Σελίδες

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Του π. Χριστόδουλου Μπίθα 



Εἶναι περίεργο πῶς στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας, οἱ χαρακτῆρες μας καί ἡ ψυχοσύνθεσή μας τόσο πολύ φανερώνοται, ἔτσι πού μπορεῖ νά ἐκπλησσόμεθα ἀπό τό πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος πού μέχρι χθές φαινόταν ἤρεμος, ἥσυχος, ἤ ἀντίθετα ἀποφασιστικός, νά εἶναι τώρα πανικοβλημένος. Καί ἀντίθετα κάποιος πού φαινόταν νά μήν συμμετέχει καί πολύ σέ ὅσα γίνονται, νά βγαίνει μπροστά καί νά δοξάζεται. Αὐτή τή συγκεκριμένη ἡμέρα πού ὁ Χριστός βρισκόταν στόν τάφο, ὅλοι ἐκεῖνοι πού Τοῦ ὑπόσχονταν ὅτι θά πέσουν καί στή φωτιά γιά Ἐκεῖνον, ὁ Πέτρος, ὁ Θωμᾶς, ὁ ἀγαπημένος Του Ἰωάννης, κάθονταν μέσα στό σπίτι καί κλαίγανε. Ἦταν διαλυμένοι. Δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν ὅτι ὅλα τελείωσαν. Ὅτι ὁ δάσκαλος ἦταν νεκρός. Ὅτι ὁ προφήτης πού εἶχαν ἀκολουθήσει δέν ὑπῆρχε πιά. Κάποιες στιγμές μᾶλλον εἶχαν πιστέψει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, ὅτι εἶναι ὁ Θεός. Ὕστερα ἀπό αὐτό πού εἶδαν τά μάτια τους, ἀπογοητεύτηκαν. 
Καί καθώς αὐτοί κάθονταν καί ἔκλαιγαν, δυό ἄλλοι ἀπό τούς κρυφούς μαθητές, δύο ἐπιφανῆ μέλη τῆς ἑβραϊκῆς κοινωνίας, ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί ὁ Νικόδημος, αὐτός πού ὀνομάστηκε νυχτερινός μαθητής τοῦ Κυρίου, γιατί τόν συναντᾶμε νά πηγαίνει νά μιλάει κρυφά, γιά τόν φόβο προφανῶς τῶν ἄλλων Φαρισαίων, αὐτοί οἱ δύο βγαίνουν μπροστά, γίνονται ρεζίλι θά λέγαμε μέ ἁπλά λόγια, μπροστά στά μάτια τῶν ὁμοεθνῶν τους. Ντροπιάζονται παρότι ἦταν σπουδαῖοι καί τρανοί, μέσα σέ μιά κοινωνία ὅπου εἶχαν ἐξέχουσες θέσεις, ἀπό ἕναν ρωμαῖο διοικητή νά ζητήσουν τό σῶμα τοῦ νεκροῦ δασκάλου. Ἐκείνη ἡ στιγμή γι' αὐτούς τούς δύο εἶναι στιγμή παλικαριᾶς. Ὁριακή στιγμή, λεβεντιᾶς. Οἱ μαθητές καί ἀγαπημένοι, κρυμμένοι. Καί αὐτοί ἐκτίθενται, βγαίνουν μπροστά καί δέν τούς νοιάζει τίποτα. Κι αὐτοί δέν ἔχουν καταλάβει ὅτι ὁ δάσκαλος ἦταν ὁ Μεσσίας. Ὅμως ἐκείνη τή στιγμή νοιώθουν τήν ἀνάγκη ἐπιτέλους νά φανερωθοῦν. Τόσο καιρό πού ὁ δάσκαλος ἦταν ζωντανός καί δίδασκε κρύβονταν. Ὅταν πέθανε εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νά κάνουν τό χρέος τους. «Ἀφοῦ δέν πάει κανείς, θά πᾶμε ἐμεῖς. Ἀφοῦ ἔχουμε τή δυνατότητα νά χρησιμοποιήσουμε τήν ἰδιότητά μας θά τό κάνουμε. Δέν μᾶς νοιάζει ἀπολύτως τίποτα πιά. Ἐμεῖς Τόν ἀγαπήσαμε πολύ».


Ἀπό κοντά καί οἱ γυναῖκες. Ὅλες αὐτές οἱ γυναῖκες πού Τόν ἀκολουθοῦσαν ὡς μαθήτριες. Αὐτές πού ξέρουμε καί οἱ ἄλλες οἱ ἀνώνυμες πού δέν θά μάθουμε ποτέ. Ἀλλά πού ζοῦν σέ κοινωνία μέ τόν Θεό ἀπό τότε. Παίρνουν μιά ἀπόφαση. Νά πᾶνε στόν τάφο νά κάνουν αὐτό πού πρέπει νά κάνουν σ' ἕναν νεκρό. Οἱ μαθητές δέν ἀκολουθοῦν. Θά μποροῦσε κάποιος νά πεῖ «αὐτά εἶναι γυναικεῖες δουλειές, δέν πᾶνε οἱ ἄντρες». Δέν εἶναι ἔτσι. Ξέρει πολύ καλά ὅποιος ἔχει χάσει ἕνα ἀγαπημένο του πρόσωπο, ὅτι ἡ ἀνάγκη εἶναι νά πάει στό μνῆμα, νά κάτσει δίπλα. Ἔστω παλεύοντας μέσα του μέ τή σκέψη ὅτι αὐτός πού ἀγαποῦσε δέν ὑπάρχει πιά κι ὅτι πιθανόν νά ζεῖ στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πάντως θέλει νά εἶναι ἐκεῖ. Πόσο μᾶλλον ὅταν μπορεῖς νά τόν ἀγγίξεις σαβανωμένο. Νά κλάψεις πάνω ἀπό τό νεκρό σῶμα Του.  
Οἱ μαθητές, λοιπόν, φοβισμένοι. Οἱ κρυφοί μαθητές φανερωμένοι. Κι οἱ γυναῖκες στό μνημεῖο. Πῶς φανερώνονται οἱ χαρακτῆρες κι οἱ ψυχοσυνθέσεις! Ὁ συναισθηματισμός τῶν γυναικῶν τίς κάνει ν' ἀφήσουν τόν ὀρθολογισμό στήν ἄκρη «πέθανε πιά, πάει πιά, τώρα μπορεῖ καί νά μᾶς πιάσουν, τώρα χαθήκαμε». Καί νά ποῦνε ὅτι «Θά πᾶμε. Ἐμεῖς Τόν ἀγαπήσαμε. Πρέπει νά κάνουμε ὅλα αὐτά τά χρειαζούμενα, νά ἀποδώσουμε τίς τιμές. Νά τόν ἀγγίξουμε καί λίγο, ἔστω νεκρό».
Παλεύει ὁ ἄνθρωπος ἀνάμεσα στό συναίσθημα καί τόν ὀρθολογισμό σ' ὅλη του τή ζωή. Δέν εἶναι μόνο οἱ γυναῖκες καί οἱ ἄντρες. Εἶναι καί οἱ χαρακτῆρες. Ὑπάρχουν ἄντρες συναισθηματικοί καί ὑπάρχουν καί γυναῖκες πού ἔχουν πολύ ἔντονο ὀρθολογισμό. Κι ὁ καθένας νομίζει ὅτι ἡ ματιά στόν κόσμο εἶναι ὅπως ἐκεῖνος τόν βλέπει. Ὅμως κάπου ἀλλοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Πάντα ἡ ἀλήθεια εἶναι στήν ἀρετή. Σ' αὐτό πού εἶναι ἡ μεσότητα. Σ' αὐτό πού ὁδηγεῖ στόν Θεό. Σ' αὐτό πού μᾶς φέρνει κοντά στούς ἀνθρώπους. Ὀχυρώνονται οἱ συναισθηματικοί ἄνθρωποι πίσω ἀπό τόν συναισθηματισμό τους. Πολλές φορές πίσω ἀπό τόν ὑπέρ-συναισθηματισμό τους. Κι ἐνῶ ἀγαπᾶνε, ἐνῶ εἶναι ἱκανοί γιά τό καλύτερο, κάνουν τό χειρότερο. Μπερδεύονται, θυμώνουν, ἐκνευρίζονται, παρεξηγοῦνται. Ὀχυρώνονται οἱ πιό λογικοί ἄνθρωποι πίσω ἀπό τόν ὀρθολογισμό τους: «Δέν χρειάζονται πολλά-πολλά, οὔτε πολλές συγκινήσεις. Δέν μπορῶ νά ἐκτίθεμαι, ἐγώ εἶμαι λογικός ἄνθρωπος». Καί τίς περισσότερες φορές καί αὐτό τό προτέρημα χάνεται μέσα στό ἐλάττωμά του.

Οὔτε τό ἕνα, οὔτε τό ἄλλο. Τό ζητούμενο εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ μεσότητα, ὅπως λένε οἱ Πατέρες. Τό μέτρο πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει πλούσιο συναίσθημα θά πρέπει νά πορευτεῖ ἐν Χριστ γιά νά μπορέσει αὐτόν τόν συναισθηματισμό νά μήν τόν ἔχει ὡς ἁπλῶς ἕνα χαρακτηριστικό τῆς φύσης του, ἀλλά νά τό κάνει πραγματικά ἀρετή. Νά μπορεῖ νά σκέφτεται καί λογικά καί νά διατηρήσει ἕναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Καί αὐτός πού εἶναι ἐγκεφαλικός νά προσέξει. Νά προσέξει πολύ. Γιατί μέσα σέ αὐτό τόν ὀρθολογισμό πολλοί ἄνθρωποι περνοῦν τή ζωή τους χωρίς νά νοιώσουν συγκινήσεις, χωρίς νά νοιώσουν χαρές. Ὅλα τά κοσκινίζουν, ὅλα τά μετρᾶνε. Καί βέβαια βλέπουν τούς ἄλλους καί λένε «ἐγώ δέν μπορῶ νά 'μαι ἔτσι». 
Κι ὅμως, ἀλίμονο σέ αὐτόν πού δέν μπόρεσε νά ἀφήσει τό συναίσθημά του πλούσιο. Νά νοιώσει τή χαρά, νά νοιώσει τή λύπη, νά νοιώσει τή συμμετοχή στή χαρά καί τόν πόνο τοῦ ἄλλου. Καί εἶναι περιχαρακωμένος σέ ἰδεολογήματα «αὐτό εἶναι τό σωστό, ἐκεῖνο τό λάθος». Καί ἀλίμονο ἀπ' τήν ἄλλη πλευρά σέ ἐκεῖνον πού πνιγμένος στό συναίσθημά του δέν μπόρεσε νά τό ἐλέγχει. Ἡ πνευματική ζωή, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι μιά ζωή, ὅπου καλεῖται ὁ ἄνθρωπος ὅλα νά τά ἀναμορφώσει, ὅλα νά τά ἀλλοιώσει, ὅλα νά τά καθαγιάσει. Βεβαίως καί δέν ἀλλάζουμε οἱ ἄνθρωποι. Ἴδιοι μένουμε. Ὅμως μποροῦμε νά κινηθοῦμε πρός τό μέτρο κι ἐκεῖ νά συναντήσουμε καί τούς ἄλλους καί νά ἐπικοινωνήσουμε.
Βλέπουμε τούς μαθητές, λοιπόν, ὅλους πρίν ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καί πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψη καί τήν Πεντηκοστή νά διατηροῦν ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά πού ἔχουμε κι ἐμεῖς. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ Πέτρος πού ἔλεγε «θά πάω νά πεθάνω μαζί Του», ὅπως τό 'λεγε κι ὁ Θωμᾶς; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ Πέτρος πού ἔλεγε «ἐγώ ἀρνοῦμαι νά μοῦ πλύνεις τά πόδια»; Τόν εἴδαμε λίγο ἀργότερα νά Τόν προδίδει τρεῖς φορές. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ Ἰούδας ὁ ζηλωτής, ὁ ἔνθερμος; Πρόδωσε καί αὐτοκτόνησε. Ποῦ εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ ἀγαπημένος πού κάτω ἀπό τόν σταυρό τόν ξεχώρισε καί τοῦ εἶπε «ἀπό δῶ καί πέρα ἡ μάνα μου θά εἶναι μάνα σου»; Ποῦ ἦταν αὐτοί; Κλεισμένοι στά χαρακτηριστικά τῆς φύσης τους. Ὅπως εἴμαστε καί ἐμεῖς.


Καί κάνουμε τό μεγάλο λάθος πολλές φορές ὅταν ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία νά φορτωνόμαστε μέ ἰδεολογήματα ἤ μέ συναισθηματισμούς καί νά νομίζουμε ὅτι ἔτσι θά πορευτοῦμε, ὅτι δέν χρειάζεται ν' ἀλλάξουμε τίποτα. Ἀρκεῖ νά μάθουμε τά τυπικά, νά μάθουμε λίγη θεολογία, νά μάθουμε τελοσπάντων τά ἐξωτερικά τῆς θρησκείας καί ἀπό 'κεῖ καί πέρα νά μήν ἁμαρτάνουμε. Νομίζουμε ὅτι εἶναι ἔτσι, ἀλλά δέν εἶναι. Δέν χωράει στόν παλιό ἀσκό τό καινούριο κρασί. Γιατί τό καινούριο κρασί θά σκίσει τόν ἀσκό. Καί τό τραγικό μας λάθος εἶναι ὅτι ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία, προτάσσουμε ὅλα τά καλά μας, τά προτερήματά μας κι ὅσα μέ νύχια καί μέ δόντια μέσα στήν ἀνασφάλειά μας μπορέσαμε νά ἰσορροπήσουμε στόν χαρακτήρα μας καί μετά ἀναρωτιόμαστε: «Μά γιατί δέν πάω καλά πνευματικά; Γιατί κατακρίνω συνεχῶς; Γιατί ἔχω τόσο πολλή λύπη; Γιατί ἔχω τόσα πολλά νεῦρα; Γιατί μοῦ φταῖνε πάντα οἱ ἄλλοι; Γιατί δέν μπορῶ νά συγχωρήσω»; Ἄν ἀναρωτιόμαστε αὐτά, δέν καταλαβαίνουνε ὅτι ἀκριβῶς τό ἴδιο πράγμα λέγαμε καί πρίν. Μόνο πού τώρα τό λέμε μέ θρησκευτικά λόγια, ἐνῶ πρίν τό λέγαμε μέ τά ἄλλα μας λόγια, σ' ὅ,τι πιστεύαμε.
Ἀκούσαμε σήμερα τό Εὐαγγέλιο του Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, τοῦ μαθητῆ τῆς ἀγάπης, πού συνέγραψε αὐτές τίς καταπληκτικές, συγκλονιστικές ἐπιστολές τῆς ἀγάπης καί αὐτό τό θεολογικότατο Εὐαγγέλιο. Αὐτός πού δυστυχῶς ἡ ἀνοησία μας καί ὁ φανατισμός μας καί ἡ ἀκατηχησία μας, τόν ἔχει κάνει τσελεμεντέ τῆς μελλοντολογίας. Ἔχει κάνει τό κείμενο τό ἀποκαλυπτικό, αὐτό πού ἔγραψε μέσα ἀπό τή μεγάλη του ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί μέσα ἀπό τή θεοπτία πού εἶχε καί πού δέν ἔχει διαφορές οὔτε ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο οὔτε ἀπό τίς ἐπιστολές τῆς ἀγάπης, μόνο ἔχει μιά ἄλλη γλώσσα κι ἕνα ἄλλο κέντρο ἀλλά λέει τά ἴδια πράγματα. Αὐτός, λοιπόν, ὁ τόσο παρεξηγημένος στό κείμενό του αὐτό τῆς Ἀποκάλυψης, ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, λέει ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ὅλος φῶς.  Κι ὅποιος νομίζει ὅτι ἔχει τό φῶς μαζί του, ὅτι ἔχει τόν Θεό μαζί του, εἶναι στό σκοτάδι, εἶναι ξεγελασμένος. 

Γιατί τό νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό φῶς σημαίνει ν' ἀφήσει τόν παλιό του ἑαυτό γιά νά τόν ξαναβρεῖ καινούριο. Σημαίνει ὅτι τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς του θά μπορέσει νά φωτιστεῖ. Καί ὅλη αὐτή ἡ μιζέρια πού κουβαλάει εἴτε εἶναι μορφωμένος καί παραμορφωμένος, εἴτε ὑπερσυναισθηματικός δηλαδή εὔθικτος, εἴτε εἶναι ἔτσι, εἴτε ἀλλιῶς, εἴτε εἶναι δειλός, εἴτε εἶναι ἄνθρωπος μεγάλης τόλμης, τό ζητούμενο εἶναι νά βγεῖ στό φῶς. Νά βγοῦμε στό φῶς, νά τό νοιώσουμε. Δέν τό νοιώθουμε. Κλεισμένοι εἴμαστε στόν ἑαυτό μας, μικρά φοβισμένα ἀνθρωπάκια πού ἐπαναλαμβάνουμε ὅ,τι ἐπαναλαμβάνει ὁ κόσμος. Καί ξεχνᾶμε ὅτι τό φῶς εἶναι κάτι ἄλλο.
Ἄς ἀνοίξουμε τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Ἄς ἀνοίξουμε τίς δυό ἐπιστολές τῆς ἀγάπης κι ἄς διαβάσουμε. Ἔχουμε καμία σχέση μ' αὐτό; Ἤ μήπως μπορεῖ νά μοιάζουμε περισσότερο ἄλλοι μέ ταλιμπάν, ἄλλοι μέ βουδιστές, ἄλλοι μέ μαρξιστές, ἄλλοι μέ ὁτιδήποτε ἐν πάσῃ περιπτώσει περιέχει τήν κατάληξη -ιστές, τήν κατάληξη -ισμός. Μήπως αὐτός ὁ -ισμός μᾶς κάνει νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἕνας θεσμός ἁπλῶν ἀνθρώπων πού ὁ ἕνας κατηγορεῖ τόν ἄλλο καί τελικά ὅλοι φοβόμαστε καί τή σκιά μας; Μήπως φοβόμαστε κάθε ὥρα καί κάθε στιγμή τόν θάνατο; Μήπως εἴμαστε συνεχῶς ἀγχωμένοι, νευρικοί, ἐκνευρισμένοι; Καί μήπως δέν ἔχουμε καμία σχέση μέ τό φῶς; «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός», λέει. Κι ἐμεῖς γι' αὐτό τό φῶς εἴμαστε στήν Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει ἄλλος λόγος νά εἴμαστε. Ἔχουμε μιά ἐλπίδα ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά ἀπό ἐδῶ. Ἀλλά γιά νά συνεχιστεῖ μετά ἀπό ἐδῶ, θά πρέπει τό φῶς ἐδῶ νά τό νοιώσουμε. Ἄν δέν τό νοιώσουμε τό φῶς, ἡ ζωή πάλι θά συνεχίζεται χάριν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μουντή ἦταν καί μουντή θά συνεχίσει.
Λένε κάποιοι, εἶναι σκληρό αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία. Δέν εἶναι σκληρό. Δέν τιμωρεῖ κανένα ὁ Χριστός. «Κανένα δέν κολάζει», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ὁ Θεός στόν μέλλοντα αἰώνα. Εἶναι ὅμως ἡ μέθεξη τρυφή, ἡ δέ ἀμεθεξία κόλαση». Εἶναι δηλαδή ἡ σχέση μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο αὐτό πού δημιουργεῖ τήν κοινωνία τῆς χαρᾶς μέ τόν Θεό. Καί αὐτό συνεχίζεται καί μετά. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἐδῶ γιά νά κρίνουμε τί θά γίνει μετά. Εἶναι τοῦ Θεοῦ τό θέλημα αὐτό. Ὅμως εἶναι κρίμα γενιά μέ τή γενιά, χιλιάδες ἄνθρωποι νά φεύγουν ἀπ' αὐτό τόν κόσμο καί νά μήν ἔχουν νοιώσει τή χαρά τοῦ νά δίνονται στόν διπλανό τους. Νά εἶναι βουλιαγμένοι στήν γκρίνια, στή μουρμούρα, στήν ἀχαριστία, στό θυμό. 


Ἄν κάτι εἶναι πού μᾶς διαλύει τίς ψυχές καί τίς ζωές εἶναι ὅτι εἴμαστε βουτηγμένοι σέ αὐτή τή μαυρίλα καί δέν ὑπάρχει φῶς στή ζωή μας. Γιατί δέν κάνουμε τίποτα ἄλλο παρά νά παρεξηγοῦμε καί νά παρεξηγούμεθα, νά μουρμουράμε καί νά γκρινιάζουμε. Κι ἄν κάποιος λέει ὅτι ἐγώ δέν εἶμαι κακός καί δέν πειράζω κανένα, ἄς κοιτάξει κι ἄς ἐξετάσει τήν ψυχή του. Πόσο φῶς ἔχει; Πόση χαρά ἔχει; Πόσο τή μεταδίδει στούς γύρω του; Κουραστήκαμε μέ αὐτά τά πρέπει πού ἀσταμάτητα ἐκτοξεύει ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Αὐτό πού μᾶς λείπει εἶναι λίγη χαρά, λίγη πραγματική χαρά. Ὄχι ἡ χαρά πού δίνει τό ἀλκοόλ, τό ναρκωτικό, ἡ ἔκσταση μιᾶς ἡδονῆς. Ἀλλά αὐτή ἡ ἔκσταση πού φέρνει ἡ ζωή κοντά στόν Χριστό. Ὅποιος τή δοκίμασε λίγο, μετά λυπᾶται πού δέν τήν ἔχει καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ τή φέρει. Ὅποιος δέν τή δοκίμασε ποτέ ἄς προσπαθήσει. Ἄς ζητήσει, ἄς παρακαλέσει. Ἡ ζωή περνάει καί χάνεται κι εἶναι τραγικό νά περάσει ἡ ζωή μας καί νά μήν πάρουμε εἴδηση ἀπό αὐτή τή γεύση τοῦ φωτός. 

Δέν εἶναι τά λόγια αὐτά ἀπαισιόδοξα. Καί οἱ μαθητές ἔτσι ἦταν πρίν. Ὅλα τά εἶχαν ἀφήσει ἀποφασισμένοι. Εἶχαν ἔρθει σέ σύγκρουση μέ τούς ἄλλους τῆς κοινότητάς τους, μέ τούς ὁμοεθνεῖς, τούς συγγενεῖς τους. Κι ὅμως εἶχαν ὅλα αὐτά τά ἐλαττώματα πού ἔχουμε κι ἐμεῖς. Ἐκεῖ καταλήγουμε. Μόνο ὅταν ἦρθε ἡ Πεντηκοστή φωτίστηκαν καί ἄλλαξε ἡ ζωή τους. Καί ἔγιναν μάρτυρες τοῦ Κυρίου. Καί ἔγιναν Ἀπόστολοι τῶν ἐθνῶν. Αὐτούς νά ἀκολουθήσουμε. Κι ἄν μᾶς φαίνεται πολύ φοβερό νά αἰσθανθοῦμε τούς ἑαυτούς μας Ἀποστόλους, ἄς τό σκεφτοῦμε λίγο νά εἴμαστε μικροί Ἀπόστολοι. Στήν οἰκογένειά μας, στούς γείτονές μας, στούς γύρω μας, σ' ὅποιον μποροῦμε τελοσπάντων. Ἀλλά αὐτό πού λέμε ὅτι πιστεύουμε νά τό πιστεύουμε. Γιατί κανείς δέν ξέρει πότε ἔρχεται τό τέλος. Γιατί ὁ νυμφίος ἔρχεται στό μέσο τῆς νυκτός. Ὁ Θεός νά μᾶς δίνει δύναμη, νά μᾶς δίνει εὐλογία νά πορευόμαστε! Ἀμήν!

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Τον θεό μπορείς να τον ξεμάθεις μόνο...


 Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου στοχαστή Ζήσιμου Λορεντζάτου, σταχυολόγηση  από το βιβλίο «Collectanea», εκδ. Δόμος. 
(Αναδημοσίευση από το Blog "Ιδιωτική οδός".)


 
542 Στη βραδινή προσευχή μου είδα χθες, ξαφνικά, τούτο που δεν είχα ξαναδεί: «ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων…». Ως εδώ –είδα– μπορούν να ψάχνουν και να παλεύουν για την «αλήθεια» τους η φιλοσοφία ή η επιστήμη, μέσα στον πολυθαύμαστο κόσμο «ουρανού και γης», «ορατών τε πάντων». Aπό εκεί και πέρα, εκείνο που με συνέχει εμένα και με συντηρεί είναι το παραμικρό συμπλήρωμα «και αοράτων». Στον ποιητή και των δυο (τε άτονο) και όχι μοναχά του ενός, κατευθύνεται η προσευχή μου. 
 
852 Tο πρώτο πράμα στη ζωή μου είναι η ζωή. Έπειτα έρχονται τα άλλα όλα, η σκέψη, η δουλειά, τα ενδιαφέροντα, η απασχόληση με διάφορα προβλήματα ή ζητήματα, η διανόηση κοντολογίς ή τα γράμματα και οι τέχνες. Δεν μπορώ, δηλαδή, κάθε μέρα να βάζω, πρώτα από τη ζωή μου, την απασχόλησή μου με όσα διαβάζω σε βιβλία, με όσα γράφω ή αναπτύσσω ή διαλογίζομαι ή απασχολούμαι, επειδή τάχα κατέχω μιαν ιδιότητα άλλη από τη ζωή –και για μερικούς σπουδαιότερη– εκείνη του σκεφτόμενου ή του φιλόσοφου ή του κριτικού ή του ερευνητή ή του περιφερόμενου ομιλητή σε συναπαντήματα και συνέδρια. Δεν κάνω όπως άλλοι. Όμως στη ζωή μου μέσα υπάρχουν η θρησκεία και η αγάπη, οι μόνες δυνάμεις που αναταράζουν τα βάθη μας, καταπώς ωραία το σημείωνε από νωρίς στη ζωή τη δικιά του ο W. B. Yeats. Tα υπόλοιπα όλα ταράζουν λίγο την επιφάνεια και αυτό είναι όλο. («The only two powers that trouble the deeps are religion and love, the others make a little trouble upon the surface» – γύρω στο 1898, θαρρώ). 
 
1171 Zωή και θάνατος είναι τίποτα – μπροστά στην Aνάσταση.

Πού ’ναι το τέλος;
Εν αρχή ην ο Λόγος
εμείς στη μέση.
Αλφαβητάρι, Ν. 1969. 23.


Μαθαίνω κάτι μοναχά σα θα το ιδώ χεροπιαστό μπροστά μου
Μα το θεό δε μας τον έμαθε κανείς [...]
Το θεό μπορείς να τον ξεμάθεις μόνο.
[«Έμαθα τον Όμηρο στην Αλβανία»], 17-18, 30. Μικρά Σύρτις, 1955. 34-35.


Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Ο άπιστος Θωμάς κι εμείς


Απομαγνητοφωνημενη ομιλία του π. Χριστοδούλου, 
στην Κυριακή του Θωμα.

Επικράτησε στην προφορική παράδοση να ονομάζεται ο Απόστολος Θωμάς άπιστος, εξαιτίας αυτής της φράσης που είπε ο Χριστός «να μην γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός». Στην πραγματικότητα όμως, ο Θωμάς δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επαναλάβει με τον δικό του τρόπο αυτό που έκαναν και οι άλλοι μαθητές. Θυμόμαστε όλοι, ότι όταν οι γυναίκες, παρακινούμενες από τον συναισθηματισμό τους έτρεξαν στο μνήμα για να περιποιηθούν τον νεκρό Ιησού και βρήκαν άδειο το μνήμα κι όταν επέστρεψαν είπαν στους μαθητές τι έγινε κι εκείνοι δεν τις πίστεψαν.

Χρειάστηκε και αυτοί να δουν τον Χριστό μπροστά τους για να μπορέσουν να αποδεχτούν την Ανάσταση. Ο Θωμάς, ο οποίος έλειπε εκείνες τις μέρες, δεν έκανε τίποτα διαφορετικό. Είπε, αν δεν δω δεν θα πιστέψω. Και βρέθηκε μπροστά στον Χριστό. Κι όταν του ζήτησε ν’ ακουμπήσει το χέρι του στις πληγές κι ο Κύριος τού είπε αυτά που του είπε, εκείνος απάντησε «Ο Κύριός μου κι ο Θεός μου». Μέχρι εδώ ο Θωμάς δεν συμπεριφέρεται διαφορετικά από τους άλλους μαθητές, αλλά ούτε και έξω από την ανθρώπινη λογική. Δηλαδή, μπροστά στο θαύμα να ζητάει την λογική απόδειξη. Αυτό δεν είναι από πρώτη άποψη κακό.

Ο Απόστολος Θωμάς είχε την ίδια παρορμητικότητα με τον Πέτρο. Ἦταν ἰδιαίτερα ἀφοσιωμένος στον Χριστό - θυμόμαστε την απάντηση «πάμε να πεθάνουμε μαζί του», όταν ο Κύριος λέει στους μαθητές πώς πέθανε ο Λάζαρος και πως πρέπει να πάνε προς εκείνον».


 Καθένας από εμάς, επειδή ακριβώς του ’χει δοθεί νους απ’ τον Θεό ζητάει να δει για να μπορέσει να καταλάβει, να πιστέψει κάτι. Έχουμε ανάγκη, ειδικά οι άνθρωποι της εποχής μας, το να χρησιμοποιήσουμε τον νου μας, για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σ’ ένα σωρό αμφιβολίες, σ’ ένα σωρό προβλήματα, στην απελπισία που μας πιάνει, στην στενοχώρια που μας καταλαμβάνει. Να μπορέσουμε να τοποθετηθούμε λογικά απέναντι σ’ όλα αυτά τα φοβερά ζητήματα που συνεχώς, κάθε μέρα και κάθε χρόνο προκύπτουν. Μέχρις εδώ όλα καλά. Όμως υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα που ίσως το προσπερνάμε.

 Γιατί ο Κύριος, όταν ο Θωμάς του πει αυτά τα λόγια, απαντά: «Επειδή με είδες πίστεψες. Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες». Το ίδιο στην ουσία λέει και στους άλλους μαθητές. «Επειδή με είδατε πιστεύσατε. Αλλά είναι ευλογημένοι εκείνοι που θα πιστέψουν χωρίς να έχουν λογικές αποδείξεις».

Και εδώ είναι κάτι που μας ενδιαφέρει πάρα πολύ. Συνήθως, οι σύγχρονοι άνθρωποι ταυτιζόμαστε με τον Θωμά. Έχουμε ανάγκη, όπως είπα και πριν, να αποκτήσουμε αποδείξεις και λογικά επιχειρήματα για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο τούτο. Όμως, ξεχνάμε διαβάζοντας αυτό το χωρίο, ότι την ώρα που ο Κύριος έρχεται μπροστά στον Θωμά και τους μαθητές, λέει κάποιες κουβέντες που προσδιορίζουν εντελώς διαφορετικά το περιστατικό. Λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς και Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Ο Χριστός μιλά για την χάρη του Αγίου Πνεύματος κι οι μαθητές απαντούν «:Θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την λογική μας, έχουμε ανάγκη από λογικά επιχειρήματα». Και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά, είναι ότι θέλουμε αποδείξεις κι αφήνουμε το μυστήριο έξω από την ζωή μας.

Το «Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες» είναι μια φράση που περιέχει όλο το μυστήριο της ανθρώπινης μετανοίας. «Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες», σημαίνει ότι προσπαθώ να προσεγγίσω την σχέση μου με το Θείο μ’ έναν άλλο τρόπο. Όχι μέσα από την λογική μου, αλλά μέσα από μία σχέση προσωπική, όπου το ένα πρόσωπο έχω αποδεκτεί πως είναι ο Θεός της αγάπης και το άλλο πρόσωπο είμαι εγώ, ο αδύναμος, που όμως έφτασα σ’ ένα σημείο επιτέλους στην ζωή μου και είδα την ματαιότητα των πραγμάτων. Και θέλω κι εγώ να αγαπήσω και να αγαπηθώ επιτέλους. Γιατί σ’ ολόκληρη την ζωή μου στην πραγματικότητα, έζησα μέσα στην σκιά του φόβου και του θανάτου, της καχυποψίας προς τον απέναντι, προς τον πλησίον.

Σχέση προσωπική με τον Θεό σημαίνει κάτι πέρα από τα λογικά επιχειρήματα. Και εκεί βρίσκεται και το πρόβλημά μας. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι είναι ο Θεός από τότε που εννοούμε τον εαυτό μας, από την εφηβεία. Σκεφτόμαστε, ψάχνουμε απαντήσεις. Πότε συμφωνούμε, πότε διαφωνούμε. Αλλά αυτό δεν αλλάζει την ζωή μας. Ακόμη κι όταν παραμένουμε στην εκκλησία, κάποια στιγμή, αν είμαστε ειλικρινείς, συνειδητοποιούμε ότι η πίστη μας είναι χλιαρότατη. Είτε επειδή προερχόμαστε από μια χριστιανική οικογένεια, είτε επειδή διαβάσαμε πέντε πράγματα και τα καταλάβαμε, είτε επειδή ασκούμε κάποιο τύπο με ευλάβεια. Όμως αυτή η σχέση δεν μας συγκλονίζει. Δεν μας κάνει ν’ αλλάξουμε την ζωή μας. Δεν μας κάνει να αγαπήσουμε τον άλλο. Και το χειρότερο, δεν μας κάνει να αγαπήσουμε ούτε τον εαυτό μας. Γιατί ο άνθρωπος που δεν ένιωσε αγάπη ο ίδιος, δύσκολα μπορεί να αγαπήσει. Άνθρωπος που δεν ανοίχτηκε να βγει έξω από τον εαυτό του, να τον υπερβεί, να ανοιχτεί στους άλλους, να γίνει άνθρωπος προσφοράς, δύσκολα θα αγαπήσει τον εαυτό του. Θα τα ’χει και με τον ίδιο, θα τα ’χει και με τους άλλους.

Ο Χριστός μας καλεί σ’ ένα θαύμα κι εμείς του απαντάμε με λογικά επιχειρήματα. Πολλοί από εμάς μάλιστα θέλουν να δουν θαύματα για να πιστέψουν. Κι ο Θωμάς τι κάνει; Να βάλω, λέει, το χέρι μου στις πληγές, να δω το θαύμα, να το συνειδητοποιήσω κι ύστερα να το δεχτώ. Ανθρώπινο είναι, αποδεκτό. Όμως μην ξεχνάμε ότι ο Θωμάς και οι άλλοι μαθητές, δεν έχουν ακόμα ζήσει την Πεντηκοστή. Δέν έχουν λάβει το Άγιο Πνεύμα. Κι εμείς πολλές φορές είμαστε στην εκκλησία και θέλουμε να δούμε ένα θαύμα. Και συμβαίνει να μας γίνει το θαύμα - συνεχώς γίνονται θαύματα στην ζωή μας - και είτε δεν τα καταλαβαίνουμε, είτε τα ευτελίζουμε στον βωμό της λογικής, μα κι ακόμα αν πιστέψουμε πως μας έγινε κάποιο θαύμα, ύστερα από λίγο, ξεχνάμε τον Δωρητή και επιστρέφουμε στα ίδια. 
Διατυμπανίζουμε παντού ότι μας έγινε θαύμα. Μόνο που οι άλλοι δεν το βλέπουν. Γιατί το θαύμα όντως συμβαίνει, αλλά το ζητούμενο είναι να αλλοιώσει την ζωή μας, έτσι που η χάρις του Θεού και η ειρήνη και το Πνεύμα το Άγιο να εισβάλει επιτέλους στον κλειστό μας κόσμο και να μας αλλοιώσει. 

 

Βεβαίως ο πιστός άνθρωπος χρειάζεται συνεχώς να ασκεί την λογική του. Ειδικά στην εποχή μας. Αλλά αφού πιστέψει. Χρειάζεται την λογική για να μην πέσει σε αίρεση. Αλλά αφού νοιώσει το θαύμα. Αφού το αφήσει να τον ελεήσει. Αφού αρχίσει να αγαπά. Με τα λόγια κανείς δεν άλλαξε την ζωή του. Θα ανορθωθούμε και θα αποκαταστήσουμε το κατ’ εικόνα με ό,τι δώρα μας έδωσε ο Θεός, πρώτ’ απ’ όλα βέβαια με τον νου μας. Αλλά πρέπει πρώτα να πιστέψουμε. Πρέπει πρώτα να ακολουθήσουμε τον δρόμο της προσωπικής μας Πεντηκοστής. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Δεν σημαίνει ότι όποιος έρχεται στην εκκλησία έχει ζήσει την Πεντηκοστή.

Γιατί η πραγματική Πεντηκοστή του ανθρώπου είναι η μέρα που θα συγκλονιστεί από την αμαρτία του, από την αποτυχία του, από την αστοχία του και θα πει: «Θέλω να βάλω επιτέλους τον Χριστό στην ζωή μου». Όχι, τάχα μου επειδή είμαι Έλληνας πιστεύω. Όχι τάχα μου επειδή πίστευαν κι οι γονείς μου, πιστεύω. Ούτε επειδή θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος πιστεύω.
Χριστιανός είανι αυτός που θέλει να βάλει ως κέντρο της ζωής του τον Χριστό. Αυτός που αναζητά μέσα του με αγωνία και συντριβή, να έρθει η προσωπική του πεντηκοστή. Στον Θωμά δεν είχε έρθει ακόμα. Δικαίως ήθελε να ακουμπήσει τα χέρια του εκεί. Δεν άκουσε τι είπε ο Χριστός. «Θα λάβεις Πνεύμα Άγιο». Κι αυτός απάντησε «Ναι, εγώ θέλω αποδείξεις».

Είναι σαν να μας λέει κάποιος «σ’ αγαπάω» κι εμείς να λέμε «ναι, πρέπει να καθίσω και να το σκεφτώ». Είναι σαν να λέει κάποιος «άνοιξε την ψυχή σου κι αγάπησε». Και να λέω εγώ, πρέπει να μελετήσω τα δεδομένα και να δω αν με συμφέρει, αν είναι σωστό κλπ. Αυτή είναι η ζωή μας πριν να έρθει η καταιγίδα του Αγίου Πνεύματος και η χαρά του Θεού στην ζωή μας. Αυτή ήταν και για τους μαθητές. Φοβισμένα ανθρωπάκια ήταν όλοι αυτοί οι χαρισματικοί άνθρωποι όταν ο Χριστός σταυρώθηκε. Φοβισμένοι και έκπληκτοι ήταν όταν φανερώθηκε μπροστά τους. Χαρούμενοι και έκπληκτοι ήταν όταν ο Χριστός έφυγε από ανάμεσά τους. Χρειάστηκε να έρθει η χάρη της Πεντηκοστής, ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος για να μεταμορφωθούν στους αποστόλους της οικουμένης.

Βαπτιζόμαστε, παίρνουμε την χάρη του Αγίου Πνεύματος με το Χρίσμα, αλλά καλούμεθα να το ενεργοποιήσουμε το Χρίσμα, την χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ζωή μας. Όμως αυτό κάτι απαιτεί. Απαιτεί κάποια στιγμή να αφήσουμε την αυτοδικαίωσή μας στην άκρη. Να αφήσουμε τα λογικά μας επιχειρήματα. Να καταλάβουμε ότι σχέση με τον Θεό θα πει έρωτας με την όντως Ζωή. Αλλιώς θα μείνουμε χλιαροί. Και στην Αποκάλυψη λέει πως «όποιος είναι χλιαρός, θα τον εμέσω». Και βέβαια δεν είναι ότι ο Θεός θα μας διώξει, είναι που εμείς θα φύγουμε από κοντά Του. Και δεν καταλάβαμε. Και θέλουμε πάντα θαύματα, αποδείξεις, επιχειρήματα.  

Βλέπουμε πολλές φορές σε κάποια μοναστήρια που είναι μεγάλα προσκυνήματα, ότι υπάρχουν ατέλειωτες σειρές βιβλίων με θαύματα που έκανε ο τάδε άγιος. Μα έτσι θα πιστέψουμε; Σε ποιον απευθύνονται άραγε; Σε έναν πιστό άνθρωπο,  μετανοούντα, όλα αυτά είναι δεδομένα. Δεν χρειάζεται κανένα βιβλίο για να μου αποδείξει ότι γίνονται θαύματα, γιατί το έχω νιώσει στην ίδιά μου την ζωή. Όλη η ζωή του μετανοούντος ανθρώπου είναι ένα θαύμα. Το να διαβάζω για θαύματα δεν με κάνει να πιστέψω, αλλά το να εμπιστευτώ τον Λόγο του Θεού, να αγαπήσω, να πολεμήσω τον εγωϊσμό μου, να παρακαλέσω τον θεό, να άφεθώ να ζήσω το μυστήριο της μετανοίας.
Το παράδειγμα του Θωμά μας αφορά. Και για το ότι ζήτησε αποδείξεις μας αφορά γιατί και εμείς ζητάμε. Και το ότι δεν κατάλαβε τίποτα από αυτά που του είπε ο Χριστός, μας αφορά, γιατί κι εμείς δεν καταλαβαίνουμε. Όμως μην ξεχνάμε. Αυτός ο Θωμάς είναι ο μαθητής που λίγο καιρό αργότερα θα φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα και θα γίνει κι αυτός ένας Απόστολος των εθνών. Για να φτάσει στα πέρατα της γης και να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Κι αυτό τον έρωτα που είχε για τον Κύριο, να γίνει έρωτας Θεού, ν’ αφήσει την χάρη του Αγίου Πνεύματος και να κάνει κι άλλους πολλούς να τον ακολουθήσουν. Ας διδαχτούμε από το παράδειγμά του κι ας τον ακολουθήσουμε στην βασιλεία του Θεού. Αμήν.