Σελίδες

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ...


Πα­ρα­σκευ­ή Ἐ­ξάρ­χου


Τό μι­κρό δω­μά­τιο γέ­μι­σε μυ­ρω­διά! Ὑ­πέ­ρο­χη μυ­ρω­διά βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ἀ­πό τήν ξαφ­νι­κή κα­λο­και­ρι­νή βρο­χού­λα. Εἶ­ναι ἀρ­γά, δύ­ο πα­ρά με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Τό ἀ­πο­γευ­μα­τι­νό κα­φε­δά­κι μέ κρά­τη­σε ξύ­πνια λί­γο πα­ρα­πά­νω. Δέν πα­ρα­πο­νι­έ­μαι ὄ­μωs, μοῦ δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νά κα­τα­λά­βω τί εἶ­ναι αὐ­τό πού χο­ρο­πη­δᾶ στήν στέ­γη τῆς μι­κρῆς ἐ­ξο­χι­κῆς κα­τοι­κί­αs. Στα­γό­νες βρο­χῆς πού στῆ­σαν χο­ρό ἔ­τσι ἀρ­γά τό βρά­δυ σάν νά ἤ­θε­λαν νά μήν τίς δεῖ κα­νείς. Τίς πρό­δω­σε ὅ­μως ἡ μυ­ρω­διά τοῦ χώ­μα­τος πού γαρ­γα­λά­ει τά ρου­θού­νια μου μπαί­νον­τας ἀ­πό τό ἀ­νοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο. Κι ἐ­φό­σον ὅπωs λέ­νε, ὅ­λες οἱ αἰ­σθή­σειs συ­νερ­γά­ζον­ται καί συμ­πλη­ρώ­νουν ἡ μιά τήν ἄλ­λη, ἔ­πι­α­σα νά γρά­φω ὅ,τι ἔ­νι­ω­σα ἀ­πό­ψε νά μέ πλημ­μυ­ρί­ζει.



Σάν νά μήν θέ­λω νά ξε­χά­σω τά χρώ­μα­τα τῆς ἀ­να­το­λῆς πού εἶ­δα σή­με­ρα τό πρω­ί καί πού ὅ­λα τά ἔ­κα­νε νά φαί­νον­ται τό­σο φω­τει­νά. Ὅ­λες οἱ ἀ­πο­χρώ­σεις τοῦ πρά­σι­νου γύ­ρω μου, ἀ­φοῦ μό­νο ἀ­γροί ὑ­πάρ­χουν δί­πλα καί ἐ­κεῖ πού τε­λει­ώ­νει τό πρά­σι­νο, ἀρ­χί­ζει τό γα­λά­ζιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί οἱ φω­τει­νέs πα­ραλ­λα­γές τοῦ πορ­το­κα­λί ἀ­πό τίs ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου. Λί­γα λου­λού­δια σπᾶ­νε τήν μο­νο­το­νί­α, ἄν μπο­ρεῖ κα­νείς νά πεῖ κά­τι τέ­τοι­ο, ἀρ­κε­τά γιά νά φέ­ρουν κον­τά κά­θε λο­γῆς πε­τού­με­νο. Ὑ­πέ­ρο­χη ἡ σχέ­ση μέ τήν φύ­ση, ἰ­δί­ως ὅ­ταν σοῦ δί­νε­ται ἡ δυ­να­τό­τη­τα νά συ­νυ­πάρ­χεις μέ ἄλ­λα πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ.



Ἀ­να­ρω­τι­ό­μου­να γιά ὥ­ρα ποῦ βρέ­θη­καν τό­σα μυρ­μήγ­κια κά­τω ἀ­πό τήν κα­ρέ­κλα μου καί ποῦ στό κα­λό πᾶ­νε μέ τό­ση φού­ρια. Δέν εἶ­χα κα­τα­λά­βει ὅ­τι εἶ­χα συ­νει­σφέ­ρει στίs χει­μω­νι­ά­τι­κεs προ­μή­θει­ές τουs ρί­χνον­ταs τά ψί­χου­λα τοῦ ψω­μιοῦ μου, ἀλ­λά καί χτυ­πών­ταs ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα μιά σφῆ­κα πού λι­γου­ρεύ­τη­κε τόν χυ­μό μου. Ἐρ­γα­τι­κά μυρ­μήγ­κια, πού ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν ἐ­κεῖ­νον τόν μύ­θο τοῦ Αἰ­σώ­που πού μά­θαι­να μι­κρή, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ ὅ­σους νω­χε­λι­κούs τζί­τζι­κες ἀ­πέ­μει­ναν νά τρα­γου­δοῦν, ἀ­φοῦ ἀ­πό πολ­λούs μό­νο τά κου­φά­ρια μεί­να­νε.



Ἡ ὥ­ρα πέ­ρα­σε μέ­σα στ' αὐ­λά­κια τοῦ κή­που, νά χα­ζεύ­ω πο­τί­ζον­τας τά μι­κρά κα­θη­με­ρι­νά θαύ­μα­τα. Πῶs ἀ­πό τήν μιά μέ­ρα στήν ἄλ­λη κοκ­κί­νι­σε καί αὐ­τή ἡ ντο­μα­τού­λα, καί τά ἀγ­γου­ρά­κια ἀ­πί­στευ­το τό πῶs με­γά­λω­σαν. Ἔ­κο­ψα με­ρι­κά γιά τήν με­ση­με­ρια­νή σα­λά­τα. Μο­σχο­μυ­ρί­ζουν τά χέ­ρια μου πι­πε­ρί­τσεs καί ἀ­ρω­μα­τι­κά βό­τα­να. Εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Θε­ό τά λα­χα­νι­κά καί τά φροῦ­τα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ. Προ­σφο­ρά ἁ­πλό­χε­ρη στήν δῆ­θεν τα­λαι­πω­ρί­α τῆs νη­στεί­ας. Κα­θώs λί­γα σύν­νε­φα μα­ζεύ­τη­καν πά­νω της, ἡ θά­λασ­σα ἀ­ση­μέ­νια μᾶς πε­ρί­με­νε. Ὄ­χι μέ τό­ση ὄ­ρε­ξη σή­με­ρα. Μι­κρόs κυ­μα­τι­σμός στήν ἀρ­χή καί ὕ­στε­ρα με­γα­λύ­τε­ροs, ἦ­ταν σάν νά μᾶs ἔ­λε­γε πώs θέ­λει καί ἐκεί­νη νά ξε­κου­ρα­στεῖ. Ἴ­σωs καί ὄ­χι μό­νο, μά καί νά... κα­θα­ρι­στεῖ. Ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ω τά κύ­μα­τα, σάν ἀ­νάγ­κη αὐ­το­κά­θαρ­σηs ἀ­π' ὅλες αὐ­τές τίς «οὐ­σί­ες» πού τήν γε­μί­ζου­με κά­θε κα­λο­καί­ρι. Ἔ­κα­τσα καί τήν χά­ζευ­α ἀρ­κε­τή ὥ­ρα. Ὅπωs καί νά εἶ­ναι, ἤ­ρε­μη ἤ ἄ­γρια, ἔ­χει πολ­λά νά σοῦ πεῖ. Τό τα­ξί­δι μου δι­έ­κο­ψαν παι­δι­κέs φω­νέs, πού ἔ­βγαι­ναν ἀ­πό τήν προ­σπά­θεια νά δα­μά­σουν τά κύ­μα­τα.


Γυ­ρί­σα­με στό σπι­τά­κι. Γέ­λια καί φω­νέs πλημ­μύ­ρι­σαν τήν αὐ­λή του. Κου­βά­δεs μέ νε­ρό πε­ρί­με­ναν στήν ἀν­τη­λιά νά θερ­μαν­θοῦν μέ φυ­σι­κό τρό­πο καί νά πά­ρουν μέ­ρos στό κα­θι­ε­ρω­μέ­νο μπου­γέ­λο. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ τρό­πος πλυ­σί­μα­τος ἐ­δῶ στήν ἐ­ξο­χή. Οὔ­τε ἀ­φρό­λου­τρα, οὔ­τε μπα­νι­έ­ρεs μέ ἅ­λα­τα. Κου­βά­δες ζε­στα­μέ­νοι στόν ἥ­λιο καί πο­τη­ρά­κια ἀ­πό τό ἕ­να χέ­ρι στό ἄλ­λο. Φά­γα­με καί ξα­πλώ­σα­με γιά τήν με­ση­με­ρια­νή «σι­έ­στα». Νά ἔ­χω τόν νοῦ μου! Δέν θέ­λω νά μέ πά­ρει ὁ ὕ­πνοs γιά πο­λύ. Σή­με­ρα ἔ­χει τήν τε­λευ­ταί­α πα­ρά­κλη­ση στό ἐκ­κλη­σά­κι τήs Ἁ­γί­αs Μα­ρί­ναs. Ντύ­θη­κα κι ἔ­φυ­γα μέ λα­χτά­ρα. Μι­κρή δι­α­δρο­μή στήν πα­ρα­λια­κή ὁ­δό κι ἔ­φτα­σα. Ἕ­να πα­νέ­μορ­φο ἐκ­κλη­σίδιο πά­νω σ’ ἕ­να ὕ­ψω­μα στήν ἄ­κρη τῆς θά­λασ­σας. «Πα­να­γιά μου!» - ἑνώνω μυστικά τήν φω­νή μου μέ τίς φω­νές τῶν γυ­ναι­κῶν πού ψέλ­νουν, ὄ­χι ἐ­πι­τη­δευ­μέ­να, μά ἁ­πλά, μέ­σα ἀπό τήν ψυ­χή τους – «σέ θερ­μο­πα­ρα­κα­λῶ νά πρε­σβεύ­εις γιά τήν σω­τη­ρί­α μας».



Ὁ ὁ­ρί­ζον­ταs ἔ­χει σχε­δόν πά­ρει ὅ­λα τά χρώ­μα­τα τοῦ δει­λι­νοῦ. Στέ­κο­μαι καί προ­σπα­θῶ νά κα­τα­γρά­ψω στό μυα­λό μου τίς τό­σες ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἴ­σωs μοῦ χρεια­στοῦν ὅ­ταν θά βά­φω τά βό­τσα­λα πού μα­ζεύ­ου­με μέ τήν μι­κρή μου κό­ρη.


Πάρ­κα­ρα τό αὐ­το­κι­νη­τά­κι μου κά­τω ἀ­πό τήν δα­μα­σκη­νιά. Οἱ μώβ καρ­ποί της συ­να­γω­νί­ζον­ται τό μώβ τοῦ δει­λι­νοῦ, τό ἴ­διο καί τό μώβ κρι­νά­κι τοῦ ἀ­γροῦ. Αὐ­τή ἦ­ταν καί ἡ ὥ­ρα πού σκέ­φτη­κα νά πι­ῶ ἕ­να κα­φε­δά­κι, βλέ­πον­ταs πιά τούς κοντι­νούς ἀ­γρούς μέ ἄλ­λα χρώ­μα­τα, αὐ­τά τοῦ δει­λι­νοῦ. Ἕ­να φτε­ρού­γι­σμα ἔ­φε­ρε γιά λί­γο συν­τρο­φιά μου ἕ­να πα­νέ­μορ­φο που­λά­κι γκρί μέ κί­τρι­νο στά φτε­ρά. Στά­θη­κε πά­νω στήν κόκ­κι­νη ντά­λια. Ἔ­παι­ξε λί­γο μέ τά πέ­τα­λά της. Φαν­τα­στι­κή εἰκό­να πού ὅμωs γρή­γο­ρα τε­λεί­ω­σε ἀ­φοῦ ἐ­κεί­νη ἡ παι­δι­κή φω­νού­λα τρό­μα­ξε τό που­λά­κι καί ἔ­φυ­γε.




Σ' αὐ­τό λοι­πόν τό κα­φε­δά­κι πού μέ κρά­τη­σε ξά­γρυ­πνη χρω­στά­ω αὐ­τέs τίs γραμ­μές, πού σάν ται­νί­α ἦρ­θαν στό μυα­λό μου καί ἐ­πι­σφρα­γί­στη­καν ἀ­πό τήν βρο­χού­λα τῆς νύ­χταs. Δό­ξα τῷ Θε­ῷ γιά ὅ­λα αὐ­τά πού ἔ­ζη­σα καί ζῶ καί πού κα­νείs καί τί­πο­τε δέν μ΄ ἐμ­πό­δι­σε νά ξα­να­ζή­σω αὐ­τό τό ὑ­πέ­ρο­χο κα­λο­και­ρι­νό βρα­δά­κι. Χρό­νια Πολ­λά! Ἡ Πα­να­γί­α νά σκε­πά­ζει ὅ­λο τόν κό­σμο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: