Η ανταρσία του νεώτερου υιού και η διαγωγή του πατέρα
Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει η αίσθηση που έχει ότι είναι υιός του πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ' αυτήν την ορολογία. Ζη σ' αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι' αυτό λέει: «Πάτερ, δος μοι...»
Η αμαρτία, η αδυναμία του, είναι
ότι όντας ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι η ουσία του Πατρός είναι η
ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη τη στιγμή αυτό που λέει παρακάτω ο
πατέρας στον πρεσβύτερο υιό, «τα εμά πάντα σα εστί», γι' αυτό ζητά από τον
πατέρα του να του δώση «το επιβάλλον μέρος της ουσίας», το κομμάτι που του
ανήκει. Αυτός ο χωρισμός που γίνεται μέσα του είναι η αμαρτία του.
Αυτός ο χωρισμός, ο τεμαχισμός είναι η αμαρτία, το κακό. «Όρος σύντομος του κακού ότι ου κατά φύσιν αλλά κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Αγιος Μάξιμος, Ρ.G. 4, 301Α).
Ο πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του. Ενδιαφέρεται να σώση τον άλλο, το παιδί του. Αυτό βρίσκεται στον σκοπό της ζωής του, είναι καταξίωσι του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πη ο κόσμος, αν θα χάση το κύρος του, αν παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί που αφήνει το σπίτι και φεύγει μακριά. Η αγάπη του πατέρα πάει πιο μακριά απ' ό,τι μπορεί να πάη η κρίσι του κόσμου ή η ανταρσία του γιου του. Γι' αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέρει ότι δεν πρόκειται να βγη τίποτε. Δεν πρόκειται να νοιώση κάτι ο νεώτερος υιός του.
Τώρα πρέπει να τον αφήση να περιπλανηθή, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά. Αυτό ξέρει ο πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, αλλά δεν βλέπει άλλη λύσι.
Θα τον συντροφεύη πάντοτε με την αγάπη του, που μένει στο σπίτι, αλλά απλώνεται παντού. Γι' αυτό δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαίνοντας στον σταυρό της αναμονής.
Το θέμα δεν είναι ο πατέρας να κρατήση δια της βίας τον υιό κοντά του, αλλά να του δώση τη δυνατότητα, να του δημιουργήση τις προϋποθέσεις, ώστε ο ίδιος, μόνος του, να έλθη προς Αυτόν, την πηγή της Ζωής. Αυτή η κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό.
Η προσωπική κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει το πρόσωπο του Υιού. Η φράσι «και ο Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι «εν τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πη κάτι για το μυστήριο της υιότητος και της πατρότητος;
Να δώσης τη δυνατότητα στον άλλο να γυρίση στο σπίτι εν ελευθερία. Να το βρη. Να το νοιώση, να γίνη δικό του. Να μην μπορή να φύγη, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε -με τη σωστή τοποθέτησι και σχέσι υιού προς πατέρα- θα είναι «εν παντί καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.
Και χωρίς να πη λόγο, «διείλεν αυτοίς τον βίον». Του μιλά και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ο υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνον που ο πατέρας ξέρει.
Του έδωσε το κομμάτι που ζητούσε. Αλλά το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το σύνολο της αληθείας της αμπέλου της ζωής, δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήση. Το κομμάτι αυτό, όταν το παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα -όπως και όταν θέλουμε- δεν μας οδηγεί, δεν μας φέρνει στη ζωή, στον Παράδεισο, αλλά στην απόγνωσι και καταστροφή. Αυτό που συνάγομε με το επαναστατημένο θέλημά μας -«συναγαγών άπαντα»- το σκορπίζαμε ασώτως -«διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (α-σωτηρία, α-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός Θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).
Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάστασι στείρα, οπού χωρίζεται η ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατάστασι που δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.
Το κομμάτι που μας δίδει ο Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο που μερίζεται και δεν διαιρείται, που εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό προζύμι με όλο τον δυναμισμό της βασιλείας, που σώζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα της δημιουργίας ολόκληρης.
Το ψεύτικο χάνεται, μας εγκαταλείπει
Μέσα στο πυρ της πραγματικότητας φανερώθηκε το ψεύτικο, το απατηλό, που χάνεται και φεύγει. Μας αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλοδαπή, οπού τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνωνται -«δαπανήσαντος αυτού πάντα».
Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, αλλά έγινε επί πλέον λιμός ισχυρός «κατά την χώραν εκείνην». Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζη καλά για πάντα. Στο τέλος ισχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήση κανένα. Υπάρχει μια έκπτωσι, εξαθλίωσι, τελική απώλεια του ανθρώπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πας να προσκολληθής «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βόσκης χοίρους, να ποιμαίνης πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρνείται τη φύσι, την ευγένειά σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Αλλά και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νηστικός, γιατί δεν τρώγεται η τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.
Το αληθινό μένει, μας σώζει
Η δοκιμασία του νεώτερου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και το τι έκρυβε μέσα του, τι αντοχή είχε, τι έμεινε ανέπαφο, ποιος μπορούσε να τον βοηθήση, σε ποιον να κολληθή -«εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62, 9)- σε ποιον να καταφύγη, ποιος είναι «οικτίρμων και ελεήμων» (Ψαλμ. 102, 8), που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάστασι για όλους.
Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ο ίδιος -«απολωλώς ην»-, κυριολεκτικά να πέθανα -«νεκρός ην»-, αλλά κάτι υπάρχει που δεν χάνεται, δεν πεθαίνει· είναι ο Πατέρας μου και η αγάπη Του. Αυτός είναι «δυνατός εν ελέει και αγαθός εν ισχύϊ» (α' ευχή του Εσπερινού). Το ξέρω, το ζω.
Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του -είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο- σκέφτομαι τους μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό· δούλος χωρίς ψωμί.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα που είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα που έχεις τέτοια αγάπη, που γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα που ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα της στερήσεως, της ασωτείας, της κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.
Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αυτή είναι η αμαρτία, το έγκλημά μου το ένα. Δεν είναι η περιουσία σου που έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, που μπορώ να επανορθώσω με τις δυνάμεις μου· δεν είναι κάτι που μπορώ να κερδίσω με τη δουλειά μου, για να σου το επιστρέψω. Καθύβρισα τη μια σχέσι του υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ' όσον με σεβάστηκες περισσότερο απ' ό,τι άξιζα. Με καταδικάζει η συμπεριφορά σου.
Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας της αγάπης, αν δεν μου είχες φερθή όπως μου φέρθηκες, αν δεν ήσουν τέλειος σε όλα, αν λίγο κάπου μου έφταιγες· ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγκό, η ανείκαστή σου στοργή και ανοχή, που μόλις συνειδητοποιώ.
Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να το νοιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στον θάνατο, για να καταλάβω τι θα πη σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τι να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: τη δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και τη δική σου βασιλεία, αγάπη, που με διαλύει.
Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα· από την αγάπη σου, που με έλκει έσωθεν και μου κάνει συντροφιά.
Κάνε με δούλο σου. Η ενοχή είναι δική μου. Η ανοχή, η ζωή, είσαι εσύ.
«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Συνάντησι νεώτερου υιού με τον πατέρα
Πριν φτάση στο σπίτι, ο πατέρας τον βλέπει και τρέχει. Χωρίς να του πη τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλό του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.
Ήδη ο γιος κατάλαβε, πήρε την απάντησι: Ο πατέρας άκουσε την εξομολόγησι, την ξέρει πριν του την πη. Βλέπει τον γιο του πριν να γυρίση. Ήταν μαζί του, χωρίς να τον βλέπη ο γιος. Αυτός που αγαπά με την τέλεια αγάπη «απών ως παρών συναναστρέφεται, μη ορώμενος υπό τινος» (Αββάς Ισαάκ, λόγος κδ').
Ο γιος όμως αρχίζει την εξομολόγησι· λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να εξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα που πρέπει να βγη από τα σπλάχνα του, για να ελευθερωθή. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, αλλά δεν την τελειώνει. Αναφέρει το αμάρτημα, το έγκλημά του, και σταματά. Δεν τολμά να συμπληρώση τη φράσι να ζήτηση να γίνη δούλος του πατέρα. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης που τον παρασύρει, τον διαλύει· και δεν μπορεί να κάνει σ' Αυτήν υποδείξεις. Ομολογεί το έγκλημά του και σιωπά.
Τον λόγο παίρνει ο πατέρας, που με τον ίδιο τρόπο μιλά ξεκάθαρα εν σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παιδί του για τον εαυτό του· ούτε αν πόνεσε ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε· ούτε πόσο χαίρεται ή αν χαίρεται, τώρα που γύρισε. Αυτά δεν λέγονται· διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήση σ' αυτόν τον γιο που είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να αρθρώση τα άρρητα ή πώς να μειώση την ενάργεια όσων λέγονται εν σιγή;
Στον γιο δεν λέει τίποτε. Η μυσταγωγία της σχέσεώς τους ιερουργείται σε χώρο βαθιάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης που παραλύει τη γλώσσα.
Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: «εξενέγκατε την στολήν ... ενδύσατε ... θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν», ας ευφρανθούμε, γιατί «ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήση για το θέμα του γιου του.
Το «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη», που ο πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει το μεγάλο δράμα και τη χαρά που έζησαν και που ζουν οι δυο τους, πατέρας και γιος.
Δεν μίλησε ο πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε το μέγεθος του δράματος ή δεν είχε συνείδησι του κινδύνου που επρόκειτο να περάση το παιδί του. Δεν έχει κανένα στοιχείο απάθειας που φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψι αισθήσεως. Όλα τα ζη. Όλα τα ξεπερνά με την άπειρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέχρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να του πη ο γιος λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια που πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλασι, τον χαμό, τον θάνατο.
Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμι, που υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύρω του διακριτικά. Υπάρχει η δύναμι της υιότητος και της πατρότητας. Ήταν αυτός γιος και είχε πη στην αρχή «πάτερ» (και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρη το παιδί του, έστω και αν υπήρχε ο κίνδυνος του χαμού, του θανάτου του ίδιου του παιδιού. Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύπτοντάς τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε.
Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, που θύεται ο μόσχος ο σιτευτός. Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η θεία Λειτουργία, η σύναξι και η ζωή της Εκκλησίας.
Επιστροφή που σε ελευθερώνει
Ο νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζητήση να μείνη στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτό αν του δινόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι' αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ο Θεός Πατέρας τον κάνει το κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή του μεγάλου πανηγυριού. Και αυτό τον καταπλήττει και τον κατακαίει. Ο Θεός καταδικάζει με το πλήθος της αγάπης Του. Και νοιώθεις ανάξιος γι' Αυτήν. Αποτραβιέσαι στη θέσι του δούλου, που σου ταιριάζει, σου υπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει όμως τον Θεό, που τόσο αγαπά, που τόσο συγχωρεί, που σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπη Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για το θαύμα τούτο. Και το κλάμα φανερώνει την πλησμονή της αγαλλιάσεως.
Γι' αυτό οι Αγιοι, τα παιδιά του Θεού, ονομάζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νοιώθουν ότι αυτό ξεπερνά την αξία τους και τους πλημμυρίζει με τιμή. Το άλλο, το να γίνεται παιδί κατά χάρι και το κεντρικό πρόσωπο του πανηγυριού, οπού θύεται ο μόσχος ο σιτευτός, αυτό ξεπερνά τις ανθρώπινες προσδοκίες· υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την απερινόητη και άφατη αγάπη του Θεού Πατρός.
Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα που θα ακολουθήση. Μένει μόνο στην εξουθένωσι. Του αρκεί να είναι στο σπίτι του Πατρός. «Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83, 11). Δεν ζητά χαρίσματα -αυτό γίνεται εκ βαθέων- γι' αυτό του δίδονται όλα.
Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε -ούτε να γίνης δούλος- τα παίρνεις όλα.
Επειδή είναι αληθινή η μετάνοιά του, ήδη τον έβαλε στον Παράδεισο· διαιτάται σε χαρά που ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτό το ξέρει ο πατέρας. Γι' αυτό θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χαρά. Τον υιό τον άξιο του πατέρα με τη στολή την πρώτη. Αυτό γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο της σκοτεινής γης, ο σπόρος που πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία -«η γη αυτομάτη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 28)- έτσι από τη συντετριμμένη καρδιά του ταλαιπωρημένου, του χαμένου γιου, ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει το φως ως ιμάτιον στολή πρώτη και ανέγγιχτη.
Αλλιώς -αν δεν είχε αυτή τη διαλυτική των πάντων συντριβή- δεν θα μπορούσε να ανθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα του κάνανε κακό. Θα τα πέταγε πέρα. Και ο ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μοναδική χαρά, την πανήγυρι της αγάπης· όπως έκαμε ο πρεσβύτερος υιός.
«Και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ' υμών» (Ιω. 16, 22). Κανείς δεν μπορεί να του πάρη τούτη τη χαρά, να του την αφαιρέση, να την απομακρύνη. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ο Χριστός που ζη μέσα του. Δεν ζη πια αυτός.
Επιστροφή που σε πνίγει
Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εν ταπεινώσει και εξουθενώσει -που είναι γεννητική της άφθαρτου δόξης- αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάσι του πρεσβύτερου υιού, που δεν είναι επιστροφή αλλά περιπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:
Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσωμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τι φταις και σε τι φταίω. Να βρούμε έναν τρόπο συμβιώσεως.
Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξωμε, για να μην επαναληφθούν τα ίδια. Γιατί αν δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνόμουνα να έφευγα στα καλά καθούμενα.
Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώσεως, ναι ή όχι;
Και μην κρατήσης κακία. Αλλά να τα ξεχάσης όλα. Και να μου βάλης την πρώτη στολή, για να μη νοιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.
Για πανηγύρι χαράς δεν του κάνει λόγο, γιατί αυτή η λογική δεν έχει σχέσι με καμιά χαρά. Αυτή είναι η αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι η στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτή είναι η κόλασι της «δικαιοσύνης».
Υπάρχει παραμονή στο σπίτι που είναι περιπλάνησι σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή που είναι μεγαλύτερη απομάκρυνσι από το σπίτι.