Σελίδες

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2007

ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ π. ΣΤΑΥΡΟ ΚΟΦΙΝΑ





Μια συζήτηση της συντροφιάς των Παμ. Ταξιαρχών Μοσχάτου
με τον π. Σταύρο Κοφινά

π. Χρ.: Εί­πα στον πα­πα - Σταύ­ρο ό­τι δι­α­βά­σα­με την ομιλία του για την μο­να­ξιά (βλέ­πε πιο κάτω, την ομιλία στο Β΄Συνέδριο Ορθοδόξου Νεολαίας «Μέλη της Εκκλησίας - Πολίτες του κόσμου», που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, 12 -16 Ιουλίου ), και ότι κάναμε συζήτηση μετά και α­πό ε­κεί μου ήρ­θε η ι­δέ­α να τον κα­λέ­σουμε. Πρό­τει­να να εν­το­πί­σου­με το θέ­μα στην μο­να­ξιά στις σχέ­σεις των ζευ­γα­ρι­ών εν­τός και ε­κτός γά­μου και, αν προ­κύ­ψει και γε­νι­κό­τε­ρα, στις σχέ­σεις των αν­θρώ­πων.

π. Σταύ­ρος: Πρώ­τα α­πό ό­λα, ευ­χα­ρι­στώ που με κα­λέ­σα­τε. Δεύ­τε­ρον, δεν συ­νη­θί­ζω να μι­λά­ω στους αν­θρώ­πους, συ­νή­θως μι­λά­ω α­φού α­κού­σω και κά­πο­τε μου εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να μι­λή­σω. Θα σας πω κά­ποι­ες σκέ­ψεις σε σχέ­ση με το γά­μο και ό­χι μό­νο για τη μο­να­ξιά μέ­σα στο γά­μο αλ­λά γε­νι­κό­τε­ρα.

Πρώ­τα α­π’ ό­λα, υ­πάρ­χει τε­ρά­στια δυ­σκο­λί­α σή­με­ρα με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων, για­τί δεν γνω­ρί­ζον­ται με­τα­ξύ τους. Πα­λιά δεν ή­ταν έ­τσι. Για ε­μάς (ε­μέ­να και την πα­πα­διά) που με­γα­λώ­σα­με στο ε­ξω­τε­ρι­κό, δεν ή­ταν κα­θό­λου έ­τσι, με την έν­νοι­α ό­τι εί­χα­με την ευ­και­ρί­α μέ­σα α­πό συγ­κεν­τρώ­σεις, πα­νη­γύ­ρια, συ­νε­λεύ­σεις, συ­νέ­δρια, να γνω­ρί­ζου­με παι­διά α­π’ ό­λη την πε­ρι­φέ­ρεια, μια τε­ρά­στια πε­ρι­φέ­ρεια. Κι οι γο­νείς μας γνώ­ρι­ζαν τους γο­νείς τους. Υ­πήρ­χε αυ­τή η κοι­νω­νι­κή ε­νό­τη­τα. Σή­με­ρα δεν υ­πάρ­χει.

Έ­πει­τα, σή­με­ρα φαί­νε­ται ό­τι λι­γο­στεύ­ουν οι χώ­ροι ό­που μπο­ρού­με να λει­τουρ­γή­σου­με αν­θρώ­πι­να. Ρω­τά­ω νέ­ους «πού πά­τε να γνω­ρί­σε­τε αν­θρώ­πους;», λέ­νε «στο μπαρ, στην κα­φε­τέ­ρια», ό­που ό­μως δεν υ­πάρ­χει ο­μα­δι­κή δι­α­σκέ­δα­ση. Υ­πάρ­χει ου­σι­α­στι­κά έ­νας χώ­ρος α­το­μι­κός ό­που κά­θε­σαι και ί­σως πας με μια δι­κή σου πα­ρέ­α, δεν υ­πάρ­χει ό­μως αυ­τή η ε­πι­κοι­νω­νί­α με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων.

Τρί­τον, ε­πει­δή με­γα­λώ­νου­με μέ­σα σ’ αυ­τήν την α­κοι­νω­νη­σί­α, κου­βα­λά­με μέ­σα μας μια μο­να­ξιά, γνω­ρί­ζου­με κά­ποι­ον και φαί­νε­ται ό­τι πε­ρι­μέ­νου­με α­πό αυ­τή τη σχέ­ση να κα­λύ­ψει τα πάν­τα, το ο­ποί­ο φυ­σι­κά δεν γί­νε­ται. Έ­τσι, γρή­γο­ρα α­πο­γο­η­τεύ­ε­ται κα­νείς α­πό τη σχέ­ση, για­τί όν­τως ο άλ­λος δεν μπο­ρεί να κα­λύ­ψει τα πάν­τα.

Υ­πάρ­χει και το α­κρι­βώς αν­τί­θε­το, κά­ποι­ος πα­γι­δεύ­ε­ται σε μί­α σχέ­ση, ό­που εί­ναι μό­νο «ε­γώ κι ε­σύ», κα­νέ­νας άλ­λος, ή ε­λά­χι­στοι άλ­λοι. Δεν εν­τάσ­σε­ται αυ­τό μέ­σα σ’ έ­να κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο και πά­λι βρα­χυ­κυ­κλώ­νει για­τί δεν εμ­πλου­τί­ζε­ται η σχέ­ση. Δεν τρο­φο­δο­τεί­ται. Με αυ­τό τον τρό­πο, α­φαι­ρεί­ται α­πό τη σχέ­ση η ί­δια η ε­λευ­θε­ρί­α, που πρέ­πει να υ­πάρ­χει, ώ­στε να υ­πάρ­χει δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα. Έ­τσι, δη­μι­ουρ­γεί­ται αυ­τό που λέ­με στην ψυ­χο­λο­γι­κή ο­ρο­λο­γί­α «συ­νε­ξάρ­τη­ση». Πια ο έ­νας στη­ρί­ζε­ται α­πό­λυ­τα στον άλ­λο και υ­πάρ­χει με­τά ο φό­βος ό­τι «αν ε­γώ κά­νω δύ­ο βή­μα­τα πί­σω, ο άλ­λος θα πέ­σει» ή «αν αυ­τός κά­νει δύ­ο βή­μα­τα πί­σω, α­πο­μα­κρυν­θεί α­πό μέ­να δη­λα­δή, ε­γώ θα πέ­σω». Υ­πάρ­χει και ο φό­βος και η ε­νο­χή που ε­ναλ­λάσ­σον­ται με­τα­ξύ τους. Ε­πεί­τα βέ­βαι­α έρ­χε­ται και ο θυ­μός που σε πα­γι­δεύ­ει, δη­λα­δή δεν α­φή­νει να υ­πάρ­χει ε­λεύ­θε­ρη ε­πι­κοι­νω­νί­α.

Πα­ρα­τη­ρώ, ε­πί­σης, στις σχέ­σεις - και το εί­πα αυ­τό στο συ­νέ­δριο, ό­ταν μι­λά­γα­με για τον γά­μο - ό­τι πια δεν υ­πάρ­χει ου­σι­α­στι­κά ε­πι­κοι­νω­νί­α μέ­σα στο γά­μο. Ζού­με πα­ράλ­λη­λες ζω­ές χω­ρίς να υ­πάρ­χει συ­νύ­φαν­ση των σχέ­σε­ων. Πώς γί­νε­ται αυ­τό πρα­κτι­κά; Έρ­χον­ται ζευ­γά­ρια σε μέ­να, μι­λά­με, α­να­λύ­ου­με τα ψυ­χο­λο­γι­κά, τα δυ­να­μι­κά, πώς μα­λώ­νει ο έ­νας, πώς μα­λώ­νει ο άλ­λος και ξαφ­νι­κά α­να­κα­λύ­πτω ό­τι αυ­τό το ζευ­γά­ρι δεν τρώ­ει μα­ζί πο­τέ. Μό­νο Κυ­ρια­κή και πο­τέ στο σπί­τι. Ή θα πά­νε στη μα­μά ή θα βγουν έ­ξω. Ο έ­νας έρ­χε­ται σπί­τι του στις 5, θα φά­ει στις 5, ο άλ­λος έρ­χε­ται στις 8, θα φά­ει κι αυ­τός μό­νος του. Μέ­χρι τό­τε και οι δύ­ο ψό­φιοι εί­ναι, η μί­α κά­νει τις δου­λει­ές του σπι­τιού, ο άλ­λος χα­ζεύ­ει. Πά­νε και κοι­μούν­ται και με­τά πε­ρι­μέ­νουν ό­τι θα κά­νουν και έ­ρω­τα. Δεν γί­νε­ται.

Ε­πο­μέ­νως, δεν υ­πάρ­χει πια ού­τε καν ε­πι­κοι­νω­νί­α, ου­σι­α­στι­κή ε­πι­κοι­νω­νί­α, ε­πει­δή δεν υ­πάρ­χει ο χώ­ρος και ο χρό­νος να συ­νυ­πάρ­χουν. Συν ό­τι πά­λι αυ­τό το ζευ­γά­ρι δεν έ­χει ση­μεί­ο α­να­φο­ράς σε μί­α κοι­νό­τη­τα έ­ξω α­πό αυ­τούς, σε αν­θρώ­πους έ­ξω α­πό αυ­τούς. Και δεν μι­λά­ω α­πλώς να έ­χου­με σχέ­σεις με­τα­ξύ μας με άλ­λα ζευ­γά­ρια. Ση­μαν­τι­κό εί­ναι κι αυ­τό. Μι­λά­ω ό­μως για κά­τι που το ζευ­γά­ρι έ­χει ση­μεί­ο α­να­φο­ράς έ­ξω α­π’ αυ­τό, που, για μέ­να και για μας που πι­στεύ­ου­με στον Ι­η­σού Χρι­στό, εί­ναι η Εκ­κλη­σί­α. Ό­σο λεί­πει αυ­τό, τό­ση μο­να­ξιά θα υ­πάρ­χει στο γά­μο, τό­σο α­πο­κομ­μέ­νοι, τό­σο μό­νοι θα αι­σθαν­θού­με να ση­κώ­σου­με τα βά­ρη που υ­πάρ­χουν μέ­σα σε μί­α σχέ­ση.

Ε­πί­σης, υ­πάρ­χει α­να­σφά­λεια για να μπεις στο γά­μο, ε­πει­δή υ­πάρ­χει αυ­τό το τε­ρά­στιο πο­σο­στό δι­α­ζυ­γί­ων. Ξέ­ρου­με ό­τι στις α­στι­κές πε­ρι­ο­χές της Ελ­λά­δος η α­να­λο­γί­α δι­α­ζυ­γί­ων – γά­μων εί­ναι πια 1:2. Ά­μα βά­λου­με την ε­παρ­χί­α (1:4, 1:5), το κά­νου­με 1:2,5. Του χρό­νου η α­να­λο­γί­α θα εί­ναι α­κό­μα με­γα­λύ­τε­ρη, δη­λα­δή 1:1,9. Με­τά θα πά­ει σχε­δόν μι­σά-μι­σά. Αυ­τό δη­μι­ουρ­γεί τε­ρά­στια α­να­σφά­λεια και μο­να­ξιά. Συν ό­τι ό­σο με­γα­λώ­νεις και ό­σο δεν υ­πάρ­χει αυ­τή η κοι­νω­νι­κή α­να­φο­ρά, α­πο­μο­νώ­νε­σαι στο σπί­τι σου. Και ό­σο α­πο­μο­νώ­νε­σαι, τό­σο αυ­ξά­νον­ται οι κρί­σεις πα­νι­κού, το άγ­χος, η αί­σθη­ση ό­τι εί­σαι μό­νος τε­λεί­ως, «τι θα γί­νει αν πά­θω ε­γώ τί­πο­τα» και ού­τω κα­θε­ξής.

Αυ­τές εί­ναι εν ο­λί­γοις οι δι­κές μου α­νη­συ­χί­ες. Δεν ξέ­ρω πώς τα α­κού­τε, θα ή­θε­λα πε­ρισ­σό­τε­ρο να μου πεί­τε ε­σείς πά­νω σ’ αυ­τά… Θέ­λω να ρω­τή­σω, ε­φό­σον δι­α­βά­σα­τε το κεί­με­νο, τι εί­ναι αυ­τό που σας ά­ρε­σε στο κεί­με­νο ή τι δεν σας ά­ρε­σε… Να κά­νω κι ε­γώ μί­α ε­ρώ­τη­ση σ’ ε­σάς…

Η Ελ. λέ­ει ό­τι της ά­ρε­σε η ευ­στο­χί­α του κει­μέ­νου, εί­δε το γά­μο της μέ­σα α­πό αυ­τό και έ­νι­ω­σε λι­γό­τε­ρο μό­νη.

Ο Γ. μι­λά­ει για τη δυ­σκο­λί­α που έ­χει να εί­ναι μό­νος­ μέ τον ε­αυ­τό του και την εν­τύ­πω­ση που του έ­κα­νε το κεί­με­νο, στο ό­τι μό­νο ό­ταν εί­σαι μό­νος, μπο­ρείς να συ­ναν­τή­σεις το Θε­ό. Λέ­ει ό­τι στη σχέ­ση του με τη γυ­ναί­κα του άλ­λο­τε έ­χει κα­λή δι­ά­θε­ση να εί­ναι μα­ζί και άλ­λο­τε ό­χι.

π. Σταύ­ρος: Να ρω­τή­σω: μέ­σα στο γά­μο υ­πάρ­χει ο χώ­ρος που μπο­ρείς να μεί­νεις μό­νος; Για­τί υ­πάρ­χει μί­α τά­ση που λέ­ει ό­τι εί­μα­στε μα­ζί και πρέ­πει να εί­μα­στε πάν­τα μα­ζί. Δη­λα­δή, μπο­ρεί ο κα­θέ­νας να μεί­νει λί­γο μό­νος με τον ε­αυ­τό του; Βέ­βαι­α, πολ­λές φο­ρές αυ­τό μπο­ρεί να εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κό. Δη­λα­δή, ό­ταν ο άν­τρας εί­ναι στη δου­λειά και η γυ­ναί­κα εί­ναι συ­νέ­χεια στο σπί­τι, εί­ναι μό­νη της. Κι ε­κεί ί­σως δη­μι­ουρ­γεί­ται έ­να πρό­βλη­μα, α­πό την ά­πο­ψη ό­τι έρ­χε­ται ο άν­τρας που εί­ναι ό­λη μέ­ρα στη δου­λειά και με κό­σμο και θέ­λει να πά­ει σπί­τι να η­συ­χά­σει ε­νώ η γυ­ναί­κα, που ή­ταν ή­συ­χη ό­λη μέ­ρα, θέ­λει να δει κό­σμο, έ­χει α­παι­τή­σεις α­πό τον άν­τρα να εί­ναι μα­ζί της. Τό­τε δη­μι­ουρ­γεί­ται έν­τα­ση. Πρέ­πει, ό­μως, να υ­πάρ­χει ι­σορ­ρο­πί­α σ’ αυ­τό, μου φαί­νε­ται.

Μι­λά­ει ο Γ.. για τις α­παι­τή­σεις που έ­χει ε­κεί­νος α­πό τους άλ­λους μέ­σα στις σχέ­σεις του.

π. Σταύ­ρος: Η πα­γί­δα εί­ναι ό­τι συ­νή­θως φτι­ά­χνου­με σχέ­σεις και ζη­τά­με α­πό τον άλ­λο. Εί­ναι με­γά­λη πα­γί­δα, για­τί σε μια σχέ­ση δεν ζη­τάς α­πό τον άλ­λο. Σε μί­α σχέ­ση ου­σι­α­στι­κά θες να δεις τι μπο­ρείς να δώ­σεις, ο κα­θέ­νας τι μπο­ρεί να δώ­σει στη σχέ­ση.

Υ­πάρ­χει μί­α θε­ω­ρί­α (εί­ναι δι­κή μου νο­μί­ζω, δεν την έ­χω δι­α­βά­σει που­θε­νά): Ε­γώ γνω­ρί­ζω τη γυ­ναί­κα μου και η γυ­ναί­κα μου γνω­ρί­ζει ε­μέ­να και εί­ναι να φτι­ά­ξου­με μί­α σχέ­ση. Η σχέ­ση ου­σι­α­στι­κά εί­ναι έ­ξω α­πό μας. Δη­λα­δή, εί­ναι σαν να έ­χω πη­λό και να πρέ­πει να δι­α­μορ­φώ­σω τον πη­λό σε σχέ­ση. Τώ­ρα, ε­γώ θα βο­η­θή­σω, αυ­τή θα βο­η­θή­σει, ο έ­νας θα βά­λει το χέ­ρι του ε­δώ, ο άλ­λος θα βά­λει το χέ­ρι του ε­κεί, ο έ­νας θα γυ­ρί­σει τον τρο­χό, ο άλ­λος θα βά­λει το νε­ρό…έ­λα να το φτι­ά­ξου­με…και αυ­τή εί­ναι η σχέ­ση μας.

Δυ­στυ­χώς, δεν βλέ­που­με έ­τσι τη σχέ­ση. Συ­νή­θως εί­ναι «φτιά­ξε κά­τι για μέ­να».

Μι­λά­ει η Α. για το φό­βο που νοι­ώ­θει ό­ταν μέ­νει μό­νη με τον ε­αυ­τό της.

π. Σταύ­ρος: Έ­χε­τε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τι σας τρο­μά­ζει ό­μως; Για­τί εί­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κό.

Η Α. λέ­ει ό­τι την τρο­μά­ζει το να βλέ­πει τα χά­λια της.

π. Σταύ­ρος: Κοί­τα­ξε, ό­σο δεν εί­σαι σε ε­πα­φή με τον ε­αυ­τό σου, όν­τως νοι­ώ­θεις μό­νος σου με τον ε­αυ­τό σου. Δη­λα­δή, ό­σο πλη­σιά­ζεις τον ε­αυ­τό σου και συμ­βι­βά­ζε­σαι με αυ­τόν, όν­τως μπο­ρείς να μεί­νεις και μό­νος με τον ε­αυ­τό σου. Αυ­τό που εί­πα και στην ο­μι­λί­α εί­ναι ό­τι τό­τε μπο­ρού­με να γνω­ρί­σου­με τη μο­να­δι­κό­τη­τά μας, ποι­οι εί­μα­στε.

Μι­λά­ει ο Ζ. για έ­να αί­σθη­μα αυ­τάρ­κειας που αι­σθά­νε­ται ό­ταν μέ­νει μό­νος του.

π. Σταύ­ρος: Πρέ­πει να μεί­νεις πε­ρισ­σό­τε­ρο μό­νος σου (γέ­λια). Ναι, υ­πάρ­χει αυ­τός ο κίν­δυ­νος, αλ­λά αυ­τό που κά­νει το να μεί­νεις μό­νος σου εί­ναι να σε φέ­ρει σε ε­πα­φή με την ε­ρώ­τη­ση αν υ­πάρ­χου­με ή δεν υ­πάρ­χου­με και να σε φέ­ρει ά­με­σα στη σχέ­ση με τον θά­να­το. Και ε­κεί δεν μπο­ρού­με να ζού­με στο ψέ­μα ό­τι εί­μα­στε κά­τι. Ζού­με στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­τι δεν εί­μα­στε τί­πο­τα. Τό­τε όν­τως μπο­ρού­με να δού­με τον ε­αυ­τό μας μ’ αυ­τό που εί­μα­στε, με ό­λα τα ε­λατ­τώ­μα­τα. Αυ­τό που λες ε­σύ εί­ναι ό­τι «μπο­ρώ να νι­κή­σω τα πάν­τα». Ε­νώ μπρο­στά στο θά­να­το, δεν μπο­ρείς να νι­κή­σεις τί­πο­τα.

Νο­μί­ζω ό­τι αυ­τό εί­ναι και μέ­σα στην πα­ρά­δο­σή μας. Δη­λα­δή, δεν εί­ναι τυ­χαί­ο που στους μο­να­χούς η ά­σκη­σή τους εί­ναι να μεί­νουν μό­νοι τους μπρο­στά στο γε­γο­νός του θα­νά­του. Βλέ­που­με την ει­κό­να του Α­γί­ου Σι­σώ­η που εί­ναι πά­νω α­πό τον τά­φο. Υ­πάρ­χει η πα­ρά­δο­ση ό­τι μέ­σα στα κε­λιά των μο­να­χών βά­ζα­νε νε­κρο­κε­φα­λές. Ό­λα αυ­τά εί­ναι υ­πεν­θύ­μι­ση του τι πραγ­μα­τι­κά εί­μα­στε μπρο­στά στο γε­γο­νός του θα­νά­του.

Ζ.: Νοι­ώ­θει, δη­λα­δή, κα­νείς ό­τι δεν μπο­ρεί να αυ­το­δι­και­ώ­νε­ται…

π. Σταύ­ρος: Ναι, νοι­ώ­θει ό­τι δεν μπο­ρεί να τα κου­μαν­τά­ρει ό­λα. Δεν μπο­ρεί να τα έ­χει ό­λα. Η δύ­να­μή του εί­ναι πο­λύ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη.

Ζ.: Και τό­τε μπο­ρεί να α­πλώ­σει τα χέ­ρια και προς τους άλ­λους και προς το Θε­ό;

π. Σταύ­ρος: Μό­νο τό­τε.

π. Χρ.: Να πω κι ε­γώ κά­τι θέ­λω. Εί­χα μια εμ­πει­ρί­α μι­κρός, α­πό αυ­τές που με ση­μα­δέ­ψα­νε. Συ­νή­θι­ζα να πη­γαί­νω συ­χνά στο Ά­γιο Ό­ρος και εί­χα γνω­ρι­στεί με δι­α­φό­ρους ε­κεί. Ή­ξε­ρα, λοι­πόν, έ­να μο­να­χό σ’ έ­να κε­λί. Κά­ποι­α φο­ρά, ε­πει­δή μου ‘χε εμ­πι­στο­σύ­νη, μου λέ­ει: «ε­γώ θα λεί­ψω κά­ποι­ες μέ­ρες. Πά­ρε το κλει­δί, ε­κεί εί­ναι οι ντο­μά­τες, ά­μα έρ­θει κά­νας άν­θρω­πος…»

Ε­γώ λα­ϊ­κός ή­μου­να. Εί­χα ό­λον τον εν­θου­σια­σμό της νε­ό­τη­τας, ή­ταν και τα χρό­νια α­να­γέν­νη­σης στο Ά­γιο Ό­ρος… Ό­ταν έ­φυ­γε, εί­χα πο­λύ με­γά­λη χα­ρά. Κά­θι­σα 3-4 ώ­ρες, α­πό­λυ­τη ευ­τυ­χί­α. Κα­θώς άρ­χι­σε να περ­νά­ει η μέ­ρα, άρ­χι­σα να νοι­ώ­θω πο­λύ με­γά­λη θλί­ψη. Δεν μπο­ρού­σα να κα­τα­λά­βω για­τί. Δεν εί­χα και την κρί­ση ε­νός με­γά­λου αν­θρώ­που, τρι­αν­τά­ρη, σα­ραν­τά­ρη… ή­μουν νέ­ος. Κά­ποι­α στιγ­μή, ξέ­σπα­σα σε κλά­μα­τα. Δεν εί­χα ξα­να­πά­θει τέ­τοι­ο πράγ­μα. Άρ­χι­σα να κλαί­ω πά­ρα πο­λύ.

Μέ­χρι να βρα­διά­σει (ε­γώ δεν φο­βό­μου­να ού­τε το σκο­τά­δι, ού­τε τη νύ­χτα να μέ­νω μό­νος μου), κά­πως συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ό­τι δεν μου ά­ρε­σε κα­θό­λου που ή­μου­να μό­νος μου. Στην ου­σί­α εί­χα πά­ει ε­κεί για να εί­μαι με πα­ρέ­α, με τον μο­να­χό και με ό­σους άλ­λους περ­νού­σαν και να ‘μαι κα­λά. Ε­νώ εί­χα ξε­κι­νή­σει να πά­ω ε­κεί με χα­ρά, έ­κλαι­γα ε­πί ώ­ρα. Ε­κεί συ­νει­δη­το­ποί­η­σα για πρώ­τη φο­ρά στη ζω­ή μου ό­τι δεν μ’ ά­ρε­σε να εί­μαι μό­νος μου. Για­τί ή­μου­να πάν­τα με αν­θρώ­πους. Έκλαψα πολύ. Και αυ­τή ή­ταν η αρ­χή της συ­νει­δη­το­ποί­η­σης (και κά­ποι­ες άλ­λες τέ­τοι­ες φο­ρές), που κα­τά­λα­βα ό­τι ο άν­θρω­πος που δεν αν­τέ­χω πά­νω α­π’ ό­λους, εί­ναι ο ε­αυ­τός μου.

Μι­λά­ει η Στ. για τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή μο­να­ξιά που νοι­ώ­θει α­κό­μα και ό­ταν εί­ναι μα­ζί με άλ­λους αν­θρώ­πους.

π. Σταύ­ρος: Έ­να τρα­γού­δι λέ­ει «ο μο­να­χός ο άν­θρω­πος, ό­ταν εί­ναι με άλ­λους που γε­λά­νε, νοι­ώ­θει δύ­ο φο­ρές μό­νος». Υ­πάρ­χει μια δι­α­φο­ρά στο να νοι­ώ­θεις μο­να­ξιά και να εί­σαι όν­τως μό­νος. Αν υ­πάρ­χουν οι σχέ­σεις που υ­πάρ­χουν, τό­τε αν­τέ­χεις αυ­τό και μά­λι­στα σε βά­ζει να ε­κτι­μή­σεις και τις σχέ­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο, τις βά­ζεις σε κα­λύ­τε­ρη προ­ο­πτι­κή. Αν δεν υ­πάρ­χουν, όν­τως το να εί­σαι μό­νος προ­κα­λεί μο­να­ξιά.

Ο π. Δ. μου έ­γρα­ψε έ­να γράμ­μα με­τά την ο­μι­λί­α και μου λέ­ει ό­τι οι μο­να­χοί δεν νοι­ώ­θουν α­πό­λυ­τα μό­νοι τους για­τί έ­χουν τους α­γί­ους. Εν­τά­ξει. Και βέ­βαι­α λέ­ει ό­τι ό­σοι δεν έ­χουν αυ­τό εί­ναι όν­τως δυ­στυ­χι­σμέ­νοι. Αλ­λά ε­πι­μέ­νω ό­τι πριν το βι­ώ­σεις αυ­τό, χρει­ά­ζε­ται να βι­ώ­σεις το πρώ­το στά­διο, το να εί­σαι με τον ε­αυ­τό σου, να εί­σαι μπρο­στά στο θά­να­το. Τό­τε θα βά­λεις αυ­τή τη ζω­ή σε σω­στή προ­ο­πτι­κή. Τό­τε θα α­να­γνω­ρί­σεις ό­τι υ­πάρ­χει κά­τι άλ­λο, πέ­ρα α­πό αυ­τό που ζού­με. Συ­νή­θως δεν το κά­νου­με αυ­τό και τό­τε νοι­ώ­θου­με πε­ρισ­σό­τε­ρη μο­να­ξιά. Συ­νή­θως πε­ρι­ο­ρί­ζου­με τη ζω­ή σε αυ­τό που ζού­με και ό­χι σε κά­τι άλ­λο.

Στο Ευ­αγ­γέ­λιο που δι­α­βά­σα­με την Κυ­ρια­κή, λέ­ει ο νε­α­ρός «τι μπο­ρώ να κά­νω για να α­πο­κτή­σω την αι­ώ­νια ζω­ή;» κι α­παν­τά ο Χρι­στός «ά­μα θέ­λεις να α­πο­κτή­σεις τη ΖΩΗ, τό­τε να τη­ρή­σεις τις εν­το­λές». Δεν λέ­ει την αι­ώ­νια ζω­ή. Λέ­ει τη ζω­ή, την πραγ­μα­τι­κή ζω­ή, η ο­ποί­α δεν εί­ναι μό­νο η ζω­ή που ζού­με. Αυ­τό που ζού­με δεν εί­ναι ζω­ή, εί­ναι ζω­ή μπρο­στά στο θά­να­το. Αλ­λά για να φτά­σεις σ’ αυ­τό, πρέ­πει να εν­νο­ή­σεις τι θα πει να εί­σαι μό­νος, πρέ­πει να α­πο­κτή­σεις το φό­βο ό­τι θα πε­θά­νεις, ό­τι μπο­ρεί να πε­θά­νεις μό­νος σου, που εί­ναι ο χει­ρό­τε­ρος φό­βος. Προ­σπα­θού­με να λύ­σου­με ό­λα τα άλ­λα χω­ρίς να δού­με αυ­τό. Ε, δεν λύ­νον­ται.

Η Ειρ. μι­λά­ει για το πώς βί­ω­σε το θά­να­το του πα­τέ­ρα της, ό­που λέ­ει ό­τι προ­σευ­χό­με­νη δεν έ­νοι­ω­σε μο­να­ξιά.

π. Σταύ­ρος: Δεν μι­λά­ω γι’ αυ­τό. Μι­λά­ω για ό­ταν εί­μα­στε με τον ε­αυ­τό μας.

Ειρ.: Ό­ταν σκε­φτό­μα­στε το δι­κό μας θά­να­το δη­λα­δή…

π. Σταύ­ρος: Ό­ταν σκε­φτό­μα­στε το δι­κό μας το θά­να­το, αλ­λά και ό­ταν σκε­φτό­μα­στε τι εί­μα­στε ε­μείς μπρο­στά στο θά­να­το. Κοί­τα­ξε, έ­χου­με μί­α αί­σθη­ση παν­το­δυ­να­μί­ας και πρέ­πει να σπά­σει αυ­τό. Ο μό­νος τρό­πος να σπά­σει, εί­ναι να δού­με το θά­να­το. Ό­λος ο κό­σμος προ­σπα­θεί να τον α­πο­φύ­γει. Ό­λοι ό­μως κά­πο­τε θα πε­θά­νου­με. Ό­λοι προ­σπα­θούν να ε­λέγ­χουν α­κό­μα και τις και­ρι­κές συν­θή­κες κι έρ­χε­ται έ­νας καύ­σω­νας και τα καί­ει ό­λα. Προ­σπα­θού­με να φτι­ά­ξου­με μια ζω­ή πο­λύ πα­ρα­δει­σέ­νια ώ­στε να α­πο­φύ­γου­με τον ου­σι­α­στι­κό φό­βο και τη θλί­ψη. Δεν μπο­ρού­με ό­μως να ξε­φύ­γου­με α­πό τον πό­νο και τη θλί­ψη.

Όν­τως ο πό­νος και η θλί­ψη δη­μι­ουρ­γούν μο­να­ξιά. Δεν μπο­ρείς ε­σύ α­πό­λυ­τα να πά­ρεις τον πό­νο τον δι­κό μου. Εί­ναι δι­κός μου πό­νος. Ό­ταν πο­νά­ει το χέ­ρι μου, πο­νά­ει το χέ­ρι μου. Δεν πο­νά­ει το δι­κό σου. Μπο­ρώ να σου πω πώς εί­ναι, μπο­ρεί να μου πεις ό­τι πό­νε­σε κά­πο­τε και το δι­κό σου. Ό­μως του κα­θε­νός ο πό­νος εί­ναι κά­τι δι­κό του, α­πο­κλει­στι­κό του.

Ο Χρι­στός σταυ­ρώ­νε­ται και λέ­με ό­τι παίρ­νει τον πό­νο, βι­ώ­νει το θά­να­το. Ε­μείς χρει­ά­ζε­ται να ταυ­τι­στού­με με τον πό­νο και το θά­να­το του Χρι­στού, που δεν ή­ταν έ­νας δι­κός Του πό­νος. Αυ­τός πό­νε­σε για­τί αυ­τός ο κό­σμος ή­ταν και εί­ναι στην α­μαρ­τί­α. Ή­ταν έ­ξω α­πό τον ί­διο τον ε­αυ­τό Του ο πό­νος. Ο μό­νος τρό­πος για να υ­περ­βού­με τον πό­νο, εί­ναι να βγού­με έ­ξω α­πό αυ­τόν και να πού­με ό­τι ό­λος ο πό­νος συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται σ’ έ­να γε­νι­κό­τε­ρο πό­νο. Μό­νο έ­τσι μπο­ρού­με να α­πο­φύ­γου­με το πρό­βλη­μα της μο­να­ξιάς, να ξε­φύ­γου­με α­πό τη μο­να­ξιά που προ­κα­λεί ο πό­νος.

Α.: Αν δεν συμ­φι­λι­ω­θού­με με την ι­δέ­α του πό­νου, μπο­ρού­με να έ­χου­με ου­σι­α­στι­κή σχέ­ση με το Χρι­στό;

π. Σταύ­ρος: Ο μη­χα­νι­σμός του να προ­σπα­θή­σου­με να α­πο­φύ­γου­με τον πό­νο εί­ναι έ­νας μη­χα­νι­σμός που ί­σως εί­ναι α­πα­ραί­τη­τος, ώ­στε ο ί­διος ο ψυ­χο­σω­μα­τι­κός ορ­γα­νι­σμός μας να μπο­ρεί να αν­τι­με­τω­πί­σει τον πό­νο. Δη­λα­δή, κά­νεις δύ­ο βή­μα­τα πί­σω, ώ­στε να μπο­ρείς να τον αν­τι­με­τω­πί­σεις. Αυ­τό εί­ναι κά­πως α­πα­ραί­τη­το. Αν κά­ποι­ος σου πει κά­τι πο­λύ δυ­σά­ρε­στο, υ­πάρ­χει έ­να σοκ, μια άρ­νη­ση στην αρ­χή. Αυ­τό εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. Α­πό ‘κει και πέ­ρα τι γί­νε­ται. Για­τί ά­μα ε­πι­μεί­νει ο πό­νος, δεν μπο­ρείς να τον α­πο­φύ­γεις, θα εί­ναι ε­κεί.

Τώ­ρα έρ­χον­ται πολ­λά πράγ­μα­τα στη σκέ­ψη μου. Άλ­λο πράγ­μα ο σω­μα­τι­κός πό­νος, κι άλ­λο ο ψυ­χι­κός πό­νος, ο συ­ναι­σθη­μα­τι­κός πό­νος. Γε­νι­κό­τε­ρα βέ­βαι­α, εί­μα­στε φυ­γό­πο­νοι και νο­μί­ζω γι’ αυ­τό α­πο­φεύ­γου­με και το να εί­μα­στε μό­νοι μας, γι’ αυ­τό βά­ζου­με και τις δυ­να­τές μου­σι­κές. Θέ­λου­με να εί­μα­στε δια­ρκώς με κό­σμο ώ­στε να α­πο­φύ­γου­με το ου­σι­α­στι­κό βί­ω­μα του πό­νου.

Δεν ξέ­ρω, α­πό την άλ­λη, αν μπο­ρού­με να συμ­φι­λι­ω­θού­με με τον πό­νο. Εί­ναι σαν να πεις «να συμ­φι­λι­ω­θώ με το θά­να­το». Υ­πάρ­χει ε­δώ έ­να πρό­βλη­μα. Ο πα­τήρ Σμέ­μαν, έ­νας πε­ρί­φη­μος θε­ο­λό­γος, λέ­ει ό­τι δεν μπο­ρού­με να συμ­φι­λι­ω­θού­με με το θά­να­το για­τί ο θά­να­τος δεν ή­τα­νε μέ­ρος της ζω­ής μας. Δεν πι­στεύ­ω ό­τι υ­πάρ­χει αυ­τή η δυ­να­τό­τη­τα, ό­τι μπο­ρού­με όν­τως να συμ­φι­λι­ω­θού­με με αυ­τό. Α­πό ‘κει και πέ­ρα, το θέ­μα εί­ναι τι κά­νου­με ε­φό­σον τον έ­χου­με.

Και εί­πα. Το έ­να εί­ναι να μην α­πο­μο­νω­θού­με στον πό­νο μας. Πι­στεύ­ω ό­τι ο άν­θρω­πος έ­χει μί­α τά­ση να α­πο­μο­νω­θεί στον πό­νο του, να γί­νει πο­λύ ε­γω­κεν­τρι­κός και α­πω­θη­τι­κός και να ο­πι­σθο­δρο­μή­σει σε έ­να μω­ρό, ας πού­με, που δια­ρκώς κλαί­ει, κλαί­ει, κλαί­ει για τον ε­αυ­τό του. Αυ­τός εί­ναι έ­νας πει­ρα­σμός, τε­ρά­στιος πει­ρα­σμός. Ε­γώ μπο­ρώ να νοι­ώ­θω τη μο­να­ξιά μου και να μην δω τη μο­να­ξιά του άλ­λου και τις δυ­σκο­λί­ες του άλ­λου και να μεί­νω μό­νο με τον ε­αυ­τό μου. Αυ­τό εί­ναι πο­λύ ε­πι­κίν­δυ­νο. Γι’ αυ­τό η Εκ­κλη­σί­α μάς βγά­ζει α­πό τη μό­νω­ση και μας φέρ­νει στην ευ­χα­ρι­στια­κή ζω­ή, ώ­στε να δού­με ό­τι «τα βά­ρη των άλ­λων βα­στά­ζε­τε», υ­πάρ­χει θλί­ψη γύ­ρω μας, πρέ­πει να αλ­λη­λο­ϋ­πο­στη­ρι­χθού­με.

Το άλ­λο εί­ναι αυ­τό που εί­πα, δη­λα­δή να εν­τάσ­σου­με τον πό­νο τον προ­σω­πι­κό μας σ’ έ­να ευ­ρύ­τε­ρο πό­νο. Ο ου­σι­α­στι­κός πό­νος εί­ναι ε­πει­δή εί­μαι πο­λύ μα­κριά α­πό τον Ι­η­σού Χρι­στό. Κά­πως έ­τσι με­τα­φρά­ζε­ται αυ­τό το πράγ­μα. Ε­πει­δή οι έν­νοι­ες αυ­τές εί­ναι α­φη­ρη­μέ­νες, πολ­λές φο­ρές πρέ­πει να το κά­νου­με πιο συγ­κε­κρι­μέ­νο. Ό­μως προ­σέξ­τε, ε­πει­δή εί­μα­στε σε εκ­κλη­σι­α­στι­κό χώ­ρο, δεν λέ­ω ό­τι πρέ­πει να πο­νέ­σου­με για να νοι­ώ­σου­με τον Ι­η­σού Χρι­στό ή ό­τι πρέ­πει να πο­νέ­σου­με ώ­στε να κα­θα­ρι­στού­με α­πό τις ε­νο­χές μας, να ε­ξι­λε­ω­θού­με α­πό τις α­μαρ­τί­ες μας. Δεν το λέ­ω αυ­τό και πι­στεύ­ω ό­τι δεν εί­ναι α­πό­λυ­τα ορ­θό­δο­ξο.

Δι­ά­βα­σα προ­χθές πως έ­λε­γε ο ά­γιος Παφ­νού­τιος ό­τι εί­χε έ­να έκ­ζε­μα στο πό­δι του και ευ­χα­ρί­στη­σε το Θε­ό για­τί, λέ­ει, «με τον πό­νο που εί­χα στο πό­δι μου, κα­θά­ρι­σα και την ψυ­χή μου». Αλ­λά τι ση­μαί­νει αυ­τό; Δεν ση­μαί­νει ό­τι πλή­ρω­σε μια τι­μή για τις α­μαρ­τί­ες του. Ση­μαί­νει α­κρι­βώς αυ­τό που εί­πα ε­γώ, πως σκέ­φτη­κε ποι­ος εί­ναι αυ­τός μπρο­στά στη φθο­ρά. Τα έ­βα­λε ό­λα σε μί­α προ­ο­πτι­κή και κα­θά­ρι­σε λί­γο τον ε­αυ­τό του α­πό αυ­τή την πλά­νη. Αυ­τό ση­μαί­νει. Ό­χι την έν­νοι­α της τι­μω­ρί­ας. Το λέ­ω για­τί μπο­ρεί να σας μπει στο νου κά­τι τέ­τοι­ο, το ξε­κα­θα­ρί­ζω.

Ό­ταν περ­νά­ω μια δυ­σκο­λί­α, σω­μα­τι­κή ή ψυ­χο­λο­γι­κή, όν­τως μου δί­νε­ται μί­α δυ­να­τό­τη­τα να γνω­ρί­σω τον Ι­η­σού Χρι­στό στ’ α­λή­θεια. Να γνω­ρί­σω αυ­τό που λέ­ει ο α­πό­στο­λος Παύ­λος, που λέ­ει ο Χρι­στός στο Ευ­αγ­γέ­λιο που δι­α­βά­σα­με προ­χθές: ό­τι τα πάν­τα εί­ναι δυ­να­τά α­πό το Θε­ό. Τί­πο­τα δεν εί­ναι δυ­να­τό α­πό τον ε­αυ­τό μας. Αυ­τή εί­ναι η κά­θαρ­ση που πρέ­πει να κά­νου­με.

Ρω­τά­ει η Σ. το πώς μπο­ρεί να συ­ναι­σθαν­θεί το θά­να­το.

π. Σταύ­ρος: Να δι­α­κο­νή­σεις έ­να η­λι­κι­ω­μέ­νο, έ­να άρ­ρω­στο. Δυ­στυ­χώς εί­μα­στε πο­λύ μα­κριά. Έ­χου­με τα στε­γα­νά μας. Οι η­λι­κι­ω­μέ­νοι και οι άρ­ρω­στοι πά­νε στα νο­σο­κο­μεί­α. Εί­μα­στε πο­λύ μα­κριά. Ά­μα πρέ­πει να κα­θα­ρί­σεις έ­ναν άρ­ρω­στο ή να τον μυ­ρί­σεις… Λέ­ει ο ά­γιος Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος ό­τι μό­νο ό­ταν μυ­ρί­σεις τον άρ­ρω­στο, θα κα­τα­λά­βεις ό­τι κι ε­σύ βρω­μάς. Τα λέ­ω αυ­τά για­τί ή­μου­να ι­ε­ρέ­ας σε νο­σο­κο­μεί­ο δώ­δε­κα χρό­νια και τα ‘χω βι­ώ­σει. Και πά­λι ζω στην ψευ­δαί­σθη­ση, ό­πως κι ε­σύ, ό­τι θα ζή­σω πάν­το­τε.

Μι­λά­ει η Α. για τη μο­να­ξιά που νοι­ώ­θει στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά της μό­νη στο σπί­τι.

π. Σταύ­ρος: Κοί­τα­ξε, πά­λι λέ­ω, πρέ­πει να υ­πάρ­χει μί­α ι­σορ­ρο­πί­α στο να εί­σαι με τον ε­αυ­τό σου και να εί­σαι με τους άλ­λους. Τα δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα που θα σου δώ­σω εί­ναι ό­τι ο μο­να­χός που εί­ναι στην έ­ρη­μο, πα­ρό­λο που μπο­ρεί να έ­χει κά­που μό­νος του μί­α σκή­τη, αυ­τό το σπί­τι συν­δέ­ε­ται μ’ έ­να με­γα­λύ­τε­ρο μο­να­στή­ρι. Υ­πάρ­χει δη­λα­δή α­να­φο­ρά σε μια κοι­νό­τη­τα, δεν εί­ναι α­πό­λυ­τα μό­νος του. Ό­ταν ξε­κι­νά­ει η με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή, στα μο­να­στή­ρια το πρώ­το τρι­ή­με­ρο δεν τρώ­νε, δεν μι­λά­νε. Ου­σι­α­στι­κά ζού­νε με­τα­ξύ του κε­λιού και της εκ­κλη­σί­ας. Υ­πάρ­χει η σι­ω­πή κα­θώς εί­σαι μό­νος σου στο κε­λί, ό­μως πας και στην εκ­κλη­σί­α.

Αυ­τό που πρέ­πει να ρω­τή­σεις τον ε­αυ­τό σου, ό­ταν εί­σαι μό­νη, εί­ναι αν έ­χεις αυ­τό που εί­πα πριν, έ­να ση­μεί­ο α­να­φο­ράς έ­ξω α­πό σέ­να. Για μέ­να αυ­τό εί­ναι η Εκ­κλη­σί­α. Η πραγ­μα­τι­κή Εκ­κλη­σί­α ό­μως. Οι άν­θρω­ποι, οι σχέ­σεις. Για­τί, ό­πως εί­πε και ο κύ­ριος κα­θη­γη­τής νω­ρί­τε­ρα, μπο­ρώ να μέ­νω μό­νος μου και να σκέ­φτο­μαι την οι­κο­γέ­νειά μου. Εί­ναι ε­κεί, για μέ­να, το ξέ­ρω. Μπο­ρεί να εί­μαι μό­νος μου και να σκέ­φτο­μαι ό­τι έ­χω πέν­τε αν­θρώ­πους σ’ ό­λο τον κό­σμο, που μπο­ρεί να μην εί­ναι μό­νο στην Ελ­λά­δα και την Α­θή­να, αλ­λά εί­ναι ε­κεί, με σκέ­φτον­ται. Βέ­βαι­α δεν μπο­ρεί αυ­τό να εί­ναι μό­νο στυ­γνή σκέ­ψη, πρέ­πει να υ­πάρ­χει και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μια ε­πα­φή.

Ο Χρι­στός εί­χε μί­α ι­σορ­ρο­πί­α στη ζω­ή Του. Ή­ταν στο βου­νό μό­νος Του, συ­νο­μι­λού­σε με τον Πα­τέ­ρα Του˙ με­τά κα­τέ­βαι­νε στον κό­σμο, έ­κα­νε θαύ­μα­τα. Αλ­λά υ­πήρ­χε ι­σορ­ρο­πί­α. Δεν ή­ταν α­πό­λυ­τα μό­νος Του. Ή­ταν με τον Πα­τέ­ρα Του.

Μι­λά­ει ο Τ. για το πώς βι­ώ­νει τη μο­να­ξιά.

Μι­λά­ει η Ο. για το ση­μεί­ο που της έ­κα­νε εν­τύ­πω­ση στο κεί­με­νο και την άρ­νη­ση που έ­χει στο να δει τον ε­αυ­τό της.

π. Σταύ­ρος: Λέ­ω ό­τι βο­λευ­ό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο στο να μας πει ο άλ­λος τι να κά­νου­με, πα­ρά να μας βο­η­θή­σει να γνω­ρί­σου­με τι εί­μα­στε. Η πα­γί­δα εί­ναι ό­τι αρ­νού­μα­στε να α­να­λά­βου­με την ευ­θύ­νη του ε­αυ­τού μας. Θέ­λου­με πάν­το­τε κά­ποι­ος άλ­λος να α­να­λά­βει την ευ­θύ­νη του ε­αυ­τού μας. Μα ό­ταν πρέ­πει να α­πο­φα­σί­σω για τον ε­αυ­τό μου, εί­ναι μια δι­κή μου α­πό­φα­ση. Δεν μπο­ρεί να α­πο­φα­σί­σει άλ­λος για μέ­να. Ω­στό­σο, για κά­ποι­ο λό­γο, ό­σο περ­νά­ει ο και­ρός, δεν θέ­λω να α­να­λά­βω τις ευ­θύ­νες μου.

Λέ­με για την υ­πα­κο­ή. Ο γέ­ρον­τας, η υ­πα­κο­ή… Αυ­τό ό­μως εί­ναι πλά­νη. Υ­πα­κο­ή δεν εί­ναι να βά­λου­με κά­ποι­ον άλ­λο να πά­ρει α­πό­φα­ση για μας. Και στην υ­πα­κο­ή, την κου­ρά δη­λα­δή που γί­νε­ται, παίρ­νεις την α­πό­φα­ση ε­σύ να γί­νει η κου­ρά. Σου δί­νει ο ε­πί­σκο­πος, ο ι­ε­ρέ­ας που κά­νει την κου­ρά, τρεις φο­ρές το ψα­λί­δι αν θέ­λεις να το κά­νεις ή ό­χι. Και το δί­νεις στη γε­ρόν­τισ­σα ή στο γέ­ρον­τα. Δη­λα­δή, και ε­κεί εί­ναι δι­κή σου α­πό­φα­ση. Και ε­κεί πάν­τα έ­νας πε­πει­ρα­μέ­νος γέ­ρον­τας-γε­ρόν­τισ­σα εί­ναι πο­λύ προ­σε­κτι­κός πώς θα χει­ρι­στεί αυ­τό το εί­δος της υ­πα­κο­ής.

Η υ­πα­κο­ή δεν εί­ναι υ­πα­κο­ή για την υ­πα­κο­ή, έ­χει λό­γο. Και ο λό­γος εί­ναι να γνω­ρί­σεις όν­τως πό­σο α­δύ­να­μος εί­ναι ο ε­αυ­τός σου. Δη­λα­δή, να πα­ρα­δώ­σεις το θέ­λη­μά σου σ’ Αυ­τόν, να πα­ρα­δώ­σεις το θέ­λη­μά σου προς την α­γά­πη. Μό­νο γι’ αυ­τό κά­νου­με υ­πα­κο­ή, ό­χι για άλ­λους λό­γους. Σή­με­ρα προ­σπα­θού­με να α­πο­φύ­γου­με την ευ­θύ­νη και αυ­τό δη­μι­ουρ­γεί έ­να τε­ρά­στιο πρό­βλη­μα. Έ­χω ευ­θύ­νη γι’ αυ­τό που εί­μαι, γι’ αυ­τό που κά­νω. Λέ­με για την οι­κο­γέ­νεια, πως με­γα­λώ­σα­με έ­τσι… Αλ­λά σε τε­λι­κή α­νά­λυ­ση, έ­χου­με ευ­θύ­νη για το τι θα κά­νου­με α­πό ‘κει και πέ­ρα.

Η Α. ρω­τά­ει πώς γί­νε­ται να αι­σθα­νό­μα­στε παν­το­δύ­να­μοι και ταυ­τό­χρο­να να ζη­τά­με α­πό κά­ποι­ον άλ­λο να μας πει τι να κά­νου­με.

Στ.: Αν η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή μο­να­ξιά που νοι­ώ­θου­με εί­ναι α­πόρ­ροι­α της συμ­πε­ρι­φο­ράς του άλ­λου, ποι­α ευ­θύ­νη μπο­ρού­με να πά­ρου­με ;

π. Σταύ­ρος: Δεν εί­ναι ευ­θύ­νη το πό­σο ε­σύ α­κό­μα θα ε­πεν­δύ­σεις σ’ αυ­τή τη σχέ­ση; Ή και τι άλ­λο θα κά­νεις στη ζω­ή σου, πα­ρ’ ό­λη αυ­τή τη σχέ­ση;

Στ.: Κι αν αι­σθά­νε­σαι πλη­γω­μέ­νος;

π. Σταύ­ρος: Στον πλη­γω­μέ­νο υ­πάρ­χει ου­σι­α­στι­κά και θυ­μός. Πό­σο μπο­ρείς να α­πο­δε­χτείς τον άλ­λο γι’ αυ­τό που εί­ναι, να δώ­σεις τέρ­μα στην ορ­γή σου και με­τά να δεις αν μπο­ρείς να συμ­βι­ώ­σεις μ’ αυ­τό που εί­ναι ο άλ­λος και να μην προ­σπα­θείς να τον αλ­λά­ξεις; Νο­μί­ζω ό­τι στις σχέ­σεις προ­σπα­θού­με να αλ­λά­ξου­με τον άλ­λο και να τον φέ­ρου­με στα μέ­τρα μας. Πλη­γω­νό­μα­στε για­τί δεν εί­ναι αυ­τό που πε­ρι­μέ­νου­με ό­τι θα εί­ναι. Κά­πο­τε πρέ­πει να το στα­μα­τή­σου­με αυ­τό και να δού­με ό­τι αυ­τός ο άλ­λος εί­ναι αυ­τός που εί­ναι.

Στ.: Δεν πρέ­πει ό­μως και ο άλ­λος να το δει αυ­τό;

π. Σταύ­ρος: Μπο­ρεί να μην το θέ­λει, να μην μπο­ρεί. Και αυ­τό εί­ναι μέ­σα στο πα­κέ­το, να μην μπο­ρεί να το κά­νει. Πρέ­πει να πεις: «αυ­τός εί­ναι, δεν μπο­ρεί, δεν θέ­λει να το κά­νει, αυ­τό δεν αλ­λά­ζει, πρέ­πει να το δε­χτώ». Και πρέ­πει να πά­ρεις την α­πό­φα­ση: «ε­γώ θα μεί­νω μα­ζί του ή δεν θα μεί­νω;» Αλ­λά εί­ναι δι­κή σου α­πό­φα­ση. Δεν εί­ναι του παπ­πού­λη. Παίρ­νεις την α­πό­φα­ση και λες «Συ, Κύ­ρι­ε, να με βο­η­θή­σεις».

Ε­γώ πι­στεύ­ω ό­τι ο Θε­ός δια­ρκώς μας ξε­λα­σπώ­νει. Πέ­φτου­με σε λακ­κού­βες και αυ­τός μας βγά­ζει. Κα­τά­λα­βες τι σου λέ­ω; Έ­τσι ξε­κί­νη­σα. Ό­ταν μι­λά­με για μο­να­ξιά, πρέ­πει να δού­με τι προσ­δο­κί­ες έ­χου­με α­πό τον άλ­λο κι αν αυ­τές οι προσ­δο­κί­ες πραγ­μα­τι­κά αν­τα­πο­κρί­νον­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του άλ­λου. Για­τί ε­γώ βρί­σκω κά­ποι­ον και τον έ­χω βά­λει στο μυα­λό μου να εί­ναι Ταρ­ζάν κι ο κα­κο­μοί­ρης εί­ναι μί­α γά­τα. Κι ό,τι να κά­νεις θα πα­ρα­μέ­νει έ­νας κα­κο­μοί­ρης.

Μι­λά­ει η Β. για τη σχέ­ση με τον άν­τρα της, για τις δι­α­φο­ρε­τι­κές φά­σεις α­πό τις ο­ποί­ες έ­χει πε­ρά­σει αυ­τή η σχέ­ση και για μια μό­νι­μη δι­α­φω­νί­α στο τι νο­μί­ζει ο κα­θέ­νας ό­τι εί­ναι σχέ­ση, ό­που εί­ναι σαν να συγ­κρού­ον­ται «τα δι­α­φο­ρε­τι­κά τα­ξι­κά τους συ­στή­μα­τα».

π. Σταύ­ρος: Έ­χε­τε πο­λύ πα­ρά­ξε­νο τρό­πο να εκ­φρά­ζε­τε α­γά­πη με­τα­ξύ σας! Ο­ρι­σμέ­να ζευ­γά­ρια εκ­φρά­ζουν α­γά­πη με τις δι­α­φω­νί­ες τους. Τους α­ρέ­σει αυ­τή η έν­τα­ση.

Β.: Δεν μου α­ρέ­σει αυ­τή η ε­ξή­γη­ση.

π. Σταύ­ρος: Δεν εί­ναι ε­ξή­γη­ση, εί­ναι πα­ρα­τή­ρη­ση.

Η Β. μι­λά­ει πά­λι για τις συγ­κρού­σεις στη σχέ­ση της που έ­χουν να κά­νουν με το ό­τι ο κα­θέ­νας βλέ­πει δι­α­φο­ρε­τι­κά τη σχέ­ση. «Εί­ναι σαν να φτι­ά­χνε­ται μια άλ­λου εί­δους μο­να­ξιά ε­κτός α­πό την προ­σω­πι­κή σου, ό­ταν εί­σαι με τον άλ­λο. Σαν να εί­ναι μια μο­να­ξιά των σχέ­σε­ων.»

π. Σταύ­ρος: Δεν θέ­λω να πέ­σω σε ψυ­χα­να­λυ­τι­κές α­τρα­πούς, αλ­λά θα το κά­νω. Δεν μπο­ρού­με να πά­με πο­λύ βα­θιά σε μια τέ­τοι­α συ­ζή­τη­ση, αλ­λά δι­ε­ρω­τώ­μαι τι εί­ναι αυ­τό που ζη­τά­τε. Εί­ναι α­πό το γά­μο αυ­τό που ζη­τά­τε ή κά­τι άλ­λο κου­βα­λά­τε, θέ­λε­τε να λύ­σε­τε α­πό το πα­ρελ­θόν σας και προ­σπα­θεί­τε να το βρεί­τε μέ­σα στο γά­μο σας;

Πολ­λές φο­ρές προ­σπα­θού­με να κα­λύ­ψου­με τα κε­νά του πα­ρελ­θόν­τος μέ­σα α­πό το γά­μο, τα ο­ποί­α δεν κα­λύ­πτον­ται. Αν δεν εί­χα πα­τέ­ρα, αν δεν εί­χα μη­τέ­ρα π.χ. - το πιο α­κραί­ο - και προ­σπα­θώ αυ­τό να το βρω στον άν­τρα μου, στη γυ­ναί­κα μου, θα α­πο­τύ­χει ο γά­μος για­τί πο­τέ δεν μπο­ρεί ο άλ­λος να γί­νει ο πα­τέ­ρας κι η μη­τέ­ρα μου. Για­τί έ­νας ή­ταν ο πα­τέ­ρας μου, μί­α ή­ταν η μη­τέ­ρα μου. Αν δεν εί­χα κα­λή οι­κο­γε­νεια­κή ζω­ή πριν α­πό το γά­μο, δεν μπο­ρώ να το κα­λύ­ψω α­πό­λυ­τα, δη­λα­δή να συμ­πλη­ρώ­σω τα χα­μέ­να χρό­νια μέ­σα στο γά­μο μου. Δεν ξέ­ρω αν αυ­τό έ­χει σχέ­ση με σας αλ­λά μου φαί­νε­ται προ­σπα­θεί­τε να κα­λύ­ψε­τε μέ­ρη τα ο­ποί­α δεν α­νή­κουν σε αυ­τό το γά­μο. Και ε­κεί κά­ποι­ος πρέ­πει να πει να δώ­σει τέ­λος σ’ αυ­τά.

Ξέ­ρε­τε, πέ­φτου­με στην πα­γί­δα του τι θέ­λου­με να εί­ναι ο γά­μος και ό­χι τι εί­ναι. Και χά­νου­με ευ­και­ρί­ες, για­τί μπο­ρώ να πα­ρα­πο­νι­έ­μαι δια­ρκώς για αυ­τό που δεν εί­ναι ο άλ­λος και να χά­σω αυ­τό που εί­ναι. Εν­τά­ξει, αν δεν μα­γει­ρεύ­ει το κο­τό­που­λο κα­λά και μα­γει­ρεύ­ει το ψά­ρι, θα πω του­λά­χι­στον μα­γει­ρεύ­ει το ψά­ρι. Ε, ναι ρε παι­διά. Ά­μα έ­χω έ­να σπί­τι και δεν έ­χει τί­πο­τα κα­λό, του­λά­χι­στον θα προ­σπα­θή­σω να βρω κά­τι. Αν ό­χι, θα ση­κω­θώ και θα φύ­γω.

Ξα­να­μι­λά­ει η Β. και ο π. Σταύ­ρος την δι­α­κό­πτει.

π. Σταύ­ρος: Προ­σέξ­τε, για­τί στα ε­φτά χρό­νια γά­μου, όν­τως υ­πάρ­χει κρί­ση. Ά­μα δεν το λύ­σε­τε ε­δώ, στα δέ­κα χρό­νια θα γί­νει έ­κρη­ξη. Στα πρώ­τα δύ­ο χρό­νια, προ­σπα­θού­με κά­πως να τα μπα­λώ­σου­με, να ζού­με στο ό­νει­ρο, στην ψευ­δαί­σθη­ση ό­τι ό­λα θα πά­νε κα­λά. Με­τά τα δύ­ο χρό­νια, αρ­χί­ζου­με και λέ­με «ε­μείς δεν πά­με κα­λά». Με­τά, προ­σπα­θού­με να τ’ αλ­λά­ξου­με, βλέ­που­με ό­τι δεν αλ­λά­ζουν και με­τά πα­θαί­νου­με κρί­ση.

Β.: Ε­γώ βλέ­πω ό­τι ό­λοι κά­νου­με το παν για να α­πο­κτή­σου­με μια σχέ­ση και, ό­ταν την α­πο­κτή­σου­με, εί­ναι σαν να κά­νου­με το παν για να μην σχε­τι­στού­με, σαν να μην αλ­λά­ζου­με.

π. Σταύ­ρος: Θα το ξα­να­πώ και δεν μπο­ρώ να πά­ω πα­ρα­πά­νω. Προ­σέξ­τε τι φο­βά­στε α­πό το πλη­σί­α­σμα. Υ­πάρ­χει κά­τι που κά­νει τον κα­θέ­να να φο­βά­ται το πλη­σί­α­σμα. Η Α­λε­ξί­ου έ­χει βγά­λει έ­να δί­σκο που τρα­γου­δά­ει έ­να τρα­γού­δι του Ι­ω­αν­νί­δη, «Ο βυ­θός»(1) . Το ξέ­ρε­τε; Να το α­κού­σε­τε.


Μι­λά­ει ο Γ. για το πό­σο δύ­σκο­λο του εί­ναι να μέ­νει μό­νος του.

π. Σταύρος: Αυτό το είπα και στο συνέδριο. Πρέπει να προσπαθήσουμε συνειδητά ώστε να αφήσουμε το χώρο και το χρόνο να εί­μα­στε μό­νοι μας. Ο­μοί­ως πρέ­πει να δη­μι­ουρ­γή­σου­με συ­νει­δη­τά και το χώ­ρο ό­που θα κά­νου­με προ­σευ­χή και να μέ­νου­με μό­νοι μας με το Θε­ό. Ου­σι­α­στι­κά. Πέν­τε λε­πτά, πέν­τε λε­πτά. Τρί­α λε­πτά, τρί­α λε­πτά. Αλ­λά πρέ­πει να μεί­νου­με ε­κεί. Εί­ναι πο­λύ πρα­κτι­κό και ου­σι­α­στι­κό.

Ε.: Αυ­τό, δη­λα­δή, ο­ρί­ζε­τε ως μο­να­ξιά; Δεν εί­ναι το να δι­α­βά­ζεις βι­βλί­α ή…

π. Σταύ­ρος: Ό­χι. Για μέ­να μο­να­ξιά εί­ναι να μεί­νεις α­κί­νη­τος με τον ε­αυ­τό σου. Ή του­λά­χι­στον, να εί­σαι ε­σύ με το Θε­ό. Εί­ναι ου­σι­α­στι­κό αυ­τό και το ξε­χνά­με. Ό­πως εί­πα και στην ο­μι­λί­α, ε­πι­βάλ­λε­ται να ξα­να­γυ­ρί­σου­με σε αυ­τή την κα­τά­στα­ση που ή­ταν ο Α­δάμ και η Εύ­α που ή­ταν μό­νοι τους με τον μο­να­δι­κό Θε­ό. Μό­νος με τον Μό­νο. Αυ­τό χρει­ά­ζε­ται για την πραγ­μα­τι­κή μό­νω­ση - μο­να­ξιά. Να εί­μα­στε μό­νοι μας με την έν­νοι­α ό­χι της μο­να­ξιάς αλ­λά της μο­να­δι­κό­τη­τάς μας. Να γνω­ρί­σου­με τι εί­μα­στε.

Μ.: Εν­νο­εί­τε να μπού­με σε μια συ­νο­μι­λί­α με το Θε­ό, να α­πευ­θυν­θού­με σ’ Αυ­τόν;

π. Σταύ­ρος: Ό­ταν δι­α­βά­ζεις τους Ψαλ­μούς, συ­νο­μι­λείς με το Θε­ό, με τον ε­αυ­τό σου, πά­λι με το Θε­ό… έ­να α­να­κά­τε­μα. Ο ση­με­ρι­νός άν­θρω­πος προ­σπα­θεί να λύ­σει το πρό­βλη­μα της μο­να­ξιάς του χω­ρίς να γυ­ρί­σει σε αυ­τή την πρω­ταρ­χι­κή κα­τά­στα­ση του αν­θρώ­που. Γι’ αυ­τό δυ­στυ­χεί. Γι’ αυ­τό και ό­ποι­ος δεν δέ­χε­ται την α­γά­πη του Θε­ού μέ­νει μό­νος του.

Σ.: Ο Θε­ός για­τί έ­φτια­ξε την Εύ­α; Για να μην εί­ναι μό­νος του ο Α­δάμ;

π. Σταύ­ρος: Δεν εί­ναι κα­λό να εί­ναι μό­νος του ο άν­θρω­πος. Έ­τσι δεν εί­ναι;

Σ.: Αλ­λά εί­χε κα­λή σχέ­ση ο Α­δάμ με το Θε­ό. Δεν ή­ταν α­νάγ­κη να έ­χει την Εύ­α για τη σχέ­ση του με το Θε­ό…

π. Σταύ­ρος: Φαί­νε­ται ό­τι υ­πήρ­χε η α­νάγ­κη. Στο Θε­ό υ­πάρ­χει τρι­α­δι­κό­τη­τα. Δεν μπο­ρού­με να πέ­σου­με στην πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κή αν­τί­λη­ψη ό­τι μπο­ρεί να βρει κα­νείς μό­νος του το Θε­ό. Βρί­σκει το Θε­ό αλ­λά εκ­φρά­ζε­ται μέ­σω της Εκ­κλη­σί­ας, μέ­σω της ευ­χα­ρι­στί­ας, μέ­σω της φι­λο­ξε­νί­ας, με την ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοι­α, και της φι­λαν­θρω­πί­ας.

Ρω­τά­ει η Ε. μέ­χρι ποι­ο ση­μεί­ο μπο­ρεί να ζη­τά­ει πράγ­μα­τα α­πό τον άλ­λο (τον άν­τρα της) χω­ρίς να προ­δί­δει τον ε­αυ­τό της.

π. Σταύ­ρος: Εί­πα κά­τι πριν και θα το ξα­να­πώ. Αν­τί να ρω­τή­σεις αυ­τό, να ρω­τή­σεις ε­σύ πό­σο κα­λύ­πτεις τα κε­νά του. Και να α­νη­συ­χή­σεις για­τί δεν τα κα­λύ­πτεις. Να μην εί­σαι α­φε­λής. Αν δεν τα κα­λύ­ψεις, θα τον χά­σεις. Μπο­ρεί να μην τον χά­σεις ου­σι­α­στι­κά, δη­λα­δή να μη σε χω­ρί­σει, αλ­λά συ­ναι­σθη­μα­τι­κά.

Ε.: Υ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση δύ­ο άν­θρω­ποι να εί­ναι σε δι­α­φο­ρε­τι­κή φά­ση μέ­σα στη σχέ­ση τους;

π. Σταύ­ρος: Βέ­βαι­α. Αυ­τό που με­τρά­ει εί­ναι πό­σο μπο­ρεί ο κα­θέ­νας να χα­ρεί τη φά­ση του άλ­λου και συγ­χρό­νως ο κα­θέ­νας στη φά­ση του να μην πα­ρα­πλα­νη­θεί τό­σο που να χά­σει τον άλ­λο. Κά­που πρέ­πει να υ­πάρ­χει και ε­πι­κοι­νω­νί­α. Αν ο έ­νας τρα­βά­ει το δρό­μο του και πά­ει, ο άλ­λος θα πει «για στά­σου, τι εί­μα­στε ε­δώ;». Να χα­ρείς τη φά­ση του άλ­λου και ο κα­θέ­νας στη φά­ση του να μην ξε­χά­σει τον άλ­λο. Ε­ξάλ­λου, πάν­το­τε ό­λοι μας στη φά­ση μας εί­μα­στε!

Μι­λά­ει ο Ξ. για την τά­ση του να α­πο­μο­νώ­νε­ται με τις δι­ά­φο­ρες α­σχο­λί­ες του, τη δυ­σκο­λί­α του να σχε­τι­στεί γε­νι­κά με τους άλ­λους και με τη γυ­ναί­κα του, αλ­λά και για την προ­σπά­θεια που κα­τα­βάλ­λει για να μπο­ρέ­σει αυ­τό να το αλ­λά­ξει.

π. Σταύ­ρος: Μί­α βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση για την ε­πι­κοι­νω­νί­α εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα που έ­χει ο κα­θέ­νας να εμ­πι­στευ­τεί τον άλ­λο. Το θέ­μα της εμ­πι­στο­σύ­νης εί­ναι πο­λύ βα­θύ ζή­τη­μα, για­τί δεν εί­ναι μό­νο ο άλ­λος που έ­χου­με α­πέ­ναν­τί μας, αλ­λά εί­ναι και οι εμ­πει­ρί­ες που έ­χου­με βι­ώ­σει στη ζω­ή.

Η εμ­πι­στο­σύ­νη χτί­ζε­ται στο πό­σο α­πο­δε­κτός εί­μαι α­πό το γύ­ρω πε­ρι­βάλ­λον, πό­σο ο άλ­λος με δέ­χε­ται με τα κα­λά μου και με τα κα­κά μου. Ό­χι ό­τι πάν­το­τε α­πο­δέ­χο­μαι αυ­τά που κά­νει ο άλ­λος, ό­μως πα­ρ’ ό­λα αυ­τά τον δέ­χο­μαι και τον α­γα­πά­ω. Πό­ση α­πόρ­ρι­ψη έ­χει φά­ει γι’ αυ­τό που εί­ναι, γι’ αυ­τό που έ­χει κά­νει; Πό­σο μπο­ρεί ο άλ­λος να αρ­χί­σει να εί­ναι ε­λεύ­θε­ρος; Ό­λα αυ­τά παί­ζουν ρό­λο στο πό­ση εμ­πι­στο­σύ­νη μπο­ρεί να έ­χεις στον άλ­λο. Χρει­ά­ζε­ται κα­νείς να εμ­βα­θύ­νει στον ε­αυ­τό του, να δει αυ­τό, να το λύ­σει, ώ­στε να προ­χω­ρή­σει. Αν δεν το κά­νεις αυ­τό, θα δυ­σκο­λευ­τείς πά­ρα πο­λύ να α­πο­κτή­σεις ε­πι­κοι­νω­νί­α.

Μι­λά­ει η Μ. για το πώς βι­ώ­νει τη σχέ­ση της με τον άν­τρα της και για την προ­σπά­θεια που κά­νει να μέ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο μό­νη με τον ε­αυ­τό της.

Ζ.: Θέ­λω να ρω­τή­σω σχε­τι­κά α­φε­νός μ’ αυ­τό που εί­πα­τε να βλέ­πει κα­νείς ποι­ες α­νάγ­κες θέ­λει ο άλ­λος να του κα­λυ­φθούν και α­φε­τέ­ρου γι’ αυ­τό που εί­πα­τε στη Βά­σω ό­τι δεν πρέ­πει κά­ποι­ος να πε­ρι­μέ­νει μέ­σα στη σχέ­ση να κα­λύ­ψει κά­ποι­ες α­νάγ­κες του…

π. Σταύ­ρος: Να ξε­κα­θα­ρί­σω. Δεν εί­πα ό­τι δεν θα έ­πρε­πε να εκ­φρά­σω τις α­νάγ­κες μου. Άλ­λο να πω ό­τι «ξέ­ρεις, θέ­λω μπαρ­μπού­νια σή­με­ρα» ή «θέ­λω να βγού­με έ­ξω α­πό­ψε». Πρέ­πει να το πω. Ο άλ­λος δεν μπο­ρεί να ξέ­ρει τι θέ­λω, αν δεν του πω. Άλ­λο να το πω ό­μως και άλ­λο να το α­παι­τή­σω. Αν ο κα­θέ­νας εί­ναι ει­λι­κρι­νής με τον ε­αυ­τό του και ει­λι­κρι­νής με τον άλ­λο για αυ­τό που θέ­λει, αυ­τό θα ξε­κι­νή­σει έ­να δι­ά­λο­γο και μια ε­πι­κοι­νω­νί­α. Πα­ρά­δειγ­μα «ε­γώ θέ­λω να πά­ω ΜcDonalds, ε­σύ θέ­λεις να πας Goodys, πού θα πά­με;». Πρέ­πει να το πω αυ­τό. Μπο­ρεί κά­που να μην έ­χω ε­πι­θυ­μί­α. Μπο­ρεί να πω «ό­που θες ε­σύ». Αλ­λά κά­που θα ‘χω ε­πι­θυ­μί­α. Θα το πω. Και ο άλ­λος θα μ’ α­κού­σει. Χρει­ά­ζε­ται αυ­τή η ε­πι­κοι­νω­νί­α.

Δεν εί­πα «κό­βω τις α­νάγ­κες μου, να μην πω τις ε­πι­θυ­μί­ες μου». Για­τί ά­μα ε­σύ εί­σαι αυ­τό που ου­σι­α­στι­κά θέ­λεις και αυ­τό που θέ­λεις εί­ναι αυ­τό που ου­σι­α­στι­κά εί­σαι, τό­τε θα εί­μα­στε και οι δύ­ο ει­λι­κρι­νείς, θα υ­πάρ­χει ει­λι­κρι­νής σχέ­ση. Τώ­ρα αν εί­ναι βι­ώ­σι­μη ή ό­χι, αυ­τό εί­ναι άλ­λο.

Συ­νή­θως, ξε­κι­νά­με τις σχέ­σεις και δεν λέ­με αυ­τό που εί­μα­στε και θέ­λου­με, ώ­στε ο άλ­λος να μην μας δει με κα­κό μά­τι, να μη νο­μί­σει ό­τι εί­μα­στε πα­ρά­ξε­νοι. Ξαφ­νι­κά, μπαί­νου­με στο γά­μο και λέ­με «ωχ, αυ­τός εί­σαι; Για­τί δεν μου το εί­πες πριν το γά­μο;». Ου­σι­α­στι­κά, αυ­τό που θέ­λου­με να κα­λύ­ψου­με εί­ναι τη χα­μη­λή μας αυ­το­ε­κτί­μη­ση, αυ­τό που νοι­ώ­θου­με ό­τι δεν εί­μα­στε, ό­χι αυ­τό που εί­μα­στε. Και προ­σπα­θού­με να προ­βά­λου­με κά­τι άλ­λο α­πό αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά εί­μα­στε. Τό­τε αρ­χί­ζει η δυ­σκο­λί­α, για­τί .......... Δεν εί­μα­στε ει­λι­κρι­νείς.

Πι­στεύ­ω στην ει­λι­κρί­νεια α­πό την πρώ­τη στιγ­μή. Εί­χα έ­να φί­λο ψυ­χί­α­τρο που μου έ­λε­γε ό­τι, πριν παν­τρευ­τούν με τη γυ­ναί­κα του, εί­χα­νε γρά­ψει έ­να κα­τά­λο­γο τι ή­θε­λε ο κα­θέ­νας. Συμ­φω­νώ. Α­πό ‘κει και πέ­ρα, εί­ναι πό­σο μπο­ρεί κα­νείς να υ­πο­χω­ρή­σει και να συμ­βι­βα­στεί. Ά­μα δεν μπο­ρείς, δεν μπο­ρείς.

Ζ.: Βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση σ’ αυ­τό εί­ναι να προ­σπα­θή­σεις να μά­θεις και το τι θέ­λεις…

π. Σταύ­ρος: Ά­μα δεν έ­χεις μά­θει τι θέ­λεις και τι εί­σαι, μην παν­τρευ­τείς α­κό­μα. Α­πό­λυ­τα δεν θα το μά­θεις, ό­μως πρέ­πει να υ­πάρ­χει μί­α βά­ση. Κι αυ­τό δυ­σκο­λεύ­ε­ται σή­με­ρα, για­τί πολ­λοί νέ­οι άν­θρω­ποι δυ­σκο­λεύ­ον­ται να βά­λουν στό­χους στη ζω­ή τους. Ε­μείς ξε­κι­νή­σα­με με έ­να ό­νει­ρο ο κα­θέ­νας. Δη­λα­δή, ή­ξε­ρα τι ή­θε­λα να γί­νω. Μι­λά­ω για τον ε­αυ­τό μου. Εί­χα ε­πι­θυ­μί­ες. Ή­ξε­ρα κά­πως τι ή­θε­λα α­πό οι­κο­γε­νεια­κή ζω­ή.

Σή­με­ρα, δυ­στυ­χώς, οι στό­χοι δεν εί­ναι πάν­τα ε­φι­κτοί. Α­πό τα πιο α­πλά το μα­θαί­νεις αυ­τό, πο­λύ νω­ρίς μά­λι­στα. Θέ­λεις να πας σ’ αυ­τή τη σχο­λή, αλ­λά δη­λώ­νεις και τις άλ­λες χί­λι­ες σχο­λές μην τυ­χόν και δεν μπεις ε­κεί που θέ­λεις. Το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι ό­τι δεν θα μπεις ε­κεί που θέ­λεις. Και με­τά δεν θα βρεις τη δου­λειά που θέ­λεις. Και πά­ει λέ­γον­τας. Πρέ­πει να εί­σαι πο­λύ τυ­χε­ρός σή­με­ρα να σου γί­νουν ό­λα α­μέ­σως, να βρεις αυ­τό που θέ­λεις.

Κά­που ο νέ­ος σή­με­ρα μα­ται­ώ­νε­ται με την μα­ταί­ω­ση των ε­πι­θυ­μι­ών του σε μα­κρο­πρό­θε­σμους στό­χους κι αυ­τό, νο­μί­ζω, προ­σπα­θεί να κα­λύ­ψει με τω­ρι­νές α­παι­τή­σεις. «Ε­γώ θέ­λω αυ­τό τώ­ρα, ε­δώ και τώ­ρα, για­τί ξέ­ρω ό­τι μα­κρο­πρό­θε­σμα δεν θα βρω τί­πο­τα. Ό,τι βρω σή­με­ρα. Ξέ­ρω ό­τι αύ­ριο δεν πρό­κει­ται να πε­τύ­χω και πολ­λά πράγ­μα­τα. Δεν μου εγ­γυά­ται κα­νείς τί­πο­τα. Ού­τε πια έ­να κα­λό γά­μο. 1:2. Δεν εί­ναι εγ­γύ­η­ση αυ­τό.»

Κά­νει η Ε. δύ­ο ε­ρω­τή­σεις: για το κα­τά πό­σο αυ­τό που θέ­λει τώ­ρα ο άλ­λος μπο­ρεί στο μέλ­λον να αλ­λά­ξει και για το πώς μπο­ρεί κα­νείς να ξε­πε­ρά­σει το θά­να­τοι του αν­θρώ­που με τον ο­ποί­ο εί­ναι μα­ζί. Κα­τα­λή­γει πως το πρώ­το εί­ναι θέ­μα εμ­πι­στο­σύ­νης στον άλ­λον και στο Θε­ό.

π. Σταύ­ρος: Στη σχέ­ση σου με τον μπαμ­πά σου που πέ­θα­νε, θα έ­λε­γα ό­τι χρει­ά­ζε­ται να βι­ώ­σεις τη σχέ­ση μα­ζί του με έ­ναν πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Μι­λά­ω και για ε­σέ­να και για τη μα­μά. Να βι­ώ­σει τον μπαμ­πά και τη σχέ­ση τους μ’ έ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Για­τί, αν όν­τως πι­στεύ­εις στην Α­νά­στα­ση, αν πι­στεύ­εις ό­τι ο θά­να­τος έ­χει όν­τως ητ­τη­θεί, τό­τε αυ­τό αλ­λά­ζει τη σχέ­ση. Εί­ναι και μια συ­νέ­χεια της σχέ­σης που έ­χα­σες.

Σ.: Πώς βρί­σκου­με την ι­σορ­ρο­πί­α α­νά­με­σα στη μο­να­ξιά και στο να εί­μαι με κά­ποι­ον, ώ­στε να μην γί­νει η μο­να­ξιά α­πο­ξέ­νω­ση αλ­λά ευ­και­ρί­α να α­σχο­λη­θώ με τον ε­αυ­τό μου και με τη σχέ­ση μου με το Θε­ό;

π. Σταύ­ρος: Μα εί­πα να έ­χει κα­νείς ση­μεί­ο α­να­φο­ράς έ­ξω α­πό τον ε­αυ­τό του, κά­τι που θα φέ­ρει την ι­σορ­ρο­πί­α. Και εί­πα, για μας τους χρι­στια­νούς εί­ναι η πραγ­μα­τι­κή εκ­κλη­σι­α­στι­κή, ευ­χα­ρι­στια­κή κοι­νό­τη­τα. Ό­ταν ση­μά­νει η καμ­πά­να, ση­μαί­νει για να πά­με να προ­σευ­χη­θού­με. Λέ­ει «βγες α­πό τη μο­να­ξιά σου, έ­λα στην Εκ­κλη­σί­α. Έ­λα ζή­σε α­νά­με­σα στους α­γί­ους ε­δώ και τους ε­που­ρα­νί­ους α­γί­ους.»

Ο Α. ρω­τά­ει για το τι κά­νει η εκ­κλη­σί­α σή­με­ρα για ό­λους αυ­τούς τους αν­θρώ­πους που ζού­νε τη μο­να­ξιά μέ­σα στις πό­λεις.

π. Σταύ­ρος: Κοί­τα­ξε, η Ελ­λά­δα εί­χε έ­να πο­λύ κα­λό κι αυ­τό για μέ­να εί­ναι ό­τι ή­μα­σταν ό­λοι Έλ­λη­νες, εί­χα­με τη θρη­σκεί­α μας, την εκ­κλη­σί­α μας, εί­χα­με το χω­ριό κι ό­λα αυ­τά που ξέ­ρα­με… Δεν φρόν­τι­σε η α­στι­κή εκ­κλη­σί­α να προ­λά­βει τις λε­πτο­μέ­ρει­ες και γι’ αυ­τό έ­χου­με το χά­ος που έ­χου­με.

Αυ­τό που έ­χεις (δηλ την ε­νο­ρια­κή ζω­ή), εί­ναι πο­λύ­τι­μο αλ­λά εί­ναι α­φύ­σι­κο ου­σι­α­στι­κά. Δη­λα­δή, μια ε­νο­ρί­α εί­ναι μια κοι­νό­τη­τα αν­θρώ­πων, ό­που ζει ο έ­νας κον­τά στον άλ­λο. Η έν­νοι­α της ε­νο­ρί­ας εί­ναι μέ­σα σε ο­ρι­σμέ­να πλαί­σια, ό­ρια. Πρέ­πει, λοι­πόν, να δού­με πώς αλ­λι­ώς θα το βι­ώ­σει αυ­τό. Προ­σπα­θού­με. Ο π. Χρι­στό­δου­λος το κά­νει… Αλ­λά ζού­με σε μί­α πο­λύ με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο στην Εκ­κλη­σί­α μας. Υ­πάρ­χει η κοι­νό­τη­τα, ό­πως εί­στε ε­σείς, ό­πως εί­ναι άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις. Α­πλώς δεν εί­ναι ό­πως ή­ταν στο πα­ρελ­θόν. Νο­μί­ζω ό­τι εί­ναι ξε­κά­θα­ρη η α­πάν­τη­ση. Εί­ναι α­κό­μα πιο ξε­κά­θα­ρη στο ε­ξω­τε­ρι­κό, για μέ­να. Ε­κεί υ­πάρ­χει μια εκ­κλη­σί­α και σε ε­κα­τό μέ­τρα γύ­ρω α­πό την εκ­κλη­σί­α ξέ­ρει ο έ­νας τον άλ­λο, αυ­τόν που πέ­θα­νε, αυ­τόν που γέν­νη­σε… Προ­σεύ­χον­ται μα­ζί, κά­νουν πράγ­μα­τα μα­ζί. Ε­δώ στην Ελ­λά­δα, δυ­στυ­χώς, έ­χου­με ξε­φύ­γει α­πό αυ­τό, έ­χει γί­νει τυ­πο­λα­τρί­α η ε­νο­ρί­α, εί­ναι ο χώ­ρος α­πλώς για τη λα­τρεί­α.

Ό­πως έ­λε­γα στην πα­πα­διά, έ­χου­με φτά­σει πά­λι στο ση­μεί­ο που λέ­ει ο νε­α­ρός στο Ευ­αγ­γέ­λιο «πώς να α­πο­κτή­σου­με την αι­ώ­νια ζω­ή;» και ο Κύ­ριος α­παν­τά «να δι­α­τη­ρή­σεις τις εν­το­λές, ου κλέ­ψεις, ου μοι­χεύ­σεις, ου ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, α­γά­πα τον πα­τέ­ρα σου και τη μη­τέ­ρα σου, α­γά­πα τον πλη­σί­ον σου ως ε­αυ­τόν». Για­τί λέ­ει τις τε­λευ­ταί­ες πέν­τε εν­το­λές και δεν λέ­ει τις πρώ­τες πέν­τε; Για­τί οι Ι­ου­δαί­οι εί­χα­νε ξε­χά­σει τις τε­λευ­ταί­ες πέν­τε. Εί­χαν ε­στιά­σει μό­νο στη λα­τρεί­α, στη θυ­σί­α, στα εί­δω­λα και τί­πο­τα άλ­λο. Κά­που ε­κεί έ­χου­με μεί­νει κι ε­μείς, σαν τους Φα­ρι­σαί­ους. Λοι­πόν, να πού­με Α­μήν!


(1):

Ο Βυθός

Πέρασαν μέρες, χωρίς να σ’ το πω το σ' αγαπώ δυο μόνο λέξεις

αγάπη μου πώς θα μ' αντέξεις είμαι παράξενο παιδί σκοτεινό

Πέρασαν μέρες χωρίς να σε δω κι αν σε πεθύμησα δεν ξέρεις

κοντά μου πάντα θα υποφέρεις σ’ το είχα πει ένα πρωί βροχερό

Θα σβήσω το φως κι όσα δεν σου 'χω χαρίσει σ’ ένα χάδι θα σου τα δώσω

κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω μες του μυαλού μου το μαύρο βυθό

Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις κι εγώ πιο μόνος και από μένα

μες σε δωμάτια κλεισμένα το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ γιατί μες στ' όνειρο μόνος ζω

Στα σοβαρά μην με παίρνεις είν' το μυαλό μου θολό, είναι κι ο κόσμος μου αστείος

κι όταν με βαρεθείς τελείως ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες

Κι εγώ που αγάπησα πάλι την ιδέα σου μόνο και κάποιο στίχο που σου μοιάζει

κοιτάζω έξω και χαράζει έγινε το αύριο πάλι χθες.