Σήμερα Κυριακή των αγίων 318 Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., η Εκκλησία μας διαβάζει ως ευαγγελικό ανάγνωσμα ένα τμήμα της Αρχιερατικής Προσευχής, που ο Ιησούς απηύθυνε προς τον Θεό Πατέρα λίγο πριν από το πάθος του και τη διασώζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιωάν, 17, 1-13), και ως αποστολικό ανάγνωσμα ένα τμήμα από τον Αποχαιρετιστήριο λόγο του Απ. Παύλου προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου (Πράξ. 20, 16-18 και 28-36). Το αποστολικό αυτό ανάγνωσμα με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ είναι σε μετάφραση το εξής:
«Εκείνες τις μέρες ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει την Έφεσο, για να μη χρονοτριβήσει στην επαρχία της Ασίας· βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, αν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής. Από τη Μίλητο ο Παύλος έστειλε στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. 'Οταν ήρθαν και τον συνάντησαν τους είπε: ‘Προσέχετε, λοιπόν, τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το 'Αγιο σας έθεσε επισκόπους για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Κυρίου και Θεού, που την έκανε δική του με το αίμα του. Εγώ το ξέρω ότι μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν σ' εσάς λύκοι άγριοι, που δε θα λυπηθούν το ποίμνιο. Ακόμα και από ανάμεσά σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους. Γι' αυτό να αγρυπνείτε, και να θυμάστε ότι τρία χρόνια συνέχεια δεν έπαψα νύχτα και μέρα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας. Τώρα, αδερφοί, σας εμπιστεύομαι στον Θεό και στο κήρυγμα που σας αποκάλυψε η χάρη του. Αυτός μπορεί να σας κάνει ώριμους στην πίστη και να σας δώσει την επουράνια ζωή μαζί με όλους όσοι είναι δικοί του. Ασήμι ή χρυσάφι ή ιματισμό από κανένα δεν ζήτησα. Εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τα χέρια. Με κάθε τρόπο σάς έδωσα το παράδειγμα, ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά, για να μπορείτε να βοηθάτε αυτούς που έχουν ανάγκη. Να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού, που είπε: ‘καλύτερο είναι να δίνεις παρά να παίρνεις’. Αφού είπε αυτά τα λόγια, γονάτισε αυτός κι όλοι εκείνοι και προσευχήθηκε».
Η σκέψη του μεγάλου Αποστόλου καθώς πορεύεται προς την Ιερουσαλήμ, όπου θα συλληφθεί και θα φυλακισθεί, είναι στραμμένη προς την Εκκλησία, την οποία δια του αίματός του θεμελίωσε ο Χριστός και εμπιστεύθηκε εν συνεχεία στους αποστόλους του και δι’ αυτών στους διαφόρων βαθμών ηγέτες (επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους) να την καθοδηγούν και να την προφυλάγουν ως ποιμένες από τους λύκους, δηλ. τους αιρετικούς που την απειλούν σε κάθε εποχή. Με την ευκαιρία αυτή ας δούμε πώς αντιλαμβάνεται ο Απ. Παύλος την Εκκλησία και κυρίως ας αναλύσουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.
1. Πρώτα-πρώτα η Εκκλησία, όπως συνάγεται από τις επιστολές του Απ. Παύλου, είναι ένα οργανικό σύνολο, ένα σώμα με κεφαλή τον Χριστό και μέλη όλους τους χριστιανούς. Αυτό το οργανικό σύνολο δεν προέρχεται από την εξέλιξη ανθρώπινων παραγόντων και ενδοκοσμικών συνθηκών, ούτε στηρίζεται στις ασθενικές δυνάμεις των ανθρώπων που την αποτελούν ή αυτών ειδικότερα που την διοικούν, αλλ’ είναι αποτέλεσμα και δωρεά της αγάπης του Θεού προς τον κόσμο. Μέσα στο χάος και τις διασπαστικές δυνάμεις του προχριστιανικού κόσμου ο Θεός προσφέρει δια του Ιησού Χριστού τη δυνατότητα συνενώσεως των ανθρώπων σε ένα σώμα, συγκεντρώνει τους εχθρικά διακειμένους μεταξύ των ανθρώπους (π.χ. Ιουδαίους και εθνικούς) σε μια νέα κοινωνία αγάπης και ειρήνης. Η ενότητα λοιπόν αποτελεί βασικό γνώρισμα της Εκκλησίας που μαρτυρεί την εκ Θεού προέλευσή της. Μια διασπασμένη Εκκλησία με διαιρέσεις και σχίσματα μας δημιουργεί την υποψία ότι εγκατέλειψε τον Θεό και δέχτηκε την επίδραση των καταλυτικών δυνάμεων του κόσμου.
2. Ο Ιησούς γνωρίζει πολύ καλά και προλέγει στους μαθητές του την εχθρική στάση του κόσμου έναντι της Εκκλησίας. Εάν καταδιώχθηκε και σταυρώθηκε ο ίδιος ο ιδρυτής της, δεν είναι δυνατόν να έχουν καλύτερη τύχη όσοι πιστεύουν σ΄ αυτόν. «Να θυμάστε το λόγο που σας είπα: δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του. Αν εμένα καταδίωξαν, θα καταδιώξουν κι εσάς· αν εφάρμοσαν τα λόγια μου, θα εφαρμόσουν και τα δικά σας». (Ιωάν, 15, 20). Το ίδιο προβλέπει και ο Απ. Παύλος στον Αποχαιρετιστήριο λόγο του που παραθέσαμε παραπάνω. Μιλάει μάλιστα για λύκους, εννοώντας τους πάσης φύσεως αιρετικούς, οι οποίοι προέρχονται μέσα από τα σπλάχνα της Εκκλησίας. Όπως όμως ο σταυρός αποτελεί τη «δόξα» του Χριστού, έτσι αποτελεί και τη «δόξα» των μαθητών του, και εν συνεχεία των πιστών του. Εάν η Εκκλησία αισθάνεται ασφάλεια μέσα στον κόσμο, εξουσία, πλούτη και δύναμη και δεν γνωρίζει σταυρό, πάθος και μαρτύριο, τότε δεν είναι η ίδια με αυτήν που ίδρυσε ο Χριστός. Ο Θεός προστατεύει την Εκκλησία μέσα στις θλίψεις και τις ταραχές του κόσμου, μόνο εάν αυτή μένει πιστή στον ιδρυτή και Κύριό της.
3. Τέλος, η διδασκαλία του Παύλου περί της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την εποχή μας. Σε αντίθεση με την επικρατούσα σήμερα ατομοκρατία, υπογραμμίζει την κοινωνική προοπτική της χριστιανικής θεωρήσεως του ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία ο χριστιανός δεν αποτελεί μεμονωμένη ύπαρξη στον κόσμο, αλλά βρίσκεται σε σχέση επικοινωνίας με τους άλλους αδελφούς. Επίσης, η σχέση του με τον Θεό επιβεβαιώνεται και απηχείται στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, και δεν εννοούμε μόνο με τα άλλα μέλη της Εκκλησίας αλλά με όλους τους άλλους ανθρώπους, οι οποίοι είναι δυνάμει μέλη της Εκκλησίας και μπορούν να γίνουν και ενεργείᾳ μέλη με την κατάλληλη συμπεριφορά των συνειδητών μελών της. Πρέπει ακόμη να λεχθεί ότι η συμμετοχή των πιστών στο σώμα του Χριστού με την ιδιότητα του μέλους δεν είναι κατάσταση στατική και οριστική αλλά δυναμική, σημαίνει δηλ. την αρχή μιας πορείας με τέρμα τη βασιλεία του Θεού και η πορεία αυτή συνεπάγεται συνεχή προσπάθεια και επαγρύπνηση. Γι’ αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος κρούει τον κώδωνα και χαρακτηριστικά υπενθυμίζει: «Μὴ τοίνυν θαρρῶμεν ὅτι γεγόναμεν ἅπαξ τοῦ σώματος».