του π. Χριστόδουλου Μπίθα
Ἀμέσως μετά τήν Ἀνάσταση θεσπίστηκε νά ἀκοῦμε τρεῖς εὐαγγελικές
περικοπές. Ἡ πρώτη τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, μετά τοῦ Θωμᾶ καί ὕστερα τῶν Μυροφόρων.
Καί οἱ τρεῖς γιά νά διατρανώσουν μέσα μας τήν πεποίθηση ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε
κι ὅτι ὅλα τά γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας ἔτσι ἔγιναν σύμφωνα μέ τή μαρτυρία
αὐτῶν πού τά εἶδαν, τά ἄκουσαν καί ψηλάφησαν. Ἀμέσως μετά ἔβαλαν οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας νά ἀκολουθοῦν τρία ἄλλα Εὐαγγέλια πού ἀφοροῦν ἐμᾶς. Ἄν τά πρῶτα ἀφοροῦν
τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τά ἑπόμενα ἀφοροῦν τή δική μας ἀνάσταση. Τήν ἀνάσταση
ἀπ' τόν πνευματικό θάνατο.
Ἔτσι, λοιπόν, σήμερα, Κυριακή τοῦ Παραλύτου, τήν ἄλλη τῆς Σαμαρείτιδος
καί μετά τοῦ Τυφλοῦ, τρία Εὐαγγέλια ἀφιερωμένα στήν ὑπενθύμιση ὅτι, ἄν ὁ Χριστός
ἀναστήθηκε, κι ἐμεῖς εἴμαστε προορισμένοι νά ἀναστηθοῦμε, πρῶτα πνευματικά (ἐφόσον
τό θελήσουμε βέβαια) καί στή συνέχεια νά ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς τήν ἀνάσταση
μετά τόν θάνατό μας.
Ὑπάρχει ἕνα τροπάριο τῆς ἡμέρας πού λέει «ἄταφος νεκρός, ὡς ὑπάρχων ὁ
παράλυτος». Σάν νά ἦταν ἄταφος νεκρός αὐτός ὁ παράλυτος. Ἐκεῖ, παρατημένος,
κοντά στήν Προβατική πύλη. Λεγόταν ἔτσι γιατί ἦταν ἡ πύλη, μία ἀπό τίς πολλές
στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔβαζαν τά πρόβατα ἐκεῖνα πού προορίζονταν γιά τίς θυσίες
στό θυσιαστήριο. Ἦταν ἐκεῖ, λοιπόν, κοντά στήν πύλη αὐτή τήν Προβατική μιά
κολυμπήθρα, μιά δεξαμενή πού λεγόταν Βηθεσδά, πού σημαίνει τό σπίτι τοῦ ἐλέους.
Καί ἐκεῖ ὑπῆρχε μιά παλιά ἑβραϊκή παράδοση ὅτι, ὅταν ταραζόταν τό ὕδωρ κάποια
στιγμή ἀπό ἄγγελο Κυρίου, ὅποιος προλάβαινε κι ἔπεφτε μέσα πρῶτος, θεραπευόταν.
Ὁ Κύριος λοιπόν περνᾶ ἀπό ἐκεῖ. Φανταζόμαστε τό θέαμα: Ἕνα σωρό ἄνθρωποι,
σακάτηδες, τυφλοί, ἀναγκεμένοι, σέρνονται γύρω ἀπό τό στηθαῖο τῆς δεξαμενῆς καί
ἀνάμεσα σ' ὅλους αὐτούς ὁ Κύριος ἑστιάζει σ' ἕνα πρόσωπο. Ὁ Κύριος πού καταλαβαίνει
τίς ψυχές ὅλων μας, βλέπει ἕναν ἄνθρωπο πού εἶναι διαφορετικός ἀπό ὅλους ἐκείνους
πού ἀπευθυνόταν συνήθως στά ἄλλα θαύματα πού ἔκανε. Ἕνας παράλυτος 38 χρόνια
βρισκόταν ἐκεῖ καί δέν εἶχε βρεῖ ποτέ κανένα νά τόν ρίξει μέσα στή δεξαμενή. Ὁ ἴδιος
ἦταν δύσκολο νά κινηθεῖ. Πρίν προλάβει, λοιπόν, νά πεῖ τίποτα ἐκεῖνος στόν
Χριστό (μᾶλλον δέν σκόπευε) γυρνάει ὁ Κύριος, τόν κοιτάει στά μάτια καί τοῦ λέει:
«Θέλεις νά θεραπευτεῖς»; Ἐκεῖνος ἀρχίζει τό παράπονο: «Τόσα χρόνια εἶμαι ἐδῶ καί
δέν βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος νά μέ ρίξει μέσα». «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»! Καί ὁ Χριστός,
βλέποντας τήν κραυγή πού ὑπάρχει βαθιά μέσα στήν ψυχή του γίνεται ὁ δικός του ἄνθρωπος.
Ὁ παράλυτος λέει «δέν ἔχω κανένα». Καί ὁ Χριστός γίνεται συγγενής του, γίνεται
φίλος του, γίνεται ἀδερφός του, γίνεται δικός του καί δέν χρειάζεται νά τόν πετάξει
μέσα στή δεξαμενή. Ἐκεῖνος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
τόν ἀνασταίνει, τόν σηκώνει. Ζητάει καί τή δική του συνέργεια. «Πάρε τό κρεβάτι
σου καί περπάτα», λέει γιά ἀκόμα μία φορά. Γιατί ὅπως πάντα λέμε, ὁ Χριστός δέν
κάνει θαύματα γιά νά τά κάνει. Κάνει θαύματα γιά νά δοξαστεῖ ὁ Θεός μέσα ἀπ' τούς
ἀνθρώπους πού ἐν μετανοίᾳ μετά θά Τόν δοξολογοῦν καί θά Τόν ὑμνοῦν.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ παράλυτος, μᾶς φέρνει κατευθεῖαν στόν νοῦ τόν παράλυτο
ἐκείνης τῆς ἄλλης διηγήσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄς τό θυμηθοῦμε γιατί ἔχει σημασία.
Ἦταν ὁ Κύριος κάπου ἀλλοῦ, σ' ἕνα σπίτι. Καί ξαφνικά ἐμφανίστηκαν κάποιοι ἄνθρωποι
πού κρατοῦσαν ἕνα κρεβάτι κι εἶχαν ἕναν παράλυτο. Κι ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη
τους γι' αὐτόν τόν παράλυτο πού γκρέμισαν, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά μποῦν, τή στέγη
τοῦ σπιτιοῦ καί τόν κατέβασαν μέσα. Καί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐσύ θά θεραπευτεῖς
γιά τήν ἀγάπη ὅλων σας».
Ἄς κοιτάξουμε τή διαφορά. Στή μία διήγηση ὑπάρχει κάποιος πού ἀγαπάει
καί ἀγαπιέται. Ἡ αὐτοθυσία, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων τῶν δικῶν του τόν
ὁδηγοῦν στό θαῦμα. Ἕνας ἄνθρωπος ἄξιος νά ἀγαπήσει καί νά ἀγαπηθεῖ δέν χρειάζεται
νά πεῖ τίποτε ἄλλο. Εἶναι μέσα σέ μιά κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἡ θεραπεία γίνεται
ἀμέσως. Σήμερα, σέ αὐτή τήν περικοπή πού ἀκούσαμε, ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο πού ἰσχυρίζεται
ὅτι 38 χρόνια δέν βρέθηκε κανείς νά τόν ρίξει μέσα. Εἶναι δυνατόν; Εἶναι δυνατόν
νά μήν βρεθεῖ οὔτε ἕνας νά σέ ρίξει μέσα; Εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε ἕνα θαῦμα
διαφορετικό ἀπό τά ἄλλα; Συνήθως πλησιάζουν τόν Ἰησοῦ ἕνας ἄντρας, μιά γυναίκα
μέ παρρησία καί λένε «πιστεύω ὅτι εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Δαυίδ, σῶσε με». Ἐδῶ δέν λέει
κουβέντα. Ὁ Κύριος τόν καταλαβαίνει. Τί συμβαίνει μ' αὐτόν τόν ἄνθρωπο, μ' αὐτόν
τόν παράλυτο; Ὅπως λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε καθόλου
ἀγάπη. Δέν ἔβρισκε οὔτε κἄν ἕναν ἄνθρωπο νά συνδεθεῖ μαζί του, νά πάει νά περιμένει,
νά κάθεται. Οἱ ἄλλοι γκρέμισαν μιά στέγη γιά νά βάλουν τόν ἀγαπημένο τους. Ἐδῶ
δέν βρέθηκε οὔτε ἕνας νά κάθεται λίγο μαζί του νά τοῦ κάνει παρέα. Τί συνέβαινε
μέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο; Ἦταν βυθισμένος στή μοναξιά του. Προφανῶς μποροῦμε νά ὑποθέσουμε
ὅτι τίς μέρες πού περνοῦσαν μέσα στά χρόνια γκρίνιαζε, φώναζε, μουρμούραγε, τά
'χε μέ ὅλους, τούς κατηγοροῦσε. Καί μᾶς ἔρχεται στόν νοῦ ποιός ἄλλος; Ὁ ἑαυτός
μας. Πού καθώς περνάει ὁ χρόνος, παράλυτοι ἐμεῖς ἀπό τήν ἁμαρτία, σιγά σιγά χάνουμε
τήν πίστη μας στήν ἀγάπη. Ἀποτυγχάνουμε. Χάνουμε φίλους, χάνουμε παρέες. Μπορεῖ
νά χωρίσουμε. Μπορεῖ νά ἔχουμε μιά ἐπαγγελματική ἀποτυχία. Κλεινόμαστε στόν ἑαυτό
μας, εἰδικά σ' αὐτούς τούς καιρούς τούς περίεργους καί ἀφιλόξενους. Κλεινόμαστε
μόνοι μας καί ἀρχίζουμε κι ἐμεῖς αὐτά πού ἔλεγαν καί οἱ προηγούμενοι: «Δέν ὑπάρχει
ἀγάπη, δέν ὑπάρχει φιλία, δέν ὑπάρχουν ἀξίες, τόν ἑαυτό σου νά κοιτᾶς». Καί καθώς
τά λέμε αὐτά, ὅλο καί περισσότερο κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας. Τί θλιβερό πού εἶναι,
ἄνθρωποι νά τερματίζουν τή ζωή τους καί νά μήν ἔχουν οὔτε ἕναν φίλο. Καί χειρότερο
ἀπό αὐτό. Νά μήν τούς ἀγαποῦν οἱ συγγενεῖς τους καί πάντα νά τούς φταῖνε οἱ ἄλλοι.
Πάντα νά φταῖνε οἱ ἄλλοι, ποτέ οἱ ἴδιοι.
Ὁ Κύριος κάνει τή θεραπεία σ' αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού θέλησε νά τόν ξεχωρίσει,
ὄχι γιατί κατάλαβε ὅτι Αὐτός ἦταν προφήτης, ὅτι ἦταν δάσκαλος, ὅτι ἦταν Μεσσίας,
ἀλλά τόν ξεχώρισε γιατί ἦταν τόσο πολύ δυστυχισμένος, μά τόσο πολύ δυστυχισμένος,
πού ὅλους τούς εἶχε διώξει ἀπό κοντά του. Ὅταν τόν θεραπεύει καί αὐτός μέσα στή
χαρά τῆς θεραπείας του σηκώνεται πάνω (ἄς τό σκεφτοῦμε αὐτό, πῶς εἶναι νά εἶσαι
καθηλωμένος χρόνια ὁλόκληρα καί νά σηκώνεσαι ὄρθιος), ὅταν σηκώνεται πάνω καί ἀρχίζει
νά ζητωκραυγάζει τοῦ λέει «πήγαινε καί μήν ξανακάνεις τά ἴδια, γιατί τότε θά
'ναι χειρότερα. Μήν ξαναμαρτήσεις». Αὐτή ἦταν ἡ ἁμαρτία του. Εἶχε ξεχάσει τί θά
πεῖ ἀγάπη. Ἄρα εἶχε ξεχάσει τί θά πεῖ Θεός. Ἄρα εἶχε ξεχάσει τί θά πεῖ πλησίον
καί συνάνθρωπος. Ἄρα βρισκόταν σέ μιά σκοτεινιά τεράστια μέσα στήν ψυχή του.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κάνουν σέ αὐτή τήν περικοπή καί μιά ἀλληγορική
ἑρμηνεία. Λένε ὅτι ὁ παράλυτος εἶναι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐκεῖ
καθηλωμένος μέσα στήν ἱστορία καί περιμένει τόν Θεό νά ἔρθει νά τόν σώσει. Κι ἐκεῖνος,
ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, μές τή δυστυχία του, ὕστερα ἀπό συνεχεῖς ταπεινώσεις καί αἰχμαλωσίες
καί συνεχεῖς καταστολές τῶν ἐξεγέρσεών του, ὕστερα ἀπό 6 αἰῶνες δυστυχίας, ἐκεῖ,
παρότι περιμένουν ἕναν ἄλλο Μεσσία, ἐντελῶς διαφορετικό συναντοῦν τόν Χριστό.
Κι ἕνα μέρος ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, τούς Ἰσραηλίτες, γίνονται οἱ πρῶτοι
Χριστιανοί καί μεταδίδουν τό Εὐαγγέλιο σ' ὅλο τόν κόσμο.
Ἔρχεται ὁ συνειρμός στόν δικό μας τόν λαό. Πού εἶναι ἐπίσης παράλυτος.
Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου, 3-4 χιλιάδες χρόνια μετά πού ἄρχισε
νά λάμπει ἐδῶ αὐτός ὁ πολιτισμός ὁ σπουδαῖος, κοιτώντας γύρω βλέπουμε μιά πολύ
μεγάλη παραλυσία. Ἄν ἔπρεπε νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ
κυρίαρχη θρησκεία πού ὑπάρχει γύρω μας σ' αὐτή τήν ἐποχή εἶναι ἕνας ἀγνωστικισμός.
Σέ πολλούς ἕνας ἀθεϊσμός. Στούς περισσότερους μιά ἔλλειψη ἀξιῶν, μιά ἀδιαφορία
γιά τά πάντα.
Πόσους ἀνθρώπους δέν ξέρουμε πού εἶναι ἔτσι; Μπορεῖ νά ἔχουν χρήματα, νά
ἔχουν κοινωνική καταξίωση, νά ἔχουν καθωσπρεπισμό κι ὅμως εἶναι βυθισμένοι σ' ἕνα
σκοτάδι. Κάποιος ἀπαισιόδοξος θά ἔλεγε ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔτσι εἴμαστε.
Κάποιος αἰσιόδοξος θά ἔλεγε ὅτι εἴμαστε ἔτσι ἀλλά μπορεῖ νά τό καταλαβαίνουμε. Ἡ
πραγματικότητα τῆς κοινωνίας, εἰδικά στίς μεγάλες πόλεις, μᾶς θυμίζει πάρα πολύ
τή σημερινή περικοπή. Ἄνθρωποι παράλυτοι ψυχικά, ἠθικά, ἀπό τίς ἀξίες. Πού ὅλη
τήν ὥρα λένε «ἄν εἶχα κάποιον νά μέ βοηθήσει τότε μπορεῖ νά ἄλλαζα. Ἄν ὑπῆρχε
Θεός καί μοῦ ἐμφανιζόταν καί μοῦ 'κανε ἕνα θαῦμα, τότε μπορεῖ νά ἄλλαζα». Ἄν, ἄν,
ἄν... καί ἐν τῷ μεταξύ πάντα φταῖνε οἱ ἄλλοι.
Κι ὅπως λέει ἐκεῖνο τό τραγουδάκι τό ὡραῖο «πάντα γι' ἄλλους μιλᾶμε»,
ποτέ γιά τόν ἑαυτό μας. Πρόθυμοι νά κουτσομπολέψουμε, νά κατηγορήσουμε, νά οἰκτίρουμε
τόν ὁποιονδήποτε. Φτάνει νά μήν μᾶς ποῦν τίποτα γιά τόν ἑαυτό μας. Ὅταν μᾶς ποῦν
κάτι θυμώνουμε, παρεξηγιόμαστε, βρίζουμε, ἔχουμε ὅλες τίς δικαιολογίες τοῦ κόσμου.
Κανείς δέν ἔχει δικαιολογία παρά μόνο ἐμεῖς. Ἔτσι κάνουμε. Κι ὅσο μεγαλώνουμε
χειρότεροι γινόμαστε.
Ποιά εἶναι ἡ ἐλπίδα λοιπόν; Ἡ ἐλπίδα εἶναι τό παράδειγμα τοῦ ἄλλου
παραλυτικοῦ. Ἡ ἐλπίδα εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει νά πεῖ ἕνα ὄχι σέ αὐτή
τήν πεπτωκυία φύση, τή χοϊκή, τή χωμάτινη πού μᾶς τραβάει πρός τά κάτω, πού θέλει
νά μᾶς κλείσει στόν ἑαυτό μας, ὅταν ἀποφασίσει ὅτι πρέπει νά ἀγαπήσει ἀκόμα κι ἄν
ἡ φύση του, ἡ ἁμαρτία του τοῦ λέει τό ἀντίθετο, ὅταν ἀποφασίσει ὅτι πρέπει νά
συγχωρήσει, ὅταν ἀποφασίσει ὅτι δέν πρέπει νά κατακρίνει, τότε ἔρχεται ἡ χάρις
τοῦ Θεοῦ καί ἀναπληρώνει αὐτά πού φαίνονται ἀδύνατα γιά μᾶς.
Ἄς σκεφτοῦμε μόνο ἀπό ἐκείνους ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἤ θεραπεύτηκαν,
ἤ γλίτωσαν ἀπό τόν θάνατο, πόσοι ἄραγε δοξολόγησαν μέ τήν ἴδια τους τή ζωή; Ἄς
θυμηθοῦμε ἐκείνη τή διήγηση μέ τούς λεπρούς. «Δέκα θεραπεύτηκαν, οἱ ἄλλοι ἐννιά
πού πῆγαν»; ρωτάει ὁ Κύριος. Ἀπό ἐκείνους τούς καλούς ἀνθρώπους πού θεραπεύτηκαν
ἀπό κάποιο θαῦμα καί γλίτωσαν πόσοι ἄραγε ἀναγνώρισαν, πέρα ἀπό τά πανηγύρια μιά
φορά τόν χρόνο κι ἴσως ἕνα τάμα, τό θαῦμα στή ζωή τους; Πόσοι τό ἀναγνώρισαν οὕτως
ὥστε νά ἀλλάξει ἡ ζωή τους, νά προχωρήσουν πρός τόν Θεό, νά πιστέψουν στό Εὐαγγέλιο,
νά ἀρχίσουν νά ζοῦν στήν Ἐκκλησία τῶν μυστηρίων, νά πάψουν νά βλέπουν τυπικά τήν
Ἐκκλησία, νά πάψουν νά κατηγοροῦν τούς ἄλλους, νά κατηγοροῦν τούς ἐπισκόπους,
τούς ἱερεῖς κι ἔτσι οἱ ἴδιοι νά μήν συνεχίζουν νά κάνουν τά δικά τους. Πόσοι ἄραγε;
Μόνο ὁ Θεός τό ξέρει.
Εἴμαστε σίγουροι ὅμως ὅτι ἀπ' ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού εὐεργετήθηκαν
τότε, θά ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πού θά ἀναγνώρισαν τό σημαντικότερο. Αὐτό πού καλεῖται
ὁ καθένας μας νά ἀναγνωρίσει. Ὅτι τό θαῦμα δέν εἶναι κάτι πού γίνεται ἀπ᾽ ἔξω
μας, γιά νά μᾶς λύσει ἕνα θέμα, μιά ἀρρώστια, μιά ἀποτυχία. Τό θαῦμα ἀρχίζει καί
τό ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφιερώσει τήν καρδιά του στόν Θεό.
Κάντε τήν ἀγάπη ζωή σας. Αὐτό εἶναι τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν εἶναι
οἱ νόμοι καί οἱ κανόνες. Αὐτά ὑπάρχουν ἁπλῶς νά μᾶς δείχνουν, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, ποιά εἶναι ἡ ἁμαρτία μας. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Μόνο αὐτή
μπορεῖ νά σώσει τόν κόσμο, πού αἱματοκυλιέται καθημερινά σέ πολέμους, σέ ἐγκλήματα,
σέ ταραχές, σέ καταστροφές.
Πῶς κατάντησε ἡ Ἑλλάδα βλέπετε! Ἐμεῖς πού ζήσαμε στήν κάποτε παλιά Ἀθήνα,
πού ἔλεγε τό τραγουδάκι «διαμαντόπετρα τῆς γῆς τό δαχτυλίδι», τή βλέπουμε τώρα
τσαλακωμένη, καταματωμένη, μέ τό κέντρο της τό ὄμορφο, μέ τά νεοκλασσικά κτήρια,
μέ τά ἀγάλματα τῶν ποιητῶν καί τῶν μεγάλων σοφῶν μουτζουρωμένα, μαυρισμένα, μέ
σπασμένες τίς προθῆκες τῶν καταστημάτων, μέ ἀνθρώπους νά χτυπάει ὁ ἕνας τόν ἄλλο
καί κανείς νά μήν ξέρει γιατί χτυπάει καί ποιόν χτυπάει.
Μόνο ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά σώσει αὐτό τόν κόσμο. Ὄχι γιατί ἔχουμε στό μυαλό
μας οὐτοπίες ὅτι τάχα θά γίνει κάποτε κάποια χριστιανική δημοκρατία. Ὁ Χριστός
τό ἀπέκλεισε αὐτό. Ἐτοῦτος ὁ κόσμος θά τελειώσει ἔτσι ὅπως πορεύεται. Μέ τόν ἄρχοντα
τοῦ κόσμου τούτου, τόν σατανᾶ, νά διαφεντεύει τίς πληγές ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού
εἶναι παράλυτοι. Ἀλλά ὅπως λέει ἡ ἀποκάλυψη «ὅποιος συνταχθεῖ μέ τό ἀρνίο, μέ τόν
Χριστό, θά σωθεῖ». Ὅποιος συντάσσεται μέ τόν Χριστό δέν κινδυνεύει ἀπό τίποτα. Ὅποιος
μετέχει τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῆς Θείας Κοινωνίας, ἀλλά συνειδητά, ὄχι τυπικά
καί ἐθιμοτυπικά.
Χριστιανοί πρέπει νά γινόμαστε γιά νά σωθοῦμε, γιά νά νοιώσουμε τή χαρά.
Ὄχι ἐπειδή εἴμαστε Ἕλληνες. Χριστιανοί πρέπει νά γινόμαστε γιατί καταλάβαμε ὅτι
ὁ ἄνθρωπος ὁ παράλυτος δέν ἔχει μέλλον. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὁ παράλυτος σέ αὐτή τή
ζωή θά 'ναι μόνος του καί δέν θά βρίσκει οὔτε ἕναν ἄνθρωπο νά τοῦ συμπαρασταθεῖ.
Καί θά παρακαλεῖ καί θά παρακαλεῖ καί θά τά βάζει μέ ὅλους. Μόνο ἡ ἀγάπη, ἀδερφοί
μου, μπορεῖ νά σώσει αὐτό τόν κόσμο. Μόνο ὁ Χριστός δηλαδή!
Ἔτσι, λοιπόν, κάθε φορά πού βρισκόμαστε μπροστά στήν ἀνάμνηση ἑνός θαύματος,
συνεχῶς δηλαδή, γιατί ἡ Ἐκκλησία μας κάθε μέρα γιορτάζει τήν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος,
ἄς θυμόμαστε: Θαῦμα κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι μόνο ἡ ἔκτακτη ὑπερφυσική
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά θαῦμα πραγματικό εἶναι τό νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος
τό θαῦμα αὐτό κάθε μέρα στή ζωή του. Νά δοξάζει τό πρωί πού σηκώνεται καί νά λέει
«Δόξα τῷ Θεῷ, εἶναι θαῦμα πού ζῶ! Θά μποροῦσα νά 'χα πεθάνει». Νά τρώει καί νά
κάνει τόν σταυρό του ὄχι τυπικά, ἀλλά νά λέει «Δόξα τῷ Θεῷ πού ἔχω νά φάω, ἔστω
κι ἕνα καρβέλι ψωμί». Νά τελειώνει τό βράδυ καί νά λέει «Δόξα τῷ Θεῷ πού βγῆκε ἡ
σημερινή ἡμέρα! Κι ἄν ἔκανα λάθη, Θεέ μου, σέ παρακαλῶ συγχώρεσέ με. Δόξα τῷ Θεῷ
γιά τό δῶρο τῆς ζωῆς»!
Ὅταν καί ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ἀντιμετωπίζει τή ζωή του σάν θαῦμα,
τότε συγκλονισμένος βλέπει χιλιάδες θαύματα νά γίνονται γύρω του. Δέν χρειάζεται
πιά ἀποδείξεις. Δέν χρειάζεται νά διαβάσει κανείς βιβλία μέ θαύματα. Τό ζεῖ τό
θαῦμα. Γιατί ζεῖ Κύριος ὁ Θεός. Ὁ Θεός νά εἶναι μαζί μας, νά μᾶς εὐλογεῖ καί νά
μᾶς φωτίζει! Ἀμήν!