(Συνέχεια)
...Η αναφορά των Ζήσιμου Λορενζάτου και Χρήστου Γιανναρά και ευρύτερα της θεολογίας του ’60 δεν γίνεται τυχαία ούτε ενδεικτικά, αλλά προκύπτει από το γεγονός πως και οι δυο συνέτειναν ιδιαίτερα στην ανάδειξη του μύθου του Παπαδιαμάντη ως εκφραστή της ορθόδοξης παράδοσης. Από την άποψη όμως της ιστορίας των ιδεών η καλλιέργεια του μύθου για τον Παπαδιαμάντη ως του αγίου των γραμμάτων μας ήταν στην πραγματικότητα ένα παράπλευρο αποτέλεσμα, μια που το κύριο μέλημα των Λορενζάτου και Γιανναρά ήταν η αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα που απασχολούσαν τους ίδιους προσωπικά, αλλά ταυτόχρονα μπορούσαν να παρέχουν ταυτότητα και προσανατολισμό σε ευρύτερες ομάδες της νεοελληνικής πνευματικής ζωής οι οποίες έσπευσαν να υιοθετήσουν τις απόψεις που αυτοί πρώτοι διατύπωσαν.
Στην περίπτωση του Λορεντζάτου, ενός εμβριθούς γνώστη της δυτικής λογοτεχνικής παράδοσης, η ανάγνωση του Παπαδιαμάντη ως του εκφραστή της Ορθοδοξίας συμπίπτει χρονολογικά με το εμβληματικό δοκίμιό του «Το Χαμένο Κέντρο». Εκεί, με αφορμή τη συζήτηση για την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, ο Λορεντζάτος θα απορρίψει την τέχνη όταν αυτή αποκόπτεται από την μεταφυσική, κατά τον Λορενζάτο, ρίζα της ζωής. Μια τέχνη για την τέχνη, μια τέχνη που δεν νοηματοδοτεί τον κόσμο, που δεν οδηγεί σε μιαν «έμπραχτη μεταφυσική», μια βιωμένη πνευματικότητα, είναι άχρηστη και απορριπτέα. Αναζητώντας ένα ελληνικό ισοδύναμο του Ντοστογιέφσκι θα το βρει στο πρόσωπο και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Για τον μεταστραφέντα στην Ορθοδοξία αστό και κοσμοπολίτη Λορενζάτο ο Παπαδιαμάντης θα καταστεί οδηγός στην Ορθόδοξη ζωή. Ο Λορεντζάτος θα καταλήξει στην άποψη πως η σύγχρονή του ανάγνωση και αποδοχή του Παπαδιαμάντη συνιστά στην πραγματικότητα μια παρανάγνωση του έργου του. Γράφει σχετικά:
« Γενικά ο κόσμος της Αθήνας, είτε λογοτεχνικός είτε μη, δε γνωρίζει—αφού τις έχασε—και δεν πιστεύει τις ρίζες του Παπαδιαμάντη. Όσα εκείνος λάτρευε και θεωρούσε ιερά, τα χλευάζει και τα θεωρεί πρόληψη ή δεισιδαιμονία, θροφή για τις γριές…Ο Παπαδιαμάντης είναι προπαντός «λογοτεχνία» και έγραψε για να πλουτίσει την ευαισθησία μας…Εκείνα που πίστευε ή υποστήριζε ήταν ανοησίες που κανένας δεν παραδέχεται πια…Ο κόσμος της Αθήνας από τη μια μεριά θαυμάζει…ανεπιφύλακτα τον Παπαδιαμάντη και από την άλλη σκοτώνει αλύπητα τις συνθήκες που τον γέννησαν»
Στην άποψη αυτή ο Λορεντζάτος δεν θα παραμείνει σταθερός. Όσο τα χρόνια θα περνούν και η ένταση για την αναζήτηση ταυτότητας θα μειώνεται, στο βαθμό που η χρειαζούμενη ταυτότητα θα έχει πια οικοδομηθεί, ο Λορεντζάτος θα επανέλθει στον Παπαδιαμάντη όχι πια ως δάσκαλο της Ορθοδοξίας, αλλά ως άρχοντα της ελληνικής γλώσσας, αποδεικνύοντας έμμεσα πόσο η πολεμική συγκυρία υπερκαλύπτει συχνά την αναγνωστική αντικειμενικότητα.
Στην περίπτωση του Γιανναρά ο κόσμος του Παπαδιαμάντη θα αναγνωριστεί ως το αντίπαλον δέος στο χριστιανισμό των θρησκευτικών οργανώσεων που ακόμα τότε μεσουρανούσαν. Στο έργο του σκιαθίτη λογοτέχνη ο Γιανναράς θα θεωρήσει πως ανακαλύπτει έννοιες και σταθερές της δικής του σκέψης: τη μικρή κοινότητα ως την ευχαριστιακή λειτουργία του λαϊκού σώματος, με το πανηγύρι στη μνήμη των αγίων ως την κορυφαία του έκφραση, την γνώση του Θεού μέσα από την εμπειρία της σχέσης, την κατάφαση του κόσμου της φύσης και των αισθήσεων ως της καλής λίαν δημιουργίας του Θεού ενάντια στον πουριτανισμό του ευσεβιστικού κινήματος.
Αν όμως ο Ορθόδοξος Παπαδιαμάντης του Λορεντζάτου και του Γιανναρά αποτελεί έκφραση δικών τους πνευματικών αναγκών κι αν αυτό συνεχίστηκε και γιγαντώθηκε από άλλους θεολογούντες που διεκδίκησαν με ακόμα πιο ακραίο τρόπο, για τους δικούς τους ανάλογους λόγους, τον Παπαδιαμάντη ως σημαία, ως ακρογωνιαίο λίθο μιας ορθόδοξης ελληνικής αυτοσυνειδησίας που θεμελιώνεται στη φιλοκαλικη παράδοση και την κολλυβαδική της αναγέννηση, πού μπορεί να αναζητηθεί η σχέση Παπαδιαμάντη και Ορθοδοξίας; Προσπαθώντας να δώσουμε μιαν απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κινηθούμε καταρχήν αποφατικά, θα δείξουμε δηλαδή τι δεν κάνει ο Παπαδιαμάντης από αυτά που ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του μύθου περί φιλοκαλικού Παπαδιαμάντη και κατόπιν θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε μιαν άλλη προοπτική, μέσα από την οποία μπορεί να διαφανεί μια ανάγνωση του παπαδιαμαντικού έργου που τον φέρνει σε μιαν ουσιαστική σύμπνοια με θεμελιώδη στοιχεία της χριστιανικής παραδόσεως.
Το πρώτο που σίγουρα δεν κάνει ο Παπαδιαμάντης είναι να εξωραΐσει και να υμνήσει τις σκιαθίτικες κοινότητες. Εκεί που άλλοι βλέπουν ευχαριστιακή λειτουργία του λαϊκού σώματος ή «θεραπευτικές κοινότητες» εμείς διαπιστώνουμε την αναλυτική και άτεγκτη καταγραφή της βίας και της κακίας που άλλοτε επιπολάζει και άλλοτε διεισδύει στο βάθος αυτών των κοινοτήτων. Ας μου επιτραπεί η παράθεση ενός εκτενούς αλλά εντελώς χαρακτηριστικού παραθέματος:
«Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν, εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλας τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας της μικράς κοινωνίας. Ο άγιος νόμος του Χριστού κατεπατείτο, απεδίδετο πάντοτε κακόν αντί κακού, πολλάκις κακόν αντί αγαθού, ουδέποτε αγαθόν αντί κακού. …Έλεγες ότι συνέζων δια να μισώνται, ότι η τύχη τους έβαλε συγκατοίκους της πόλεως δια να τρώγονται. …Η μια συνοικία εκήρυττε πόλεμον κατά της άλλης συνοικίας. Πάσα οικογένεια πόλεμον κατά της άλλης οικογενείας. Παν άτομον πόλεμον κατά του άλλου ατόμου. Ο γείτων δεν έλεγε καλημέραν, που είναι του Θεού, εις τον γείτονα. Έκαστος έχαιρε να βλέπη τον άλλον δυστυχούντα. Προκειμένου περί κληρονομίας τινός, οι συγγενείς ετρώγοντο τις ν’ αρπάση τα πλείονα. Θα ηφανίζοντο μάλλον εις τα δικαστήρια, θα επωλούντο σκλάβοι εις την Βαρβαρίαν, παρά να ίδωσι τον συγγενή να έχη περισσότερα απ’ αυτούς….Μάχαι ολόκληροι συνεκροτούντο δι εν θήλιασμα ελαιώνος, δια τρία κλήματα αμπέλου, δι’ ήμισυ «πίνακι» σιτοφόρου αγρού…Τοιούτους πολέμους διεξήγον προς αλλήλους οι άνδρες, και τοιαύτα λάφυρα απεκόμιζον. Αλλά μη αι γυναίκες ήσαν ολιγώτερον μάχιμοι; Η μήτηρ δεν ήθελε το καλόν της κόρης, η πενθερά εμίσει ολοψύχως την νύμφην. Η νύμφη δεν έλεγε καλημέραν εις την ανδραδέλφην. Δι’ ένα απρόσεκτον λόγον, δια μίαν ελαφράν κακολογίαν, την οποίαν ευρίσκοντο πρόθυμοι οχετοί, όπως μεταβιβάζωσι μεγαλοποιημένην συνήθως εις το ενδιαφερόμενον πρόσωπον, ήσαν ικαναί να μην ομιληθούν ισοβίως. «Ούτε τα κόκκαλά μας να μη σμίξουν», ήτο η πολεμική κραυγή εις τας τάξεις των γυναικών».
Στον κόσμο του Παπαδιαμάντη υπάρχει πάντοτε αυτός που θα αναδειχθεί «γενικός θεματοφύλαξ των αλλοτρίων υποθέσεων» , τα διηγήματα του διατρέχονται υπόγεια από τη γενική πεποίθηση ότι «η γειτονιά ουδέν άλλον είναι ειμή κατάσκοπος, και ο κόσμος, τύραννος, βασανιστής ανηλεής» . Το συμφέρον είναι η υπέρτατη θεότητα που οδηγεί τους ανθρώπους σε έναν ανελέητο αγώνα για την εξασφάλισή του. Χαρακτηριστική φιγούρα η Ντελησυφέρω η οποία βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση πολέμου με τους πάντες:
«Πόλεμον εις την οικίαν δια να επιβάλλη την πειθαρχίαν εις τα τέκνα της ή εις την νύμφην της, ή εις τα τέκνα των τέκνων της, πόλεμον εις την αυλήν και εις τον δρόμον δια να σωφρονίση την γειτόνισσαν ήτις την ενωχλούσε• πόλεμον εις τον φούρνον δια τα ψωμιά, πόλεμον εις τον ελαιώνα, με τους κακούς γείτονας• πόλεμον εις την αγοράν με τους αισχροκερδείς καπήλους και τοκογλύφους, πόλεμον εις τα δημόσια γραφεία και τα αρχεία με τους καταπιεστάς υπαλλήλους και εισπράκτορας• πόλεμον εις την εκκλησίαν δια το στασίδι και δια την «αράδα της»».
Στον παροξυσμό των αντεγκλήσεων οι κορυφαίοι σ’ αυτό το χορό της κακίας και του μίσους, μάνα και κόρη: «ήρχιζαν να εκκοκκίζουν και το κομβοσχοίνιον των βλασφημιών των. «Παναϊά μ’, βγάλ’ τς τα μάτια»
Ένα δεύτερο στοιχείο που θα περιμέναμε να δούμε από έναν υποτιθέμενο εκφραστή της φιλοκαλικής ορθόδοξης παράδοσης θα ήταν η αποτύπωση κάποιων αγίων μορφών, η διολίσθηση της λογοτεχνίας στο παραδοσιακό συναξάρι. Τίποτα τέτοιο δεν εμφανίζεται στο έργο του Παπαδιαμάντη. Οι ήρωες των διηγημάτων του είναι άνθρωποι της καθημερινής ζωής, όχι οι εξαίρετες φυσιογνωμίες της εκκλησιαστικής παράδοσης. Ακόμα και στα διηγήματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πως συσχετίζονται με το θέμα της αγιότητας, το κέντρο βάρος βρίσκεται κάπου αλλού. Στον Φτωχό Άγιο ο νεαρός βοσκός που θα πέσει θύμα της αγριότητας των επιδρομέων κουρσάρων αναδεικνύεται ως ο αυθόρμητος προστάτης της τοπικής κοινότητας και όχι ως η εξέχουσα χριστιανική μορφή, ασκητής ή πνευματικός καθοδηγητής. Στη Χήρα του Νεομάρτυρα έχουμε βέβαια το νεαρό άνδρα που πεθαίνει στα χέρια των Τούρκων επειδή αρνείται να αλλαξοπιστήσει κι εδώ όμως η αφορμή της μαρτυρίας και του μαρτυρίου του άνδρα είναι συμπτωματική και το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στην αδυναμία της νεαρής γυναίκας του να μείνει πιστή στη μνήμη του νεκρού συζύγου της και να μην ξαναπαντρευτεί, όπως επίσης και στην αινιγματική παρουσία ενός δεύτερου άντρα που τελικά θα αποδειχθεί πως αποτελεί τον πρωταίτιο για το θάνατο του νεομάρτυρα και παλεύει απεγνωσμένα να βρει τη συγχώρηση.
Μια τρίτη παρατήρηση, σχετικά με το τι δεν επιχειρεί να κάνει μέσα από τη λογοτεχνική του ενασχόληση ο Παπαδιαμάντης, είναι πως δεν φαίνεται να συγχέει τις προσωπικές του επιθυμίες και κλίσεις με την πραγματικότητα, ούτε επιχειρεί να τις επιβάλει ως κανονιστική αρχή. Ο Παπαδιαμάντης είναι βαθύς γνώστης του εκκλησιαστικού τυπικού και της βυζαντινής μουσικής, λάτρης των μακρών ακολουθιών, απαράμιλλος γνώστης της ελληνικής γλώσσας σε όλη τη μακρά διαδρομή της. Όμως δε φείδεται πουθενά σκωπτικών και βιτριολικών παρατηρήσεων πάνω στην κατάσταση της πλειονότητας των χριστιανών και στην αδυναμία της θεσμικής εκκλησιαστικής αρχής να την αντιμετωπίσει με εύστοχο ποιμαντικά τρόπο. Η λογική λατρεία που τελείται στα ναύδρια της παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας μόνο λογική δεν είναι, μια που η άγνοια, η παρανόηση, η αδυναμία συμμετοχής του λαού επισημαίνεται πάλιν και πολλάκις από τον συγγραφέα. Εξόχως χαρακτηριστική αναδεικνύεται η, με διάφορες μικροπαραλλαγές επαναλαμβανόμενη, σκηνή από μια μακρά αγρυπνία• εκτός από τον αναγνώστη και ψάλτη που προσπαθεί μόνος και εγκαταλελειμμένος να συνεχίσει, παρά την κόπωσή του, την ανάγνωση και την ψαλμωδία εν μέσω της νυκτός, όλοι οι άλλοι, από τον λειτουργό στο ιερό βήμα, τις φιλακόλουθες γριές στα στασίδια, μέχρι το πλήθος που έχει εκδράμει, μάλλον χάριν αναψυχής παρά λατρείας του Θεού, και στην πλειοψηφία του βρίσκεται εκτός του ναού, κοιμούνται.
Η ματιά του Παπαδιαμάντη είναι η ματιά του νοσταλγού που γνωρίζει όμως πως αυτό που επιθυμεί η καρδιά του είναι ανεπίστρεπτα χαμένο και επίσης κάτι που ποτέ δεν ήταν κτήμα των πολλών. Δεν είναι συμπτωματικό πως οι μοναχοί του μοναστηριού του Ευαγγελισμού εμφανίζονται στο διήγημα Οι Ελαφροΐσκιωτοι σαν ονειρικές σκιές, κάτοικοι ενός άλλου κόσμου. Ο κόσμος που κυριαρχεί με όλη τη βία του στο παπαδιαμαντικό σύμπαν δεν είναι ο κόσμος του μοναστηριού, της προσευχής, της αποταγής από τις μέριμνες του κόσμου τούτου. Αυτός που αναδύεται είναι ένας κόσμος μπαλζακικός, όπου το χρήμα, η απληστία, η τοκογλυφία, η πολιτική διαφθορά, η ακόρεστη επιθυμία για κοινωνική άνοδο κατακλύζουν τις ζωές των πολλών.
Ο σημερινός αναγνώστης θα βρει επίσης στις παπαδιαμαντικές σελίδες παρατηρήσεις για όλα τα προβλήματα που ταλανίζουν την εκκλησιαστική ζωή μέχρι και σήμερα: την τεταμένη σχέση Κράτους-Εκκλησίας που υποδουλώνει την Εκκλησία και ευτελίζει ποικιλοτρόπως την εκκλησιαστική ζωή, την προβληματική σχέση με τη Δύση και την κρίση ταυτότητας των Ορθοδόξων, την κατάπτωση του κηρύγματος, την παρακμή του παραδοσιακού μοναχισμού και την εμφάνιση όλο και περισσότερων ιερομονάχων στις αστικές ενορίες, την κριτική στην αβελτηρία των επισκόπων, αλλά και της εν γένει νοοτροπίας τους που αγγίζει ενίοτε το όριο της λοιδορίας , καταδεικνύοντας έτσι πως έναν αιώνα αργότερα τα αδιέξοδα της ελληνικής ζωής, και μάλιστα της εκκλησιαστικής, παραμένουν τα ίδια. Η Ελλάδα, όπως την βλέπει ο Παπαδιαμάντης, συνιστά έναν κόσμο που ξέφυγε εντελώς επιφανειακά από τον παγανισμό, διέπλευσε τον χριστιανισμό παραμένοντας εν πολλοίς αδιάβροχος, για να καταστεί, εν τέλει, δούλος της σύγχρονης υλοφροσύνης που κατέκλυσε τον νεωτερικό κόσμο. Ή με τα λόγια του Παπαδιαμάντη:
«Εδώ θεοποιείται φανερά ο Μαμωνάς. Χιλιάκις καλλίτερον θα ήτο εάν υπήρχεν ακόμη η αρχαία ποιητική ειδωλολατρία. Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είνε ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είνε η Χριστιανοσύνη».
Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν αποσκοπούν βέβαια στην αμφισβήτηση της άποψης πως η χριστιανική παράδοση κάνει εμφανή την παρουσία της στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Εμείς όμως θα αποφύγουμε τόσο τις αυτοβιογραφικές αναφορές και τις συνακόλουθες διαμάχες για την εικαζόμενη αγιότητα του Παπαδιαμάντη, όσο και τη θεώρησή του ως λάτρη και υμνητή της βυζαντινής λειτουργικής και μοναστικής παράδοσης για να αναζητήσουμε έναν άλλο δρόμο προσέγγισης. Με άλλα λόγια θα εγκαταλείψουμε το μύθο του Παπαδιαμάντη ως γνήσιου εκφραστή της ορθόδοξης παράδοσης για να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στη μαρτυρία που παρέχει η ίδια η λογοτεχνία του και συγκεκριμένα θα εστιάσουμε στη συνύφανση αφήγησης και θεολογίας. Αντί για τον Παπαδιαμάντη άγιο ή τον Παπαδιαμάντη δάσκαλο της πνευματικής ζωής, θα επικεντρωθούμε στον Παπαδιαμάντη αφηγητή ιστοριών με ήρωες που μαρτυρούν με τη ζωή τους την παρουσία της θεϊκής χάριτος μέσα σε έναν κόσμο που στο σύνολό του κείται εν τω πονηρώ. Για να γίνει όμως κατανοητή αυτή η προοπτική θα χρειαστεί μια μικρή παρέκβαση.
Αφήγηση και Θεολογία
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες αναπτύχθηκε, κυρίως στον αγγλοσαξονικό χώρο, μια ιδιαίτερα γόνιμη ακαδημαϊκή συζήτηση για τη σχέση αφήγησης και θεολογίας. Το γεγονός πως ο Θεός ήρθε και εσκήνωσε εν ημίν μέσα από την ιστορία μιας συγκριμένης ανθρώπινης ζωής, της ζωής του Ιησού από τη Ναζαρέτ, γίνεται συνήθως αντιληπτό ως το κατεξοχήν ευτυχές παράδοξο. Θα ήταν όμως πιο συνεπές με το σύνολο της βιβλικής μαρτυρίας αν δούμε την Ενσάρκωση ως τον τρόπο του Θεού να συναντά τους ανθρώπους και να σχετίζεται μαζί τους όπως αυτοί είναι, συναντώντας τους στη δική τους δηλαδή κατάσταση, ως τα συγκεκριμένα όντα που ζουν μέσα στο χρόνο, που έχουν μια γέννηση και ένα τέλος, που οι ζωές τους συνιστούν, με άλλα λόγια, μιαν αφήγηση (story).
Η έννοια της αφήγησης μάς βοηθά να μην χάνουμε από την οπτική μας τον έμφυτα πρακτικό χαρακτήρα των θεολογικών πεποιθήσεων. Οι πεποιθήσεις αυτές δεν αποσκοπούν στο να εικονίσουν περιγραφικά τον κόσμο. Η ευαγγελική αφήγηση μοιάζει περισσότερο με μια διήγηση που μας παρουσιάζει έναν τρόπο για να υπάρχουμε μέσα στον κόσμο. Οι αφηγήσεις δεν εξηγούν κάτι, όπως το κάνει μια θεωρία, αλλά εμπλέκουν κάθε αναγνώστη, που στη συνέχεια ανάγεται σε ενεργό πρόσωπο, σε έναν τρόπο ζωής. Η αφήγηση βοηθά δηλαδή τον άνθρωπο να σχετιστεί, να συναλλαχτεί και να αλλάξει τον κόσμο, αλλάζοντας τον εαυτό του.
Υπό αυτή την έννοια κάθε ιστορία μάς αφορά και μια ιστορία είναι γόνιμη ακριβώς όταν χτυπά μια ιδιαίτερη χορδή αλήθειας που ενυπάρχει μέσα μας. Οι αφηγήσεις δεν παρουσιάζουν ένα νόημα, αλλά μάλλον το νόημα ενσωματώνεται στην ίδια τη δομή και τη μορφή της αφήγησης. Οι πεποιθήσεις των χριστιανών δεν περιέχονται τόσο σε κάποιες δογματικές προτάσεις, αλλά συνιστούν τη ζώσα εκείνη πραγματικότητα που δίνει μορφή σε συγκεκριμένους ανθρώπινους βίους, σε πραγματικές ανθρώπινες κοινότητες. Υπ’ αυτή τη έννοια η μόνη αξιόπιστη κριτική εξέταση των χριστιανικών πεποιθήσεων έχει ως σημείο εκκίνησης την εστίαση σε βιωμένες ζωές. Γιατί η αλήθεια που φέρει εντός της κάθε αφήγηση εξαρτάται από το είδος των ανθρώπων που διαμορφώνει.
H οικειοποίηση μιας γενικής αφήγησης, μιας μετα-αφήγησης όπως ονομάζεται στις σχετικές αναλύσεις, η διαμόρφωσή μας σύμφωνα με αυτήν, προϋποθέτει την ικανότητα να εγγράψουμε τη δική μας προσωπική ιστορία εντός του πλαισίου αυτής της ευρύτερης αφήγησης, καθώς αυτή εκδιπλώνεται σταδιακά μέσα στο χρόνο. Κάθε ιστορία πρέπει να ξυπνά μέσα στον αναγνώστη τα ερωτήματα «Τι θα συμβεί μετά; Πώς θα ολοκληρωθεί η ιστορία; Ποια θα είναι η τύχη του κάθε ήρωα;» Η αφήγηση με αυτό τον τρόπο αναδεικνύει τον βαθιά ενδεχομενικό, ανοικτό χαρακτήρα κάθε ανθρώπινης ζωής, το μη αναγκαίο της ανθρώπινης πράξης, το περίγραμμα της ανθρώπινης ελευθερίες μέσα σε ένα σύμπαν που μοιάζει βαθιά ντετερμινιστικό.
Η αλληλοδιαπλοκή λογοτεχνίας και θεολογίας εδράζεται έτσι στο γεγονός πως η ανάγνωση μιας ιστορίας αποτελεί, αυτή καθαυτή, μια μορφή ηθικής εκπαίδευσης. Μέσω της ανάγνωσης ο αναγνώστης αποκτά, σε ένα βαθμό, τη δυνατότητα να ψηλαφήσει τις εμπειρίες των λογοτεχνικών ηρώων, χωρίς να τις έχει κάνει ακόμα μέρος της δικής του προσωπικής ζωής. Με άλλα λόγια, η αφήγηση μάς δίνει τη δυνατότητα να ζήσουμε περισσότερες ζωές μέσα σε μια, κι αυτό όχι προς χάριν της ικανοποίησης της ακόρεστης επιθυμίας για εμπειρίες που χαρακτηρίζει τον μετανεωτερικό άνθρωπο, αλλά χάριν της παραδοσιακής προοπτικής που θεωρούσε πως ο χαρακτήρας διαμορφώνεται εξασκώντας τις αρετές και γνωρίζοντας τις συνέπειες των παθών, μαθητεύοντας δηλαδή μέσα από την παρατήρηση και τη μίμηση υποδειγματικών βίων.
Μια πνευματική παράδοση παραμένει ζωντανή στο βαθμό που το παρελθόν διανοίγει δυνατότητες για το παρόν και το μέλλον, στο βαθμό δηλαδή που η διέπουσα αφήγηση της κοινότητας δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, στο βαθμό που ο ακροατής της αφήγησης μπορεί και οφείλει, αν θέλει να είναι γνήσιος φορέας της παράδοσης, να εγγράψει τη δική του ιστορία, τον προσωπικό του βίο, στη γενικότερη αφήγηση, να αντλήσει νόημα από αυτήν και να οδηγηθεί σε ένα τέλος, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, να δώσει δηλαδή στη ζωή του ένα σκοπό ώστε στο τέλος της, με τη χρονική πια έννοια του όρου, να μπορεί να φέρει έκτυπη την εικόνα μιας ολοκλήρωσης.
Η μαρτυρία της παπαδιαμαντικής πεζογραφίας
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω θα προσπαθήσουμε, εντελώς συνοπτικά, να καταδείξουμε πως αρκετές από τις αφηγήσεις του Παπαδιαμάντη μπορούν να ιδωθούν ως ιστορίες που εγγράφονται στην γενικότερη αφήγηση που είναι η ιστορία της σωτηρίας όπως αυτή αποτυπώνεται στις βιβλικές διηγήσεις,. Και ο γονιμότερος τρόπος για να προσεγγίσουν οι σημερινοί χριστιανοί τον Παπαδιαμάντη θεωρούμε πως είναι να αναρωτηθούν κατά πόσο και οι δικές τους ιστορίες θα μπορούσαν να εγγραφούν σ’ αυτή την διέπουσα βιβλική αφήγηση. Ή, με πιο απλά λόγια, να αναρωτηθούν αν οι ζωές των σημερινών χριστιανών είναι ζωές μαθητείας στο κήρυγμα της Βασιλείας του Θεού.
Οι ήρωες των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη δεν είναι όπως ήδη είπαμε οι άγιοι, οι ασκητές, οι ολοφάνεροι φορείς της χάριτος. Είναι όμως άνθρωποι ταπεινωμένοι και γι’ αυτό ταπεινοί, σαν τη Σταχομαζώχτρα, που σαν άλλος πτωχός Λάζαρος του Ευαγγελίου γίνεται στόχος της χλεύης ακόμη και των απλών χωρικών, καθώς μαζεύει τα ψιχία από την τράπεζά τους. Αυτή, η θεια-Αχτίτσα, «Περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον της «καραβωμένης», όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ’ αυτής, διότι όνειδος ακόμη εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη. Εκεί, μετ’ άλλων πτωχών γυναικών, ησχολείτο συλλέγουσα τους αστάχυς, τους πίπτοντας από των δραγμάτων των θεριστών από των φορτωμάτων και των κάρρων. Κατ’ έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα: Να! Οι φ’στάνες! Μας ήρθαν πάλιν οι φ’στάνες!» Αλλ’ αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψιχία εκείνα της πλουσίας συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τέσσαρας σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δ’ εαυτήν και δια τα δυο ορφανά, τα ποία είχεν εμπιστευθή εν τω μεταξύ εις τας φροντίδας της Ζερμπινιώς, και αποπλέουσα επέστρεφεν εις το παραθαλάσσιον χωρίον της»
Ή σαν τον Νεκρό Ταξιδιώτη ο οποίος αξιώθηκε να εισακουσθή στην τελευταία πριν τον πνιγμό, επιθυμία του την εκφρασθείσα προς τη Μητέρα του Θεού, «να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της πατρίδος του…Η ζωή του αθόρυβος, ταπεινή και μετριόφρων. Εις τον θάνατόν του δεν ήθελε να δώση κόπον εις τους ανθρώπους. Προς τι να τον κουβαλούν εις οικίαν, εις εκκλησίαν, και να τον πομπεύουν δια της αγοράς; Αγοραίαν κηδείαν δεν ήθελεν. Ήρκει να ευρεθούν δυο χριστιανοί να τον ανεβάσουν ολίγα βήματα παραπάνω, ήρκει να σκάψουν δυο τρεις σπιθαμάς εις το χώμα να τον καλύψουν, και θα εύρισκον το έλεος εις την ψυχήν των. Αν ο παπα-Στάμος ή ο παπα-Γληόρης ή και ο πάτερ Ιωακείμ ακόμη, ο μοναχός ο περιπλανώμενος, ήρχετο να είπη το Μετά πνευμάτων, καλώς θα είχεν• άλλως ο Θεός τα ήξευρε».
Η αμαρτωλότητα των ανθρώπων όχι μόνο δεν αποκρύπτεται και δεν ελαχιστοποιείται στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, αλλά προβάλλεται σε όλο της το εύρος. Από τη μια μεριά υπάρχει η πεθερά που σχεδιάζει τη δολοφονία της άτεκνης νύφης της, για να δει στο τέλος το δηλητηριασμένο χριστόψωμο να σκοτώνει το γιό της. Από την άλλη εμφανίζεται ο κόσμος των μικροκακοποιών, ο οποίος περιγράφεται με μια συγκατάβαση που αγγίζει τα όρια της αναγνώρισης του ολισθήματος ως συγγνωστού. «Ήσαν αμαρτωλοί, υποπεσόντες κατά κόρον εις τα συνήθη και κοινά παρά πάσι πταίσματα, ίσως και εις ολίγην λαθρεμπορίαν πλέον μικράς δόσεως ναυταπάτης» Μικρή ή μεγάλη, συγγνωστή ή αποτρόπαιη, η αμαρτία παρουσιάζεται ως η πάγια κατάσταση των ανθρώπων εντός του πεπτωκότος αυτού κόσμου, μια κατάσταση που οι ίδιοι φτάνουν να αναγνωρίσουν, όπως το κάνει χαρακτηριστικά η θεια-Σκεύω: «Αμαρτίες είχαμε όλοι, εδώ που φτάσαμε» . Η συναίσθηση όμως αυτή δεν οδηγεί σε αίσθημα απελπισίας και απώλειας, αλλά, όπως θα δείξουμε και παρακάτω, οδηγεί στην έκφραση μιας ελπίδας που έρχεται από αλλού. Έτσι ο Κάνταρος, που ως άλλος Κάιν γίνεται αποτρόπαιος δολοφόνος του αδελφού του, πέφτει στη θάλασσα για να γλυτώσει από την καταδίωξη των αρχών, κι ενώ πλέον έχει αποκάμει, λίγο πριν πνιγεί, θα διασωθεί από ένα διερχόμενο πλοίο, για να οδηγηθεί ο συγγραφέας στη διαπίστωση: «Δεν ήτο προωρισμένος να χαθή, επειδή όλα και όλοι χρειάζονται, δια τας ατελειώτους αμαρτίας των ανθρώπων».
Η αμαρτωλή αυτή φύση γεννά στους ανθρώπους ατελείωτους πειρασμούς, άλλοτε για τα πιο επιπόλαια θέματα και άλλοτε για τα πιο δραματικά, πειρασμούς που φανερώνονται για να δοκιμάσουν τους ανθρώπους σε κάθε πτυχή του βίου τους, ετάζοντας νεφρούς και καρδίας, φανερώνοντας πότε το εν αυτοίς σκότος και πότε την εσωτερική τους ποιότητα. Αρχίζοντας από τους πιο αθώους πειρασμούς μπορούμε να θυμηθούμε τον πειρασμό του παπα-Αζαρία να κρατήσει τον κυρ Κωνσταντόν για να ψάλλει στον Άγιο Χαράλαμπο, αφήνοντας χωρίς ψάλτη τον παπα-Διανέλον για να τον εκδικηθεί έτσι που του αφαίρεσε από το εκκλησίασμά του τους περισσότερος βοσκούς της περιοχής, καλώντας τους να κάνουν μαζί του Ανάσταση σε άλλο εξοχικό παρεκκλήσιο. «Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον εξακολούθησε:
―Τώρα, όπως και να κάμης άσχημα είναι…μα το καλύτερο είναι να τραβήξης το δρόμο σου να πας…Έδωκες το λόγο σου…είναι μεγάλη αμαρτία ν’ αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα».
Μια τρικυμία και ο κίνδυνος του πνιγμού γεννούν σε μια ομάδα προσκυνητών αισθήματα εντελώς αντίθετα μεταξύ τους. «Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την Παράκλησιν όλην από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τα αφελείς βλασφημίας του, τα οποίας εμάσα κ’ έπνιγε μέσα του υποτονθορύζων: «Σκύλιασε, ο διαολόκαιρος, λύσσαξε ! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο ! το Μουχαμέτη σου, μέσα !» Κ’ η θειά το Μαλαμώ ποιούσα το σημείον του Σταυρού έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κ’ επανελάμβανεν, «Έλα Κ’στέ μ’ ! βόηθα, Παναϊά μ’ !»
Οι σαρκικοί πειρασμοί κυριαρχούν, γεννώντας κάποτε παράλληλα ακόμα πιο ειδεχθείς επιθυμίες. Υπάρχει ο μονήρης ενοικιαστής ενός δωματίου στην χαοτική για έναν επαρχιώτη Αθήνα με τη σκέψη να αποπλανήσει το νεαρό κορίτσι που η μητέρα του αφελώς τού στέλνει για να τον προσκαλέσει σε μια αποκριάτικη γιορτή. Όμως δεν θα ενδώσει. «Απέπεμψε την παιδίσκην αλώβητον, και αυτός εξηπλώθη φιλοσοφικώς επί της σκληράς μαθητικής στρωμνής του. Ευχαριστήθη, διότι ενίκησε τον πειρασμόν, ήτο ήσυχος τώρα, σχεδόν ευτυχής».
Υπάρχει ο καλόγερος που έχει εγκαταλείψει τη μονή της μετανοίας του και ζει στον κόσμο εργαζόμενος ως νεωκόρος και καταλήγει να γίνει στόχος της ασύνειδης αποπλανητικής διάθεσης μιας μητέρας που ζει μόνη, χωρίς άντρα, με τις δυο κόρες της και συμπονά τον μοναχό για την ερημία της ζωής του. «Αλλ΄ αίφνης εν σκοτεινόν δαιμόνιον, έχον εις το πρόσωπον τους χαρακτήρας τής μιας των δυο νεανίδων, εναέριον φοιτήσαν, τον ήρπασε μανιωδώς από το κράσπεδον του ράσου του, και με όλας τας δυνάμεις του ετράβα, ετράβα επιμόνως να τον κατακρημνίση. Ολίγον ακόμη και αι τρεμουλιασμέναι χείρες του θα εξεπιάνοντο από την ανωφερή δοκόν της κλίμακος. Αλλ’ αίφνης εξύπνησε μετά νευρικού ανατιναγμού.
― Κόλασις εδώ, Κόλασις κ’ εκεί ! εψιθύρισε ποιήσας το σημείον του Σταυρού ο μοναχός» Η κατανίκηση αυτή του πειρασμού θα τον οδηγήσει στην ακόμα πιο ριζική απόφαση να εγκαταλείψει τον πειρασμικό κόσμο της πρωτεύουσας και να επιστρέψει και πάλι στη μονή της μετανοίας του.
Σε κάποιες περιπτώσεις ο ερωτικός πειρασμός μπορεί να εμφανίζεται με την πιο ευγενή μορφή του αισθηματικού πάθους, αυτό όμως δεν θα τον εμποδίσει να γεννήσει παράλληλα τον ειδεχθέστερο πειρασμό, το φόνο του ανθρώπου που μπήκε εμπόδιο στις επιθυμίες του ήρωα με το να παντρευτεί το αντικείμενο του πόθου του. Στο διήγημα με τον πολύ εύγλωττο τίτλο Έρως-Ήρως ο νεαρός βαρκάρης θα αγγίξει το κατώφλι του υπέρτατου αμαρτήματος, του φόνου, μα δεν θα το διέλθει. Θα σκεφτεί να αναποδογυρίσει τη βάρκα του, να σώσει αυτός, ως δεινός κολυμβητής που είναι, τη νεαρή γυναίκα που αγαπούσε, αλλά εν αγνοία του παντρεύτηκε άλλον, και να αφήσει τον ορεσίβιο γαμπρό που δεν ξέρει κολύμπι να πνιγεί. «Δεν την αναποδογύρισε, δεν τους έπνιξε. Ολίγον ακόμη ήθελε δια να το κάμη, αλλά το ολίγον αυτό έλειψεν. Έξαφνα είδε νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του της Μπούρμπαινας, εναέριον παλλομένην. Ετράβα τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: «Αχ ! γυιέ μου ! γυιέ μου ! Τ’ ειν’ αυτό που θα κάμης;» Έκαμε κρυφά το σημείον του Σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισόν του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το « Κύριε Ιησού Χριστέ», οπού του το είχε μάθει, όταν ήτο μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: « Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της !» Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ’ εφάνη ήρως εις τον έρωτά του—έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας».
Ακόμα πιο ειδεχθής είναι ο πειρασμός του Νικόλα του Κουμενή που προσπαθεί να πνίξει την ίδια του την κόρη, εκπληρώνοντας έτσι την επιθυμία της δεύτερης γυναίκας του, κάνοντας παραλίγο πράξη τον πιο μεγάλο φόβο που εκφράζουν τα παιδικά παραμύθια. Τελικά θα καμφθεί από τα δάκρυα της κόρης του και θα την εγκαταλείψει τελικά σε μια έρημη ακτή για να καταλήξει εν τέλει το μικρό κορίτσι στο σπίτι κάποιων πάμπτωχων συγγενών της από τη μεριά της μητέρας της. Στο τέλος της ζωής του πάνω στο νεκρικό του κρεβάτι ο Νικόλας θα εκλιπαρήσει τη συγγνώμη της Αρετούλας, ένας είδος αναγκαίας προϋπόθεσης στη θεϊκή οικονομία που αρνείται να παραλάβει την ψυχή του μέχρι να εκδηλωθεί, έστω και την έσχατη ώρα, το αίτημα για συγχώρηση.
Παρόμοια κλιμάκωση παρουσιάζει η παρουσία της μετάνοιας στις καρδιές των ηρώων του Παπαδιαμάντη. Η κλιμάκωση αυτή ξεκινά από την ειλικρινή παραδοχή εκ μέρους μιας μοναχής τής αδυναμίας να νοιώσει πραγματική μετάνοια για το ερωτικό πάθος που της ενέπνευσε κατά το παρελθόν ένας άντρας, αδυναμίας που εμμένει ακόμη και κατά την ώρα της εξομολόγησής της προς έναν πολιό ιερομόναχο. Σε άλλες περιπτώσεις η μετάνοια μπορεί να εμφανίζει παλινωδίες όπως στη Σεϊρανώ που ζηλεύει τη Μαλαμώ ως την πιο αξιόλογη ανταγωνίστρια της ως υποψήφια νύφη στη μικρή κοινότητα. Σε μια στιγμή έξαρσης αυτής της ζήλιας θα την δει από μακριά με ένα κιάλι του ναυτικού πατέρα της. «Και τώρα, δια πρώτην φοράν, μετά οκτώ χρόνους, την έβλεπεν αμυδρώς με το οκιάλι του πατρός της. Και είδεν ότι δεν ήτο ωραία. Και ησθάνθη ακουσίως χαράν. Είτα ευθύς, την έτυψεν η συνείδησις διατί να χαίρη, και μέσα της βαθιά ελυπήθη δια την χαράν οπού ησθάνθη. Και πάλιν ευθύς, μέσα, βαθύτερα εις την συνείδησίν της, εχάρη δια την λύπην οπού ησθάνετο. «Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αυτή μήτηρ πάντων των ζώντων». Αυτή είναι η αληθής ζωή». Και υπάρχει τέλος και η ειλικρινής μετάνοια ακόμη και για ένα αμάρτημα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, όπως στην περίπτωση του παπα-Κυριακού που εγκαταλείπει το εξοχικό παρεκκλήσιο την ώρα της αναστάσιμης λειτουργίας για να κατευθυνθεί προς τον ενοριακό ναό της κοινότητας μετά από την καταγγελία του ανήλικου γιου του ότι ο συνεφημέριός του, ο παπα-Θοδωρής, υπεξαιρεί τις λειτουργίες που φέρουν οι γυναίκες αντί να τις μοιράζει εξ ημισείας. «Ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν…
―Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ’ η παπαδιά εννιά, κ’ εγώ δέκα ! Ο ένας να σε κλέφτη απ’ εδώ, κι ο άλλος απ’ εκεί !Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετο τις εις ωραίαν κοιλάδα. Εις νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήσει (πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμα, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν.
― Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό; Και δεν έπιε. Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.
―Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω; Και ποιήσας το σημείον του σταυρού:
―Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον ! μη με συνερισθής. Επανέλαβε δε:
―Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον…συγχωρήση…κ’ εκείνον κ’ εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου. Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του.
― Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον ! Συ παρεδόθης δια τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα. Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση.
―Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω ! Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δεν είμαι άξιος ! Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ’ αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον είδον. Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς, φροντίσας να καταλύση δια στόματος αυτών όλων το άγιον ποτήριον. Αυτός δεν εκοινώνησεν, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και προθύμως να δεχθή τον κανόνα».
Αν ο Παπαδιαμάντης μάς έδειξε την κακία και τη σύγκρουση που επικρατεί μέσα στην κοινότητα δεν λείπει και η αποτύπωση της αρετής εκείνης που κατεξοχήν επενεργεί υπέρ της συνοχής της κοινότητας, της συγχώρησης. Συγχωρεί ο Γιάννης του Κούτρα τον Γιώργη του Παναγιώτη που εμφανίζεται απρόσκλητος στο μικρό παρεκκλήσιο και του αφαιρεί την πρωτοκαθεδρία στην επίζηλη θέση του εκκλησιαστικού επιτρόπου που τόσο αποζητούσε ο Γιάννης. Η συγχώρηση μάλιστα επισφραγίζεται με την από κοινού τράπεζα και, κατά την ώρα της οινοποσίας, από τη μετοχή στην ίδια φλάσκα, συνειδητή ή ασυνείδητη αναφορά του συγγραφέα στον ευχαριστιακό άρτο και οίνο που ευφραίνει και ενώνει τις καρδίες των πιστών. Την συγχώρηση και την εύφημο μνημόνευση της κοινότητας αποζητά ο καπετάν Γεωργάκης του Πολυχρόνου όταν καλεί τους φτωχούς οφειλέτες του και σχίζει παρουσία τους τα ομόλογα που πιστοποιούσαν το χρέος τους σ’ αυτόν. Τη συγχώρηση προσφέρει αυθόρμητα η πρώτη γυναίκα του Καραχμέτη στη δεύτερη γυναίκα του, αυτή που θα την αντικαταστήσει στη συζυγική κλίνη του άντρα της για να του προσφέρει τους ποθούμενους διαδόχους. Και θα μείνει δίπλα της για να την υπερασπιστεί την ώρα του θυμού του συζύγου της, αλλά και για να του αναθρέψει τα παιδιά που δεν μπόρεσε να του προσφέρει αυτή. Τη συγχώρηση προσφέρει η προαναφερθείσα Αρετώ στον παραλίγο δολοφόνο πατέρα της, αυτόν που την εγκατέλειψε και τη διέβαλε για να ευχαριστήσει τη νοσηρή ζηλοτυπία της δεύτερης γυναίκας του, ώστε να μπορέσει εν τέλει αυτός ο πατέρας, έστω και κατόπιν «φρικώδους βασάνου», να παραδώσει την ψυχή του.
Κι αν οι άνθρωποι, υπερβαίνοντας συχνά τον εαυτό τους, φτάνουν και προσφέρουν τη συγχώρηση, η συνειδητοποίηση της θεϊκής παράκλησης και παραμυθίας είναι αυτονόητη μια που εμφανίζεται υπερπολλαπλάσια. Θα εμφανισθεί ως υλική παρηγορία στην απελπισμένη Σταχομαζώχτρα, μια που σύμφωνα με τα λόγια του παπα-Δημήτρη «είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν»
Ο Νικόλας ο Μανάβης που, ανέθρεψε πέντε ή έξι ορφανά παίρνοντάς τα από το ορφανοτροφείο, «εύρεν ανάπαυσιν των κόπων του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμον και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινεν ευθύ επί της νεκρικής κλίνης» για να βρει, κατά τον συγγραφέα, τη θέση του «σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά».
Ο πονεμένος από τον έρωτα μπαρμπα-Γιαννιός «εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου».
Η Χριστίνα, η δασκάλα, που θα ζήσει αστεφάνωτη και θα μεγαλώνει τα νόθα παιδιά που θα της φέρνει ο άνθρωπος που την εκμεταλλεύτηκε, για να τα βλέπει κατόπιν να πεθαίνουν πρόωρα, βιώνει το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού απομονωμένη, μακριά από τα ελεγκτικά βλέμματα των γειτόνων της και τρυπώνει στα κλεφτά στην εκκλησία για να ακούσει το «Αναστάσεως ημέρα» κατά τον Εσπερινό της Αγάπης μαζί με τις άλλες ταπεινωμένες ψυχές, τις δούλες και τις παραμάνες. Κατά τον συγγραφέα όμως «Εκείνος, όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων’, όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις την βασιλείαν Του την αιωνίαν».
Ακόμη και ο υποψήφιος αυτοκτόνος παρακολουθώντας έναν εσπερινό μέσα στην εκκλησία: «Έκαμε τον σταυρόν του και ησπάσθη τας εικόνας δια τελευταίαν φοράν. Διενοείτο. Εκ βάθους ψυχής του δεν επίστευε και όμως επόνει η καρδιά του να βλέπη τα σεβάσματα αυτά των Πατέρων. Έλεγεν ότι ίσως ο Χριστός, ως εύσπλαχνος υπέρ πάντα νουν και λόγον, θα τον ελεήση, και ας μη δεηθώσιν υπερ αυτού οι ιερείς».
Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη κατηγορήθηκαν για μια παθητικότητα που αγγίζει τα όρια της μοιρολατρίας. Αν άλλοι, σύγχρονοί του συγγραφείς, παρουσίασαν ήρωες με εμφανή τα ηρωικά στοιχεία, τη διάθεση να αλλάξουν τον κόσμο και να διεκδικήσουν εντός του θέση προνομιακή, οι ήρωες του Παπαδιαμάντη δεν τους ακολουθούν σ’ αυτό το δρόμο. Αντί όμως να αναζητήσουμε τα αίτια σε μια ψυχαναλυτική ερμηνεία του δημιουργού τους, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε αλλού την εξήγηση. Ο Παπαδιαμάντης δεν ενστερνίζεται τις ψευδαισθήσεις, όπως απεδείχθησαν, του συγκαιρινού του φιλελευθερισμού. Δεν θα ζήσει για να δει ιδίοις όμμασι το φρικτό αιματοκύλισμα της πολιτισμένης Ευρώπης κατά τους δυο παγκόσμιους πολέμους, αλλά ο ίδιος δεν τρέφει αυταπάτες για τις ικανότητες των ανθρώπων να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο. Έτσι πίσω από την παθητικότητα και μοιρολατρία των ηρώων του μπορούμε να δούμε, σε ένα τουλάχιστον βαθμό, την αποδοχή μιας παραδοσιακής χριστιανικής θεοδικίας. «Γιατί, παπά, πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια;» θα ρωτήσει το μικρό παπαδοπαίδι. Η μόνη απάντηση που δίνει ο συγγραφέας είναι η παράθεση του ύμνου της νεκρώσιμης ακολουθίας. «Άλγος τω Αδάμ εχρημάτισεν η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ…δι’ αυτού γαρ εισήλθεν ο θάνατος, παγγενή κατεσθίων τον άνθρωπον…» Οι απαντήσεις που αναζητά ο νεωτερικός άνθρωπος δεν είναι διαθέσιμες. « Και το έρημο μνήμα κι άχαρο εσιώπα, και δεν ήθελε να είπη πού εύρε φωλέαν το πουλί, οπού είχε πετάξει κ’ είχε φύγει δια πάντοτε». Πολλοί ήρωες του Παπαδιαμάντη μάς φέρνουν στο μυαλό τη φιγούρα του αδίκως πάσχοντος δούλου της Παλαιάς Διαθήκης. «Η θεια-Αρετώ ήτο καλή χριστιανή, και δεν είχε κάμει κακό εις καμμίαν γειτόνισσαν, και όμως υπέφερε πολλά δυστυχίας» Άλλες φορές το συμπέρασμα είναι το γενικό «εν άλλοις πταίομεν, εν άλλοις παιδευόμεθα». Άλλοτε όμως, πίσω από τις πικρές σελίδες που γράφει ο αδόκητος θάνατος, αχνοφέγγει η αναστάσιμη ελπίδα. Η μικρή κοπέλα η Μόρφω «ησθάνετο την απουσίαν της μητρός της και ήξευρεν ότι δεν έμελλε να την επανίδη πλέον επί της γης…Αλλ’ ο Χριστός υπεσχέθη να πίη με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός Του, και οι υμνωδοί έψαλλον: «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον Χριστέ ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σου μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας Σου !»
Μαρτυρώντας για τις ζωές των ανθρώπων ο Παπαδιαμάντης δεν διστάζει, τέλος, να αναδείξει και να διαπιστώσει την αγιότητα των κορυφαίων από αυτούς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Γιατί, όπως προείπαμε, μόνο τέτοιους, «φτωχούς αγίους», μπορεί να βρει κανείς στις παπαδιαμαντικές σελίδες. Σαν τον φτωχό βοσκό που θυσιάζει τη ζωή του για να προστατεύσει τους συγχωριανούς του από τους κουρσάρους επιδρομείς. Σαν τον Νικόλα το Μανάβη που ανατρέφει σαν δικά του τα παιδιά του ορφανοτροφείου. Σαν την προαναφερθείσα Σεραΐνα, την πρώτη γυναίκα του Καραχμέτη, που τα κόκαλά της ευωδίασαν.
Ο Παπαδιαμάντης απέναντι σε μας σήμερα
Ας συνοψίσουμε. Ο Παπαδιαμάντης αγαπήθηκε και συνεχίζει να αγαπιέται. Όπως έχει όμως επισημανθεί, δεν βρήκε μιμητές, δεν ενέπνευσε τους κατοπινούς λογοτέχνες, κανείς δεν φαίνεται να συνδέθηκε δημιουργικά με την τέχνη του. Αν η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη είναι διαποτισμένη και σφραγισμένη από την παρουσία της χριστιανικής παράδοσης, η νεοελληνική πεζογραφία του 20ου αιώνα, στο σύνολό της, θαρρείς και περιγράφει μια χώρα χωρίς καμιά θρησκευτικότητα, μια χώρα που δεν την άγγιξε ο χριστιανισμός. Η φαινομενική αυτή παραδοξότητα έχει την εξήγησή της. Δεν μας συγκινεί πια ο χριστιανός Παπαδιαμάντης, αλλά ο λυρικός, ο πολιτικός, ο ευρωπαίος, ο ερωτικός, ο ειρωνικός κι όλα τα άλλα προσωπεία που αποδώσαμε στον μεγάλο Σκιαθίτη.
Τι γίνεται όμως με τους χριστιανούς; Όπως ήδη αναφέραμε, κάποιοι από αυτούς βρήκαν στον Παπαδιαμάντη, όχι εντελώς άδικα, τον μεγάλο λογοτέχνη που ζει και περιγράφει τη χριστιανική παράδοση, μια εμβληματική φυσιογνωμία, έναν άγιο των γραμμάτων. Προσωπική μας πεποίθηση όμως είναι πως τόσο ο δρόμος της αγιοποίησης του συγγραφέα, όσο και αυτός της εξύμνησης της βυζαντινής παράδοσης που θεωρείται πως τον γέννησε, θα ήταν ξένοι με το πνεύμα του ίδιου του Παπαδιαμάντη, αλλά και ανεξάρτητα από αυτό, αδιέξοδοι για μας σήμερα. Καταρχήν για τον απλούστατο λόγο πως ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ούτε άγιος, ούτε δάσκαλος της πνευματικής ζωής, ούτε καμώθηκε ποτέ ο ίδιος πως είναι. Μόνο η απομάκρυνση της νεοελληνικής ζωής από την αυθεντική χριστιανική παράδοση, η απώλεια των κριτηρίων και η προαναφερθείσα αγωνία για τη συγκρότηση μιας ταυτότητας εν μέσω της πολεμικής χρήσης των ιδεών, μπορούν να κάνουν την παπαδιαμαντική πεζογραφία να φαντάζει ως κανόνας για την Ορθοδοξία.
Ο δρόμος του μύθου του αγίου των γραμμάτων μας είναι επίσης κλειστός γιατί διαπνέεται από ένα αίσθημα βαθύτατα παραμορφωτικής νοσταλγίας. Ένας μελετητής του Παπαδιαμάντη επεσήμανε πως: «Η νοσταλγία είναι η μέγιστη πολιτισμική καταβολή μας. Δεν νοσταλγούμε εμείς οι Έλληνες,. Είμαστε αποκυήματα της νοσταλγίας». Θεωρούμε πως αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τους σημερινούς χριστιανούς στην Ελλάδα, στο βαθμό που συγχέουν βαθύτατα την πραγματικότητα που ανασύρουν από το έργο του Παπαδιαμάντη με τη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα στην Ελλάδα, κάνοντας επιπλέον κάτι στο οποίο, όπως δείξαμε, ο Παπαδιαμάντης σθεναρά αντιτάχθηκε, δηλαδή να εξωραΐζουν το παπαδιαμαντικό σύμπαν. Αν όμως οι δρόμοι αυτοί είναι κλειστοί υπάρχει κάποιος που παραμένει ανοικτός;
Εδώ προκύπτει το πρόβλημα της ερμηνείας, τα όρια και οι δυνατότητές της. Είναι πάντοτε αναγκαίο να ανακαλύψουμε την αρχική πρόθεση του συγγραφέα, τι ήθελε ο ίδιος να μεταδώσει στο ακροατήριο του καιρού του; Ή οφείλουμε να ανακτήσουμε μέσα από το κείμενο κάτι που υπάρχει ενδεχομένως κρυμμένο ή υπονοούμενο, μια εσωτερική κίνηση που μπορεί να υποφώσκει, αλλά να παραμένει ζωντανή, δίνοντας στο κείμενο τη δυνατότητα ενός μέλλοντος; Χωρίς να καταφάσκουμε την ανιστορική ανάγνωση πιστεύουμε πως μπορούμε να απαντήσουμε καταφατικά στη δεύτερη ερώτηση. Διαβάζοντας τον Παπαδιαμάντη μέσα από την ερμηνευτική προοπτική που δίνει η σύγχρονη αφηγηματική θεολογία δεν νομίζουμε ότι βιάζουμε το κείμενο. Αντιθέτως πιστεύουμε πως είναι ο πλέον γόνιμος τρόπος για να τον προσλάβουμε σήμερα, χωρίς να πρέπει να ενδώσουμε στην υποτιθέμενη αποκλειστικότητα του διλλήματος που θέτει η σύγχρονη ανάγνωση του Παπαδιαμάντη : θέλουμε τον χριστιανό ή τον λογοτέχνη Παπαδιαμάντη; Κι αυτό γιατί πεποίθησή μας είναι πως ο Παπαδιαμάντης είναι πολύ περισσότερο γόνιμος θεολογικά ως λογοτέχνης, ως αφηγητής ιστοριών παρά ως οιονεί δοκιμιογράφος. Τα θρησκευτικά του άρθρα και οι σκόρπιες απόψεις μέσα στα διηγήματά του διαπνέονται συχνά από έναν συντηρητισμό όσον αφορά τα εκκλησιαστικά θέματα, αλλά έχουμε την αίσθηση πως ανάμεσα στις γραμμές μπορεί να διακρίνει κανείς πως ο Παπαδιαμάντης δεν διαθέτει πραγματικά μια ολοκληρωμένη, συνεκτική πρόταση για τα εκκλησιαστικά πράγματα. Κακοδαιμονίες επισημαίνονται, τραγικά επίκαιρες μέχρι και σήμερα, αλλά πλέον τούτου ουδέν. Ο Παπαδιαμάντης ήταν μάλλον αρκετά διορατικός για να συνειδητοποιεί πως ο κόσμος της απλότητας και της λαϊκής ευσέβειας, που ο ίδιος τόσο αγαπούσε, δεν μπορούσε να αντέξει στα συντριπτικά πλήγματα που του επέφεραν οι Νέοι Χρόνοι.
Την ερμηνεία μας αυτή θεωρούμε πως στηρίζει το ίδιο το έργο. «Διότι δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή τουλάχιστον να ηξεύρη πού να κατευθυνθή». Η φράση αυτή του Παπαδιαμάντη, αν και αναφέρεται σ’ έναν από τους ήρωές του, εκφράζει επιτυχημένα και τη δική του λογοτεχνική στρατηγική. Έτσι, αν και ο ίδιος δήλωνε, παραθέτοντας τον Δάντη, πως «δεν επενεύρισκα, όχι , τον εαυτό μου, αλλά μάλλον τον έχανα. Ω, ναι, είχε χαθή δι’ εμέ η ευθεία οδός», θα βρει τελικά το συγγραφικό του δρόμο γράφοντας όχι ως κήρυκας της ορθοδοξίας, αλλά ως λογοτέχνης που αποτυπώνει τη μαρτυρία ανθρώπων. Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη οι οποίοι εμφανίζονται να ενσαρκώνουν με τη ζωή τους τον ευαγγελικό δρόμο συνιστούν ένα μικρό λήμμα, δεν αποτελούν το σύνολο της κοινότητας. Ο Παπαδιαμάντης, αντίθετα από τους ιδεολογικούς υπερασπιστές μιας ουτοπικής ορθοδοξίας, γνωρίζει πως η Ελλάδα, ήδη από την εποχή του, δεν είναι στην καρδιά της μια χριστιανική κοινωνία, ίσως γιατί δεν μπορεί ποτέ νε υπάρξει μια κοινωνία που να είναι χριστιανική στο σύνολό της. Ούτε πρεσβεύει μια διάχυση της φιλοκαλικής πνευματικότητας στον κόσμο, έρημος και αυτοκρατορία θα είναι γι’ αυτόν δυο κόσμοι παντοτινά χωρισμένοι. «Διότι δεν εδόθη εις κοσμικούς ανθρώπους να μιμώνται τα έθιμα των ασκητικών εκείνων ανδρών, των εν αμέμπτω πολιτεία διαγαγόντων, ουδ’ έξεστιν εις τους εν τη τύρβη του κόσμου βιούντας να παρωδώσι τα σεμνά και υψηλά εκείνα πράγματα». Έτσι αυτό που προκρίνεται εδώ είναι να πορευτούμε από το μύθο του Παπαδιαμάντη ως εκφραστή της ορθόδοξης πνευματικότητας στη μαρτυρία που μας μεταφέρουν οι ιστορίες που μας παρέδωσε.
Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη, αυτοί που αποτελούν το λήμμα της κοινότητας τους, παρουσιάζονται με ένα τρόπο που καθιστά κάθε ένα από αυτά τα διηγήματα σε ένα ιδιότυπο, μετανεωτερικό συναξάρι. Είναι άνθρωποι που έχουν εμβαπτίσει τη ζωή τους στις πρακτικές της χριστιανικής παράδοσης. Ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να παρατηρήσει, ήδη στα περισσότερα από τα αποσπάσματα που αναφέρθηκαν, τη σημασία που έχουν, για το πού θα οδηγηθούν οι εξελίξεις την κρίσιμη στιγμή της δοκιμασίας των πρωταγωνιστών, πρακτικές όπως το σφράγισμα με το σημείο του σταυρού, η επίκληση του ονόματος του Χριστού, η συμμετοχή στη λατρεία της εκκλησίας, η νηστεία ως μνήμη του Θεού. Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη μοιάζουν σε πολλά με μας σήμερα, ζουν εν πολλοίς σε έναν κόσμο που στο σύνολό του εμφανίζεται βαθειά παγανιστικός, βερνικωμένος επιφανειακά με χριστιανικό λούστρο. Αν όμως στις μέρες μας η πιο επώδυνη διαπίστωση για τον χριστιανικό κόσμο είναι πως στην πλειοψηφία τους οι χριστιανοί ζουν σα να μην υπάρχει Θεός, οι ήρωες του Παπαδιαμάντη θυμούνται κάποτε-κάποτε την παρουσία ενός βλέμματος άνωθεν, την ύπαρξη ενός Θεού που είναι ακόμα Κριτής. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που καταγράφει ο Παπαδιαμάντης εμφανίζονται άνθρωποι όπως ο Αλέξης ο Μπαρέκος, «αυτός ήτο ο μόνος όστις, άμα έβλεπε πως έχουν καταβοσκήσει κάπου εις απαγορευμένον μέρος τα γίδια του χωρίς μάρτυς να τον ίδη, ειμή μόνος ο Θεός, πάραυτα έτρεχεν εις την δημαρχίαν, επαρουσίαζε πέντε εκατοστάρικα κ’ έλεγε: «Να, εκεί κ’ εκεί έκαμα ζημιά, στου τάδε και στου τάδε• ας βάλουν “πραγματογνώμονας” να τα εκτιμήσουν, και να συμβιβασθούμε. Ας μοιρασθούν αυτά, κι αν τους φανούν λίγα, εδώ είμαστε»».
Σύγχρονοι θεολόγοι έχουν διατυπώσει την άποψη πως αυθεντικοί μάρτυρες του ευαγγελίου είναι οι άνθρωποι που η ζωή τους θα ήταν αδιανόητη αν δεν υπάρχει ο Θεός. Θεωρούμε πως ορισμένοι από τους πιο χαρακτηριστικούς ήρωες της παπαδιαμαντικής πεζογραφίας ενσαρκώνουν αυτήν ακριβώς την προοπτική. Έχει επίσης γραφτεί πως ο Παπαδιαμάντης αγωνίστηκε για «τη διάσωση μιας αφανούς κεκτημένης πατρίδας». Πως μας έδειξε πως «Τη γλώσσα δεν την επινοείς, της παραδίνεσαι. Όπως παραδίνεσαι και στην παράδοση. Αρκεί να έχεις». Η παρατήρηση είναι εύστοχη, μοιάζει όμως πιο ακριβές να δεχθούμε πως οι ήρωες του Παπαδιαμάντη, με ένα τρόπο αυθόρμητο, σχεδόν πηγαίο, ανακαλύπτουν και κατακτούν εξαρχής, για τον εαυτό τους πια, αυτή την παράδοση που μοιάζει κεκρυμμένη μέσα στα προσχωσιγενή εδάφη της ιστορικής εξέλιξης. Και το κάνουν αυτό όχι μέσω κάποιας ιδεολογικής ή στοχαστικής αναζήτησης, αλλά έμπρακτα, προσπαθώντας να δώσουν λύση και απάντηση σε προβλήματα, δοκιμασίες και πειρασμούς, συχνά ακραίους και ιδιαίτερα επώδυνους, που παρουσιάζονται με τρόπο κοινότυπα επαναλαμβανόμενο σε κάθε ανθρώπινη ζωή, όσο κι αν θέλουμε να τα παραθεωρούμε και να τα ξορκίζουμε. Το σύμπαν του Παπαδιαμάντη δεν είναι ένας καλώς συγκερασμένος κόσμος που όλες οι ερωτήσεις βρίσκουν την απάντηση τους, είναι ένας κόσμος βίαιος, ερεβώδης, συχνά απειλητικός, στον οποίο όμως η Χάρις του Θεού δεν έχει πάψει να ενεργεί. Πίσω από την εμφανή ιστορική εξέλιξη υποκρύπτεται η βαθειά αλήθεια πως αυτοί που ακολουθούν το εσφαγμένο Αρνίο και όχι το ξίφος του Καίσαρα βρίσκονται σε πραγματική αρμονική σχέση με τη μυστική πορεία του κόσμου.
Όσο θα συνεχίζουμε να διαβάζουμε τις ιστορίες της αστεφάνωτης Χριστίνας της δασκάλας, της Σεραΐνας, γυναίκα του Καραχμέτη του φιλόστοργου Νικόλα του Μανάβη, της Αρετούλας, που συγχωρεί τον παραλίγο δολοφόνο πατέρα της που την απαρνιέται δια βίου και τόσων άλλων που ξεπηδούν ολοζώντανοι μέσα από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη και αισθανόμαστε μια πνευματική έλξη για αυτούς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους ανθρώπους, τους τόσο παράταιρους μέσα σε ένα κόσμο που, ήδη από τότε, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα, σέβεται και τιμά μόνο τους βίαιους, τους δυνατούς και τους νικητές της ιστορίας, τόσο η κλίμακα που κατεβάζει τη Βασιλεία του Θεού πάνω στη γη θα παραμένει δρόμος προσιτός και για μας, και για τους χριστιανούς ο μόνος δρόμος.
π. Ευάγγελος Γκανάς
Μάιος 2011