Σελίδες

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ...


 Α­πο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ο­μι­λί­α 
    του π. Χρι­στο­δού­λου Μπί­θα
(Αναδημοσίευση)

 Για μια α­κό­μη φο­ρά έ­νας νο­μο­δι­δά­σκα­λος πλη­σιά­ζει τον Κύ­ριο με σκο­πό να Τον ντρο­πιά­σει, να Τον εκ­θέ­σει μπρο­στά στους πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους α­φού η δι­δα­σκα­λί­α του Χρι­στού, έρ­χε­ται σε αν­τί­θε­ση με την πα­ρά­δο­ση που δι­δά­σκουν οι Φα­ρι­σαί­οι και οι Γραμ­μα­τείς και οι νο­μο­δι­δά­σκα­λοι. Του κά­νει λοι­πόν, μί­α ε­ρώ­τη­ση: "Τι πρέ­πει να κά­νω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αι­ώ­νια ζω­ή;" Ο Χρι­στός αν­τι­στρέ­φει την ε­ρώ­τη­ση: "Ε­σύ τι νο­μί­ζεις ό­τι πρέ­πει να κά­νεις; Ποι­α εί­ναι η ση­μαν­τι­κό­τε­ρη εν­το­λή που πρέ­πει να τη­ρή­σεις;"

  Ο νο­μο­δι­δά­σκα­λος αυ­τός δεν εί­ναι τυ­χαί­ος. Α­πό την α­πάν­τη­σή του φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι πο­λύ κα­ταρ­τι­σμέ­νος. Δι­ό­τι α­π' ό­λες τις εν­το­λές που υ­πάρ­χουν μέ­σα στον νό­μο δι­α­λέ­γει έ­να στί­χο που ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται στο Λευ­ϊ­τι­κό και στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο, το "α­γα­πή­σεις Κύ­ριον τον Θε­όν σου και τον πλη­σί­ον σου ως ε­αυ­τόν". Αυ­τή α­κρι­βώς εί­ναι και η εν­το­λή την ο­ποί­α εί­χε δι­δά­ξει ο Κύ­ριος ως πρώ­τη και σπου­δαί­α εν­το­λή. Πι­θα­νόν να το ή­ξε­ρε και ο νο­μο­δι­δά­σκα­λος. Ί­σως ε­πει­δή ά­κου­γε τον Χρι­στό να ε­πι­λέ­γει αυ­τή την φρά­ση α­νά­με­σα α­πό ό­λο το νό­μο για να συγ­κε­φα­λαι­ώ­σει την δι­δα­σκα­λί­α Του, μπο­ρεί ε­πί­τη­δες να λέ­ει αυ­τή την α­πάν­τη­ση. Το για­τί θα το δού­με α­μέ­σως με­τά. 

Του λέ­ει ο Χρι­στός "Συγ­χα­ρη­τή­ρια, αυ­τή εί­ναι η α­πάν­τη­ση. Αν μπο­ρέ­σεις να κά­νεις πρά­ξη αυ­τό, δη­λα­δή να α­γα­πάς τον Θε­ό, να εί­σαι α­φι­ε­ρω­μέ­νος σ' Ε­κεί­νον, να α­γα­πάς τον πλη­σί­ον σου μ' ό­λη σου την καρ­διά, αλ­λά να α­γα­πάς και τον ε­αυ­τό σου, τό­τε θα σω­θείς." Του κά­νει, λοι­πόν, ο νο­μο­δι­δά­σκα­λος την ε­ρώ­τη­ση που εί­ναι, θα λέ­γα­με, ε­ρώ­τη­ση-πα­γί­δα. "Ποι­ος εί­ναι ο πλη­σί­ον;" Η ε­ρώ­τη­ση, λοι­πόν, δεν εί­ναι τυ­χαί­α, και εί­πα λί­γο πριν ό­τι μπο­ρεί ε­πί­τη­δες α­κού­γον­τας το κή­ρυγ­μα του Χρι­στού να την εί­χε ε­πι­λέ­ξει, δι­ό­τι ε­δώ βρι­σκό­ταν και η με­γά­λη δι­α­φω­νί­α για την έν­νοι­α του "πλη­σί­ον" α­νά­με­σα σε αυ­τό που εν­νο­ού­σε ο Χρι­στός και σε αυ­τό που εν­νο­ού­σαν οι Ε­βραί­οι. 

Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ό­τι η έν­νοι­α του "πλη­σί­ον" χω­ρι­ζό­ταν σε τρεις κα­τη­γο­ρί­ες, α­νά­λο­γα με το ποι­ος την πί­στευ­ε. Πρώ­τ' α­π' ό­λα για το σύ­νο­λο του ε­βρα­ϊ­κού λα­ού, "πλη­σί­ον"  ή­ταν μό­νο οι Ε­βραί­οι. Ό­λοι οι άλ­λοι ή­ταν ει­δω­λο­λά­τρες και δεν ή­θε­λαν να έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση μα­ζί τους. Ει­δω­λο­λά­τρες, αι­ρε­τι­κοί, ε­θνι­κοί. 

Με­τά ή­ταν η τά­ξη των Φα­ρι­σαί­ων, των νο­μο­δι­δα­σκά­λων και των Γραμ­μα­τέ­ων, άν­θρω­ποι μορ­φω­μέ­νοι, κα­ταρ­τι­σμέ­νοι στον νό­μο, και αυ­στη­ροί τη­ρη­τές του. Ε­κεί­νοι θε­ω­ρού­σαν ό­τι "πλη­σί­ον" μπο­ρεί να εί­ναι μό­νο ό­ποι­ος έ­χει μια α­νώ­τε­ρη κα­τάρ­τι­ση, α­νή­κει στους Σαδ­δου­καί­ους ή τους Φα­ρι­σαί­ους και συ­νε­πώς δεν μπο­ρεί "πλη­σί­ον" να εί­ναι ο ό­χλος, οι α­γράμ­μα­τοι και α­σή­μαν­τοι φτω­χοί. 

Η τρί­τη αν­τί­λη­ψη, α­κό­μα πιο σκλη­ρο­πυ­ρη­νι­κή θα λέ­γα­με, ή­ταν αυ­τή της αι­ρέ­σε­ως των Εσ­σαί­ων. Οι Εσ­σαί­οι ή­ταν μια αί­ρε­ση α­κό­μα πιο αυ­στη­ρή α­πό τους Φα­ρι­σαί­ους, οι ο­ποί­οι εί­χαν φύ­γει α­πό τα κα­τοι­κη­μέ­να μέ­ρη κι εί­χαν πά­ει να ζή­σουν στην έ­ρη­μο του Εν-Γα­δί της Ι­ου­δαί­ας, στη Δυ­τι­κή πλευ­ρά της Νε­κράς Θα­λάσ­ση­ς  και α­ριθ­μού­σε κά­ποι­α πε­ρί­ο­δο μέ­χρι και 4.000 μέ­λη. (Εί­ναι γνω­στά τα χει­ρό­γρα­φα που βρέ­θη­καν ε­κεί, τα χει­ρό­γρα­φα του Κουμ­ράν, που βρέ­θη­καν στα μέ­σα του προ­η­γού­με­νου αι­ώ­να, τα πα­λαι­ό­τε­ρα χει­ρό­γρα­φα που α­να­φέ­ρον­ται στην Γρα­φή.) Οι Εσ­σαί­οι, λοι­πόν, ή­ταν άν­θρω­ποι α­φι­ε­ρω­μέ­νοι, θα λέ­γα­με σαν μέ­λη μιας πο­λύ α­κραί­ας θρη­σκευ­τι­κής ορ­γά­νω­σης, ζού­σαν στην έ­ρη­μο, δεν έ­κα­ναν παι­διά, πε­ρί­με­ναν το τέ­λος του κό­σμου και γι' αυ­τούς ο "πλη­σί­ον" ή­ταν μό­νο τα μέ­λη των Εσ­σαί­ων, κα­νείς άλ­λος. 

Βλέ­που­με, λοι­πόν, ό­τι σύμ­φω­να με τις αν­τι­λή­ψεις της ε­πο­χής και ό­χι μό­νο, για­τί ε­δώ υ­πάρ­χει κά­τι που μας εν­δι­α­φέ­ρει κι ε­μάς, ο "πλη­σί­ον" πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν α­νά­λο­γα με τις αν­τι­λή­ψεις της κά­θε κά­στας, τά­ξης ή φυ­λής. Πρώ­τα η έν­νοι­α η ρα­τσι­στι­κή, η ρά­τσα, η φυ­λή, ο πο­λύς λα­ός. Δεύ­τε­ρον, η έν­νοι­α των ε­κλε­κτών, που εί­χαν οι Φα­ρι­σαί­οι και οι Γραμ­μα­τείς, των ε­κλε­κτών, του κα­λού γέ­νους, των κα­ταρ­τι­σμέ­νων. Και τρί­τη εί­χα­με την πο­λύ στε­νό­τε­ρη αν­τί­λη­ψη, των δι­κών μας (ό­λοι οι άλ­λοι θα χα­θούν και θα τι­μω­ρούν­ται στην κό­λα­ση), των Εσ­σαί­ων και των ο­μοί­ων με αυ­τούς. 

Ο Χρι­στός κο­μί­ζει στην ι­στο­ρί­α μια άλ­λη αν­τί­λη­ψη για το ποι­ος εί­ναι ο πλη­σί­ον. Γι' αυ­τό αν­τι­στρέ­φει το θέ­μα. Ε­νώ ο νο­μο­δι­δά­σκα­λος ρω­τά­ει "ποι­ος εί­ναι ο πλη­σί­ον", ο Χρι­στός το θέ­μα το βά­ζει αλ­λι­ώς. Ποι­ος ε­νερ­γεί ως πλη­σί­ον. Ό­χι ποι­ον θε­ω­ρού­με ε­μείς πλη­σί­ον α­νά­λο­γα με την δι­κή μας αν­τί­λη­ψη. Αλ­λά ποι­ος πραγ­μα­τι­κά ε­νερ­γεί ως πλη­σί­ον. 

Η ι­στο­ρί­α στην συ­νέ­χεια εί­ναι γνω­στή. Έ­νας ι­ε­ρέ­ας κι έ­νας Λευ­ί­της περ­νούν δί­πλα α­πό τον πε­σμέ­νο άν­θρω­πο, τραυ­μα­τι­σμέ­νο α­πό τους λη­στές. Ο Χρι­στός δεν θέ­λει σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση να πο­λε­μή­σει τον κλή­ρο. Δεν εί­ναι αυ­τός ο σκο­πός του. Το λέ­ω αυ­τό για­τί υ­πάρ­χουν κά­ποι­ες ερ­μη­νεί­ες ε­πι­φα­νεια­κές σή­με­ρα "οι ι­ε­ρείς ί­διοι ή­ταν πάν­τα" κ.λπ. Ό­χι. Και ο ι­ε­ρέ­ας και ο Λευ­ί­της ή­ταν άν­θρω­ποι του νό­μου. Αυ­τό που κά­νουν, να προ­σπε­ρά­σουν δη­λα­δή αν­τί να πλη­σιά­σουν, εί­ναι για­τί θέ­λουν να τη­ρή­σουν το νό­μο μέ­χρι τε­λευ­ταί­ας γραμ­μής. 

Και ο νό­μος έ­λε­γε (το γρά­φει στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο) ό­τι έ­νας ι­ε­ρέ­ας ή έ­νας Λευ­ί­της ό­που ή­ταν οι άν­θρω­ποι που κα­τε­ξο­χήν έμ­παι­ναν σ' ό­λα τα σπί­τια για τις θρη­σκευ­τι­κές α­νάγ­κες του λα­ού κι ό­χι μό­νο (και για ι­α­τρι­κές α­νάγ­κες) δεν έ­πρε­πε να πλη­σιά­σουν πτώ­μα. Με την ζέ­στη που ε­πι­κρα­τού­σε στην πε­ρι­ο­χή της Πα­λαι­στί­νης με­τα­φέ­ρον­ταν πά­ρα πο­λύ εύ­κο­λα μο­λύν­σεις. Κι έ­τσι, λοι­πόν, μέ­σα στην Γρα­φή για λό­γους υ­γι­ει­νής, υ­πήρ­χε αυ­τή η δι­ά­τα­ξη που δεν α­φο­ρού­σε μό­νο τους ι­ε­ρείς, α­φο­ρού­σε ό­λους. Ό­ποι­ος πλη­σιά­σει πτώ­μα θε­ω­ρεί­ται α­κά­θαρ­τος, μέ­νει μα­κριά α­π' την συ­να­γω­γή, α­πό το να­ό, χρει­ά­ζε­ται κα­θα­ρι­σμό, να μπει σε κα­ραν­τί­να, χρει­ά­ζε­ται να βε­βαι­ω­θεί ό­τι εί­ναι κα­λά πριν πλη­σιά­σει τους άλ­λους αν­θρώ­πους. Ο ι­ε­ρέ­ας, λοι­πόν, κι ο Λευ­ί­της βά­ζουν την καρ­διά τους, το εν­δι­α­φέ­ρον για τον πλη­σί­ον στην ά­κρη και τη­ρούν το νό­μο. Δεν θα πλη­σιά­σω ού­τε θα δι­α­κιν­δυ­νεύ­σω για έ­ναν άν­θρω­πο που φαί­νε­ται να εί­ναι πε­θα­μέ­νος. Ας τον βρουν άλ­λοι. 

Ο Σα­μα­ρεί­της εί­ναι έ­να πρό­σω­πο κα­τα­κρι­τέ­ο α­πό τους Ε­βραί­ους. Και α­πό τις τρεις τά­ξεις που α­να­φέ­ρα­με πριν. Και α­πό τον λα­ό, για­τί εί­ναι μι­γάς και αι­ρε­τι­κός και α­πό τους Φα­ρι­σαί­ους και τους Εσ­σαί­ους βέ­βαι­α, οι ο­ποί­οι θε­ω­ρούν ό­τι έ­χει δι­α­στρέ­ψει λό­γω του συγ­κρη­τι­σμού την πί­στη του α­πό τις αιχ­μα­λω­σί­ες των προ­η­γού­με­νων αι­ώ­νων. Αυ­τός, λοι­πόν, ο αι­ρε­τι­κός, για τον ο­ποί­ο δεν ξέ­ρου­με τί­πο­τα πέ­ρα α­πό το ό­τι δεν εμ­πί­πτει σε κα­μί­α α­πό τις προ­η­γού­με­νες τρεις κα­τη­γο­ρί­ες, α­δι­α­φο­ρεί για τον νό­μο και βά­ζει την καρ­διά του πά­νω α­π' ό­λα. Πλη­σιά­ζει, δι­α­πι­στώ­νει ό­τι ο άν­θρω­πος δεν έ­χει πε­θά­νει, του δέ­νει πρό­χει­ρα τις πλη­γές, τον παίρ­νει μα­ζί του, πά­ει σ' έ­να παν­δο­χεί­ο, α­φή­νει και χρή­μα­τα για να τον γι­α­τρο­πο­ρἐ­ψου­νε και δι­α­βε­βαι­ώ­νει τον ξε­νο­δό­χο ό­τι στην ε­πι­στρο­φή του θα δώ­σει και ό­σα χρή­μα­τα χρει­ά­ζον­ται γι' αυ­τό τον ά­γνω­στο σ' ε­κεί­νον άν­θρω­πο, φτά­νει να γί­νει κα­λά.

Ο Κα­λός Σα­μα­ρεί­της, δεν ζη­τά κα­μί­α ε­πι­βρά­βευ­ση, κα­μί­α αν­τα­μοι­βή, δεν ευ­ερ­γε­τεί για να πά­ρει αν­τα­πό­δω­ση και α­να­γνώ­ρι­ση. Έ­χει α­γά­πη, πέ­ρα και πά­νω α­πό το νό­μο και την υ­πο­χρέ­ω­ση.

Ο Χρι­στός τε­λει­ώ­νον­τας την δι­ή­γη­ση ρω­τά­ει τον νο­μο­δι­δά­σκα­λο: "Ποι­ος εί­ναι ο πλη­σί­ον;" Κι ε­κεί­νος α­παν­τά­ει.  Εί­ναι νι­κη­μέ­νος. Έ­χει κα­τα­λά­βει: "Έ­χεις δί­κιο, εί­ναι ε­κεί­νος που έ­δει­ξε έ­λε­ος, ό­χι αυ­τό που εν­νο­ού­σα ε­γώ." 

Θα πει κά­ποι­ος "ε­μάς πό­σο μας α­φο­ρά αυ­τή η πα­ρα­βο­λή;" Η α­πάν­τη­ση εί­ναι εύ­κο­λη. Ό­σο μας α­φο­ρούν ό­λες. Ε­δώ κά­τι πα­ρα­πά­νω, για­τί αυ­τή η πα­ρα­βο­λή του κα­λού Σα­μα­ρεί­τη μα­ζί με την πα­ρα­βο­λή του Α­σώ­του, νο­μί­ζω ό­τι α­πο­τε­λούν δυ­ο α­πό τις βα­σι­κό­τε­ρες πα­ρα­βο­λές της δι­δα­σκα­λί­ας του Κυ­ρί­ου. Η α­γά­πη στον συ­νάν­θρω­πο εί­ναι αυ­τό που λεί­πει α­πό αυ­τό τον κό­σμο. Αν­τί­θε­τα, η α­γά­πη για τους οι­κεί­ους (το α­να­φέ­ρει αλ­λού ο Χρι­στός αυ­τό), για τους ο­μο­ε­θνείς μας ή τους ο­μό­θρη­σκούς μας εί­ναι το εύ­κο­λο. Ει­δι­κά σε ε­πο­χές οι ο­ποί­ες έ­χουν έν­τα­ση, ό­πως εί­χαν ε­κεί­νη την ε­πο­χή στο Ισ­ρα­ήλ, λό­γω της Ρω­μα­ϊ­κής κα­το­χής, αλ­λά και προ­η­γου­μέ­νως λό­γω των ε­πα­νει­λημ­μέ­νων αιχ­μα­λω­σι­ών α­πό Έλ­λη­νες, Βα­βυ­λώ­νιους, Ασ­σύ­ριους μέ­σα στους αι­ώ­νες, ή­ταν ε­πό­με­νο ο ε­θνι­κός πα­ρά­γον­τας, ο φυ­λε­τι­κός πα­ρά­γον­τας να εί­ναι πά­ρα πο­λύ ε­νι­σχυ­μέ­νος στο νου των Ι­ου­δαί­ων. 

Κα­τά έ­να τρό­πο βρι­σκό­μα­στε σε μια πα­ρό­μοι­α ε­πο­χή. Η δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση που περ­νά­ει η Ελ­λά­δα σή­με­ρα με την με­τα­νά­στευ­ση και ταυ­τό­χρο­να οι με­γά­λες κα­κου­χί­ες και σφα­γές που έ­χει αν­τι­με­τω­πί­σει ο λα­ός μας στον προ­η­γού­με­νο και στον προ-προ­η­γού­με­νο αι­ώ­να α­πό τους γεί­το­νες, μάς κά­νει να αν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τα πράγ­μα­τα πιο στε­νά για την έν­νοι­α του πλη­σί­ον. 

Η χρι­στι­α­νι­κή πί­στη ὀ­μως ε­πι­τάσ­σει κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κό. Πρώ­τα βά­ζου­με τον Χρι­στό και με­τά βά­ζου­με την πα­τρί­δα. Δεν υ­πο­τι­μού­με την πα­τρί­δα, αλ­λά ο­νει­ρευ­ό­μα­στε την ου­ρά­νια πα­τρί­δα. Α­γα­πά­με την πα­τρί­δα μας και την υ­πε­ρα­σπί­ζου­με α­πέ­ναν­τι σε ο­ποι­ον­δή­πο­τε θέ­λει με δι­ά­φο­ρα ι­δε­ο­λο­γή­μα­τα και α­νο­η­σί­ες να ε­ξα­λεί­ψει την ση­μα­σί­α της, μα πά­νω α­π' ό­λα θυ­μό­μα­στε τον λό­γο και την δι­δα­σκα­λί­α του Χρι­στού. 

Πλη­σί­ον μας εί­ναι ο κά­θε άν­θρω­πος, χω­ρίς να κά­νου­με δι­ά­κρι­ση φυ­λής, θρη­σκεί­ας ή ό,τι­δή­πο­τε άλ­λο. Και πά­νω α­π' ό­λα, πλη­σί­ον μας εί­ναι κά­θε άν­θρω­πος που κα­τα­λα­βαί­νου­με ό­τι εί­ναι πλά­σμα του Θε­ού σαν κι ε­μάς. Που στα μά­τια του Θε­ού, ό,τι και να πι­στεύ­ει εί­ναι το ί­διο παι­δί Του. Αν έ­χου­με την πί­στη της α­λη­θεί­ας (ό­σοι την έ­χου­με για­τί πια), την α­λη­θι­νή πί­στη στον Υι­ό του Θε­ού, αυ­τό πρέ­πει να το θε­ω­ρού­με προ­νό­μιο, δώ­ρο και ευ­ερ­γε­σί­α του Θε­ού. Κι ό­χι να το χρη­σι­μο­ποι­ού­με για να ε­πι­τε­θού­με στους άλ­λους. Ό­ταν ε­μείς γνω­ρί­ζου­με την α­λή­θεια, κά­ποι­ον που δεν την γνω­ρί­ζει δεν του θυ­μώ­νου­με. Προ­σευ­χό­μα­στε γι' αυ­τόν, νοι­α­ζό­μα­στε γι' αυ­τόν, πα­ρα­κα­λού­με τον Θε­ό να τον ε­λε­εί και να τον ε­νι­σχύ­ει.

Η πα­ρα­βο­λή του Κα­λού Σα­μα­ρεί­τη εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή για να κα­τα­λά­βου­με τι θα πει ορ­θό­δο­ξη πί­στη, α­γά­πη ά­νευ ό­ρων για ό­λα. Ό­λους τους αν­θρώ­πους να τους βλέ­που­με ως ει­κό­νες Θε­ού, για να αι­σθα­νό­μα­στε κι ε­μείς ει­κό­νες Θε­ού. Με το μί­σος, την μι­σαλ­λο­δο­ξί­α και την εμ­πά­θεια χά­νου­με αυ­τή την δυ­να­τό­τη­τα, να νι­ώ­θου­με ει­κό­νες Θε­ού. Μι­κραί­νει η ψυ­χή μας, σκο­τει­νιά­ζει ο νους μας, γι­νό­μα­στε κι ε­μείς ρα­τσι­στές σαν τους Ε­βραί­ους ε­κεί­νης της ε­πο­χής, υ­πο­τασ­σό­μα­στε στο μι­κρο­συμ­φέ­ρον. Ας ξα­να­θυ­μη­θού­με τον λό­γο του Χρι­στού: Δεν έ­χει α­ξί­α να α­γα­πάς μό­νο τους οι­κεί­ους σου, αυ­τό το κά­νουν και οι άλ­λοι. Ο Χρι­στός δι­ευ­ρύ­νει με αυ­τή την πα­ρα­βο­λή και με ό­λη Του την δι­δα­σκα­λί­α την έν­νοι­α του πλη­σί­ον. Το­πο­θε­τεί την χρι­στι­α­νι­κή πί­στη στο κέν­τρο ό­λου του κό­σμου με την έν­νοι­α της α­γά­πης. 

Αυ­τό το ξέ­χα­σαν οι άν­θρω­ποι. Το ξέ­ρου­με πά­ρα πο­λύ κα­λά. Αν κά­τσου­με και κα­τα­με­τρή­σου­με πό­σοι πό­λε­μοι έ­γι­ναν α­πό τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα στο ό­νο­μα του Χρι­στού και πό­σα θύ­μα­τα υ­πήρ­ξαν θα φρί­ξου­με. Αν σκε­φτού­με ό­τι κα­τά την διά­ρκεια του πρώ­του καί τοῦ Β' Παγ­κο­σμί­ου πο­λέ­μου εί­χα­με χρι­στι­α­νι­κούς λα­ούς να πο­λε­μούν με­τα­ξύ τους και ι­ε­ρείς τής κά­θε ο­μο­λο­γί­ας να ευ­λο­γούν τα ό­πλα για να πά­νε να σκο­τώ­σουν Χρι­στια­νοί άλ­λους Χρι­στια­νούς, θα αι­σθαν­θού­με-ό­πως πολ­λοί άν­θρω­ποι κα­τη­γο­ρούν-ό­τι η χρι­στι­α­νι­κή πί­στη έ­χει α­πο­τύ­χει. Ό­μως αυ­τό εί­ναι λά­θος. Δεν έ­χει α­πο­τύ­χει η χρι­στι­α­νι­κή πί­στη. Ε­μείς α­πο­τύ­χα­με.

Το μή­νυ­μα του Κυ­ρί­ου πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νό, ε­πί­και­ρο και ελ­πι­δο­φό­ρο για τον κά­θε άν­θρω­πο. Ε­κεί­νο που α­πέ­τυ­χε εί­ναι το ό­τι οι άν­θρω­ποι προ­τί­μη­σαν το σκο­τά­δι μάλ­λον πα­ρά το φως, ό­πως λέ­ει ο ευ­αγ­γε­λι­στής Ι­ω­άν­νης. Και συ­νε­χί­ζουν να το προ­τι­μούν. Και βλέ­που­με στην πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση να βυ­θί­ζε­ται πά­λι η οι­κου­μέ­νη σ' έ­να σκο­τά­δι, σ' έ­να εκ­βαρ­βα­ρι­σμό. Το μί­σος βα­σι­λεύ­ει παν­τού. Παν­τού γύ­ρω μας, κα­θώς η χρι­στι­α­νι­κή πί­στη υ­πο­χω­ρεί, ο κό­σμος, πα­ρά τον Δι­α­φω­τι­σμό και την προ­σπά­θεια για αν­θρω­πι­σμό, κι­νεί­ται α­πό στε­νά συμ­φέ­ρον­τα. Κά­θε χώ­ρα εν­δι­α­φέ­ρε­ται μό­νο για τον ε­αυ­τό της. Και τα πο­νη­ρά παι­χνί­δια των και­ρο­σκό­πων φαί­νε­ται κά­θε μέ­ρα πό­σο με­γά­λη ε­πί­πτω­ση έ­χου­νε και στην δυ­τι­κή οι­κο­νο­μί­α και στην παγ­κό­σμια. 

Για μας που '­μα­στε χρι­στια­νοί, μο­να­δι­κή ελ­πί­δα μας εί­ναι ο δρό­μος του Ευ­αγ­γε­λί­ου. Χα­ρά φέρ­νει στην ψυ­χή του αν­θρώ­που και ελ­πί­δα με­γά­λη ό­τι το Ευ­αγ­γέ­λιο δεν δι­α­ψεύ­στη­κε. Χα­ρά και ελ­πί­δα με­γά­λη φέρ­νει ό­τι το μή­νυ­μα του Χρι­στού πα­ρα­μέ­νει ως μο­να­δι­κή ελ­πί­δα για τον κό­σμο τού­το. Να α­γα­πάς τον πλη­σί­ον σου πέ­ρα α­π' τα στε­νά σου συμ­φέ­ρον­τα. Να α­γα­πάς τον Θε­ό για­τί αυ­τό σου δί­νει την δυ­να­τό­τη­τα να κοι­τάς προς τα πά­νω. Να έ­χεις μια ελ­πί­δα ό­τι μπο­ρείς να υ­περ­βείς τον ε­αυ­τό σου. Δεν μπο­ρεί ο άν­θρω­πος να προ­χω­ρή­σει έ­χον­τας ως α­να­φο­ρά τον ε­αυ­τό του. Εί­ναι α­δύ­να­τον αυ­τό. Και για να τα κά­νεις ό­λα αυ­τά πρέ­πει να α­γα­πάς τον ί­διο σου τον ε­αυ­τό. Δη­λα­δή, να μην κά­νεις αυ­τά που η φύ­ση η πε­πτω­κυί­α σου σε ο­δη­γεί να κά­νεις. Το ά­δι­κο, το κα­κό, να μην εί­σαι εμ­πα­θής. Και ό­λα τα άλ­λα που ξέ­ρου­με και δεν εί­ναι της ώ­ρας να τα πού­με. 

Με την πα­ρα­βο­λή του κα­λού Σα­μα­ρεί­τη στον νου, ας πο­ρευ­ό­μα­στε στην ζω­ή μας προ­σπα­θών­τας να τον μι­μη­θού­με. Με την πα­ρα­βο­λή του κα­λού Σα­μα­ρεί­τη που εί­ναι ο ί­διος ο Χρι­στός, ας πο­ρευ­τού­με αυ­τά τα δύ­σκο­λα χρό­νια, αλ­λά με την ελ­πί­δα ό­τι αυ­τό για το ο­ποί­ο μας δι­α­βε­βαί­ω­σε, ό­τι θα ζή­σου­με, εί­ναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το βε­βαι­ώ­νουν οι ά­γιοι της εκ­κλη­σί­ας και η πα­ρά­δο­σή μας. Κά­θε έ­νας α­πό ε­μάς κα­θώς με­γα­λώ­νει, δι­α­πι­στώ­νει πως α­κό­μα κι αν στην ε­φη­βεί­α του ή στα νιά­τα αμ­φι­σβή­τη­σε έν­το­να την χρι­στι­α­νι­κή πί­στη, ό­τι η ζω­ή χω­ρίς νό­η­μα δεν πη­γαί­νει, δεν βγαί­νει. Δι­α­πι­στώ­νει ό­τι α­κό­μα κι αν προ­σπα­θή­σει να αγ­κι­στρω­θεί α­πό τα υ­λι­κά, τα χρή­μα­τα, αυ­τά εί­ναι πε­πε­ρα­σμέ­να, τε­λει­ώ­νουν ή κα­ταρ­ρέ­ουν. 

Με την ελ­πί­δα και τον λό­γο του Χρι­στού στην καρ­διά μας ας πο­ρευ­τού­με προς τη νη­στεί­α της Σα­ρα­κο­στής των Χρι­στου­γέν­νων. Να ευ­χη­θού­με α­π' ό­λη αυ­τή την πε­ρί­ο­δο ε­μείς να βγού­με ε­νι­σχυ­μέ­νοι. Να ευ­χη­θού­με ό­τι πα­ρά τα ό­σα γί­νον­ται γύ­ρω στην πο­λι­τεί­α μας τα δυ­σά­ρε­στα, ε­μείς θα πο­ρευ­τού­με στα Χρι­στού­γεν­να γε­μά­τοι ελ­πί­δα και χα­ρά, ι­κε­τεύ­ον­τας τον Θε­ό να μας δί­νει φώ­τι­ση, ό­χι α­πλώς να αν­τέ­χου­με, αλ­λά και να με­τα­δί­δου­με το ευ­αγ­γέ­λιο του Χρι­στού σε ό­ποι­ον μπο­ρού­με. Πάν­τα μ' έ­να λό­γο κα­λο­σύ­νης, γλυ­κύ­τη­τος, ει­ρή­νης και α­γά­πης. Α­μήν!