Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου
Ἐνῶ ζοῦσε στόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, μέ διαβολική συμβουλή μετεστράφη, διεστράφη. Καί ἐνῶ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού θαύμαζε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό καί ὑπήκουε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί χαιρότανε τήν ὑποταγή του στόν Θεό, ἔγινε ἕνας ἄνθρωπος ἐγωκεντρικός, ἐγωϊστής. Ἤθελε τά πράγματα νά γίνουν κατά τό δικό του θέλημα, κατά τό συμφέρον του, ὅπως ἐκεῖνος βέβαια τό ἐννοοῦσε, ὄχι πλέον ὅπως τό ἐννοοῦσε ὁ Θεός καί γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. Ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ διαβόλου καί ἐπαναστάτησε κατά τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή θεώρησε ὅτι εἶναι πλέον συμφερότερο σέ αὐτόν νά ἀκούσει τήν ὁδηγία τοῦ διαβόλου παρά τήν ἐντολἠ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε καί ἐμεῖς ὅλοι οἱ πεσμένοι ἄνθρωποι κληρονομήσαμε ἕναν ἐγωκεντρισμό ἀδυσώπητο καί ἄκαμπτο, θά λέγαμε. Κι αὐτός ὁ ἐγωκεντρισμός ξεκινάει ἀπό τή γέννησή μας καί πολλές φορές, δυστυχῶς, μᾶς συνοδεύει μέχρι τόν τάφο. Συγκεντρωμένοι ἀπό τότε πού γεννιόμαστε στά ὑλικά ἀγαθά πού μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει ἡ Μάννα μας, ὅταν μᾶς ἔχει ἀκόμα στήν ἀγκαλιά της, βρέφη ὀλίγων ἡμερῶν, ἄν μᾶς δώσει γάλα ὅλα πᾶνε καλά, ἄν δέν μᾶς δώσει ἀρχίζουμε τά κλάματα· ἄν τήν ἔχουμε κοντά μας ὅλα πᾶνε καλά, ἄν φύγει ἀπό κοντά μας, αἰσθανόμαστε ἀνασφάλεια. Ἔτσι μπαίνουμε μέσα στή ζωή μ᾿ αὐτόν τόν ἐγωκεντρισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι συνυφασμένος μέ τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως, ὅπως λένε οἱ ἐπιστήμονες, καί πολλές φορές τά μπερδεύουμε καί ὅ,τι θέλουμε νομίζουμε ὅτι εἶναι καί ἀπαραίτητο γιά τήν ὑπόστασή μας, γιά τή διατήρησή μας καί ἀλίμονο σέ ἐκεῖνον πού δέν θά θελήσει νά κάνει αὐτό πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο. Καί ἀνάλογα μέ τήν κοσμοθεωρία τῆς οἰκογενείας μας, ἀνάλογα μέ τίς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, ἀνάλογα μέ τήν ἀγωγή πού ἔχουμε ὁ καθένας ἀπό τό σπιτικό μας, τήν οἰκογένειά μας, αὐτόν τόν ἐγωκεντρισμό τόν διατηροῦμε καί τόν διαμορφώνουμε ὅσο μποροῦμε πιό ὁλοκληρωμένο, πιό ἄτεγκτο, πιό σκληρό.
Δύο κατηγορίες θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν: Ἐκεῖνοι πού στηρίζουν ὅλα τους τά βιώματα, ὅλα τους τά αἰσθήματα γιά ὀντότητα καί γιά ὑπεροχή στό τί ἔχουν, τί ἀπολαμβάνουν, τί κάνουν, καί οἱ ἄλλοι πού συγκεντρώνουν τήν προσοχή τους στό τί εἶναι, πῶς τούς θεωρεῖ ὁ κόσμος, πόσο μεγάλοι, πόσο μικροί, πόσο μηδαμινοί καί πόσο ὑπέροχοι εἶναι.
Ἕνας ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, φαίνεται, ἦταν καί ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε στό Θεό μπροστά, ἔχοντας φωτογραφίσει, κατά τή γνώμη του, πολύ καλά τόν ἑαυτό του καί ἔλεγε ὅλα ἐκεῖνα τά ἐγκωμιαστικά, στηρίζοντας ἕνα αἴσθημα εὐεξίας, ἕνα βίωμα ὀντότητος καί ὑπεροχῆς ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων καί ἰδιαίτερα ἔναντι τοῦ Τελώνου.
Εἶχε κάνει βέβαια δύο λάθη μεγάλα. Τό ἕνα ἦταν ὅτι θέλησε νά κάνει σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ του μέ ἄλλους ἀνθρώπους καί τό δεύτερο ἦταν ὅτι ἤθελε νά συγκρίνει τά δῶρα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἴδιο, μέ ἐκεῖνα πού δέν εἶχε πάρει ὁ Τελώνης. Διότι ὅ,τι καλό εἶχε ὡς ἄνθρωπος ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ καί δέν μποροῦσε νά τό θεωρεῖ δικό του κατόρθωμα. Καί ἔτσι ἔφθασε σ᾿ αὐτή τή φαρισαϊκή ἔπαρση, ὅπως τή λέμε, τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ὀντότητος, πού παρουσιάστηκε τόσο πολύ φοβερό καί, ὅπως τό τονίζει καί ὁ Κύριος, μᾶς κάνει καί μᾶς, πολλές φορές, ὅταν τό ἀκοῦμε, τουλάχιστον νά τρέμουμε.
Ἀλλά δυστυχῶς, εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα, εἴμαστε ὅλοι Φαρισαῖοι! Εἴμαστε! Καί ὅλοι μας συγκεντρώνουμε τήν προσοχή μας, εἴτε κρυφά εἴτε φανερά, εἴτε θρησκευτικά εἴτε μή θρησκευτικά, συγκεντρώνουμε τήν προσοχή μας νά δοῦμε τί πήραμε ἀπό τή ζωή, τί κερδίσαμε, τί κατακτήσαμε, πόσο οἱ ἄνθρωποι μᾶς ὑπολήπτονται, πόσο οἱ ἄνθρωποι μᾶς ὑπ0λογίζουν, ἄν ὑπάρχουν κατώτεροι ἤ ἀνώτεροι ἀπό μᾶς, ἄν οἱ ἄνθρωποι ντύνονται καλύτερα ἀπό μᾶς, ἄν τά παιδιά τους πᾶνε στό σχολεῖο τό ἰδιωτικό μέ τό αὐτοκίνητο καί τά δικά μας πᾶνε μέ τά πόδια, ἄν τά παπούτσια μας εἶναι πιό καινούργια ἤ πιό παλιά. Ἄν καί ποιά ἀπό τά παιδιά μιλᾶνε πιό εὐγενικά ἤ ὄχι, ἄν πᾶνε ἤ δέν πᾶνε στήν Ἐκκλησία καί χίλια δυό ἄλλα. Χίλιες δυό συγκρίσεις κάνουμε σύμφωνα μέ τό μυαλό μας, τήν κοσμοθεωρία μας, γιά νά δοῦμε τέλος πάντων τί ἔχουμε κατακτήσει, τί ἀπολαμβάνουμε τί μᾶς λείπει, πόσο μᾶς ὑπολογίζουν καί πόσο δέν μᾶς ὑπολογίζουν.
Καί πολλές φορές αὐτά τά βιώματα τῆς ὀντότητος, τῆς ὑπεροχῆς πού ἀποκτοῦμε τά κάνουμε καί προσευχές ἀνάλογες μέ τοῦ Φαρισαίου καί νομίζουμε ὅτι ὅλα τά πράγματα πᾶνε καλά.
Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη πλευρά. Ὅταν ὅλη αὐτή ἡ ἔρευνα πού κάνουμε γιά νά δοῦμε ποιοί εἴμαστε καί τί ἔχουμε καί πόσο ἀξίζουμε μᾶς πληροφορεῖ ἀρνητικά, μᾶς λέει ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι πού ὑπολειπόμεθα, ὑστερούμεθα, πού μειονεκτοῦμε· τότε ἀντί νά ἔχουμε αἴσθημα ὀντότητος ἔχουμε αἴσθημα ἐξουδενώσεως καί τάσεις αὐτοκαταστροφῆς! Ἀφοῦ δέν εἶμαι τίποτε, ἀφοῦ δέν ἀξίζω τίποτε, ἀφοῦ ὁ κόσμος δέν μέ ὑπολήπτεται, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά κατακτήσω τούς στόχους πού θέλω, τί τή θέλω τή ζωή; Ἄς ἐξαφανισθῶ ἀπό προσώπου τῆς γῆς. Ὅλοι αὐτοί πού αὐτοεξαφανίζονται δέν κάνουν τίποτε ἄλλο παρά φανερώνουν αὐτή τήν ἀδυναμία. Ἤθελαν νά ἱκανοποιήσουν αὐτό τό φαρισαϊσμό, δέν μπόρεσαν καί πῆγαν ἀπό τήν ἀνάποδη νά διατηρήσουν τόν ἐγωϊσμό τους καί αὐτοεξαφανίζονται ἀπό τή ζωή γεμάτοι αἰσθήματα πόνου καί πικρίας.
Στήν Ἐκκλησία ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος καί σαρκώθηκε καί προσέλαβε ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος καί ἦρθε καί ἔζησε γιά μᾶς καί θά ἔλεγα μέ μιά ἁπλή λέξη ἔγινε «ἀποτυχημένος» γιά μᾶς -πάνω στό Σταυρό πέθανε σάν ἀποτυχημένος, ὁ πιό ἀποτυχημένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ὁ πιό ἀποτυχημένος ἐπαναστάτης πραξικοπιματίας, ἔτσι τόν θεωρήσανε, ἔτσι τόν σταυρώσανε. Ὁ Χριστός ἀπό τότε πού ἔγινε ἄνθρωπος, συγκέντρωσε ὅλη τήν ἀποτυχία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους στή δική του «ἀποτυχία», ἀλλά ὄχι γιά νά μείνει ἀποτυχία καί ὄχι γιά νά ὁδηγήσει στήν αὐτοκτονία, ἀλλά γιά νά ὁδηγήσει στό θρίαμβο, στήν Ἀνάσταση. Ἔγινε ἀποτυχημένος γιά μᾶς, ἀλλά ἔγινε συγχρόνως καί νικητής γιά μᾶς. Ἔγινε ἡ σωτηρία μας, ἡ ἐπιθυμία μας, ἡ αἰώνια λύτρωσή μας, ἡ αἰώνια μακαριότης μας.
Ἀπό τότε λοιπόν ἐμεῖς οἱ πιστοί δέν πρέπει νά προσέχουμε τί εἴμαστε, πόσο ἀξίζουμε, πόσα ἀγαθά κατακτήσαμε ἤ τέχνες ἤ ὑπόληψη κοινωνική ἤ ἐπιστημονική καί χίλια δυό ἄλλα πράγματα. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι πρῶτα-πρῶτα σάν τόν Τελώνη νά ζητᾶμε μέ κατάνυξη μέ δάκρυα, μέ συντριβή τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νά καθαρίσει τήν ψυχή μας, νά ἀνοίξει τά μάτια μας νά βλέπουμε πραγματικά, νά χαιρόμαστε τά ὅσα ἔκανε γιά μᾶς. Τά αἰσθήματα τῆς ὀντότητός μας νά ἑδραιώνονται καί νά πηγάζουν ἀπό τό τί ἔκανε ὁ Θεός γιά μᾶς, ὄχι ἄν ἔχουμε ἐμεῖς ἤ ἄλλοι κάνει τίποτε. Καί δεύτερο, ὅταν διαπιστώνουμε τί ἔκανε ὁ Θεός γενικά γιά τό ἀνθρώπινο γένος, γιά τήν Ἐκκλησία Του, γιά μᾶς ὅλους, νά μποροῦμε νά προχωροῦμε πιό πέρα καί νά ἀναγνωρίζουμε τίς μεγάλες εὐεργεσίες πού ἔκανε καί στόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό.
Πολλές φορές ἀναγνωρίζουμε τόν Θεό ὅτι εἶναι Πατέρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἀλλά δέν ἀναγνωρίζουμε ὅτι εἶναι Πατέρας δικός μας καί μάλιστα ὁ πιό πανίσχυρος καί ὁ πιό παντοδύναμος ὅλων Πατέρας, πού δέν θά μποροῦσε νά τόν ἔχει κανείς ἄλλος. Δέν τό νιώθουμε ὅμως αὐτό, γι' αὐτό καί ἀπελπιζόμαστε, γι' αὐτό καί ἀδημονοῦμε, ἀγχόμεθα. Αἰσθανόμαστε ἕνα τίποτε, μηδαμινοί, κουρελιάρηδες... Γιατί, γιατί νά μειονεκτοῦμε;
Ἐκτός τοῦ ὅτι λοιπόν ὁ Θεός ἔκανε τόσα γιά μᾶς, μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά ζοῦμε μέσα στή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὅπως καί ἡ ἐπιτυχία μας ἤ ἡ ἀποτυχία μας ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο εἶναι ἐπιτυχία ἤ ἀποτυχία κατά Χριστόν. Ὄχι πῶς τήν κρίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὄχι πῶς τή λέει τό μυαλό μας, ὄχι πῶς θά μιλήσει ἡ γειτόνισσα γιά μᾶς ἤ ὁ δάσκαλος στό σχολεῖο ἤ -ξέρω ᾿γώ- ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἤ πολύ περισσότερο οἱ ἐφημερίδες καί τά περιοδικά. Αὐτά δέν μᾶς συγκινοῦν. Τά ἀκοῦμε, τά διαβάζουμε, τά κρίνουμε, ἀλλά δέν στηρίζουμε πάνω σ' αὐτά τά στοιχεῖα τά βιώματα τῆς πνευματικῆς εὐεξίας μας, δέν στηρίζουμε τήν ὀντότητά μας, δέν στηρίζουμε τήν ἐπιτυχία μας καί πολύ περισσότερο τό θάρρος καί τήν ἐλπίδα μας γιά τή ζωή.
