Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε στήν Μ. Ἀσία, στά περίχωρα τῆς Νίκαιας τῆς Βιθυνίας περί τό 1024. Διδάχτηκε ἀπό μικρός τά γράμματα, καί ἐντρύφησε μέ ζῆλο στήν μελέτη τῶν θείων γραφῶν. Ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία φλεγόταν ἀπό τόν πόθο νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τοῦ μοναχικοῦ βίου, καί ἔτσι κατέφυγε στό ὄρος Ὄλυμπος τῆς Μυσίας ὅπου ὑπῆρχαν πολλά μοναστήρια καί κελλιά, ὅπου ἔγινε δόκιμος μοναχός.
Τρία χρόνια ἀργότερα, μετά τόν θάνατο τοῦ γέροντά του, ὁ μοναχός Χριστόδουλος ἔφυγε γιά τήν Ρώμη μέ σκοπό νά προσκυνήσει τούς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἀπό ἐκεῖ μετέβη γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους καί στήν συνέχεια στήν Παλαιστίνη, ὅπου πιθανῶς ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὅμως τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν δοῦλο Του ἦταν διαφορετικό, ἀφοῦ κῦμα ἐπιθέσεων τῶν Ἀγαρηνῶν στά μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης, ἀνάγκασε τούς μοναχούς νά ἐγκαταλείψουν τήν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε στό ὄρος Λάτρος, ὅπου εἶχαν καταφύγει πολλοί μοναχοί τῆς Αἰγύπτου ἀπό τίς περιοχές τοῦ Σινᾶ καί τῆς Ραϊθώ, μετά ἀπό τίς φονικές ἐπιθέσεις τῶν Βλεμμύων Ἀράβων.
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἐμόνασε στή Λαύρα τοῦ Στύλου, τήν ὁποῖα εἶχε ἱδρύσει ὁ Παῦλος ὁ Νέος ὁ Λατρηνός, περί τό 940 μ.Χ. Ὁ μοναχισμός στό ὄρος Λάτρος βρισκόταν τήν περίοδο ἐκείνη σέ μεγάλην ἀκμή καί ὁ Ὅσιος διακρίθηκε στήν πνευματική ζωή μέ τό ἦθος του, τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καί τήν πνευματική του κατάρτιση. Ὁ Πατριάρχης τόν διόρισε Ἀρχιμανδρίτη τῆς Λαύρας τοῦ Στύλου, καί πνευματικό ὅλων τῶν μοναχῶν τοῦ ὄρους Λάτρος.
Τήν περίοδο ἀκμῆς τοῦ Λατρηνοῦ μοναχισμοῦ διέκοψαν ἐπιδρομές Ἀγαρηνῶν. Ὁ Ὅσιος μέ μιά ὁμάδα μοναχῶν κατέφυγε στήν Κῶ, ὅπου ἄρχισαν νά οἰκοδομοῦν μονή ἀφιερωμένη στήν Θεοτόκο. Ἡ φήμη τοῦ ἑξηντάχρονου χαρισματούχου γέροντα ὁδήγησε ἀρκετούς μοναχούς κοντά του, καί οἱ ντόπιοι ἔκαναν πολλές δωρεές, ἔτσι πού σέ μικρό χρονικό διάστημα ἡ νέα μονή ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία. Ὅμως, ὁ Ὅσιος δέν ἦταν εὐχαριστημένος, γιατί ὁ συγχρωτισμός μέ τούς λαϊκούς ἐνοχλοῦσε τήν ἀδελφότητα στήν ἡσυχαστική ζωή. Χωρίς νά ὑπολογίσει τόν κόπο πῆρε τήν ἀπόφαση νά μεταναστεύσει καί πάλι καί νά ἐγκαταβιώσει σέ τόπο ἄγονο καί χέρσο, στό ἐρημωμένο ἀπό τίς λεηλασίες νησί Πάτμος.
Τό 1088 ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί ζήτησε ἀπό τόν Ἀλέξιο Κομνηνό νά τοῦ παραχωρηθεῖ ἡ ἐρημωμένη ἐξ αἰτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν Πάτμος γιά νά οἰκοδομήσει Μοναστήρι. Ὁ αὐτοκράτορας τόν ἐκτιμοῦσε βαθύτατα ἀφοῦ ἡ πνευματική φυσιογνωμία του κατεῖχε δεσπόζουσα θέση στόν μοναχισμό τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί τοῦ παραχώρησε τήν Πάτμο μέ Χρυσόβουλλο λόγο.
Ἔτσι, γιά μία ἀκόμα φορά στήν ζωή του, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος μεταναστεύει, αὐτή τήν φορά σέ τόπο ἀφιλόξενο καί ἐρημικό. Ἀπό καιρό ἔχει σκεφτεῖ πώς ἡ ἐρειπωμένη ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν πειρατῶν καί ἀπροσπέλαστη γιά τά ἐμπορικά πλοῖα νῆσος Πάτμος θά τοῦ πρόσφερε τίς ἰδανικές συνθῆκες γιά νά διασφαλίσει τήν πνευματική ζωή τῆς συνοδείας του. Ἐξ' ἄλλου τήν ἐπιθυμία του νά ζήσει στήν Πάτμο ἐνισχύει τό ὅτι ἐκεῖ ἔζησε καί συνέγραψε τήν Ἀποκάλυψη ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ἀκτινοβολία του ὡς πνευματικοῦ εἶχε ἐξαπλωθεῖ σέ ὅλο τό Αἰγαῖο καί μεγάλος ἀριθμός προσκυνητῶν μετέβαινε στήν Πάτμο γιά νά προσκυνήσει τό σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως καί τό μοναστήρι, καί νά τόν συμβουλευθεῖ.
Ὁ Ὅσιος πίστευε πώς θά τερμάτιζε τόν βίο του στήν Πάτμο, ἀλλά τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί πάλι ἦταν διαφορετικό, ἀφοῦ πέντε περίπου χρόνια μετά τήν ἐγκατάσταση του στό νησί, τό 1092, Τοῦρκοι ἐπιτέθηκαν στά νησιά τοῦ Αἰγαίου. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀπειλῆς ὁ Ὅσιος πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἐγκαταλείψουν τήν Πάτμο μέχρι νά περάσει ὁ κίνδυνος. Ἄφησαν τρόφιμα στούς λαϊκούς πού δέν θέλησαν νά φύγουν καί πήραν μαζί τους τά περισσότερα βιβλία τῆς βιβλιοθήκης.
Ἡ μοναχική ἀδελφότητα κατέφυγε στόν Πορθμό τοῦ Εὐρίπου (Χαλκίδα), ὅπου χάρις στήν βοήθεια τοῦ τοπικοῦ ἄρχοντα, πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Ὁσίου, ἐγκαταστάθηκαν σέ ἕνα μεγάλο ἀρχοντικό τό ὁποῖο μετατράπηκε σέ μοναστήρι. Ἔτσι, ὁ Θεοφόρος Πατήρ, ἔμελλε νά ζήσει καί στήν Εὔβοια, καί "ἀντικείμενον τοῦ θαυμασμοῦ πάντων γενόμενος καί ὥς τις ἄγγελος ἐν θνητῷ σώματι τῆς προσηκούσης τιμῆς ἀξιωθείς", νά στηρίξει πνευματικά καί ἐκεῖ τούς ἀνθρώπους, καί νά κηρύξει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Στίς 16 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1093, ὁ Ὅσιος κάλεσε τούς μοναχούς καί ἀφοῦ τούς προέτρεψε νά ἐπιστρέψουν ὅλοι στήν Πάτμο, τούς ζήτησε νά τόν πάρουν ἀπό τήν ξένη γῆ καί νά τόν ἐνταφιάσουν στό ναό τῆς Μονῆς γιά τήν ὁποία τόσο πολύ εἶχε μοχθήσει. Καί ἀφοῦ τούς εἶπε αὐτά τά λόγια "καί διά λόγων ἀποχαιρετιστηρίων καθαγιάσας τούς παρόντας, παρέδωκε τό πνεῦμα τῷ Θεῷ".
Λίγο καιρό μετά τήν κήδευση τοῦ πνευματικοῦ τους πατρός, οἱ μοναχοί τῆς Πάτμου ἔμαθαν πώς ὁ κίνδυνος ἀπό τούς Τούρκους εἶχε περάσει καί ἑτοιμάστηκαν νά ἐπιστρέψουν στό ἱερό νησί μαζί μέ τό σκήνωμα τοῦ γέροντά τους. Θά περίμενε κανείς τό τελευταῖο ταξίδι τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου νά εἶναι εἰρηνικό. Ὅμως, ἀκόμα καί αὐτή ἡ τελευταῖα του μετακίνηση ἦταν περιπετειώδης ὅπως ὅλες οἱ μετακινήσεις τοῦ βίου του. Ἡ αἰτία ὅμως αὐτή τήν φορά δέν ἦταν ἡ κακία τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πού στό πρόσωπου τοῦ Λατρηνοῦ μοναχοῦ εἶχαν γνωρίσει τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Εὐβοίας, ὅταν ἔμαθαν ὅτι οἱ μοναχοί θά ἔπαιρναν τό σκήνωμα στήν Πάτμο, ξεσηκώθηκαν καί ἀπέκλεισαν τό μέρος ὅπου ἐφυλάσσετο ὁ Ὅσιος. Οἱ μοναχοί ὅμως, ἀποφασισμένοι νά μεταφέρουν τό λείψανο στήν Πάτμο, κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας ἔβγαλαν κρυφά τόν Ὅσιο ἀπό τήν πόλη καί ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκαν στό πλοῖο τῆς Μονῆς, κατέπλευσαν στήν Πάτμο.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο τελείωσε ἡ πολύχρονη περιπλάνηση τοῦ Ὁσίου Πατρός Χριστοδούλου ὁ ὁποῖος σέ ὁλόκληρο τόν βίο του ἀναζητοῦσε ἕναν ἥσυχο τόπο γιά νά ζήσει "ἐν προσευχαῖς καί ὕμνοις πνευματικοῖς".
Στήν Μονή τῆς Πάτμου, τό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου, σχεδόν χίλια χρόνια τώρα, "ἀναβλύζει θαυμάτων πηγάς καί ὥς τινα ὀσμήν μύρου αἰσθάνονται οἱ πιστῶς ἀπτόμενοι αὐτοῦ καί διά μόνης τῆς ἁφῆς καθαγιάζονται καί ἀπό πάσης σωματικῆς βλάβης ἐλευθεροῦνται". Ἡ Ἐκκλησία τόν κατέταξε στήν χορεία τῶν Ὁσίων. Τόν τιμᾶ δύο φορές τόν χρόνο, στίς 16 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεως του καί στίς 21 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του.
π. Χριστόδουλος Μ.