Σελίδες

Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Πείτε κάτι και για εκείνους που απέτυχαν!

Λίλα Σταμπούλογλου

  
Η Ελευθερία έπιασε 19.667 μόρια και πέρασε πρώτη στην Ιατρική, ο Παναγιώτης πέρασε πρώτος στη Νομική με 19.485 μόρια, τετράδυμες  κατάφεραν να περάσουν και οι τέσσερις εκεί που ήθελαν… Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες το ίδιο θέμα παντού: ποιοι είναι οι πρώτοι των πρώτων στις Πανελλαδικές, ποιοι αρίστευσαν. Πώς είναι; Από πού; Ποια είναι η ιστορία τους; Πώς κατάφεραν να πετύχουν;
Εν μέρει, λογικό το ενδιαφέρον μας. Η επιτυχία λάμπει και μαγνητίζει. Τους επιτυχόντες θες να τους ξετρυπώσεις και τους ξεκοκαλίσεις, να μάθεις όσο το δυνατόν περισσότερα γι’ αυτούς. Και πολύ συχνά κρύβονται και ωραίες ιστορίες πίσω από αυτά τα παιδιά, πολύ πιο ενδιαφέρουσες από μερικά ξενύχτια πάνω από τα βιβλία και μια μαμά να μπαίνει κάθε τρεις και λίγο στο δωμάτιο για να ρωτήσει αν θέλεις πορτοκαλάδα και τοστ.
Αλλά ξέρετε κάτι; Ενδιαφέρουσες ιστορίες κρύβονται και πίσω απ’ την αποτυχία. Ίσως και καλύτερες, και πιο συγκινητικές και πιο διδακτικές στην ουσία τους. Γιατί τις σνομπάρουμε τόσο; Γιατί να μην μάθουμε για το παιδί που δεν πέρασε πουθενά; Μπορεί να είναι ένας αλητάκος που πήγε αδιάβαστος γιατί το μόνο που ήθελε είναι να φεύγει απ’ το σπίτι για να μην ακούει τους γονείς του να τσακώνονται, ή τον πατέρα του να χτυπάει τη μάνα του, ή τον αδελφό του να έρχεται μαστουρωμένος. Μπορεί να είναι μια πιτσιρίκα που την έφαγε ο έρωτας μ’ έναν αλητάκο, μπορεί να είναι ένα δυσλεκτικός που οι γονείς του ποτέ δεν κατάλαβαν πώς να τον βοηθήσουν, μπορεί να είναι ένας πιτσιρικάς που δεν μπορούσε να διαβάζει γιατί δούλευε, επειδή οι γονείς του είναι άνεργοι, ή άχρηστοι.
Γιατί να μην μάθουμε για το παιδί που είχε βάλει στόχο τη Νομική αλλά τα μόρια που πέτυχε τον στέλνουν στην τελευταία του επιλογή, εκείνη που δήλωσε με μισή καρδιά; Μπορεί να ήταν ένας πολύ καλός μαθητής που τον είχαν όλοι σίγουρο, αλλά μόλις είδε τα θέματα έπαθε black out. Ή μπορεί να έμαθε ότι η κοπέλα που γουστάρει τα έφτιαξε με άλλον. Ή μπορεί να έπαθε κόψιμο. Ή μπορεί απλώς, να βγήκε εκτός θέματος. Ή για το άλλο το παιδί, που δεν τον ενδιέφερε πώς θα γράψει γιατί δεν θέλει να περάσει σε καμιά σχολή, θέλει να πάει σε δραματική.
Γιατί να μην αξίζει και η αποτυχία της προσοχής μας; Γιατί να μην πούμε μια κουβέντα και για τον αποτυχόντα; Να τον ρωτήσουμε τι έφταιξε, να του πούμε ένα μπράβο για το γεγονός ότι προσπάθησε, να τον ενθαρρύνουμε να συνεχίσει να προσπαθεί. Όπως έκανε ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, ένας ιερέας στο Ηράκλειο της Κρήτης: «Σήμερα βγήκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων εξετάσεων 2017. Συγχαρητήρια στον τρίτο γιό μου τον Αλέξανδρο!!! Δεν πέρασε Πουθενά!!! Μπράβο που «απέτυχε»» γράφει στην επιστολή του που κυκλοφορεί τις τελευταίες ώρες στο διαδίκτυο κι έχει γίνει viral: «δεν είμαι περήφανος μόνο στις επιτυχίες σου μα και στις φαινομενικές ήττες σου», «γιατί αγαπώ εσένα, με όλα τα σημάδια της διαδρομής σου, που πίστεψε με δεν κρίθηκε σήμερα, απλά σήμερα ξεκίνησε», «Να θυμάσαι μικρέ, ότι στα λάθη μας μαθαίνουμε, και ότι για να φτάσεις στον παράδεισο θα χρειαστεί να περάσεις πολλές φορές από την κόλαση. Καλό ταξίδι ζωής…».
Τι ωραίο! Και πόσο λυτρωτικό. Και για το παιδί που δεν τα κατάφερε και για σένα που το διαβάζεις. Γιατί, μπορεί η επιτυχία να μας μαγνητίζει, αλλά με την αποτυχία ταυτιζόμαστε περισσότερο. Εκείνη είναι που διατρέχει την πορεία μας, και μ’ εκείνη πρέπει να δοκιμαζόμαστε συνεχώς. Η επιτυχία είναι μια στιγμή, η αποτυχία είναι πολλές. Πείτε μας και γι’ αυτήν, επιτέλους!

Υ.Γ.: Κάποτε, έδωσα κι εγώ Πανελλήνιες και πέρασα στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό. Πολλά συγχαρητήρια, μεγάλη χαρά απ’ όλους για την επιτυχία μου. Κι όμως, στην ουσία έχασα τέσσερα χρόνια για να τελειώσω μια σχολή που δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν τότε είχα αποτύχει.


 protagon 27 Αυγουστου 2017

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ







Σάβ­βα­το βρά­δυ, αρ­χές Σε­πτεμ­βρί­ου. Το βου­η­τό της πό­λης μο­νό­το­νο κι ε­κνευ­ρι­στι­κό.  Οι κα­λο­και­ρι­νές ά­δει­ες τε­λεί­ω­σαν κι ό­λοι γύ­ρι­σαν πί­σω. Συ­ζη­τή­σεις στα Α­θη­να­ϊ­κά μπαλ­κό­νια για τους τό­πους των δι­α­κο­πών, τις πα­ρα­λί­ες, τις «μπα­τα­ρί­ες που γέ­μι­σαν», τα χρή­μα­τα που ξο­δεύ­τη­καν. Κου­βέν­τες για ό­μορ­φα νη­σιά και ε­ξω­τι­κές πα­ρα­λί­ες, για τα­ξί­δια στο ε­ξω­τε­ρι­κό, για γα­στρο­νο­μι­κές παν­δαι­σί­ες, για εν­τυ­πω­σια­κά κλαμπ, για πο­λύ­ω­ρες οι­νο­πο­σί­ες, για ε­ρω­τι­κές «πε­ρι­πέ­τει­ες». Να κρα­τού­σε κι άλ­λο η κα­λο­και­ρι­νή σχό­λη, να εί­χα­με πολ­λά χρή­μα­τα και να μην δου­λεύ­α­με, να κερ­δί­ζα­με το λα­χεί­ο... Ε­πί­φα­ση ευ­τυ­χί­ας σε η­λι­ο­κα­μέ­να πρό­σω­πα, μα οι ψυ­χές βα­ρι­ές και δυ­σκο­λε­μέ­νες.  Κά­θε Σε­πτέμ­βριο η ί­δια πάν­τα θλί­ψη, η ί­δια πάν­τα α­παι­σι­ο­δο­ξί­α.

Έ­γι­νε η ζω­ή μας ε­πί­πε­δη και ρη­χή και χά­σα­με την ι­σορ­ρο­πί­α μας. Κά­να­με τις δι­α­κο­πές μας πα­ρω­δί­α α­να­ψυ­χής, με­τα­φέ­ρα­με την έν­τα­ση της με­γα­λού­πο­λης στην ε­ξο­χή, τις ί­δι­ες συ­νή­θει­ες, τον ί­διο τρό­πο δι­α­σκέ­δα­σης, τον ί­διο θό­ρυ­βο. Τυ­πο­ποι­ή­σα­με τα πάν­τα, το φα­γη­τό, τα ρού­χα, την μου­σι­κή. Μα­ζεύ­ου­με λε­φτά ό­λο τον χρό­νο για να ζή­σου­με λί­γο την ψευ­δαί­σθη­ση του πλού­του, να βρού­με χα­ρά στην θε­ρι­νή υ­περ­κα­τα­νά­λω­ση. Α­φού κα­τα­στρέ­ψα­με τις πό­λεις, «εκ­συγ­χρο­νί­σα­με» και την ε­παρ­χί­α με την ξι­πα­σιά του πρω­τευ­ου­σιά­νου. Κυ­ρι­εύ­τη­κε η κά­πο­τε πα­νέ­μορ­φη Ελ­λη­νι­κή ύ­παι­θρος α­πό κα­κο­γου­στιά, στα κτί­ρια, στις πα­ρα­λί­ες, στα μα­γα­ζιά. Γέ­μι­σε η ε­πι­κρά­τεια α­πό «βι­λί­τσες», αυ­θαί­ρε­τες και νό­μι­μες, α­κρι­βό­τε­ρες συ­νή­θως α­πό ό­τι ε­πι­τρέ­πει το οι­κο­νο­μι­κό ε­πί­πε­δο του κα­θε­νός μας. Α­τέ­λει­ω­τες ώ­ρες δου­λειάς και χρέ­η για πο­λυ­τε­λή σπί­τια που θα κα­τοι­κη­θούν έ­να μή­να τον χρό­νο. 
 
Κι ύ­στε­ρα ήρ­θε η κρί­ση κι ό­λα αυ­τά με­τρι­ά­στη­καν ή χά­θη­καν. Κι α­πό την υ­περ­κα­τα­νά­λω­ση πέ­σα­με στην στέ­ρη­ση. Πως να ζή­σεις αν δεν έ­χεις χρή­μα­τα να ξο­δέ­ψεις, τι άλ­λη α­ξί­α υ­πάρ­χει τά­χα στην ζω­ή, πέ­ρα α­πό την υ­γεί­α, α­να­ρω­τι­ούν­ται οι πε­ρισ­σό­τε­ροι. Πό­σοι υ­πο­ψι­ά­ζον­ται πλέ­ον πως πλα­στή­κα­με για κά­ποι­ον σκο­πό, πως δεν ήρ­θα­με σε τού­το τον κό­σμο μό­νο για να τρώ­με, να πί­νου­με και να ι­κα­νο­ποι­ού­με τις σω­μα­τι­κές μας α­νάγ­κες, μα για να γί­νου­με σο­φοί, Ά­γιοι, ό­μοι­οι με Ε­κεί­νον που μας δη­μι­ούρ­γη­σε. Πό­σοι α­φουγ­κρά­ζον­ται την πραγ­μα­τι­κή ο­μορ­φιά του κό­σμου, μέ­σα στην α­πο­χαύ­νω­ση των κά­θε λο­γής Survivor, της πό­λω­σης του δη­μο­σί­ου δι­α­λό­γου και της ει­κο­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας του δι­α­δι­κτύ­ου;

Α­ναγ­καί­ο το δι­ά­λειμ­μα στον άν­θρω­πο της σύγ­χρο­νης ε­πο­χής. Να δι­α­κο­πεί λί­γο ο έν­το­νος ρυθ­μός της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, να μα­ζευ­τεί η οι­κο­γέ­νεια που ε­λά­χι­στα βρί­σκε­ται μα­ζί πια, να χα­ρού­με την ξε­γνοια­σιά της θά­λασ­σας, το γα­λά­ζιο του ου­ρα­νού, τον κα­θα­ρό α­έ­ρα, τις κα­λο­και­ρι­νές βρα­δι­ές μα­κριά α­πό το νέ­φος της με­γα­λού­πο­λης. Ξε­χά­σα­με ό­μως πως δεν εί­ναι ο τό­πος, αλ­λ’ ο τρό­πος που ξε­κου­ρά­ζει την ψυ­χή. Λη­σμο­νή­σα­με πως «ε­κεί που εί­ναι ο θη­σαυ­ρός σου, ε­κεί θα εί­ναι και η καρ­διά σου». Κι η καρ­διά μας δο­σμέ­νη εί­ναι στην λα­τρεί­α του πλού­του, του εύ­κο­λου κέρ­δους, της πο­λυ­τέ­λειας, της ευ­δαι­μο­νί­ας, της α­λό­γι­στης ε­ρω­τι­κής ε­πι­θυ­μί­ας. Αυ­τά α­πο­ζη­τού­με και στις δι­α­κο­πές μας, αυ­τά α­πο­ζη­τού­με τά­χα να μας «ξε­κου­ρά­σουν».

Δύ­σκο­λο ό­μως να ξε­κου­ρα­στεί η ψυ­χή, ό­ταν δεν υ­πάρ­χει σκο­πός και λό­γος στην ζω­ή, δύ­σκο­λο να ει­ρη­νεύ­σει ό­ταν η α­στο­χί­α γί­νε­ται κα­νό­νας. Υ­περ­βή­κα­με το μέ­τρο και αλ­λο­τρι­ω­θή­κα­με. Χά­σα­με την α­πλό­τη­τά στον κα­θη­με­ρι­νό βί­ο, στις σχέ­σεις μας, στην ε­πι­κοι­νω­νί­α μας. Χω­ρίς πί­στη οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, α­να­ζη­τού­με νό­η­μα στο α­σή­μαν­το, ψά­χνου­με την χα­ρά στο ε­φή­με­ρο. Μο­νό­δρο­μος οι ε­πι­λο­γές μας, παυ­σί­πο­να στην μο­να­ξιά μας, στην έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος.

Ευ­λο­γί­α οι δι­α­κο­πές ό­ταν γί­νουν πρό­τυ­πο ζω­ής, ό­ταν α­να­ζη­τή­σου­με την γα­λή­νη που λεί­πει α­πό την σύγ­χρο­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­ταν ψη­λα­φή­σου­με έ­ναν άλ­λο τρό­πο ζω­ής. Ο γέ­ρον­τας Πορ­φύ­ριος πρό­τει­νε σ’ ό­ποι­ον εί­χε βα­ριά την καρ­διά να πά­ει στην ύ­παι­θρο, να ε­πι­σκε­φτεί έ­να μο­να­στη­ρά­κι στην ε­ξο­χή, ν’ α­φή­σει την καρ­διά του να υ­μνή­σει τον Θε­ό. Κον­τά στην φύ­ση η δο­ξο­λο­γί­α βγαί­νει πιο εύ­κο­λα α­πό την ψυ­χή, θαυ­μά­ζει ο άν­θρω­πος τα έρ­γα του Θε­ού, την ο­μορ­φιά της πλά­σης. Ευ­και­ρί­α να ζή­σου­με λι­τά, χω­ρίς τα πε­ριτ­τά που συσ­σω­ρεύ­σα­με στην πό­λη, να προ­σπα­θή­σου­με (ε­πι­τέ­λους) να ε­πι­κοι­νω­νή­σου­με με τα α­γα­πη­μέ­να μας πρό­σω­πα, να στο­χα­στού­με πά­νω σ’ ό­λα αυ­τά που συ­νή­θως τον υ­πό­λοι­πο χρό­νο θέ­λου­με να ξε­χά­σου­με, να γνω­ρί­σου­με λί­γο τον ε­αυ­τό μας, να ο­μο­λο­γή­σου­με τις α­δυ­να­μί­ες μας, να α­να­ζη­τή­σου­με τον χα­μέ­νο χρό­νο, να με­λε­τή­σου­με, να προ­σευ­χη­θού­με, ν’ α­πο­ζη­τή­σου­με τον Χρι­στό που τό­σο λεί­πει α­πό την ζω­ή μας.

Σάβ­βα­το βρά­δυ, αρ­χές Σε­πτεμ­βρί­ου. Το βου­η­τό της πό­λης σκε­πά­ζει τα λό­για. Άλ­λο έ­να κα­λο­καί­ρι πέ­ρα­σε, άλ­λος έ­να φθι­νό­πω­ρο θα­’ρ­θει. Στα χεί­λη έρ­χε­ται η ι­κε­σί­α του Α­γί­ου Με­λω­δού: Ή­λι­ε ά­δυ­τε, ά­σβη­στε, α­κα­τά­λη­πτε, Ε­σύ που στους Μάρ­τυ­ρες λάμ­πεις, και την ψυ­χή μου κα­τα­φώ­τι­σε...


π. Χρι­στό­δου­λος Μπί­θας