Σελίδες

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Ο ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ ΜΑΣ.



Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε,

Σας ευ­χα­ρι­στώ εκ βά­θους ψυ­χής για την με­γά­λη τι­μή που μου κά­νε­τε σή­με­ρα, τε­λών­τας το Με­γά­λο Μυ­στή­ριο της Χει­ρο­το­νί­ας μου εις Δι­ά­κο­νον.

Αι­σθά­νο­μαι την α­νάγ­κη σε αυ­τήν την τό­σο πο­λύ ση­μαν­τι­κή στιγ­μή της ζω­ής μου, να μοι­ρα­στώ μα­ζί σας, τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο η πρό­νοι­α του Θε­ού ε­νήρ­γη­σε στην ζω­ή μου.

Α­να­τρά­φη­κα σε έ­να σπί­τι ό­που η α­γά­πη για το βι­βλί­ο, την τέ­χνη, την φι­λο­σο­φί­α και τον πο­λι­τι­σμό μού δό­θη­κε α­πλό­χε­ρα και που μα­ζί με αρ­χές και η­θι­κές α­ξί­ες, α­πο­τε­λούν την κλη­ρο­νο­μιά που μου έ­δω­σαν οι γο­νείς μου. 

Σπού­δα­σα οι­κο­νο­μι­κές ε­πι­στή­μες σε προ­πτυ­χια­κὀ και με­τα­πτυ­χια­κό ε­πί­πε­δο, πι­στεύ­ον­τας ό­τι θα α­κο­λου­θή­σω τον πα­τέ­ρα μου σε αυ­τόν τον ε­παγ­γελ­μα­τι­κό το­μέ­α. Ό­μως, ταυ­τό­χρο­να, μια βα­θειά α­να­ζή­τη­ση για τα καί­ρια και ση­μαν­τι­κά της ζω­ής ε­ξε­λισ­σό­ταν μέ­σα μου.

Με­γα­λώ­νον­τας, άρ­χι­σα να έρ­χο­μαι αν­τι­μέ­τω­πος με την σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του κό­σμου τού­του της φθο­ράς: την α­πο­τυ­χί­α στις σχέ­σεις, την έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος ζω­ής, την μο­να­ξιά, την αρ­ρώ­στια, τον θά­να­το.

Στα πολ­λά ε­ρω­τή­μα­τα που δεν έ­βρι­σκαν α­πάν­τη­ση μέ­σα μου, άρ­χι­σε να καρ­πο­φο­ρεί ο σπό­ρος που εί­χαν σπεί­ρει ο παπ­πούς και οι γι­α­γιά­δες μου, οι ο­ποί­οι ό­ταν ή­μουν μι­κρός, με πή­ραν α­πό το χέ­ρι και με ο­δή­γη­σαν στην εκ­κλη­σί­α, ό­που κα­τέ­φευ­γαν στις δύ­σκο­λες και στις χα­ρού­με­νες στιγ­μές τους.

Έ­τσι, α­να­ζη­τών­τας αυ­τήν την προ­σω­πι­κή σχέ­ση με τον Χρι­στό, ύ­στε­ρα α­πό μια σύν­το­μη πε­ρι­πλά­νη­ση, τα βή­μα­τά μου με ο­δή­γη­σαν σε αυ­τή την ε­νο­ρί­α, η ο­ποί­α μου δί­νει πνο­ή ζω­ής τα τε­λευ­ταί­α δέ­κα χρό­νια.

Για την ζω­ή μου στην ε­νο­ρί­α των Παμ­με­γί­στων Τα­ξιά­ρχών, τι να πρω­το­πώ;

Ε­δώ γνώ­ρι­σα την σύ­ζυ­γό μου Α­να­στα­σί­α, κι ύ­στε­ρα α­πό με­ρι­κά χρό­νια σε τού­το τον Να­ό ε­νω­θή­κα­με με το μυ­στή­ριο του γά­μου και συν­τρο­φεύ­ει την ζω­ή μου και την πο­ρεί­α μου στην εκ­κλη­σί­α. Το παι­δί μας έ­κα­νε τα πρώ­τα του βή­μα­τα στην αυ­λή του Να­ού κι ε­δώ το βα­πτί­σα­με. Ε­δώ δι­α­κο­νού­με μα­ζί και οι δύ­ο στις κα­τη­χη­τι­κές συν­τρο­φι­ές, συμ­με­τέ­χον­τας σε κα­τα­σκη­νώ­σεις, ορ­γα­νώ­νον­τας εκ­δρο­μές και πο­λι­τι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις, καλ­λι­ερ­γών­τας τα χα­ρί­σμα­τά μας, πα­λεύ­ον­τας να κά­νου­με αρ­χή με­τα­νοί­ας κα­θη­με­ρι­νά.

Ε­δώ ζω το μυ­στή­ριο της ε­νό­τη­τας της Εκ­κλη­σί­ας. Σε έ­ναν κό­σμο ό­που οι άν­θρω­ποι έ­χουν γί­νει κα­χύ­πο­πτοι, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νοι και κλει­σμέ­νοι στην ι­δι­ω­τι­κό­τη­τά τους, η ε­νο­ρί­α των Τα­ξια­ρχών, ό­πως και κά­θε ε­νο­ρί­α στην ο­ποί­α βι­ώ­νε­ται το μυ­στή­ριο της Εκ­κλη­σί­ας, α­πο­τε­λεί έ­ναν χώ­ρο σύ­να­ξης αν­θρώ­πων δι­α­φο­ρε­τι­κών με­τα­ξύ μας, οι ο­ποί­οι με κέν­τρο την Θεί­α Λει­τουρ­γί­α και την λα­τρευ­τι­κή ζω­ή, σπου­δά­ζου­με την α­γά­πη μας για τον Χρι­στό και το Ευ­αγ­γέ­λιο, γνω­ρι­ζό­μα­στε με­τα­ξύ μας, δι­α­λε­γό­μα­στε ε­λεύ­θε­ρα, μοι­ρα­ζό­μα­στε τις χα­ρές και λύ­πες του βί­ου μας, προ­σπα­θού­με να δι­α­κο­νού­με τον πλη­σί­ον και να συ­νο­δοι­πο­ρού­με, ζού­με την θε­ρα­πεί­α που μας προ­σφέ­ρει η κοι­νο­τι­κή ζω­ή. 

Ζών­τας την Ευ­χα­ρι­στί­α με­τά την Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α, α­να­ζη­τού­με το Ευ­αγ­γε­λι­κό ή­θος, προ­σπα­θού­με να καλ­λι­ερ­γή­σου­με έ­να πρό­σφο­ρο έ­δα­φος, έ­τσι ώ­στε ό­ποι­ος έρ­χε­ται στην Εκ­κλη­σί­α να νι­ώ­θει σαν να πέ­φτει σε μί­α ζε­στή αγ­κα­λιά. Κά­τι τέ­τοι­ο δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αν δεν α­να­ζη­τού­με την προ­σω­πι­κή μας ευ­θύ­νη, αν δεν πα­λεύ­ου­με να ζή­σου­με το μυ­στή­ριο της με­τα­νοί­ας μας, ε­άν μέ­νου­με μό­νο σε κά­ποι­α ω­ραί­α λό­για και α­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε έ­τσι α­πό την α­σκη­τι­κή της α­γά­πης, την ο­ποί­α δι­δά­σκει η πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας μας. 

Η μαρ­τυ­ρί­α που θα ή­θε­λα να προ­σφέ­ρω στον πλη­σί­ον, θα ή­θε­λα να εί­ναι η μαρ­τυ­ρί­α της Ελ­πί­δας που δι­α­δί­δει το Ευ­αγ­γέ­λιο, σε μια ε­πο­χή που η α­πελ­πι­σί­α, η γκρί­νια και ο φα­να­τι­σμός εί­ναι δι­ά­χυ­τα παν­τού, μια μαρ­τυ­ρί­α Ε­λευ­θε­ρί­ας, εκ­κο­πής του θε­λή­μα­τος, υ­πο­μο­νής και θυ­σί­ας της φι­λαυ­τί­ας μου για τον α­δελ­φό, μια μαρ­τυ­ρί­α Ευ­χα­ρι­στί­ας για ο­τι­δή­πο­τε ό­μορ­φο μας έ­χει δο­θεί σε αυ­τήν την ζω­ή, μια μαρ­τυ­ρί­α Α­λή­θειας και Α­γά­πης. 

Αυ­τός ο φι­λό­σο­φος βί­ος, ό­πως τον α­να­φέ­ρουν οι πα­τέ­ρες, α­πο­τε­λεί το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα με το ο­ποί­ο ε­πι­θυ­μώ να ζω στην Εκ­κλη­σί­α μας και μου δί­νει μί­α αί­σθη­ση πλη­ρό­τη­τας, κα­θώς νι­ώ­θω ό­τι δεν εί­μαι μό­νος, αλ­λά την ί­δια στιγ­μή, α­παν­τα­χού της γής, υ­πάρ­χουν πάμ­πολ­λοι άν­θρω­ποι οι ο­ποί­ο έ­χουν τον ί­διο πό­θο μα­ζί μου για την εν Χρι­στώ ζω­ή.

Μα­θη­τεύ­ον­τας στην πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας, η ο­ποί­α προ­σω­πο­ποι­εί­ται στο πρό­σω­πο του π. Χρι­στο­δού­λου, ε­νός ποι­μέ­να που έ­χει δο­θεί ο­λο­κλη­ρω­τι­κά στον δρό­μο του Χρι­στού, και που μα­ζί με την πρε­σβυ­τέ­ρα του έ­χουν γί­νει η ψυ­χή της ε­νο­ρί­ας μας, δεν μπο­ρώ πα­ρά να νι­ώ­σω μια βα­θιά ε­πι­θυ­μί­α. Η καρ­διά μου λα­χτα­ρά να ζή­σω και ε­γώ την χα­ρά που έ­χει η δι­α­κο­νί­α στην Εκ­κλη­σί­α μας, ό­πως και τό­σοι άλ­λοι υ­πη­ρέ­τες του Χρι­στού,  α­πό την τα­πει­νή Χρι­στια­νή της δι­πλα­νής πόρ­τας που δι­α­κο­νεί την εκ­κλη­σί­α με υ­ψη­λή αί­σθη­ση ευ­θύ­νης, προ­σφέ­ρον­τας το χα­μό­γε­λό της α­πλό­χε­ρα σε ό­ποι­ον αν­τι­κρύ­ζει, μέ­χρι και ε­σάς τον ί­διο, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, που εμ­φυ­σεί­τε στην Εκ­κλη­σί­α έ­να πνεύ­μα ε­νό­τη­τας, ει­ρή­νης και α­γά­πης.

 Ε­πι­θυ­μώ να α­νή­κω και ε­γώ σε αυ­τή την αν­θρώ­πι­νη α­λυ­σί­δα, που ξε­κι­νά α­πό τους Α­πο­στό­λους, τους Α­γί­ους και τους Πα­τέ­ρες, και φτά­νει μέ­χρι τους α­γί­ους του αι­ώ­να μας, ό­λους ό­σους α­παρ­νή­θη­καν τον ε­αυ­τό τους, ή­ραν τον Σταυ­ρό τους και α­κο­λού­θη­σαν τον Χρι­στό.

Νι­ώ­θω να μού α­πευ­θύ­νε­ται έ­να δια­ρκές κά­λε­σμα να α­φή­σω πί­σω τα πά­θη και τις μι­κρό­τη­τες μου, την κα­θη­με­ρι­νή γκρί­νια και την ρα­θυ­μί­α μου, να θά­ψω βα­θιά μέ­σα στην γη τούς ψεύ­τι­κους θη­σαυ­ρούς στους ο­ποί­ους ε­πέν­δυ­σα και να καλ­λι­ερ­γή­σω τα ου­σι­α­στι­κά χα­ρί­σμα­τά μου, να ρι­χτώ με ό­λο μου το "Εί­ναι" στην δι­α­κο­νί­α στον συ­νάν­θρω­πο, στην πο­ρεί­α προς την Α­γά­πη.

Γνω­ρί­ζω ό­τι οι ε­πο­χές εί­ναι δύ­σκο­λες, πως η πνευ­μα­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση γο­να­τί­ζει τους συμ­πα­τρι­ώ­τες μας, ε­νώ φό­βος, ορ­γή και θλί­ψη έ­χουν κα­τα­λά­βει πολ­λούς α­δελ­φούς μας. Στις μέ­ρες μας πο­λύς κό­σμος έ­χει ξε­κο­πεί α­πό την πα­ρά­δο­σή μας και την Εκ­κλη­σί­α και πο­ρεύ­ε­ται τυ­φλός στο σκο­τά­δι. Η κρί­ση μάς κρί­νει, ό­πως έ­χε­τε πει ε­σείς, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, και φέρ­νει στην ε­πι­φά­νεια την α­στο­χί­α μας. Ό­μως, ό­που πλε­ο­νά­ζει η α­μαρ­τί­α, υ­περ­πε­ρισ­σεύ­ει η χά­ρις, ό­πως λέ­ει ο α­πό­στο­λος Παύ­λος, και νο­μί­ζω πως τα ε­πό­με­να χρό­νια πολ­λοί άν­θρω­ποι θα α­να­ζη­τή­σουν νό­η­μα ζω­ής μέ­σα στην κα­τα­χνιά των χι­λιά­δων προ­βλη­μά­των. «Ο θε­ρι­σμός εί­ναι πο­λύς, οἱ δε ερ­γά­τες ο­λί­γοι», λέ­ει ο Κύ­ριος, κι ε­γώ ε­πι­θυ­μώ πο­λύ να ερ­γα­στώ στον αμ­πε­λώ­να του.

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, δεν τολ­μώ να πω με­γά­λες κου­βέν­τες, πα­ρά μό­νο ζη­τώ την ευ­χή σας, κα­θώς και τις ευ­χές των πα­ρι­στα­μέ­νων Πα­τέ­ρων και των α­δελ­φών που συλ­λει­τουρ­γούν­ται μα­ζί μας, ώ­στε ο Σταυ­ρω­μέ­νος και α­να­στη­μέ­νος Χρι­στός να μου δί­νει δύ­να­μη σε αυ­τόν τον δρό­μο που έ­χουν πο­ρευ­τεί τό­σοι άν­θρω­ποι στην ι­στο­ρί­α και να με α­ξι­ώ­σει να α­κού­σω στο τέ­λος της ζω­ής μου το "Εί­σελ­θε εις  την χα­ρά του Κυ­ρί­ου σου".

Σας ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ. Ζη­τώ την ευ­λο­γί­α σας και την ευ­χή σας.

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Συγ­χώ­ρε­ση και Α­γά­πη, ο δρό­μος προς την Α­νά­στα­ση.



Μι­χα­ήλ Σ. Ψα­ράς

  

Η συγ­χώ­ρε­ση εί­ναι η αρ­χι­κή έκ­φρα­ση της α­γά­πης, το πρώ­το ά­νοιγ­μα της αγ­κα­λιάς μας για να δε­χτού­με μέ­σα της, ό­λον τον κό­σμο. Το να α­γα­πά­με εί­ναι μια γι­ορ­τή συ­νάν­τη­σης, η δια­ρκής ευ­και­ρί­α μας να συμ­με­τέ­χου­με στη ζω­ή ευ­χα­ρι­στια­κά, αλ­λά και δι­καί­ω­μα α­κα­τά­λυ­το, που κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να μας το στε­ρή­σει. Το μο­να­δι­κό εμ­πό­διο εί­ναι ο α­νώ­ρι­μος ε­αυ­τός μας.



Μέ­σα στην α­γά­πη ό­μως, ω­ρι­μά­ζει και ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ο άν­θρω­πος. Γι’ αυ­τό και η συγ­χώ­ρε­ση, εί­ναι κι έ­να ξε­κί­νη­μα για την ω­ρι­μό­τη­τα. Μέ­σα α­πό αυ­τή τη δι­α­δι­κα­σί­α και ε­νώ συν­δι­α­λέ­γε­ται κα­νείς με τη συ­νεί­δη­ση του, α­πο­κτά ον­τό­τη­τα, ε­νι­σχύ­ει με δι­αλ­λα­κτι­κό­τη­τα την προ­σω­πι­κό­τη­τα του, μα­θαί­νει να α­πευ­θύ­νε­ται με προ­σή­νεια στους άλ­λους“, κα­λών­τας τους, κοι­νω­νούς και μέ­το­χους στη ζω­ή του.



Το να βρε­θείς στον ί­διο χώ­ρο με έ­να άλ­λο πρό­σω­πο (συγ-χώ­ρε­ση), ε­ξαρ­τά­ται α­πό τη βού­λη­ση και των δυ­ο. Ο κα­θέ­νας ό­μως, πρέ­πει να προ­ε­τοι­μά­σει κα­τάλ­λη­λα τον δι­κό του χώ­ρο, για μια υ­πο­δο­χή ει­λι­κρι­νή, ευ­πρε­πή και ε­ορ­τα­στι­κή. Και βέ­βαι­α ο μό­νος δι­κός μας χώ­ρος εί­ναι η καρ­διά μας. Συγ­χω­ρώ λοι­πόν, ση­μαί­νει θέ­λω, δέ­χο­μαι, μοι­ρά­ζο­μαι τον χώ­ρο της καρ­διάς μου, δη­λα­δή α­γα­πώ.

                                                     

Δεν ζη­τού­με συγ­γνώ­μη, ού­τε συγ­χω­ρού­με, για να μεί­νου­με πά­λι μό­νοι. Στη μο­να­ξιά δεν υ­πάρ­χει ε­ορ­τα­σμός. Μοι­ρα­ζό­μα­στε τα αι­σθή­μα­τα μας με τους άλ­λους, για να τους έ­χου­με πάν­τα μα­ζί μας. Ό­λους, χω­ρίς δι­α­κρί­σεις. Με προ­τι­μή­σεις, αλ­λά χω­ρίς ε­ξαι­ρέ­σεις. Με αρ­χή, αλ­λά χω­ρίς τέ­λος.  



Η α­γά­πη ξε­κι­νά α­πό τη συγ­γνώ­μη, ό­πως και η Σα­ρα­κο­στή με τον κυ­ρι­α­κά­τι­κο ε­σπε­ρι­νό της Τυ­ρι­νής και κο­ρυ­φώ­νε­ται με τη θυ­σί­α, σαν την πο­ρεί­α προς τον Γολ­γο­θά και την Σταύ­ρω­ση. Η γνη­σι­ό­τη­τα της α­γά­πης ό­μως, εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα της να θρι­αμ­βεύ­ει πέ­ρα α­πό τη θυ­σί­α, πέ­ρα α­πό τον θά­να­το, στην α­να­στά­σι­μη ζω­ή του σώ­μα­τος του Χρι­στού.



Με τον Ε­σπε­ρι­νό (ή την Α­κο­λου­θί­α) της Α­γά­πης, α­νή­με­ρα το Πά­σχα, η Εκ­κλη­σί­α ε­ορ­τά­ζει και βι­ώ­νει αυ­τό το γε­γο­νός της πλη­ρό­τη­τας της θε­ϊ­κής προ­σφο­ράς, που ε­νέ­χει το α­πό­λυ­το της θε­ό­τη­τας. Δεν μπο­ρείς να α­γα­πάς λί­γο, ε­πι­λε­κτι­κά, πε­ρι­στα­σια­κά ή υ­πό ό­ρους. Η α­γά­πη εί­ναι πο­τα­μός ορ­μη­τι­κός και φλό­γα, που η α­λή­θεια της συγ­κλο­νί­ζει και η ε­λευ­θε­ρί­α της συ­ναρ­πά­ζει.



***



Ο Χρι­στός, μας ο­δη­γεί στον δρό­μο της α­λή­θειας και της ε­λευ­θε­ρί­ας: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, α­φή­σει και υ­μίν ο πα­τήρ υ­μών ο ου­ρά­νιος· ε­άν δε μη α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, ου­δέ ο πα­τήρ υ­μών α­φή­σει τα πα­ρα­πτώ­μα­τα υ­μών» (Μτ. 6, 14-15).



Η δι­α­τύ­πω­ση εί­ναι σα­φής, ε­πί­πε­δη και ε­πο­μέ­νως σκλη­ρή. «Αν συγ­χω­ρή­σε­τε τους άλ­λους, θα σας συγ­χω­ρή­σει κι ε­σάς ο Θε­ός, αν δεν τους συγ­χω­ρή­σε­τε, ού­τε ο Θε­ός θα συγ­χω­ρή­σει ε­σάς». Ό­ποι­ος πα­ρα­μέ­νει στην κο­σμι­κή λο­γι­κή, βρί­σκει δί­και­α τα λό­για αυ­τά. Ό­μως ο Χρι­στός, ήρ­θε να α­πα­λύ­νει τη δι­και­ο­σύ­νη του Νό­μου, να της προσ­δώ­σει την προ­ο­πτι­κή της χά­ρι­τος και του ε­λέ­ους.



Ε­κεί­νος που α­να­γνω­ρί­ζει την έμ­πρα­κτη θυ­σί­α στο βλέμ­μα του Ι­η­σού, δεν βλέ­πει στα λό­για Του το γράμ­μα του Νό­μου, αλ­λά τα προσ­λαμ­βά­νει με τη συγ­χω­ρη­τι­κή γλυ­κύ­τη­τα του βλέμ­μα­τος Του: «αν δέ­χε­στε στην καρ­διά σας τους α­δελ­φούς σας, τό­τε δέ­χε­στε και την α­γά­πη του Πα­τέ­ρα σας· αν κρα­τά­τε κλει­στή την καρ­διά σας στους α­δελ­φούς σας, την κρα­τά­τε κλει­στή και για τον Πα­τέ­ρα σας».



Ο Θε­ός δεν α­σκεί ε­ξου­σί­α, εί­ναι ε­ξου­σί­α και την εκ­φρά­ζει θε­ϊ­κά, με την δυ­να­μι­κή της α­γά­πης Του, που δεν ε­πι­βάλ­λει δε­σμά, αλ­λά δη­μι­ουρ­γεί ε­νερ­γούς δε­σμούς ε­λευ­θε­ρί­ας. O­ι δε­σμοί της ε­νό­τη­τας και τα ό­ρια της ε­λευ­θε­ρί­ας του Πα­ρα­δεί­σου, προσ­δι­ο­ρί­ζουν χω­ρίς να πε­ρι­ο­ρί­ζουν. Η ε­λευ­θε­ρί­α δεν εί­ναι κα­τά­στα­ση, εί­ναι ε­νέρ­γεια με υ­πό­στα­ση, με ε­ξέ­λι­ξη και προ­ο­ρι­σμό. Σαν την κοι­νω­νί­α και την πλη­ρό­τη­τα. Εί­ναι έν­νοι­ες που τεί­νουν στην τε­λεί­ω­ση τους, στο Πρό­σω­πο του Θε­ού.



Η α­νά­δει­ξη της ε­λευ­θε­ρί­ας του αν­θρώ­που, τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται στην Α­νά­στα­ση του Χρι­στού. Κι ε­πει­δή η ε­λευ­θε­ρί­α δεν δι­α­χω­ρί­ζε­ται α­πό την υ­πευ­θυ­νό­τη­τα, ο κα­θέ­νας μας πρέ­πει να α­να­λά­βει ε­λεύ­θε­ρα την ευ­θύ­νη, να ε­πι­δι­ώ­ξει ο ί­διος και να κερ­δί­σει τη σω­τη­ρί­α του, στη συ­νάν­τη­ση του με τον α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό.



Το πρό­τυ­πο, η ο­δός, εί­ναι η α­να­μάρ­τη­τη πο­ρεί­α του Χρι­στού στη γη, που α­πο­τε­λεί και την ε­πι­βε­βαί­ω­ση της δυ­να­τό­τη­τας του κά­θε αν­θρώ­που, να υ­περ­βεί τις δε­σμεύ­σεις της ύ­λης και να υ­πο­τά­ξει τους μη­χα­νι­σμούς της στο πνεύ­μα του. Να α­πο­κτή­σει συ­νεί­δη­ση της ο­μοί­ω­σης προς την ει­κό­να του Θε­ού, που φέ­ρει το πρό­σω­πο του.

            

Η συ­νει­δη­τή α­πό­φα­ση να α­κο­λου­θή­σεις τον Ι­η­σού, εί­ναι η α­πό­λυ­τη έκ­φρα­ση της πί­στης στο πρό­σω­πο Του, που φλο­γί­ζει την καρ­διά με α­γά­πη και πυ­ρα­κτώ­νει τον νου με τα­πεί­νω­ση. Μό­νο έ­τσι αλ­λοι­ώ­νε­ται ο άν­θρω­πος στη ζω­ή του.



Ό­ποι­ος το θέ­λει α­λη­θι­νά, μπαί­νει στον Πα­ρά­δει­σο α­πό τώ­ρα. Κό­βον­τας δυ­να­μι­κά τις ε­ξαρ­τή­σεις που τον δε­σμεύ­ουν σε μά­ται­ες κο­σμι­κές α­ξί­ες. Ξε­περ­νών­τας ο­ρι­στι­κά τα συμ­πλέγ­μα­τα και τις α­να­στο­λές της βι­ο­λο­γι­κής του κα­θή­λω­σης, χω­ρίς να κοι­τά­ζει πί­σω. Πα­ρα­κάμ­πτον­τας δη­λα­δή ου­σι­α­στι­κά, τις α­μαρ­τί­ες. 



Η πνευ­μα­τι­κή αλ­λοί­ω­ση και η α­πο­μά­κρυν­ση α­πό την α­μαρ­τί­α, ε­ξα­γνί­ζουν το πρό­σω­πο και το ο­δη­γούν στην α­γι­ο­σύ­νη και τη θέ­ω­ση. Στη κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή,  οι στό­χοι αυ­τοί προ­σεγ­γί­ζον­ται μέ­σα α­πό την προ­σπά­θεια να πα­ρα­μεί­νου­με στα­θε­ροί σε μια πο­ρεί­α βι­ω­μα­τι­κής α­γά­πης, σε ό­λες τις φά­σεις της δι­α­δρο­μής της, ο κα­θέ­νας στον ρό­λο που ο Θε­ός του α­νέ­θε­σε.



***



Για να εν­σω­μα­τω­θείς ε­νερ­γά στην κοι­νω­νί­α του Χρι­στού, πρέ­πει να ε­πι­δι­ώ­ξεις στη ζω­ή σου την α­να­σύν­θε­ση της κα­θα­ρό­τη­τας του προ­σώ­που σου, με Πί­στη, με Α­γά­πη και με Τα­πεί­νω­ση. Ο­τι­δή­πο­τε πα­ρεμ­βαί­νει στη βού­λη­ση σου, με ε­πι­θυ­μί­ες που σ’ εμ­πο­δί­ζουν στην προ­σπά­θεια σου αυ­τή, εί­ναι α­μαρ­τί­α.



Στην ου­σί­α τους, οι τρεις αυ­τές ι­δι­ό­τη­τες α­πει­κο­νί­ζουν τη θεί­α τρι­α­δι­κό­τη­τα και εί­ναι α­δι­ά­σπα­στα ε­νω­μέ­νες. Α­πό ό­ποι­ο μο­νο­πά­τι και να ξε­κι­νή­σεις, θα συ­ναν­τη­θείς τε­λι­κά και με τις τρεις. Για­τί η κα­θε­μί­α ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται, μό­νο στη συ­νύ­παρ­ξη της με τις άλ­λες δύ­ο. Με α­γά­πη και τα­πεί­νω­ση συν­θέ­τεις την πί­στη, με πί­στη και τα­πεί­νω­ση α­να­πτύσ­σεις την α­γά­πη, με πί­στη και α­γά­πη α­να­κα­λύ­πτεις την τα­πεί­νω­ση.



Αν α­δυ­να­τού­με ε­πο­μέ­νως να προ­χω­ρή­σου­με ά­με­σα στη δι­α­δι­κα­σί­α της συγ­χώ­ρε­σης, ώ­στε να πα­ρα­βλέ­ψου­με τα πα­ρα­πτώ­μα­τα των αν­θρώ­πων, ας στρα­φού­με για βο­ή­θεια στον Χρι­στό. Ας προ­σευ­χη­θού­με να πολ­λα­πλα­σιά­σει τους άρ­τους της πί­στης και τους ι­χθείς της τα­πεί­νω­σης στην καρ­διά μας, για να θρα­φεί και να βλα­στή­σει ο σπό­ρος της α­γά­πης.



Το α­να­στη­μέ­νο πρό­σω­πο μας, θα εί­ναι η ε­πέ­κτα­ση της Ου­ρά­νιας Βα­σι­λεί­ας μέ­σα μας. Το να πα­ρα­μέ­νου­με ά­βου­λοι, ψυ­χροί και α­πρό­σω­ποι, αυ­τό εί­ναι α­μαρ­τί­α. Το να πα­ρα­μέ­νου­με α­δι­ά­φο­ροι, σε μια ζω­ή ά­δεια α­πό α­λη­θι­νή χα­ρά. Σε μια ζω­ή χω­ρίς Χρι­στό, χω­ρίς Πα­ρά­δει­σο, ού­τε τώ­ρα, ού­τε με­τά.



Αλ­λά και η α­να­βο­λή για αρ­γό­τε­ρα, εί­ναι μια θα­νά­σι­μη πα­γί­δα. Η συ­νή­θεια εί­ναι το δί­χτυ της και η α­με­ρι­μνη­σί­α το δό­λω­μα της. Σε τί­πο­τα δεν θα δι­α­φέ­ρει το αύ­ριο α­πό το σή­με­ρα. Και ε­νώ δεν γνω­ρί­ζου­με αν θα υ­πάρ­χει αύ­ριο για μας, γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα, πως το κλει­δί της Βα­σι­λεί­ας εί­ναι η συγ­χώ­ρε­ση.



Βλέ­που­με συ­χνά τον α­δελ­φό μας να πα­ρα­παί­ει πνευ­μα­τι­κά α­πό το λά­θος του, να σκλη­ραί­νει η καρ­διά του κι αν­τί να τον στη­ρί­ξου­με, να τον πε­ρι­βάλ­λου­με με τη στορ­γή μας, με τις προ­σευ­χές μας, αν­τί να ταυ­τι­στού­με μα­ζί του σε μια ο­λό­ψυ­χη προ­σπά­θεια α­νόρ­θω­σης του, ταυ­τι­ζό­μα­στε με την ε­νο­χή του, με την πι­κρή γεύ­ση της ε­πι­θε­τι­κό­τη­τας ε­ναν­τί­ον του και α­να­ζη­τού­με ι­κα­νο­ποί­η­ση στην τι­μω­ρί­α του.



Ξε­χνού­με πως στο πρό­σω­πο των α­δελ­φών μας, γί­νε­ται η συ­νάν­τη­ση μας με τον Χρι­στό. Στο πρό­σω­πο των α­δελ­φών μας, που α­δι­α­φο­ρή­σα­με για την ύ­παρ­ξη τους, α­φού πρώ­τα στα­θή­κα­με ά­καμ­πτοι, σκλη­ροί ε­κτι­μη­τές των σφαλ­μά­των τους, αλ­λά και της α­νε­πάρ­κειας τους να αν­τα­πο­κρι­θούν στις δι­κές μας ε­γω­κεν­τρι­κές προσ­δο­κί­ες και α­νάγ­κες.



Η α­γά­πη ό­μως εί­ναι θυ­σί­α που θερ­μαί­νει, συμ­πο­νά και προ­στρέ­χει, δεν κρί­νει, δεν κα­τα­δι­κά­ζει, δεν εγ­κα­τα­λεί­πει. Ο ε­γω­ι­σμός μας εί­ναι που θί­γε­ται, πλη­γώ­νε­ται και μας πα­γώ­νει την καρ­διά. Η α­γά­πη εί­ναι προ­σφο­ρά και ό­χι δο­σο­λη­ψί­α, δεν εί­ναι αν­τα­πο­δο­τι­κή πα­ρο­χή. Τη στιγ­μή που α­πο­μα­κρύ­νου­με τους άλ­λους α­πό κον­τά μας, στε­ρού­με τη χα­ρά της προ­σφο­ράς α­πό τη δι­κή μας καρ­διά. Α­πο­στρέ­φου­με το βλέμ­μα μας α­πό το πρό­σω­πο του α­δελ­φού μας και α­δι­α­φο­ρού­με αν μέ­σα α­πό τα μά­τια του, εί­ναι πάν­το­τε η ει­κό­να του Χρι­στού που μας κοι­τά­ζει.



Στον Πα­ρά­δει­σο υ­πάρ­χει μια θέ­ση που πε­ρι­μέ­νει τον α­δελ­φό μας, αυ­τόν που ε­μείς δεν ε­πι­θυ­μού­με την πα­ρου­σί­α του στη ζω­ή μας. Και α­κρι­βώς δί­πλα του, υ­πάρ­χει μια θέ­ση προ­ο­ρι­σμέ­νη για μας. Ε­κεί δεν υ­πάρ­χουν α­πο­στά­σεις. Γι’ αυ­τό και η θέ­ση μας θα εί­ναι πάν­το­τε δί­πλα του. Η κα­ταλ­λη­λό­τη­τα και η δυ­να­τό­τη­τα μας να ζού­με σε συν­θή­κες Πα­ρα­δεί­σου, ε­πι­κυ­ρώ­νε­ται α­πό ε­μάς, ε­δώ, σή­με­ρα, με την κα­τάρ­γη­ση των α­πο­στά­σε­ων που μας χω­ρί­ζουν.



***



Τις σχέ­σεις μας με τον Θε­ό, με τους αν­θρώ­πους και τον ε­αυ­τό μας, τις προσ­δι­ο­ρί­ζει κα­θα­ρά ο Χρι­στός, μέ­σα στα ί­δια λό­για Του, που α­να­φέ­ρα­με πιο πά­νω: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών... » «Α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις!.. »



Δεν κα­τα­λο­γί­ζει πα­ρα­πτώ­μα­τα στον κα­θέ­να μας με­μο­νω­μέ­να, αλ­λά στους αν­θρώ­πους συ­νο­λι­κά. Και δεν μας κα­λεί να με­τα­νο­ή­σου­με, αλ­λά να συγ­χω­ρέ­σου­με. 

Μας υ­πο­δει­κνύ­ει ό­μως έ­τσι, τη στάθ­μι­ση της θέ­σης μας με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων και της σχέ­σης μας μα­ζί τους, ώ­στε να προ­σεγ­γί­σου­με και τα δι­κά μας σφάλ­μα­τα και να συ­ναι­σθαν­θού­με την α­ναγ­και­ό­τη­τα της προ­σω­πι­κής μας με­τά­νοι­ας.



Δεν υ­πάρ­χουν μας λέ­γει, για τον Θε­ό, έ­νο­χοι και θύ­μα­τα, κα­τη­γο­ρού­με­νοι και κρι­τές. Η το­μή στην αν­τί­λη­ψη που ε­πι­κρα­τεί στον κό­σμο μας, εί­ναι τε­ρά­στια. Δεν εί­μα­στε ε­μείς και οι «άλ­λοι». Δεν υ­πάρ­χουν δι­κοί μας και ξέ­νοι, κα­λύ­τε­ροι ή χει­ρό­τε­ροι. Ό­λοι οι άν­θρω­ποι, λη­στές της ζω­ής μας, με­τέ­χου­με στη ζυ­γα­ριά της Σταυ­ρι­κής Θυ­σί­ας του Γολ­γο­θά.



Και α­νά­με­σα μας ο Χρι­στός. Που πα­ρα­κα­λεί τον Πα­τέ­ρα, ά­φες αυ­τοίς, ουκ οί­δα­σικαι προ­τρέ­πει ε­μάς α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις”. Και μας δι­δά­σκει πώς να προ­σευ­χό­μα­στε στον Πα­τέ­ρα, ά­φες η­μίν τα ο­φει­λή­μα­τα η­μών, ως και η­μείς α­φί­ε­μεν τοις ο­φει­λέ­ταις η­μών”, σαν εκ­πρό­σω­πος ο κα­θέ­νας μας ό­λου του αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος.



Μό­νο αυ­τό το ε­λά­χι­στο ζη­τά α­πό μας. Να δε­χθού­με στο βα­σί­λει­ο της καρ­διάς μας, στη ζω­ή μας, τώ­ρα, ό­λους τους αν­θρώ­πους μέ­χρι τον τε­λευ­ταί­ο, για­τί ο τε­λευ­ταί­ος θα εί­ναι Ε­κεί­νος. Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, αλ­λά και τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο.



Η σω­τη­ρί­α μας δεν εί­ναι ού­τε πο­σο­τι­κή, ού­τε συγ­κρι­τι­κή, σε σχέ­ση με το πό­σο κα­λοίεί­μα­στε. Η σχέ­ση μας με τον Χρι­στό πρέ­πει να εί­ναι προ­σω­πι­κή, α­φού ο ί­διος εί­ναι και ο Θε­ός που με θεί­α συγ­κα­τά­βα­ση και εγ­κυ­ρό­τη­τα, πι­στο­ποι­εί ξε­χω­ρι­στά τον κα­θέ­να που τον εμ­πι­στεύ­ε­ται.



Δεν έ­χου­με πια α­πέ­ναν­τι μας, ού­τε τους αν­θρώ­πους, ού­τε τον Θε­ό. Εί­μα­στε ε­νω­μέ­νοι και με­τα­ξύ μας και με τον Θε­ό. Ε­λεύ­θε­ροι, α­πό ε­γω­ι­σμούς που α­πο­μο­νώ­νουν και α­πό ε­νο­χές που α­πο­μα­κρύ­νουν, να Τον συ­ναν­τή­σου­με μυ­στη­ρια­κά, στην ά­πει­ρη α­γα­θό­τη­τα με την ο­ποί­α αγ­κα­λιά­ζει ό­λα τα παι­διά Του, α­κό­μα κι ε­μάς τους βα­ρείς στην κα­τα­νό­η­ση, τους χλια­ρούς στη συ­ναί­σθη­ση και αρ­γούς στην αν­τα­πό­κρι­ση μας.



Αυ­τό που φαί­νε­ται δύ­σκο­λο για μας –ο δρό­μος προς την Α­νά­στα­ση-, για τον Χρι­στό εί­ναι ή­δη γε­γο­νός. Αν Τον δε­χθού­με στην καρ­διά μας, εν­σω­μα­τω­νό­μα­στε μα­ζί Του, για­τί με­τέ­χου­με στην Εκ­κλη­σί­α. Α­πο­κτού­με υ­πό­στα­ση, για­τί Τον έ­χου­με κε­φα­λή μας. Α­πο­κτού­με ξα­νά ζω­ή, για­τί Ε­κεί­νος εί­ναι η Ζω­ή και η Α­νά­στα­ση!




Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΠΡΑΞΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

Σωτηρίου Ν. Κόλλια


Οι ό­ροι πρά­ξις και θε­ω­ρί­α, α­νή­κουν στον θη­σαυ­ρό της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας. Ο πρώ­τος προ­έρ­χε­ται α­πό το ρή­μα πράτ­τω που ση­μαί­νει κά­νω, ε­νερ­γώ, ε­νώ ο δεύ­τε­ρος α­πό τις λέ­ξεις θέ­α και ο­ρώ. Με το χρι­στι­α­νι­σμό ό­μως, α­πέ­κτη­σαν άλ­λες δι­α­στά­σεις, κα­θώς η πρά­ξη α­να­φέ­ρε­ται στην ά­σκη­ση σώ­μα­τος και ψυ­χής ε­νώ η θε­ω­ρί­α α­φο­ρά στη θέ­α του ί­διου του Θε­ού. 

     Προ­κει­μέ­νου να βι­ώ­σει κα­νείς τη θε­ω­ρί­α, προ­ϋ­πό­θε­ση εί­ναι να πε­ρά­σει πρώ­τα α­πό την πρά­ξη. Πρώ­τα εί­ναι η ά­σκη­ση και η κα­θα­ρό­τη­τα τής καρ­δί­ας και έ­πει­τα η θε­ο­πτί­α. Η ά­σκη­ση, ως δια­ρκής και α­κα­τά­παυ­στη προ­σπά­θεια κα­θάρ­σε­ως του αν­θρώ­που, α­πο­τε­λεί τη βα­σι­κό­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση της θεί­ας θε­ω­ρί­ας. Πρώ­τα πρέ­πει να ε­ξο­βε­λί­σου­με κά­θε σπί­λο α­πό μέ­σα μας και με­τά να κα­τα­στού­με ά­ξιοι λει­τουρ­γοί του α­γνού και α­μί­αν­του πνεύ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας. 



     Θε­ω­ρί­α εί­ναι η α­νύ­ψω­ση του αν­θρώ­που προς τον Θε­ό και η εμ­πει­ρί­α της δό­ξης του προ­σώ­που Αυ­τού. Η θε­ω­ρί­α α­πο­τε­λεί την υ­ψη­λο­τέ­ρα φά­ση της πνευ­μα­τι­κής ζω­ής του αν­θρώ­που, κα­τά την ο­ποί­αν ού­τος κα­τα­ξι­ώ­νε­ται να δει τον Θε­ο. Για να φτά­σει ο άν­θρω­πος εις την θε­ω­ρί­α του Θε­ού α­παι­τεί­ται μό­χθος, ά­σκη­ση και νή­ψη. Μο­νο η κα­θα­ρή καρ­διά, που έ­χει α­πο­βά­λει α­πό μέ­σα της τα πο­νη­ρά, μπο­ρεί να ορ­θω­θεί και να δε­χθεί τις θεί­ες ε­νέρ­γει­ες του Θε­ού. "Μα­κά­ριοι οι κα­θα­ροί τη καρ­δί­α, ό­τι αυ­τοί τον Θε­όν ό­ψον­ται", (Ματθ. 5, 8) μας λέ­γει ο ευ­αγ­γε­λι­στής. Μο­νο τό­τε θα δουν το Θε­ο, ό­ταν κα­θα­ρί­σουν τους ε­αυ­τούς τους με την α­γά­πη και την εγ­κρά­τεια, και ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­ξά­νουν την κά­θαρ­ση, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο θα τον δουν, υ­πο­γραμ­μί­ζει ο ι­ε­ρός Ο­μο­λο­γη­τής Μα­ξι­μος (PG 90, 1065). Για να δυ­νη­θεί ο άν­θρω­πος να "θε­ω­ρή­σει" το Θε­ο, α­παι­τεί­ται να α­να­κα­λύ­ψει προ­η­γου­μέ­νως τον ε­αυ­τό του δια της αυ­το­συγ­κεν­τρώ­σε­ως, να προ­σα­να­το­λί­σει την ύ­παρ­ξή του προς τον Θε­ό και να με­τα­βά­λει την προς τον κό­σμο εμ­πα­θή ρο­πή του εις "θεί­ον έ­ρω­τα". Στην θε­ω­ρί­α ο­δη­γεί ο "έ­ρως του κα­λού, της η­συ­χί­ας και α­να­χω­ρή­σε­ως" (PG 35, 413).



 Κα­τά τον Γρη­γό­ριο τον Θε­ο­λό­γο η α­νά­βα­ση του αν­θρώ­που προς τον Θε­ό έ­χει τέρ­μα. "Εί­ναι η ά­φι­ξις εις το α­κρό­τα­τον των νο­ου­μέ­νων, τον Θε­όν, εις τον ο­ποί­ον στα­μα­τά πά­σα έ­φε­σις και α­να­παύ­ε­ται πά­σα θε­ω­ρί­α" (PG 35, 1084). Η θε­ω­ρί­α του Θε­ού α­πο­τε­λεί ως εκ τού­του την α­πο­κο­ρύ­φω­ση και την ε­πι-βε­βαί­ω­ση της ε­πι­δι­ω­κό­με­νης συ­ναν­τή­σε­ως Δη­μι­ουρ­γού και δη­μι­ουρ­γή­μα­τος. Α­πα­ραί-τη­τη και α­πα­ρά­βα­τη προ­ϋ­πό­θε­ση εί­ναι η προ­σευ­χή, η ο­ποί­α α­νυ­ψώ­νει τον άν­θρω­πο στο ύ­ψος της δι­ά­νοι­ας του Θε­ού, έ­χον­τας ως α­πο­τέ­λε­σμα την έ­νω­ση αυ­τού με­τά του Θε­ού. Χω­ρίς προ­ε­τοι­μα­σί­α και χω­ρίς ε­σω­τε­ρι­κή κά­θαρ­ση δεν δύ­να­ται ν' α­νέ­βει ο άν­θρω­πος στο ύ­ψος του Θε­ού. Για να αν­τι­κρί­σει κα­νείς την πε­ρί­λαμ­πρη θε­ό­τη­τα, πρέ­πει να έ­χει κα­θα­ρί­σει κα­λά τους πνευ­μα­τι­κούς ο­φθαλ­μούς του. Δι­ό­τι ό­πως ο α­σθε­νής ο­φθαλ­μός δεν μπο­ρεί να αν­τι­κρί­σει τον ή­λιο, έ­τσι και ο άν­θρω­πος που δεν έ­χει λά­βει πνευ­μα­τι­κούς ο­φθαλ­μούς α­π' το πα­νά­γιο Πνεύ­μα τυ­φλώ­νε­ται. Σ' αυ­τό το α­νώ­τα­το ε­πί­πε­δο φτά­νουν μό­νο "οι κα­θα­ροί τη καρ­δί­α", ε­κεί­νοι που α­γω­νί­ζον­ται και έ­χουν δι­α­λέ­ξει τον δύ­σβα­το δρό­μο της πνευ­μα­τι­κό­τη­τας. Αλ­λά και πά­λι δεν τα κα­τα­φέρ­νουν μό­νοι τους, πα­ρά ό­ταν ι­κα­νω­θούν υ­πό της χά­ρι­τος του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Μο­νο έ­τσι μπο­ρεί ο πι­στός να α­πο­λαύ­σει τη θεί­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα. 



     Οι ό­ροι πρά­ξις και θε­ω­ρί­α ε­πε­κρά­τη­σαν για να δη­λώ­σουν το εί­δος του βί­ου των μο­να­χών. Η θε­ω­ρί­α εί­ναι για τους λί­γους και ε­κλε­κτούς, ε­νώ η πρά­ξις για τους πολ­λούς. Ο Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος συγ­κρί­νον­τας τη θε­ω­ρί­α και την πρά­ξη λέ­γει τα ε­ξής: "Πρά­ξιν προ­τι­μή­σειας η θε­ω­ρί­αν; Ό­ψις τε­λεί­ων έρ­γον, η δε πλει­ό­νων. Άμ­φω μεν ει­σι δε­ξιαί τε και φί­λαι, συ δε προς ην πέ­φυ­κας ε­κτεί­νου πλέ­ον" (PG 37, 928).



     Για να προ­σεγ­γί­σει ο άν­θρω­πος τον Θε­ό χρει­ά­ζε­ται η κά­θαρ­σις, "κα­θαρ­τέ­ον ε­αυ­τόν πρώ­τoν, εί­τα τω κα­θα­ρώ προ­σο­μι­λη­τέ­ον" (PG 35, 1069). Μο­νο με τον ε­ξα­γνι­σμό μπο­ρεί να α­πο­κτή­σει η ψυ­χή του αν­θρώ­που αυ­το­γνω­σί­α δια της ο­ποί­ας θα κα­τα­νο­ή­σει την εγ­γύ­τη­τά της με­τά του Θε­ού. Ε­κεί­νο το ο­ποί­ο βο­η­θά­ει στη γνώ­ση του Θε­ού εί­ναι η εκ­δί­ω­ξη των πα­θών α­πό την ψυ­χή και τον νου κα­θώς και η συμ­πό­ρευ­ση του βί­ου με τις α­ρε­τές. Ο Θε­ός εί­ναι το α­πρό­σι­το και α­κρό­τα­το φως. Ό­σο ο άν­θρω­πος προ­ο­δεύ­ει στον κα­θα­ρι­σμό της ψυ­χής του τό­σο πιο φαν­τα­στό κα­θί­στα­ται αυ­τό το φως και ό­σο το φαν­τά­ζε­ται τό­σο α­γα­πά­ει το φως δια του θεί­ου έ­ρω­τος και τό­σο το κα­τα­νο­εί. 



     Ο Χρι­στός χά­ρα­ξε τον δρό­μο προς τη θέ­ω­ση, τον ο­ποί­ο ε­άν α­κο­λου­θή­σουν οι πι­στοί, τό­τε θα φω­τι­στούν δια της θεί­ας ελ­λάμ­ψε­ως και θα κα­τα­στούν κοι­νω­νοί των θεί­ων ε­νερ­γει­ών. Ο πι­στός χρι­στια­νός προ­σπα­θεί να α­κο­λου­θή­σει την α­μό­λυν­τη και α­γνή πο­ρεί­α του Κυ­ρί­ου στον ε­πί­γει­ο βί­ο Του. Για να το ε­πι­τύ­χει αυ­τό πρέ­πει να σπά­σει τις α­λυ­σί­δες που τον κρα­τούν δέ­σμιο στο χώ­ρο και στο χρό­νο της α­δέ­ψη­της φύ­σε­ως. Δια του πνευ­μα­τι­κού α­γώ­νος ε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ο άν­θρω­πος α­πό το χω­ρο­χρο­νι­κό πλέγ­μα του υ­λι­κού και του φθαρ­τού στοι­χεί­ου. Ο άν­θρω­πος που, α­κο­λου­θών­τας το θεί­ο πα­ρά­δειγ­μα του Ι­η­σού, α­σχο­λεί­ται α­δι­ά­κο­πα με την ε­σω­τε­ρι­κή ά­σκη­ση, αυ­τός δεί­χνει σω­φρο­σύ­νη, μα­κρο­θυ­μί­α, κα­λω­σύ­νη και τα­πει­νο­φρο­σύ­νη. Ο Χρι­στός έ­νω­σε γη και ου­ρα­νό κα­ταρ­γών­τας τη δι­α­φο­ρά α­νά­με­σα στον αι­σθη­τό πα­ρά­δει­σο και την οι­κου­μέ­νη, ε­νώ ταυ­τό­χρο­να έ­δε­σε με α­δι­ά­σπα­στους δε­σμούς την κτι­στή και ά­κτι­στη φύ­ση ει­σά­γον­τας το αι­ώ­νιο και το α­ΐ­διο στην ο­ρα­τή σφαί­ρα του κτι­στού κό­σμου. Η α­παλ­λα­γή α­πό τα υ­λι­κά και ε­φή­με­ρα εί­ναι έ­να α­πό τα ση­μαν­τι­κό­τε­ρα με­γέ­θη του πνευ­μα­τι­κού βί­ου. Η θε­ο­πτί­α εί­ναι η προ­σω­πι­κή εμ­πει­ρί­α της α­λή­θειας. "Βού­λει θε­ο­λό­γος γε­νέ­σθαι πο­τέ και της θε­ό­τη­τος ά­ξιος; τας εν­το­λάς φύ­λασ­σε, δια των προ­σταγ­μά­των ό­δευ­σον, πρά­ξις γαρ ε­πί­βα­σις θε­ω­ρί­ας" (PG 35, 1080), λέ­γει ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος. 



     Η θε­ο­πτί­α εί­ναι ο πρω­ταρ­χι­κός τρό­πος γνώ­σε­ως της α­λή­θειας, η ο­ποί­α α­πο­κτά­ται μό­νο μέ­σα στους κόλ­πους της Εκ­κλη­σί­ας και μό­νο με τη δια­ρκή και α­πε­ρί­σπα­στη ά­σκη­ση, νή­ψη και προ­σευ­χή και πάν­το­τε δια του φω­τι­σμού του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Αυ­ξα­νό­με­νος ο άν­θρω­πος στην πί­στη, την ελ­πί­δα και την α­γά­πη προς το Θε­ό και κα­θο­ρών­τας τρα­νώς την προ­κο­πή με αύ­ξη­ση της γνώ­σε­ως και α­να­βά­σε­ως πα­ρα­μέ­νει ά­τρω­τος και α­νε­πη­ρέ­α­στος α­πό ό­λα τα ε­πί­γεια και ε­φή­με­ρα προσ­δο­κών­τας μό­νο προς την ου­ρά­νια βα­σι­λεί­α και τη θεί­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Η α­σκη­τι­κή ζω­ή πο­λύ πα­ρα­στα­τι­κά θε­ω­ρεί­ται σαν πα­λαί­στρα μέ­σα στην ο­ποί­α δί­δε­ται η πά­λη της α­ρε­τής α­γω­νι­ζό­με­νη μέ­σα σε κό­πους, ε­νώ το έ­πα­θλο της νί­κης για ό­σους υ­πο­μέ­νουν εί­ναι η α­πά­θεια της ψυ­χής (Μα­ξί­μου Ο­μο­μο­λη­τού, PG 90, 1188).



     Οι εμ­πει­ρί­ες των θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων δεν εί­χαν σχέ­ση με τον υ­λι­κό αλ­λά με τον ά­κτι­στο κό­σμο της θεί­ας α­λή­θειας. Το πρό­σω­πό τους γι­νό­ταν α­παύ­γα­σμα ι­ε­ρού φω­τός. Η ε­πι­θυ­μί­α τους ή­ταν να γί­νουν οι πεν­τα­κά­θα­ροι κα­θρέ­πτες για να κα­θρε­πτι­στεί μέ­σα τους ο Θε­ός, η α­λή­θεια, η ζω­ή. Ή­σαν τα όρ­γα­να του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος ε­πί της γης. 



     Με το φλο­γε­ρό και η­χη­ρό κή­ρυγ­μά τους και τη δυ­να­μι­κό­τη­τα του λό­γου και της καρ­διάς τους συν­δαυ­λί­ζουν τη φω­τιά που υ­πάρ­χει στις καρ­δι­ές των χρι­στια­νών φω­τί-ζον­τας το νου και τις ψυ­χές τους προ­σπα­θών­τας να τους μυ­ή­σουν στον πνευ­μα­τι­κό και θε­ϊ­κό κό­σμο της ου­ρά­νιας βα­σι­λεί­ας της Τρι­συ­πό­στα­της θε­ό­τη­τας. Με τη δύ­να­μη των λό­γων τους έ­κα­ναν τα α­πο­κα­λυ­πτή­ρια μιας κε­κρυμ­μέ­νης στα γλωσ­σι­κά σύμ­βο­λα α­λή­θειας και κα­τέ­δει­ξαν με έ­ξο­χο τρό­πο πως η ζω­ή του αν­θρώ­που εί­ναι μια συ­νε­χής πο­ρεί­α ο­λο­κλή­ρω­σης που έ­χει ως α­φε­τη­ρί­α την πρά­ξη και τε­λι­κό προ­ο­ρι­σμό, ό­που ο­φεί­λει ο χρι­στια­νός να τεί­νει το βλέμ­μα του, τη θε­ω­ρί­α.



 Το κεί­με­νο με­τα­τρά­πη­κε σε μο­νο­το­νι­κό για να δι­α­βά­ζε­ται σε ό­λες τις συ­σκευ­ές












Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Η χαρά των Χριστιανών..




                                    
 Χαί­ρε δι ης η χα­ρά ε­κλάμ­ψει,


Χαί­ρε, ό­τι τα ου­ρά­νια συ­να­γάλ­λε­ται τη γη. 
Χαί­ρε, ό­τι τα ε­πί­γεια συγ­χο­ρεύ­ει ου­ρα­νοίς.

Χαί­ρε, τρο­φή του μάν­να δι­ά­δο­χε.
 Χαί­ρε, τρυ­φής α­γί­ας δι­ά­κο­νε.

Χαί­ρε, η γη της ε­παγ­γε­λί­ας. 
Χαί­ρε, εξ ης ρέ­ει μέ­λι και γά­λα.


Ομιλία π. Χριστοδούλου στους β΄χαιρετισμούς





Σ’ αυτόν τον κό­σμο, υ­πάρ­χουν δι­α­φό­ρων ει­δών χα­ρές. Εί­ναι ε­κεί­νες που προ­κύ­πτουν α­πό τις ε­πι­τυ­χί­ες μας, την ευ­η­με­ρί­α μας, τα ε­πι­τεύγ­μα­τά μας. Εί­ναι η χα­ρά που νι­ώ­θου­με α­πό τις σχέ­σεις μας, α­πό την αί­σθη­ση ό­τι μας α­γα­πούν κι ό­τι α­γα­πά­με. Εί­ναι η χα­ρά α­πό την δι­α­σκέ­δα­ση της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, α­πό την α­πό­λαυ­ση της ύ­λης.



Εί­ναι και οι χα­ρές που ε­πι­δι­ώ­κου­με μέ­σα α­πό την ι­κα­νο­ποί­η­ση των πα­θών μας, την ε­ξου­σί­α, το χρή­μα, την κα­το­χή α­γα­θών, α­πό τις δι­ά­φο­ρες κα­τα­χρή­σεις.



Ό­μως, ζού­με σε έ­να κό­σμο φθαρ­τό, σε έ­να κό­σμο ό­που κυ­ρια­ρχεί ο πό­νος, η θλί­ψη, η α­δι­κί­α, η βί­α. Εύ­κο­λα η χα­ρά μας μπο­ρεί να χα­θεί και να αι­σθαν­θού­με αυ­τό που α­να­κρά­ζει ο Εκ­κλη­σια­στής: Μα­ται­ό­της μα­ται­ο­τή­των, τα πάν­τα μα­ται­ό­της.



Βλέ­που­με στις μέ­ρες μας να υ­πο­χω­ρεί η ψευ­δαί­σθη­ση της ευ­δαι­μο­νί­ας μας, κα­θώς πα­ρα­τη­ρού­με την πνευ­μα­τι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή πα­ρακ­μή να μας καταπνί­γει, τους ι­σχυ­ρούς της γης να παί­ζουν πά­λι τα παι­χνί­δια ε­ξου­σί­ας, την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση που ρί­χνει πολ­λούς αν­θρώ­πους στην α­πελ­πι­σί­α.



Κι ό­λο α­κού­με για πο­λέ­μους και α­πει­λές πο­λέ­μων, α­κού­με για εμ­φύ­λιους και στυ­γνές δι­κτα­το­ρί­ες­ και πεί­να κι αρ­ρώ­στι­ες φο­βε­ρές.



Πό­σο ευ­κο­λα μπο­ρεί η προ­σω­πι­κή μας χα­ρά να χα­θεί! Πό­σες σχέ­σεις δεν α­πο­τυ­χαί­νουν, πό­σες φι­λί­ες δεν χα­λά­νε, πό­σες συγ­γέ­νει­ες δεν φτά­νουν στην α­πο­μά­κρυν­ση και την α­πο­ξέ­νω­ση.



Κι α­να­ρω­τι­ό­μα­στε: Υ­πάρ­χει ά­ρα­γε χα­ρά στον κό­σμο αυ­τό; Που θα βρού­με την α­λη­θι­νή χα­ρά; Τι εν­νο­εί ο στί­χος «Χαί­ρε, δι  ης η χα­ρά ε­κλάμ­ψει»; Πώς γί­νε­ται η Πα­να­γί­α να εί­ναι η πη­γή της χα­ράς; Η τρο­φή του μά­να; Η γη της ε­παγ­γε­λί­ας α­πό την ο­ποί­α ρέ­ει μέ­λι και γά­λα;



Μα, αυ­τό εί­ναι το μυ­στι­κό ό­σων α­πό αρ­χής μέ­χρι των ε­σχά­των πι­στεύ­ουν α­λη­θι­νά, σχε­τί­ζον­ται προ­σω­πι­κά με τον Χρι­στό, νι­ώ­θουν την χά­ρη του Α­γί­ου Πνευ­μα­τος στην ζω­ή τους, α­πο­ζη­τούν την ει­ρή­νη στην ψυ­χή, πο­λε­μούν τα πά­θη τους, πο­λε­μούν να α­γα­πή­σουν τον Θε­ό, τον πλη­σί­ον και τον ε­αυ­τό τους.



Η Πα­να­γί­α εί­ναι πη­γή της χα­ράς και γη της ε­παγ­γε­λί­ας, για­τί Αυ­τή έ­φε­ρε την χα­ρά στον κό­σμο, τον Χρι­στό. Κι η μό­νη α­λη­θι­νή χα­ρά εί­ναι ο Ι­η­σούς Χρι­στός. 



 Χαί­ρε­τε και α­γαλ­λιά­σθε, μας λέ­ει ο Χρι­στός. Χαί­ρε­τε και πά­λι, λέ­ω χαί­ρε­τε, γρά­φει ο α­πό­στο­λος Παύ­λος, παρ'   ό­λο που ή­ταν α­λυ­σο­δε­μέ­νος μέ­σα στη φυ­λα­κή.



Η Ορ­θο­δο­ξί­α εί­ναι θρη­σκεί­α της χα­ράς. Α­πό την ε­πο­χή των δι­ωγ­μών και της δου­λεί­ας, των μαρ­τυ­ρί­ων και των δι­ώ­ξε­ων, οι Χρι­στια­νοί α­κο­λου­θούν τον Χρι­στό σε έ­να κό­σμο α­μαρ­τί­ας, πει­νών­τας και δι­ψών­τας για την α­λη­θι­νή χα­ρά, αυ­τή που κα­νείς δεν μπο­ρεί να στε­ρή­σει. Για να εί­ναι κά­ποι­ος πραγ­μα­τι­κά Χρι­στια­νός, ο­φεί­λει να κα­τα­νο­ή­σει την μα­ται­ό­τη­τα του κό­σμου τού­του, το πε­πε­ρα­σμέ­νο των προσ­δο­κι­ών του, το σύ­νο­λο των ψευ­δαι­σθή­σε­ων του, το α­πο­τέ­λε­σμα των δι­α­ψεύ­σε­ών του, να αναγνωρίσει τα λάθη του και να α­να­ζη­τή­σει με πεί­να και δι­ψα την α­λη­θι­νή χα­ρά. Κι α­φού νι­ώ­σει την κα­τά Θε­όν α­πελ­πι­σί­α να α­πο­ζη­τή­σει την τρυ­φή και την γη της ε­παγ­γε­λί­ας.



Εί­πε ο Κύ­ριος: Χα­ρά γί­νε­ται ε­νώ­πιον των αγ­γέ­λων του Θε­ού ε­πί ε­νί α­μαρ­τω­λώ με­τα­νο­ούν­τι.



Όταν ο άν­θρω­πος ζη­τά­ την χά­ρη του Θε­ού, ό­ταν στην θέ­ση της α­πελ­πι­σί­ας βά­λει την πί­στη, ό­ταν την ώ­ρα της ορ­γής γο­να­τί­ζει και προ­σεύ­χε­ται στον α­γα­πη­μέ­νο του Χρι­στό, όταν με συντριβή αναγνωρίσει τις αστοχίες του, ό­ταν α­φή­νει πί­σω του τις ε­νο­χές του χτες και νι­κά τον φό­βο του αύ­ριο, τό­τε κα­τα­λα­βαί­νει για­τί α­πό την Πα­να­γί­α ρέ­ει μέ­λι και γά­λα.



Λέ­ει ο Μέ­γας Ντο­στο­γι­έφ­σκι: ε­ξο­μο­λο­γή­θη­κα και πα­ρά­δει­σος φύ­τρω­σε στην καρ­διά μου. Πα­ρά­δει­σος, για­τί με­τα­νο­ών­τας δια­ρκώς, ο χρό­νος μη­δε­νί­ζε­ται, οι ε­νο­χές ε­ξα­φα­νί­ζον­ται, το αύ­ριο παύ­ει να εί­ναι πη­γή άγ­χους και μέ­ρι­μνας κι ο πι­στός ζει την χα­ρά του σή­με­ρα, ό­σες λύ­πες κι αν υ­πάρ­χουν.



Αυ­τή εί­ναι η πραγ­μα­τι­κή ορ­θο­δο­ξί­α, α­δελ­φοί μου, η θρη­σκεί­α της χα­ράς. Γι αυ­τήν μι­λά­ει το Ευ­αγ­γέ­λιο, αυ­τήν έ­ζη­σαν οι μάρ­τυ­ρες κι οι ό­σιοι κι οι ά­γιοι της δι­πλα­νής πόρ­τας. Αυ­τή συγ­κρά­τη­σε πάμ­πολ­λους προ­γό­νους μας σε ε­πο­χές δι­ωγ­μών και ε­θνι­κών κα­τα­στρο­φών και φτώ­χιας.



Για­τί αυ­τή την δω­ρε­ά της χα­ράς, της ου­ρά­νιας πνευ­μα­τι­κής χα­ράς δεν μπο­ρεί να μας την πά­ρει κα­νείς! Ε­πει­δή εί­ναι καρ­πός του Πνεύ­μα­τος, την δι­α­τη­ρεί ο πι­στός, εί­τε αρ­ρω­σταί­νει, εί­τε δι­ώ­κε­ται, εί­τε υ­πο­φέ­ρει και βα­σα­νί­ζε­ται α­πό α­δι­κί­ες, εί­τε συ­κο­φαν­τεί­ται α­ναι­τί­ως, εί­τε πει­ρά­ζε­ται α­πό το κα­κό.


Οι θλί­ψεις, οι α­δι­κί­ες και οι δυ­σκο­λί­ες, αν­τέ­χον­ται με χα­ρά, μό­νο όμως με τη χά­ρη του Θε­ού και την βο­ή­θεια της Πα­να­γί­ας μας. Αυ­τό εί­ναι το κοι­νό μυ­στι­κό ό­σων έ­γι­ναν μα­θη­τές του Χρι­στού μέ­σα στους αι­ώ­νες. Γι αυ­τό δι­α­δό­θη­κε με τό­ση τα­χύ­τη­τα ο Χρι­στι­α­νι­σμός κι έ­γι­νε η θρη­σκεί­α της Α­γά­πης. Την χα­ρά αυ­τή δεν μπο­ρεί να την νι­ώ­σει ό­ποι­ος δεν εί­ναι δια­ρκώς με­τα­νο­ών για τα λά­θη και τις α­στο­χί­ες του, ό­ποι­ος δεν α­γα­πά τον πλη­σί­ον του ως ε­αυ­τόν, ό­ποι­ος δεν συγ­χω­ρεί, ό­ποι­ος κλεί­νε­ται στον ε­αυ­τό του και κοι­τά το μι­κρο­συμ­φέ­ρον του, ό­ποι­ος βου­λιά­ζει στα πά­θη του…


Ο τρό­πος ζω­ής του ορ­θό­δο­ξου Χρι­στια­νού πε­ρι­γρά­φε­ται στον πε­ρί­φη­μο στί­χο του Α­πο­στό­λου Παύ­λου, στην προς Ρω­μαί­ους Ε­πι­στο­λή: Χαί­ρειν με­τά των χαι­ρόν­των και κλαί­ειν με­τά των κλαι­όν­των.



Να ζεις κά­θε μέ­ρα της ζω­ής σου συμ­πά­σχον­τας με τους άλ­λους. Αν­τί να εί­σαι κλει­σμέ­νος στα δι­κά σου, να αν­τλείς χα­ρά α­πό την χα­ρά του πλη­σί­ον και να συμ­με­τέ­χεις στην θλί­ψη του άλ­λου, έ­τσι που η καρ­διά σου να με­γα­λώ­νει και να χω­ρά­ει ό­λο τον κό­σμο.



Το να γί­νει η η λύ­πη σου λύ­πη μου, και ο πό­νος σου πό­νος μου, δεν εί­ναι εύ­κο­λο. Αλ­λά πιο δύ­σκο­λο εί­ναι η χα­ρά σου να γί­νε­ται χα­ρά μου. Η ε­πι­τυ­χί­α σου να γί­νε­ται ε­πι­τυ­χί­α μου, η ευ­τυ­χί­α σου να γί­νε­ται ευ­τυ­χί­α μου, η ε­πι­τυ­χί­α του παι­διού σου να γί­νε­ται και δι­κή μου ε­πι­τυ­χί­α. Η εμ­πει­ρί­α των Πα­τέ­ρων μας βε­βαι­ώ­νει ό­τι το συγ­χαί­ρειν, εί­ναι α­συγ­κρί­τως δυ­σκο­λό­τε­ρο α­πό το συμ­πά­σχειν.



Ό­μως αυ­τός εί­ναι ο δρό­μος προς την α­γά­πη.


Ό­λα αυ­τά θέ­λουν α­γώ­να πνευ­μα­τι­κό. Θέ­λει να βά­λου­με το Ευ­αγ­γέ­λιο στην καρ­διά μας. Η ζω­ή περ­νά, κά­θε μέ­ρα το ρο­λό­ι λει­τουρ­γεί αν­τι­στρο­φα. Μό­λις τε­λει­ώ­σει η α­φέ­λεια της πρώ­της νε­ό­τη­τας το κα­τα­λα­βαί­νου­με Σή­με­ρα υ­πάρ­χου­με, αύ­ριο θα πε­θά­νου­με. Σή­με­ρα ευ­η­με­ρού­με κι αύ­ριο πτω­χεύ­ου­με. Σή­με­ρα έ­χου­με ει­ρή­νη κι αύ­ριο τα συμ­φέ­ρον­τα των με­γά­λων μας βου­λιά­ζουν στην δυ­σκο­λί­α. Σαν τις μω­ρές παρ­θέ­νες τε­λει­ώ­νου­με τον βί­ο μας οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι, που πο­τέ δεν θα συ­ναν­τή­σουν τον Νυμ­φί­ο της χα­ράς, για­τί πο­τέ δεν τον α­πο­ζή­τη­σαν, η κου­ρά­στη­καν στου δρό­μου τα μι­σά, ή για­τί ο σπό­ρος έ­πε­σε σε τό­πο ά­γο­νο και δεν φύ­τρω­σε.




Ας α­να­ζη­τή­σου­με λοι­πόν α­δελ­φοί μου, την Α­να­στά­σι­μη χα­ρά που εί­ναι γέν­νη­μα της α­λη­θι­νής με­τά­νοι­ας. Η πο­ρεί­α της ζω­ής μας εί­ναι Σταυ­ρι­κή για­τί η ζω­ή εί­ναι δύ­σκο­λη και για­τί πρέ­πει να σταυ­ρώ­νου­με δια­ρκώς την φι­λαυ­τί­α μας, αλ­λά ο σκο­πός και το μέ­σον μας εί­ναι η χα­ρά. Γι’ αυ­τό και η Α­να­στά­σι­μη χα­ρά, ο­νο­μά­ζε­ται Σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μη χα­ρά. Λυ­πού­μα­στε για τα λά­θη μας, αλ­λά χαι­ρό­μα­στε την ζω­ή. Κλαί­με τις α­στο­χί­ες μας, αλ­λά ζού­με την χα­ρά της η­μέ­ρας. Θλι­βό­μα­στε για την κα­κί­α του κό­σμου τού­του που γεν­νά την βί­α, τον φα­να­τι­σμό, την α­δι­κί­α, αλ­λά α­κο­λου­θού­με τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό. Βλέ­που­με τον θά­να­το να θε­ρί­ζει, αλ­λά ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­στεύ­ου­με στην Α­νά­στα­ση, πα­ρα­κα­λού­με να μας δί­νει ο Θε­ός πί­στη για να αι­σθα­νό­μα­στε αι­ώ­νιοι.



Αν ο Χρι­στός δεν α­να­στή­θη­κε, τό­τε μά­ται­η εί­ναι η πί­στη μας, λέ­ει ο Α­πό­στο­λος. Ό­λα τα τρο­πά­ρια του Πά­σχα, εί­ναι γε­μά­τα α­πό χα­ρά, α­πό φως, α­πό ζω­ή, α­πό ελ­πί­δα. Η πρώ­τη λέ­ξις του Α­να­στη­μέ­νου Κυ­ρί­ου, ό­ταν εμ­φα­νί­στη­κε στις Μυ­ρο­φό­ρες, ή­ταν το «Χαί­ρε­τε». Και κεί­νες «με­τά χα­ράς με­γά­λης, έ­τρε­ξαν να α­ναγ­γεί­λουν το με­γά­λο γε­γο­νός της Α­νά­στα­σης.



Κα­θώς βα­δί­ζου­με προς το Πά­σχα ας έ­χου­με στο νου μας ό­τι α­πό την ε­πο­χή του Χρι­στού αυ­τό κά­νουν οι με­τα­νο­ούν­τες Χρι­στια­νοί. Αυ­τό εί­ναι το μή­νυ­μα του Κυ­ρί­ου στους αι­ώ­νες, η χα­ρά της Εκ­κλη­σί­ας, της λα­τρεί­ας μας. «Χαί­ρε­τε εν Κυ­ρί­ω», λέ­ει δια­ρκώς Α­πό­στο­λος Παύ­λος στις Ε­πι­στο­λές του. 

Αυ­τή την χα­ρά εί­θε να πο­θή­σου­με δια πρε­σβει­ών της Πα­να­γί­ας μας και σε και­ρούς δί­σε­κτους να ζή­σου­με την τρυ­φή που έ­νοι­ω­σαν και οι Ά­γιοι, οι ό­σιοι οι μάρ­τυ­ρες και οι δί­και­οι πριν α­πό ε­μάς. Α­μήν!