π. Χριστόδουλος Μπίθας
Μοιάζει παράδοξο να πούμε λόγο περί ενότητος σε ένα πτωτικό κόσμο βαθιά διχασμένο, σε μια οικουμένη που παρ’ ότι είναι πλασμένη πανέμορφα από τον δημιουργό Της, σπαράζεται από φρικτούς πολέμους κι εμφύλιες διαμάχες, όπου η αδυναμία των ανθρώπων να συνεννοηθούν δημιουργεί εφιαλτική κοινωνική ανισότητα, φτώχια και πείνα, και καταστρέφει το οικοσύστημα.
Φαίνεται
παράξενο να αναφερθούμε στην χαρά της επικοινωνίας σε μια πατρίδα
διχασμένη, που μοιάζει σαν όλοι να μιλούν παράλληλα κι «ο καθένας
χωριστά να ονειρεύεται, δίχως να ακούει τον βραχνά των άλλων», καθώς
λέει ο ποιητής. Κι ακόμα, λύπη μάς διακατέχει όταν προφέρουμε το
«αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν», σε ένα διηρημένο
Χριστιανικό κόσμο όπου τον Θεό τον βλέπει ο καθείς διαφορετικά, κι
όταν μάλιστα μέσα στην Ορθόδοξη εκκλησία μας πολλοί από εμάς δεν μπορούμε
να συνομιλήσουμε καρδιακά.
Ευχαριστώντας για την πρόσκληση,
επιτρέψτε μου να μιλήσω προσωπικά και καρδιακά, εκφράζοντας την αγωνία
μου και τις σκέψεις μου για την ενότητα στην Εκκλησία.
Προσπαθώντας να δώσουμε απαντήσεις
για τον διχασμό και την παρακμή που βλέπαμε γύρω μας, συνειδητοποιήσαμε
πως πίσω από τις εθνικές εξιδανικεύσεις μέ στις οποίες μεγαλώσαμε,
η νεοελληνική κοινωνία γεννήθηκε μέσα σε δύο εμφύλιους σπαραγμούς,
εγκαινιάστηκε με την δολοφονία του Καποδίστρια, εδραιώθηκε όταν
με την αποτυχία των προυχόντων και των οπλαρχηγών να ομονοήσουν ήρθαν
οι Βαυαροί, συνεχίστηκε με πολλές τοπικές εξεγέρσεις και τα γεγονότα
του 1843, για να προχωρήσουμε τον 20ο αιώνα στον διχασμό του 1914-17
και στην συνέχεια στον εμφύλιο σπαραγμό της δεκαετίας του 40. Χιλιάδες
τα θύματα του εμφύλιου μίσους, ποτάμι η εμπάθεια που πήγασε σε γενιές
ολόκληρες μέχρι τις μέρες μας.
Παράλληλα, καταλαβαίναμε πόσο πολύ
επηρεάστηκε ο τόπος από την ακραία διαμάχη των τοπικισμών, από τον
κομματισμό και τα μανιασμένα πλήθη κάτω από τα προεκλογικά μπαλκόνια,
από τις πελατειακές σχέσεις με τους εκάστοτε κυβερνώντες και τις ανυποχώρητες
συντεχνίες που μάχονταν η μία την άλλη.
Τις τελευταίες δεκαετίες, είδαμε
την κοινωνία να αλλάζει γρήγορα, και παρακολουθήσαμε έντρομοι - μα όχι έκπληκτοι πλέον, την εθνική αναπηρία
δημοσίου διαλόγου να επεκτείνεται έξω από τα κόμματα και να διαχέεται σε όλη την κοινωνία μέσα
από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο, συνειδητοποιήσαμε πως οι άνθρωποι διαπαιδαγωγούνται
στην αντιπαλότητα και την ανικανότητα να διαλεχθούν και να βρουν κοινά
σημεία σύγκλισης.
Καθώς περνούσε ο καιρός, καταλάβαμε
πόσο μεγάλο πρόβλημα υπάρχει στην ελληνική οικογένεια και στις σχέσεις
των ζευγαριών, αλλά και των γονιών και των παιδιών, και εννοήσαμε
αυτό που έλεγε ο μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν πως "κάναμε είδωλο
την οικογένεια και δε θέλουμε να καταλάβουμε πως ο γάμος πρέπει να πορεύεται
προς τη βασιλεία του Θεού". Έτσι, άρχισε να μας εξηγείται η αιτία
όλων αυτών των οικογενειακών διαφορών, των παρεξηγήσεων για τα κληρονομικά,
των προβλημάτων της συγκατοίκησης, τα διαζύγια, τις άλυτες παρεξηγήσεις
που βλέπαμε γύρω μας.
Ταυτόχρονα, καθώς προσπαθούσαμε
να βρούμε ο καθένας την στάση μας απέναντι στην αλλοτρίωση της κοινωνίας
από το χρήμα και την έλλειψη νοήματος στην ζωή της γενιάς μας, διαπιστώναμε
πως πρόβλημα υπήρχε και στον εκκλησιαστικό χώρο.
Παρασυρμένοι από το ενθουσιαστικό
κλίμα της θεολογικής άνοιξης που ζήσαμε και την αφέλεια της νιότης
μας, παρατηρούσαμε σαστισμένοι την αντιπαράθεση συντηρητικών και
προοδευτικών θεολόγων, τις διαφωνίες γύρω από το πνεύμα των θρησκευτικών
οργανώσεων, την εξέλιξη της διαμάχης με τους λεγόμενους Ιερωνυμικούς
Μητροπολίτες και τα επεισόδια μέσα σε Ναούς, την παράνοια με το 666
και το σφράγισμα, το παλαιοημερολογητικό ζήτημα και τον ακραίο
ζηλωτισμό του, και πάμπολλες εμπαθείς θεολογικές διαφωνίες.
Πληροφορηθήκαμε εκόντες άκοντες
για τα παιχνίδια εξουσίας στην Σύνοδο, τα μαγειρέματα των αρχιερατικών
εκλογών, την δυσκολία συνεννόησης μεταξύ συνεφημερίων και συμμοναστών.
Είδαμε αντιπαραθέσεις γύρω από το μάθημα και τα βιβλία των θρησκευτικών,
κόντρες μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου, παρακολουθήσαμε το σφοδρό αντιοικουμενιστικό
κίνημα και τα ανοίγματα διαλόγων με ετεροδόξους.
Όλο αυτό το κλίμα σταδιακά άρχισε
να μας απογοητεύει, τον ενθουσιασμό διαδέχτηκε σιγά-σιγά η περίσκεψη.
Εμείς που κάποτε, βλέποντας τον βαθύ διχασμό των συμπατριωτών μας, είχαμε
βροντοφωνάξει το "όπου είναι
δύο ή τρεις συναγμένοι στο δικό μου όνομα, θα είμαι εκεί, ανάμεσά τους" (Ματθ. 18, 20) και το " Με αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε
δικοί μου μαθητές, αν αγάπη έχετε ο ένας για τον άλλο (Ιω.
13,35), τώρα συνειδητοποιούσαμε πως ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία
συμβαίνει δυστυχώς και σε πολλούς ανθρώπους της εκκλησίας. Μελετώντας
με αγωνία την εκκλησιαστική ιστορία το επιβεβαιώσαμε αυτό και
κατανοήσαμε πως θέλει τόλμη κι αρετή ο δρόμος που οδηγεί πέρα από
τον κόσμο της λύπης, του διχασμού και των αιρέσεων.
Παράλληλα με όλα αυτά, συμμετέχοντας σε
ενοριακές παρέες, καταλάβαμε εμπειρικά πόσο πολύ μας διακατέχει
η ατομική θρησκευτικότητα και πόσο δύσκολο είναι να συγκροτήσουμε
πραγματικές εκκλησιαστικές κοινότητες. Παρ’ ότι ευχόμαστε σε κάθε Θεία Λειτουργία «Υπέρ της των πάντων ενώσεως», εννοήσαμε πόσο
βαθύς είναι ο διχασμός στον κόσμο τούτο, και πως δεν είμαστε καθόλου
ενωμένοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και καταλάβαμε πως έπρεπε να πάρουμε
κάποια θέση απέναντι σε όλα αυτά, διαφορετικά νοιώθαμε πως θα χάναμε
την πίστη μας.
***
Καθώς μεγαλώναμε, είδαμε αδελφούς
να φανατίζονται ή να απογοητεύονται, να αποκτούν ξύλινη γλώσσα ἠ
να μηδενίζουν τα πάντα και να χάνουν την πίστη τους.
Είδαμε
ανθρώπους με χαρίσματα, να φοβούνται να διαλεχθούν με τις αμφιβολίες
τους και τα αδυσώπητα ερωτήματα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος
και αντί να αναζητούν απαντήσεις, απώθησαν οτιδήποτε τους φόβιζε
πως θα χάσουν την πίστη τους και βάλθηκαν να αντιμετωπίζουν επιθετικά
οποιονδήποτε τους θυμίζει αυτές τις αμφιβολίες.
Είδαμε πολλούς να κουράζονται από
την δίχως όρια συγχυσμένη ζωή τους και να υποτάσσονται σε αυστηρά περιβάλλοντα για να νοιώσουν ασφάλεια,
όπου αντί να τους φωτιστεί ο επίπονος δρόμος της εν Χριστώ αυτογνωσίας
που οδηγεί στην αληθινή μετάνοια και γίνεται αγωγή ελευθερίας, να
τους προβάλλεται η υποταγή στο νόμο ως αυτοσκοπός.
Είδαμε
αδελφούς που φοβισμένοι από τις ταχύτατες αλλαγές στην κοινωνία, κρύφτηκαν
στην ασφάλεια του παρελθόντος, κι άρχισαν να μιλούν και να φέρονται λες
και ζουν έναν αιώνα πριν, χάνοντας την δυνατότητα διαλόγου με τον κόσμο,
με τους αδελφούς τους, ακόμα και με τα με τα παιδιά τους, υιοθέτησαν
θεωρίες συνωμοσίας, έγιναν σκληρόκαρδοι.
Είδαμε
αδελφούς που επειδή έχουν μεγάλη ακαταστασία και ταραχή μέσα τους,
άρχισαν να ζητούν με τρόπο ψυχαναγκαστικό απόλυτη τάξη στην καθημερινότητά
τους και να θέλουν να βάλουν και τους άλλους σε αυτή την τάξη.
Είδαμε
αδελφούς να παρασύρονται από τα όποια χαρίσματά τους και να συμπεριφέρονται
ανταγωνιστικά, υπεροπτικά ή και προσβλητικά προς τους συνεργάτες
τους προκαλώντας διχασμό και αντιπαλότητα.
Παρατηρώντας όλα αυτά και συναισθανόμενοι
την δική μας αμαρτία, καταλάβαμε πως όταν η πνευματική ζωή συρρικνώνεται
σε μια στείρα και ανελεύθερη υπακοή στον νόμο ή σε κάποιον εξουσιολάγνο
πνευματικό, τότε εύκολα μπαίνεις στην ψυχολογία της σέκτας και νομίζεις
πως μόνο εσύ και οι δικοί σου έχετε δίκιο και όλοι οι άλλοι σφάλλουν.
Όταν,
αντί να διαβώ την στενή πύλη του αγώνα να δω τα δικά μου πταίσματα και
να μην κρίνω τον αδελφό μου, αντί για την προσπάθεια να αναλάβω την ευθύνη
της αμαρτίας μου, μεταφέρω την ευθύνη εκτός μου, τότε η ανασφάλεια
καταλαμβάνει την ύπαρξή μου, αντιμετωπίζω καχύποπτα τους άλλους,
ακόμα και τους αδελφούς μου κι αναζητώ
εχθρούς εντός και εκτός των τειχών. Νομίζω πως αφού εγώ δεν φταίω σε τίποτα
κάποιοι άλλοι ευθύνονται για το σκοτάδι του κόσμου και αν τους καταγγείλω
αισθάνομαι ανακούφιση.
Όταν πιστέψω πως όχι μόνο ο αλλόδοξος ή
ο ετερόδοξος, αλλά και ο αδελφός μου στην ίδια ενορία μπορεί να γίνει
απειλή για την πίστη μου, την Ορθοδοξία και το έθνος, κι εγώ, αντί να
ασχολούμαι με τα χάλια μου, θέλω να σώσω την εκκλησία από τους εχθρούς
της, τότε το προσωπείο μου δεν κινδυνεύει πλέον, μπορώ να παραμένω
ίδιος, ακόμα κι αν έχω δώσει τα υπάρχοντά μου, κι αν έχω μετακινήσει
βουνά κι αν λέω πως θέλω να δώσω το σώμα μου να καεί για τον Χριστό και
δεν καταλαβαίνω πως είμαι "κύμβαλο αλαλάζον".
Όταν ξεχάσω πως σκοπός της ζωής μου είναι
η πορεία από το κατ’ εικόνα πως το καθ΄ομοίωσιν, η κάθαρση από τα πάθη
μου για να φωτιστώ από το Άγιο πνεύμα και να πορευτώ στην θέωση, τότε
ασυνείδητα βυθίζομαι σε μια αυτοδικαιωτική θρησκευτικότητα. Το
μόνο που θέλω είναι να καταγγείλω τον άλλο, αυτόν που αντιλαμβάνομαι
ως απειλή, γιατί μου θυμίζει πως δεν μπορώ να αγαπήσω, κι αυτή είναι
η κόλασή μου.
Αντί
να τολμήσω να σηκώσω τον βαρύ Σταυρό της φιλαυτίας μου κι έτσι να πορευτώ
στην φιλαδελφία και δι’ αυτής στην φιλοθεΐα, θέλω να μιλάω διαρκώς
για αυτόν τον υποτιθέμενο προδότη, να ασχολούμαι ασταμάτητα με
ο,τι νομίζω πως με απειλεί, λησμονώντας Εκείνον που είπε πως η αγάπη
έξω βάλλει τον φόβο. Μια ματιά στα θρησκευτικά
Sites και Blogs
μπορεί εύκολα να μας πείσει. Πόσο δίκιο είχε ο μέγας Ντοστογιέφσκυ
όταν έγραφε πως δεν αντέχει να είναι ελεύθερος ο άνθρωπος!
***
Από την άλλη πλευρά πάλι, είδαμε αδελφούς, να απογοητεύονται
βλέποντας την κατάσταση στην Εκκλησία και να μηδενίζουν σχεδόν τα πάντα, να απαξιώνουν τον κλήρο, αλλά και να σχετικοποιούν
τον λόγο των πατέρων.
Είδαμε
αδελφούς που προερχόμενοι από ζηλωτικά περιβάλλοντα, κάποια
στιγμή της ζωή τους επαναστάτησαν και πνιγμένοι από την καταπίεση
και την ιδέα ενός Θεού τιμωρού, από αντίδραση έφτασαν να αμφισβητούν
τους πάντες και τα πάντα και να χάνουν την πίστη τους.
Είδαμε αδελφούς που επειδή πληγώθηκαν από κάποιους εκκλησιαστικούς
κύκλους, απογοητεύτηκαν πολύ, κοντράρουν
κάθε άποψη, αμφισβητούν
κάθε ενοριακή προσπάθεια, όλα να τα θεωρούν
μάταια.
Είδαμε αδελφούς που επηρμένοι από τις πανεπιστημιακές
τους γνώσεις λησμόνησαν πως αληθινή θεολογία είναι η εξ αποκαλύψεως
πίστη και η εν μετανοία ζωή και όχι σχολαστικισμός που οδηγεί στην περιφρόνηση
της πίστης του άλλου.
Είδαμε
αδελφούς να μιλούν διαρκώς ενάντια στο νόμο και να αρνούνται κάθε όριο,
κάθε δόγμα, κάθε περιορισμό, κάθε σχέση με το παρελθόν και την παράδοση.
Να καταφέρονται διαρκώς ενάντια στον ζηλωτισμό, αλλά να μην καταλαβαίνουν
πως και αυτοί προβάλλουν το εγώ τους αδιάκοπα, αρνούνται κάθε ευθύνη,
προτάσσουν μια φίλαυτη δίχως όρια ύπαρξη, που έχει μόνο δικαιώματα
και καθόλου όρια. Δίχως να το κατανοούν, λειτουργούν με παρόμοιο
τρόπο όπως και εκείνοι που κατηγορούν για φανατικούς. Αντί να ερευνήσουν
την παράδοση για να κατανοήσουν τι είναι ανθρώπινο και τι εκ Θεού, κατασκευάζουν
ιδιωτικές θεολογίες, απορρίπτουν τα πάντα και θεωρούν πως μόνοι τους
θα συνθέσουν την πίστη τους, μια πίστη που εδράζεται στο να κάνεις ό,τι
θέλεις, να απολαμβάνεις οτιδήποτε επιθυμείς, αδιαφορώντας για
τον πλησίον.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο περί προσωπικής σχέσης λόγος με
τον Χριστό μοιάζει να εκπίπτει σε μια "προοδευτική" ιδεολογία, σε μια αντιδραστική επαναστατικότητα,
σε ιδεολόγημα.
***
Φίλοι κι αδελφοί,
Ως Ορθόδοξος γνωρίζω πως ο διχασμός που επικρατεί
στην ανθρωπότητα δύσκολα θεραπεύεται,
αφού ολόκληρη η οικουμένη 2000 χρόνια
μετά την
έλευση του Χριστού εξακολουθεί να κείται εν τω πονηρώ, και όπως έλεγε ο άγιος γέροντας Σωφρόνιος,
μέχρι σήμερα, όχι μόνο δεν ελευθερώθηκε από το πνεύμα της αδελφοκτονίας,
αλλά συνεχίζει ακόμα περισσότερο να βυθίζεται σε θανατηφόρο παραλήρημα.
Γνωρίζω
επίσης, πως εμείς οι αυτοαποκαλούμενοι χριστιανοί, λησμονήσαμε τον
λόγο που λέει στους Γαλάτες ο Απόστολος Παύλος, πως «όλος ο νόμος σε ένα λόγο έχει εκπληρωθεί,
στο να αγαπήσουμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας, και πως αν εμείς
δαγκώνουμε και κατατρώμε ο ένας τον άλλο, κινδυνεύουμε να αλληλοεξοντωθούμε» (Γαλ. 5,
14-15). Έχοντας παραβεί την
εντολή του Ευαγγελίου για την προς αλλήλους αγάπη, αντί να προβάλουμε
το παράδειγμα της ενότητας μιμούμενοι την Αγία Τριάδα, γινόμαστε αντιπαράδειγμα σε ένα κόσμο
βαθειά διαιρεμένο και εμπόδιο στην μαρτυρία του Χριστού στον κόσμο.
Το
νέο κρασί μπαίνει για τα καλά πλέον στον παλιό ασκό, κι ο ασκός σχίζεται
και το κρασί χύνεται, μα εγώ δεν το καταλαβαίνω, αντί για κάθαρση το
μόνο που πετυχαίνω είναι μια εξωτερική αλλαγή, το προσωπείο μου είναι
μια μετατροπή του κοσμικού εμπαθούς εαυτού μου σε έναν εμπαθή εκκλησιαστικό
εαυτό. Έτσι αντί για κάθαρση, έχουμε μεταμφίεση του παλαιού ανθρώπου
σε θρησκευτικό και γι αυτό φωτισμός δεν ακολουθεί και η ψυχοπαθολογία
της αμαρτίας παγιώνεται.
***
Ακούγοντάς με κάποιος να λέω τούτα
τα λόγια, ίσως νοιώσει πως περιγράφω μια ζοφερή κατάσταση που δεν έχει
καθόλου φως. Κι ίσως ακόμα αναρωτηθεί: Εσύ που τα λες όλα αυτά τι κάνεις
για την ενότητα στην Εκκλησία; Δεν νοιώθεις κι εσύ υπεύθυνος για
την διχόνοια αφού κρίνεις τους αδελφούς σου; Κι αν αυτές οι διαπιστώσεις
που αναφέρεις είναι όντως σωστές, εσύ τι έχεις να μας προτείνεις;
Ομολογώ, πως η διαδρομή από την
μεταφορά της ευθύνης στους άλλους μέχρι την ανάληψη της προσωπικής
ευθύνης είναι μεγάλη. Η αναζήτηση της μεσότητας είναι δύσκολη πορεία
και μοιάζει με ισορροπία πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Και η απόσταση
ανάμεσα στην κατάκριση και την μη εμπαθή κρίση είναι λεπτή. Θυμάμαι
που λέει χαρακτηριστικά κάπου ο Πεντζίκης πως "θέλω να κάνω τους
πάντες αδελφούς μου, και μιλώντας για τον Xριστό,
μάλωσα με την αδελφή μου".
Ομολογώ πως και κατέκρινα και θύμωσα
και απογοητεύτηκα και πειράστηκα και στεναχωρήθηκα και ακόμη
στενοχωριέμαι. Όμως εκείνο που πιστεύω ακράδαντα είναι πως αφού ο
Χριστός μάς κάλεσε να είμαστε ειρηνοποιοί και πως αφού σε κάθε λειτουργία
προσευχόμαστε "υπέρ της των πάντων ενώσεως", οφείλουμε να
αγωνιζόμαστε για αυτή την ενότητα στην πράξη.
Και, βέβαια, δεν μπορούμε να αλλάξουμε
τον άλλον αν δεν θέλει, αλλά μπορούμε να αλλάξουμε εμείς την στάση μας,
δηλαδή να μετανοήσουμε.
Που σημαίνει πως αν θέλω να εύχομαι στ'
αλήθεια για αυτή την ενότητα πρέπει να θυμάμαι την απροϋπόθετη αγάπη
την οποία δίδαξε και με την οποία έπαθε ο Χριστός. Και πως αν θέλω να
αναστηθώ πνευματικά οφείλω να κάνω πράξη αυτή την περίφημη φράση
του αββά Ισαάκ, ότι ο Χριστιανός πρέπει να έχει «καρδία καιομένη υπέρ
πάσης της κτίσεως, υπέρ ανθρώπων, ζώων και του διαβόλου ακόμα», γιατί
διαφορετικά θα είμαι κύμβαλο αλαλάζον.
Μόνο έτσι γινόμαστε σταδιακά δοχεία
της χάριτος και αφήνουμε χώρο για το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει στην ζωή
μας.
Έτσι, λοιπον, παραφράζοντας τον αββά αυτά έχω
να πω, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου:
Αν δεν ησυχάζουμε
στην καρδιά μας, ας ησυχάζουμε την γλώσσα μας απέναντι στον αδελφό μας.
Αν δεν καταλάβαμε τον λόγο που λέει, πως όποιος
κλαίει για τις αμαρτίες του δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με τα πταίσματα
του αδελφού του, ας καταλάβουμε τουλάχιστον, πως η ζωή κι ο θάνατος
εξαρτάται από τον αδελφό μας, καθώς λέγει ο αββάς Αντώνιος.
Και αν δεν μπορούμε να χωρέσουμε τον αδελφό μας,
ας μιλάμε τουλάχιστον σαν αμαρτωλοί.
Κι αν δεν μπορούμε να γίνουμε ειρηνοποιοί, ας μην
γινόμαστε τουλάχιστον φιλοτάραχοι.
Κι αν δεν μπορούμε να σταματήσουμε όποιον καταλαλεί
κατά του αδελφού, ας προφυλάξουμε τον εαυτό μας από την συναναστροφή
μαζί του.
Κι αν κατανοήσουμε, καθώς λέει το γεροντικό,
πως επειδή αφήσαμε κατά μέρος το ελαφρύ φορτίο που είναι η αυτομεμψία,
γι' αυτό τον λόγο έχουμε συνθλιβεί από το βαρύ φορτίο, δηλαδή την αυτοδικαίωση.
Κι αν νομίζουμε πως η Εκκλησία κινδυνεύει και
εμείς πρέπει να την σὠσουμε, ας θυμόμαστε πως η χάρις σώζει κι όχι εμείς.
Κι αν μας ενοχλούν οι απόψεις του άλλου, ας ψάξουμε
να καταλάβουμε γιατί μας ενοχλούν τόσο πολύ, μήπως είμαστε πολύ εμπαθείς,
οπότε θα πρέπει πρώτα να θεραπεύσουμε τον εαυτό μας αντί να θέλουμε
να διορθώσουμε τους άλλους.
Κι αν πιστεύουμε
πως ο άλλος πλανιέται και εμείς ορθοδοξούμε, ας απλώσουμε χέρι συμφιλίωσης
κι ας αφήσουμε τα υπόλοιπα στο θέλημα του Θεού.
Κι αν πιστεύουμε πως τίποτε δεν γίνεται δίχως το
θέλημα του Θεού, κι ότι αυτό το θέλημα έχει να κάνει με την μετάδοση
της αγάπης Του, ας εργαζόμαστε αθόρυβα και απλά για την ενότητα, όχι
καταγγέλοντας με ταραχή, αλλά περιχωρώντας με καταλλαγή αυτόν που
έχει διαφορετική γνώμη.
Κι αν η ζωή μας δεν είναι εστιασμένη στην προσευχή
να συντονιστούμε με τα λόγια του Κυρίου «ίνα πάντες ώσι εν, καθώς ημεις
εν εσμέν», ας έχουμε τουλάχιστον στο νου μας τα λόγια του οσίου Πορφυρίου
πως «όσο ζει κάποιος την εν Χριστώ αγάπη, δεν χωρά καμιά διάσπαση, κανείς
φόβος, ούτε διἀβολος, ούτε θάνατος, ούτε κόλαση» (Βίος και λόγοι).
***
Θα τελειώσω με μια προσευχή που έγραψε
ο Γέροντας Σωφρόνιος, και θα την προσφέρω εξ όλης της ψυχής και εξ όλης
της διανοίας.
Δώρησαι
μας, Κύριε, διά τού Αγίου Σου Πνεύματος
τήν δύναμη να ταπεινώνουμε τον εαυτό μας ο ένας ενώπιον
του άλλου, με την κατανόηση όταν κάποιος αγαπά πολύ, πολύ και ταπεινώνεται.
Δίδαξέ μας
να ευχόμαστε ο ένας ὑπὲρ τού άλλου, να σηκώνουμε τα
βάρη ο ένας του άλλου με υπομονή, καί ένωσέ μας με τον σύνδεσμο
τής ακάταλυτης αγάπης με το Ονομά Σου το Άγιο.
Αμήν.
Ευχαριστώ!