Παρουσίαση του βιβλίου " Συναπάντημα στην Δύση" (εκδ. Σταμούλη),
που εκφωνήθηκε στο πνευματικό κέντρο της Ι. Μητροπόλεως Καρπενησίου, στις 2/6/2013
Από τον π. Χριστόδουλο Μπίθα
Σεβασμιώτατε,
Αγαπητοί Πατέρες και αδελφοί,
Για να
εννοήσουμε καλύτερα το βιβλίο «Συναπάντημα στην Δύση», του π. Βασιλείου
Χριστοδούλου, θα έπρεπε πρώτα να σας μιλήσω για ένα Συναπάντημα
στην Ανατολή, δηλαδή το δικό μου άντάμωμα με τον συγγραφέα από την
αρχή της ιερωσύνης του. Να σας διηγηθώ την πνευματική του πορεία όπως
την παρακολουθώ πολλά χρόνια τώρα, να σας μιλήσω για τις χαρές και
τις λύπες του, για τις πτώσεις και την μετάνοιά του, την αγωνία του για
την συνάντηση με τον Χριστό, την αφοσιώσή του στην Εκκλησία και τους
ανθρώπους, την μανική ενασχόλησή του με την ποίηση, το γράψιμο και
τον λόγο, την αγάπη του στους πατέρες της εκκλησίας. Ίσως θα έπρεπε
ακόμα, να σας εξιστορήσω και τις ατέρμονες συζητήσεις μας για τον
Θεό και τον άνθρωπο, την θεολογία και την τέχνη, όλα αυτά δηλαδή
που έθρεψαν την πένα του και δημιούργησαν τις λέξεις, τα νοήματα και
τους στοχασμούς του.
Όμως,
αφού το θέμα της εισήγησης είναι το δημιούργημα και όχι ο δημιουργός,
να ξεκινήσουμε λέγοντας, πως το «Συναπάντημα στην δύση», το εμπνεύστηκε
ο π. Βασίλειος, από την συνάντηση του με τον δίκαιο του Θεού, πρεσβύτερο
Κωνσταντίνο Σκόνδρα, στην δύση της ζωής του. Και έτσι, γεννήθηκε, το
βιβλίο που κρατάμε τώρα στα χέρια μας και τέρπει το νου και τις αισθήσεις.
Το «Συναπάντημα
στην δύση», είναι ένα συναξάρι για τον μακαριστό παπα-Κώστα, και συνάμα
η ματιά του π. Βασιλείου στον κόσμο, με αφορμή τον αγαθό λευίτη. Από
τις πρώτες σελίδες διαπιστώνουμε ότι κάνουμε ένα ταξίδι στον κόσμο
της αγιότητας μέσα από τα μάτια του συγγραφέα, με όχημα την ζωή
του παππού - όπως τον αποκαλεί, (προφανώς επηρεασμένος από την γνωριμία
του με τον άγιο Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη). Καθώς το ξεφυλλίζουμε,
μας παρουσιάζεται ζωντανή η έννοια της παράδοσης. Ανιχνεύουμε
την πνευματική ζωή ενός αγωνιστή ιερέα της παλιάς Ελλάδας, όπως
την ψηλαφεί ο συγγραφέας, ως φορέας της Αγιοπνευματικής Ορθόδοξης
παράδοσης που με την σειρά του μαθήτευσε δίπλα στον πνευματικό του
πατέρα, μακαριστό ιερομόναχο Ιλαρίωνα,
«τον πλοηγό ηλιάτορα, που από παιδί
ακόμα, τον γέμιζε με επιθυμία εξόδου από τον προφανή χώρο του», όπως
γράφει στην αφιέρωση του βιβλίου.
Ο π.
Βασίλειος μας αποκαλύπτει την οσιακή ζωή του π. Κωνσταντίνου, την
πείνα και την δίψα του, την ματιά του στον κόσμο, την αγωνία του να ακολουθήσει
την στενή και τεθλιμμένη οδό, αυτήν που οδηγεί στην Ζωή και την Αλήθεια,
στον Χριστό, που αν έχεις την αποκοτιά να τον ακολουθήσεις, γρήγορα
συνειδητοποιείς ότι με την χάρη του Θεού, φτάνεις στην Ευχαριστία
και την χαρά.
Ο συγγραφέας
θέτει μόνος του το ερώτημα, γιατί έγραψε το βιβλίο, αφού ελάχιστα
γνώριζε τον παππού; Κι απαντά: «Για
να βροντοφωνάξω ότι ο Θεός μας επισκέφθηκε και συνεχίζει να το κάνει,
χωρίς εμείς να παίρνουμε χαμπάρι, χωρίς να υποψιαζόμαστε. Περπατά μέσα στη ζωή μας, χρησιμοποιώντας
άπειρους και διαφορετικούς τρόπους. Χρησιμοποιεί τους βηματισμούς
ανθρώπων για να αφήνει τα δικά Του χνάρια.»
Πράγματι, στο πρόσωπο
του π. Κωνσταντίνου, ο αναγνώστης αναγνωρίζει τις αρετές του αληθινού
ποιμένα, στα παλιότερα δύσκολα χρόνια της Νεώτερης Ελλάδας, ο οποίος
πρώτα απ’ όλα υπήρξε Λειτουργός,
διάπυρος προσευχής: «Κατάφερε», διαβάζουμε, «ο π. Κωνσταντίνος να διατηρήσει αλώβητη από το πέρασμα του
χρόνου εκείνη την εκπλήσσουσα ρίγη των πρώτων λειτουργιών, της πρώτης
ανόδου στα κράσπεδα του θυσιαστηρίου, της πρώτης λαχτάρας για την αφή
των Τιμίων Δώρων. Μιλώ ειλικρινά, δεν έχω συναντήσει ξανά στη ζωή
μου τέτοια λαχτάρα και αγάπη για την λειτουργία, εκφραζόμενη από
καρδιά ογδόντα επτά χρόνων». Και συνεχίζει: «Το εκκλησάκι του αγίου Νικολάου στην Ποταμιά ήταν ο δικός
του προσωπικός χώρος συνάντησης με τον λατρεμένο του Θεό. Ήταν ο χώρος
στον οποίο είχε ζήσει πάνω από πενήντα χρόνια λειτουργικών συναπαντημάτων
με τον θυσιαζόμενο αμνό».
Εκεί, μνημόνευε ατελεύτητα ζώντες και κεκοιμημένους
για ώρες. Γιατί ο αληθινός ποιμένας, ζει με την έγνοια των ψυχών που ο
Θεός έφερε στον δρόμο του. Δεν παύει να εύχεται, να στηρίζει, να νοιάζεται,
να προσεύχεται στον Κύριο γι’ αυτές. Ακόμα κι όταν φύγουν από τούτη
την ζωή, παραμένουν στις δεήσεις του, ζουν στην μνήμη του καθημερινά. Διαβάζουμε: «Η αγάπη του παππού για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, τον ωθούσε
να πράττει υπερβολές αγάπης. Όλα αυτά τα κατεβατά ονομάτων δεν τα
μνημόνευε μόνο στη Θ.Λ. αλλά και στην προσωπική του προσευχή κάθε
βράδυ, στο απόδειπνό του. Το ίδιο και κατά τα ιερά σαρανταλείτουργα
των Χριστουγέννων. Τα ονόματα των ανθρώπων τα μνημόνευε, όχι μόνο
στην Προσκομιδή αλλά και το απόγευμα, στον Εσπερινό. Πίσω από κάθε
όνομα κρυβόταν και μία κραυγή, δεν μπορούσε να την παραβλέψει».
***
Στην ζωή του μακαριστού
παπα-Κώστα αποτυπώνεται η δίψα για την μάθηση και το διάβασμα, μέσα
σε συνθήκες αντίξοες, τότε που η μόρφωση ήθελε κόπο και θυσίες πολλές,
γιατί ήταν παράθυρο στον κόσμο, άνοιγμα ορίζοντα. «Από την παιδική του ηλικία διέκρινε κανείς
την βουλιμία του για μάθηση, για γνώση», μας λέει ο συγραφέας. «Είναι το πρώτο ξεπέταγμα της καρδιάς
που αισθάνεται την ανάγκη να ψαχουλέψει τον κόσμο, το «γιατί», την ύπαρξη.
…Ο λόγος,
η γραφή, η ανάγνωση προσφέρονται για ταξίδια, για γνωριμίες, για περιπλανήσεις.
Είναι ο τρόπος να φεύγεις μακρυά ενώ παραμένεις αμετακίνητος. …
Παίρνεις ένα βιβλίο στα χέρια σου και βρίσκεσαι να φυλλομετράς την
καρδιά του συγγραφέα. Να μετέχεις στις σκέψεις του, στις ανησυχίες
του, στα βιώματά του. Κάθε βιβλίο και μία ρωγμή στην διαστατή περατότητά
μας. Αφορμή για το πλάτυασμα της καρδιάς, το άνοιγμα του νου, τον πλουτισμό
των συναισθημάτων. Άνοιγμα καινούριων οριζόντων, άλλης αντίληψης,
διαφορετικής ματιάς».
Ακόμα και στα γηρατειά του, ο π. Κωνσταντίνος,
διάβαζε ο,τι καλό έπεφτε στα χέρια του. Είναι σημαντικό για ένα ποιμένα,
αλλά και για κάθε πιστό, η συνεχής εντρύφηση στα νάματα του Ευαγγελίου,
στους λόγους των Πατέρων, στους προβληματισμούς των Θεολόγων και των
στοχαστών, η διαρκής παραμυθία,. «Σε
πολλά εκκλησιαστικά περιοδικά απαντούσε εγγράφως, στέλνοντας επιστολές
για πολλά θέματα που τον είχαν συγκινήσει. Επαινούσε πολλές φορές
τους εκδότες και συγγραφείς για πολλά άρθρα που τον ανέπαυαν. Πολλές
φορές απαντούσε σε γράμματα φυλακισμένων στέλνοντάς τους και χρήματα
και με την άδολη καρδιά του τους προσκαλούσε να τους φιλοξενήσει κιόλας
στο σπίτι του στην Αθήνα, αν έπαιρναν κάποια άδεια και δεν είχαν που
να μείνουν», διαβάζουμε στο βιβλίο.
Στην εποχή μας, δυστυχώς λίγοι διαβάζουν και οι
περισσότεροι Νεοέλληνες είναι καθηλωμένοι από την ανοησία της
τηλεοπτικής εικόνας που προκαλεί
αποπροσανατολισμό και σύγχιση. Καθώς χρόνια τώρα, οι κυρίαρχες ιδεολογίες
του κόσμου τούτου αλλοτριώνουν την αντίληψη του μέσου ανθρώπου, προάγουν
την ημιμάθεια, την λήθη και τον άκριτο
καταναλωτισμό, ο παπα-Βασίλης γράφει για τον παππού και συνάμα προτρέπει
τον αναγνώστη: «Ένοιωθα», λέει,
«ότι η καρδιά του δεν έχει περιορισμό.
Δεν μπορούσα με τίποτα να χορτάσω την πείνα των ματιών της καρδιάς
του. Η δίψα του για γνώση, για μάθηση, ήταν ασίγαστη».
Ο μακαριστός παπα-Κώστας
αγαπούσε με αγνότητα και πάθος την Ελλάδα. «Η αγάπη του για την πατρίδα μας, ήταν σπλαχνική», διαβάζουμε.
«Έζησε στο πετσί του την περίοδο
της κατοχής, τον εμφύλιο σπαραγμό, την δικτατορία, ψηλαφώντας ουσιαστικά
τα στίγματα των βασανισμών πάνω στο κορμί της Ελλάδας. Αυτό τον είχε
κάνει να είναι αληθινός πατριώτης. Να αγαπά την Ελλάδα όχι σαν ιδέα,
αλλά σαν ζωντανό κοινωνούμενο πολιτισμό, σαν μεταλαμπαδευόμενο
ήθος απροσμέτρητο, σαν αρχοντιά προσώπων, σαν πλούτο συναισθημάτων».
Όμως ταυτόχρονα να μην ξεχωρίζει κανέναν, ότι και αν φρονούσε,
αλλά να βλέπει με αγάπη τον κάθε άνθρωπο, ακολουθώντας τα βήματα
του Χριστού. «Να αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν».
Αυτό είναι που λείπει
σε αυτό τον τόπο σήμερα. Το θυσιαστικό ήθος, η αγάπη για τον συνάνθρωπο,
η απεμπλοκή από την φίλαυτη ενασχόληση με τα δικά μας και τα μικροσυμφεροντά
μας. Μαστίζεται η χώρα από την πατριδοκαπηλεία και τα διαφόρων αποχρώσεων
ιδεολογήματα. Πολλοί μιλούν για την Ελλάδα, αλλά η πρακτική τους
είναι κοντόφθαλμη, επιθετική και εμπαθής. Ενδιαφέρονται για τα
παραταξιακά συμφέροντα, για την επικράτηση της ιδεολογίας τους,
όχι για την πατρίδα και τον συνάνθρωπο.«Η αγάπη» διαβάζουμε, «και
η καταδεκτικότητα του παππού ήταν αυτή που κινητοποίησε τις καρδιές
των ίσως αδιάφορων για την πίστη εξόριστων ανθρώπων. Είναι η αγάπη,
η μοναδική αυτή συμπαντική δύναμη, που μπορεί να διεισδύσει στα
πιο καλοασφαλισμένα από τον εγωισμό και τις ιδεοληψίες ανήλιαγα
καρδιακά ταμεία, και να εξάγει το πρωτόκτιστο αδαμιαίο ζεύγος, την
απλότητα και την συμπόνια, το νοιάξιμο και την θυσία, την τρυφερότητα
και καλοσύνη. Να μας αναστήσει πεθαμένους τρόπους ζωής, ξεχασμένες
αρετές, απωθημένη ωραιότητα…
Η αγάπη δε σε υποχρεώνει απλώς και μόνο, δεν κινητοποιεί
το φιλότιμό σου, σε εισάγει στον χώρο της, σε συνάπτει στον δικό της
τρόπο ζωής, σε κάνει να αισθάνεσαι γνώριμος και αποδεκτός.
Κι όμως, στην παντοδύναμο αγάπη μπορεί να αντισταθεί
ένα και μόνο πράγμα, η ελευθερία του ανθρώπου να την αρνηθεί. Να μην
θελήσει να ζήσει την πληρότητά της αλλά να επιλέξει την ασφυξία
του εγωισμού, των σκοπιμοτήτων, των στρατευμένων ιδεολογιών».
Καθώς διανύουμε
μια μεγάλη πνευματική παρακμή σε όλα τις εκφάνσεις του σύγχρονου
κοινωνικοπολιτικού βίου, το βιβλίο μας αφυπνίζει μέσα από το ήθος
του παπα-Κώστα: «Η ειλικρινής αγαπη
τόσο για τον τόπο σου όσο και για τους ανθρώπους του είναι το αποτέλεσμα
του δοσίματος της καρδιάς σου στον Χριστό, μέσα απ’ την οποία ανοίγεται,
πλατιάζει, γίνεται περιεκτική. Αυτή η αγάπη σε ξεμυτίζει από την
εγωτική εγκύστωση και τον ιδιοτελή τρόπο σκέψης και σου ανοίγει
την ματιά στον πλατύ ορίζοντα. Σε κάνει να προτάσσεις το κοινό καλό,
οραματιζόμενος τις εξελίξεις και την ωφέλεια σε βάθος χρόνου. Να
μην χτίζεις μόνο για τα δικά σου βήματα μα και για τις περπατησιές των
επομένων».
Μέχρι την δύση του βίου του αγαπούσε τους ανθρώπους
ο παπαΚώστας, τους έβλεπε ως εικόνες θεού, ήταν κοινωνός της χαράς
που επιφέρει η χάρις του Αγίου Πνεύματος: «Ο παππούς», διαβάζουμε
στο βιβλίο, «ήταν ένα περπάτημα παραδείσιας
χαράς μέσα στον τόπο της εξορίας της, στην δική μας την Αθήνα. Στην πόλη
που δεν έχουμε πια την διάθεση, την αφορμή και τον χρόνο να χαρούμε.
Η αναγκαστική του παραμονή στην Αθήνα κάθε χρόνο από το Νοέμβριο
περίπου μέχρι και το Πάσχα δεν κατέστη ικανή να του αμβλύνει την χαρωπότητα
της καρδιάς του. Έβλεπες έναν άνθρωπο όχι απλώς να γελάει αλλά να
χαίρεται, και ένοιωθες ότι το χαμόγελό του δεν ήταν κίνηση σύσπασης
των χειλέων, αλλά παράδωμά τους στην πλημμυρίδα χαράς που αναδυόταν
απ’ την καρδιά και κατέκλυζε σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την ύπαρξη.» Ζούσε
την αγάπη για τον συνάνθρωπό έμπρακτα. Μέσα στην απρόσωπη μεγαλούπολη
χάριζε απλόχερα το νοιάξιμό του, στους διαβάτες της γειτονιάς,
στον πλανόδιο μουσικάντη, στην μοναχική γριούλα. Έβλεπε στον κάθε
άνθρωπό την εικόνα του θεού. Κι όταν η χάρις του Αγίου Πνεύματος σε
σκεπάζει, δεν έχει σημασία που μένεις, αλλά το πως νοιώθεις. «Ουχ ο
τρόπος, αλλ’ ο τρόπος». Ακόμα και μέσα στην πολύβουη και ταραγμένη
πόλη, η ψυχή αγάλλεται και το βλέμμα σου ανακαλύπτει την κρυμμένη ομορφιά.
«Όταν έχεις»,
γράφει ο π. Βασίλειος «αυτήν την
χαρά της παρουσίας του Θεού στην καρδιά σου και βλέποντας τον κάθε άνθρωπο,
αισθάνεσαι, ότι άκους την παρακλητική φωνή του Μακεδόνα νέου στις
Πράξεις των Αποστόλων: «διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν».
...Πέρασε τα σύνορα του εαυτού σου, της προσωπικής σου επάρκειας και
κοινώνησε μαζί μας την παρουσία του Χριστού. Έλα να μας μιλήσεις, να
μας αγγίξεις, να μας υποψιάσεις, να μας αναταράξεις. Σαν την αυλακωμένη
από αυχμό άνυδρη γη, εκλιπαρούσα όχι απλώς βροχή αλλά υέτια καταιγίδα,
η υπόσταση του κάθε ανθρώπου εκλιπαρεί για λίγη παρουσία Χριστού,
επιτέλους για λίγη χαρά, για πραγματικό χαμόγελο».
***
Ίσως
κάποιος να αναρωτηθεί πως είναι δυνατόν ο συγγραφέας να γράφει τόσο
εμφαντικά για κάποιον που γνώρισε τόσο λίγο διάστημα. Πέρα όμως από
το γεγονός ότι το φως που εκπέμπει ένας ηλικιωμένος, φανερώνει πάντα
και το διάβα του βίου του, υπάρχει κι ένα άλλο μυστικό:
Μας το
φανερώνει ο π. Βασίλειος: «Το πόσο
καλά γνωρίζεις έναν άνθρωπο που έχει ηλιοτριβήσει στην ζωή του,
δεν εξαρτάται από το πόσο κοντά σ’ αυτόν βρισκόσουν, από τον βαθμό
συγγένειας η το χρονικό διάστημα της συμπόρευσης. Δεν εξαρτάται από
το πόσα πολλά πράγματα έζησες μαζί του η από τα πόσα στοιχεία γνωρίζεις
για την ύπαρξή του. Εξαρτάται από τον βαθμό συνοδοιπορίας σου στον
χώρο που εκείνος υπήρχε και ανέπνεε, στον χώρο της αγάπης.»
Θυμόμαστε
εδώ, τον μέγα Αββά Δωρόθεο αυτή την μεγάλη ασκητική μορφή του 6ου
αιώνα μας λέει: Φανταστείτε ένα κύκλο πάνω στη γη, σαν ένα σχήμα
στρογγυλό που χάραξε κάποιος με διαβήτη απ’ το κέντρο του κύκλου. Υποθέστε
ότι ο κύκλος αυτός είναι ο κόσμος και ότι το κέντρο του κύκλου είναι ο
Χριστός. Οι ακτίνες του κύκλου από την περιφέρεια προς το κέντρο είναι
οι δρόμοι για το Θεό, δηλαδή οι τρόποι ζωής των ανθρώπων. Προχωρούν
λοιπόν οι πιστοί προς το εσωτερικό το κύκλου επιθυμώντας να πλησιάσουν
τον Θεό. Και όσο προχωρούν προς το κέντρο, τόσο πλησιάζουν και τον Θεό
και μεταξύ τους.
Αυτός
είναι ο δρόμος, που ο Κύριος μας ζήτησε
να πορευτούμε. Όχι όσοι δηλώνουμε πως είμαστε Χριστιανοί, αλλά όσοι,
παρά την αδύναμία μας, θέλουμε να είμαστε μαθητές του, κοινωνοί της
αγάπης Του, απόστολοι της χαράς του. Να πορευόμαστε μαζί, μία ποίμνη,
εις ποιμήν, συνηγμένοι στο Όνομά Του κι όχι διασκορπισμένοι ο καθένας
στο σπίτι του, μόνοι και φοβισμένοι, όπως δυστυχώς συμβαίνει στους περισσότερους
από εμάς.
Αυτός
είναι ο τρόπος που οφείλουμε να προσεγγίζουμε τον Θεό, ο τρόπος της
πείνας και δίψας για την δικαιοσύνη Του κι όχι μια ανούσια θρησκευτικότητα,
που επιφανειακά ανακουφίζει, αλλά δεν σώζει, δεν χαριτώνει τον άνθρωπο.
Αναρωτιόμαστε
γιατί πολλοί θρησκευόμενοι ζούμε χλιαρά, χωρίς νόημα αναστάσιμο
στην ζωή μας, κι ο συγγραφέας απαντά: «Δεν
αντέχει άλλο ο άνθρωπος τον Θεό – μπιμπελό, πολύτιμο μεν, χωρίς χρησιμότητα
δε στη ζωή του. Δεν υπάρχει νόημα πια και ελπίδα σε μια τέτοια ανούσια
«σχέση». Τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν προχωρά. Εθιμικές επαναλήψεις
ετήσιες, μα όχι γιορτή, καθόλου πανηγύρι. Δρόμος χωρίς Θεό δεν
αντέχεται...».
«Συνηθίσαμε», γράφει ο παπα Βασίλης, «μέσα στην αστοχία μας και τους δύσκολους καιρούς που ζούμε, να
ονομάζουμε πνευματικό άνθρωπο τον τύπο του άκαμπτου ηθικολόγου
που τάχα ποτέ δεν έχει πτώσεις, η να κατασκευάζουμε φαντασιακές εικόνες
για τους Αγίους, να κατασκευάζουμε υπερφυσικούς γίγαντες που δεν
μπορούμε να μιμηθούμε».
Πολλά
βιβλία έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια, που μας φανέρωσαν την ζωή
οσίων ανθρώπων. Είναι μεγάλη ευλογία αυτό, αλλά μερικά από αυτά
παρουσιάζουν έναν κίνδυνο. Κάποιοι συγγραφείς, άπειροι πνευματικής
ωριμότητος προβάλλουν στο πρόσωπο που περιγράφουν, δικές τους απόψεις,
που καθιστούν το πρόσωπο απόμακρο, η υπερτονίζουν κάποιες υπερφυσικές
ιδιότητες, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να αποκαρδιώνεται ο
αναγνώστης και να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αγιότητα αφορά
ελάχιστους εκλεκτούς κι ότι δεν είμαστε όλοι κεκλημένοι στην Βασιλεία
Του. Κι έτσι, άνθρωποι του θεού όπως ο π. Κων/νος περνάνε απαρατήρητοι,
αν δεν υπάρξει η ευαισθησία ενός οδίτη που θα μας θυμίσει ότι όλοι
είμαστε κεκλημένοι στον δρόμο προς την αγιότητα. Ξεχάσαμε τους Οσίους
και τις Οσίες της διπλανής πόρτας, εκείνους που όπως λέει όμορφα ο
παπαΒασίλης: «Ευτυχώς που δεν επιθυμούσαν
ανδριάντες, διότι δεν θα μας έφταναν οι πλατείες». Τους ανθρωπους
του Θεού που ζουν ανάμεσά μας και που με το παραδειγμά τους, μυστικά
μας διδάσκουν όσα οι κυρίαρχες ιδεολογίες θέλουν να μας κάνουν να
ξεχάσουμε.
Ο συγγραφέας μέσα
από την δική του αγωνία, μέσα από την προσωπική του διαδρομή που
τον δίδαξε πολλά, κατανοεί και πονά. Αφουγκράζεται και διατυπώνει
τον τρόπο που διαβαίνεις, τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο, αυτόν
που ξεχάσαμε μέσα στην καλοπέρασή μας. «Αισθάνεσαι περιορισμένος», μας λέει. «Βλέπεις τον αναγκεμό παντού γύρω σου και υποψιάζεσαι πόσο
περισσότερος θα υπάρχει λίγο παραπέρα, εκεί που δεν μπορείς να φτάσεις,
να κοιτάξεις. Θέλεις τότε να σπάσεις τα όριά σου. Να πετάξεις ψηλά, πολύ
ψηλά. Να σηκώσεις τη ζωή σου από την μετριότητα, την καθηκοντολογία,
τον ηθικισμό, την τυπική ελεημοσύνη».
Αυτά
όλα δηλαδή, αδελφοί μου, που κάνουν τον άνθρωπο χλιαρό, του δημιουργούν
ψεύτικες αυτοδικαιώσεις, τον βγάζουν από τον δρόμο της περιχώρησης
και της συγχώρεσης, του στερούν τον δρόμο προς την αγαπη, την ειρήνη,
την Αγιότητα.
«Καλείσαι να αποφασίσεις», προσθέτει ο συγγραφέας. «Και εκεί, από το ύψος της αγάπης, όπως και ο Κύριός σου από το
ύψος του Σταυρού, αποφασίζεις όχι να δώσεις, μα να δοθείς. Να τεμαχιστείς
σε μικρά – μικρά κομματάκια αγάπης, ελεημοσύνης, στοργής, χαράς,
καταλλαγής, ειρήνης, προσευχής και να μοιραστείς παντού, σε όσους αίρουν
τις καρδιές και ζητούν ουράνιο υετό. Ύστερα θα κατέβεις, σαν τον Κύριό
σου, θαρραλέα, διότι τίποτα δεν μπορεί πλέον να σκιάσει, να φοβίσει
την αναστάσιμη ζωή σου. Θα κατέβεις θαρραλέα να πάρεις την σειρά
σου στην αναμονή της αναστάσεως, στο δικό σου μνήμα.»
***
Όλο
το βιβλίο είναι ένα ύμνος ευχαριστίας και δοξολογίας στον Θεό, ένα
κάλεσμα συνοδοιπορίας στα χνάρια του γλυκύτατου Χριστού. Μια υπενθύμιση,
ότι είμαστε κεκλημένοι όλοι στο λησμονημένο όραμα της Αγιότητος.
Στην πρώτη Εκκλησία, οι πιστοί αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον Άγιο,
για να θυμούνται έτσι την διαρκή κλήση του Κυρίου στην Βασιλεία του.
Σήμερα, που ξεχασμένοι στην παραζάλη του παρόντος αιώνος, ψελλίζουμε
ότι πάμε στην Εκκλησία για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, να ηρεμήσουμε,
και άλλα τέτοια χλιαρά του ιδεολογήματα,
χρειάζεται να αφυπνιστούμε και να ποθήσουμε πάλι την χαρά της μέθεξης
του Αγίου Πνεύματος.
***
Το «Συναπάντημα
στην Δύση», κατά την διάρκεια της ανάγνωσης μας αλλοιώνει, μας υπενθυμίζει,
μας συγκινεί, μας αφυπνίζει πνευματικά. Όπως κάθε σημαντικό θεολογικό
κείμενο, είναι κάτι περισσότερο από το ίδιο το θέμα που διαπραγματεύεται.
Υπερβαίνει την τεχνική, την γλώσσα και την πλοκή του. Μας εισάγει και πάλι μυστικά στον δρόμο
της μετανοίας. Μας θυμίζει ότι η Αγιότητα είναι προορισμένη για
οποιονδήποτε από εμάς το επιθυμήσει και διψάσει για το ύδωρ το ζων, το αλλόμενον εις ζωήν
αιώνιον. Ας θυμηθούμε πως Εκείνος μας υποσχέθηκε ότι ποταμοί
εκ της κοιλίας μας θα ρεύσουν ύδατος ζώντος κι η χάρις του Αγίου Πνεύματος
θα αναπληρώσει όλες τις αδυναμίες μας, καθιστώντας μας πάλι το άλας
της γης.
Οι
όσιοι της διπλανής πόρτας μας το βεβαιώνουν αυτό, μας γεμίζουν αισιοδοξία για
τον δικό μας δρόμο, για την θέση μας μέσα στην κοινωνία σε χρόνους χαλεπούς. Κι
όπως οι παλιότεροι δύσκολοι καιροί γέννησαν πνευματικά αναστήματα σαν τον
μακαριστό παπαΚώστα - τις πρεσβείες του να έχουμε - έτσι και τώρα οι δοκιμασίες
θα οδηγήσουν πολλούς από εμάς στην μετάνοια και την ελπίδα.
Ευχαριστούμε και
πάλι τον π. Βασίλειο που ζυμώνοντας την ψυχή του με τα νάματα των Αγίων και των
Πατέρων της Εκκλησίας και με το νέκταρ των μεγάλων ποιητών που τόσο αγαπάει,
μας ψάλλει με λόγο ποιητικό, όχι μόνο ένα requiem για τον όσιο του Θεού, αλλά και ένα Ύμνο της χαράς για
την εν Χριστώ Ζωή.
Να δώσει ο Θεός να
συνεχίσουν να παρουσιάζονται σε τούτο τον τόπο τον ποτισμένο από το αίμα και τα
δάκρυα Αγίων και ήρώων, αναστήματα σαν του π. Κωνσταντίνου Σκόνδρα, άνθρωποι
δίκαιοι κι ευσεβείς, φάροι φωτεινοί και πρότυπα ήθους, σε εποχές όμίχλης. Τους
έχει ανάγκη η εκκλησία, το γένος, ο τόπος, ο κόσμος όλος. Αμήν.
Την ευχή σας
Σεβασμιώτατε,
Χριστός Ανέστη!