Σελίδες

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟ ΖΩΝ....



Η ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή, α­γα­πη­τοί μου α­δερ­φοί, πε­ρι­γρά­φει κά­τι που με τα μά­τια ε­νός αν­θρώ­που της ε­πο­χής ε­κεί­νης εί­ναι το α­πο­λύ­τως πα­ρά­δο­ξο. Δεν υ­πάρ­χει ί­χνος λο­γι­κής στον τρό­πο με τον ο­ποί­ο συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ο Χρι­στός δί­πλα στο πη­γά­δι του Ι­α­κώβ, μιας και ε­κεί κα­τα­λύ­ει κά­θε ί­χνος της ε­βρα­ϊ­κής πα­ρα­δό­σε­ως, έ­τσι ό­πως την αν­τι­λαμ­βα­νό­ταν έ­νας μέ­σος σο­βα­ρός άν­θρω­πος. Η συμ­πε­ρι­φο­ρά του Χρι­στού, α­θέ­α­τη α­π' τα μά­τια των πολ­λών, ά­φη­σε μό­νο τους μα­θη­τές με την α­πο­ρί­α. Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­λύ­ει κά­ποι­ος τα ή­θη της ε­πο­χής; Πώς εί­ναι δυ­να­τόν κά­ποι­ος που θέ­λει να αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται δι­δά­σκα­λος να τολ­μά­ει να μι­λά­ει με μια γυ­ναί­κα, η ο­ποί­α ή­ταν και αι­ρε­τι­κή και πόρ­νη; Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­λύ­ον­ται έ­τσι τα ή­θη του Ισ­ρα­ήλ, με τό­ση πολ­λή ευ­κο­λί­α; 

Η σκη­νή εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή. Εί­ναι με­ση­μέ­ρι, δεν εί­ναι η ώ­ρα που φυ­σι­ο­λο­γι­κά πη­γαί­νουν οι γυ­ναί­κες για να πά­ρουν νε­ρό α­πό το πη­γά­δι. Ό­πως ξέ­ρου­με κι α­π' τα δι­κά μας τα χω­ριά οι ώ­ρες για να πά­ει κα­νείς να αν­τλή­σει νε­ρό ήταν οι πρω­ι­νές ή α­πο­γευ­μα­τι­νές, ό­ταν δεν υ­πάρ­χει ο ή­λιος ο δυ­να­τός κι έ­τσι μπο­ρεί αυ­τή η κο­πι­α­στι­κή ερ­γα­σί­α να γί­νει πιο ξεκούραστα. Κι ε­κεί θα συ­ναν­τη­θούν, ό­πως συ­ναν­τι­όν­του­σαν τα πα­λιά τα χρό­νια οι γυ­ναί­κες να μι­λή­σουν, να πουν τα δι­κά τους, μα­κριά α­πό τ' αυ­τιά των αν­δρών. Εί­ναι με­ση­μέ­ρι κι ο Χρι­στός περ­νά­ει α­πό ε­κεί. Και υ­πάρ­χει αυ­τή η γυ­ναί­κα που προ­φα­νώς εί­χε πά­ει με­ση­μέ­ρι για να μην συ­ναν­τή­σει τις άλ­λες γυ­ναί­κες. Δεν θέ­λει να εί­ναι μα­ζί τους για­τί α­πλού­στα­τα δεν την θέ­λουν και ε­κεί­νες. Τι θα μπο­ρού­σαν να κά­νουν με μια γυ­ναί­κα που εί­χε πέν­τε άν­τρες πριν και κά­θε φο­ρά δεν ή­τα­νε ε­πί­ση­μα μνη­στευ­μέ­νη κα­τά την πα­ρά­δο­ση του Ισ­ρα­ήλ; Το ί­διο θα έ­κα­νε και η δι­κή μας κοι­νω­νί­α. Ας μην σκί­ζου­με τα ρού­χα μας για τους Ε­βραί­ους. 

Αυ­τή την γυ­ναί­κα, λοι­πόν, που πά­ει το με­ση­μέ­ρι να γε­μί­σει νε­ρό συ­ναν­τά­ει ο Χρι­στός. Κι ο πα­ρα­λο­γι­σμός αρ­χί­ζει. Της μι­λά­ει ε­νώ εί­ναι Σα­μα­ρεί­τι­δα. Να θυ­μί­σου­με  ό­τι η Σα­μά­ρεια βρι­σκό­ταν στο κέν­τρο της και πως τους Σαμαρείτες, επειδή κατά καιρούς είχαν δεχτεί διάφορες ειδωλολατρικές επιδράσεις πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, ήταν απομονωμένοι και οι Ιουδαίοι τους περιφρονούσαν. Έ­τσι λοι­πόν δεν ήθε­λαν να έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση μα­ζί τους. Οι Ισ­ρα­η­λί­τες, ό­πως λέ­ει η Γρα­φή δεν έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση με τους Σα­μα­ρεί­τες, δεν πρέ­πει να μι­λά­νε μα­ζί τους. 

Με μί­α Σα­μα­ρεί­τισ­σα, λοι­πόν, ε­πι­λέ­γει, κόντρα στην η­θι­κή της ε­πο­χής να μι­λή­σει ο Χρι­στός. Με μία αιρετική που ή­ταν γυ­ναί­κα, με την ο­ποί­α πο­τέ δεν θα έ­πια­νες μια κου­βέν­τα θε­ολογική, γι' αυ­τό ε­ξάλ­λου και οι γυ­ναί­κες δεν μπο­ρού­σαν να μι­λή­σουν στις συ­να­γω­γές, δεν ε­πι­τρε­πό­ταν. Ο λό­γος βέ­βαι­α κα­θό­λου θε­ο­λο­γι­κός δεν εί­ναι. Εί­ναι δι­ό­τι σε μια τό­σο αν­δρο­κρα­τού­με­νη κοι­νω­νί­α ό­πως ή­ταν η αρ­χαί­α κοι­νω­νί­α, θε­ω­ρού­σαν ό­τι η γυ­ναί­κα ή­ταν κατώτερη από τον άνδρα, συ­νε­πώς δεν εί­χε κα­νέ­να λό­γο να μι­λά­ει. Επιπλέον αυτή εδώ η γυναίκα ήταν αμρτωλή, αφού εί­χε στην ζωή της πολ­λούς άν­τρες, δη­λα­δή ή­ταν στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας. 

Αυ­τήν λοιπόν δι­α­λέ­γει να μι­λή­σει ο Χρι­στός και να κά­νει έ­ναν α­πό τους πιο ση­μαν­τι­κούς και γνω­στούς δι­α­λό­γους του Ευ­αγ­γε­λί­ου. Την πλη­σιά­ζει και της μι­λά­ει μα ε­κεί­νη δεν κα­τα­λα­βαί­νει. Το πα­ρά­λο­γο συ­νε­χί­ζε­ται. Δεν ή­ταν δι­α­νο­ού­με­νη, δεν ή­ταν δι­α­βα­σμέ­νη, δεν ή­ξε­ρε πολ­λά. Το αν­τί­θε­το. Της μι­λά­ει ο Χρι­στός για νε­ρό που θα της δώ­σει αι­ώ­νια ζω­ή κι ε­κεί­νη δεν κα­τα­λα­βαί­νει τί­πο­τα. Νο­μί­ζει ό­τι εί­ναι έ­να νε­ρό συ­νη­θι­σμέ­νο. Της μι­λά­ει για το «ύ­δωρ το ζων», το ζων­τα­νό νε­ρό, που με­τα­τρέ­πει τον άν­θρω­πο χά­ρι­τι Θε­ού σε ά­γιο και εκείνη δεν κα­τα­λα­βαί­νει. Και στην συ­νέ­χεια, ό­ταν πεί­θε­ται ό­τι με το νε­ρό του Κυ­ρί­ου θα ξε­δι­ψά­σει για πάν­τα, αυ­τό το βλέ­πει πά­λι πρα­κτι­κά. Ω­ραί­α, λέ­ει, ας το πι­ω αυ­τό το μα­γι­κό νε­ρό που μου λες κι έ­τσι ε­γώ θα ξε­δι­ψά­σω για πάν­τα και δεν θα χρει­ά­ζε­ται να ξα­νάρ­χο­μαι ε­δώ, να κου­ρά­ζο­μαι στο πη­γά­δι και να συ­ναν­τά­ω και τα ει­ρω­νι­κά βλέμ­μα­τα των άλ­λων γυ­ναι­κών. Για­τί, λοι­πόν, μι­λά­ει ο Χρι­στός μα­ζί της; 

Ο λό­γος βέ­βαι­α για τον υ­πο­ψι­α­σμέ­νο στον ευ­αγ­γε­λι­κό λό­γο εί­ναι σα­φής. Ο Χρι­στός δεν ήρ­θε για να σώ­σει κα­νέ­να δί­και­ο - ακόμα και σή­με­ρα που μι­λά­με και που εί­ναι ε­δώ α­νά­με­σά μας. Αν κά­ποι­ος α­πό ε­μάς με πρώ­το ε­μέ­να που σας μι­λώ θε­ω­ρεί ό­τι εί­ναι δί­και­ος, ξε­χά­στε ό­τι ήρ­θε για ε­μάς. Ήρ­θε για τους α­μαρ­τω­λούς. Ήρ­θε για ε­κεί­νους που έ­χουν συ­ναί­σθη­ση της α­δυ­να­μί­ας τους. Ήρ­θε για ε­κεί­νους που εί­τε εί­ναι πολ­λά χρό­νια στην πί­στη ή ε­λά­χι­στα, εί­τε για ε­κεί­νους που εί­ναι α­μαρ­τω­λοί, εί­τε για ε­κεί­νους που αι­σθά­νον­ται ή νο­μί­ζουν ό­τι εί­ναι α­να­μάρ­τη­τοι, έ­χουν ό­μως μια συ­ναί­σθη­ση: Ό­τι εί­ναι τυ­φλοί, ό­τι εί­ναι πα­ρά­λυ­τοι. 

Ο Χρι­στός ήρ­θε για κά­θε άν­θρω­πο που βα­θιά μέ­σα στην ψυ­χή του, ό,τι κι αν έ­χει κά­νει ή δεν έ­χει κά­νει, έ­χει πεί­να και δί­ψα για την α­λή­θεια. Ού­τως ή άλ­λως για τους Πα­τέ­ρες της εκ­κλη­σί­ας η Σα­μα­ρεί­τι­δα προ­τυ­πώ­νει τον άν­θρω­πο τον πε­πτω­κό­τα. Τον άν­θρω­πο αυ­τόν, ο ο­ποί­ος μπο­ρεί να τα έ­χει κά­νει ό­λα, να έ­χει πέ­σει πο­λύ χα­μη­λά, αλ­λά έ­χει μέ­σα του κά­τι. Έ­χει έ­να μυ­στι­κό που δεν μπο­ρούν να το δουν οι άλ­λοι άν­θρω­ποι αλ­λά ο Θε­ός το βλέ­πει. Ποι­ο εί­ναι αυ­τό; Η προ­αί­ρε­ση. Αυ­τό βλέ­πει μέ­σα στην καρ­διά της Σα­μα­ρεί­τι­δος ο Χρι­στός. Την προ­αί­ρε­ση. Την ε­πι­θυ­μί­α δη­λα­δή να ξε­φύ­γει α­πό αυ­τό που εί­ναι. Να ξε­φύ­γει και ν' α­κο­λου­θή­σει τον Θε­ό. Να υ­περ­βεί δη­λα­δή τα πα­ρα­δε­δο­μέ­να αν­θρώ­πι­να και να πά­ει ε­κεί που η ψυ­χή του αν­θρώ­που διαρκώς δι­ψά­ει. Ό­ταν στα­μα­τή­σει να πι­στεύ­ει στα ε­πί­γεια, στα πρό­σκαι­ρα, στα μά­ται­α, στα πο­λι­τι­κά, στα κοι­νω­νι­κά, στα λε­φτά, στα υ­λι­κά. Ό­ταν τα­πει­νω­θεί, ό­πως τα­πει­νω­νό­μα­στε ε­μείς σε τού­τη ε­δώ την ε­πο­χή και πει "ξέ­ρε­τε, δεν μπο­ρώ να εί­μαι άλ­λο έ­τσι. Θέ­λω να ξε­δι­ψά­σω με ύ­δωρ αλ­λό­με­νον και ζω­ήν αι­ώ­νιον". 

Κι αν υ­πάρ­χει, να πού­με εν πα­ρεν­θέ­σει, μια με­γά­λη θλί­ψη για την ε­πο­χή μας δεν εί­ναι για­τί το ε­κλο­γι­κό σώ­μα των νε­ο­ελ­λή­νων δεν ξέ­ρει τι ψη­φί­ζει. Που να πά­ει, ποι­ον να εμ­πι­στευ­τεί, τι να ο­νει­ρευ­τεί για το αύ­ριο. Αυ­τά με την λο­γι­κή μπο­ρεί να το­πο­θε­τη­θού­νε κά­πως. Εί­ναι για­τί οι Έλ­λη­νες (το λέ­με και θα το λέ­με συ­χνά) που τους δό­θη­κε α­πό τον Θε­ό να εί­ναι ο λα­ός ε­κεί­νος που με τον πο­λι­τι­σμό του υ­πο­δέ­χθη­κε τον ευ­αγ­γε­λι­κό λό­γο, που δί­ψα­σε για το ύ­δωρ το αλ­λό­με­νο και την ζω­ήν αι­ώ­νιον, τώ­ρα δεν κά­νει τί­πο­τε άλ­λο α­πό το να πο­λι­τι­κο­λο­γεί θλιμ­μέ­νος - με­τά το με­γά­λο πα­νη­γύ­ρι της κα­τα­νά­λω­σης - και να αι­σθά­νε­ται α­πελ­πι­σμέ­νος. Και να μην ξέ­ρει τι να πι­στέ­ψει και που να πά­ει. Για­τί έ­χα­σε τον πό­θο για το ύ­δωρ το αλ­λό­με­νον εις ζω­ήν αι­ώ­νιον και πί­στε­ψε και πι­στεύ­ει α­κό­μη σε ε­πί­γει­ους πα­ρα­δεί­σους. 

Κι αν υ­πάρ­χει κά­τι για να στε­να­χω­ρη­θού­με πέ­ρα α­πό τα ό­σα δει­νά θα έρ­θουν κι α­κό­μα δεν τα φαν­τα­ζό­μα­στε, για­τί τα βλέ­που­με μι­κρο­πο­λι­τι­κά, εί­ναι για­τί ο μέ­σος άν­θρω­πος έ­χει φτά­σει σ' έ­να μη­δε­νι­σμό, σ' έ­να α­γνω­στι­κι­σμό, σε μια άρ­νη­ση του Θε­ού, τε­λι­κά στην άρ­νη­ση της α­λή­θειας. Κα­νείς δεν εν­δι­α­φέ­ρε­ται για να μά­θει την α­λή­θεια. Α­κό­μα κι ε­μείς πολ­λές φο­ρές που εί­μα­στε μέ­σα στην πη­γή δεν θέ­λου­με να πι­ού­με. Λέ­με, «πι­στεύ­ω, ξέ­ρω, γνω­ρί­ζω, δεν χρει­ά­ζον­ται άλ­λα, τα έ­μα­θα ό­λα, δεν χρει­ά­ζον­ται πολ­λά πολ­λά». Κα­ταρ­γού­με έτσι το ευ­αγ­γέ­λιο, το α­κυ­ρώ­νου­με. Ζού­με στην ε­πο­χή της ψευ­δαί­σθη­σης της γνώ­σης. Ζού­με στην ε­πο­χή της α­νο­η­σί­ας, δη­λα­δή της έλ­λει­ψης νο­ή­μα­τος. 

Να για­τί μί­α γυ­ναί­κα ε­λευ­θε­ρί­ων η­θών, θα λέ­γα­με, μας βά­ζει τα γυα­λιά. Για­τί στο τέ­λος αυ­τού του σου­ρε­α­λι­στι­κού δι­α­λό­γου ο Χρι­στός της λέ­ει τι έ­χει κά­νει στην ζωή της. Και τό­τε α­νοί­γει η ψυ­χή της. Κά­ποι­ος άν­θρω­πος που της μι­λά­ει, που έ­χει κύ­ρος, ε­νώ βλέ­πει ό­τι εί­ναι και γυ­ναί­κα και ε­λευ­θε­ρί­ων η­θών και Σα­μα­ρεί­τι­δα, της λέ­ει το πα­ρελ­θόν της. Κι ε­κεί α­νοί­γει η ψυ­χή της. Δεν εί­ναι η συμ­πε­ρι­φο­ρά ε­νός μέν­τιουμ ή ε­νός μά­γου που την εν­τυ­πω­σιά­ζει. Εί­ναι κά­ποι­ος που πρώ­τ' α­π' ό­λα την τί­μη­σε. Την τί­μη­σε με το να της μι­λά­ει. Κι ε­κεί­νη να μην κα­τα­λα­βαί­νει αλ­λά Ε­κεί­νος να της ε­ξη­γεί. Κι ε­κεί­νη να μην κα­τα­λα­βαί­νει αλ­λά Ε­κεί­νος να ξα­να­ε­πι­μέ­νει. 

Κι έ­τσι, λοι­πόν, ό­ταν κα­τα­λά­βει ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν άν­θρω­πο δι­α­φο­ρε­τι­κό τι κά­νει; Του λέ­ει αυ­τή την ε­ρώ­τη­ση: Της την χρω­στά­με στην ι­στο­ρί­α. Ό­σοι άν­θρω­ποι θέ­λου­με να πλη­σι­ά­σου­με στον Θε­ό την χρω­στά­με στη Σα­μα­ρεί­τι­δα, ό­πως της χρω­στά­με και πολ­λά άλ­λα. Ό­ταν έρ­θει, λέ­ει, ε­κεί­νη η ώ­ρα που θα φτά­σει ο Μεσ­σί­ας που θα προ­σκυ­νά­με; Στον δι­κό σας το να­ό των Ισ­ρα­η­λι­τών ή στον δι­κό μας; Οι Σα­μα­ρεί­τες εί­χαν κτί­σει έ­να να­ό στο ό­ρος Γι­α­ρι­ζίν, βρι­σκό­ταν στη Σα­μά­ρεια και ή­ταν α­φι­ε­ρω­μέ­νος στον Θε­ό του Ισ­ρα­ήλ. Αυ­τό ό­μως εί­χε ε­ξορ­γί­σει τους Ε­βραί­ους. Για­τί; Για­τί κα­τά το νό­μο του Μω­ϋ­σέ­ως έ­νας μό­νο να­ός μπο­ρού­σε να υ­πάρ­χει για να τι­μά­ται ο Θε­ός. Μό­νο ο να­ός του Σο­λο­μών­τος, που αρ­γό­τε­ρα ο­νο­μά­στη­κε να­ός του Η­ρώ­δη. Ό­λα τα άλ­λα ή­ταν συ­να­γω­γές που ε­πι­τρε­πό­ταν α­πό το νό­μο. Ο να­ός ή­ταν έ­νας. 

Η Σα­μα­ρεί­τι­δα, λοι­πόν, χω­ρίς να το κα­τα­λα­βαί­νει ξα­να­προ­κα­λεί τον «ε­βραί­ο» Χρι­στό. Εί­ναι σαν να του λέ­ει "κι ο δι­κός μας ο να­ός κα­λός εί­ναι, κι ε­μείς κα­λοί εί­μα­στε". Τι α­πάν­τη­ση θα πε­ρί­με­νε; Να την βρί­σει προ­φα­νώς, να της μι­λή­σει ά­σχη­μα. Να την ­πεί αι­ρε­τι­κή. Ό­χι. Της α­παν­τά­ει πο­λύ ψύ­χραι­μα, πο­λύ γλυ­κά. Και δί­νει την α­πάν­τη­ση και πρέ­πει ό­λοι να θυ­μό­μα­στε. Ού­τε ε­δώ, ού­τε ε­κεί. Δεν προ­σκυ­νεί­ται ο Θε­ός μέ­σα σε να­ούς. Ο Θε­ός προ­σκυ­νεί­ται εν πνεύ­μα­τι και α­λη­θεί­α. 

Κι ε­μείς με το να Τον θυ­μό­μα­στε την Κυ­ρια­κή μεταξύ 7-10 ή άλ­λοι 9-10, έ­χου­με μια πο­λύ πο­λύ με­γά­λη ψευ­δαί­σθη­ση. Τον Χρι­στό δεν Τον συ­ναν­τά­με την Κυ­ρια­κή στο να­ό. Την Κυ­ρια­κή στο να­ό συ­ναν­τά­με τους α­δερ­φούς μας και συμ­προ­σευ­χό­μα­στε ό­λοι μα­ζί κα­τά τον κα­θα­για­σμό των Τι­μί­ων Δώ­ρων και τρώ­με το Σώ­μα Του και πί­νου­με το Αί­μα Του για­τί θέ­λου­με να ζή­σου­με την ζω­ή Του. Αν δεν Τον συ­ναν­τά­με ό­μως ό­λη την ε­βδο­μά­δα εν Πνεύ­μα­τι και Α­λη­θεί­α, ού­τε την Κυ­ρια­κή Τον συ­ναν­τά­με. Μάλλον κο­ρο­ϊ­δευ­ό­μα­στε. 

Εν πνεύ­μα­τι και α­λη­θεί­α, της α­παν­τά. Α­σε τους να­ούς. Ά­σε τον τύ­πο. Και κοί­τα έ­να πράγ­μα στην ζω­ή σου. Εν πνεύ­μα­τι και α­λη­θεί­α να πι­στεύ­εις. Βλέ­που­με συ­νε­χώς τον Χρι­στό να το το­νί­ζει σε ό­ποι­ον συ­ναν­τά­ει. «Εί­μαι η Ο­δός», λέ­ει, «η Α­λή­θεια και η Ζω­ή». Κά­τι ξε­χα­σμέ­νο στις μέ­ρες μας α­κό­μα και α­πό ε­μάς τους θρη­σκευ­ο­μέ­νους. Δεν λέ­ει, εί­μαι ο τύ­πος, ο νό­μος. Δεν λέ­ει ο κα­θω­σπρέ­πει, ο η­θι­κός. Εί­χαν ει­πω­θεί ό­λα αυ­τά. Λέ­ει: «η Ο­δός, η Α­λή­θεια και η Ζω­ή». Εί­μαι ο δρό­μος που ο­δη­γεί στην α­λή­θεια για να γί­νει η ζω­ή σας όν­τως ζω­ή. Πό­σοι άν­θρω­ποι σή­με­ρα το θυ­μό­μα­στε αυ­τό; Και α­πό ε­μάς τους ί­διους λέ­ω, για να μην λέ­με για τους άλ­λους. Έ­χουν φτά­σει πά­ρα πολ­λοί άν­θρω­ποι να έ­χουν ταυ­τί­σει την Εκ­κλη­σί­α με την υ­πο­κρι­σί­α. Να έ­χουν ταυ­τί­σει την Εκ­κλη­σί­α με το νό­μο και τον τύ­πο. Και πολ­λές φο­ρές ε­μείς τους ε­πι­βε­βαι­ώ­νου­με αν­τί να τους δι­α­ψεύ­δου­με. Έ­χουν φτά­σει κά­ποι­οι να θε­ω­ρούν τους αν­θρώ­πους τής Εκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή ε­μάς, ό­χι μό­νο τους ι­ε­ρείς, ό­λους μας, σαν να εί­μα­στε κά­ποι­οι η­θι­κο­λό­γοι που α­πλώς φω­νά­ζου­με και κραυ­γά­ζου­με και ου­σί­α δεν έ­χου­με. 

Εί­ναι η Ο­δός, η Α­λή­θεια και η Ζω­ή. Αυ­τό που τό­σα χρό­νια ε­μείς το ψά­χνου­με στα κοι­νω­νι­κά συ­στή­μα­τα και κά­ποι­οι θα το ξα­να­ψά­ξουν α­π' ό­τι βλέ­που­με και το ε­πι­θυ­μούν. Δι­α­φό­ρων ει­δών συ­στή­μα­τα. Εί­ναι η Ο­δός, η Α­λή­θεια και η Ζω­ή. Ό­χι ο δρό­μος προς το "κα­τα­να­λώ­νω ά­ρα υ­πάρ­χω", αλ­λά ο δρό­μος προς το "γνώ­σε­σθε την α­λή­θεια και η α­λή­θεια ε­λευ­θε­ρώ­σει υ­μάς". Αυ­τό εί­ναι το «ύ­δωρ το ζων» που ει­σά­γει στην αι­ώ­νια ζω­ή.   

Ό,τι ει­πώ­θη­κε στη Σα­μα­ρεί­τι­δα λέ­γε­ται και σ' ε­μάς ε­τού­τη την στιγ­μή. Ό,τι λέ­γε­ται κά­θε στιγ­μή στον ευ­αγ­γε­λι­κό λό­γο, θα πρέ­πει να θυ­μό­μα­στε έ­να πράγ­μα: Για ε­μάς λέ­γε­ται. Για ό­λους μα­ζί και τον κα­θέ­να μας ξε­χω­ρι­στά. Ό­χι για να τ' α­κού­σου­με και με­τά να κου­νή­σου­με το δά­χτυ­λο στους άλ­λους και να πού­με "κοί­τα τι α­μαρ­τω­λοί που εί­στε".  Αλ­λά για να σκύ­ψου­με το κε­φά­λι και να πού­με "αυ­τή την ο­δό την περ­πα­τά­ω; Την α­λή­θεια την α­να­ζη­τώ; Την ζω­ή Του την κά­νω ζω­ή μου ή εί­μαι α­πλώς έ­νας πα­θη­τι­κός τη­λε­θε­α­τής που ό,τι μου σερ­βί­ρει έ­νας δη­μό­σιος λό­γος α­νό­η­τος ε­γώ τον χά­φτω και την Κυ­ρια­κή πά­ω και στην εκ­κλη­σί­α για να έ­χω έ­να άλ­λο­θι στη συ­νεί­δη­σή μου;" 

Να α­κο­λου­θή­σου­με τον δρό­μο της Σα­μα­ρεί­τι­δας δεν εί­ναι α­στεί­α προ­τρο­πή. Σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, η Σα­μα­ρεί­τι­δα εί­ναι η Α­γί­α Φω­τει­νή. Εί­ναι η γυ­ναί­κα αυ­τή που πρώ­τα ξε­σή­κω­σε το χω­ριό της. Σκε­φτεί­τε τι πε­ρι­φρό­νη­ση θα της εί­χαν κι ό­μως την ά­κου­σαν κι έ­τρε­ξαν ό­λοι. Πό­σο πει­θώ θα εί­χε αυ­τό που συ­νέ­βη μέ­σα της. Και στην συ­νέ­χεια μ' αυ­τή την δύ­να­μη, μ' αυ­τό το πά­θος, με το ί­διο πά­θος που πριν ή­ταν στην α­μαρ­τί­α ρί­χτη­κε στην ι­ε­ρα­πο­στο­λή. Σπουδαίο το συ­να­ξά­ρι της, πο­λύ με­γά­λο. Πως έ­στρε­ψε τα παι­διά της στο Χρι­στό, πως ό­λοι μα­ζί με­τέ­στρε­ψαν πά­ρα πο­λύ κό­σμο, πως μαρ­τύ­ρη­σαν ό­λοι μα­ζί. Να για­τί εί­ναι πα­ρά­δειγ­μα η Φω­τει­νή, η Σα­μα­ρεί­τις, η Α­γί­α Φω­τει­νή. Πα­ρά­δειγ­μα για μας τώ­ρα. Που κα­θό­μα­στε θλιμ­μέ­νοι, στε­να­χω­ρη­μέ­νοι, μπερ­δε­μέ­νοι, θυ­μω­μέ­νοι, α­πο­γο­η­τευ­μέ­νοι και πο­λι­τι­κο­λο­γού­με με τις ώ­ρες. 

Να ποι­α εί­ναι η πο­λι­τι­κή πρά­ξη η πραγ­μα­τι­κή για τον χρι­στια­νό.  Περ­νά­ει μέ­σα α­πό την καρ­διά του, α­π' την χά­ρη του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος κι α­πό την πρά­ξη που θα έ­χει στο πε­ρι­βάλ­λον του. Για σκε­φτεί­τε να έ­λε­γε η Α­γί­α Φω­τει­νή (δεν εί­ναι α­στεί­ο αυ­τό που θα σας πω) "θα πρέ­πει να βρού­με έ­να κόμ­μα, να το ψη­φί­σου­με, να εκ­προ­σω­πεί το Ισ­ρα­ήλ, να δι­ώ­ξει τους Ρω­μαί­ους και με­τά ό­λα θα εί­ναι ω­ραί­α και κα­λά". Καλό είναι κι αυτό, αλ­λά εκείνη έπραξε αυ­τό που δεν κά­νου­με ε­μείς: Άρ­χι­σε πρώ­τ' α­π' ό­λα α­π' τα παι­διά της. Α­π' το πε­ρι­βάλ­λον της. Πιο σω­στά, άρ­χι­σε α­πό τους χω­ρια­νούς της α­κό­μα κι ό­ταν ή­ταν α­μαρ­τω­λή και κα­τά­πτυ­στη. Και με­τά την οι­κο­γέ­νειά της. Και κα­τά­φε­ρε κι έ­κα­νε τα παι­διά της λε­βέν­τες. Και με­τά με­τέ­στρε­ψε κό­σμο πο­λύ. Αυ­τή εί­ναι η πο­λι­τι­κή πρά­ξη η πραγ­μα­τι­κή. Αν­τί να πε­ρι­μέ­νω, να σκέ­φτο­μαι, να συ­ζη­τά­ω και να περ­νά­ω τις ώ­ρες μου μπρο­στά στο χα­ζο­κού­τι, ν' αρ­χί­σω ε­δώ και τώ­ρα να αλ­λά­ζω ε­γώ και μα­ζί μου να α­κο­λου­θού­νε κι άλ­λοι. Ει­ρή­νευ­σε ε­σύ και θα ει­ρη­νεύ­σουν και οι άλ­λοι γύ­ρω σου. Α­γά­πα ε­σύ και θα α­γα­πή­σουν και οι άλ­λοι. Ζή­σε ε­σύ και θα ζή­σουν και οι άλ­λοι. 

Ας αναζητήσουμε αυ­τό «το ύ­δωρ το αλ­λό­με­νον εις ζω­ήν αι­ώ­νιον» που υ­πο­σχέ­θη­κε ο Χρι­στός σε ό­ποι­ον Τον α­κο­λου­θεί. Ας ζη­τή­σου­με να μας το δώ­σει. Και εν «Πνεύ­μα­τι και Α­λη­θεί­α» να Τον α­να­ζη­τή­σου­με ό­σο σκο­τει­νό και να αι­σθα­νό­μα­στε το πε­ρι­βάλ­λον γύ­ρω μας. Για­τί το φως ε­κεί­νο που έ­νι­ω­σε η Σα­μα­ρεί­τι­δα, που έ­βλε­παν οι Α­πό­στο­λοι και που φούν­τω­σε μέ­σα τους κα­τά την η­μέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, για μας εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νο. Φτά­νει να το θέ­λου­με. Φτά­νει να μην εί­μα­στε σαν ε­κεί­νους τους πρω­τα­γω­νι­στές της πα­ρα­βο­λής που μοι­ά­ζου­με πο­λύ συ­χνά, που κά­θε φο­ρά που μας κα­λεί ο Κύ­ριος στη Βα­σι­λεί­α Του ε­μείς λέ­με "α­γό­ρα­σα βό­δι, έ­χω πά­ρει χω­ρά­φι, παν­τρεύ­ω το παι­δί μου". Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι έ­τσι εί­μα­στε. 

Αλ­λά τα α­δύ­να­τα στους αν­θρώ­πους εί­ναι πο­λύ δυ­να­τά στον Θε­ό. Κι έ­τσι, ό­πως η Σα­μα­ρεί­τι­δα, την ο­ποί­α την ο­νο­μά­ζει η Εκ­κλη­σί­α Ι­σα­πό­στο­λο (προ­σέξ­τε με­γά­λη τι­μή!), ι­σα­πό­στο­λος αυ­τή η «τι­πο­τέ­νια» γυ­ναί­κα, σε ε­μάς που εί­μα­στε βα­πτι­σμέ­νοι, που έ­χου­με στην καρ­διά μας έ­να μι­κρό σκίρ­τη­μα, αν θε­λή­σου­με να γί­νου­με κι ε­μείς σαν τη Σα­μα­ρεί­τι­δα δεν θα μας δώ­σει ο Θε­ός πα­ρα­πά­νω; Ας το σκε­φτού­με, ας προ­βλη­μα­τι­στού­με, ας α­γα­πή­σου­με πα­ρα­πά­νω τον Χρι­στό, ας δού­με την μα­ται­ό­τη­τα του κό­σμου κι ας αλ­λά­ξου­με σή­με­ρα, τώ­ρα α­δερ­φοί μου. Ας με­τα­νο­ή­σου­με δη­λα­δή. Να δί­νει η χά­ρις του Θε­ού να ε­νι­σχυ­ό­μα­στε και να πο­ρευ­ό­μα­στε στην α­γί­α και με­γά­λη Πεν­τη­κο­στή.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: