π. Χριστόδουλος Μπίθας
Όπως
διαβάζουμε στην αρχή του 14ου κεφαλαίου του Ευαγγελίου του Αποστόλου
Λουκά, λίγο πριν από την παραβολή του δείπνου της βασιλείας, ο Χριστός βρίσκεται σ’
ένα γεύμα, στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου. Εκεί, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρισταμένων,
θεραπεύει έναν άνθρωπο που πάσχει από υδρωπικία, παρά ότι είναι η ημέρα του Σαββάτου. Στη
συνέχεια, αφού τους καυτηριάσει με τον λόγο Του επειδή ζητούν πρωτοκαθεδρίες
και ταυτίζονται με την εξουσία, κάποιος Φαρισαίος, ακούγοντας περί του δείπνου
της Βασιλείας, λέει ότι είναι μακάριος εκείνος που θα καθίσει στο δείπνο αυτό. Βέβαια, σύμφωνα με την δική του αντίληψη στο
δείπνο της Βασιλείας θα έχουν θέση μόνο οι Εβραίοι και μάλιστα όσοι κατά τη γνώμη
του είναι εκλεκτοί και θρησκεύουν σύμφωνα με τις δικές του δοξασίες.
Παίρνει,
λοιπόν, τον λόγο ο Χριστός καθώς ακούει αυτό το σχόλιο και λέει την ιστορία του
Δείπνου της Βασιλείας που ακούσαμε σήμερα:
Στην
παραβολή αναφέρεται σε διάφορες κατηγορίες ανθρώπων. Πρώτα απ' όλα στους συνδαιτημόνες
του στο γεύμα εκείνο, στους Φαρισαίους, αλλά και σε όποιον πιστεύει πως είναι
θέμα νομικό η συναλλαγή, η πορεία προς την πνευματική ολοκλήρωση.
Ο Χριστός
δεν καλεί σε μια ακόμα παραλλαγή θρησκείας, αλλά σε τρόπο ύπαρξης πνευματικό, σε
τρόπο αγάπης, ειρήνης, σοφίας και αγιότητας, αλλά οι άνθρωποι εγκλωβισμένοι
στις βιοτικές μέριμνες αδυνατούν να
προσέλθουν. Αρκούνται σε μια απλοϊκή θρησκευτικότητα, δεν υποψιάζονται πως
είναι ο Λόγος του πρόσκληση σε τρόπο ύπαρξης. Οι ευλογίες της ζωής, δηλαδή η
οικογένεια, η ιδιοκτησία, η εργασία, αντί να είναι η ευχαριστιακή βάση για την
αναζήτηση της πνευματικής πληρότητας γίνονται φυλακή και εμποδίζουν στην πορεία
προς τον Θεό, προς την όντως ζωή. Όσοι αρνούνται το δείπνο, απλώς δεν έχουν
καταλάβει τι σημαίνει αυτή η πρόσκληση.
Αναφέρεται
επίσης μ’ ένα ευρύτερο τρόπο σε όσους μένουν στενά εγκλωβισμένοι μέσα στις
προκαταλήψεις τους, σε όσους ζητούν άρχοντες επίγειους για να εξουσιάσουν τον
κόσμο και σε όσους νομίζουν ότι είναι θέμα εθνικής καθαρότητας και φυλετικής
διαφορετικότητας η συμμετοχή στη Βασιλεία Του. Έτσι, λοιπόν, με αυτή την
παραβολή, θέλει να δείξει ότι θα καλέσει ο Θεός τους καταφρονεμένους, τους
πονεμένους, τους ταπεινούς της γης. Εκείνους που οι δήθεν σπουδαίοι θεωρούν
παρακατιανούς, όσους, πληγωμένοι και ταπεινωμένοι από τον πόνο της ζωής,
βλέπουν την ματαιότητα στο εφήμερο και αναζητούν τα σημαντικά: την χαρά, το
κάλλος, το νόημα, το "ενός εστί χρεία". Και βέβαια καλεί όλη την
ανθρωπότητα, γιατί ένας Θεός δεν μπορεί να εντοπίζει την αγάπη Του μόνο σ’ ένα
έθνος.
Οι Φαρισαίοι,
οι Σαδδουκαίοι και όσοι ήταν εγκλωβισμένοι στον νόμο, δεν κατανόησαν το κήρυγμα του Χριστού και τον
σταύρωσαν. Γι’ αυτούς αποτέλεσε ένα τεράστιο σκάνδαλο το γεγονός ότι ένας δάσκαλος
κατέλυε τις σταθερές πίσω από τις οποίες κρυβόταν η αυτοδικαίωσή τους. Από τότε
μέχρι σήμερα όσοι αρκούμαστε σε μια
σχέση συναλλαγής και δουλείας στην σχέση με τον Θεό, στην ουσία σταυρώνουμε
καθημερινά τον Χριστό, επειδή δεν κατάλαβαμε πως Εκείνος μιλούσε για νόημα που απελευθερώνει τον άνθρωπο και
τον κάνει φίλο με τον Θεό. Ταυτόχρονα, στερούμε τον εαυτό μας από την
δυνατότητα να αποτελέσει η πίστη τον τρόπο με τον οποίο θα ολοκληρωθούμε
υπαρξιακά και θα αναστηθούμε από τον πνευματικό θάνατο.
Η κλήση του
Χριστού, είναι κλήση σε νόημα ζωής, αλλά οι περισσότεροι είμαστε εγκλωβισμένοι
στις βιοτικές μέριμνες. Και μέσα σε αυτή την δίνη της βιοπάλης, αντικαθιστούμε
τα νοήματα που ζωοδοτούν με επιμέρους νοήματα που δεν μπορούν να δημιουργήσουν
την αίσθηση της πληρότητας. Στην πραγματικότητα, δενόμαστε μόνοι μας σε μια
κατάσταση ανελευθερίας, όπου το πνεύμα φυλακίζεται από την συνήθεια και
την ρουτίνα των πρακτικών ζητημάτων. Η
ζωή σμικρύνεται σε προβλήματα μάλλον ανούσια, που παίρνουν μεγάλες διαστάσεις,
ενώ ταυτόχρονα τα μεγάλα θέματα όπως ο
θάνατος και η φθορά απωθούνται στο ασυνείδητο και εκεί κρυμμένα καθορίζουν την
ψυχή μας.
Όταν
νιώθουμε ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα, τότε βιώνουμε ένα υπαρξιακό κενό, μια
βαθειά απογοήτευση που συνοδεύεται από την αίσθηση της απομόνωσης από την
'Πραγματικότητα' στο σύνολό της. Οι ειδήσεις για το τι συμβαίνει στον κόσμο μας
καταβάλλουν, η κοινωνικοπολιτική κατάσταση μας εξουθενώνει, τα μικρά προβλήματα
μας διαλύουν, η αίσθηση της ματαιότητας κυριαρχεί στο νου και την ψυχή, η θλίψη
περισσεύει.
Οι πιο πολλοί για να καλύψουμε αυτό το κενό
καταφεύγουμε σε διάφορες αναπληρώσεις. Η αδυναμία θέλησης νόηματος
υποκαθίσταται από θέληση για δύναμη ή θέληση για ηδονή. Άλλοι πάλι δραπετεύουμε
σε διάφορες περίεργες δοξασίες και ιδεολογίες, τις οποίες δεχόμαστε παθητικά, ή
και πολλές φορές φανατικά, αφού η έλλειψη νοήματος αντικαθίσταται από
ψευδαισθήσεις μεσσιανισμού ή επιθετικότητας, όπου πίσω κρύβεται η ανικανότητα να
ασχοληθούμε με τον εαυτό μας και να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας.
Και
στους ανθρώπους της Εκκλησίας συμβαίνουν τέτοιες αναπληρώσεις, αν δεν
εννοήσουμε τι είναι αυτό το οποίο κήρυξε ο Χριστός. Τυπολατρία,
φονταμενταλισμός, σκληροκαρδία στο όνομα της ηθικής, εθνικισμός, θρησκευτικός
παγανισμός, είναι μερικά από το αποτέλεσματα μιας άρρωστης θρησκευτικότητας που
ειδωλοποιεί τον Χριστό και τελικά αντί να οδηγεί σε ελευθερία σκλαβώνει και
αρρωσταίνει τον άνθρωπο.
Αργά
ή γρήγορα αυτές οι ψευδοαπαντήσεις στο βασικό ερώτημα για νόημα γίνονται
αδιέξοδα, που οδηγούν τον άνθρωπο στην ψυχική νόσο ή την αυτοκαταστροφή. Οι
νευρώσεις που κατακλύζουν τους περισσότερους ανθρώπους είναι προϊόν απομόνωσης
και μη έκφρασης του πραγματικού εαυτού.
Ο
σημερινός άνθρωπος ζει σε αποξένωση από τον Θεό, από την φύση, από τους άλλους
ανθρώπους, από τον ίδιο τον αληθινό εαυτό του.
Συνωστιζόμαστε σε πόλεις, εργαζόμαστε σε άσκοπες εργασίες και διασκεδάζουμε με την φτήνια των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ζούμε στην επιφάνεια της ζωής, έτσι ώστε ακόμη και εκείνοι που κατέχουν πολλά, νιώθουν άδειοι, ανήσυχοι και δυσαρεστημένοι. Η αίσθηση του κενού οδηγεί στην κατάθλιψη. Η κυρίαρχη κουλτούρα κατάντησε «άδεια από πνεύμα και αγνοεί τις ανάγκες, τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για τη ζωή του πνεύματος». Το πνευματικό κενό ενισχύει τη νεανική βία και τις καταχρήσεις, αφού κυριαρχεί η «αποξένωση από θετικά πρότυπα» και «ένα πνευματικό κενό που γεννά την απελπισία».
Συνωστιζόμαστε σε πόλεις, εργαζόμαστε σε άσκοπες εργασίες και διασκεδάζουμε με την φτήνια των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ζούμε στην επιφάνεια της ζωής, έτσι ώστε ακόμη και εκείνοι που κατέχουν πολλά, νιώθουν άδειοι, ανήσυχοι και δυσαρεστημένοι. Η αίσθηση του κενού οδηγεί στην κατάθλιψη. Η κυρίαρχη κουλτούρα κατάντησε «άδεια από πνεύμα και αγνοεί τις ανάγκες, τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για τη ζωή του πνεύματος». Το πνευματικό κενό ενισχύει τη νεανική βία και τις καταχρήσεις, αφού κυριαρχεί η «αποξένωση από θετικά πρότυπα» και «ένα πνευματικό κενό που γεννά την απελπισία».
Οι περισσότεροι δεν κατανοούμε αυτή
την υπαρξιακή κενότητα επειδή είμαστε αρκετά απασχολημένοι με τα βιοτικά "Ἀγρὸν ἠγόρασα, Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα,
γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν" και δεν αισθανόμαστε
την έλλειψη σε οποιαδήποτε μορφή. Συνειδητοποιούμε την πνευματική κενότητά μας
μόνο όταν μια οδυνηρή προσωπική εμπειρία - ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου,
η κατάρρευση ενός γάμου, η αποξένωση ενός παιδιού, η αποτυχία μιας επιχείρησης-
μας σοκάρει και τότε επαναξιολογούμε την αίσθηση του νοήματος».
Όμως επειδή "ουκ επ' αρτω"
μόνο ζήσεται άνθρωπος, η κλήση του Χριστού, λέει, πως όταν δούμε την ματαιότητα
και το αδιέξοδο στην ζωή μας, όταν εννοήσουμε πως ζωή δίχως νόημα δεν είναι
ζωή, όταν δεν μπορούμε να αλλάξουμε μία κατάσταση μέσα στην οποία είμαστε
εγκλωβισμένοι, η πρόκληση είναι να αλλάξουμε τον εαυτό μας.
Η κλήση του Χριστού είναι κλήση σε
πορεία νοήματος και σκοπού: «Αυτός
που έχει ένα "γιατί" για να ζήσει, δηλαδή ένα νόημα που να τον
υπερβαίνει μπορεί να υπομείνει σχεδόν το κάθε τι.
Η κλήση του Χριστού
είναι κλήση σε τρόπο ελευθερίας - ασθενεί το αυτεξούσιο λέμε στην θεολογία -
και πρέπει να θεραπευτεί για να πορευτούμε προς το καθ΄ομοίωσιν. Πορεία προς τον Χριστό, σημαίνει
ελευθερία της βούλησης, και αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Η δυνατότητα της
επιλογής βιώνεται σε προσωπικό επίπεδο ως εμπειρία απελευθέρωσης από
οποιονδήποτε προσδιορισμό η φύση ή η κοινωνία μάς έχει προκαθορίσει. Υπέρβαση
τραυμάτων, φοβιών, αστοχιών, ενοχών, ενστίκτων, επιθετικλοτητας, μεγαλομανιών,
πορεία προς την ενσυναίσθηση, την πραότητα, την ειρήνη, την αγάπη.
Ο
άνθρωπος που βρίσκει το θάρρος να αποδεχτεί την επώδυνη κατάσταση του
υπαρξιακού ερωτήματος και να το αντιμετωπίσει αυθεντικά, υπερβαίνει τις όποιες
δυσκολίες και αναζητά νόημα και ελπίδα. Είναι μυστήριο το πως γίνεται αυτό,
αλλά όντως συμβαίνει και μόνο όσοι έχουν γεύση μπορούν να εννοήσουν. Καθώς ελευθερωνόμαστε ανακαλύπτουμε την
θεραπευτική δύναμη της αγάπης, τον θεό ως αγάπη και την ζωή ως αγαπητική σχέση
με τον πλησίον. Αυτό είναι που επισημαίνει ο Χριστός στον Νικόδημο όταν
μιλά για πνευματική αναγέννηση και αυτή είναι η εμπειρία που καταθέτουν οι
Άγιοι.
Σε
όσους θελήσουν να πάρουν μέρος στο δείπνο της βασιλείας, ο Χριστός δεν
υπόσχεται δύναμη και επιτυχία, ούτε εξασφαλισμένη υγεία και πλούτο, αλλά άλλον
τρόπο ύπαρξης. Για να αποκτήσουμε πνευματικά βιώματα δεν είναι απαραίτητο να
ξοδέψουμε χρόνια στην μελέτη της θεολογίας, να αναχωρήσουμε από τον κόσμο, να
κάνουμε διανοητικούς ακροβατισμούς, όπως λέει και ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας.
Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και νοιώθει πλήρης στο βαθμό που επιτυγχάνει στόχους
οι οποίοι υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια του ατομικότητάς του και περιχωρεί τον συνάνθρωπο
δια μέσου της αγάπης. Το νόημα γεμίζει την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την επιδίωξη
της δημιουργικότητας, της αγαπητικής συμπεριφοράς και της θετικής αντιμετώπισης
της αναπόφευκτης οδύνης. Από τους πειρασμούς και τις οδύνες μαθαίνουμε τον
εαυτό μας και κερδίζουμε έμπρακτα την ελευθερία από τον εγωκεντρισμό μας. Λεεί
ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος:
«Πολυχρόνια υπομονή οδηγεί στην
ταπείνωση, δηλαδή στην απαλλαγή από την φιλαυτία. Η ταπείνωση οδηγεί στην υγεία
της ψυχής, δηλαδή στην ειρήνευση, στην πραότητα, την χαρά, την ευχαριστία. Η
υγεία της ψυχής στην γνώση του Θεού, δηλαδή σε γνώση βαθειά πνευματική. Η γνώση
του Θεού στην αγάπη του Θεού. Και τέλος η αγάπη του Θεού στη Χαρά του Θεού, που
είναι γλυκύτερη από την μελοκερήθρα!…».
2000
χρόνια αργότερα από την στιγμή που ο Χριστός είπε αυτή την παραβολή δεν φαίνεται
να έχουν αλλάξει και πολλά όσον αφορά την άρνηση στην πρόσκληση του δείπνου,
δηλαδή στον τρόπο που αρνούμεθα την πορεία στην αγάπη, στο νόημα στην σοφία,
την αγιότητα. Μπορεί κατ’ αναλογία να έχουμε διάφορες αλλαγές, μπορεί σήμερα να
έχουμε καταστρέψει το περιβάλλον, μπορεί να έχουμε κατασκευάσει όπλα μαζικού
θανάτου, αλλά η αμαρτία του ανθρώπου παραμένει ίδια. Είμαστε κεκλημένοι στη
Βασιλεία Του..
Καθώς
βαδίζουμε προς το μεγάλο δείπνο της Βασιλείας Του, όπως θα μας παρατεθεί το ξημέρωμα
των Χριστουγέννων θα μας δοθεί για μία ακόμη φορά στην ζωή μας η ευκαιρία να βιώσουμε
το παράδοξο της ιστορίας: ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνουμε εμείς Θεοί (Μέγας
Αθανάσιος). Ήρθε ανάμεσά μας και μας μίλησε με λόγο και παράδειγμα σταυρικό.
Για να κηρύξει αυτό που ακόμα δεν κάναμε πράξη. Για να κηρύξει αυτό που μέσα
στην γκρίνια μας και την απελπισία μας, άλλοι δικαιολογημένοι κι άλλοι
αδικαιολόγητοι ξεχνούμε. Για να μας θυμίσει ότι ο δρόμος του κάθε ανθρώπου
όποιος κι αν είναι, είναι ένας, είναι κοινός, είναι για όλους ίδιος. Ο δρόμος και
ο της απροϋπόθετης αγάπης, της χαράς και της ευχαριστίας στον τρόπο της ανάστασης
και της αιωνιότητας. Αμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου