Απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του
π. Χριστοδούλου Μπίθα
(Αναδημοσίευση)
Για
μια ακόμη φορά ένας νομοδιδάσκαλος πλησιάζει τον Κύριο με σκοπό να
Τον ντροπιάσει, να Τον εκθέσει μπροστά στους παρευρισκομένους αφού η
διδασκαλία του Χριστού, έρχεται σε αντίθεση με την παράδοση που διδάσκουν
οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς και οι νομοδιδάσκαλοι. Του κάνει λοιπόν,
μία ερώτηση: "Τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια
ζωή;" Ο Χριστός αντιστρέφει την ερώτηση: "Εσύ τι νομίζεις
ότι πρέπει να κάνεις; Ποια είναι η σημαντικότερη εντολή που πρέπει
να τηρήσεις;"
Ο νομοδιδάσκαλος αυτός δεν είναι τυχαίος. Από την απάντησή του φαίνεται
ότι είναι πολύ καταρτισμένος. Διότι απ' όλες τις εντολές που υπάρχουν
μέσα στον νόμο διαλέγει ένα στίχο που επαναλαμβάνεται στο Λευϊτικό
και στο Δευτερονόμιο, το "αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου και τον
πλησίον σου ως εαυτόν". Αυτή ακριβώς είναι και η εντολή την οποία
είχε διδάξει ο Κύριος ως πρώτη και σπουδαία εντολή. Πιθανόν να το ήξερε
και ο νομοδιδάσκαλος. Ίσως επειδή άκουγε τον Χριστό να επιλέγει
αυτή την φράση ανάμεσα από όλο το νόμο για να συγκεφαλαιώσει την
διδασκαλία Του, μπορεί επίτηδες να λέει αυτή την απάντηση. Το γιατί
θα το δούμε αμέσως μετά.
Του
λέει ο Χριστός "Συγχαρητήρια, αυτή είναι η απάντηση. Αν μπορέσεις
να κάνεις πράξη αυτό, δηλαδή να αγαπάς τον Θεό, να είσαι αφιερωμένος
σ' Εκείνον, να αγαπάς τον πλησίον σου μ' όλη σου την καρδιά, αλλά να αγαπάς
και τον εαυτό σου, τότε θα σωθείς." Του κάνει, λοιπόν, ο νομοδιδάσκαλος
την ερώτηση που είναι, θα λέγαμε, ερώτηση-παγίδα. "Ποιος είναι
ο πλησίον;" Η ερώτηση, λοιπόν, δεν είναι τυχαία, και είπα λίγο
πριν ότι μπορεί επίτηδες ακούγοντας το κήρυγμα του Χριστού να την είχε
επιλέξει, διότι εδώ βρισκόταν και η μεγάλη διαφωνία για την έννοια
του "πλησίον" ανάμεσα σε αυτό που εννοούσε ο Χριστός και σε
αυτό που εννοούσαν οι Εβραίοι.
Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια του "πλησίον" χωριζόταν
σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με το ποιος την πίστευε. Πρώτ' απ' όλα
για το σύνολο του εβραϊκού λαού, "πλησίον" ήταν μόνο
οι Εβραίοι. Όλοι οι άλλοι ήταν ειδωλολάτρες και δεν ήθελαν να έχουν
καμία σχέση μαζί τους. Ειδωλολάτρες, αιρετικοί, εθνικοί.
Μετά
ήταν η τάξη των Φαρισαίων, των νομοδιδασκάλων και των Γραμματέων,
άνθρωποι μορφωμένοι, καταρτισμένοι στον νόμο, και αυστηροί τηρητές
του. Εκείνοι θεωρούσαν ότι "πλησίον" μπορεί να είναι μόνο
όποιος έχει μια ανώτερη κατάρτιση, ανήκει στους Σαδδουκαίους ή
τους Φαρισαίους και συνεπώς δεν μπορεί "πλησίον" να είναι ο
όχλος, οι αγράμματοι και ασήμαντοι φτωχοί.
Η
τρίτη αντίληψη, ακόμα πιο σκληροπυρηνική θα λέγαμε, ήταν αυτή
της αιρέσεως των Εσσαίων. Οι Εσσαίοι ήταν μια αίρεση ακόμα πιο αυστηρή
από τους Φαρισαίους, οι οποίοι είχαν φύγει από τα κατοικημένα μέρη
κι είχαν πάει να ζήσουν στην έρημο του Εν-Γαδί της Ιουδαίας, στη Δυτική
πλευρά της Νεκράς Θαλάσσης και αριθμούσε κάποια περίοδο μέχρι
και 4.000 μέλη. (Είναι γνωστά τα χειρόγραφα που βρέθηκαν εκεί, τα χειρόγραφα
του Κουμράν, που βρέθηκαν στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, τα παλαιότερα
χειρόγραφα που αναφέρονται στην Γραφή.) Οι Εσσαίοι, λοιπόν, ήταν άνθρωποι
αφιερωμένοι, θα λέγαμε σαν μέλη μιας πολύ ακραίας θρησκευτικής οργάνωσης,
ζούσαν στην έρημο, δεν έκαναν παιδιά, περίμεναν το τέλος του κόσμου
και γι' αυτούς ο "πλησίον" ήταν μόνο τα μέλη των Εσσαίων, κανείς
άλλος.
Βλέπουμε,
λοιπόν, ότι σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής και όχι μόνο, γιατί
εδώ υπάρχει κάτι που μας ενδιαφέρει κι εμάς, ο "πλησίον"
περιοριζόταν ανάλογα με τις αντιλήψεις της κάθε κάστας, τάξης ή
φυλής. Πρώτα η έννοια η ρατσιστική, η ράτσα, η φυλή, ο πολύς λαός.
Δεύτερον, η έννοια των εκλεκτών, που είχαν οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς,
των εκλεκτών, του καλού γένους, των καταρτισμένων. Και τρίτη είχαμε
την πολύ στενότερη αντίληψη, των δικών μας (όλοι οι άλλοι θα χαθούν
και θα τιμωρούνται στην κόλαση), των Εσσαίων και των ομοίων με αυτούς.
Ο
Χριστός κομίζει στην ιστορία μια άλλη αντίληψη για το ποιος είναι ο
πλησίον. Γι' αυτό αντιστρέφει το θέμα. Ενώ ο νομοδιδάσκαλος ρωτάει
"ποιος είναι ο πλησίον", ο Χριστός το θέμα το βάζει αλλιώς.
Ποιος ενεργεί ως πλησίον. Όχι ποιον θεωρούμε εμείς πλησίον ανάλογα
με την δική μας αντίληψη. Αλλά ποιος πραγματικά ενεργεί ως πλησίον.
Η
ιστορία στην συνέχεια είναι γνωστή. Ένας ιερέας κι ένας Λευίτης
περνούν δίπλα από τον πεσμένο άνθρωπο, τραυματισμένο από τους ληστές.
Ο Χριστός δεν θέλει σε καμία περίπτωση να πολεμήσει τον κλήρο. Δεν
είναι αυτός ο σκοπός του. Το λέω αυτό γιατί υπάρχουν κάποιες ερμηνείες
επιφανειακές σήμερα "οι ιερείς ίδιοι ήταν πάντα" κ.λπ. Όχι.
Και ο ιερέας και ο Λευίτης ήταν άνθρωποι του νόμου. Αυτό που κάνουν,
να προσπεράσουν δηλαδή αντί να πλησιάσουν, είναι γιατί θέλουν να τηρήσουν
το νόμο μέχρι τελευταίας γραμμής.
Και
ο νόμος έλεγε (το γράφει στο Δευτερονόμιο) ότι ένας ιερέας ή ένας
Λευίτης όπου ήταν οι άνθρωποι που κατεξοχήν έμπαιναν σ' όλα τα σπίτια
για τις θρησκευτικές ανάγκες του λαού κι όχι μόνο (και για ιατρικές
ανάγκες) δεν έπρεπε να πλησιάσουν πτώμα. Με την ζέστη που επικρατούσε
στην περιοχή της Παλαιστίνης μεταφέρονταν πάρα πολύ εύκολα μολύνσεις.
Κι έτσι, λοιπόν, μέσα στην Γραφή για λόγους υγιεινής, υπήρχε αυτή η
διάταξη που δεν αφορούσε μόνο τους ιερείς, αφορούσε όλους. Όποιος
πλησιάσει πτώμα θεωρείται ακάθαρτος, μένει μακριά απ' την συναγωγή,
από το ναό, χρειάζεται καθαρισμό, να μπει σε καραντίνα, χρειάζεται
να βεβαιωθεί ότι είναι καλά πριν πλησιάσει τους άλλους ανθρώπους. Ο
ιερέας, λοιπόν, κι ο Λευίτης βάζουν την καρδιά τους, το ενδιαφέρον
για τον πλησίον στην άκρη και τηρούν το νόμο. Δεν θα πλησιάσω ούτε θα
διακινδυνεύσω για έναν άνθρωπο που φαίνεται να είναι πεθαμένος.
Ας τον βρουν άλλοι.
Ο Σαμαρείτης είναι ένα πρόσωπο κατακριτέο από
τους Εβραίους. Και από τις τρεις τάξεις που αναφέραμε πριν. Και από
τον λαό, γιατί είναι μιγάς και αιρετικός και από τους Φαρισαίους και
τους Εσσαίους βέβαια, οι οποίοι θεωρούν ότι έχει διαστρέψει λόγω
του συγκρητισμού την πίστη του από τις αιχμαλωσίες των προηγούμενων
αιώνων. Αυτός, λοιπόν, ο αιρετικός, για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα
πέρα από το ότι δεν εμπίπτει σε καμία από τις προηγούμενες τρεις κατηγορίες,
αδιαφορεί για τον νόμο και βάζει την καρδιά του πάνω απ' όλα. Πλησιάζει,
διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος δεν έχει πεθάνει, του δένει πρόχειρα
τις πληγές, τον παίρνει μαζί του, πάει σ' ένα πανδοχείο, αφήνει και
χρήματα για να τον γιατροπορἐψουνε και διαβεβαιώνει τον ξενοδόχο
ότι στην επιστροφή του θα δώσει και όσα χρήματα χρειάζονται γι' αυτό
τον άγνωστο σ' εκείνον άνθρωπο, φτάνει να γίνει καλά.
Ο Καλός Σαμαρείτης, δεν ζητά καμία επιβράβευση,
καμία ανταμοιβή, δεν ευεργετεί για να πάρει ανταπόδωση και αναγνώριση.
Έχει αγάπη, πέρα και πάνω από το νόμο και την υποχρέωση.
Ο
Χριστός τελειώνοντας την διήγηση ρωτάει τον νομοδιδάσκαλο:
"Ποιος είναι ο πλησίον;" Κι εκείνος απαντάει. Είναι
νικημένος. Έχει καταλάβει: "Έχεις δίκιο, είναι εκείνος που έδειξε
έλεος, όχι αυτό που εννοούσα εγώ."
Θα
πει κάποιος "εμάς πόσο μας αφορά αυτή η παραβολή;" Η απάντηση
είναι εύκολη. Όσο μας αφορούν όλες. Εδώ κάτι παραπάνω, γιατί αυτή
η παραβολή του καλού Σαμαρείτη μαζί με την παραβολή του Ασώτου, νομίζω
ότι αποτελούν δυο από τις βασικότερες παραβολές της διδασκαλίας
του Κυρίου. Η αγάπη στον συνάνθρωπο είναι αυτό που λείπει από αυτό
τον κόσμο. Αντίθετα, η αγάπη για τους οικείους (το αναφέρει αλλού ο
Χριστός αυτό), για τους ομοεθνείς μας ή τους ομόθρησκούς μας είναι το
εύκολο. Ειδικά σε εποχές οι οποίες έχουν ένταση, όπως είχαν εκείνη
την εποχή στο Ισραήλ, λόγω της Ρωμαϊκής κατοχής, αλλά και προηγουμένως
λόγω των επανειλημμένων αιχμαλωσιών από Έλληνες, Βαβυλώνιους,
Ασσύριους μέσα στους αιώνες, ήταν επόμενο ο εθνικός παράγοντας, ο
φυλετικός παράγοντας να είναι πάρα πολύ ενισχυμένος στο νου των Ιουδαίων.
Κατά
ένα τρόπο βρισκόμαστε σε μια παρόμοια εποχή. Η δύσκολη κατάσταση
που περνάει η Ελλάδα σήμερα με την μετανάστευση και ταυτόχρονα οι
μεγάλες κακουχίες και σφαγές που έχει αντιμετωπίσει ο λαός μας
στον προηγούμενο και στον προ-προηγούμενο αιώνα από τους γείτονες,
μάς κάνει να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα πιο στενά για την έννοια
του πλησίον.
Η
χριστιανική πίστη ὀμως επιτάσσει κάτι διαφορετικό. Πρώτα βάζουμε
τον Χριστό και μετά βάζουμε την πατρίδα. Δεν υποτιμούμε την πατρίδα,
αλλά ονειρευόμαστε την ουράνια πατρίδα. Αγαπάμε την πατρίδα μας
και την υπερασπίζουμε απέναντι σε οποιονδήποτε θέλει με διάφορα
ιδεολογήματα και ανοησίες να εξαλείψει την σημασία της, μα πάνω
απ' όλα θυμόμαστε τον λόγο και την διδασκαλία του Χριστού.
Πλησίον
μας είναι ο κάθε άνθρωπος, χωρίς να κάνουμε διάκριση φυλής, θρησκείας
ή ό,τιδήποτε άλλο. Και πάνω απ' όλα, πλησίον μας είναι κάθε άνθρωπος
που καταλαβαίνουμε ότι είναι πλάσμα του Θεού σαν κι εμάς. Που στα μάτια
του Θεού, ό,τι και να πιστεύει είναι το ίδιο παιδί Του. Αν έχουμε την
πίστη της αληθείας (όσοι την έχουμε γιατί πια), την αληθινή πίστη
στον Υιό του Θεού, αυτό πρέπει να το θεωρούμε προνόμιο, δώρο και ευεργεσία
του Θεού. Κι όχι να το χρησιμοποιούμε για να επιτεθούμε στους άλλους.
Όταν εμείς γνωρίζουμε την αλήθεια, κάποιον που δεν την γνωρίζει δεν
του θυμώνουμε. Προσευχόμαστε γι' αυτόν, νοιαζόμαστε γι' αυτόν, παρακαλούμε
τον Θεό να τον ελεεί και να τον ενισχύει.
Η
παραβολή του Καλού Σαμαρείτη είναι χαρακτηριστική για να καταλάβουμε
τι θα πει ορθόδοξη πίστη, αγάπη άνευ όρων για όλα. Όλους τους ανθρώπους
να τους βλέπουμε ως εικόνες Θεού, για να αισθανόμαστε κι εμείς εικόνες
Θεού. Με το μίσος, την μισαλλοδοξία και την εμπάθεια χάνουμε αυτή
την δυνατότητα, να νιώθουμε εικόνες Θεού. Μικραίνει η ψυχή μας,
σκοτεινιάζει ο νους μας, γινόμαστε κι εμείς ρατσιστές σαν τους Εβραίους
εκείνης της εποχής, υποτασσόμαστε στο μικροσυμφέρον. Ας ξαναθυμηθούμε
τον λόγο του Χριστού: Δεν έχει αξία να αγαπάς μόνο τους οικείους σου,
αυτό το κάνουν και οι άλλοι. Ο Χριστός διευρύνει με αυτή την παραβολή
και με όλη Του την διδασκαλία την έννοια του πλησίον. Τοποθετεί την
χριστιανική πίστη στο κέντρο όλου του κόσμου με την έννοια της αγάπης.
Αυτό
το ξέχασαν οι άνθρωποι. Το ξέρουμε πάρα πολύ καλά. Αν κάτσουμε και
καταμετρήσουμε πόσοι πόλεμοι έγιναν από τότε μέχρι σήμερα στο όνομα
του Χριστού και πόσα θύματα υπήρξαν θα φρίξουμε. Αν σκεφτούμε ότι κατά
την διάρκεια του πρώτου καί τοῦ Β' Παγκοσμίου πολέμου είχαμε χριστιανικούς
λαούς να πολεμούν μεταξύ τους και ιερείς τής κάθε ομολογίας να ευλογούν
τα όπλα για να πάνε να σκοτώσουν Χριστιανοί άλλους Χριστιανούς, θα αισθανθούμε-όπως
πολλοί άνθρωποι κατηγορούν-ότι η χριστιανική πίστη έχει αποτύχει.
Όμως αυτό είναι λάθος. Δεν έχει αποτύχει η χριστιανική πίστη. Εμείς
αποτύχαμε.
Το
μήνυμα του Κυρίου παραμένει ζωντανό, επίκαιρο και ελπιδοφόρο
για τον κάθε άνθρωπο. Εκείνο που απέτυχε είναι το ότι οι άνθρωποι
προτίμησαν το σκοτάδι μάλλον παρά το φως, όπως λέει ο ευαγγελιστής
Ιωάννης. Και συνεχίζουν να το προτιμούν. Και βλέπουμε στην παρούσα
κατάσταση να βυθίζεται πάλι η οικουμένη σ' ένα σκοτάδι, σ' ένα εκβαρβαρισμό.
Το μίσος βασιλεύει παντού. Παντού γύρω μας, καθώς η χριστιανική πίστη
υποχωρεί, ο κόσμος, παρά τον Διαφωτισμό και την προσπάθεια για ανθρωπισμό,
κινείται από στενά συμφέροντα. Κάθε χώρα ενδιαφέρεται μόνο για
τον εαυτό της. Και τα πονηρά παιχνίδια των καιροσκόπων φαίνεται κάθε
μέρα πόσο μεγάλη επίπτωση έχουνε και στην δυτική οικονομία και
στην παγκόσμια.
Για
μας που 'μαστε χριστιανοί, μοναδική ελπίδα μας είναι ο δρόμος του Ευαγγελίου.
Χαρά φέρνει στην ψυχή του ανθρώπου και ελπίδα μεγάλη ότι το Ευαγγέλιο
δεν διαψεύστηκε. Χαρά και ελπίδα μεγάλη φέρνει ότι το μήνυμα του
Χριστού παραμένει ως μοναδική ελπίδα για τον κόσμο τούτο. Να αγαπάς
τον πλησίον σου πέρα απ' τα στενά σου συμφέροντα. Να αγαπάς τον Θεό
γιατί αυτό σου δίνει την δυνατότητα να κοιτάς προς τα πάνω. Να έχεις
μια ελπίδα ότι μπορείς να υπερβείς τον εαυτό σου. Δεν μπορεί ο άνθρωπος
να προχωρήσει έχοντας ως αναφορά τον εαυτό του. Είναι αδύνατον αυτό.
Και για να τα κάνεις όλα αυτά πρέπει να αγαπάς τον ίδιο σου τον εαυτό.
Δηλαδή, να μην κάνεις αυτά που η φύση η πεπτωκυία σου σε οδηγεί να κάνεις.
Το άδικο, το κακό, να μην είσαι εμπαθής. Και όλα τα άλλα που ξέρουμε
και δεν είναι της ώρας να τα πούμε.
Με
την παραβολή του καλού Σαμαρείτη στον νου, ας πορευόμαστε στην ζωή
μας προσπαθώντας να τον μιμηθούμε. Με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη
που είναι ο ίδιος ο Χριστός, ας πορευτούμε αυτά τα δύσκολα χρόνια, αλλά
με την ελπίδα ότι αυτό για το οποίο μας διαβεβαίωσε, ότι θα ζήσουμε,
είναι πραγματικότητα. Το βεβαιώνουν οι άγιοι της εκκλησίας και η
παράδοσή μας. Κάθε ένας από εμάς καθώς μεγαλώνει, διαπιστώνει
πως ακόμα κι αν στην εφηβεία του ή στα νιάτα αμφισβήτησε έντονα την
χριστιανική πίστη, ότι η ζωή χωρίς νόημα δεν πηγαίνει, δεν βγαίνει.
Διαπιστώνει ότι ακόμα κι αν προσπαθήσει να αγκιστρωθεί από τα υλικά,
τα χρήματα, αυτά είναι πεπερασμένα, τελειώνουν ή καταρρέουν.
Με
την ελπίδα και τον λόγο του Χριστού στην καρδιά μας ας πορευτούμε προς
τη νηστεία της Σαρακοστής των Χριστουγέννων. Να ευχηθούμε απ' όλη
αυτή την περίοδο εμείς να βγούμε ενισχυμένοι. Να ευχηθούμε ότι παρά
τα όσα γίνονται γύρω στην πολιτεία μας τα δυσάρεστα, εμείς θα πορευτούμε
στα Χριστούγεννα γεμάτοι ελπίδα και χαρά, ικετεύοντας τον Θεό να
μας δίνει φώτιση, όχι απλώς να αντέχουμε, αλλά και να μεταδίδουμε
το ευαγγέλιο του Χριστού σε όποιον μπορούμε. Πάντα μ' ένα λόγο καλοσύνης,
γλυκύτητος, ειρήνης και αγάπης. Αμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου