με τον π. Σταύρο Κοφινά
π. Χρ.: Είπα στον παπα - Σταύρο ότι διαβάσαμε την ομιλία του για την μοναξιά (βλέπε πιο κάτω, την ομιλία στο Β΄Συνέδριο Ορθοδόξου Νεολαίας «Μέλη της Εκκλησίας - Πολίτες του κόσμου», που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, 12 -16 Ιουλίου ), και ότι κάναμε συζήτηση μετά και από εκεί μου ήρθε η ιδέα να τον καλέσουμε. Πρότεινα να εντοπίσουμε το θέμα στην μοναξιά στις σχέσεις των ζευγαριών εντός και εκτός γάμου και, αν προκύψει και γενικότερα, στις σχέσεις των ανθρώπων.
π. Σταύρος: Πρώτα από όλα, ευχαριστώ που με καλέσατε. Δεύτερον, δεν συνηθίζω να μιλάω στους ανθρώπους, συνήθως μιλάω αφού ακούσω και κάποτε μου είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω. Θα σας πω κάποιες σκέψεις σε σχέση με το γάμο και όχι μόνο για τη μοναξιά μέσα στο γάμο αλλά γενικότερα.
Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει τεράστια δυσκολία σήμερα μεταξύ των ανθρώπων, γιατί δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Παλιά δεν ήταν έτσι. Για εμάς (εμένα και την παπαδιά) που μεγαλώσαμε στο εξωτερικό, δεν ήταν καθόλου έτσι, με την έννοια ότι είχαμε την ευκαιρία μέσα από συγκεντρώσεις, πανηγύρια, συνελεύσεις, συνέδρια, να γνωρίζουμε παιδιά απ’ όλη την περιφέρεια, μια τεράστια περιφέρεια. Κι οι γονείς μας γνώριζαν τους γονείς τους. Υπήρχε αυτή η κοινωνική ενότητα. Σήμερα δεν υπάρχει.
Έπειτα, σήμερα φαίνεται ότι λιγοστεύουν οι χώροι όπου μπορούμε να λειτουργήσουμε ανθρώπινα. Ρωτάω νέους «πού πάτε να γνωρίσετε ανθρώπους;», λένε «στο μπαρ, στην καφετέρια», όπου όμως δεν υπάρχει ομαδική διασκέδαση. Υπάρχει ουσιαστικά ένας χώρος ατομικός όπου κάθεσαι και ίσως πας με μια δική σου παρέα, δεν υπάρχει όμως αυτή η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.
Τρίτον, επειδή μεγαλώνουμε μέσα σ’ αυτήν την ακοινωνησία, κουβαλάμε μέσα μας μια μοναξιά, γνωρίζουμε κάποιον και φαίνεται ότι περιμένουμε από αυτή τη σχέση να καλύψει τα πάντα, το οποίο φυσικά δεν γίνεται. Έτσι, γρήγορα απογοητεύεται κανείς από τη σχέση, γιατί όντως ο άλλος δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα.
Υπάρχει και το ακριβώς αντίθετο, κάποιος παγιδεύεται σε μία σχέση, όπου είναι μόνο «εγώ κι εσύ», κανένας άλλος, ή ελάχιστοι άλλοι. Δεν εντάσσεται αυτό μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο και πάλι βραχυκυκλώνει γιατί δεν εμπλουτίζεται η σχέση. Δεν τροφοδοτείται. Με αυτό τον τρόπο, αφαιρείται από τη σχέση η ίδια η ελευθερία, που πρέπει να υπάρχει, ώστε να υπάρχει δημιουργικότητα. Έτσι, δημιουργείται αυτό που λέμε στην ψυχολογική ορολογία «συνεξάρτηση». Πια ο ένας στηρίζεται απόλυτα στον άλλο και υπάρχει μετά ο φόβος ότι «αν εγώ κάνω δύο βήματα πίσω, ο άλλος θα πέσει» ή «αν αυτός κάνει δύο βήματα πίσω, απομακρυνθεί από μένα δηλαδή, εγώ θα πέσω». Υπάρχει και ο φόβος και η ενοχή που εναλλάσσονται μεταξύ τους. Επείτα βέβαια έρχεται και ο θυμός που σε παγιδεύει, δηλαδή δεν αφήνει να υπάρχει ελεύθερη επικοινωνία.
Παρατηρώ, επίσης, στις σχέσεις - και το είπα αυτό στο συνέδριο, όταν μιλάγαμε για τον γάμο - ότι πια δεν υπάρχει ουσιαστικά επικοινωνία μέσα στο γάμο. Ζούμε παράλληλες ζωές χωρίς να υπάρχει συνύφανση των σχέσεων. Πώς γίνεται αυτό πρακτικά; Έρχονται ζευγάρια σε μένα, μιλάμε, αναλύουμε τα ψυχολογικά, τα δυναμικά, πώς μαλώνει ο ένας, πώς μαλώνει ο άλλος και ξαφνικά ανακαλύπτω ότι αυτό το ζευγάρι δεν τρώει μαζί ποτέ. Μόνο Κυριακή και ποτέ στο σπίτι. Ή θα πάνε στη μαμά ή θα βγουν έξω. Ο ένας έρχεται σπίτι του στις 5, θα φάει στις 5, ο άλλος έρχεται στις 8, θα φάει κι αυτός μόνος του. Μέχρι τότε και οι δύο ψόφιοι είναι, η μία κάνει τις δουλειές του σπιτιού, ο άλλος χαζεύει. Πάνε και κοιμούνται και μετά περιμένουν ότι θα κάνουν και έρωτα. Δεν γίνεται.
Επομένως, δεν υπάρχει πια ούτε καν επικοινωνία, ουσιαστική επικοινωνία, επειδή δεν υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος να συνυπάρχουν. Συν ότι πάλι αυτό το ζευγάρι δεν έχει σημείο αναφοράς σε μία κοινότητα έξω από αυτούς, σε ανθρώπους έξω από αυτούς. Και δεν μιλάω απλώς να έχουμε σχέσεις μεταξύ μας με άλλα ζευγάρια. Σημαντικό είναι κι αυτό. Μιλάω όμως για κάτι που το ζευγάρι έχει σημείο αναφοράς έξω απ’ αυτό, που, για μένα και για μας που πιστεύουμε στον Ιησού Χριστό, είναι η Εκκλησία. Όσο λείπει αυτό, τόση μοναξιά θα υπάρχει στο γάμο, τόσο αποκομμένοι, τόσο μόνοι θα αισθανθούμε να σηκώσουμε τα βάρη που υπάρχουν μέσα σε μία σχέση.
Επίσης, υπάρχει ανασφάλεια για να μπεις στο γάμο, επειδή υπάρχει αυτό το τεράστιο ποσοστό διαζυγίων. Ξέρουμε ότι στις αστικές περιοχές της Ελλάδος η αναλογία διαζυγίων – γάμων είναι πια 1:2. Άμα βάλουμε την επαρχία (1:4, 1:5), το κάνουμε 1:2,5. Του χρόνου η αναλογία θα είναι ακόμα μεγαλύτερη, δηλαδή 1:1,9. Μετά θα πάει σχεδόν μισά-μισά. Αυτό δημιουργεί τεράστια ανασφάλεια και μοναξιά. Συν ότι όσο μεγαλώνεις και όσο δεν υπάρχει αυτή η κοινωνική αναφορά, απομονώνεσαι στο σπίτι σου. Και όσο απομονώνεσαι, τόσο αυξάνονται οι κρίσεις πανικού, το άγχος, η αίσθηση ότι είσαι μόνος τελείως, «τι θα γίνει αν πάθω εγώ τίποτα» και ούτω καθεξής.
Αυτές είναι εν ολίγοις οι δικές μου ανησυχίες. Δεν ξέρω πώς τα ακούτε, θα ήθελα περισσότερο να μου πείτε εσείς πάνω σ’ αυτά… Θέλω να ρωτήσω, εφόσον διαβάσατε το κείμενο, τι είναι αυτό που σας άρεσε στο κείμενο ή τι δεν σας άρεσε… Να κάνω κι εγώ μία ερώτηση σ’ εσάς…
Η Ελ. λέει ότι της άρεσε η ευστοχία του κειμένου, είδε το γάμο της μέσα από αυτό και ένιωσε λιγότερο μόνη.
Ο Γ. μιλάει για τη δυσκολία που έχει να είναι μόνος μέ τον εαυτό του και την εντύπωση που του έκανε το κείμενο, στο ότι μόνο όταν είσαι μόνος, μπορείς να συναντήσεις το Θεό. Λέει ότι στη σχέση του με τη γυναίκα του άλλοτε έχει καλή διάθεση να είναι μαζί και άλλοτε όχι.
π. Σταύρος: Να ρωτήσω: μέσα στο γάμο υπάρχει ο χώρος που μπορείς να μείνεις μόνος; Γιατί υπάρχει μία τάση που λέει ότι είμαστε μαζί και πρέπει να είμαστε πάντα μαζί. Δηλαδή, μπορεί ο καθένας να μείνει λίγο μόνος με τον εαυτό του; Βέβαια, πολλές φορές αυτό μπορεί να είναι φυσιολογικό. Δηλαδή, όταν ο άντρας είναι στη δουλειά και η γυναίκα είναι συνέχεια στο σπίτι, είναι μόνη της. Κι εκεί ίσως δημιουργείται ένα πρόβλημα, από την άποψη ότι έρχεται ο άντρας που είναι όλη μέρα στη δουλειά και με κόσμο και θέλει να πάει σπίτι να ησυχάσει ενώ η γυναίκα, που ήταν ήσυχη όλη μέρα, θέλει να δει κόσμο, έχει απαιτήσεις από τον άντρα να είναι μαζί της. Τότε δημιουργείται ένταση. Πρέπει, όμως, να υπάρχει ισορροπία σ’ αυτό, μου φαίνεται.
Μιλάει ο Γ.. για τις απαιτήσεις που έχει εκείνος από τους άλλους μέσα στις σχέσεις του.
π. Σταύρος: Η παγίδα είναι ότι συνήθως φτιάχνουμε σχέσεις και ζητάμε από τον άλλο. Είναι μεγάλη παγίδα, γιατί σε μια σχέση δεν ζητάς από τον άλλο. Σε μία σχέση ουσιαστικά θες να δεις τι μπορείς να δώσεις, ο καθένας τι μπορεί να δώσει στη σχέση.
Υπάρχει μία θεωρία (είναι δική μου νομίζω, δεν την έχω διαβάσει πουθενά): Εγώ γνωρίζω τη γυναίκα μου και η γυναίκα μου γνωρίζει εμένα και είναι να φτιάξουμε μία σχέση. Η σχέση ουσιαστικά είναι έξω από μας. Δηλαδή, είναι σαν να έχω πηλό και να πρέπει να διαμορφώσω τον πηλό σε σχέση. Τώρα, εγώ θα βοηθήσω, αυτή θα βοηθήσει, ο ένας θα βάλει το χέρι του εδώ, ο άλλος θα βάλει το χέρι του εκεί, ο ένας θα γυρίσει τον τροχό, ο άλλος θα βάλει το νερό…έλα να το φτιάξουμε…και αυτή είναι η σχέση μας.
Δυστυχώς, δεν βλέπουμε έτσι τη σχέση. Συνήθως είναι «φτιάξε κάτι για μένα».
Μιλάει η Α. για το φόβο που νοιώθει όταν μένει μόνη με τον εαυτό της.
π. Σταύρος: Έχετε συνειδητοποιήσει τι σας τρομάζει όμως; Γιατί είναι πολύ σημαντικό.
Η Α. λέει ότι την τρομάζει το να βλέπει τα χάλια της.
π. Σταύρος: Κοίταξε, όσο δεν είσαι σε επαφή με τον εαυτό σου, όντως νοιώθεις μόνος σου με τον εαυτό σου. Δηλαδή, όσο πλησιάζεις τον εαυτό σου και συμβιβάζεσαι με αυτόν, όντως μπορείς να μείνεις και μόνος με τον εαυτό σου. Αυτό που είπα και στην ομιλία είναι ότι τότε μπορούμε να γνωρίσουμε τη μοναδικότητά μας, ποιοι είμαστε.
Μιλάει ο Ζ. για ένα αίσθημα αυτάρκειας που αισθάνεται όταν μένει μόνος του.
π. Σταύρος: Πρέπει να μείνεις περισσότερο μόνος σου (γέλια). Ναι, υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, αλλά αυτό που κάνει το να μείνεις μόνος σου είναι να σε φέρει σε επαφή με την ερώτηση αν υπάρχουμε ή δεν υπάρχουμε και να σε φέρει άμεσα στη σχέση με τον θάνατο. Και εκεί δεν μπορούμε να ζούμε στο ψέμα ότι είμαστε κάτι. Ζούμε στην πραγματικότητα ότι δεν είμαστε τίποτα. Τότε όντως μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας μ’ αυτό που είμαστε, με όλα τα ελαττώματα. Αυτό που λες εσύ είναι ότι «μπορώ να νικήσω τα πάντα». Ενώ μπροστά στο θάνατο, δεν μπορείς να νικήσεις τίποτα.
Νομίζω ότι αυτό είναι και μέσα στην παράδοσή μας. Δηλαδή, δεν είναι τυχαίο που στους μοναχούς η άσκησή τους είναι να μείνουν μόνοι τους μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Βλέπουμε την εικόνα του Αγίου Σισώη που είναι πάνω από τον τάφο. Υπάρχει η παράδοση ότι μέσα στα κελιά των μοναχών βάζανε νεκροκεφαλές. Όλα αυτά είναι υπενθύμιση του τι πραγματικά είμαστε μπροστά στο γεγονός του θανάτου.
Ζ.: Νοιώθει, δηλαδή, κανείς ότι δεν μπορεί να αυτοδικαιώνεται…
π. Σταύρος: Ναι, νοιώθει ότι δεν μπορεί να τα κουμαντάρει όλα. Δεν μπορεί να τα έχει όλα. Η δύναμή του είναι πολύ περιορισμένη.
Ζ.: Και τότε μπορεί να απλώσει τα χέρια και προς τους άλλους και προς το Θεό;
π. Σταύρος: Μόνο τότε.
π. Χρ.: Να πω κι εγώ κάτι θέλω. Είχα μια εμπειρία μικρός, από αυτές που με σημαδέψανε. Συνήθιζα να πηγαίνω συχνά στο Άγιο Όρος και είχα γνωριστεί με διαφόρους εκεί. Ήξερα, λοιπόν, ένα μοναχό σ’ ένα κελί. Κάποια φορά, επειδή μου ‘χε εμπιστοσύνη, μου λέει: «εγώ θα λείψω κάποιες μέρες. Πάρε το κλειδί, εκεί είναι οι ντομάτες, άμα έρθει κάνας άνθρωπος…»
Εγώ λαϊκός ήμουνα. Είχα όλον τον ενθουσιασμό της νεότητας, ήταν και τα χρόνια αναγέννησης στο Άγιο Όρος… Όταν έφυγε, είχα πολύ μεγάλη χαρά. Κάθισα 3-4 ώρες, απόλυτη ευτυχία. Καθώς άρχισε να περνάει η μέρα, άρχισα να νοιώθω πολύ μεγάλη θλίψη. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Δεν είχα και την κρίση ενός μεγάλου ανθρώπου, τριαντάρη, σαραντάρη… ήμουν νέος. Κάποια στιγμή, ξέσπασα σε κλάματα. Δεν είχα ξαναπάθει τέτοιο πράγμα. Άρχισα να κλαίω πάρα πολύ.
Μέχρι να βραδιάσει (εγώ δεν φοβόμουνα ούτε το σκοτάδι, ούτε τη νύχτα να μένω μόνος μου), κάπως συνειδητοποίησα ότι δεν μου άρεσε καθόλου που ήμουνα μόνος μου. Στην ουσία είχα πάει εκεί για να είμαι με παρέα, με τον μοναχό και με όσους άλλους περνούσαν και να ‘μαι καλά. Ενώ είχα ξεκινήσει να πάω εκεί με χαρά, έκλαιγα επί ώρα. Εκεί συνειδητοποίησα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι δεν μ’ άρεσε να είμαι μόνος μου. Γιατί ήμουνα πάντα με ανθρώπους. Έκλαψα πολύ. Και αυτή ήταν η αρχή της συνειδητοποίησης (και κάποιες άλλες τέτοιες φορές), που κατάλαβα ότι ο άνθρωπος που δεν αντέχω πάνω απ’ όλους, είναι ο εαυτός μου.
Μιλάει η Στ. για τη συναισθηματική μοναξιά που νοιώθει ακόμα και όταν είναι μαζί με άλλους ανθρώπους.
π. Σταύρος: Ένα τραγούδι λέει «ο μοναχός ο άνθρωπος, όταν είναι με άλλους που γελάνε, νοιώθει δύο φορές μόνος». Υπάρχει μια διαφορά στο να νοιώθεις μοναξιά και να είσαι όντως μόνος. Αν υπάρχουν οι σχέσεις που υπάρχουν, τότε αντέχεις αυτό και μάλιστα σε βάζει να εκτιμήσεις και τις σχέσεις περισσότερο, τις βάζεις σε καλύτερη προοπτική. Αν δεν υπάρχουν, όντως το να είσαι μόνος προκαλεί μοναξιά.
Ο π. Δ. μου έγραψε ένα γράμμα μετά την ομιλία και μου λέει ότι οι μοναχοί δεν νοιώθουν απόλυτα μόνοι τους γιατί έχουν τους αγίους. Εντάξει. Και βέβαια λέει ότι όσοι δεν έχουν αυτό είναι όντως δυστυχισμένοι. Αλλά επιμένω ότι πριν το βιώσεις αυτό, χρειάζεται να βιώσεις το πρώτο στάδιο, το να είσαι με τον εαυτό σου, να είσαι μπροστά στο θάνατο. Τότε θα βάλεις αυτή τη ζωή σε σωστή προοπτική. Τότε θα αναγνωρίσεις ότι υπάρχει κάτι άλλο, πέρα από αυτό που ζούμε. Συνήθως δεν το κάνουμε αυτό και τότε νοιώθουμε περισσότερη μοναξιά. Συνήθως περιορίζουμε τη ζωή σε αυτό που ζούμε και όχι σε κάτι άλλο.
Στο Ευαγγέλιο που διαβάσαμε την Κυριακή, λέει ο νεαρός «τι μπορώ να κάνω για να αποκτήσω την αιώνια ζωή;» κι απαντά ο Χριστός «άμα θέλεις να αποκτήσεις τη ΖΩΗ, τότε να τηρήσεις τις εντολές». Δεν λέει την αιώνια ζωή. Λέει τη ζωή, την πραγματική ζωή, η οποία δεν είναι μόνο η ζωή που ζούμε. Αυτό που ζούμε δεν είναι ζωή, είναι ζωή μπροστά στο θάνατο. Αλλά για να φτάσεις σ’ αυτό, πρέπει να εννοήσεις τι θα πει να είσαι μόνος, πρέπει να αποκτήσεις το φόβο ότι θα πεθάνεις, ότι μπορεί να πεθάνεις μόνος σου, που είναι ο χειρότερος φόβος. Προσπαθούμε να λύσουμε όλα τα άλλα χωρίς να δούμε αυτό. Ε, δεν λύνονται.
Η Ειρ. μιλάει για το πώς βίωσε το θάνατο του πατέρα της, όπου λέει ότι προσευχόμενη δεν ένοιωσε μοναξιά.
π. Σταύρος: Δεν μιλάω γι’ αυτό. Μιλάω για όταν είμαστε με τον εαυτό μας.
Ειρ.: Όταν σκεφτόμαστε το δικό μας θάνατο δηλαδή…
π. Σταύρος: Όταν σκεφτόμαστε το δικό μας το θάνατο, αλλά και όταν σκεφτόμαστε τι είμαστε εμείς μπροστά στο θάνατο. Κοίταξε, έχουμε μία αίσθηση παντοδυναμίας και πρέπει να σπάσει αυτό. Ο μόνος τρόπος να σπάσει, είναι να δούμε το θάνατο. Όλος ο κόσμος προσπαθεί να τον αποφύγει. Όλοι όμως κάποτε θα πεθάνουμε. Όλοι προσπαθούν να ελέγχουν ακόμα και τις καιρικές συνθήκες κι έρχεται ένας καύσωνας και τα καίει όλα. Προσπαθούμε να φτιάξουμε μια ζωή πολύ παραδεισένια ώστε να αποφύγουμε τον ουσιαστικό φόβο και τη θλίψη. Δεν μπορούμε όμως να ξεφύγουμε από τον πόνο και τη θλίψη.
Όντως ο πόνος και η θλίψη δημιουργούν μοναξιά. Δεν μπορείς εσύ απόλυτα να πάρεις τον πόνο τον δικό μου. Είναι δικός μου πόνος. Όταν πονάει το χέρι μου, πονάει το χέρι μου. Δεν πονάει το δικό σου. Μπορώ να σου πω πώς είναι, μπορεί να μου πεις ότι πόνεσε κάποτε και το δικό σου. Όμως του καθενός ο πόνος είναι κάτι δικό του, αποκλειστικό του.
Ο Χριστός σταυρώνεται και λέμε ότι παίρνει τον πόνο, βιώνει το θάνατο. Εμείς χρειάζεται να ταυτιστούμε με τον πόνο και το θάνατο του Χριστού, που δεν ήταν ένας δικός Του πόνος. Αυτός πόνεσε γιατί αυτός ο κόσμος ήταν και είναι στην αμαρτία. Ήταν έξω από τον ίδιο τον εαυτό Του ο πόνος. Ο μόνος τρόπος για να υπερβούμε τον πόνο, είναι να βγούμε έξω από αυτόν και να πούμε ότι όλος ο πόνος συμπεριλαμβάνεται σ’ ένα γενικότερο πόνο. Μόνο έτσι μπορούμε να αποφύγουμε το πρόβλημα της μοναξιάς, να ξεφύγουμε από τη μοναξιά που προκαλεί ο πόνος.
Α.: Αν δεν συμφιλιωθούμε με την ιδέα του πόνου, μπορούμε να έχουμε ουσιαστική σχέση με το Χριστό;
π. Σταύρος: Ο μηχανισμός του να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τον πόνο είναι ένας μηχανισμός που ίσως είναι απαραίτητος, ώστε ο ίδιος ο ψυχοσωματικός οργανισμός μας να μπορεί να αντιμετωπίσει τον πόνο. Δηλαδή, κάνεις δύο βήματα πίσω, ώστε να μπορείς να τον αντιμετωπίσεις. Αυτό είναι κάπως απαραίτητο. Αν κάποιος σου πει κάτι πολύ δυσάρεστο, υπάρχει ένα σοκ, μια άρνηση στην αρχή. Αυτό είναι απαραίτητο. Από ‘κει και πέρα τι γίνεται. Γιατί άμα επιμείνει ο πόνος, δεν μπορείς να τον αποφύγεις, θα είναι εκεί.
Τώρα έρχονται πολλά πράγματα στη σκέψη μου. Άλλο πράγμα ο σωματικός πόνος, κι άλλο ο ψυχικός πόνος, ο συναισθηματικός πόνος. Γενικότερα βέβαια, είμαστε φυγόπονοι και νομίζω γι’ αυτό αποφεύγουμε και το να είμαστε μόνοι μας, γι’ αυτό βάζουμε και τις δυνατές μουσικές. Θέλουμε να είμαστε διαρκώς με κόσμο ώστε να αποφύγουμε το ουσιαστικό βίωμα του πόνου.
Δεν ξέρω, από την άλλη, αν μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τον πόνο. Είναι σαν να πεις «να συμφιλιωθώ με το θάνατο». Υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα. Ο πατήρ Σμέμαν, ένας περίφημος θεολόγος, λέει ότι δεν μπορούμε να συμφιλιωθούμε με το θάνατο γιατί ο θάνατος δεν ήτανε μέρος της ζωής μας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα, ότι μπορούμε όντως να συμφιλιωθούμε με αυτό. Από ‘κει και πέρα, το θέμα είναι τι κάνουμε εφόσον τον έχουμε.
Και είπα. Το ένα είναι να μην απομονωθούμε στον πόνο μας. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει μία τάση να απομονωθεί στον πόνο του, να γίνει πολύ εγωκεντρικός και απωθητικός και να οπισθοδρομήσει σε ένα μωρό, ας πούμε, που διαρκώς κλαίει, κλαίει, κλαίει για τον εαυτό του. Αυτός είναι ένας πειρασμός, τεράστιος πειρασμός. Εγώ μπορώ να νοιώθω τη μοναξιά μου και να μην δω τη μοναξιά του άλλου και τις δυσκολίες του άλλου και να μείνω μόνο με τον εαυτό μου. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Γι’ αυτό η Εκκλησία μάς βγάζει από τη μόνωση και μας φέρνει στην ευχαριστιακή ζωή, ώστε να δούμε ότι «τα βάρη των άλλων βαστάζετε», υπάρχει θλίψη γύρω μας, πρέπει να αλληλοϋποστηριχθούμε.
Το άλλο είναι αυτό που είπα, δηλαδή να εντάσσουμε τον πόνο τον προσωπικό μας σ’ ένα ευρύτερο πόνο. Ο ουσιαστικός πόνος είναι επειδή είμαι πολύ μακριά από τον Ιησού Χριστό. Κάπως έτσι μεταφράζεται αυτό το πράγμα. Επειδή οι έννοιες αυτές είναι αφηρημένες, πολλές φορές πρέπει να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο. Όμως προσέξτε, επειδή είμαστε σε εκκλησιαστικό χώρο, δεν λέω ότι πρέπει να πονέσουμε για να νοιώσουμε τον Ιησού Χριστό ή ότι πρέπει να πονέσουμε ώστε να καθαριστούμε από τις ενοχές μας, να εξιλεωθούμε από τις αμαρτίες μας. Δεν το λέω αυτό και πιστεύω ότι δεν είναι απόλυτα ορθόδοξο.
Διάβασα προχθές πως έλεγε ο άγιος Παφνούτιος ότι είχε ένα έκζεμα στο πόδι του και ευχαρίστησε το Θεό γιατί, λέει, «με τον πόνο που είχα στο πόδι μου, καθάρισα και την ψυχή μου». Αλλά τι σημαίνει αυτό; Δεν σημαίνει ότι πλήρωσε μια τιμή για τις αμαρτίες του. Σημαίνει ακριβώς αυτό που είπα εγώ, πως σκέφτηκε ποιος είναι αυτός μπροστά στη φθορά. Τα έβαλε όλα σε μία προοπτική και καθάρισε λίγο τον εαυτό του από αυτή την πλάνη. Αυτό σημαίνει. Όχι την έννοια της τιμωρίας. Το λέω γιατί μπορεί να σας μπει στο νου κάτι τέτοιο, το ξεκαθαρίζω.
Όταν περνάω μια δυσκολία, σωματική ή ψυχολογική, όντως μου δίνεται μία δυνατότητα να γνωρίσω τον Ιησού Χριστό στ’ αλήθεια. Να γνωρίσω αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος, που λέει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο που διαβάσαμε προχθές: ότι τα πάντα είναι δυνατά από το Θεό. Τίποτα δεν είναι δυνατό από τον εαυτό μας. Αυτή είναι η κάθαρση που πρέπει να κάνουμε.
Ρωτάει η Σ. το πώς μπορεί να συναισθανθεί το θάνατο.
π. Σταύρος: Να διακονήσεις ένα ηλικιωμένο, ένα άρρωστο. Δυστυχώς είμαστε πολύ μακριά. Έχουμε τα στεγανά μας. Οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι πάνε στα νοσοκομεία. Είμαστε πολύ μακριά. Άμα πρέπει να καθαρίσεις έναν άρρωστο ή να τον μυρίσεις… Λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι μόνο όταν μυρίσεις τον άρρωστο, θα καταλάβεις ότι κι εσύ βρωμάς. Τα λέω αυτά γιατί ήμουνα ιερέας σε νοσοκομείο δώδεκα χρόνια και τα ‘χω βιώσει. Και πάλι ζω στην ψευδαίσθηση, όπως κι εσύ, ότι θα ζήσω πάντοτε.
Μιλάει η Α. για τη μοναξιά που νοιώθει στην καθημερινότητά της μόνη στο σπίτι.
π. Σταύρος: Κοίταξε, πάλι λέω, πρέπει να υπάρχει μία ισορροπία στο να είσαι με τον εαυτό σου και να είσαι με τους άλλους. Τα δύο παραδείγματα που θα σου δώσω είναι ότι ο μοναχός που είναι στην έρημο, παρόλο που μπορεί να έχει κάπου μόνος του μία σκήτη, αυτό το σπίτι συνδέεται μ’ ένα μεγαλύτερο μοναστήρι. Υπάρχει δηλαδή αναφορά σε μια κοινότητα, δεν είναι απόλυτα μόνος του. Όταν ξεκινάει η μεγάλη Σαρακοστή, στα μοναστήρια το πρώτο τριήμερο δεν τρώνε, δεν μιλάνε. Ουσιαστικά ζούνε μεταξύ του κελιού και της εκκλησίας. Υπάρχει η σιωπή καθώς είσαι μόνος σου στο κελί, όμως πας και στην εκκλησία.
Αυτό που πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου, όταν είσαι μόνη, είναι αν έχεις αυτό που είπα πριν, ένα σημείο αναφοράς έξω από σένα. Για μένα αυτό είναι η Εκκλησία. Η πραγματική Εκκλησία όμως. Οι άνθρωποι, οι σχέσεις. Γιατί, όπως είπε και ο κύριος καθηγητής νωρίτερα, μπορώ να μένω μόνος μου και να σκέφτομαι την οικογένειά μου. Είναι εκεί, για μένα, το ξέρω. Μπορεί να είμαι μόνος μου και να σκέφτομαι ότι έχω πέντε ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο, που μπορεί να μην είναι μόνο στην Ελλάδα και την Αθήνα, αλλά είναι εκεί, με σκέφτονται. Βέβαια δεν μπορεί αυτό να είναι μόνο στυγνή σκέψη, πρέπει να υπάρχει και η πραγματικότητα, μια επαφή.
Ο Χριστός είχε μία ισορροπία στη ζωή Του. Ήταν στο βουνό μόνος Του, συνομιλούσε με τον Πατέρα Του˙ μετά κατέβαινε στον κόσμο, έκανε θαύματα. Αλλά υπήρχε ισορροπία. Δεν ήταν απόλυτα μόνος Του. Ήταν με τον Πατέρα Του.
Μιλάει ο Τ. για το πώς βιώνει τη μοναξιά.
Μιλάει η Ο. για το σημείο που της έκανε εντύπωση στο κείμενο και την άρνηση που έχει στο να δει τον εαυτό της.
π. Σταύρος: Λέω ότι βολευόμαστε περισσότερο στο να μας πει ο άλλος τι να κάνουμε, παρά να μας βοηθήσει να γνωρίσουμε τι είμαστε. Η παγίδα είναι ότι αρνούμαστε να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας. Θέλουμε πάντοτε κάποιος άλλος να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού μας. Μα όταν πρέπει να αποφασίσω για τον εαυτό μου, είναι μια δική μου απόφαση. Δεν μπορεί να αποφασίσει άλλος για μένα. Ωστόσο, για κάποιο λόγο, όσο περνάει ο καιρός, δεν θέλω να αναλάβω τις ευθύνες μου.
Λέμε για την υπακοή. Ο γέροντας, η υπακοή… Αυτό όμως είναι πλάνη. Υπακοή δεν είναι να βάλουμε κάποιον άλλο να πάρει απόφαση για μας. Και στην υπακοή, την κουρά δηλαδή που γίνεται, παίρνεις την απόφαση εσύ να γίνει η κουρά. Σου δίνει ο επίσκοπος, ο ιερέας που κάνει την κουρά, τρεις φορές το ψαλίδι αν θέλεις να το κάνεις ή όχι. Και το δίνεις στη γερόντισσα ή στο γέροντα. Δηλαδή, και εκεί είναι δική σου απόφαση. Και εκεί πάντα ένας πεπειραμένος γέροντας-γερόντισσα είναι πολύ προσεκτικός πώς θα χειριστεί αυτό το είδος της υπακοής.
Η υπακοή δεν είναι υπακοή για την υπακοή, έχει λόγο. Και ο λόγος είναι να γνωρίσεις όντως πόσο αδύναμος είναι ο εαυτός σου. Δηλαδή, να παραδώσεις το θέλημά σου σ’ Αυτόν, να παραδώσεις το θέλημά σου προς την αγάπη. Μόνο γι’ αυτό κάνουμε υπακοή, όχι για άλλους λόγους. Σήμερα προσπαθούμε να αποφύγουμε την ευθύνη και αυτό δημιουργεί ένα τεράστιο πρόβλημα. Έχω ευθύνη γι’ αυτό που είμαι, γι’ αυτό που κάνω. Λέμε για την οικογένεια, πως μεγαλώσαμε έτσι… Αλλά σε τελική ανάλυση, έχουμε ευθύνη για το τι θα κάνουμε από ‘κει και πέρα.
Η Α. ρωτάει πώς γίνεται να αισθανόμαστε παντοδύναμοι και ταυτόχρονα να ζητάμε από κάποιον άλλο να μας πει τι να κάνουμε.
Στ.: Αν η συναισθηματική μοναξιά που νοιώθουμε είναι απόρροια της συμπεριφοράς του άλλου, ποια ευθύνη μπορούμε να πάρουμε ;
π. Σταύρος: Δεν είναι ευθύνη το πόσο εσύ ακόμα θα επενδύσεις σ’ αυτή τη σχέση; Ή και τι άλλο θα κάνεις στη ζωή σου, παρ’ όλη αυτή τη σχέση;
Στ.: Κι αν αισθάνεσαι πληγωμένος;
π. Σταύρος: Στον πληγωμένο υπάρχει ουσιαστικά και θυμός. Πόσο μπορείς να αποδεχτείς τον άλλο γι’ αυτό που είναι, να δώσεις τέρμα στην οργή σου και μετά να δεις αν μπορείς να συμβιώσεις μ’ αυτό που είναι ο άλλος και να μην προσπαθείς να τον αλλάξεις; Νομίζω ότι στις σχέσεις προσπαθούμε να αλλάξουμε τον άλλο και να τον φέρουμε στα μέτρα μας. Πληγωνόμαστε γιατί δεν είναι αυτό που περιμένουμε ότι θα είναι. Κάποτε πρέπει να το σταματήσουμε αυτό και να δούμε ότι αυτός ο άλλος είναι αυτός που είναι.
Στ.: Δεν πρέπει όμως και ο άλλος να το δει αυτό;
π. Σταύρος: Μπορεί να μην το θέλει, να μην μπορεί. Και αυτό είναι μέσα στο πακέτο, να μην μπορεί να το κάνει. Πρέπει να πεις: «αυτός είναι, δεν μπορεί, δεν θέλει να το κάνει, αυτό δεν αλλάζει, πρέπει να το δεχτώ». Και πρέπει να πάρεις την απόφαση: «εγώ θα μείνω μαζί του ή δεν θα μείνω;» Αλλά είναι δική σου απόφαση. Δεν είναι του παππούλη. Παίρνεις την απόφαση και λες «Συ, Κύριε, να με βοηθήσεις».
Εγώ πιστεύω ότι ο Θεός διαρκώς μας ξελασπώνει. Πέφτουμε σε λακκούβες και αυτός μας βγάζει. Κατάλαβες τι σου λέω; Έτσι ξεκίνησα. Όταν μιλάμε για μοναξιά, πρέπει να δούμε τι προσδοκίες έχουμε από τον άλλο κι αν αυτές οι προσδοκίες πραγματικά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του άλλου. Γιατί εγώ βρίσκω κάποιον και τον έχω βάλει στο μυαλό μου να είναι Ταρζάν κι ο κακομοίρης είναι μία γάτα. Κι ό,τι να κάνεις θα παραμένει ένας κακομοίρης.
Μιλάει η Β. για τη σχέση με τον άντρα της, για τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες έχει περάσει αυτή η σχέση και για μια μόνιμη διαφωνία στο τι νομίζει ο καθένας ότι είναι σχέση, όπου είναι σαν να συγκρούονται «τα διαφορετικά ταξικά τους συστήματα».
π. Σταύρος: Έχετε πολύ παράξενο τρόπο να εκφράζετε αγάπη μεταξύ σας! Ορισμένα ζευγάρια εκφράζουν αγάπη με τις διαφωνίες τους. Τους αρέσει αυτή η ένταση.
Β.: Δεν μου αρέσει αυτή η εξήγηση.
π. Σταύρος: Δεν είναι εξήγηση, είναι παρατήρηση.
Η Β. μιλάει πάλι για τις συγκρούσεις στη σχέση της που έχουν να κάνουν με το ότι ο καθένας βλέπει διαφορετικά τη σχέση. «Είναι σαν να φτιάχνεται μια άλλου είδους μοναξιά εκτός από την προσωπική σου, όταν είσαι με τον άλλο. Σαν να είναι μια μοναξιά των σχέσεων.»
π. Σταύρος: Δεν θέλω να πέσω σε ψυχαναλυτικές ατραπούς, αλλά θα το κάνω. Δεν μπορούμε να πάμε πολύ βαθιά σε μια τέτοια συζήτηση, αλλά διερωτώμαι τι είναι αυτό που ζητάτε. Είναι από το γάμο αυτό που ζητάτε ή κάτι άλλο κουβαλάτε, θέλετε να λύσετε από το παρελθόν σας και προσπαθείτε να το βρείτε μέσα στο γάμο σας;
Πολλές φορές προσπαθούμε να καλύψουμε τα κενά του παρελθόντος μέσα από το γάμο, τα οποία δεν καλύπτονται. Αν δεν είχα πατέρα, αν δεν είχα μητέρα π.χ. - το πιο ακραίο - και προσπαθώ αυτό να το βρω στον άντρα μου, στη γυναίκα μου, θα αποτύχει ο γάμος γιατί ποτέ δεν μπορεί ο άλλος να γίνει ο πατέρας κι η μητέρα μου. Γιατί ένας ήταν ο πατέρας μου, μία ήταν η μητέρα μου. Αν δεν είχα καλή οικογενειακή ζωή πριν από το γάμο, δεν μπορώ να το καλύψω απόλυτα, δηλαδή να συμπληρώσω τα χαμένα χρόνια μέσα στο γάμο μου. Δεν ξέρω αν αυτό έχει σχέση με σας αλλά μου φαίνεται προσπαθείτε να καλύψετε μέρη τα οποία δεν ανήκουν σε αυτό το γάμο. Και εκεί κάποιος πρέπει να πει να δώσει τέλος σ’ αυτά.
Ξέρετε, πέφτουμε στην παγίδα του τι θέλουμε να είναι ο γάμος και όχι τι είναι. Και χάνουμε ευκαιρίες, γιατί μπορώ να παραπονιέμαι διαρκώς για αυτό που δεν είναι ο άλλος και να χάσω αυτό που είναι. Εντάξει, αν δεν μαγειρεύει το κοτόπουλο καλά και μαγειρεύει το ψάρι, θα πω τουλάχιστον μαγειρεύει το ψάρι. Ε, ναι ρε παιδιά. Άμα έχω ένα σπίτι και δεν έχει τίποτα καλό, τουλάχιστον θα προσπαθήσω να βρω κάτι. Αν όχι, θα σηκωθώ και θα φύγω.
Ξαναμιλάει η Β. και ο π. Σταύρος την διακόπτει.
π. Σταύρος: Προσέξτε, γιατί στα εφτά χρόνια γάμου, όντως υπάρχει κρίση. Άμα δεν το λύσετε εδώ, στα δέκα χρόνια θα γίνει έκρηξη. Στα πρώτα δύο χρόνια, προσπαθούμε κάπως να τα μπαλώσουμε, να ζούμε στο όνειρο, στην ψευδαίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά τα δύο χρόνια, αρχίζουμε και λέμε «εμείς δεν πάμε καλά». Μετά, προσπαθούμε να τ’ αλλάξουμε, βλέπουμε ότι δεν αλλάζουν και μετά παθαίνουμε κρίση.
Β.: Εγώ βλέπω ότι όλοι κάνουμε το παν για να αποκτήσουμε μια σχέση και, όταν την αποκτήσουμε, είναι σαν να κάνουμε το παν για να μην σχετιστούμε, σαν να μην αλλάζουμε.
π. Σταύρος: Θα το ξαναπώ και δεν μπορώ να πάω παραπάνω. Προσέξτε τι φοβάστε από το πλησίασμα. Υπάρχει κάτι που κάνει τον καθένα να φοβάται το πλησίασμα. Η Αλεξίου έχει βγάλει ένα δίσκο που τραγουδάει ένα τραγούδι του Ιωαννίδη, «Ο βυθός»(1) . Το ξέρετε; Να το ακούσετε.
Μιλάει ο Γ. για το πόσο δύσκολο του είναι να μένει μόνος του.
π. Σταύρος: Αυτό το είπα και στο συνέδριο. Πρέπει να προσπαθήσουμε συνειδητά ώστε να αφήσουμε το χώρο και το χρόνο να είμαστε μόνοι μας. Ομοίως πρέπει να δημιουργήσουμε συνειδητά και το χώρο όπου θα κάνουμε προσευχή και να μένουμε μόνοι μας με το Θεό. Ουσιαστικά. Πέντε λεπτά, πέντε λεπτά. Τρία λεπτά, τρία λεπτά. Αλλά πρέπει να μείνουμε εκεί. Είναι πολύ πρακτικό και ουσιαστικό.
Ε.: Αυτό, δηλαδή, ορίζετε ως μοναξιά; Δεν είναι το να διαβάζεις βιβλία ή…
π. Σταύρος: Όχι. Για μένα μοναξιά είναι να μείνεις ακίνητος με τον εαυτό σου. Ή τουλάχιστον, να είσαι εσύ με το Θεό. Είναι ουσιαστικό αυτό και το ξεχνάμε. Όπως είπα και στην ομιλία, επιβάλλεται να ξαναγυρίσουμε σε αυτή την κατάσταση που ήταν ο Αδάμ και η Εύα που ήταν μόνοι τους με τον μοναδικό Θεό. Μόνος με τον Μόνο. Αυτό χρειάζεται για την πραγματική μόνωση - μοναξιά. Να είμαστε μόνοι μας με την έννοια όχι της μοναξιάς αλλά της μοναδικότητάς μας. Να γνωρίσουμε τι είμαστε.
Μ.: Εννοείτε να μπούμε σε μια συνομιλία με το Θεό, να απευθυνθούμε σ’ Αυτόν;
π. Σταύρος: Όταν διαβάζεις τους Ψαλμούς, συνομιλείς με το Θεό, με τον εαυτό σου, πάλι με το Θεό… ένα ανακάτεμα. Ο σημερινός άνθρωπος προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της μοναξιάς του χωρίς να γυρίσει σε αυτή την πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου. Γι’ αυτό δυστυχεί. Γι’ αυτό και όποιος δεν δέχεται την αγάπη του Θεού μένει μόνος του.
Σ.: Ο Θεός γιατί έφτιαξε την Εύα; Για να μην είναι μόνος του ο Αδάμ;
π. Σταύρος: Δεν είναι καλό να είναι μόνος του ο άνθρωπος. Έτσι δεν είναι;
Σ.: Αλλά είχε καλή σχέση ο Αδάμ με το Θεό. Δεν ήταν ανάγκη να έχει την Εύα για τη σχέση του με το Θεό…
π. Σταύρος: Φαίνεται ότι υπήρχε η ανάγκη. Στο Θεό υπάρχει τριαδικότητα. Δεν μπορούμε να πέσουμε στην παλαιοδιαθηκική αντίληψη ότι μπορεί να βρει κανείς μόνος του το Θεό. Βρίσκει το Θεό αλλά εκφράζεται μέσω της Εκκλησίας, μέσω της ευχαριστίας, μέσω της φιλοξενίας, με την ευρύτερη έννοια, και της φιλανθρωπίας.
Ρωτάει η Ε. μέχρι ποιο σημείο μπορεί να ζητάει πράγματα από τον άλλο (τον άντρα της) χωρίς να προδίδει τον εαυτό της.
π. Σταύρος: Είπα κάτι πριν και θα το ξαναπώ. Αντί να ρωτήσεις αυτό, να ρωτήσεις εσύ πόσο καλύπτεις τα κενά του. Και να ανησυχήσεις γιατί δεν τα καλύπτεις. Να μην είσαι αφελής. Αν δεν τα καλύψεις, θα τον χάσεις. Μπορεί να μην τον χάσεις ουσιαστικά, δηλαδή να μη σε χωρίσει, αλλά συναισθηματικά.
Ε.: Υπάρχει περίπτωση δύο άνθρωποι να είναι σε διαφορετική φάση μέσα στη σχέση τους;
π. Σταύρος: Βέβαια. Αυτό που μετράει είναι πόσο μπορεί ο καθένας να χαρεί τη φάση του άλλου και συγχρόνως ο καθένας στη φάση του να μην παραπλανηθεί τόσο που να χάσει τον άλλο. Κάπου πρέπει να υπάρχει και επικοινωνία. Αν ο ένας τραβάει το δρόμο του και πάει, ο άλλος θα πει «για στάσου, τι είμαστε εδώ;». Να χαρείς τη φάση του άλλου και ο καθένας στη φάση του να μην ξεχάσει τον άλλο. Εξάλλου, πάντοτε όλοι μας στη φάση μας είμαστε!
Μιλάει ο Ξ. για την τάση του να απομονώνεται με τις διάφορες ασχολίες του, τη δυσκολία του να σχετιστεί γενικά με τους άλλους και με τη γυναίκα του, αλλά και για την προσπάθεια που καταβάλλει για να μπορέσει αυτό να το αλλάξει.
π. Σταύρος: Μία βασική προϋπόθεση για την επικοινωνία είναι η δυνατότητα που έχει ο καθένας να εμπιστευτεί τον άλλο. Το θέμα της εμπιστοσύνης είναι πολύ βαθύ ζήτημα, γιατί δεν είναι μόνο ο άλλος που έχουμε απέναντί μας, αλλά είναι και οι εμπειρίες που έχουμε βιώσει στη ζωή.
Η εμπιστοσύνη χτίζεται στο πόσο αποδεκτός είμαι από το γύρω περιβάλλον, πόσο ο άλλος με δέχεται με τα καλά μου και με τα κακά μου. Όχι ότι πάντοτε αποδέχομαι αυτά που κάνει ο άλλος, όμως παρ’ όλα αυτά τον δέχομαι και τον αγαπάω. Πόση απόρριψη έχει φάει γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που έχει κάνει; Πόσο μπορεί ο άλλος να αρχίσει να είναι ελεύθερος; Όλα αυτά παίζουν ρόλο στο πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχεις στον άλλο. Χρειάζεται κανείς να εμβαθύνει στον εαυτό του, να δει αυτό, να το λύσει, ώστε να προχωρήσει. Αν δεν το κάνεις αυτό, θα δυσκολευτείς πάρα πολύ να αποκτήσεις επικοινωνία.
Μιλάει η Μ. για το πώς βιώνει τη σχέση της με τον άντρα της και για την προσπάθεια που κάνει να μένει περισσότερο μόνη με τον εαυτό της.
Ζ.: Θέλω να ρωτήσω σχετικά αφενός μ’ αυτό που είπατε να βλέπει κανείς ποιες ανάγκες θέλει ο άλλος να του καλυφθούν και αφετέρου γι’ αυτό που είπατε στη Βάσω ότι δεν πρέπει κάποιος να περιμένει μέσα στη σχέση να καλύψει κάποιες ανάγκες του…
π. Σταύρος: Να ξεκαθαρίσω. Δεν είπα ότι δεν θα έπρεπε να εκφράσω τις ανάγκες μου. Άλλο να πω ότι «ξέρεις, θέλω μπαρμπούνια σήμερα» ή «θέλω να βγούμε έξω απόψε». Πρέπει να το πω. Ο άλλος δεν μπορεί να ξέρει τι θέλω, αν δεν του πω. Άλλο να το πω όμως και άλλο να το απαιτήσω. Αν ο καθένας είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και ειλικρινής με τον άλλο για αυτό που θέλει, αυτό θα ξεκινήσει ένα διάλογο και μια επικοινωνία. Παράδειγμα «εγώ θέλω να πάω ΜcDonalds, εσύ θέλεις να πας Goodys, πού θα πάμε;». Πρέπει να το πω αυτό. Μπορεί κάπου να μην έχω επιθυμία. Μπορεί να πω «όπου θες εσύ». Αλλά κάπου θα ‘χω επιθυμία. Θα το πω. Και ο άλλος θα μ’ ακούσει. Χρειάζεται αυτή η επικοινωνία.
Δεν είπα «κόβω τις ανάγκες μου, να μην πω τις επιθυμίες μου». Γιατί άμα εσύ είσαι αυτό που ουσιαστικά θέλεις και αυτό που θέλεις είναι αυτό που ουσιαστικά είσαι, τότε θα είμαστε και οι δύο ειλικρινείς, θα υπάρχει ειλικρινής σχέση. Τώρα αν είναι βιώσιμη ή όχι, αυτό είναι άλλο.
Συνήθως, ξεκινάμε τις σχέσεις και δεν λέμε αυτό που είμαστε και θέλουμε, ώστε ο άλλος να μην μας δει με κακό μάτι, να μη νομίσει ότι είμαστε παράξενοι. Ξαφνικά, μπαίνουμε στο γάμο και λέμε «ωχ, αυτός είσαι; Γιατί δεν μου το είπες πριν το γάμο;». Ουσιαστικά, αυτό που θέλουμε να καλύψουμε είναι τη χαμηλή μας αυτοεκτίμηση, αυτό που νοιώθουμε ότι δεν είμαστε, όχι αυτό που είμαστε. Και προσπαθούμε να προβάλουμε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαστε. Τότε αρχίζει η δυσκολία, γιατί .......... Δεν είμαστε ειλικρινείς.
Πιστεύω στην ειλικρίνεια από την πρώτη στιγμή. Είχα ένα φίλο ψυχίατρο που μου έλεγε ότι, πριν παντρευτούν με τη γυναίκα του, είχανε γράψει ένα κατάλογο τι ήθελε ο καθένας. Συμφωνώ. Από ‘κει και πέρα, είναι πόσο μπορεί κανείς να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί. Άμα δεν μπορείς, δεν μπορείς.
Ζ.: Βασική προϋπόθεση σ’ αυτό είναι να προσπαθήσεις να μάθεις και το τι θέλεις…
π. Σταύρος: Άμα δεν έχεις μάθει τι θέλεις και τι είσαι, μην παντρευτείς ακόμα. Απόλυτα δεν θα το μάθεις, όμως πρέπει να υπάρχει μία βάση. Κι αυτό δυσκολεύεται σήμερα, γιατί πολλοί νέοι άνθρωποι δυσκολεύονται να βάλουν στόχους στη ζωή τους. Εμείς ξεκινήσαμε με ένα όνειρο ο καθένας. Δηλαδή, ήξερα τι ήθελα να γίνω. Μιλάω για τον εαυτό μου. Είχα επιθυμίες. Ήξερα κάπως τι ήθελα από οικογενειακή ζωή.
Σήμερα, δυστυχώς, οι στόχοι δεν είναι πάντα εφικτοί. Από τα πιο απλά το μαθαίνεις αυτό, πολύ νωρίς μάλιστα. Θέλεις να πας σ’ αυτή τη σχολή, αλλά δηλώνεις και τις άλλες χίλιες σχολές μην τυχόν και δεν μπεις εκεί που θέλεις. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μπεις εκεί που θέλεις. Και μετά δεν θα βρεις τη δουλειά που θέλεις. Και πάει λέγοντας. Πρέπει να είσαι πολύ τυχερός σήμερα να σου γίνουν όλα αμέσως, να βρεις αυτό που θέλεις.
Κάπου ο νέος σήμερα ματαιώνεται με την ματαίωση των επιθυμιών του σε μακροπρόθεσμους στόχους κι αυτό, νομίζω, προσπαθεί να καλύψει με τωρινές απαιτήσεις. «Εγώ θέλω αυτό τώρα, εδώ και τώρα, γιατί ξέρω ότι μακροπρόθεσμα δεν θα βρω τίποτα. Ό,τι βρω σήμερα. Ξέρω ότι αύριο δεν πρόκειται να πετύχω και πολλά πράγματα. Δεν μου εγγυάται κανείς τίποτα. Ούτε πια ένα καλό γάμο. 1:2. Δεν είναι εγγύηση αυτό.»
Κάνει η Ε. δύο ερωτήσεις: για το κατά πόσο αυτό που θέλει τώρα ο άλλος μπορεί στο μέλλον να αλλάξει και για το πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει το θάνατοι του ανθρώπου με τον οποίο είναι μαζί. Καταλήγει πως το πρώτο είναι θέμα εμπιστοσύνης στον άλλον και στο Θεό.
π. Σταύρος: Στη σχέση σου με τον μπαμπά σου που πέθανε, θα έλεγα ότι χρειάζεται να βιώσεις τη σχέση μαζί του με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Μιλάω και για εσένα και για τη μαμά. Να βιώσει τον μπαμπά και τη σχέση τους μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Γιατί, αν όντως πιστεύεις στην Ανάσταση, αν πιστεύεις ότι ο θάνατος έχει όντως ηττηθεί, τότε αυτό αλλάζει τη σχέση. Είναι και μια συνέχεια της σχέσης που έχασες.
Σ.: Πώς βρίσκουμε την ισορροπία ανάμεσα στη μοναξιά και στο να είμαι με κάποιον, ώστε να μην γίνει η μοναξιά αποξένωση αλλά ευκαιρία να ασχοληθώ με τον εαυτό μου και με τη σχέση μου με το Θεό;
π. Σταύρος: Μα είπα να έχει κανείς σημείο αναφοράς έξω από τον εαυτό του, κάτι που θα φέρει την ισορροπία. Και είπα, για μας τους χριστιανούς είναι η πραγματική εκκλησιαστική, ευχαριστιακή κοινότητα. Όταν σημάνει η καμπάνα, σημαίνει για να πάμε να προσευχηθούμε. Λέει «βγες από τη μοναξιά σου, έλα στην Εκκλησία. Έλα ζήσε ανάμεσα στους αγίους εδώ και τους επουρανίους αγίους.»
Ο Α. ρωτάει για το τι κάνει η εκκλησία σήμερα για όλους αυτούς τους ανθρώπους που ζούνε τη μοναξιά μέσα στις πόλεις.
π. Σταύρος: Κοίταξε, η Ελλάδα είχε ένα πολύ καλό κι αυτό για μένα είναι ότι ήμασταν όλοι Έλληνες, είχαμε τη θρησκεία μας, την εκκλησία μας, είχαμε το χωριό κι όλα αυτά που ξέραμε… Δεν φρόντισε η αστική εκκλησία να προλάβει τις λεπτομέρειες και γι’ αυτό έχουμε το χάος που έχουμε.
Αυτό που έχεις (δηλ την ενοριακή ζωή), είναι πολύτιμο αλλά είναι αφύσικο ουσιαστικά. Δηλαδή, μια ενορία είναι μια κοινότητα ανθρώπων, όπου ζει ο ένας κοντά στον άλλο. Η έννοια της ενορίας είναι μέσα σε ορισμένα πλαίσια, όρια. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε πώς αλλιώς θα το βιώσει αυτό. Προσπαθούμε. Ο π. Χριστόδουλος το κάνει… Αλλά ζούμε σε μία πολύ μεταβατική περίοδο στην Εκκλησία μας. Υπάρχει η κοινότητα, όπως είστε εσείς, όπως είναι άλλες περιπτώσεις. Απλώς δεν είναι όπως ήταν στο παρελθόν. Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρη η απάντηση. Είναι ακόμα πιο ξεκάθαρη στο εξωτερικό, για μένα. Εκεί υπάρχει μια εκκλησία και σε εκατό μέτρα γύρω από την εκκλησία ξέρει ο ένας τον άλλο, αυτόν που πέθανε, αυτόν που γέννησε… Προσεύχονται μαζί, κάνουν πράγματα μαζί. Εδώ στην Ελλάδα, δυστυχώς, έχουμε ξεφύγει από αυτό, έχει γίνει τυπολατρία η ενορία, είναι ο χώρος απλώς για τη λατρεία.
(1):
Ο Βυθός
Πέρασαν μέρες, χωρίς να σ’ το πω το σ' αγαπώ δυο μόνο λέξεις
αγάπη μου πώς θα μ' αντέξεις είμαι παράξενο παιδί σκοτεινό
Πέρασαν μέρες χωρίς να σε δω κι αν σε πεθύμησα δεν ξέρεις
κοντά μου πάντα θα υποφέρεις σ’ το είχα πει ένα πρωί βροχερό
Θα σβήσω το φως κι όσα δεν σου 'χω χαρίσει σ’ ένα χάδι θα σου τα δώσω
κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω μες του μυαλού μου το μαύρο βυθό
Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις κι εγώ πιο μόνος και από μένα
μες σε δωμάτια κλεισμένα το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ γιατί μες στ' όνειρο μόνος ζω
Στα σοβαρά μην με παίρνεις είν' το μυαλό μου θολό, είναι κι ο κόσμος μου αστείος
κι όταν με βαρεθείς τελείως ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες
Κι εγώ που αγάπησα πάλι την ιδέα σου μόνο και κάποιο στίχο που σου μοιάζει
κοιτάζω έξω και χαράζει έγινε το αύριο πάλι χθες.