Ο Οσιώτατος Αρσένιος ο
Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα ή Βαρασιό, στο Κεφαλοχώρι των έξι
Χριστιανικών χωριών της περιφερείας Φαράσων της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν
πλούσιοι σε αρετές και μέτριοι σε αγαθά. Είχαν αποκτήσει δύο αγόρια, τον Βλάσιο
και τον Θεόδωρο (τον Άγιον Αρσένιο).
Από μικρή ηλικία
έμειναν ορφανά και τα προστάτεψε η θεία τους, αδελφή της μητέρας τους. Ένα
θαυμαστό γεγονός που συνέβηκε στα παιδιά και την θαυματουργική διάσωση του
μικρού τότε Θεόδωρου από τον Άγιον Γεώργιο που τον έσωσε από βέβαιο
πνιγμό, είχεν ως αποτέλεσμα, για τον μεν Βλάσιο να δοθεί με τον δικό του
τρόπο στον Θεό, να τον δοξολογεί ως δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και
κατέληξε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, για τον Θεόδωρο δε να
θέλει να γίνει καλόγερος. Στη συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στη Νίγδη και
μετά στη Σμύρνη όπου τέλειωσε τις σπουδές του.
Στα είκοσι έξι του
περίπου χρόνια πήγε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών του Τιμίου Προδρόμου όπου
αργότερα εκάρη Μοναχός και πήρε το όνομα Αρσένιος. Δυστυχώς όμως δεν χάρηκε
πολύ την ησυχία του, διότι εκείνη την εποχή είχαν ανάγκη μεγάλη από δασκάλους
και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β’, τον χειροτόνησε Διάκο και τον έστειλε στα
εγκαταλειμμένα παιδιά. Αυτό φυσικά γινόταν στα κρυφά, με χίλιες δυό
προφυλάξεις, για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι. Στο τριακοστό έτος της ηλικίας
του χειροτονήθηκε στην Καισσάρεια Πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου
και την ευλογία ως Πνευματικός.
Άρχισε πια η
πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να απλώνεται. Με την άφθονη Θεία
Χάρη που τον προίκισε ο Θεός θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων
ανθρώπων. Είχε πολλή αγάπη στον Θεό και προς την εικόνα Του, διότι, όταν
έβλεπε πολύ πόνο και καταπίεση Τουρκική, η αγάπη τον έβγαζε έξω από τον εαυτό
του και έξω από το χωριό του και αγκάλιαζε και τα γύρω χωριά. Θεράπευε τον
ανθρώπινο πόνο όπου τον συναντούσε σε Χριστιανούς ή Τούρκους. Για τον Άγιο δεν
είχε καμιά σημασία, διότι έβλεπε στο πρόσωπό τους, την με πολλή αγάπη πλασθείσα
εικόνα του Θεού. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα που επετέλεσε ο Άγιος με τη χάρη
του Θεού. Στείρες γυναίκες τεκνοποιούσαν, αφού τις διάβαζε ευχή ή έδιδε
‘φυλακτό’ που ήταν ένα κομμάτι χαρτί γραμμένο με κάποιες ευχές που τις έγραψε ο
ίδιος. Διάβαζε το Άγιο Ευαγγέλιο σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς,
βουβούς, χωλούς, παραλυτικούς, και γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε την
ανάγνωση. Χρήματα φυσικά δεν δεχόταν ποτέ, ούτε κι έπιανε στα χέρια του.
Συνήθιζε να λέγει ‘η πίστη μας δεν πουλιέται’.
Βίωνε ολοκληρωτικά και
‘έπασχε τα Θεία’. Αιματηρούς αγώνες και προσπάθειες κατέβαλε για να διατηρήσει
τους συγχωριανούς και τους συμπατριώτες του στην πίστη του Χριστού, στην
Ορθόδοξη πίστη, για να μην κλονιστούν και αλλαξοπιστήσουν στις χαλεπές
εκείνες ημέρες και εποχές, από τις πολλές και διάφορες πιέσεις που δεχόντουσαν
από τους Τούρκους, αλλά και από τους προτεστάντες, που προσπαθούσαν να λυμάνουν
την ποίμνη του Χριστού.
Το κελί του, μικρό,
απέριττο, ευρισκόταν μέσα στον κόσμο, αλλά συγχρόνως κατόρθωνε να ζει και εκτός
του κόσμου. Σε αυτό, καθώς και για τα θεία του κατορθώματα, πολύ τον βοηθούσαν
οι δύο ημέρες (η Τετάρτη και η Παρασκευή) που έμενε έγκλειστος στο κελί του,
προσευχόμενος. Οι οποίες καρποφορούσαν περισσότερο πνευματικά τότε, διότι
αγίαζαν και την εργασία των άλλων ημερών. Ώρες έμενε γονατιστός προσευχόμενος
στον Θεό για τον λαό Του, που τον είχε εμπιστευθεί στα ασκητικά χέρια του
δούλου Του Αρσενίου. Η μεγάλη ευαισθησία Του Αγίου Πατρός δεν άντεχε να κάνει
κανένα κακό στην πλάση. Ιδιαίτερα στα ζώα. Ποτέ του δεν κάθησε σε ζώο να το
κουράσει, για να ξεκουράσει τον εαυτό του. Προτιμούσε πάντοτε να βαδίζει πεζός
και όπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Είχε πάντοτε μπροστά του τον Χριστό που ποτέ Του
δεν κάθησε σε ζώο – παρά μόνο μια φορά – κι όπως χαρακτηριστικά έλεγε: ‘εγώ που
είμαι χειρότερος κι από το γαϊδουράκι, πώς να καθήσω σ’αυτό;’
Όταν ύψωνε τα χέρια
του για να παρακαλέσει για κάτι τον Θεό, άρχιζε να τον παρακαλεί προσευχόμενος
και φωνάζοντας, ‘Θεέ μου!’ λες και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα, και
θαρρείς πως έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν τον άφηνε, εάν δεν του έκανε
το αίτημά του. Εμείς όπως έλεγαν οι Φαρασιώτες ‘στην Πατρίδα μας τι θα πει
γιατρός, δεν ξέραμε. Στον Χατζεφεντή τρέχαμε. Στην Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς,
αλλ’ αν τα πούμε στους εντόπιους, τους φαίνονται παράξενα’.
Εκτός από τα άλλα
του χαρίσματα είχε και το προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό,
πώς θα έφευγαν για την Ελλάδα, κάτι το οποίο έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 με την
ανταλλαγή των πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό του και ότι
αυτός θα συνέβαινε σ’ ένα νησί.
Η αγία του μορφή
συνέχεια σκορπούσε Χάρη και παρηγοριά. Το πρόσωπό του έλαμπε από την ασκητική
γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτασμένου κυδωνιού. Είχε πια εξαϋλωθεί
από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες, που έκανε από αγάπη στον Χριστό,
καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιό του, που το
εποίμανε πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας.
Τρεις μέρες πριν την εκδημία του ήρθε η Παναγία, τον γύρισε
σ’όλο το Άγιο Όρος, τα Μοναστήρια, τους Ναούς που τόσο επιθυμούσε να δει και
δεν είχε αξιωθεί, και του είπε ότι σε τρεις ημέρες θα παρουσιαστεί στον Κύριο,
που τόσο πολύ αγάπησε και έδωσε όλο του τον εαυτό σ’ Αυτόν. Κοιμήθηκε στις 10
Νοεμβρίου το 1924 στην Κέρκυρα, ημέρα όπου τιμάται η μνήμη του.
Από την Κέρκυρα, το
1958, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν από τον μοναχό Παΐσιο τον Αγιορείτη στην Κόνιτσα
και το 1970 από τον ίδιο στο γυναικείο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του
Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, όπου ο Άγιος μετά τον θάνατό του έκανε πολλά θαύματα. Η
Ορθόδοξη Εκκλησία τον αγιοκατέταξε στις 11 Φεβρουαρίου 1986.