π. Βασίλειος Χριστοδούλου
«Θά εἶμαι γιά σᾶς πατέρας καί
᾽σεῖς θά εἶσθε γιοί μου
καί θυγατέρες» ἐξαγγέλλει ἡ Παντοκρατορική φωνή μέσα ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, μέ συνεργούσες χορδές τόν Ἠσαΐα, τόν Ἱερεμία καί
τελευταῖα τόν Παῦλο (Β΄ Κορ. στ΄ 18), βεβαιώνουσα γιά τήν προαιώνια ἐπιθυμία Της νά σχετιστεῖ μέ τόν ἄνθρωπο, ὄχι στό ἐπίπεδο μιᾶς ὑποταγῆς ἀλλά στήν ἐλευθερία τοῦ Μυστηρίου
Πατέρα-υἱοῦ. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἴδια αὐτή φωνή ἐμπερικλείει
καί τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά
γνωρίσει τόν Θεό στό πλαίσιο μιᾶς κοινωνούμενης ἐμπειρίας, μιᾶς συνύπαρξης προσωπικῆς κι ὄχι στήν ἀποδοχή ἑνός θεωρητικοῦ στοχασμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ἄλλωστε, ἐξέπεσε ἀπό μία σχέση, δέν ἀπέρριψε ἕνα μεταφυσικό θεώρημα!
Ὁ χῶρος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐνῶ εἶναι γεμάτος ἀπό τά σημάδια τοῦ Θεοῦ, ὑπερχειλισμένος
ἀπό τίς φανερώσεις Του, ἐν τούτοις ἀφήνει τόν λαό
τοῦ Ἰσραήλ διψασμένο κι ἀνικανοποίητο.
Ὁ Ἰσραήλ συνεχίζει νά προσδοκᾶ, νά ἀναμένει. Ἐκφράζει τήν ἀπαντοχή μιᾶς ἔνσαρκης παρουσίας,
μιᾶς ψηλαφούμενης ἀγάπης σέ ὑπόσταση προσωπική.
Θέλει νά φύγει ἀπό τό «ὁ Θεός τῶν πατέρων ἡμῶν» καί νά φωνάξει
ἐπιτέλους «ὁ Θεός, ὁ πατέρας
μου»!!
Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ Τριαδική αὐτή ἐπιθυμία παίρνει σάρκα καί ὀστά. Ὁ Θεός γίνεται
ὁρατός καί προσιτός στόν ἄνθρωπο, κατά πάντα ὅμοιος μέ τό
πλάσμα Του, γιά νά μπορέσει νά πραγματωθεῖ ἡ προαιώνια ἐπιθυμία Του, νά σχετιστεῖ μέ τόν ἄνθρωπο ὄχι στό ἐπίπεδο τῆς ὑπεροχῆς ἀλλά τῆς οἰκείωσης. Μέ
τό στόμα τοῦ Ἰωάννη βεβαιώνεται ἡ κοινή ἀποστολική ἀλήθεια, ὅτι κηρύσσεται ὄχι μιά καινούργια
θρησκευτική δοξασία ἀλλ’ ἡ μετοχή σέ μία σχέση, σέ μία προσωπική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ: «Αὐτόν γιά τόν ὁποῖο εἴχαμε ἀκούσει καί τελικά
εἴδαμε καί μέ τά χέρια μας ψηλαφίσαμε,
αὐτόν σᾶς μαρτυροῦμε» (Α΄ Ἰω. α΄ 1, 2).
Ὁ Θεός γίνεται
γιά ὅλους ἐμᾶς πατέρας στό
πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του, ὄχι γιατί ἐξαποστέλλει
τίς εὐεργεσίες Του ἀπό χώρα μακρυνή, οὔτε γιατί βεβαιώνει
πώς νοιάζεται καί ἐνδιαφέρεται,
ἀλλά γιατί ἐπιτέλους συνοδοιπορεῖ. Γιατί ζεῖ ἀνάμεσά μας, ἀναδέχεται
τά βάρη, ἐπωμίζεται
τήν εὐθύνη, γονατίζει καί ταπεινώνεται,
ἀκουμπᾶ τίς ἀβάσταχτες
θλίψεις, πέφτει στό κενό τοῦ θανάτου, συντροφεύει
ἀμετανόητα, ἀποτραβιέται ἀρχοντικά. Γίνεται
πατέρας, ὄχι ἐξαιτίας τῆς παντοδυναμίας
Του νά φέρνει «τούς πάντας ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι», ἀλλ’ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας
Του, νά ὑποφέρει τά πάντα ἐκ πάντων.
Ἡ Ἀνάληψη τώρα τοῦ Χριστοῦ στούς οὐρανούς δημιουργεῖ ἕνα τεράστιο
κενό. Μᾶς «καταδικάζει σέ πείνα θερμῆς ἀγκαλιᾶς κι ἀληθινῶν δακρύων». Οἱ ἀπόστολοι κι ὅλοι οἱ μαθητές καί μαθήτριές Του Τόν ἄκουσαν, Τόν εἶδαν, Τόν ψηλάφισαν.
Ἔνοιωσαν τήν Πατρική ἀγάπη, γι’ αὐτό καί Τόν ἐρωτεύτηκαν. Ἐμεῖς ὅμως πῶς εἶναι δυνατόν
νά σχετιστοῦμε καί ν’ ἀγαπήσουμε κάποιον πού δέν βλέπουμε, νά μιλᾶμε καί νά γονατίζουμε ἐνώπιον κάποιου πού οἱ σωματικές
μας αἰσθήσεις κηρύσσουν ἀπόντα; «Δέν εἶσαι ὁ μόνος πού θλίβεσαι ἐπειδή δέν ἀντίκρισες τόν Χριστό» μᾶς καθησυχάζει ὁ ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος,
δείχνοντας νά μᾶς νοιώθει. «Πόσοι
τώρα λένε, θά ἤθελα νά δῶ τήν μορφή Του, τό παρουσιαστικό Του, τά ροῦχα Του, τά ὑποδήματά
Του! Κι ὅμως, νά πού Τόν βλέπεις, ὄχι νά Τόν κρατᾶ γυναῖκα ἀλλ’ ἱερέας νά Τόν φέρει, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ ἀφθονία πολλή νά περιΐπταται».
Αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πού θά ἀναπληρώσει
τό κενό τῆς σωματικῆς ἀπουσίας τοῦ Χριστοῦ. Θά χυθεῖ ἄφθονα πάνω
στούς μαθητές καί ἀποστόλους
καί κατόπιν διά μέσου τοῦ Μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης σ᾽ ὅλους τούς ἱερεῖς καθιστώντας
τους πατέρες, ὁρατά ἐκτυπώματα τῆς παρουσίας
Του.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο πού «στεναγμοῖς ἀλλαλήτοις» ἐγκαινιάζει
μιά καινούργια ζωή μέσα στόν ἄνθρωπο, διά
μέσου τῆς ὁποίας ἀναβλύζει ἡ Θεϊκή πατρότητα πρός τά παιδιά Του, καί Ἐκεῖνο μᾶς μαθαίνει νά Τόν φωνάζουμε «ἀββᾶ ὁ πατήρ». «Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ.
δ΄ 6).
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ὡς ἔνυλο ὄν, χρειάζεται νά ψηλαφήσει καί νά ἐναγκαλισθεῖ. Χρειάζεται
ἐνώπιον κάποιου νά κλάψει, κάποιος
νά βαστάξει τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς πού κενώνεται,
κάποιος νά τόν βεβαιώσει μέ φωνή ἔναρθρη ὅτι ἀγαπιέται Θεϊκά. Νά σταθεῖ μπροστά σέ δυό μάτια χρειάζεται, ἕνα βλέμμα νά τόν ἐντοπίσει ἀγωνιᾶ, γιά νά μήν
νοιώθει μόνος, νά αἰσθανθεῖ ὅτι ἀναζητιέται. Σέ καταστάσεις προσωπικοῦ συντριμμοῦ καί ἀπώλειας, σέ στιγμές ἐπώδυνης αὐτογνωσίας, σέ συνειδητοποίηση ζωῆς ρημαγμένης στά σκοτάδια, δέν ἀρκεῖ τό παράδειγμα
βιοτῆς τῶν ἁγίων -γιά τό
πῶς ὁ Θεός τούς συγχώρεσε- γιά νά σέ στηρίξει. Θέλεις χέρι σάρκινο
ν’ ἁπλωθεῖ καί νά σ’ ἀκουμπήσει,
νά σ’ ἀνορθώσει προσωπικά.
Γι’ αὐτήν μας τήν ἀνάγκη ὁ Θεός μᾶς χαρίζει ἕναν ὁρατό καί σύμμορφο
συνάνθρωπο γιά νά φανερώνει Ἐκεῖνον. Μᾶς χαρίζει τόν
πνευματικό πατέρα καί τήν πνευματική σχέση μας μ’ ἐκεῖνον. Μιά σχέση
πού δέν μπορεῖ νά ἐξαντλεῖται στήν ἁπλή ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν καί στήν παρεχόμενη συγχώρηση. Τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητας,
ὁρατό ἐκτύπωμα τῆς Θεϊκῆς, δέν βρίσκεται στήν τελετουργική συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν ὅσο στήν κοπιώδη
καί θυσιαστική συνοδοιπορία. Στόν τρόπο πού θά ἀναδεχθεῖς τήν ζωή τοῦ ἄλλου, ὄχι γιά νά διευθύνεις τήν συνείδησή του, ἀλλά γιά νά τόν γεννήσεις ἐνήλικα καί ἐλεύθερο σέ
μία προσωπική σχέση μέ τόν Πατέρα Θεό.
Ὁ πνευματικός
πατέρας δέν εἶναι (μόνο) ἀπορριμματοδοχεῖο, εἶναι ἕνας ἐραστής καί προφήτης! Τό ἀπορριμματοδοχεῖο πολλές φορές
βολεύει, εἶναι εὐκολότερο, δέν χρειάζεται σχέση ἁπλῶς ὑποχρέωση, τό χρησιμοποιεῖς. Τό ἄλλο ὅμως, τό ἐραστής καί
προφήτης, χρήζει ἀμφίπλευρης
συνέργειας, σχέσης ἀναγωγικῆς, θεληματικῆς συνέπειας.
Ὁ ἐραστής ποιμένας ἀνάβει φωτιές
ἀγάπης στίς καρδιές, ἔχοντας ὁ ἴδιος πρίν ἀναφλεχθεῖ ἀπ’ αὐτήν. Εἶναι ἐραστής γιατί ὑπάρχει ἐράσμιος τοῦ ἀμετανόητα ἐρῶντος Θεοῦ. Εἶναι ἐραστής γιατί
μέσα ἀπό τόν τρόπο καί τήν ζωή του ὁ Θεός καταδιώκει καί πολιορκεῖ ἐσένα, τόν κάθε
ἄνθρωπο. Ἐραστής γιατί γνωρίζει ν’ ἀποτραβιέται, νά σ’ ἀγαπᾶ στήν αἰωνιότητά
σου κι ὄχι μόνο στό παρόν σου. Ἐραστής, γιά συνεχῆ ὑπόμνηση ὅτι ὁ Θεός δέν ψάχνει σκλάβους, ἐρωμένες καρδιές ἀναζητᾶ. Ἐραστής γιατί
δέν σέ ἀποδέχεται ἐπιλεκτικά, γιατί ἐπιμένει νά
φυσᾶ τίς κάμπιες τῆς ἀσχήμιας σου
προσμένοντας πεταλοῦδες νά γενοῦν.
Προφητεύει στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου τήν ἔσχατη Ὀμορφιά. Ὄχι, δέν τήν προλέγει, οὔτε τήν οἰωνοσκοπεῖ. Διασώζει
τίς στιγμές τοῦ βίου ἀπό τά πάθη, στά ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι τίς ὑποδουλώνουν,
ἀποκαλύπτοντας τήν ἀσχήμια καί ὁδηγώντας τά
πάντα στό ἐσχατολογικό
νόημά τους, στήν Θεϊκή τους ὀμορφιά.
Εἶναι προφήτης
γιατί θυμίζει Κάποιον, ὅταν ὅλοι Τόν ξεχνοῦν. Γιατί ἔρχεται νά σοῦ ψιθυρίσει
λόγο προσωπικό ἀπ’ ἀλλοῦ φερμένον.
Γιατί σοῦ ξυπνᾶ ἕναν κοιμισμένο
πόθο, γιατί συνεχῶς γιά ἕνα νόστο σοῦ μιλᾶ. Εἶναι προφήτης
γιατί ἐπαγρυπνεῖ, ἀνέστιος στήν
βόλεψη, περιφρονητής τοῦ κοινοῦ λήθαργου. Γιατί δέχεται πληγές πολλές, κι ὅμως, πηγές τίς ἀπεργάζεται.
Σέ βάζει ν’ ἀκούσεις μέσα
σου:
«Βοήθεια»!! Μιά κραυγή σπαραχτική ἀναδύεται.
«Ποιός φωνάζει;» τόν ρωτᾶς.
«Ἀκούμπησε πάνω
στό στῆθος σου, ἀφουγκράσου, ΚΑΠΟΙΟΣ πεθαίνει, ἀγωνιᾶ...» Σῶσε ΤΟΝ!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου