί δέν ἀλλάζουμε
οἱ ἄνθρωποι. Ἴδιοι μένουμε. Ὅμως μποροῦμε νά κινηθοῦμε πρός τό μέτρο κι ἐκεῖ νά
συναντήσουμε καί τούς ἄλλους καί νά ἐπικοινωνήσουμε.
Βλέπουμε τούς μαθητές, λοιπόν, ὅλους πρίν ἀπό
τήν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καί πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψη καί τήν
Πεντηκοστή νά διατηροῦν ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά πού ἔχουμε κι ἐμεῖς. Ποῦ εἶναι
ἐκεῖνος ὁ Πέτρος πού ἔλεγε «θά πάω νά πεθάνω μαζί Του», ὅπως τό 'λεγε κι ὁ Θωμᾶς;
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ Πέτρος πού ἔλεγε «ἐγώ ἀρνοῦμαι νά μοῦ πλύνεις τά πόδια»; Τόν
εἴδαμε λίγο ἀργότερα νά Τόν προδίδει τρεῖς φορές. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ Ἰούδας ὁ
ζηλωτής, ὁ ἔνθερμος; Πρόδωσε καί αὐτοκτόνησε. Ποῦ εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ ἀγαπημένος
πού κάτω ἀπό τόν σταυρό τόν ξεχώρισε καί τοῦ εἶπε «ἀπό δῶ καί πέρα ἡ μάνα μου θά
εἶναι μάνα σου»; Ποῦ ἦταν αὐτοί; Κλεισμένοι στά χαρακτηριστικά τῆς φύσης τους. Ὅπως
εἴμαστε καί ἐμεῖς.
Καί κάνουμε τό μεγάλο λάθος πολλές φορές ὅταν
ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία νά φορτωνόμαστε μέ ἰδεολογήματα ἤ μέ συναισθηματισμούς
καί νά νομίζουμε ὅτι ἔτσι θά πορευτοῦμε, ὅτι δέν χρειάζεται ν' ἀλλάξουμε τίποτα.
Ἀρκεῖ νά μάθουμε τά τυπικά, νά μάθουμε λίγη θεολογία, νά μάθουμε τελοσπάντων τά
ἐξωτερικά τῆς θρησκείας καί ἀπό 'κεῖ καί πέρα νά μήν ἁμαρτάνουμε. Νομίζουμε ὅτι
εἶναι ἔτσι, ἀλλά δέν εἶναι. Δέν χωράει στόν παλιό ἀσκό τό καινούριο κρασί. Γιατί
τό καινούριο κρασί θά σκίσει τόν ἀσκό. Καί τό τραγικό μας λάθος εἶναι ὅτι ἐρχόμαστε
στήν Ἐκκλησία, προτάσσουμε ὅλα τά καλά μας, τά προτερήματά μας κι ὅσα μέ νύχια
καί μέ δόντια μέσα στήν ἀνασφάλειά μας μπορέσαμε νά ἰσορροπήσουμε στόν χαρακτήρα
μας καί μετά ἀναρωτιόμαστε: «Μά γιατί δέν πάω καλά πνευματικά; Γιατί κατακρίνω
συνεχῶς; Γιατί ἔχω τόσο πολλή λύπη; Γιατί ἔχω τόσα πολλά νεῦρα; Γιατί μοῦ φταῖνε
πάντα οἱ ἄλλοι; Γιατί δέν μπορῶ νά συγχωρήσω»; Ἄν ἀναρωτιόμαστε αὐτά, δέν
καταλαβαίνουνε ὅτι ἀκριβῶς τό ἴδιο πράγμα λέγαμε καί πρίν. Μόνο πού τώρα τό λέμε
μέ θρησκευτικά λόγια, ἐνῶ πρίν τό λέγαμε μέ τά ἄλλα μας λόγια, σ' ὅ,τι πιστεύαμε.
Ἀκούσαμε σήμερα τό Εὐαγγέλιο του Εὐαγγελιστῆ
Ἰωάννη, τοῦ μαθητῆ τῆς ἀγάπης, πού συνέγραψε αὐτές τίς καταπληκτικές,
συγκλονιστικές ἐπιστολές τῆς ἀγάπης καί αὐτό τό θεολογικότατο Εὐαγγέλιο. Αὐτός
πού δυστυχῶς ἡ ἀνοησία μας καί ὁ φανατισμός μας καί ἡ ἀκατηχησία μας, τόν ἔχει
κάνει τσελεμεντέ τῆς μελλοντολογίας. Ἔχει κάνει τό κείμενο τό ἀποκαλυπτικό, αὐτό
πού ἔγραψε μέσα ἀπό τή μεγάλη του ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί μέσα ἀπό τή θεοπτία
πού εἶχε καί πού δέν ἔχει διαφορές οὔτε ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο οὔτε ἀπό
τίς ἐπιστολές τῆς ἀγάπης, μόνο ἔχει μιά ἄλλη γλώσσα κι ἕνα ἄλλο κέντρο ἀλλά λέει
τά ἴδια πράγματα. Αὐτός, λοιπόν, ὁ τόσο παρεξηγημένος στό κείμενό του αὐτό τῆς Ἀποκάλυψης,
ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, λέει ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ὅλος φῶς. Κι ὅποιος νομίζει ὅτι ἔχει τό φῶς μαζί
του, ὅτι ἔχει τόν Θεό μαζί του, εἶναι στό σκοτάδι, εἶναι ξεγελασμένος.
Γιατί τό νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό φῶς
σημαίνει ν' ἀφήσει τόν παλιό του ἑαυτό γιά νά τόν ξαναβρεῖ καινούριο. Σημαίνει ὅτι
τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς του θά μπορέσει νά φωτιστεῖ. Καί ὅλη αὐτή ἡ μιζέρια πού
κουβαλάει εἴτε εἶναι μορφωμένος καί παραμορφωμένος, εἴτε ὑπερσυναισθηματικός
δηλαδή εὔθικτος, εἴτε εἶναι ἔτσι, εἴτε ἀλλιῶς, εἴτε εἶναι δειλός, εἴτε εἶναι ἄνθρωπος
μεγάλης τόλμης, τό ζητούμενο εἶναι νά βγεῖ στό φῶς. Νά βγοῦμε στό φῶς, νά τό
νοιώσουμε. Δέν τό νοιώθουμε. Κλεισμένοι εἴμαστε στόν ἑαυτό μας, μικρά φοβισμένα
ἀνθρωπάκια πού ἐπαναλαμβάνουμε ὅ,τι ἐπαναλαμβάνει ὁ κόσμος. Καί ξεχνᾶμε ὅτι τό
φῶς εἶναι κάτι ἄλλο.
Ἄς ἀνοίξουμε τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Ἄς
ἀνοίξουμε τίς δυό ἐπιστολές τῆς ἀγάπης κι ἄς διαβάσουμε. Ἔχουμε καμία σχέση μ'
αὐτό; Ἤ μήπως μπορεῖ νά μοιάζουμε περισσότερο ἄλλοι μέ ταλιμπάν, ἄλλοι μέ
βουδιστές, ἄλλοι μέ μαρξιστές, ἄλλοι μέ ὁτιδήποτε ἐν πάσῃ περιπτώσει περιέχει τήν
κατάληξη -ιστές, τήν κατάληξη -ισμός. Μήπως αὐτός ὁ -ισμός μᾶς κάνει νά εἴμαστε
κι ἐμεῖς ἕνας θεσμός ἁπλῶν ἀνθρώπων πού ὁ ἕνας κατηγορεῖ τόν ἄλλο καί τελικά ὅλοι
φοβόμαστε καί τή σκιά μας; Μήπως φοβόμαστε κάθε ὥρα καί κάθε στιγμή τόν θάνατο;
Μήπως εἴμαστε συνεχῶς ἀγχωμένοι, νευρικοί, ἐκνευρισμένοι; Καί μήπως δέν ἔχουμε
καμία σχέση μέ τό φῶς; «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός», λέει. Κι ἐμεῖς γι' αὐτό τό
φῶς εἴμαστε στήν Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει ἄλλος λόγος νά εἴμαστε. Ἔχουμε μιά ἐλπίδα
ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά ἀπό ἐδῶ. Ἀλλά γιά νά συνεχιστεῖ μετά ἀπό ἐδῶ, θά
πρέπει τό φῶς ἐδῶ νά τό νοιώσουμε. Ἄν δέν τό νοιώσουμε τό φῶς, ἡ ζωή πάλι θά
συνεχίζεται χάριν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μουντή ἦταν καί μουντή θά συνεχίσει.
Λένε κάποιοι, εἶναι σκληρό αὐτό πού λέει ἡ
Ἐκκλησία. Δέν εἶναι σκληρό. Δέν τιμωρεῖ κανένα ὁ Χριστός. «Κανένα δέν κολάζει»,
λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ὁ Θεός στόν μέλλοντα αἰώνα. Εἶναι ὅμως ἡ μέθεξη
τρυφή, ἡ δέ ἀμεθεξία κόλαση». Εἶναι δηλαδή ἡ σχέση μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο
αὐτό πού δημιουργεῖ τήν κοινωνία τῆς χαρᾶς μέ τόν Θεό. Καί αὐτό συνεχίζεται καί
μετά. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἐδῶ γιά νά κρίνουμε τί θά γίνει μετά.
Εἶναι τοῦ Θεοῦ τό θέλημα αὐτό. Ὅμως εἶναι κρίμα γενιά μέ τή γενιά, χιλιάδες ἄνθρωποι
νά φεύγουν ἀπ' αὐτό τόν κόσμο καί νά μήν ἔχουν νοιώσει τή χαρά τοῦ νά δίνονται
στόν διπλανό τους. Νά εἶναι βουλιαγμένοι στήν γκρίνια, στή μουρμούρα, στήν ἀχαριστία,
στό θυμό.
Ἄν κάτι εἶναι πού μᾶς διαλύει τίς ψυχές καί
τίς ζωές εἶναι ὅτι εἴμαστε βουτηγμένοι σέ αὐτή τή μαυρίλα καί δέν ὑπάρχει φῶς
στή ζωή μας. Γιατί δέν κάνουμε τίποτα ἄλλο παρά νά παρεξηγοῦμε καί νά παρεξηγούμεθα,
νά μουρμουράμε καί νά γκρινιάζουμε. Κι ἄν κάποιος λέει ὅτι ἐγώ δέν εἶμαι κακός
καί δέν πειράζω κανένα, ἄς κοιτάξει κι ἄς ἐξετάσει τήν ψυχή του. Πόσο φῶς ἔχει;
Πόση χαρά ἔχει; Πόσο τή μεταδίδει στούς γύρω του; Κουραστήκαμε μέ αὐτά τά πρέπει
πού ἀσταμάτητα ἐκτοξεύει ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Αὐτό πού μᾶς λείπει εἶναι λίγη χαρά,
λίγη πραγματική χαρά. Ὄχι ἡ χαρά πού δίνει τό ἀλκοόλ, τό ναρκωτικό, ἡ ἔκσταση
μιᾶς ἡδονῆς. Ἀλλά αὐτή ἡ ἔκσταση πού φέρνει ἡ ζωή κοντά στόν Χριστό. Ὅποιος τή
δοκίμασε λίγο, μετά λυπᾶται πού δέν τήν ἔχει καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ τή φέρει.
Ὅποιος δέν τή δοκίμασε ποτέ ἄς προσπαθήσει. Ἄς ζητήσει, ἄς παρακαλέσει. Ἡ ζωή
περνάει καί χάνεται κι εἶναι τραγικό νά περάσει ἡ ζωή μας καί νά μήν πάρουμε εἴδηση
ἀπό αὐτή τή γεύση τοῦ φωτός.
Δέν εἶναι τά λόγια αὐτά ἀπαισιόδοξα. Καί οἱ
μαθητές ἔτσι ἦταν πρίν. Ὅλα τά εἶχαν ἀφήσει ἀποφασισμένοι. Εἶχαν ἔρθει σέ σύγκρουση
μέ τούς ἄλλους τῆς κοινότητάς τους, μέ τούς ὁμοεθνεῖς, τούς συγγενεῖς τους. Κι ὅμως
εἶχαν ὅλα αὐτά τά ἐλαττώματα πού ἔχουμε κι ἐμεῖς. Ἐκεῖ καταλήγουμε. Μόνο ὅταν ἦρθε
ἡ Πεντηκοστή φωτίστηκαν καί ἄλλαξε ἡ ζωή τους. Καί ἔγιναν μάρτυρες τοῦ Κυρίου.
Καί ἔγιναν Ἀπόστολοι τῶν ἐθνῶν. Αὐτούς νά ἀκολουθήσουμε. Κι ἄν μᾶς φαίνεται πολύ
φοβερό νά αἰσθανθοῦμε τούς ἑαυτούς μας Ἀποστόλους, ἄς τό σκεφτοῦμε λίγο νά εἴμαστε
μικροί Ἀπόστολοι. Στήν οἰκογένειά μας, στούς γείτονές μας, στούς γύρω μας, σ' ὅποιον
μποροῦμε τελοσπάντων. Ἀλλά αὐτό πού λέμε ὅτι πιστεύουμε νά τό πιστεύουμε. Γιατί
κανείς δέν ξέρει πότε ἔρχεται τό τέλος. Γιατί ὁ νυμφίος ἔρχεται στό μέσο τῆς
νυκτός. Ὁ Θεός νά μᾶς δίνει δύναμη, νά μᾶς δίνει εὐλογία νά πορευόμαστε! Ἀμήν!