Η σημερινή περικοπή, αγαπητοί μου
αδερφοί, περιγράφει κάτι που με τα μάτια ενός ανθρώπου της εποχής εκείνης
είναι το απολύτως παράδοξο. Δεν υπάρχει ίχνος λογικής στον τρόπο με
τον οποίο συμπεριφέρεται ο Χριστός δίπλα στο πηγάδι του Ιακώβ,
μιας και εκεί καταλύει κάθε ίχνος της εβραϊκής παραδόσεως, έτσι όπως
την αντιλαμβανόταν ένας μέσος σοβαρός άνθρωπος. Η συμπεριφορά του
Χριστού, αθέατη απ' τα μάτια των πολλών, άφησε μόνο τους μαθητές με
την απορία. Πώς είναι δυνατόν να καταλύει κάποιος τα ήθη της εποχής;
Πώς είναι δυνατόν κάποιος που θέλει να αυτοαποκαλείται διδάσκαλος
να τολμάει να μιλάει με μια γυναίκα, η οποία ήταν και αιρετική και πόρνη;
Πώς είναι δυνατόν να καταλύονται έτσι τα ήθη του Ισραήλ, με τόση
πολλή ευκολία;
Η σκηνή είναι χαρακτηριστική. Είναι
μεσημέρι, δεν είναι η ώρα που φυσιολογικά πηγαίνουν οι γυναίκες για
να πάρουν νερό από το πηγάδι. Όπως ξέρουμε κι απ' τα δικά μας τα χωριά
οι ώρες για να πάει κανείς να αντλήσει νερό ήταν οι πρωινές ή απογευματινές,
όταν δεν υπάρχει ο ήλιος ο δυνατός κι έτσι μπορεί αυτή η κοπιαστική
εργασία να γίνει πιο ξεκούραστα. Κι εκεί θα συναντηθούν, όπως συναντιόντουσαν
τα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες να μιλήσουν, να πουν τα δικά τους, μακριά
από τ' αυτιά των ανδρών. Είναι μεσημέρι κι ο Χριστός περνάει από εκεί.
Και υπάρχει αυτή η γυναίκα που προφανώς είχε πάει μεσημέρι για να
μην συναντήσει τις άλλες γυναίκες. Δεν θέλει να είναι μαζί τους γιατί
απλούστατα δεν την θέλουν και εκείνες. Τι θα μπορούσαν να κάνουν με
μια γυναίκα που είχε πέντε άντρες πριν και κάθε φορά δεν ήτανε επίσημα
μνηστευμένη κατά την παράδοση του Ισραήλ; Το ίδιο θα έκανε και η δική
μας κοινωνία. Ας μην σκίζουμε τα ρούχα μας για τους Εβραίους.
Αυτή την γυναίκα, λοιπόν, που πάει το
μεσημέρι να γεμίσει νερό συναντάει ο Χριστός. Κι ο παραλογισμός
αρχίζει. Της μιλάει ενώ είναι Σαμαρείτιδα. Να θυμίσουμε ότι η Σαμάρεια βρισκόταν στο κέντρο της
και πως τους Σαμαρείτες, επειδή κατά καιρούς είχαν δεχτεί διάφορες ειδωλολατρικές
επιδράσεις πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, ήταν απομονωμένοι και οι Ιουδαίοι τους
περιφρονούσαν. Έτσι λοιπόν δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί τους.
Οι Ισραηλίτες, όπως λέει η Γραφή δεν έχουν καμία σχέση με τους Σαμαρείτες,
δεν πρέπει να μιλάνε μαζί τους.
Με μία Σαμαρείτισσα, λοιπόν, επιλέγει,
κόντρα στην ηθική της εποχής να μιλήσει ο Χριστός. Με μία αιρετική που ήταν
γυναίκα, με την οποία ποτέ δεν θα έπιανες μια κουβέντα θεολογική, γι'
αυτό εξάλλου και οι γυναίκες δεν μπορούσαν να μιλήσουν στις συναγωγές,
δεν επιτρεπόταν. Ο λόγος βέβαια καθόλου θεολογικός δεν είναι. Είναι
διότι σε μια τόσο ανδροκρατούμενη κοινωνία όπως ήταν η αρχαία
κοινωνία, θεωρούσαν ότι η γυναίκα ήταν κατώτερη από τον άνδρα, συνεπώς
δεν είχε κανένα λόγο να μιλάει. Επιπλέον αυτή εδώ η γυναίκα ήταν αμρτωλή,
αφού είχε στην ζωή της πολλούς άντρες, δηλαδή ήταν στο περιθώριο της κοινωνίας.
Αυτήν λοιπόν διαλέγει να μιλήσει ο Χριστός
και να κάνει έναν από τους πιο σημαντικούς και γνωστούς διαλόγους του
Ευαγγελίου. Την πλησιάζει και της μιλάει μα εκείνη δεν καταλαβαίνει.
Το παράλογο συνεχίζεται. Δεν ήταν διανοούμενη, δεν ήταν διαβασμένη,
δεν ήξερε πολλά. Το αντίθετο. Της μιλάει ο Χριστός για νερό που θα
της δώσει αιώνια ζωή κι εκείνη δεν καταλαβαίνει τίποτα. Νομίζει ότι
είναι ένα νερό συνηθισμένο. Της μιλάει για το «ύδωρ το ζων», το ζωντανό
νερό, που μετατρέπει τον άνθρωπο χάριτι Θεού σε άγιο και εκείνη δεν καταλαβαίνει.
Και στην συνέχεια, όταν πείθεται ότι με το νερό του Κυρίου θα ξεδιψάσει
για πάντα, αυτό το βλέπει πάλι πρακτικά. Ωραία, λέει, ας το πιω αυτό
το μαγικό νερό που μου λες κι έτσι εγώ θα ξεδιψάσω για πάντα και δεν
θα χρειάζεται να ξανάρχομαι εδώ, να κουράζομαι στο πηγάδι και να συναντάω
και τα ειρωνικά βλέμματα των άλλων γυναικών. Γιατί, λοιπόν, μιλάει ο
Χριστός μαζί της;
Ο λόγος βέβαια για τον υποψιασμένο
στον ευαγγελικό λόγο είναι σαφής. Ο Χριστός δεν ήρθε για να σώσει κανένα
δίκαιο - ακόμα και σήμερα που μιλάμε και που είναι εδώ ανάμεσά μας.
Αν κάποιος από εμάς με πρώτο εμένα που σας μιλώ θεωρεί ότι είναι δίκαιος,
ξεχάστε ότι ήρθε για εμάς. Ήρθε για τους αμαρτωλούς. Ήρθε για εκείνους
που έχουν συναίσθηση της αδυναμίας τους. Ήρθε για εκείνους που είτε
είναι πολλά χρόνια στην πίστη ή ελάχιστα, είτε για εκείνους που είναι
αμαρτωλοί, είτε για εκείνους που αισθάνονται ή νομίζουν ότι είναι
αναμάρτητοι, έχουν όμως μια συναίσθηση: Ότι είναι τυφλοί, ότι είναι
παράλυτοι.
Ο Χριστός ήρθε για κάθε άνθρωπο που βαθιά
μέσα στην ψυχή του, ό,τι κι αν έχει κάνει ή δεν έχει κάνει, έχει πείνα και
δίψα για την αλήθεια. Ούτως ή άλλως για τους Πατέρες της εκκλησίας η Σαμαρείτιδα
προτυπώνει τον άνθρωπο τον πεπτωκότα. Τον άνθρωπο αυτόν, ο οποίος
μπορεί να τα έχει κάνει όλα, να έχει πέσει πολύ χαμηλά, αλλά έχει μέσα
του κάτι. Έχει ένα μυστικό που δεν μπορούν να το δουν οι άλλοι άνθρωποι
αλλά ο Θεός το βλέπει. Ποιο είναι αυτό; Η προαίρεση. Αυτό βλέπει μέσα
στην καρδιά της Σαμαρείτιδος ο Χριστός. Την προαίρεση. Την επιθυμία
δηλαδή να ξεφύγει από αυτό που είναι. Να ξεφύγει και ν' ακολουθήσει
τον Θεό. Να υπερβεί δηλαδή τα παραδεδομένα ανθρώπινα και να πάει
εκεί που η ψυχή του ανθρώπου διαρκώς διψάει. Όταν σταματήσει να πιστεύει
στα επίγεια, στα πρόσκαιρα, στα μάταια, στα πολιτικά, στα κοινωνικά,
στα λεφτά, στα υλικά. Όταν ταπεινωθεί, όπως ταπεινωνόμαστε εμείς σε
τούτη εδώ την εποχή και πει "ξέρετε, δεν μπορώ να είμαι άλλο έτσι.
Θέλω να ξεδιψάσω με ύδωρ αλλόμενον και ζωήν αιώνιον".
Κι αν υπάρχει, να πούμε εν παρενθέσει,
μια μεγάλη θλίψη για την εποχή μας δεν είναι γιατί το εκλογικό σώμα των
νεοελλήνων δεν ξέρει τι ψηφίζει. Που να πάει, ποιον να εμπιστευτεί,
τι να ονειρευτεί για το αύριο. Αυτά με την λογική μπορεί να τοποθετηθούνε
κάπως. Είναι γιατί οι Έλληνες (το λέμε και θα το λέμε συχνά) που τους δόθηκε
από τον Θεό να είναι ο λαός εκείνος που με τον πολιτισμό του υποδέχθηκε
τον ευαγγελικό λόγο, που δίψασε για το ύδωρ το αλλόμενο και την ζωήν
αιώνιον, τώρα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να πολιτικολογεί θλιμμένος
- μετά το μεγάλο πανηγύρι της κατανάλωσης - και να αισθάνεται απελπισμένος.
Και να μην ξέρει τι να πιστέψει και που να πάει. Γιατί έχασε τον πόθο για
το ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον και πίστεψε και πιστεύει ακόμη
σε επίγειους παραδείσους.
Κι αν υπάρχει κάτι για να στεναχωρηθούμε
πέρα από τα όσα δεινά θα έρθουν κι ακόμα δεν τα φανταζόμαστε, γιατί
τα βλέπουμε μικροπολιτικά, είναι γιατί ο μέσος άνθρωπος έχει φτάσει
σ' ένα μηδενισμό, σ' ένα αγνωστικισμό, σε μια άρνηση του Θεού, τελικά
στην άρνηση της αλήθειας. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για να μάθει την αλήθεια.
Ακόμα κι εμείς πολλές φορές που είμαστε μέσα στην πηγή δεν θέλουμε να
πιούμε. Λέμε, «πιστεύω, ξέρω, γνωρίζω, δεν χρειάζονται άλλα, τα έμαθα
όλα, δεν χρειάζονται πολλά πολλά». Καταργούμε έτσι το ευαγγέλιο, το
ακυρώνουμε. Ζούμε στην εποχή της ψευδαίσθησης της γνώσης. Ζούμε στην
εποχή της ανοησίας, δηλαδή της έλλειψης νοήματος.
Να γιατί μία γυναίκα ελευθερίων ηθών,
θα λέγαμε, μας βάζει τα γυαλιά. Γιατί στο τέλος αυτού του σουρεαλιστικού
διαλόγου ο Χριστός της λέει τι έχει κάνει στην ζωή της. Και τότε ανοίγει
η ψυχή της. Κάποιος άνθρωπος που της μιλάει, που έχει κύρος, ενώ βλέπει
ότι είναι και γυναίκα και ελευθερίων ηθών και Σαμαρείτιδα, της λέει
το παρελθόν της. Κι εκεί ανοίγει η ψυχή της. Δεν είναι η συμπεριφορά
ενός μέντιουμ ή ενός μάγου που την εντυπωσιάζει. Είναι κάποιος που πρώτ'
απ' όλα την τίμησε. Την τίμησε με το να της μιλάει. Κι εκείνη να μην καταλαβαίνει
αλλά Εκείνος να της εξηγεί. Κι εκείνη να μην καταλαβαίνει αλλά Εκείνος
να ξαναεπιμένει.
Κι έτσι, λοιπόν, όταν καταλάβει ότι
πρόκειται για έναν άνθρωπο διαφορετικό τι κάνει; Του λέει αυτή την
ερώτηση: Της την χρωστάμε στην ιστορία. Όσοι άνθρωποι θέλουμε να πλησιάσουμε
στον Θεό την χρωστάμε στη Σαμαρείτιδα, όπως της χρωστάμε και πολλά
άλλα. Όταν έρθει, λέει, εκείνη η ώρα που θα φτάσει ο Μεσσίας που θα προσκυνάμε;
Στον δικό σας το ναό των Ισραηλιτών ή στον δικό μας; Οι Σαμαρείτες είχαν
κτίσει ένα ναό στο όρος Γιαριζίν, βρισκόταν στη Σαμάρεια και ήταν αφιερωμένος
στον Θεό του Ισραήλ. Αυτό όμως είχε εξοργίσει τους Εβραίους. Γιατί;
Γιατί κατά το νόμο του Μωϋσέως ένας μόνο ναός μπορούσε να υπάρχει για
να τιμάται ο Θεός. Μόνο ο ναός του Σολομώντος, που αργότερα ονομάστηκε
ναός του Ηρώδη. Όλα τα άλλα ήταν συναγωγές που επιτρεπόταν από το
νόμο. Ο ναός ήταν ένας.
Η Σαμαρείτιδα, λοιπόν, χωρίς να το καταλαβαίνει
ξαναπροκαλεί τον «εβραίο» Χριστό. Είναι σαν να του λέει "κι ο δικός
μας ο ναός καλός είναι, κι εμείς καλοί είμαστε". Τι απάντηση θα περίμενε;
Να την βρίσει προφανώς, να της μιλήσει άσχημα. Να την πεί αιρετική. Όχι.
Της απαντάει πολύ ψύχραιμα, πολύ γλυκά. Και δίνει την απάντηση και πρέπει
όλοι να θυμόμαστε. Ούτε εδώ, ούτε εκεί. Δεν προσκυνείται ο Θεός μέσα
σε ναούς. Ο Θεός προσκυνείται εν πνεύματι και αληθεία.
Κι εμείς με το να Τον θυμόμαστε την Κυριακή
μεταξύ 7-10 ή άλλοι 9-10, έχουμε μια πολύ πολύ μεγάλη ψευδαίσθηση.
Τον Χριστό δεν Τον συναντάμε την Κυριακή στο ναό. Την Κυριακή στο ναό
συναντάμε τους αδερφούς μας και συμπροσευχόμαστε όλοι μαζί κατά τον
καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και τρώμε το Σώμα Του και πίνουμε το Αίμα
Του γιατί θέλουμε να ζήσουμε την ζωή Του. Αν δεν Τον συναντάμε όμως όλη
την εβδομάδα εν Πνεύματι και Αληθεία, ούτε την Κυριακή Τον συναντάμε.
Μάλλον κοροϊδευόμαστε.
Εν πνεύματι και αληθεία, της απαντά.
Ασε τους ναούς. Άσε τον τύπο. Και κοίτα ένα πράγμα στην ζωή σου. Εν πνεύματι
και αληθεία να πιστεύεις. Βλέπουμε συνεχώς τον Χριστό να το τονίζει
σε όποιον συναντάει. «Είμαι η Οδός», λέει, «η Αλήθεια και η Ζωή». Κάτι
ξεχασμένο στις μέρες μας ακόμα και από εμάς τους θρησκευομένους. Δεν
λέει, είμαι ο τύπος, ο νόμος. Δεν λέει ο καθωσπρέπει, ο ηθικός. Είχαν
ειπωθεί όλα αυτά. Λέει: «η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή». Είμαι ο δρόμος
που οδηγεί στην αλήθεια για να γίνει η ζωή σας όντως ζωή. Πόσοι άνθρωποι
σήμερα το θυμόμαστε αυτό; Και από εμάς τους ίδιους λέω, για να μην λέμε
για τους άλλους. Έχουν φτάσει πάρα πολλοί άνθρωποι να έχουν ταυτίσει την
Εκκλησία με την υποκρισία. Να έχουν ταυτίσει την Εκκλησία με το νόμο
και τον τύπο. Και πολλές φορές εμείς τους επιβεβαιώνουμε αντί να
τους διαψεύδουμε. Έχουν φτάσει κάποιοι να θεωρούν τους ανθρώπους τής
Εκκλησίας, δηλαδή εμάς, όχι μόνο τους ιερείς, όλους μας, σαν να είμαστε
κάποιοι ηθικολόγοι που απλώς φωνάζουμε και κραυγάζουμε και ουσία
δεν έχουμε.
Είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή. Αυτό
που τόσα χρόνια εμείς το ψάχνουμε στα κοινωνικά συστήματα και κάποιοι
θα το ξαναψάξουν απ' ότι βλέπουμε και το επιθυμούν. Διαφόρων ειδών
συστήματα. Είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή. Όχι ο δρόμος προς το
"καταναλώνω άρα υπάρχω", αλλά ο δρόμος προς το "γνώσεσθε
την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς". Αυτό είναι το «ύδωρ
το ζων» που εισάγει στην αιώνια ζωή.
Ό,τι ειπώθηκε στη Σαμαρείτιδα λέγεται
και σ' εμάς ετούτη την στιγμή. Ό,τι λέγεται κάθε στιγμή στον ευαγγελικό
λόγο, θα πρέπει να θυμόμαστε ένα πράγμα: Για εμάς λέγεται. Για όλους
μαζί και τον καθένα μας ξεχωριστά. Όχι για να τ' ακούσουμε και μετά να
κουνήσουμε το δάχτυλο στους άλλους και να πούμε "κοίτα τι αμαρτωλοί
που είστε". Αλλά για να σκύψουμε
το κεφάλι και να πούμε "αυτή την οδό την περπατάω; Την αλήθεια την
αναζητώ; Την ζωή Του την κάνω ζωή μου ή είμαι απλώς ένας παθητικός
τηλεθεατής που ό,τι μου σερβίρει ένας δημόσιος λόγος ανόητος εγώ τον
χάφτω και την Κυριακή πάω και στην εκκλησία για να έχω ένα άλλοθι στη
συνείδησή μου;"
Να ακολουθήσουμε τον δρόμο της Σαμαρείτιδας
δεν είναι αστεία προτροπή. Σύμφωνα με την παράδοση, η Σαμαρείτιδα
είναι η Αγία Φωτεινή. Είναι η γυναίκα αυτή που πρώτα ξεσήκωσε το χωριό
της. Σκεφτείτε τι περιφρόνηση θα της είχαν κι όμως την άκουσαν κι έτρεξαν
όλοι. Πόσο πειθώ θα είχε αυτό που συνέβη μέσα της. Και στην συνέχεια μ'
αυτή την δύναμη, μ' αυτό το πάθος, με το ίδιο πάθος που πριν ήταν στην αμαρτία
ρίχτηκε στην ιεραποστολή. Σπουδαίο το συναξάρι της, πολύ μεγάλο.
Πως έστρεψε τα παιδιά της στο Χριστό, πως όλοι μαζί μετέστρεψαν πάρα
πολύ κόσμο, πως μαρτύρησαν όλοι μαζί. Να γιατί είναι παράδειγμα η Φωτεινή,
η Σαμαρείτις, η Αγία Φωτεινή. Παράδειγμα για μας τώρα. Που καθόμαστε
θλιμμένοι, στεναχωρημένοι, μπερδεμένοι, θυμωμένοι, απογοητευμένοι
και πολιτικολογούμε με τις ώρες.
Να
ποια είναι η πολιτική πράξη η πραγματική
για τον χριστιανό. Περνάει μέσα από
την καρδιά του, απ' την χάρη του Αγίου Πνεύματος κι από την
πράξη που θα
έχει στο περιβάλλον του. Για σκεφτείτε να έλεγε η Αγία
Φωτεινή (δεν
είναι αστείο αυτό που θα σας πω) "θα πρέπει να βρούμε ένα κόμμα,
να το ψηφίσουμε, να εκπροσωπεί το Ισραήλ, να διώξει τους
Ρωμαίους και
μετά όλα θα είναι ωραία και καλά". Καλό είναι κι αυτό, αλλά
εκείνη έπραξε αυτό που δεν κάνουμε εμείς: Άρχισε πρώτ' απ' όλα
απ' τα παιδιά
της. Απ' το περιβάλλον της. Πιο σωστά, άρχισε από τους
χωριανούς της ακόμα
κι όταν ήταν αμαρτωλή και κατάπτυστη. Και μετά την
οικογένειά της. Και
κατάφερε κι έκανε τα παιδιά της λεβέντες. Και μετά
μετέστρεψε κόσμο
πολύ. Αυτή είναι η πολιτική πράξη η πραγματική. Αντί να
περιμένω,
να σκέφτομαι, να συζητάω και να περνάω τις ώρες μου μπροστά στο
χαζοκούτι,
ν' αρχίσω εδώ και τώρα να αλλάζω εγώ και μαζί μου να
ακολουθούνε κι
άλλοι. Ειρήνευσε εσύ και θα ειρηνεύσουν και οι άλλοι γύρω σου.
Αγάπα
εσύ και θα αγαπήσουν και οι άλλοι. Ζήσε εσύ και θα ζήσουν και οι
άλλοι.
Ας αναζητήσουμε αυτό «το ύδωρ το αλλόμενον
εις ζωήν αιώνιον» που υποσχέθηκε ο Χριστός σε όποιον Τον ακολουθεί.
Ας ζητήσουμε να μας το δώσει. Και εν «Πνεύματι και Αληθεία» να Τον αναζητήσουμε
όσο σκοτεινό και να αισθανόμαστε το περιβάλλον γύρω μας. Γιατί το
φως εκείνο που ένιωσε η Σαμαρείτιδα, που έβλεπαν οι Απόστολοι και
που φούντωσε μέσα τους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, για μας είναι
προορισμένο. Φτάνει να το θέλουμε. Φτάνει να μην είμαστε σαν εκείνους
τους πρωταγωνιστές της παραβολής που μοιάζουμε πολύ συχνά, που κάθε
φορά που μας καλεί ο Κύριος στη Βασιλεία Του εμείς λέμε "αγόρασα
βόδι, έχω πάρει χωράφι, παντρεύω το παιδί μου". Οι περισσότεροι
έτσι είμαστε.
Αλλά τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι
πολύ δυνατά στον Θεό. Κι έτσι, όπως η Σαμαρείτιδα, την οποία την ονομάζει
η Εκκλησία Ισαπόστολο (προσέξτε μεγάλη τιμή!), ισαπόστολος αυτή
η «τιποτένια» γυναίκα, σε εμάς που είμαστε βαπτισμένοι, που έχουμε
στην καρδιά μας ένα μικρό σκίρτημα, αν θελήσουμε να γίνουμε κι εμείς
σαν τη Σαμαρείτιδα δεν θα μας δώσει ο Θεός παραπάνω; Ας το σκεφτούμε,
ας προβληματιστούμε, ας αγαπήσουμε παραπάνω τον Χριστό, ας δούμε την
ματαιότητα του κόσμου κι ας αλλάξουμε σήμερα, τώρα αδερφοί μου. Ας
μετανοήσουμε δηλαδή. Να δίνει η χάρις του Θεού να ενισχυόμαστε και
να πορευόμαστε στην αγία και μεγάλη Πεντηκοστή.