Γιατί ἄν στηριζόμαστε πάνω σ' αὐτά τά στοιχεῖα τά γήινα, γινόμαστε εἰδωλολάτρες. Ἄν στηριζόμαστε πάνω στό Χριστό καί στό τί ἔκανε ὁ Χριστός γιά μᾶς, εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας ζωντανά καί ἡ ἐλπίδα μας δέν φεύγει ποτέ καί ἡ σωτηρία εἶναι βεβαία καί ἡ ἀνάσταση μέ τόν Χριστό εἶναι βεβαία.
Χωρίς πάλι νά ἔχουμε τό δικαίωμα νά ὑπερηφανευθοῦμε καί νά ποῦμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί καί καλύτεροι ἀπό τούς ἄλλους πού δέν εἶναι χριστιανοί. Γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε δυό φοβερά πράγματα. Πρῶτα -πρῶτα μᾶς εἶπε ὅτι, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε μαζί Του, πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί δεύτερο νά σηκώσουμε τόν σταυρό καί νά τόν ἀκολουθήσουμε. Καί μετά μᾶς εἶπε, ἄν ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει διατάξει, μᾶς ἔχει δώσει ἐντολές τά κάνουμε, νά αἰσθανόμαστε καί νά ζοῦμε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι γιατί κάναμε ὅτι ἔπρεπε νά κάνουμε καί τίποτε παραπάνω. Καί αὐτό τό κάναμε μέ τή δύναμη καί τή Χάρη τή δική Του. Δέν μᾶς ἀφήνει περιθώρια γιά καυχήσεις τέτοιου εἴδους, γιά ὑπερηφάνειες, γιά ὑπεροχές καί γιά μειονεξίες. Μᾶς φτάνει μόνο νά μείνει ἡ ψυχή μας ἐκστατική, νά βλέπουμε τά ὅσα Ἐκεῖνος ἔκανε, νά Τόν θαυμάζουμε, νά αἰσθανόμαστε, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ἕνα μηδενικό, τό οὐδέν καί νά σκεπτόμαστε γιατί ὁ Θεός τόσο πολύ θέλησε νά μᾶς ἀγαπήσει καί τόσο πολύ θέλησε νά μᾶς εὐεργετήσει ἐνῶ δέν τό ἀξίζουμε.
Ἔτσι μπαίνουμε στό τελωνικό βίωμα, δηλαδή στά βιώματα ἐκεῖνα πού , κατανύσσουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τραβοῦν τή Χάρη, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τόν κάνουν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ζοῦσαν κι οἱ Πατέρες. Ὁ μεγαλύτερος Ἅγιος ποτέ δέν αἰσθανόταν ὅτι εἶναι ἅγιος, ἀλλά ὅτι εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ πιό φθηνός καί βδελυρός ἄνθρωπος. Πολλοί ἔφθασαν μέχρι τό σημεῖο νά ποῦν ὅτι «οὔτε τό σῶμα μου νά μήν κηδέψετε»! «Νά τό ἀφήσετε νά τό φᾶνε τά θηρία», γιατί πίστευαν ἀπό τό ταπεινό φρόνημα πού εἶχαν γιά τόν ἑαυτό τους, ὅτι δέν ἄξιζε οὔτε τήν τιμή τῆς κηδείας! Τέτοια ἰδέα εἶχαν οἱ Ἅγιοι γιά τόν ἑαυτό τους. Καί ὁ Ἵδιος ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός κατεδέχθη ἀκριβῶς ἕνα τέτοιο ἀτιμωτικό θάνατο, γιά νά ξερριζώσει αὐτά τά βιώματα τά ἐγωκεντρικά ἀπό τή ζωή μας καί νά μᾶς ξαναφέρει στή ζωή τῆς Χάριτος, τή θεϊκή, νά μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς ἔχει πεῖ.
Ἀνοίγει τό Τριώδιο ἄλλη μία φορά ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς καλεῖ στήν κατάνυξη, τήν συντριβή καί τή μετάνοια. Ἄν κρατήσουμε αὐτό τό βίωμα, πού θά ᾿λεγε κανείς ὅτι εἶναι ἐπικεφαλῆς τῆς μεγάλης αὐτῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς, καί τῆς προπαρασκευῆς γιά τήν Τεσσαρακοστή, ἄν κρατήσουμε αὐτό τό βίωμα νά διατηρηθοῦμε μέσα στό Θεό μέ ταπείνωση, μέ ἐλπίδα, θά ἔχουμε καί χαρά καί εἰρήνη καί θά ζοῦμε, ὄχι φαρισαϊκά, ἀλλά τελωνικά τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας.