Εἰρήνης Ζαμάνη
Τό καλοκαιρινό ἀγέρι ἀνεπαίσθητο ἀκόμη πρίν μεγαλώσει σέ
μελτέμι φέρνει μυρωδιές ἀπό πεπόνι, ροδάκινο, σταφύλι καί ἰώδιο.
Εἶναι τό ἴδιο πού φουσκώνει τό καρπούζι, τό «χειμωνικό» ὅπως τό ἔλεγε
ἡ γιαγιά Τρισεύγενη, πού δένει μέρα μέ τήν μέρα τρίζοντας. Οἱ ντοματιές
νά στηλώνονται ὄχι ἀπό σύρματα ἀλλά ἀπό κουρελάκια μέ δύναμη καί
τρυφεράδα, ὅμοια καθώς ὁρμήνευε ὁ γέροντας Παΐσιος νά μεγαλώνουμε
τά παιδιά μας.
Οἱ
πευκοβελόνες στρωμένες καταγῆς, ἄοπλες, κάναν τό χρέος τους νά παιχνιδίσουν
μέ τόν ἥλιο. Τό πεῦκο θά στεγάσει τήν συναυλία τῶν τζιτζικιῶν, θά κάνει
κάλεσμα στήν Διεθνῆ τῆς ἀνεμελιᾶς καί θά μυρώσει τόν ἀέρα γενναιόδωρα.
Θυμάρι,
μέντα, ρίγανη τό ἔπαθλο στό κυνῆγι θησαυροῦ τῆς ἄνυδρης γῆς γιά τό ἀσκημένο
μάτι. Τά λουμινάκια περιμένουν ν’ ἀναλωθοῦν μέ τήν ταπεινή τους φλόγα
ἀντίδωρο στόν οὐρανό. Τό καλαμπόκι μεστώνει συνομήλικο μέ τόν ξάδελφό
του, τό στάρι, καί μετροῦν τό μπόι τους στήν παραστάδα τοῦ ὁρίζοντα. Ἰούνης-θεριστής,
Ἰούλης-ἁλωνάρης.
Μά
πῶς τόσο εἰρηνικά ἡ ἐπέλαση τῶν ἀκρίδων; Ἀκροβολίστηκαν σέ καίριες
θέσεις, στρατός μιᾶς περιοδικῆς κατοχῆς πού δέν χρειάζεται νά βρεῖ
ἀντίσταση. Μιά ἄλλη πιό πειθαρχημένη στρατιά, αὐτή τῶν μυρμηγκιῶν,
πηγαινοέρχεται φουριόζα στό μέτωπο τῆς ἐργασίας. Ἄν εἶχαν χρόνο,
θά θύμωναν μέ τά ρέμπελα τζιτζίκια ἀλλά ποῦ καιρός γιά συναισθηματικές
ἐκρήξεις!
Θέρος,
ἔρως, τρύγος…ἡ ζωή κάνει πρόποση στά ρῶ τοῦ ἔρωτα…καλοκαίρι…
Κοχύλι
πού κουρσεύτηκε ἀπ’ τόν βυθό, γιά νά γίνει χάρισμα, ἀστερίας πού θά
συντροφεύει τό χειμῶνα, πέτρα πού ζωγραφίστηκε καί ξεχάστηκε ἀλλά
πρόλαβε νά χαρίσει τό ξάφνιασμα καί τήν χαρά τῆς ἐφήμερης δημιουργίας
της.
Ποιό
χέρι θά ρίξει βότσαλο-ψαράκι στό νερό, ποιό βλέμμα θά προλάβει ἕναν
ἀπρόσμενο στρόβιλο ἐκεῖ πού τό λιοπύρι ἔχει βασίλειο καί ποιό θά
ξεκουραστεῖ σέ ἀσβεστωμένη αὐλίτσα πού σαρώθηκε μέ αὐτοσχέδια
σκούπα-θάμνο; Ποιά ψυχή θά συναντήσει τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ νυχτερινοῦ
οὐρανοῦ καί θά σηκωθεῖ στίς μύτες τῆς ὕπαρξής της;
Μακάριο
τό αὐτί πού θά ταλαντωθεῖ -τό
βράδυ στό παραδοσιακό πανηγύρι- στόν ἦχο ἑνός κλαρίνου ἤ ἑνός βιολιοῦ
κι ἑνός λαούτου. Ἡ ψυχή νήστεψε μέ σεμνότητα, ἄναψε τό κεράκι της
μ’ εὐλάβεια στό γελαστό ξωκλήσι καί οἱ ἅγιοι τῆς ψιθύρισαν ἀπ’ τό εἰκόνισμα:
«σάν τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης ἄλλη δέν εἶναι…νά ζεῖς σάν νά πρόκειται νά
πεθάνεις…ἴσκιος ὀνείρου ἡ ζωή μά καί ἡ ὕλη ἀναπέμπει τήν δική της δοξολογία».
Ὑποψιάζεται ἡ ψυχή ποιό ὕδωρ δρόσισε τίς ἀσκητικές μορφές καί ποιός
ἔρωτας φλόγισε τήν νιότη ὥς τήν ἁγιότητα: ροδόχρους στήν πιό καλή
της ὥρα ἡ Ἁγία Μαρίνα, ὁμήλικη τῆς Ἁγίας Μαρκέλλας, ὁρίστηκε τό θέρος,
τήν ἐποχή πού καταφάσκει τήν ζωή, νά συνεορτάζουν. Δέν θέλουν ἐπισημότητες,
τούς ἀρκεῖ νά φτάνουν οἱ φιλέορτοι μέ ταπεινότητα καί καθαρότητα
στό σπιτικό τους, ἀφοῦ ξαποστάσουν στό χαμηλό πεζούλι.
Πῶς
νά ξιπαστεῖ ἡ ψυχή κι ἄς παίρνει τά ψηλώματα ν’ ἀνταμώσει αὐτόν πού
καταδέχτηκε νά τραφεῖ ἀπό ἕνα κοράκι, ἀφοῦ πρῶτα μ’ ἕνα του αἴτημα
εἶδε νά κλειδώνει τό ποτιστῆρι τῆς βροχῆς καί μ’ ἕναν του λόγο νά ξεκλειδώνει;
Ὁ προφήτης Ἠλίας πύρινος στήν πίστη καί σάν ὑπεραιωνόβιος παππούς
καλωσορίζει στό πλούσιο φτωχικό του γελαστούς ἡλιοκαμένους πεζοπόρους.
Καί
ποιά μεγαλύτερη δοξολογία παρά αὐτή πού κάνει γιορτή τήν κοίμηση,
πού ἕναν ἀποχαιρετισμό τόν κάνει πανήγυρη, πού μέ πρόσχαρες καμπάνες
διαλαλεῖ «…ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»; Ποτέ
πιό πολλές μαυροντυμένες γυναῖκες δέν ἀντάλλαξαν τίς πιό θερμές τους
παρακλήσεις μέ τά μαῦρα τῆς ψυχῆς τους. Ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι ἡ Κυρά
τῶν ἀμπελιῶν, δέεται στόν Γιό Της, τήν ἄμπελο τήν ἀληθινή, γιά μᾶς
πού ἀφυδατωνόμαστε στό καῦμα τῆς προσωπικῆς μας ἀστοχίας.
Λύνει
τήν μπόλια Της καί μᾶς φιλεύει σῦκα καί νερό τῆς πηγῆς καί τήν Ἐλπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου