Το κοινωνικό πρόβλημα στην Ορθόδοξη Εκκλησία
π. Γεώργιος Florovsky
Χριστιανικό Συμπόσιο 1967, σελ. 243-245, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
1. Ο Χριστιανισμός είναι κατ' ουσίαν κοινωνική θρησκεία. Υπάρχει ένα παλαιό λατινικό ρητό: unus Christianus nulus Christianus. Κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινά χριστιανός σαν μια μοναχική και αποχωρισμένη ύπαρξις. Ο Χριστιανισμός δεν είναι πρωταρχικά ένα δόγμα ή μια πειθαρχεία που οφείλουν να υιοθετήσουν οι άνθρωποι δια την προσωπικήν των χρήσιν και καθοδήγησιν. Ο Χριστιανισμός είναι ακριβώς μια κοινότης, δηλαδή η Εκκλησία. Από την άποψιν αυτήν υπάρχει μια προφανής συνέχεια μεταξύ της παλαιάς και της καινής οικονομίας. Οι χριστιανοί είναι «ο νέος Ισραήλ». Ολόκληρος η φρασεολογία της Γραφής είναι εξαιρετικά διδακτική: η Διαθήκη, η Βασιλεία, η Εκκλησία, «έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν». Ο αφηρημένος όρος «Χριστιανισμός» είναι προφανώς μεταγενέστερος. Ευθύς εξ αρχής ο Χριστιανισμός ήταν κοινωνικής νοοτροπίας. Ολόκληρος η δομή της χριστιανικής υπάρξεως είναι κοινωνική και ομαδική. Όλα τα χριστιανικά μυστήρια είναι από την φύσιν των «κοινωνικά μυστήρια», δηλαδή μυστήρια ενσωματώσεως. Η χριστιανική λατρεία είναι επίσης λατρεία ομαδική. Η χριστιανική λατρεία είναι επίσης λατρεία ομαδική, «publica et communis oratio», κατά την φράσιν του Αγίου Κυπριανού. Το να οικοδομηθή, συνεπώς, η Εκκλησία του Χριστού, σημαίνει να οικοδομηθή μία νέα κοινωνία και, κατά συνέπειαν, να ανοικοδομηθή η ανθρωπίνη κοινωνία επί νέας βάσεως.
Υπήρχε πάντοτε μία δυνατή έμφασις επί της ομοφωνίας και της κοινής ζωής. Ένα από τα αρχαιότερα ονόματα των χριστιανών ήταν απλώς «αδελφοί». Η Εκκλησία ήταν και προωρίζετο να είναι μία εικών του θείου προτύπου εις την δημιουργίαν. Τρία πρόσωπα και όμως ένας Θεός.. Κατά συνέπεια, εις την Εκκλησία οι πολλοί πρέπει να ενσωματωθούν εις ένα Σώμα.
Όλα αυτά βεβαίως αποτελούν την κοινήν κληρονομίαν ολοκλήρου της Εκκλησίας. Εν τούτοις, πιθανόν αύτη η ομαδική έμφασις να υπήρξεν ιδιαιτέρως δυνατήν εις την Ανατολική παράδοσιν και να εξακολουθή ακόμη να αποτελή το διακριτικόν έθος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι όλοι οι κοινωνικοί οραματισμοί του Χριστιανισμού έχουν γίνει έχουν γίνει πραγματικότης, εις την εμπειρική ζωή της χριστιανικής Ανατολής. Τα ιδανικά ποτέ δεν πραγματοποιούνται πλήρως· η Εκκλησία ευρίσκεται ακόμη in via, και πρέπει να παραδεχθούμε την οδυνηρήν αποτυχίαν της Ανατολής να γίνη και να μείνη αληθινά χριστιανική. Εν τούτοις, τα ιδανικά δεν πρέπει να παραβλέπωνται. Αυτά αποτελούν συγχρόνως την κατευθυντήριον αρχήν και ωστική δύναμιν της ανθρωπίνης ζωής. Υπήρχε πάντοτε μια καθαρά όρασις της κοινωνικής φύσεως του Χριστιανισμού εις την Ανατολήν. Υπάρχει ακόμη, όπως υπήρξε επί αιώνας, ένα ισχυρό κοινωνικό ένστικτο εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν παρ' όλας τας ιστορικάς περιπλοκάς και τα μειονεκτήματα. Και πιθανόν τούτο αποτελεί την κυρίαν συμβολήν που ειμπορή να κάμη η Ανατολική Εκκλησία εις την σύγχρονον συζήτησιν δια τα κοινωνικά ζητήματα.
2.
Η αρχαία Εκκλησία δεν ήταν απλώς ένα εθελοντικό σωματείο δια «θρησκευτικούς' σκοπούς. Ήταν μάλλον μία νέα κοινωνία, μάλλον η Νέα Ανθρωπότης, μία πόλις ή ένα πολίτευμα, η αληθινή Πολιτεία του Θεού, εις την πορεία της ανοικοδομήσεως. Και κάθε τοπική κοινωνία είχε πλήρη γνώσιν της μετοχής της εις ένα περιληπτικό και παγκόσμιο όλο. Η Εκκλησία ήταν νοητή ως μια ανεξάρτητος και αυτοσυντηρούμενη κοινωνική τάξις, ως μία νέα κοινωνική διάστασις, ένα ιδιόρρυθμο σύστημα πατρίδος, όπως το έθεσεν ο Ωριγένης. Οι αρχαίοι χριστιανοί ησθάνοντο τους εαυτούς των, εν εσχάτη αναλύσει, εντελώς έξω από την υπάρχουσαν κοινωνικήν τάξιν, απλώς διότι η Εκκλησία δι ' αυτούς ήταν η ιδία μία «τάξις», μία εξωγήινος «αποικία του ουρανού» επί της γης ( Φιλ. 3,2 κατά την μετάφρασιν του Moffat ). Ούτε εγκατελείφθη πλήρως η στάσις αυτή ακόμη και αργότερον όταν η αυτοκρατορία ήλθεν, ούτως ειπείν, εις συμβιβασμόν με την Εκκλησία.
Η αρχαία χριστιανική στάσις συνεχίσθη εις το μοναχικό κίνημα, που ανεπτύχθη ταχύτατα ακριβώς εις την περίοδο μιας προβαλλομένης συνδιαλλαγής με τον κόσμο. Βεβαίως, ο μοναχισμός ήταν ένα πολύπλοκο φαινόμενο, αλλά το κυριότερο ρεύμα του ήτο κοινωνικής νοοτροπίας. Δεν ήταν τόσο μία φυγή από τον κόσμο όσο μία προσπάθεια να ανεγερθή ένας νέος κόσμος επί νέας βάσεως. Μία μονή ήταν μία κοινότης, μία «μικρά Εκκλησία»- όχι μόνον μία λατρεύουσα κοινωνία, αλλά επίσης μία εργαζόμενη κοινωνία. Πολλή έμφασις ετίθετο επί της εργασίας, και η οκνηρία εθεωρείτο ως σοβαρόν ελάττωμα. Αλλ ' η εργασία αυτή έπρεπε να είναι δια κοινόν σκοπόν και όφελος. Τούτο ήταν ήδη αληθινό διά τας πρώτας κοινότητας του Παχωμίου εις την Αίγυπτον. Ο άγιος Παχώμιος εκήρυττε «το ευαγγέλιον της συνεχούς εργασίας». Ορθώς λέγεται περί αυτού: «η γενική εμφάνισις και ζωή ενός μοναστηρίου του Παχωμίου δεν θα πρέπει να υπήρξε πολύ διάφορος από εκείνην ενός καλά οργανωμένου κολλεγίου, πόλεως ή κατασκηνώσεως ( Bp. Kirk, The Vision of God ).
Ο μέγας νομοθέτης του ανατολικού μοναχισμού, ο άγιος Βασίλειος Καισαρείας της Καππαδοκίας ( περί το 330-379) ενδιεφέρετο βαθύτατα δια το πρόβλημα της κοινωνικής ανοικοδημήσεως. Παρετήρει με σοβαρό ενδοιασμό την εξέλιξιν της κοινωνικής αποσυνθέσεως που ήταν τόσο θεαματική εις τας ημέρας του. Τουτοιοτρόπως η πρόσκλησίς του προς δημιουργίαν μοναχικών κοινοτήτων ήτο μία προσπάθεια να ανάψη πάλιν το πνεύμα της αμοιβαιότητος εις έναν κόσμον που εφαίνετο να έχη χάση κάθε αίσθησιν κοινωικής ευθύνης και συνοχής. Κατά την αντίληψίν του ο άνθρωπος είναι «κοινωνικόν ζώον», «ούτε άγριος, ούτε εραστής της μοναξιάς». Δεν μπορεί να πραγματοποιήση τον σκοπόν της ζωής του, δεν μπορεί να είναι αληθινά ανθρώπινος, αν δεν διαμένη εις μια ανθρώπινην κοινωνίαν. Ο μοναχισμός, συνεπώς, δεν ήτο ένας ανώτερος βαθμός τελειότητος, δια τους ολίγους, αλλά μια διακαής προσπάθεια να δοθή μία πρέπουσα ανθρώπινη διάστασις εις την ζωή του ανθρώπου. Οι χριστιανοί έπρεπε να θέσουν ένα πρότυπο δια μία νέα κοινωνία δια να αντισταθμίσουν τας αποσυνθετικάς δυνάμεις που ήσαν εν ενεργεία εις ένα κόσμον εν καταπτώσει. Μια αληθινή συνοχή εις την κοινωνίαν ειμπορεί να πραγματοποιηθή μόνον με μία ταυτότητα σκοπού, με μία υποταγή όλων των ατομικών διαφερόντων εις έναν κοινόν σκοπόν και διαφέρον. Κατά κάποιον τρόπον, ήταν ένα σοσιαλιστικό πείραμα ιδιορρύθμου είδους, επί εθελοντικής βάσεως. Αυτή αύτη η υπακοή έπρεπε να θεμελιώνεται εις την αγάπη και την αμοιβαία αφωσίωσιν, εις μία ελευθέρα πραγμάτωσιν αδελφικής αγάπης. Η όλη έμφασις ετίθετο εις την κοινωνικήν φύσιν του ανθρώπου. Η ατομοκρατία είναι, συνεπώς, αυτοκαταστροφική.
Όσον κι αν φαίνεται καταπληκτικόν, το ίδιο «κοινοβιακόν» πρότυπον εθεωρείτο την εποχήν εκείνην υποχρεωτικόν δι ' όλους τους χριστιανούς, «ακόμη κι αν ήσαν έγγαμοι». Ειμπορούσε ολοκλήρος η χριστιανική κοινωνία να οικοδομηθή ως ένα είδος «μοναστηρίου»; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μέγας επίσκοπος της αυτοκρατορικής πόλεως Κωνσταντινουπόλεως (περί το 350-407), δεν εδίσταζε ν' απαντήση εις το ερώτημα αυτό καταφατικώς. Τούτο δεν εσήμαινε ότι όλοι έπρεπε να μεταβούν εις την έρημον. Αντιθέτως, οι χριστιανοί έπρεπε ν' ανοικοδομήσουν την υπάρχουσα κοινωνία επί ενός «κοινοβιακού» προτύπου. Ο Χρυσόστομος ήτο πλήρως βέβαιος ότι όλα τα κοινωνικά κακά ήσαν ριζωμένα εις την πλεονεκτική όρεξι του ανθρώπου, εις την ατομική επιθυμίαν του να κατέχη αγαθά δια το αποκλειστικόν του όφελος. Τώρα, δεν υπήρχε παρά ένας νόμιμος ιδιοκτήτης όλων των αγαθών και κτημάτων εις τον κόσμο, δηλαδή ο Παντοδύναμος Κύριος. Οι άνθρωποι δεν είναι παρά υπουργοί και υπηρέται του και πρέπει να χρησιμοποιούν τα δώρα του Θεού μόνον δια τους σκοπούς του Θεού, δηλαδή τελικώς δια τας κοινάς ανάγκας. Η αντίληψις του Χρυσοστόμου περί ιδιοκτησίας ήταν αυστηρώς λειτουργική: η κτίσις ιδιοκτησίας δικαιούται μόνον από την ορθήν χρήσιν της. Βεβαίως, ο Χρυσόστομος δεν ήταν ένας κοινωνικός ή οικονομικός μεταρρυθμιστής, και αι πρακτικαί εισηγήσεις του ίσως φαίνονται μάλλον χωρίς συμπέρασμα, ακόμη δε και αφελείς. Ήτο όμως ένας από τους μεγαλυτέρους χριστιανούς προφήτας της κοινωνικής ισότητος και δικαιοσύνης. Δεν υπήρχε τίποτε το συναισθηματικόν εις την έκκλησίν του δια φιλανθρωπίαν. Οι χριστιανοί δεν πρέπει απλώς να κινούνται από τον πόνον, την ανάγκην και την αθλιότητα των άλλων ανθρώπων. Πρέπει να καταλάβουν ότι η κοινωνική αθλιότης είναι η συνεχιζομένη αγωνία του Χριστού, που υποφέρει ακόμη εν τω προσώπω των μελών Του. Ο ηθικός ζήλος αι το πάθος του Χρυσοστόμου ήσαν ριζωμένα εις την καθαράν του όρασιν του σώματος του Χριστού.
Ειμπορεί κάποιος να ισχυρισθή ότι εις την πράξιν πολύ ολίγον προήλξθεν από αυτό το ζωηρό κοινωνικό κήρυγμα. Αλλά πρέπει κανείς να κατανοήση ότι ο μεγαλύτερος περιορισμός που επεβάλλετο επί του χριστιανικού κηρύγματος της κοινωνικής αρετής ήτο ριζωμένος εις την πεποίθησιν, ότι η Εκκλησία ειμπορούσε να ενεργή μόνο δια της πειθούς και ποτέ δια της βίας και του εξαναγκασμού. Βεβαίως, καμμία Ἐκκλησία δεν εἰμποροῦσε ν' ἀντισταθή εις τον πειρασμόν του να καλή εις βοήθεια κάποια κοσμικήν δύναμιν., είτε ήτο αυτή η πολιτεία είτε η κοινή ή οπιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνικής πιέσεως. Αλλ ' εις καμμίαν περίπτωσιν τα αποτελέσματα δεν εδικαίωναν το αρχικό ρήγμα της ελευθερίας. Η απόδειξις ευρίσκεται εις το ότι ακόμη ακόμη και τώρα δεν έχομεν προχωρήσει πολύ μακράν εις την πραγματοποίησιν των χριστιανικών κανόνων. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται τελικώς δια την μεταβολή των ανθρωπίνων καρδιών και σκέψεων και όχι πρωτίστως με την μεταβολή της εξωτερικής τάξεως, έστω κι αν είναι αυτή τόσο σοβαρά όσον όλαι αι κοινωνικαί βελτιώσεις. Η αρχαία εκκλησία έκαμε υψηλότερον κοινωνικόν μέτρον εντός των τάξεών της. Η επιτυχία δεν ήτο παρά σχετική· αυτά ταύτα τα μέτρα θα έπρεπε να υποβιβασθούν. Εν τούτοις, δεν ήτο τούτο μία συνδιαλλαγή με την υπάρχουσαν αδικίαν ·ήτο μάλλον μια αναγνώρισις μιας εμφύτου αντινομίας. Ειμπορούσε η Εκκλησία, εις τον ανρθώπινο αγώνα προς επιβίωσιν, να χρησιμοποιήση άλλο όπλον από τον λόγο της αληθείας και του ελέους; Εν πάση περιπτώσει, ωρισμέναι βασικαί αρχαί ετέθησαν και διετυπώθησαν με τόλμην, αρχαί που είναι σχετικαί προς κάθε ιστορικήν κατάστασιν.
Εν πρώτοις, ήτο η αναγνώρισις μιας τελικής ισότητος όλων των ανθρώπων. Τούτο το πνεύμα της ισότητος είναι βαθύτατα ριζωμένο εις την ανατολικήν ορθόδοξον ψυχή. Δεν υπάρχει χώρος δι' οιανδήποτε διάκρισιν εντός του σώματος της Ανατολικής Εκκλησίας, παρά τη λεπτομερή ιεραρχικήν διάρθρωσή της. Εις το βάθος του αισθήματος αυτού ευλόγως δύναται κανείς να διαγνώση ακριβώς την αρχαίαν χριστιανικήν αντίληψηιν περί της Εκκλησίας ως μιας «τάξεως» καθ' εαυτήν.
Δεύτερον, υποτίθεται ότι η Εκκλησία πρέπει να ασχολήται πρωτίστως με τους έχοντας ανάγκη, τους μη ευνοούμενους, με όλους εκείνους που είναι εστερημένοι και βεβαρυμένοι, με τους μετανοούντας αμαρτωλούς, ακριβώς με τους μετανοούντας τελώνας και όχι τους αυτοδίκαιους Φαρισαίους. Ο Χριστός της Ανατολικής Παραδόσεως είναι ακριβώς ο ταπεινωμένος Χριστός, καίτοι δοξασμένος ακριβώς δια της ταπεινώσεώς Του, με την συγκατάβασιν της συμπαθούς αγάπης Του. Αυτή η έμφασις επί μιας υπαρξιακής συμπαθείας, εις την Ανατολικήν παράδοσιν πολλάκις φαίνεται υπερβολική εις τους Δυτικούς παρατηρητάς - σχεδόν νοσηρά. Αλλά δεν είναι παρά ένα παρεπόμενο του βασικού αισθήματος ότι η Εκκλησία ευρίσκεται εις τον κόσμο μάλλον ως ένα νοσοκομείο δια τους ασθενείς παρά ως ένα οικοτροφείο δια τους τελείους. Τούτο το αίσθημα είχε πάντοτε μιαν πολύ άμεσον επίπτωσιν επί της όλης κοινωνικής σκέψεως εις την Ανατολήν. Η κύρια έμφασις ετοποθετείτο επί μιας αμέσου υπηρεσίας εις τους πτωχούς και τους ενδεείς. Η άμεσος ανθρωπίνη σχέσις είναι σπουδαιοτέρα από κάθε τέλειον σχήμα. Το κοινωνικόν πρόβλημα αντιμετωπίζεται πάντοτε ως ηθικόν· αλλά η ηθική εθεμελιούτο εις το δόγμα, εις το δόγμα της ενσαρκώσεως και Λυτρώσεως δια του Σταυρού. Όλα αυτά τα κίνητρα τα ευρίσκει κανείς ισχυρότατα τονισμένα τόσον εις το λαϊκόν κήρυγμα όσον και εις τα παραδοσιακά λατρευτικά κείμενα που αναγιγνώσκονται κατ' επανάληψιν εις όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας πάλιν και πολλάκις. Γενικώς, η Εκκλησία είναι πάντοτε με τους ταπεινούς και τους αδυνάτους και όχι με τους ισχυρούς και τους υπερηφάνους. Όλα αυτά δυνατόν συχνά να παραμελούνται αλλ ' ουδέποτε τα ηρνήθησαν και αυτοί ακόμη που εις την πράξιν προέδιδαν την παράδοσιν.
Και τρίτον, υπάρχει το έμφυτο εκείνο κοινωνικό ένστικτο που κάμει την Εκκλησία μάλλον έναν πνευματικό οίκο παρά ένα εξουσιάζον καθίδρυμα. Πρέπει ν' αρχίση κανείς με το παρωχημένο ιστορικό παρελθόν, εάν επιθυμή να συλλάβη το βαθύτερον πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας. Ένα από τα πλέον διακριτικά σημεία της Εκκλησίας ταύτης είναι «παραδοσιαρχία» της. Ο όρος εύκολα μπορεί να παρανοηθή και να παρερμηνευθή. Εις την πραγματικότητα, παράδοσις σημαίνει συνέχειαν και όχι αποτελμάτωσιν. Δεν είναι μια στατική αρχή. Το ήθος της Ανατολικής Εκκλησίας είναι ακόμη το ίδιο με εκείνο των πρώτων αιώνων. Αλλά μήπως δεν είναι η υπαρξιακή κατάστασις ενός χριστιανού η ιδία πάντοτε παρ' όλας τας ριζοσπαστικάς και δρατσικάς μεταβολάς εις την ιστορικήν κατάστασιν ;
Η Εκκλησία είναι πράγματι «οὐχί ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» αλλ ' εν τούτοις έχει μια προφανή και σπουδαίαν αποστολήν «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ», ακριβώς διότι κείται «ἐν τῷ πονηρῷ». Οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν να αποφύγωμεν τουλάχστον μία διάγνωσιν. Αποτελεί κοινή πεποίθησιν επί αιώνας ότι επί αιώνας η κυρία χριστιανική κλήσις συνίσταται ακριβώς εις την διεξαγωγήν της φιλανθρωπίας και της δικαιοσύνης. Η Εκκλησία ήτο τόσον εις την ΝΑατολήν όσο και εις την Δλυσιν ο ύψιτσος διδάσκαλος όλων των ηθικών αξιών. Όλαι αι ηθικαί αξίαι του πολιτισμού μας σήμερον ειμπορούν να αναχθούν εις χριστιανικάς πηγάς και υπεράνω όλων εις το Ευαγγέλιον του Χριστού. Εξ άλλου, η Εκκλησία είναι μία κοινωνία που διεκδικεί ολόκληρον τον άνθρωπον εις την υπηρεσία του Θεού και προσφέρει ίασιν και θεραπείαν εις ολόκληρον τον άνθρωπον και όχι μόνον εις την «ψυχήν» του. Εάν η Εκκλησία, ως ίδρυμα, δεν ειμπορεί να υιοθετήση τον δρόμον μιας ανοικτής κοινωνικής δράσεως, οι χριστιανοί δεν δύνανται να απαλλαγούν από τα πολιτικά καθήκοντά των διότι εις αυτούς ανήκει να κάμουν μια πελώρια συμβολή εις την «υλικήν σφαίραν» ακριβώς ως οι Χριστιανοί.