Σελίδες

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Ορ­θό­δο­ξη αυ­το­γνω­σί­α





π. Χριστ­ό­δου­λος Μπί­θας

(Κείμενο από το περιοδικό "Αρχαγγέλων Λόγος", Φθινόπωρο 2014)


Η λέ­ξη "αυ­το­γνω­σί­α", α­κού­γε­ται πο­λύ με­τα­ξύ των νέ­ων αν­θρώ­πων τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες, και ι­δί­ως α­πό ό­σους έ­χουν υ­παρ­ξια­κές α­να­ζη­τή­σεις. Α­πό την δε­κα­ε­τί­α του ε­ξήν­τα σε ό­λη την Δύ­ση, η έν­νοι­α της "αυ­το­γνω­σί­ας" δι­α­δό­θη­κε ευ­ρύ­τα­τα μέ­σω των α­να­το­λι­κών θρη­σκει­ών που κα­τέ­κλυ­σαν τον δυ­τι­κό κό­σμο. Χι­λιά­δες νέ­οι που δεν έ­βρι­σκαν α­παν­τή­σεις στο νο­μι­κό πνεύ­μα των δυ­τι­κών εκ­κλη­σι­ών, στρά­φη­καν τό­τε σε δι­ά­φο­ρες αι­ρέ­σεις και πα­ρα­θρη­σκεί­ες για να α­να­κα­λύ­ψουν τον ε­αυ­τό τους. Τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια, μά­λι­στα, με την ε­ξέ­λι­ξη της ψυ­χο­λο­γί­ας, λέ­ξεις ό­πως αυ­το­γνω­σί­α, αυ­το­ε­ξέ­τα­ση, αυ­το­α­νά­λυ­ση κλπ, μπή­καν για τα κα­λά στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας.


Σή­με­ρα, ό­ταν α­πευ­θυν­θού­με σε έ­να νέ­ο άν­θρω­πο και τον ρω­τή­σου­με που πρέ­πει να στρα­φεί για να βο­η­θη­θεί να γνω­ρί­σει τον ε­αυ­τό του, θα μας α­παν­τή­σει σε με­γά­λο πο­σο­στό στην ψυ­χα­νά­λυ­ση η την ψυ­χο­λο­γί­α. Αν τους ρω­τή­σου­με για το κα­τά πό­σον στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α μπο­ρεί να βρουν α­παν­τή­σεις σχε­τι­κά με την αυ­το­γνω­σί­α, θα α­παν­τή­σουν με παρ­ρη­σί­α ό­τι δεν ι­σχύ­ει κά­τι τέ­τοι­ο, έ­νω άλ­λοι θα πουν ό­τι στην Εκ­κλη­σί­α μό­νο α­πα­γο­ρεύ­σεις μπο­ρείς να α­κού­σεις! Πα­ρό­μοι­ες α­παν­τή­σεις θα πά­ρου­με α­πό πολ­λούς συ­ναν­θρώ­πους μας ό­λων των η­λι­κι­ών. Μια προ­σω­πι­κή έ­ρευ­να που κά­να­με τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια μας ε­πι­βε­βαί­ω­σε αυ­τή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πολ­λοί α­πό ό­σους λέ­νε ό­τι πι­στεύ­ουν, α­παν­τούν στην ε­ρώ­τη­ση αυ­τή λέ­γον­τας πως στην Εκ­κλη­σί­α πη­γαί­νουν για να γί­νουν κα­λύ­τε­ροι άν­θρω­ποι, η να "η­ρε­μή­σουν", ε­νώ έ­να πο­σο­στό θρη­σκευ­ο­μέ­νων ι­σχυ­ρί­ζε­ται πως αρ­κεί η τή­ρη­ση των εν­το­λών και δεν χρει­ά­ζε­ται τί­πο­τε άλ­λο. Ό­λοι αυ­τοί οι α­δελ­φοί μας, α­γνο­ούν αλ­λά α­γνο­ούν πως η λέ­ξη "με­τά­νοι­α" στην ο­ποί­α μας κα­λεί ο Χρι­στός και οι Α­πό­στο­λοι, προ­ϋ­πο­θέ­τει την ε­πί­γνω­ση της α­μαρ­τί­ας μας, για­τί δι­α­φο­ρε­τι­κά δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει με­τά­νοι­α, δη­λα­δή με­τα­στρο­φή του νου μας. Δυ­στυ­χώς, ο υ­πο­βι­βα­σμός της ε­ξο­μο­λό­γη­σης σε μια τυ­πι­κή η νο­μι­κή δι­α­δι­κα­σί­α για πολ­λούς Ορ­θο­δό­ξους, τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες με­τα­τρέ­πει το μυ­στή­ριο α­πό "Μυ­στή­ριο της με­τα­νοί­ας" που προ­α­παι­τεί πνευ­μα­τι­κή αυ­το­ε­ξέ­τα­ση σε μια α­πλο­ϊ­κή ε­ξα­γό­ρευ­ση πρά­ξε­ων χω­ρίς εμ­βά­θυν­ση και συ­σκο­τί­ζει την πνευ­μα­τι­κή πο­ρεί­α. 


Λέ­ει ο Κύ­ριος: " Για­τί βλέ­πεις την αγ­κί­δα που εί­ναι μέ­σα στο μά­τι του α­δελ­φού σου, ε­νώ το δο­κά­ρι μέ­σα στο δι­κό σου μά­τι δεν το πα­ρα­τη­ρείς;  Η πως θα πεις στον α­δελ­φό σου: “Ά­φη­σε να βγά­λω την αγ­κί­δα α­πό το μά­τι σου”, ε­νώ, το δο­κά­ρι εί­ναι μέ­σα στο μά­τι το δι­κό σου;  Υ­πο­κρι­τή, βγά­λε πρώ­τα α­πό το μά­τι το δι­κό σου το δο­κά­ρι, και τό­τε θα δεις κα­θα­ρά, για να βγά­λεις την αγ­κί­δα α­πό το μά­τι του α­δελ­φού σου" (Ματθ. 7,3-5). Με α­πό­λυ­τα σα­φή τρό­πο ο Χρι­στός μας κα­λεί να ε­ξε­τά­σου­με τον ε­αυ­τό μας για να δού­με την δι­κή μας α­στο­χί­α και να πά­ψου­με να α­σχο­λού­με­θα με τους άλ­λους. Στο πε­ρί­φη­μο πε­ρι­στα­τι­κό με τον λι­θο­βο­λι­σμό, θα κα­λέ­σει τους πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους ζη­λω­τές Ε­βραί­ους σε πε­ρί­σκε­ψη: "ο α­να­μάρ­τη­τος υ­μών πρώ­τος βα­λέ­τω λί­θον ε­π' αυ­τήν" (Ι­ω­άν. 8,7). 


Η κλή­ση του Χρι­στού εί­ναι κλή­ση ε­λευ­θε­ρί­ας. Μας κα­λεί να α­πο­ζη­τή­σου­με ε­λεύ­θε­ρα και συ­νει­δη­τά την α­παλ­λα­γή α­πό την α­μαρ­τί­α μας, την ο­ποί­α ό­μως πρώ­τα πρέ­πει να κα­τα­νο­ή­σου­με. Να δι­ψά­σου­με για υ­πέρ­βα­ση, για σχέ­ση με τον Θε­ό, να α­πο­κα­τα­στή­σου­με την προ­αί­ρε­ση μας για σω­τη­ρί­α που έ­χει α­μαυ­ρω­θεί α­πό την πτώ­ση: "Μα­κά­ριοι οι πει­νών­τες και δι­ψών­τες την δι­και­ο­σύ­νην, ό­τι αυ­τοί χορ­τα­σθή­σον­ται"  (Ματθ. 5,1-12). Μα­κά­ριοι εί­ναι, λέ­ει, ό­σοι α­να­ζη­τή­σουν με πό­θο την σχέ­ση που ζω­ο­ποι­εί, την σχέ­ση με τον Λό­γο Του, την ε­φαρ­μο­γή στην πρά­ξη του θε­λή­μα­τός Του. "Γνω­ρί­στε την α­λή­θεια, και η α­λή­θεια θα σας ε­λευ­θε­ρώ­σει"  (Ι­ω. 8, 32), μας λέ­ει κα­λών­τας μας σε μα­θη­τεί­α ζω­ής, μα πά­νω α­π' ό­λα σε μια α­να­ζή­τη­ση του ποι­οί πραγ­μα­τι­κά εί­μα­στε. Η α­λή­θεια δεν κα­τα­νο­εί­ται με φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό, αλ­λά με το να κα­τα­νο­ή­σου­με ποι­οί εί­μα­στε, τι κρύ­βε­ται πί­σω α­πό τις πρά­ξεις και τους λο­γι­σμούς μας, τις έ­πι­θυ­μι­ες και τους φό­βους μας, τις έ­νο­χες και τις α­να­σφά­λει­ές μας. Ποι­ά εί­ναι η αι­τί­α των πα­θών μας, ποι­ός εί­ναι αυ­τός ο ά­γνω­στος με τον ο­ποί­ο συγ­κα­τοι­κού­με στο ί­διο σαρ­κί­ο! Α­πό μι­κρά παι­διά κα­τα­σκευ­ά­ζου­με έ­να προ­σω­πεί­ο πί­σω α­πό το ο­ποί­ο κρυ­βό­μα­στε, μα­θαί­νου­με να α­πω­θού­με ό­τι μας θλί­βει και μας ε­νο­χλεί. Το πε­ρι­βάλ­λον μας, οι γο­νείς μας, η κοι­νω­νί­α, μας κα­θο­δη­γούν στο να κα­τα­σκευ­ά­σου­με έ­να ψευ­δή ε­αυ­τό, έ­τσι που στα­δια­κά δεν ξέ­ρου­με ποι­οί εί­μα­στε, ποι­ά εί­ναι η αι­τά της συμ­πε­ρι­φο­ράς μας, της ορ­γής, της λύ­πης μας, της α­να­σφά­λειά μας. Κα­θώς με­γα­λώ­νου­με και οι δι­α­ψεύ­σεις έρ­χον­ται η μί­α με­τά την άλ­λη, κα­τα­λα­βαί­νου­με πως δεν μπο­ρού­με να ά­γα­πή­σου­με, πως φο­βό­μα­στε τον θά­να­το και την φθο­ρά, πως υ­πο­φέ­ρου­με α­πό μο­να­ξιά, φό­βο, έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος.


Σε ό­λη την Ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση το θέ­μα της αυ­το­γνω­σί­ας που θα ο­δη­γή­σει τον άν­θρω­πο σε με­τά­νοι­α, εί­ναι κε­φα­λαι­ώ­δες και γί­νε­ται βα­σι­κό θέ­μα προ­βλη­μα­τι­σμού και κα­τά­θε­σης εμ­πει­ρί­ας α­πό Α­γί­ους και Πα­τέ­ρες. Οι Καπ­πα­δό­κες Πα­τέ­ρες ε­πι­ση­μαί­νουν πό­σο ση­μαν­τι­κό εί­ναι να γνω­ρί­σου­με τον ε­αυ­τό μας: «Το δυ­σκο­λο­τε­ρο α­πό ό­λα εί­ναι να γνω­ρί­σει κα­νείς κα­λά τον ε­αυ­τό του", λέ­ει ο Μέ­γας Βα­σί­λει­ος. "Για­τί ό­χι μό­νο το μά­τι μας που βλέ­πει τα έ­ξω α­πό τον άν­θρω­πο δεν εί­ναι κα­τάλ­λη­λο να βλέ­πει τον ε­αυ­τό μας, αλ­λά και αυ­τός ο νους μας, που βλέ­πει με πολ­λή α­κρί­βεια και γρή­γο­ρα το ξέ­νο α­μάρ­τη­μα, εί­ναι βρα­δυ­κί­νη­τος στο να αν­τι­λη­φθεί τα δι­κά μας ε­λατ­τώ­μα­τα». 


Ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος συμ­πλη­ρώ­νει με τον ποι­η­τι­κό του τρό­πο: «Έ­χεις ψυ­χή μου δου­λειά, και μά­λι­στα, αν θέ­λεις, με­γά­λη. Ε­ξέ­τα­σε τον ε­αυ­τό σου ποι­ά εί­σαι και που εί­σαι στραμ­μέ­νη, α­πό που ήλ­θες και που πρέ­πει να πα­ρου­σια­στείς,αν η ζω­ή εί­ναι αυ­τό που ζεις η κά­τι το κα­λύ­τε­ρο…Έ­χεις ψυ­χή μου, δου­λειά. Μην κου­ρα­στείς α­πό τον κό­πο». 


Και ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης το­νί­ζει ει­ρω­νευ­ό­με­νος την αν­θρώ­πι­νη α­δυ­να­μί­α: «Εί­ναι πιο εύ­κο­λο να γνωσ­ρί­σου­με τον ου­ρα­νό, πα­ρά τους ε­αυ­τούς μας".


Οι α­σκη­τές της ε­ρή­μου εγ­κα­τα­λεί­πουν τον κό­σμο και α­πο­σύ­ρον­ται στην η­συ­χια για να εν­νο­ή­σουν την α­μαρ­τί­α τους και να με­τα­νο­ή­σουν. Ο Ό­σιος Νεί­λος ο Α­σκη­τής ε­πι­ση­μαί­νει την δυ­σκο­λί­α του πνευ­μα­τι­κού αυ­τού α­γώ­να:  «Γνώ­ρι­σε τον ε­αυ­τό σου πριν α­πό ό­λα, δι­ό­τι τί­πο­τα δεν εί­ναι δυ­σκο­λο­τε­ρο α­πό το να γνω­ρί­σεις τον ε­αυ­τό σου, τί­πο­τα ε­πι­πο­νό­τε­ρο, τί­πο­τα κο­πι­α­στι­κό­τε­ρο. Ό­ταν ό­μως γνω­ρί­σεις τον αυ­τό σου, τό­τε θα μπο­ρέ­σεις να γνω­ρί­σεις και το Θε­ό και να ε­ξε­τά­σεις με το λο­γι­σμό τα κτί­σμα­τα, ό­πως ται­ριά­ζει». Τον Θε­ό και την α­λή­θεια για τα κτί­σμα­τα γνω­ρί­ζου­με μό­νο α­φού φτά­σου­με σε πνευ­μα­τι­κή αυ­το­γνω­σί­α, α­φού τα πά­θη μας εμ­πο­δί­ζουν να δού­με κα­θα­ρά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. «Το να γνω­ρί­σει κά­ποι­ος τον ε­αυ­τό του εί­ναι το τέ­λος της ερ­γα­σί­ας των α­ρε­τών». λέ­ει ο ό­σιος Νι­κή­τας ο Στη­θά­τος, α­φού καμ­μί­α α­ρε­τή δεν μπο­ρεί να μας ο­δη­γή­σει στον Θε­ό αν δεν γνω­ρί­ζου­με την α­σθέ­νειά μας.


Εν­νο­εί­ται, βέ­βαι­α, πως η πνευ­μα­τι­κή αυ­το­ε­ξέ­τα­ση δεν γί­νε­ται με κά­ποι­ου εί­δους ψυ­χο­λο­γι­κή τε­χνι­κή, ού­τε εί­ναι θε­ω­ρη­τι­κή. Προ­ϋ­πο­θέ­τει την ε­ξέ­τα­ση του ε­αυ­τού μας με γνώ­μο­να τον λό­γο του Θε­ού. Ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ο Ευ­αγ­γε­λι­κός Λό­γος μας α­πο­κα­λύ­πτε­ται, τό­σο μπο­ρού­με να ε­ξε­τά­ζου­με τον ε­αυ­τό μας σε βά­θος και τό­τε μας α­πο­κα­λύ­πτε­ται χά­ρι­τι Θε­ού η α­στο­χί­α μας. Για πα­ρά­δειγ­μα, ό­σο κα­τα­λα­βαί­νω ό­τι η φρά­ση του Κυ­ρί­ου "Μην κρί­νεις ί­να μην κρι­θείς", δεν εί­ναι μια η­θι­κή προ­τρο­πή η έ­να σο­φό α­πό­φθεγ­μα, αλ­λά ό­λο­κλη­ρη στά­ση ζω­ής, τό­σο με­γα­λώ­νει η ε­πι­θυ­μί­α μου να κά­νω ζω­ή μου την α­πο­κά­λυ­ψη αυ­τή. Κα­τα­λα­βαί­νω, ό­τι μπο­ρεί η α­λή­θεια που δί­δα­ξε ο Χρι­στός να α­πο­κα­λύ­φθη­κε μια φο­ρά στην ι­στο­ρί­α, ό­μως ε­γώ κα­λού­μαι αυ­τή την α­λή­θεια να την α­να­κα­λύ­ψω προ­σω­πι­κά, βι­ω­μα­τι­κά. Και θα την α­να­κα­λύ­ψω μό­νο αν εν­νο­ή­σω την τυ­φλό­τη­τά μου, την α­μαρ­τί­α μου και συν­τρι­βώ για την α­στο­χί­α μου. Για τον λό­γο αυ­τό, η α­ρε­τή της αυ­το­μεμ­ψί­ας θε­ω­ρεί­ται α­πό τους Πα­τέ­ρες α­πα­ραί­τη­τη στην πο­ρεί­α προς την αυ­το­γνω­σί­α. «Αυ­τός ο μο­να­δι­κός δρό­μος που προ­τεί­νει ο Ό­σιος, δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά η βι­ω­μα­τι­κή κα­τα­νό­η­ση της Ευ­αγ­γε­λι­κής ρή­σης πε­ρί δο­κού και αγ­κί­δας που εί­πε ο Κύ­ριος. «Ό­σον α­φο­ρά την αυ­το­μεμ­ψί­α", λέ­ει ο Μέ­γας Αν­τώ­νιος, "αύ­τη εί­ναι η με­γά­λη ερ­γα­σί­α του αν­θρώ­που, για να κα­τα­νο­ή­σει το σφάλ­μα του ε­νώ­πιόν του Θε­ού». Ρώ­τη­σαν τον αβ­βά του ό­ρους της Νι­τρί­ας: «Τι το πιο πο­λύ βρή­κες σ’ αυ­τόν τον δρό­μο (=της η­συ­χα­στι­κής ζω­ής), πά­τερ;». Α­πο­κρί­θη­κε ο γέ­ρον­τας: «Το να αι­τι­ώ­μαι (κα­τη­γο­ρώ) και να μέμ­φο­μαι τον ε­αυ­τό μου πάν­το­τε». Του λέ­ει ο Αβ­βάς Θε­ό­φι­λος: «Άλ­λος δρό­μος α­πό αυ­τόν δεν υ­πάρ­χει». Η αυ­το­μεμ­ψί­α, που εί­ναι δω­ρε­ά του Πνεύ­μα­τος, μας ο­δη­γεί στην κα­τα­νό­η­ση των σφαλ­μά­των μας, μας α­πο­κα­λύ­πτει τα μύ­χια της ψυ­χής μας, α­φού παύ­ου­με να ζη­τά­με ευ­θύ­νες α­πό τους άλ­λους και ε­ρευ­νού­με τα αί­τια μό­νο σε ε­μάς.


Αυ­τός ο πνευ­μα­τι­κός α­γώ­νας εί­ναι ε­πί­πο­νος, μα­κρύς, κο­πι­α­στι­κός. Εί­ναι δύ­σκο­λο να πα­ρα­δε­χτού­με πό­σο ξα­στο­χή­σα­με, να κα­τα­λά­βου­με πό­σο μα­κριά εί­μα­στε α­πό την  α­λή­θεια που ε­λευ­θε­ρώ­νει τη ψυ­χή, α­πό την α­γά­πη, α­πό την δυ­να­τό­τη­τα να ζού­με κά­θε στιγ­μή με χα­ρά και ευ­χα­ρι­στί­α, ό­πως οι Ά­γιοι. «Κα­νείς δεν εί­ναι τό­σο πο­λύ ε­χθρός του αν­θρώ­που, ό­σο ο ί­διος στον ε­αυ­τό του» έ­λε­γε ο ό­σιος Μάρ­κος ο Α­σκη­τής που εί­χε κα­τα­νο­ή­σει σε βά­θος τον Ευ­αγ­γε­λι­κό λό­γο. 


«Ας προ­σπα­θή­σου­με να γνω­ρί­σου­με κα­λά τον ε­αυ­τό μας, να γνω­ρί­σου­με κα­λά τα τραύ­μα­τα της ψυ­χής μας· για­τί τό­τε μό­νον θα μπο­ρέ­σου­με να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τα κα­τάλ­λη­λα για τη θε­ρα­πεί­α φάρ­μα­κα. Για­τί ε­κεί­νος που α­γνο­εί την αρ­ρώ­στια του, δε θα λά­βει κα­νέ­να μέ­τρο για τη θε­ρα­πεί­α της», λέ­ει ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος. Κά­θε πνευ­μα­τι­κή προ­σπά­θεια χω­ρίς γνώ­ση του ε­αυ­τού μας α­πο­βαί­νει ά­καρ­πη, μπο­ρεί μά­λι­στα να ο­δη­γή­σει σε έ­παρ­ση με­γά­λη, α­φού ό­τι κά­νου­με θα εί­ναι ε­ξω­τε­ρι­κό και δεν θα θε­ρα­πεύ­ει την ψυ­χή μας. Με το πα­ρά­δειγ­μα του Φα­ρι­σαί­ου στην γνω­στή πα­ρα­βο­λή, αυ­τό μας ε­πι­ση­μαί­νει ο Κύ­ριος. Η ε­φαρ­μο­γή των εν­το­λών χω­ρίς την αυ­το­μεμ­ψί­α του Τε­λώ­νη ο­δη­γεί σε πτώ­ση και τε­λι­κά σε α­πι­στί­α η φα­να­τι­σμό. Ο αβ­βάς Ποι­μήν λέ­ει σχε­τι­κά, "πως και ό­λες τις α­ρε­τές να α­πο­κτή­σει ο άν­θρω­πος, χω­ρίς την αυ­το­μεμ­ψί­α, εί­ναι σε δύ­σκο­λη θέ­ση». Να πά­ρει δη­λα­δή την ευ­θύ­νη των πρά­ξε­ών του, να α­να­ρω­τη­θεί για το φταί­ξι­μό του πί­σω α­πό κά­θε πει­ρα­σμό και δι­α­φο­ρά με το πλη­σί­ον. Μό­νο έ­τσι θα φτά­σει να δει την α­σθέ­νειά του.


Εί­ναι με­γά­λο και σπου­δαί­ο το θέ­μα της πνευ­μα­τι­κής αυ­το­γνω­σί­ας και εί­ναι δύ­σκο­λο να το α­να­λύ­σου­με σε έ­να μι­κρό άρ­θρο. Ας προ­βλη­μα­τι­στού­με ό­μως και ας α­να­ζη­τή­σου­με ε­κεί­νους που θα μας κα­θο­δη­γή­σουν στο να κα­τα­λά­βου­με πό­σο με­γά­λη ση­μα­σί­α έ­χει για την πνευ­μα­τι­κή μας προ­κο­πή. Τα πα­τε­ρι­κά κεί­με­να εί­ναι γε­μά­τα α­πό αν­τί­στοι­χα χω­ρί­α, πολ­λές φο­ρές ό­μως δεν το κα­τα­λα­βαί­νου­με α­φού α­φ' ε­νός έ­χου­με μια ε­πι­φα­νεια­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα και α­φ'­ε­τέ­ρου έ­χου­με συ­νη­θί­σει μό­νο μί­α ψυ­χο­λο­γι­κού τύ­που ό­ρο­λο­για σχε­τι­κά με την αυ­το­γνω­σί­α.


Ό­σοι λέ­με πως πι­στεύ­ου­με στον Χρι­στό, ας α­να­ζη­τή­σου­με τα νά­μα­τα της πα­ρά­δο­σής μας κι ας προ­χω­ρή­σου­με ε­πι­τέ­λους στα ου­σι­ώ­δη. Κα­λά και σπου­δαί­α εί­ναι ό­σα λέ­νε οι ε­πι­στή­μες για την αυ­το­γνω­σί­α, χρή­σι­μα για να κα­τα­λά­βου­με τις δι­α­τα­ρα­χές της αν­θρώ­πι­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας, ω­φέ­λι­μα α­κό­μα και για να εν­νο­ή­σου­με αρ­κε­τά πράγ­μα­τα για τον ε­αυ­τό μας, τα τραύ­μα­τά μας, τις ελ­λεί­ψεις μας, τις α­πω­θή­σεις μας. Ό­μως ό­λα αυ­τά α­κό­μα κι αν τα α­σκή­σου­με με ε­πι­μο­νή (που ε­λά­χι­στοί το κά­νουν κι αυ­τό), κά­που έ­χουν έ­να τέ­λος. Ε­μείς στην Εκ­κλη­σί­α μι­λά­με για μια αυ­το­γνω­σί­α, που ο­δη­γεί στην Θε­ο­γνω­σί­α. Μι­λά­με για αυ­το­μεμ­ψί­α που ο­δη­γεί στην α­νά­λη­ψη της προ­σω­πι­κής ευ­θύ­νης. Μι­λά­με για με­τά­νοι­α που ο­δη­γεί στην ε­λευ­θε­ρί­α, στην πί­στη, την α­γά­πη, την ελ­πί­δα. Και ό­λα αυ­τά εί­ναι δω­ρε­ές του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ό­χι δι­κά μας κα­τορ­θώ­μα­τα. "Αι­τεί­τε, και δο­θή­σε­ται υ­μίν, ζη­τεί­τε, και ευ­ρή­σε­τε, κρού­ε­τε, και α­νοι­γή­σε­ται υ­μίν" (Ματθ. 7, 7), λέ­ει ο Κύ­ριος. Ας α­κού­σου­με την κλή­ση του κι ας αρ­χί­σου­με ε­πι­τέ­λους να ε­ξε­τά­ζου­με τον ε­αυ­τό μας για να μας α­πο­κα­λυ­φθεί η α­σθέ­νειά μας και να α­πο­ζη­τή­σου­με την θε­ρα­πεί­α μας. Α­μήν.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Η ανηθικότητα των ηθικιστών



Ο ηθικισμός είναι το καρκίνωμα της ηθικής γενικότερα. Το «γράμμα» της ηθικολογίας νεκρώνει το «πνεύμα» της ζωής των ανθρώπων. Έτσι ο ηθικισμός σκοτώνει το ήθος, επειδή απολιθώνει τη ζωή. Γι' αυτό τελικά η ηθικολογία αναιρεί την ηθική. Άλλο είναι το ηθικό γενικότερα και εντελώς άλλο είναι το ηθικιστικό ή ηθικολογικό.
Δυστυχώς τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται κυρίως μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, όπου οι άνθρωποι μπερδεύουν την χριστιανικη ζωή με την "ηθική" ζωή όπως την εννοούν οι ίδιοι. Άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους χριστιανούς κινούνται μέσα στον χριστιανισμό ως θιασώτες του ήθους του Χριστού, χωρίς όμως να πλησιάζουν ούτε λίγο σ’ Αυτόν. Χωρίς να Τον γνωρίσουν ποτέ τους.
Ηθικιστές με βλέμματα έτοιμα να ελέγξουν τους υπόλοιπους, άνθρωποι με πλήρη την απουσία της ταπείνωσης και της αυτομεμψίας, ψάχνουν τα επόμενά τους «θύματα» ώστε να επιβεβαιώσουν πάνω στην καταδίκη των άλλων την δική τους αμόλυντη ηθική.
Η ηθική θεοποιείται. Το πώς θα ντυθείς παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το αν μιλάς και λες «καλημέρα» στον συνάνθρωπό σου. Το πώς θα έχεις το μαλλί σου είναι σημαντικότερο από την συναίσθηση των αμαρτιών σου. Το πώς θα είναι η εξωτερική σου εμφάνιση καταντά σημαντικότερο από την εσωτερική σου κατάσταση. Γίνεται λόγος για «σεμνά» ρούχα και ελάχιστα για την προσευχή, την μετάνοια, την νήψη. Δίνεται προσοχή στους τρόπους, στην βιτρίνα των διαπροσωπικών σχέσεων χωρίς καθόλου βάθος και ουσία.
Η ηθικότητα των ηθικιστών είναι πολύ πιο ανήθικη από την ανηθικότητα των θεωρούμενων ανήθικων.
Τα «πρέπει» τα «μη» δίνουν και παίρνουν στις οικογένειες των ανθρώπων αυτών που έχουν θεοποιήσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία», όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά διότι «τι θα πει ο κόσμος»;
Οι λόγοι περί αμαρτιών είναι έντονοι. Αμαρτίες παντού. Πράξεις που οδηγούν στην κόλαση. Ζωές καταδικάστηκαν από τον Θεό λόγο της αθέτησης κάποιων δικών τους απαραβίαστων ηθικών κανόνων όπως υποστηρίζουν και καλλιεργούν στους νεότερους.
Λόγος περί αρετών; Σχεδόν ανύπαρκτος. Οι αρετές γι’ αυτούς τους ανθρώπους φτάνουν μέχρι το μάκρος της φούστας τους (για τις γυναίκες) και το σιδερωμένο τους σακάκι (για τους άνδρες).
Η πίστη των ηθικιστών στον Θεό στηρίζεται κυρίως στον φόβο του θανάτου και όχι στην αγάπη για τον Θεό…και το να λες ότι πιστεύεις κάπου ή σε κάποιον επειδή φοβάσαι τα χειρότερα, είναι ανήθικο.
Τα παραλέω; Μπορεί. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι η ποιότητα των ανθρώπων- των χριστιανών- δεν φαίνεται από το αν είναι παρθένοι στο σώμα διότι στην ψυχή τους μπορεί να είναι πόρνοι. Δεν φαίνεται εάν στους τρόπους τους είναι ευγενικοί, διότι η καρδιά τους μπορεί να όζει εμπάθεια. Δεν φαίνεται από το αμακιγιάριστο πρόσωπο αλλά από τα δακρυσμένα μάτια που ζητούν έλεος και συγχώρεση.
Τα παραλέω; Μπορεί. Πάντως ένα είναι το σίγουρο ότι ο Θεός δεν έχει ηθική. Έχει αγάπη…μάλλον είναι η Αγάπη.
Χριστιανός δεν είναι κάποιος ο οποίος απλά διαβάζει την Αγία Γραφή και την ξέρει απ’ έξω κάνοντας με την πρώτη ευκαιρία επίδειξη γνώσεων στους άλλους, διότι και ο διάβολος την ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά. Χριστιανός δεν είναι ο κομπλεξικός άνθρωπος με το έτερο φύλο. Χριστιανός δεν είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος κάνει ιεραποστολές σε μακρινές χώρες και δεν συγχωρεί τον αδελφό του για κάποιο λάθος του.
Χριστιανός είναι ο ερωτευμένος με τον Έναν και όχι ο ξενέρωτος που κόλλησε σε τύπους και σχήματα. Είναι το ανθισμένο τριαντάφυλλο που ποτίζεται και θρέφεται από την αγάπη και την ελευθερία που του προσφέρει ο Θεός του.
Χριστιανή είναι η «ανήθικη πόρνη» που έπλυνε τα πόδια του Κυρίου με μύρο και τα δάκρυα της μετανοίας της.
Χριστιανός είναι ο «ανήθικος ληστής» που λήστεψε τον παράδεισο πάνω στον σταυρό λέγοντας το «Μνήσθητί μου Κύριε…»
Χριστιανός είναι ο αμαρτωλός που ζει εν μετάνοια και ταπείνωση, κινούμενος μέσα στην ασφάλεια της υπακοής στον πνευματικό του πατέρα.Ο χριστιανός ζει μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, ως μέλος του Σώματος του Χριστού. Ως μέλος που θέλει θεραπεία. Και βρίσκει θεραπεία όχι έξω απ' αυτό αλλά μέσα σ' αυτό. Με την συνεργία όλου του Σώματος, με την βοήθεια της Χάρης του Παρακλήτου η οποία «τά ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».
Η ηθική του χριστιανού είναι η ελευθερία της αγάπης και της συγχώρεσης και όχι η νόθα ηθική του ανήθικου ηθικισμού.


Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος




Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Η παραβολή του σπορέα


του Μητροπολίτη Αντώνιου Bloom 


Υπάρχει στο Ευαγγέλιο ένα σημείο, όπου ο Χριστός μας λέει: Να προσέξετε πώς ακούτε – δηλαδή πώς ακροάστε τα λόγια, τα οποία φτάνουν στα αυτιά σας. Μας φαίνεται, ότι ακούμε καλά και καταλαβαίνουμε ό,τι μας λένε. Σήμερα διαβάστηκε πάλι  – ίσως για εκατοστή φορά – η παραβολή του σποριά. Και λοιπόν, τί; Είναι τόσο σαφής και τόσο συνηθισμένη. Φαίνεται ότι δεν χρειάζεται να την ακούσουμε άλλη μια φορά. Θα μπορούσαμε εύκολα να την επαναλάβουμε, να τη διηγηθούμε, να την εξηγήσουμε. Μα ποιός από μας θα μπορούσε να πεί ότι ζεί και σύμφωνα μ΄αυτήν; Γι' αυτό τα λόγια του Χριστού: „Προσέξτε, πώς ακούτε τα λόγια του Θεού“ αποκτούν νόημα. Ακούμε και θυμόμαστε. Ακούμε με τα αυτιά και θυμόμαστε με τη μνήμη. Μπαίνουν, όμως, τα λόγια και στην καρδιά μας; Εάν όχι, αν ο ζωντανός λόγος  του Θεού δεν αγγίζει την καρδιά μας και ακούγεται μόνο στις σκέψεις μας, δεν θα φέρνει κανένα καρπό.

Ας σκεφτόμαστε αυτό. Υπάρχει μια ατελείωτη ποσότητα αποσπασμάτων από το Ευαγγέλιο, τα οποία ξέρουμε πολύ καλά. Θα μπορούσαμε να τα διηγηθούμε και να τα εξηγήσουμε στον καθένα. Άραγε, αυτά τα ίδια δεν θα μας κατηγορήσουν μια καλή μέρα ή στη μέρα της Κρίσης; Όχι γιατί δεν τα καταλάβαμε, αλλά ακριβώς επειδή τα καταλάβαμε και παρ΄όλα αυτά δεν ζούσαμε σύμφωνα μ΄αυτά.


Το σημερινό Ευαγγέλιο μιλάει ακριβώς γι' αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι, που η καρδιά τους είναι βαθιά. Ο Δικός τους πόνος, η συμπόνια, η αγάπη και ο πόνος από τη συνειδητοποίηση του τί τρομερή μοναξιά υποφέρει ένας άνθρωπος, που στη ζωή του δεν υπάρχει ο Θεός, έχουν σκάψει στην καρδιά τους βαθιά αυλάκια. Αν ο λόγος του Θεού πέφτει σαν σπόρος σε μια τέτοια καρδιά, τον δέχεται σαν να πέφτει σε γόνιμο έδαφος. Μπαίνει βαθιά, ρίχνει ρίζες και γίνεται ζωντανός με όλες τις εμπερείες του ανθρώπου: και με τον πόνο του και με τη χαρά του. Τρέφεται με όλα και αυξάνεται και δίνει καρπό.


Μα πόσο λίγα τέτοια λόγια καρποφόρησαν στη ζώη του καθενος από μας. Μιλάω για τη δική μου ζωή και μάλλον και για τη ζωή σας. Πόσες φορές ακούγαμε το ζωντανό λόγο του Θεού, ο οποίος  μας συγκινούσε, μας ανασκάλευε. Την επόμενη στιγμή, όμως,  - ακόμα και πριν βγούμε από την εκκλησία -  κενά λόγια και σκέψεις, κουτσομπολιό και φλυαρία μας έπαιρναν ξανά στα χέρια τους και γυρίζαμε σπίτι πάλι κενοί. Από το βλαστάρι, το οποίο θα μπορούσε να φυτρώνει για να φέρει καρπό, δεν υπάρχει τίποτα πια, γιατί τα κενά μας λόγια – ή εκείνα τών άλλων  - σκορπίστηκαν σαν τον αέρα, όπως η θύελλα τον ίδιο το σπόρο.

Καμιά φορά, όμως, ένας λόγος κρατιέται, σαν να έχει πέσει σε μια σχισμάδα, σ΄εκείνη την πέτρα, την οποία φέρουμε μέσα μας και την οποία τη λέμε καρδιά ή συνείδησή μας. Κρατιέται και αρχίζει να βλασταίνει. Δεν μπορεί, όμως, να ζήσει πολύ, γιατί δεν μπορεί να απλώσει τις ρίζες του στην πέτρινη, σκληρή και παγωμένη καρδιά μας. Κι έτσι ο λόγος του Θεού πρόκεται να πεθάνει. Λίγο ανέβηκε και υπήρξε μια ελπίδα να δώσει καρπό, μα τίποτα δεν υπάρχει πια ...

Αλλά υπάρχει και μια καρδιά βαθιά, η οποία μπορεί να δεχτεί το λόγο του Θεού – και όλοι έχουμε μια τέτοια βαθιά καρδιά - την οποία, όμως, αφήνουμε να σκληραίνεται και να ψυχραίνεται. Μια τέτοια καρδιά πρόκεται πρώτα να σπάσουν η ζωή, ο Θεός και οι άνθρωποι, για να διαμορφωθεί τουλάχιστον μια ρωγμή, για να εμφανιστεί κάτω από τον κρύο και απολιθωμένο φλοιό εκείνο το εύφορο έδαφος το οποίο μπορεί να καρποφορήσει.  


Μα τί ευσπλαγχνικός είναι ο Χριστός! Μας λέει, ότι σε μερικούς δόθηκε να καταλάβουν, σ΄ άλλους θα εξηγηθεί ό,τι δεν καταλαβαίνουν, για να το συλλάβουν και εκείνοι. Ακόμη, για άλλους είναι καλύτερα να μην τους το εξηγήσει κανείς, επειδή, τί ευθύνη θα είχανε τότε, καταλαβαίνοντάς το με το νου τους, χωρίς να το ακολουθήσουν, όμως, με την καρδιά τους!

Ο Ιησούς Χριστός λέει: Γι' αυτούς όλα παρουσιάζουνται σε παραβολές, ώστε, όσο και αν ακούν να μην καταλαβαίνουν, για να μην καταδικαστεί κανείς εξαιτίας της κρύας και νεκρής κατανόησης του νου και μιας, εξ ίσου νεκρής και περιορισμένης στο νου, πίστης. Μια παραβολή αποκαλύπτεται σε μας τόσο, όσο ανοιχτοί είμαστε για να την καταλάβουμε, για να την καταλάβουε στην καρδιά, όχι μόνο στο νου, για να την καταλάβουμε με όλη την εμπειρία της ζωής μας. Καμιά φορά τα λόγια του Θεού μπορούμε να τα καταλάβουμε μόνο με αίμα.

Ας σκεφτόμαστε όλη την ερχόμενη εβδομάδα: Ποιοί είμαστε σ΄αυτή την παραβολή; Πού πέφτει ο σπόρος σε μας; Πού πέφτει ο λόγος του Χριστού σε μας; Στ΄αγκάθια, τα οποία θα τον πνίξουν και θα τον σκοτώσουν; Σε πετρώδες έδαφος, όπου θα φυτρώσει αμέσως και θα καεί στον ήλιο και θα ξεραθεί; Στο δρόμο, όπου τον φυσάει ο αέρας και όπου θα τον φάνε τα αρπακτικά της ζωής; Ή σε μια καλή καρδιά; Αν δεν έχουμε μια τέτοια καρδιά, ας αναρωτηθούμε, πώς μπορούμε να σπάσουμε αυτή την πέτρα, πώς μπορούμε να επιστρέψουμε την παγωμένη καρδιά μας στη ζωή;

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Για την αγάπη στους εχθρούς




Τί θέλω να πώ? Ο Χριστός μας λέει ότι πρέπει να αγαπούμε ο ένας τον άλλο. Δεν κάνει διακρίσεις. Τί εννοεί? Μου φαίνεται ότι θέλει να αγαπάμε κάθε άνθρωπο, ακόμα κι αυτόν που συναντάμε τυχαία στο δρόμο, ένα γνωστό ή άγνωστο ή ξένο, κάποιον που μας έλκει ή  όχι. Θέλει να εκτιμούμε τον καθένα, να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι άνθρωπος με αιώνια μοίρα. Είναι άνθρωπος που τον έφερε ο Θεός από το τίποτα στη ζωή για να βάλει τη δική του προσωπική και μοναδική συνεισφορά στη ζωή της ανθρωπότητας. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να μην μας αρέσει – απλά, ανθρώπινα. Μπορεί να μας φαίνεται παράξενος – δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε -  αλλά ο Θεός τον κάλεσε στη ζωή και τον έβαλε μέσα στον κόσμο για να προσφέρει κάτι σ΄αυτό τον κόσμο που δεν είμαστε ικανοί να το προσφέρουμε εμείς.  Επιπλέον, διασταυρώνει τον δικό μου δρόμο για να μου αποκαλύψει κάτι.
Πρώτα θα μου αποκάλυπτε την δική μου ανικανότητα να βλέπω κάθε άνθρωπο σαν εικόνα. Άραγε την βλέπουμε ο ένας στον άλλον? Φοβάμαι, όχι. Υπάρχουν για μας οι δικοί μας άνθρωποι που τους εκτιμούν και οι άλλοι, οι ξένοι.


Και λοιπόν, σ΄αυτούς τους „ξένους“ πρέπει να κοιτάξουμε με ιδιαίτερη προσοχή, επειδή εκείνοι μας ρωτάνε: Είσαι με τον Χριστό ή όχι? Γιατί αυτόν τον άνθρωπο, που τον αγαπούσε ο Χριστός μέχρι το θάνατό Του στο Σταυρό, δεν θέλουμε να τον γνωρίζουμε. Μας φαίνεται παράξενος, δεν τον καταλαβαίνουμε, και δεν μας ενδιαφέρει. Αν δεν υπήρχε καθόλου, θα απολαμβάναμε τη ζωή μας και χωρίς αυτόν. Άραγε αυτό είναι η χριστιανική αγάπη? Πρέπει να μαθαίνουμε να κοιτάζουμε σε κάθε άνθρωπο που συναντάμε λέγοντας: Είναι μια εικόνα του Χριστού, μια εικόνα του Θεού, είναι ένας άνθρωπος που μας τον έστειλε ο Θεός. Τον έστειλε για να μου μάθει κάτι, για να μου  προσφέρει κάτι, για να βάλει μπροστά μου μια ερώτηση, ένα ζήτημα του Θεού. Καμιά φορά μπορούμε να το συνειδητοποιούμε, αν και όχι αμέσως. Καμιά φορά, όμως, δεν το καταφέρνουμε μέχρι την στιγμή που είναι ήδη αργά. 


Θυμάμαι μια κουβέντα με έναν ρώσο ιερέα στα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης, που ήταν στρατιώτης στο Λευκό στρατό και αφοσίωσε όλη τη ζωή του στη μάχη κατά του σοβιετισμού, απαρνιόταν με όλη την ψυχή του τον Στάλιν. Όταν έμαθε ότι ο Στάλιν έχει πεθάνει συνέβηκε κάτι που δεν το περίμενε: Αναρωτήθηκε: Α, τί θα γίνει αν ο Θεός τον κρίνει όπως τον έκρινα εγώ και δεν μπορώ να σταματήσω να τον κρίνω? Τον μισούσα. Άραγε ο Θεός, αν τον δει μπροστά Του τον συναντάει με μίσος και τον αρνιέται? Και όχι μόνο για κάποιο καιρό, αλλά για πάντα, αιώνια?
Θυμάμαι πως μου είπε, ότι τρόμαξε για τον εαυτό του και τινάχτηκε μπροστά στο βωμό, έπεσε στα γόνατα και είπε: Κύριε, συγχώρησε το μίσος μου προς εκείνο τον άνθρωπο! Βρίσκεται τώρα μπροστά στην Τελική Κρίση. Κύριε, να μην ακούσεις πώς τον έκρινα. Ήταν ένα άκρο, μια κατάσταση, στην οποία δεν βρίσκεται κανείς από μας και, Θεός φυλάξοι, κανείς δε θα πέσει. Μα ποιός ξέρει? Πόσοι άνθρωποι ζούνε γύρω μας που δεν τους αγαπάμε, δεν τους δεχόμαστε και τους αρνούμαστε, αν και όχι τόσο δυνατά?


Λοιπόν, ας σκεφτούμε σε ποιο επίπεδο της αγάπης βρισκόμαστε. Ίσως στο επίπεδο της αγάπης των παιδιών προς τους γονείς τους, της νύφης προς τον γαμπρό, της αγάπης δυο αχώριστων φίλων που ποτέ δεν έτυχε να βλέπουν τον αγαπημένο τους φίλο σε πόνο και με αρνητικά χαρακτηριστικά? Ή μήπως βρισκόμαστε ανάμεσα σ΄εκείνους τους ανθρώπους που γύρω τους μένουν μόνο ξένοι, για τους οποίους δεν υπάρχει ο πλησίον, που τον αγαπούνε μόνο εφόσον δεν ενοχλεί, μα τον απωθούν, όταν στέκεται στο δρόμο τους? Αν μπορούμε να σκεφτόμαστε οποιονδήποτε με έναν τέτοιο τρόπο (Είμαι σίγουρος ότι σκεφτόμαστε έτσι για πολλούς ανθρώπους γύρω μας), τότε δεν έχουμε ακόμα καταλάβει τί σημαίνουν τα λόγια του Χριστού: Να αγαπήσετε ο ένας τον άλλον, όπως Σας αγαπούσα Εγώ. Δεν αγαπούσε τον καθέναν από μας για τις αρετές, την ομορφιά, την καλοσύνη του. Όχι, αλλά επειδή ο καθένας από μας χρειάζεται τη αγάπη για να γίνει άνθρωπος, για να συνέλθει, για να γίνει η καινούργια δημιουργία, για να μπει η ζωή μέσα του.


Λοιπόν, ας κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο, τουλάχιστον στο ναό μας, τουλάχιστον ανάμεσα στους γνωστούς μας αναρωτώμενοι: Αγαπάω αυτόν τον άνθρωπο? Αν όχι, δεν αρχίσαμε ακόμα να αγαπούμε με την αγάπη του Χριστού. Και τί τρομερό θα είναι, όταν θα σταθώ κάποτε μπροστά στο Θεό και γύρω μου θα είναι άνθρωποι που τους γνώριζα όλη την ζωή μου και θα πω: Αυτούς τους ανθρώπους δεν τους αγάπησα ποτέ, δεν τους αγαπάω και δεν θέλω να τους γνωρίζω. Θέλω να μπω στον παράδεισό Σου, Κύριε! Εκεί δεν θα υπάρχει θέση γι΄αυτούς επειδή δεν υπήρξε θέση γι΄ αυτούς στην καρδιά μου στη γη! Σκεφτείτε, γιατί η εντολή του Χριστού: Αγαπήστε ο ένας τον άλλον, όπως σας αγαπούσα Εγώ – δεν είναι εύκολη. Απαιτεί από μας να πλησιάζουμε τη ζωή με εναν εντελώς καινούργιο τρόπο.
Ας σκεφτούμε! Ας σκεφτούμε απλά εκείνον τον άνθρωπο που βρίσκεται τώρα κοντά μας. Είναι δικός μας άνθρωπος ή ξένος? Υπάρχει για μένα ή απλά δεν υπάρχει? Αν υπάρχει, πώς?


Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά! Επειδή κάποτε – αργά ή γρήγορα - θα σταθούμε μπροστά στο Χριστό, ο οποίος θα μας πει: Ενσαρκώθηκε γι΄ αυτόν τον άνθρωπο. Πέθανε γι΄αυτόν στο Σταυρό. Αν το αρνιέσαι, τότε αρνιέσαι όλο το έργο μου, την αγάπη μου, και θα κάνεις τον εαυτό σου - από τη δική σου επιλογή! – ξένο για Μένα.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Ἡ ζωή ὡς Θεία Εὐχαριστία


πρωτ. Χριστόδουλος Μπίθας

ταν κά­ποι­ος προ­σκυ­νη­τής ρω­το­σε τόν ­σιο γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο, για­τί δέν μπο­ρε νά χα­ρε μέ τί­πο­τα, ­κε­νος το ­παν­το­σε: "­πει­δή δέν δο­ξο­λο­γες τόν Θε­ό. ­ταν ν­θρω­πος κι­νε­ται στόν χ­ρο τς δο­ξο­λο­γί­ας, χαί­ρε­ται μέ ­λα... ν θέ­λεις νά ζες ζω­ή πα­ρα­δει­σέ­νια ­πό α­τήν τήν ζω­ή, δές κι ­σύ τίς ε­ερ­γε­σί­ες καί τίς πλού­σι­ες δω­ρε­ές πού σο δί­νει Θε­ός καί ρ­χι­σε τό «δό­ξα σοί Θε­ός». Νά δο­ξά­ζε­τε τόν Θε­ό, για­τί σς βο­ή­θη­σε καί προ­ο­δεύ­σα­τε ­στω καί λί­γο, ε­τε ­πει­δή ­σες κο­πι­ά­σα­τε, ε­τε ­πει­δή σς βο­ή­θη­σαν ο λ­λοι." Μά καί ­σιος Πορ­φύ­ριος Καυ­σο­κα­λυ­βί­της, τό­νι­ζε μέ κά­θε ε­και­ρί­α: "Νά προ­χω­ρε­τε σέ δο­ξο­λο­γί­α γιά ­λα τά ­ρα­α, γιά νά ζε­τε Τόν μό­νον ­ρα­ον".


Ο σύγ­χρο­νοι ­γιοι δέν ­λε­γαν τί­πο­τε δι­α­φο­ρε­τι­κό ­πό α­τό πού μς δι­α­σώ­ζει σύσ­σω­μη Πα­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση μέ­σα ­πό τίς ζω­ές καί τούς λό­γους ­σων ­κο­λού­θη­σαν ­π' λ­πί­δι ­να­στά­σε­ως τόν Ε­αγ­γε­λι­κό Λό­γο. Ζω­ή δί­χως ε­χα­ρι­στί­α ση­μαί­νει βί­ο ­νώ­φε­λο, ­χά­ρι­στο, χω­ρίς λ­πί­δα, χω­ρίς Χρι­στό. "Πάν­το­τε χαί­ρε­τε, ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε, ν παν­τί ε­χα­ρι­στε­τε", μς πα­ραγ­γέ­λλει ­πό­στο­λος τν ­θνν Πα­λος, πε­ρι­γρά­φον­τας τόν τρό­πο τς ζω­ς τς πρώ­της Χρι­στι­α­νι­κς κοι­νό­τη­τας, πού ζο­σε στόν παλ­μό τς δι­δα­σκα­λί­ας το Χρι­στο.


Θεί­α Λει­τουρ­γί­α πού ­πο­τε­λε τό κέν­τρο ­λης τς ρ­θό­δο­ξης λα­τρεί­ας κο­ρυ­φώ­νε­ται μέ τήν Κοι­νω­νί­α τν ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων πού ­πο­κα­λε­ται Θεί­α Ε­χα­ρι­στί­α. Λί­γο πρίν, στήν ε­χή τς ­γί­ας ­να­φο­ρς διά το στό­ματος το ­ε­ρέ­α, ­μο­λο­γο­με ­πό τά βά­θη τς ­παρ­ξής μας τήν δο­ξο­λο­γί­α γιά τήν ζω­ή πού μς χα­ρί­στη­κε, γιά τήν πί­στη καί τήν λ­πί­δα πού μς δό­θη­κε: «­ξιον καί δί­και­ον Σέ ­μνεν, Σέ ε­λο­γεν, Σέ α­νεν, Σο ε­χα­ρι­στεν, Σέ προ­σκυ­νεν». Μέ τόν α­νο α­τό κα­τα­θέ­του­με στόν πα­τέ­ρα μας ­λη μας τήν ­παρ­ξη, τήν ε­γνω­μο­σύ­νη μας. Καί συ­νε­χί­ζου­με: "Γιά ­λα α­τά, ­σέ­να ε­χα­ρι­στο­με, τόν Πα­τέ­ρα καί τόν μο­νο­γε­ν σου Υ­ό καί τό ­γιο Πνε­μα· γιά λ’ α­τά, ­σα ξέ­ρου­με κι ­σα δέν ξέ­ρου­με, γιά ­σες βλέ­που­με κι ­σες δέν βλέ­πο­υμε ε­ερ­γε­σί­ες, πού ­κα­μες σέ μς".


Καί λα­ός ­παν­τ, πά­λι δο­ξο­λο­γι­κά: "­γιος, ­γιος, ­γιος ε­σαι Κύ­ρι­ε τν Δυ­νά­με­ων· γε­μά­τος ο­ρα­νός καί γ ­πό τήν δό­ξα σου. Σ­σε μας, ­ψι­στε Θε­έ· ε­λο­γη­μέ­νος ρ­χό­με­νος στό ­νο­μα το Κυ­ρί­ου. Σ­σε μας, ­ψι­στε Θε­έ".
Α­τή α­σθη­ση τς ε­γνω­μο­σύ­νης καί δο­ξο­λο­γί­α στόν Θε­ό ε­ναι τό κέν­τρο τς πί­στης μας, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο γιά τήν λ­πί­δα μας. Τί­πο­τε δι­κό μας δέν ­χου­με. Α­τός μς δη­μι­ούρ­γη­σε κ το μή ν­τος, μς ­γα­π πα­ρ' ­λη τήν ­στο­χί­α μας, μς συγ­χω­ρε πα­ρ' ­λα τά ­στα­μά­τη­τα λά­θη μας.


Κι ­σο νοι­ώ­θου­με μυ­στι­κά α­τήν τήν ­γά­πη το Θε­ο διά τς χά­ρι­τος το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν ζω­ή μας, θέ­λου­με νά κά­νου­με πρά­ξη τήν ε­χή πού ­χου­με κού­σει λί­γο νω­ρί­τε­ρα στήν Με­γά­λη Συ­να­πτή:"­αυ­τούς καί λ­λή­λους καί π­σαν τήν ζω­ήν ­μν Χρι­στ τ Θε­ πα­ρα­θώ­με­θα". ς ­φή­σου­με κα­θέ­νας μας κι ­λοι μα­ζί τόν ­αυ­τό μας κι ­λη μας τήν ζω­ή στόν Θε­ό μας ­η­σο Χρι­στό. Μό­νο ­τσι κα­νείς προ­γεύ­ε­ται τήν χα­ρά τς Βα­σι­λεί­ας. Νά ­φή­σου­με στά χέ­ρια το Θε­ο τήν ζω­ή μας, νά ε­χα­ρι­στο­με γιά τά πάν­τα, νά συ­ναι­σθαν­θο­με ­τι δο­ξο­λο­γί­α ς τρό­πος ­παρ­ξια­κός, μ­πρα­κτος, ε­ναι μό­νη ­λη­θι­νή πί­στη καί ­πο­τε­λε τήν ­σω­τε­ρι­κή ­πί­κλη­ση τς χά­ρι­τος το Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος.


­χα­ρι­στί­α, γκρί­νια, μεμ­ψι­μοι­ρί­α, μς κά­νουν νά ξε­χν­με στήν ο­σί­α τόν Θε­ό, μς στρέ­φει στό σκο­τά­δι, μς κά­νει νά μοι­ά­ζου­με μέ κα­κο­μα­θη­μέ­να παι­διά πού ξέ­χα­σαν τόν δω­ρη­τή κι ­τσι δέν μπο­ρον πλέ­ον νά χα­ρον ο­τε τό δ­ρο, κα­θώς λέ­ει ­γιος ­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος.


­ποι­ος γνω­ρί­ζει τόν Κύ­ριο ­πως πράγ­μα­τι ε­ναι, ς Θε­ό ­γά­πης καί ε­σπλαγ­χνί­ας, καί πι­στεύ­ει σ’ Α­τόν μέ τήν μ­πι­στο­σύ­νη το μι­κρο παι­διο στόν πα­τέ­ρα Του, μ­πι­στεύ­ε­ται τήν ζω­ή του καί ­πι­θυ­με τήν ­δια ­γά­πη καί ε­σπλαγ­χνί­α νά τήν με­τα­δί­δει στόν πλη­σί­ον, ­φο δω­ρε­άν τήν ­λα­βε καί δω­ρε­άν θέ­λει νά τήν δώ­σει (Μτθ. 10, 8). Ζε καί ε­χα­ρι­στε, ­να­πνέ­ει καί δο­ξο­λο­γε καί πάν­τα α­σθά­νε­ται ­τι δέν μπο­ρε νά ε­ναι ­ξιος τς ε­ερ­γε­σί­ας το Θε­ο ­φο δια­ρκς πέ­φτει καί κά­νει λά­θη, μά κα­θώς ση­κώ­νε­ται καί πά­λι, θέ­λει κι λ­λο νά ζε τήν κά­θε μέ­ρα δο­ξο­λο­γών­τας, ε­ερ­γε­τών­τας, ­γα­πών­τας, με­τα­νο­ών­τας.


Α­τός ε­ναι λό­γος πού Θεί­α με­τά­λη­ψη λέ­γε­ται Θεί­α Ε­χα­ρι­στί­α, α­τός ε­ναι λό­γος πού δέν μπο­ρε νά ­πάρ­ξει ρ­θό­δο­ξη πί­στη δί­χως Ε­χα­ρι­στί­α. Τρ­με τήν σάρ­κα Του καί πί­νου­με τό α­μα Του για­τί κε­νος μς τό ζή­τη­σε καί για­τί θέ­λου­με νά γί­νου­με ­να μα­ζί Του, νά γί­νει ζω­ή Του, ζω­ή μας.


Ψάλ­λου­με πρίν τόν κα­θα­για­σμό τν Θεί­ων Δώ­ρων τό "Σέ ­μνο­μεν, σέ ε­λο­γο­μεν, σοί ε­χα­ρι­στο­μεν, Κύ­ρι­ε, καί δε­ό­με­θά σου, (­σύ ε­σαι) Θε­ός ­μν". Τό λέ­με α­τό για­τί κα­τα­λα­βαί­νου­με ­τι Θεί­α Ε­χα­ρι­στί­α ε­ναι τό κέν­τρο ­λης τς ζω­ς μας. ­τσι ­φεί­λου­με νά ζο­με κά­θε στιγ­μή τς ζω­ς μας, στήν χα­ρά καί τήν λύ­πη, στήν δο­κι­μα­σί­α καί στόν πει­ρα­σμό. Ζο­με δο­ξο­λο­γών­τας τήν Χαρ­μο­λύ­πη. Χαι­ρό­μα­στε εύ­χα­ρι­στών­τας μ­πρα­κτα κα συ­νά­μα λυ­πό­μα­στε γιά τίς ­μαρ­τί­ες μας. Πα­ρα­κα­λο­με καί ε­χό­μα­στε, δο­ξο­λο­γο­με καί χαι­ρό­μα­στε.


Κι ­φο κοι­νω­νή­σου­με τό Σ­μα καί τό Α­μα Του, ­πι­θυ­μν­τας νά ε­ναι κά­θε στιγ­μή τς ζω­ς μας σάν κι α­τή, ­φο Θεί­α Ε­χα­ρι­στί­α ε­ναι - καί πρέ­πει νά ε­ναι - τό ­πο­κο­ρύ­φω­μα τς ­βδο­μά­δας μας, δο­ξο­λο­γο­με καί πά­λι διά το στό­μα­τος το ­ε­ρέ­α: "Σέ ε­χα­ρι­στο­με, φι­λάν­θρω­πε Δέ­σπο­τα, ε­ερ­γέ­τη τν ψυ­χν μας, για­τί καί σή­με­ρα μς ­ξί­ω­σες νά με­τα­λά­βου­με τά ­που­ρά­νια καί ­θά­να­τα μυ­στή­ριά Σου. Κά­με ­σιο καί σω­στό τόν δρό­μο μας, στή­ρι­ξέ μας ­λους μέ­σα στόν φό­βο Σου, φρού­ρη­σε τήν ζω­ή μας, στε­ρέ­ω­σε τά βή­μα­τά μας· μέ τίς ε­χές καί τίς ­κε­σί­ες τς ν­δο­ξης Θε­ο­τό­κου καί ­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας κι ­λων τν ­γί­ων Σου. Για­τί σύ ε­σαι ­για­σμός μας κι σέ­να δο­ξά­ζου­με, τόν Πα­τέ­ρα καί τόν Υ­ό καί τό ­γιο Πνε­μα, τώ­ρα καί πάν­τα καί στούς ­τε­λεύ­τη­τους α­­νες". (Ε­χή πρίν τήν ­πό­λυ­ση).