Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσοστόμος γεννήθηκε στην
Αντιόχεια της Συρίας το 354 μΧ. από τον Σεκοϋνδο, πού ήταν ανώτερος αξιωματικός
του στρατού της Συρίας, και την Ανθούσα, «υιός γεγονώς των διαπρεψάντων ευγενώς
παρά τη τάξει του στρατηγού της Συρίας». Ο πατέρας του πέθανε λίγο χρόνο μετά
την γέννησί του, η δε μητέρα του, μόλις εικοσάχρονη τότε, αφοσιώθηκε στην
ανατροφή του παιδιού της με ιδιαίτερη επιμέλεια. Η φρόνησις και η αρετή της
Ανθούσης μαρτυρείται και από τον θαυμασμό του διακεκριμένου διδασκάλου του υιού
της, του Λιβανίου, ο όποιος, αν και ειδωλολάτρης, όταν την γνώρισε εξεπλάγη από
την σωφροσύνη της και ανεφώνησε: «Βαβαί, οίαι γυναίκες παρά χριστιανοίς είσιν».
Ο Ιωάννης διακρίθηκε μεταξύ των μαθητών της
Σχολής και θαυμαζόταν για την σπάνια καλλιέπεια και την πλούσια ευγλωττία του.
Την μόρφωσί του ολοκλήρωσε με την σπουδή της φιλοσοφίας και της ρητορικής και
πολύ γρήγορα εμφανίστηκε στα δικαστήρια ως συνήγορος, αποκτώντας ασυναγώνιστη
φήμη. Οι κύκλοι των λογίων προσέτρεχαν να παρακολουθήσουν τους ρητορικούς του
αγώνες, επιθυμώντας να ακούσουν τον «απαράμιλλον αριστέα του δικανικού
βήματος». Όμως, ο Χρυσόστομος ήταν μια ψυχή πού βαθιά αγαπούσε τον
Χριστό και την Εκκλησία Του. Εγκατέλειψε, λοιπόν, την λαμπρή
σταδιοδρομία του συνηγόρου και περιεβλήθη τον ταπεινό τρίβωνα του μοναχού, για
να διακονήση τώρα την Εκκλησία, με τα τάλαντα πού του χάρισε ο Θεός και τα
όποια εξαιρετικώς αξιοποίησε. Αφοσιώθηκε τότε στην προσευχή, την μελέτη των
Γραφών και την άσκησι, συγχρόνως δε εμαθήτευσε στην ερημιτική ζωή, πλησίον
αγίων αναχωρητών, οι όποιοι εμόναζαν εις τα πέριξ υψηλά της Αντιοχείας.
Σε ηλικία 34 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και
ασχολήθηκε με την διδαχή και την συγγραφή πραγματειών. Γρήγορα ο Ιωάννης
κυριάρχησε στην πνευματική ζωή της πόλεως, ιδιαιτέρως με το διαλεκτικό του
τάλαντο, με την ρητορική του ικανότητα και τον επιχειρηματικό του λόγο.
Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ηλικία 40 ετών και ύστερα από δωδεκαετή ιερατική
διακονία στην Αντιόχεια, το έτος 397 ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο της
Κωνσταντινουπόλεως. Ο βίος του υπήρξε πολυτάραχος, διότι εστερείτο της
«ελαστικότητας» έναντι των αρχόντων και της προσαρμοστικότητας έναντι των
κέντρων εξουσίας της εποχής του. Αρχιεράτευσε στην Κωνσταντινούπολι εννέα
χρόνια και επτά μήνες, εκοιμήθη δε στα Κόμανα του Πόντου, στις 14 Σεπτεμβρίου
του 407, οδεύοντας μαρτυρικώς προς τον τόπο της εξορίας του, την Πιτυούντα, στα
παράλια του Ευξείνου Πόντου. Οι λόγοι, «Δόξα τω θεώ πάντων ένεκεν» εσφράγισαν
την πολυκύμαντη ζωή του, μια ζωή προσφοράς και θυσίας, πού τον ανέδειξε όχι
μόνον απαράμιλλο ομιλητή του εκκλησιαστικού άμβωνος, αλλά και απαράμιλλο εργάτη
και εμπευστή του εκκλησιαστικού και κοινωνικού έργου.
Το συγγραφικό του έργο είναι εκτεταμένο και
πολύπτυχο. Μεταξύ των άλλων, συνέγραψε δύο παιδαγωγικές πραγματείες, με
σπουδαιότερη την «Περί Κενοδοξίας και Ανατροφής των τέκνων». Σε όλο του το
έργο, όμως, διάσπαρτες υπάρχουν πολυάριθμες παιδαγωγικές γνώμες, οι όποιες
καλύπτουν όλες τις πτυχές των μεγάλων προβλημάτων της αγωγής. Εύστοχα
διατυπώθηκε η εκτίμησις, ότι ο μαρτυρικός Ιεράρχης επέδρασε δια μέσου των
αιώνων και επιδρά και θα συνέχιση να επιδρά και στο μέλλον «τόσο πολύ στα ήθη
των ανθρώπων, όσο κανένας άλλος παιδαγωγός στον κόσμο», με εξαίρεσι τον Θεάνθρωπο
Κύριο μας και τον απόστολο Παύλο.
Από τις παιδαγωγικές ιδέες αυτού του μεγάλου
Πατρός και χριστιανού Παιδαγωγού θα επιχειρήσουμε μια μικρή σταχυολόγηση με την
ευκαιρία της μνήμης του για να ακούσουμε, για λίγο έστω, την φωνή του
οικουμενικού τούτου διδασκάλου.
Για τον ιερό Χρυσόστομο, η αγωγή είναι «τέχνη,
έργο δυσκολώτερο από οποιοδήποτε άλλο. Γιατί, τί μπορεί να συγκριθή με την
προσπάθεια να καλλιεργή κανείς την ψυχή του νέου και την διάνοια του»;
Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε απλό το έργο της
αγωγής. Τριπλό είναι, λέει ο χρυσορρήμων Πατήρ. Η πρώτη φροντίδα είναι η
απαλλαγή από την κακία, η δεύτερη άφορα την πρόσκτησι της αρετής και η τρίτη την
διαφύλαξί της. Αυτό το τελευταίο θέλει πολύ κόπο, «και πολλού δει μάλιστα
πόνου».
Ένα έργο δύσκολο, όπως είναι η αγωγή των παιδιών,
υπάρχει ο κίνδυνος να καταβάλη την αντοχή και να εξαντλή την υπομονή του
κοπιάζοντας. Ενδέχεται μάλιστα να τον εξώθηση και στην οργή. Αλλά το έργο της
αγωγής μοιάζει με την ιατρική φροντίδα. «Πρέπει να σπεύδουμε να θεραπεύουμε και
όχι να οργιζόμαστε και να αγανακτούμε. Γιατί και ο γιατρός, όταν διαπίστωση ότι
δεν υποχωρεί το νόσημα, δεν παραιτείται, ούτε δυσανασχετεί, αλλά τότε
περισσότερο προετοιμάζεται για την ευσέβεια και την θεραπεία». Η αγωγή πρέπει
να ασκείται με πολλή επιμέλεια. Γιατί, «όπως ακριβώς, όταν παραμελή κανείς το
χωράφι του, βγάζει αγριόχορτα, όταν όμως καλλιεργήται με επιμέλεια, παράγει
ώριμο καρπό, έτσι και η ψυχή του άνθρωπου, όταν μένη αδούλευτη γεννάει αγκάθια
παραπτωμάτων, ενώ εκείνη πού βρίσκεται κάτω από φροντίδα επιμελή, δίνει πλούσιο
τον καρπό της αρετής.
Η αγωγή δεν άφορα μόνο τον νου του ανθρώπου, αλλά
κυρίως την ψυχή, πού είναι ο πραγματικός θησαυρός του ανθρώπου. Γι' αυτό,
ιδιαίτερα μάλιστα οι γονείς, πού πολλαπλώς είναι πρώτοι δάσκαλοι του παιδιού,
πρέπει να έχουν κατά νουν πώς η μόρφωσις της ψυχής του παιδιού είναι το
σπουδαιότερο και το αναγκαιότερο έργο τους. Υπογραμμίζει, λοιπόν, ο σοφός Πατήρ:
«Δεν διαμορφώνεις χρυσά σκεύη, αλλά την ψυχή, πού είναι πολυτιμότερη από
οποιοδήποτε χρυσό σκεύος διαμορφώνεις, όπως ακριβώς ο χαλκουργός το σκεύος».
Είναι, αλήθεια, ότι ιδιαίτερα σήμερα, πού
διακατεχόμαστε όλοι από την υλιστική νοοτροπία «του έχειν» και όχι «του είναι»,
η παρεχόμενη αγωγή, και της οικογενείας και του σχολείου, έγινε μονομερής.
Παραθεωρούμε την αγωγή της ψυχής και επιδιώκουμε να μετατρέψουμε τα παιδιά μας
σε δεξαμενές γνώσεων. Κανείς δεν θα υποβίβαζε την σημασία της γνώσεως, αν δεν περιθωριοποιούσαμε
τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα. Ο ιερός Πατήρ μας συστήνει να μην καλλωπίζουμε
τα παιδιά με εξωτερικά στολίδια και πολυτέλεια, αλλά ικετεύει, παρακαλεί,
εξορκίζει: «πριν από όλα τα άλλα έργα σας, να φροντίζετε την αγωγή των παιδιών
σας... Ανάθρεψε το παιδί σου με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνη αθλητής του
Χριστού...και δίδαξε το να είναι ευλαβές από την παιδική του ηλικία...».
Η αγωγή, χωρίς να περιφρονή τον έξω άνθρωπο, έχει
στόχο τον έσω. Δεν πρέπει, λοιπόν, να είναι επιφανειακή και επιπόλαιη. «Δεν
πρέπει να κόβουμε μόνον την κορυφή των βλαβερών ζιζανίων (των παθών), γιατί
όταν μένουν οι ρίζες τους στο χώμα, αναπτύσσονται και πάλι, αλλά πρέπει να
βγάζουμε τις ρίζες τους, πού είναι βαθιά στο χώμα, και να τις εκθέτουμε γυμνές
στις καυτές ακτίνες του ήλιου, για να ξεραθούν εύκολα».
Ποια, όμως, είναι η «σωστή» αγωγή; Επιγραμματικά
θα λέγαμε πώς ο ιερός Πατήρ θεωρεί σωστή αγωγή εκείνην, πού σκοπό έχει να
οδήγηση τους νέους στην Θεογνωσία. «Δια πάντων εις θεογνωσίαν κελεύειν άγειν
αυτούς» (τους παίδας). Αυτό αποτελεί εγγύησι για το μέλλον τους, το εγγύς και
το αιώνιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου