Παρασκευή Ἐξάρχου
Τό μικρό δωμάτιο γέμισε μυρωδιά! Ὑπέροχη μυρωδιά βρεγμένου
χώματος ἀπό τήν ξαφνική καλοκαιρινή βροχούλα. Εἶναι ἀργά, δύο παρά
μετά τά μεσάνυχτα. Τό ἀπογευματινό καφεδάκι μέ κράτησε ξύπνια λίγο
παραπάνω. Δέν παραπονιέμαι ὄμωs, μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά καταλάβω
τί εἶναι αὐτό πού χοροπηδᾶ στήν στέγη τῆς μικρῆς ἐξοχικῆς κατοικίαs.
Σταγόνες βροχῆς πού στῆσαν χορό ἔτσι ἀργά τό βράδυ σάν νά ἤθελαν νά
μήν τίς δεῖ κανείς. Τίς πρόδωσε ὅμως ἡ μυρωδιά τοῦ χώματος πού γαργαλάει
τά ρουθούνια μου μπαίνοντας ἀπό τό ἀνοιχτό παράθυρο. Κι ἐφόσον ὅπωs
λένε, ὅλες οἱ αἰσθήσειs συνεργάζονται καί συμπληρώνουν ἡ μιά τήν ἄλλη,
ἔπιασα νά γράφω ὅ,τι ἔνιωσα ἀπόψε νά μέ πλημμυρίζει.
Σάν
νά μήν θέλω νά ξεχάσω τά χρώματα τῆς ἀνατολῆς πού εἶδα σήμερα τό πρωί
καί πού ὅλα τά ἔκανε νά φαίνονται τόσο φωτεινά. Ὅλες οἱ ἀποχρώσεις
τοῦ πράσινου γύρω μου, ἀφοῦ μόνο ἀγροί ὑπάρχουν δίπλα καί ἐκεῖ πού τελειώνει
τό πράσινο, ἀρχίζει τό γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ καί οἱ φωτεινέs παραλλαγές
τοῦ πορτοκαλί ἀπό τίs ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Λίγα λουλούδια σπᾶνε τήν μονοτονία,
ἄν μπορεῖ κανείς νά πεῖ κάτι τέτοιο, ἀρκετά γιά νά φέρουν κοντά κάθε λογῆς
πετούμενο. Ὑπέροχη ἡ σχέση μέ τήν φύση, ἰδίως ὅταν σοῦ δίνεται ἡ
δυνατότητα νά συνυπάρχεις μέ ἄλλα πλάσματα τοῦ Θεοῦ.
Ἀναρωτιόμουνα
γιά ὥρα ποῦ βρέθηκαν τόσα μυρμήγκια κάτω ἀπό τήν καρέκλα μου καί ποῦ
στό καλό πᾶνε μέ τόση φούρια. Δέν εἶχα καταλάβει ὅτι εἶχα συνεισφέρει
στίs χειμωνιάτικεs προμήθειές τουs ρίχνονταs τά ψίχουλα
τοῦ ψωμιοῦ μου, ἀλλά καί χτυπώνταs ἀνεπανόρθωτα μιά σφῆκα πού λιγουρεύτηκε
τόν χυμό μου. Ἐργατικά μυρμήγκια, πού ἐπιβεβαιώνουν ἐκεῖνον τόν μύθο
τοῦ Αἰσώπου πού μάθαινα μικρή, σέ ἀντίθεση μέ ὅσους νωχελικούs τζίτζικες
ἀπέμειναν νά τραγουδοῦν, ἀφοῦ ἀπό πολλούs μόνο τά κουφάρια μείνανε.
Ἡ ὥρα
πέρασε μέσα στ' αὐλάκια τοῦ κήπου, νά χαζεύω ποτίζοντας τά μικρά καθημερινά
θαύματα. Πῶs ἀπό τήν μιά μέρα στήν ἄλλη κοκκίνισε καί αὐτή ἡ ντοματούλα,
καί τά ἀγγουράκια ἀπίστευτο τό πῶs μεγάλωσαν. Ἔκοψα
μερικά γιά τήν μεσημεριανή σαλάτα. Μοσχομυρίζουν τά χέρια μου πιπερίτσεs
καί ἀρωματικά βότανα. Εὐλογία ἀπό τόν Θεό τά λαχανικά καί τά φροῦτα
τοῦ καλοκαιριοῦ. Προσφορά ἁπλόχερη στήν δῆθεν ταλαιπωρία τῆs νηστείας. Καθώs λίγα σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω της, ἡ θάλασσα
ἀσημένια μᾶς περίμενε. Ὄχι μέ τόση ὄρεξη σήμερα. Μικρόs κυματισμός
στήν ἀρχή καί ὕστερα μεγαλύτεροs, ἦταν σάν νά μᾶs ἔλεγε
πώs θέλει καί ἐκείνη νά ξεκουραστεῖ. Ἴσωs καί ὄχι μόνο, μά καί νά... καθαριστεῖ.
Ἔτσι ἑρμηνεύω τά κύματα, σάν ἀνάγκη αὐτοκάθαρσηs ἀπ' ὅλες αὐτές
τίς «οὐσίες» πού τήν γεμίζουμε κάθε καλοκαίρι. Ἔκατσα καί τήν χάζευα
ἀρκετή ὥρα. Ὅπωs καί νά εἶναι, ἤρεμη ἤ ἄγρια, ἔχει πολλά νά σοῦ πεῖ.
Τό ταξίδι μου διέκοψαν παιδικέs φωνέs, πού ἔβγαιναν ἀπό τήν προσπάθεια
νά δαμάσουν τά κύματα.
Γυρίσαμε
στό σπιτάκι. Γέλια καί φωνέs πλημμύρισαν τήν αὐλή του. Κουβάδεs μέ νερό
περίμεναν στήν ἀντηλιά νά θερμανθοῦν μέ φυσικό τρόπο καί νά πάρουν
μέρos στό καθιερωμένο μπουγέλο. Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος πλυσίματος ἐδῶ
στήν ἐξοχή. Οὔτε ἀφρόλουτρα, οὔτε μπανιέρεs μέ ἅλατα. Κουβάδες ζεσταμένοι
στόν ἥλιο καί ποτηράκια ἀπό τό ἕνα χέρι στό ἄλλο. Φάγαμε καί ξαπλώσαμε
γιά τήν μεσημεριανή «σιέστα». Νά ἔχω τόν νοῦ μου! Δέν θέλω νά μέ πάρει
ὁ ὕπνοs γιά πολύ. Σήμερα ἔχει τήν τελευταία παράκληση στό ἐκκλησάκι
τήs Ἁγίαs Μαρίναs. Ντύθηκα κι ἔφυγα μέ λαχτάρα. Μικρή διαδρομή
στήν παραλιακή ὁδό κι ἔφτασα. Ἕνα πανέμορφο ἐκκλησίδιο πάνω σ’ ἕνα
ὕψωμα στήν ἄκρη τῆς θάλασσας. «Παναγιά μου!» - ἑνώνω μυστικά τήν φωνή
μου μέ τίς φωνές τῶν γυναικῶν πού ψέλνουν, ὄχι ἐπιτηδευμένα, μά ἁπλά,
μέσα ἀπό τήν ψυχή τους – «σέ θερμοπαρακαλῶ νά πρεσβεύεις γιά τήν σωτηρία
μας».
Ὁ ὁρίζονταs
ἔχει σχεδόν πάρει ὅλα τά χρώματα τοῦ δειλινοῦ. Στέκομαι καί προσπαθῶ
νά καταγράψω στό μυαλό μου τίς τόσες ἀποχρώσεις. Ἴσωs μοῦ χρειαστοῦν
ὅταν θά βάφω τά βότσαλα πού μαζεύουμε μέ τήν μικρή μου κόρη.
Πάρκαρα
τό αὐτοκινητάκι μου κάτω ἀπό τήν δαμασκηνιά. Οἱ μώβ καρποί της συναγωνίζονται
τό μώβ τοῦ δειλινοῦ, τό ἴδιο καί τό μώβ κρινάκι τοῦ ἀγροῦ. Αὐτή ἦταν καί
ἡ ὥρα πού σκέφτηκα νά πιῶ ἕνα καφεδάκι, βλέπονταs πιά τούς κοντινούς
ἀγρούς μέ ἄλλα χρώματα, αὐτά τοῦ δειλινοῦ. Ἕνα φτερούγισμα ἔφερε
γιά λίγο συντροφιά μου ἕνα πανέμορφο πουλάκι γκρί μέ κίτρινο στά φτερά.
Στάθηκε πάνω στήν κόκκινη ντάλια. Ἔπαιξε λίγο μέ τά πέταλά της. Φανταστική
εἰκόνα πού ὅμωs γρήγορα τελείωσε ἀφοῦ ἐκείνη ἡ παιδική φωνούλα τρόμαξε
τό πουλάκι καί ἔφυγε.
Σ'
αὐτό λοιπόν τό καφεδάκι πού μέ κράτησε ξάγρυπνη χρωστάω αὐτέs τίs
γραμμές, πού σάν ταινία ἦρθαν στό μυαλό μου καί ἐπισφραγίστηκαν ἀπό
τήν βροχούλα τῆς νύχταs. Δόξα τῷ Θεῷ γιά ὅλα αὐτά πού ἔζησα καί ζῶ καί
πού κανείs καί τίποτε δέν μ΄ ἐμπόδισε νά ξαναζήσω αὐτό τό ὑπέροχο
καλοκαιρινό βραδάκι. Χρόνια Πολλά! Ἡ Παναγία νά σκεπάζει ὅλο τόν
κόσμο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου