Προηγούμενος Βασίλειος Ἰβηρίτης
Ὁμιλία στὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινὸ τὴν Α΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν στὴ Δράμα
8-3-2009
(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΠΟΣ)
Τὸ κεντρικὸ πρόσωπο τῆς ἑορτῆς σήμερα εἶναι ἡ Παναγία, ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος. Καὶ νομίζω, ὅτι ἦταν χαρακτηριστικὸ καὶ στοὺς χαιρετισμοὺς ποὺ περάσαμε, εκεῖνο ποὺ ἐλέγχθη ποὺ τὸ ἀκοῦς κάθε φορὰ καὶ τὸ νιώθεις σὰν νὰ τὸ ἀκοῦς πρώτη φορά. Τὸ Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῃ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε. Μιὰ ἄγνωστη κόρη, ταπεινὴ δέχεται ἕνα Χαῖρε. Καὶ μὲ τὸν χαιρετισμὸ αὐτὸ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνὴ σωματούμενον Σε θεωρῶν Κύριε. Ἀρχίζει νὰ σωματοῦται ὁ Θεός ὁ Λόγος. Καὶ γίνεται αὐτὸ τὸ Θαῦμα. Καὶ ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τώρα ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς σαρκοῦται διὰ τῶν ἀγνῶν αἱμάτων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Τὸ θέμα τώρα εἶναι ὅτι ἐμεὶς δὲν εἴμαστε ἔξω ἀπὸ τὴν Θεοτόκο καὶ παρακολουθοῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὸ μεγαλεῖο ἤ τὴν δόξα της. Ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα ὁ καθένας νὰ γίνει Θεοτόκος κατὰ χάριν. Ὁ καθένας νὰ δεχτεῖ μέσα του αὐτὴ τὴν ἀγαλλίαση. Ὁ καθένας νὰ γίνει Θεὸς κατὰ χάριν. Αὐτό τὸ θαῦμα εἶναι τόσο μεγάλο. Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὑπάρχουν τρία μυστήρια κραυγῆς, τὰ ὁποῖα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθησαν καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ Παρθενία τῆς Μαρίας, ὁ Τόκος αὐτῆς καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχουν λοιπὸν μυστήρια κραυγῆς τὰ ὁποῖα πράττονται ἐν σιγῇ. Καὶ τὸ μυστήριο κραυγῆς, τὸ ὁποῖο πράττεται ἐν σιγῇ, εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει Θεός.
Κοιτᾶχτε δὲν θέλω νὰ σας μιλῶ, γιατὶ ἄν ἀκούγεται κάτι ἐξωτερικὸ εἶναι ψεύτικο. Τὸ θέμα εἶναι ὅτι κάθε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα του μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεός. Αὐτὴ εἶναι μεγάλη ἐπανάσταση. Καὶ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος πάλι κάπου: Τὰ πάντα συνεκινεῖτο διὰ τὸ μελετᾶσθαι θανάτου κατάργησιν. Ὁπότε ζοῦμε, γεννιόμαστε, ἀγωνιζόμαστε, ἀναπνέουμε, θέλουμε νὰ ζήσουμε. Στὸ τέλος ὅμως βλέπουμε ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι πάρα πολὺ σύντομη. Καὶ λέμε γιατὶ αὐτό; Καὶ τὸ θέμα τώρα εἶναι ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία καταργεῖται ὁ θάνατος. Καταργεῖται ὁ θάνατος διὰ τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ βλέπετε ὅτι δὲν ἤθελε ὁ Κύριος νὰ κάνει θαύματα ψεύτικα, ἀλλὰ ἤθελε νὰ κάνει τὸ ἕνα θαῦμα, νὰ καταργήσει τὸν θάνατο. Γι’ αὐτὸ πάλι ὅταν οἱ Γραμματεὶς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἔλεγαν τοῦ Χριστοῦ εἰρωνευόμενοι: ἄλλους ἔσωσε ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι, καταβάτω ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ (Ματθ.27,42 Μαρκ. 15,32). Δὲν κατέβηκε ἀπὸ τὸν Σταυρό, γιὰ νὰ κάνει θαυματουργίες, ἀλλὰ κατέβηκε νεκρός καὶ νίκησε τὸ θάνατο διὰ τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ πέρα κρινόμαστε.
Ὁ Θεὸς εἶναι φοβερός, ὄπως λέει ὁ Ἀββὰς Ἰσαάκ ὄχι γιὰ τὴ δύναμή του, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη του. Καὶ εἶναι φοβερός, γιατὶ μας σέβεται πάρα πολύ. Αὐτὸ, ποὺ λέει: Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω, ἐάν τὶς μου ἀνοίξη, θὰ εἰσέλθω, θὰ δειπνήσω μαζί του (Ἀποκ. 3,20), ἐὰν δὲν μου ἀνοίξει θὰ φύγω δὲν θὰ σπάσω τὴν πόρτα Ἐγώ. Ὁπότε μπορεῖ νὰ μὴν βλέπουμε κάτι ἐξωτερικά, νὰ μὴν ἀκοῦμε κάτι ἐξωτερικά, ἀλλὰ τὶ γίνεται; Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας. Καὶ ταυτόχρονα ἐμεῖς σκοποῦμε τὴ χάρη τῆς Βασιλείας. Ὅλος ὁ ἀγῶνας τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτὸς νὰ μας δώσει τὸ νέο μήνυμα τῆς ζωῆς. Καὶ νὰ μας ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς ψευτιές. Καὶ ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ψευτιά, ἡ εὔκολη λύση, ποὺ κρατάει τὸν ἄνθρωπο δέσμιο στὴ φθορά. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πράγμα, ἡ ἐπανάσταση τῆς ζωῆς. Ὅτι μπορεῖ ὀ ἄνθρωπος. Ποιός; Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ ἐλάχιστος νὰ γίνει Θεός κατὰ χάριν καὶ ἐδῶ πέρα εἶναι ποὺ δίδεται ὅλος ὁ ἀγώνας. Αὐτὸ εἶναι τὸ Εὐαγγελιο.
Οἱ εἰκονοκλάστες, οἱ αἱρετικοὶ, θέλανε νὰ καταργήσουν τὶς εἰκόνες, νὰ καταργήσουν τὴν τιμὴ πρὸς τὴν Παναγία, τὴν τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ τὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀλλὰ ἔτσι ἀποδυναμώνουν τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνῶ ἀντίθετα μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἄνθρωπος μεγάλος, γιατὶ ἀπολαμβάνει τὴ χάρι τῆς θεώσεως. Τώρα θὰ μου πεῖτε πὼς γίνεται αὐτό; Νὰ σας πῶ. Ἀγωνίζεται ὁ καθένας μας καὶ βάζουμε σχέδια πολλά. Πολλὲς φορὲς εἶναι τὰ σχέδια μας ἀνακατεμμένα καὶ μὲ ὄχι καὶ τόσο πνευματικὲς φροντίδες καὶ ἰδανικά. Καὶ τὸ θέμα εἶναι ὅτι σύντομα τελειώνουμε. Μέσα στὴν Ἐκκλησία αὐτὸ τὸ σύντομα τελειώνουμε καταργεῖται. Μιὰ στιγμὴ ὅταν πονᾶς νὰ κάνεις ὐπομονή. Καὶ μετὰ νοιώθουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμί (Β΄Κορ.12,10). Καὶ ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται (Β΄Κορ. 12,9). Καὶ ἰδοὺ ἔρχεται διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. Καὶ ἐνῶ ὅπως εἶπε ὁ Κύριος οἱ Ἰουδαῖοι ζητούσαν σημεία καὶ οἱ Ἕλληνες σοφία, ἡμεῖς κηρύττομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον (Α΄Κορ. 1,23). Στὴ συνέχεια λέει: Καταργῶ τὴ σοφία τῶν σοφῶν καὶ τὴ σύνεσι τῶν συνετῶν. Καὶ τὰ μωρὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι σοφότερα ἀπὸ τῶν σοφῶν καὶ τὰ ἀσθενὴ ἐξελέξατο ὁ Θεὸς, τὰ ἀγενή, τὰ ἐξουθενημένα καὶ τὰ μὴ ὄντα ἵνα τὰ ὄντα καταργήσει (Α΄Κορ. 1,27) . Ὅταν λέει μὴ ὄντα, ἀνύπαρκτα, δὲν μπορεῖ νὰ πάμε παρακάτω. Καὶ λέει ὁ Ἀββάς Ἰσαάκ τὸ θέμα εἶναι νὰ φτάσει κανείς στὴν ταπείνωση, νὰ δώσει τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό. Καὶ νὰ φτάσει νὰ εἶναι μὴν ἑαυτὸν εἶναι, σὰν ἀνύπαρκτος. Τότε τί γίνεται; Τότε εἶναι ἐλεύθερος. Εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται καὶ νομὴν εὐρήσει (Ἰωαν. 10,9). Δὲν φοβᾶται τίποτα καὶ ταυτόχρονα δὲν εἶναι ἀπειλὴ γιὰ κανένα.
Γι’ αὐτὸ λέω τὸ ἑξῆς, πᾶμε μιὰ στιγμὴ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν ζωή μας, νὰ φτιάξουμε τὰ προβλήματά μας μὲ λογική φθαρτή, ἡ ὁποῖα μας ὁδηγεῖ στὸ θάνατο. Ἡ Ἐκκλησία λέει ὄχι, δὲν εἶναι ἔτσι. Εἶναι πλασμένος ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τώρα. Νὰ ἁγιάσει ψυχή τε καὶ σώματι καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἁγιασμός τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Πῶς; Λέμε τὸ ἐξῆς, ὅπως ὁ Κύριος στὴ Γεθσημανὴ εἶπε τὸν λογισμό του: Πάτερ εἰ δυνατὸν παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο. Καὶ ἐν τέλει καταλήγει πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ, ἀλλ’ ὡς σύ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου. (Ματθ. 26,39)»
Μιὰ στιγμὴ νιώθει κανείς, ὅτι γερνᾶ, ἀρρωσταίνει, χάνει δυνάμεις, μόλις καὶ ζεῖ. Ὁπότε λές τελείωσε ἡ ζωή μου, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἔτσι. Νὰ πεῖ κανείς δόξα τῷ Θεω γι’ αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ μού ’δωσε, γιατὶ ἔζησα μιὰ στιγμή, ὄχι ἑκατὸ χρόνια. Καὶ τὰ ἑκατὸ χρόνια καὶ τὰ διακόσια εἶναι τὸ ἴδιο μὲ μιὰ στιγμή. Ὅταν αὐτὸ τὸ λίγο, τὸ δεχτῶ μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ τὸ δώσω στο Θεὸ, αὐτὸ γίνεται αἰωνιότης.
Νὰ παραδεχτῶ, ὅτι εἶμαι ὁ τελευταῖος. Νὰ ἀκούσω τὸν λόγο τοῦ Μεσσία, ποὺ λέει τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα: Ἐγὼ εἰμὶ σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος. Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, ὄχι γιατὶ πέτυχα, ὄχι γιατὶ διέπρεψα, ὄχι γιατὶ ἀκούγεται τὸ ὄνομά μου, ἀλλὰ γιατὶ ἔζησα καί μιά στιγμὴ ἔγινα κοινωνὸς τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος ὅταν κάνει αὐτὴ τὴν κίνηση καὶ δώσει τὸν ἑαυτό του στὸ Θεό τότε γίνεται αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα. Καὶ τι γίνεται; Ἀνασταίνονται οἱ Ἅγιοι, αὐτοὶ ποὺ ἔχουμε σήμερα, ποὺ τοὺς τιμοῦμε.
Μόλις ἡ Θεοτόκος συνέλαβε, ἀνῆλθε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ, τὴν συγγενή της, τὴν μητέρα τοῦ Προδρόμου. Καὶ εὐθὺς ἐπιγνών τὸ βρέφος τῆς Ἐλισάβετ, ὁ τίμιος Πρόδρομος, ποὺ εἶναι στὴ μήτρα τῆς μάνας του, ποὺ ἐπλησίασε ἡ Θεοτόκος, ἐσκίρτησε ἐν τῇ κοιλίᾳ (Λουκ. 1,41) καὶ ἄλμασιν ὡς ἄσμασιν ἐβόα πρὸς τῇ Θεοτόκῳ καὶ λέει ὅλους αὐτοὺς τοὺς στίχους στοὺς Χαιρετισμούς.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ ἀνάγνωσμα μᾶς λέει ὅτι τόσοι ἄνθρωποι ἐπρίσθησαν, ἐλιθάσθησαν, μαρτύρησαν (Ἑβρ. 11,37). Καὶ ἐνῶ τελειώθηκε ἡ πίστη τους, Πάντες τοῦτοι μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, δὲν πήραν τὸ πλήρωμα τῆς ἐπαγγελίας, τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Κρεῖττον τὶ προβλεψαμένου περὶ ἡμᾶς. Ὁ Θεὸς κάτι μεγάλο πρόβλεψε γιὰ μᾶς καὶ τὶ ἔγινε. Δὲν τοὺς ἔδωσε τὴν πλήρη ἀνταμοιβὴ τῆς χάριτος καὶ αὐτοὶ μᾶς περιμένουν. Αὐτοὶ ποὺ πέρασαν καὶ αὐτοὶ που ἔρχονται εἶναι μαζί μας.
Νιώθει κανείς, ὅτι ὅπως μιὰ στιγμή, στὸ σπιτι ἑνὸς χωριοῦ τῆς Ναζαρέτ, ἑνὸς χωριοῦ τῆς Παλαιστίνης βγῆκε ἕνας ἄγγελος καὶ λέει ἕνα χαίρετε καὶ συλλαμβάνει αὐτὴ ἡ ἄγνωστη χωριατοπούλα τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴ χαρά, τὴ χαρά ποὺ νικᾶ τὸ θάνατο. Ὁπότε τότε λες ἐφόσον αὐτὸ γίνεται, ὅλα τ’ ἄλλα τοὺς τὰ χαρίζω. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴ χάρη μέσα του τὰ βλέπει τὰ πράγματα διαφορετικά. Λέει ὁ Κύριος ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μοιάζει μὲ τὴ ζύμη, τὴ μικρή ποὺ ζημοῖ ὅλο τὸ φύραμα (Ματθ. 13,33), μοιάζει μὲ τὸν κόκκο σινάπεως, ποὺ εἶναι μικρότερος πάντων τῶν σπερμάτων καὶ ὅταν βλαστήσει γίνεται μείζων πάντων τῶν λαχάνων (Ματθ. 13,31).
Ταυτόχρονα ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρομοίωση, ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι κάτι ἐλάχιστο μὲ πολὺ δυναμισμὸ, τὸ ὁποῖο εἶναι μέσα στὸν ἄνθρωπο. (Ματθ. 3,47). Εἶναι ἡ σαγήνη, εἶναι τὸ δίχτυ ποὺ τὸ ἔριξε ὁ ψαράς στὴ θάλασσα καὶ ἔπιασε καλὰ ψάρια καὶ σαθρά. Ταυτόχρονα ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μοιάζει σὰν τὸν ἀγρό ποὺ ὁ γεωργὸς ἔβαλε τὸ καλὸ σπέρμα καὶ ἐχθρὸς ἄνθρωπος μπῆκε καὶ ἔβαλε ζιζάνια καὶ λέει ὁ Κύριος ἀφῆστε τα (Ματθ. 13,37).
Ὅταν ἕνας ἔχει μέσα του τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅταν ἔχει αὐτὴ τὴν ἡρεμία, ἔχει αὐτὴ τὴ βεβαιότητα ὅτι τὸ τίποτα ποὺ ἔζησε, τόλμησε νὰ τὸ δώσει στὸ Θεό, τότε κυκλοφορεῖ ἥρεμα. Εἶναι μέσα στὸν Παράδεισο. Ὅποιος ἔχει ἀπλὸ μάτι, φωτεινὸ μάτι, ὅλα εἶναι φωτεινά. Ὅποιος ἔχει πονηρὸ ὀφθαλμό, γι’ αὐτὸν ὅλο τὸ σῶμα εἶναι σκοτεινό. Καὶ λένε οἱ Πατέρες, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ γίνει ἕνας ὀφθαλμός, μια αἴσθηση. Καὶ λέει ὁ Κύριος ἐὰν τὶς μὴ γεννηθεῖ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ (Ἰωαν. 3,3-6).
Καὶ λέει ὁ Νικόδημος ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἰσραήλ: «Μὰ τὶ γίνεται; Τότε πρέπει να μπεῖ κανεὶς πάλι στὴ μήτρα τῆς μητέρας του. Καὶ λέει πάλι ὁ Κύριος τὸ ἴδιο: Ἀμήν, ἀμὴν λέγω, ὅτι ἐὰν τὶς μὴ γεννηθεῖ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ὅταν λέμε βλέπω στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει ὅτι μπαίνω μέσα καὶ ἔχω μέσα μου τη Βασιλεία. Πρέπει νὰ γεννηθεῖ κανεὶς ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος. Λέει ὁ Κύριος, ὅτι τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ καὶ δὲν ξέρεις ἀπὸ ποὺ ἔρχεται καὶ ποὺ πηγαίνει καὶ τέτοιος εἶναι καθένας ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Ἕνας ἄνθρωπος ταπεινός. Ὅπως ἡ Παρθένος σὲ ἕνα ἄγνωστο σπίτι, σὲ μια γωνιὰ δὲν ἀγανάκτησε, ἀλλὰ εἶπε: «Θεέ μου νὰ γίνει τὸ θέλημά σου», δέχτηκε αὐτὴ τὴ χάρη. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος. Δέχεται τὰ μηνύματα ὅλων τῶν Ἁγίων, αὐτῶν ποὺ πέρασαν καὶ αὐτῶν ποὺ θὰ ’ρθουν. Αὐτὸς ὁ ἄθρωπος εἶναι μια ἀκτινοβολία χαρᾶς. Γι’ αὐτὸ σας λέω, ὅταν ὁ ἄλλος μου λέει πές μου θαύματα. Δὲν θέλω νὰ πῶ ψευτιές. Νὰ σᾶς πῶ κάτι, τὸ Ὄρος εἶναι ἅγιο καὶ ἡ Ἐκκλησία ἁγία, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ψευτιές.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν κακοδοξία ἀπέχει ἐλάχιστο καὶ τὸ ἐλάχιστο εἶναι μέγιστο. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀλήθεια, εἶναι ζωή, εἶναι ὁ Παράδεισος καὶ αὐτὸς ὁ Παράδεισος δίνεται ἀπὸ σήμερα στὸν ἄνθρωπο. Νομίζω, ὅτι ὅταν κάποιος ἀποκτήσει αὐτὲς τὶς αἰσθήσεις κυκλοφορεῖ διαφορετικὰ στὸν κόσμο, ἔχει μια ἄλλη δύναμη. Ὅλα του εἶναι εὐλογία καὶ ταυτόχρονα αὐτὸς εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους. Κανονικὰ ἐγώ δὲν ἔπρεπε νὰ μιλήσω, γιατὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀκούστηκαν σήμερα, ὅπως διαβάστηκαν καὶ ὅπως ψάλθηκαν εἶναι πράγματα ἅγια, ποὺ πρέπει κανείς νὰ ἡσυχάσει, νὰ τὰ ἀκούσει, νὰ τὰ δέχεται. Νὰ ἀφήσουμε τὴ λογικὴ τὴν ψεύτικη καὶ νὰ δεχτοῦμε αὐτὴ τὴ χάρη.
Τὶ σημαίνει Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Τὶ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος; Τὶ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὸν κάθε ἕνα ἄνθρωπο τὸ γέρο, τὴ γριά, τὸν ἄχρηστο σὰν νὰ εἶναι μόνο αὐτὸς στὸν κόσμο. Ὅλος ὁ Θεὸς σὲ ἕναν ἄνθρωπο. Μόλις τὸ καταλάβει κανείς σταματᾶ μὲ δέος. Καὶ βλέπεις, ὅτι ξεπερνάμε αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ πάμε στὴ λογικὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀντὶ γιὰ νὰ λέμε θὰ σὲ φάω γιὰ νὰ ζήσω, ἀκοῦμε αὐτὸ ποὺ λέει στὴ Θεία Λειτουργία ὁ Κύριος, στὴν καρδιὰ τῆς Θείας Λειτουργίας: Λάβετε φάγετε το σῶμα μου καὶ πίετε τὸ αἷμα μου. Τὸ σῶμα τὸ κλώμενον καὶ τὸ αἷμα τὸ ἐκχυνόμενον. Στὴ συνέχεια ὁ ἀγώνας εἶναι ὄχι νὰ σὲ φάω γιὰ νὰ ζήσω, ἀλλὰ εἰ δυνατόν, ἡ ὕπαρξίς μου νὰ γίνει τροφὴ φαγώσιμη καὶ ὑγρὸ πόσιμο ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ὁπότε ὅταν ὁ ἄλλος τρέφεται, τότε τρέφομαι καὶ ἐγώ.
Εἴμαστε μέσα στὸ νέφος τῶν μαρτύρων, μέσα στὸ νέφος τῶν Ἁγίων, μέσα στὸ νέφος τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμακηνὸς: ἤδη εἶμαι ἔμπλεος τῆς Θείας Χάριτος. Καὶ χρειάζεται ἐμεὶς νὰ ἡσυχάσουμε καὶ νὰ ἀποκτήσουμε αἰσθήσεις. Νὰ γίνουμε ὅλοι μια αἴσθηση καὶ νὰ νιώθουμε αὐτὴ τὴν παρουσία. Καὶ στὸ τέλος νὰ τὰ ἀφήσουμε ὅλα στὸ Θεό. Οἱ μεγάλοι, οἱ μέγιστοι εἶναι οἱ μικροί, οἱ ἐλάχιστοι, οἱ τολμηροὶ τῆς πίστεως. Αὐτοὶ ποὺ τόλμησαν αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ ἔχουν νὰ τὸ δώσουν Χριστῷ τῷ Θεῷ. Καὶ τότε πήραν τὸ πᾶν.
Θυμᾶμαι μια γριὰ Μικρασιάτισσα ποὺ ἔπλενε ροῦχα. Στὸ τέλος εἶχε ἀδυνατίσει τόσο πολύ. Δὲν εἶχε κανένα παιδί, κανένα ἐγγόνι, καμία περιουσία. Καὶ θυμᾶμαι μια φράση ποὺ εἶχε πεῖ σὲ μια συζήτηση: Ἄνθρωπο μὲ εἶπαν καὶ μένα. Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο εἶμαι μόνο ἄνθρωπος. Ἀλλὰ σας λέω δὲν ὑπάρχει τίποτα μεγαλύτερο πράγμα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος. Καὶ να’χει τὴ δυνατότητα μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ γίνει Θεάνθρωπος. Κὶ ἄν κοιτάξει ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὰ πράγματα εἶναι ὡραῖα , ἀλλὰ εἶναι ἀνοησίες. Ἄν πάω μὲ τὴ γροθιά μου νὰ διορθώσω τὸν ἄλλο, μὲ τὸ μυαλό μου νὰ στήσω συστήματα, αὐτὰ θὰ πέσουν σὰν χάρτινοι πύργοι. Καὶ τὰ εἴδαμε. Ἄν τυχόν, πάω σὲ ἄλλη λογική, μὲ ἄλλη δύναμη, ἄλλη οἰκονομία. Μια στιγμὴ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, πὼς ἔγινε διαλύθηκε τὸ πᾶν. Ἄν τυχόν ζήσω μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ δέος, μὲ προσοχή καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό, γιατὶ μου ’δωσε ἐλάχιστη ζωὴ καὶ τὴ δίδω σ’ Αὐτόν, τότε μπαίνω στὴν αἰωνιότητα. Λέει ὁ Κύριος: μικρὸν καὶ ὁ κόσμος οὐκέτι θεωρεῖν ἡμεῖς θεωρεῖτε με, ὅτι οὐκέτι ζῶ καὶ ἡμεῖς ζῆτε (Ματθ. 16,16). Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ φως τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἀπὸ τῶρα νιώθει κανείς ὅτι δίδοντας τὸ τίποτα ποὺ ἔχει Χριστῷ τῷ Θεῷ δέχεται τὸ πᾶν. Τότε τὶ γίνεται; Σιωπᾶ. Καὶ διὰ τῆς σιωπῆς διδάσκει ὅλους. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀκατανόητα σὲ ἕνα χῶρο ποὺ ὀσμίζεται τὴν ἀνθρώπινη λογική. Ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ εἶναι πολὺ στενή καὶ δὲ μπορεῖ νὰ προσφέρι στὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπς ἐπιθυμεῖ. Ἐνῶ ἐδὼ προσφέρουν τὰ ὑπὲρ φύσιν καὶ αἴσθησιν.
Εἶναι μεγάλη τιμὴ τὸ ὅτι εἴμαστε Ὀρθοδοξοι. Θα ΄θελα νὰ πῶ καὶ κάτι ἄλλο, τὸ ὅτι εἴμαστε Ἕλληνες. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ λέω σοβινιστικά. Ἔχουμε ἔνα χρέος. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀστείοι. Αὐτὰ τὰ ἀστεία ποὺ γίνονται καὶ βασανίζουν τὸν κόσμο, δὲν θὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε μὲ ἀστεῖο τρόπο. Θὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε μὲ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ νὰ γίνει ὁ καθένας αὐτὸ ποὺ εἶναι νὰ γίνει.
Στὴ συνέχεια ἐπαινῶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐν σαρκὶ ἐπαινῶ τὴν ἐπαρχία, γιατὶ λέω κὶ ἐμείς πήραμε τὰ βουνά. Ἡ ἐπαρχία σοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἡσυχάσεις, να ζεῖς τὸ φιλοσοφο βίο.