Σελίδες

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

T­ι κρα­τά­ω α­πό το πα­ρελ­θόν και τι πε­τά­ω...

Νί­κος Πορ­το­κά­λο­γλου

Σκέ­ψεις με α­φορ­μή το τε­λευ­ταί­ο βι­βλί­ο του Στά­θη Ν. Κα­λύ­βα

Τον Στά­θη Κα­λύ­βα τον γνώ­ρι­σα πο­λύ πρό­σφα­τα σε έ­να φι­λι­κό σπί­τι. Μό­λις μας σύ­στη­σαν η πρώ­τη ε­ρώ­τη­ση που μου βγή­κε αυ­θόρ­μη­τα ή­ταν «πώς γί­νε­ται να γρά­φεις για τό­σο δυ­σά­ρε­στες πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις και να πα­ρα­μέ­νεις αι­σι­ό­δο­ξος;» Η α­πάν­τη­σή του ή­ταν «εί­ναι α­πλό, γί­νε­ται για­τί μέ­νω έ­ξω».

Το να μέ­νεις έ­ξω βέ­βαι­α, και να γρά­φεις για τα προ­βλή­μα­τα της χώ­ρας σου, μπο­ρεί να έ­χει δύ­ο εκ δι­α­μέ­τρου αν­τί­θε­τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα: να εί­σαι εν­τε­λώς ε­κτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ή να βλέ­πεις πιο κα­θα­ρά τη με­γά­λη ει­κό­να. Μέ­χρι τη στιγ­μή που συ­ναν­τη­θή­κα­με εί­χα δι­α­βά­σει, α­πο­σπα­σμα­τι­κά ο­μο­λο­γώ, το «Κα­τα­στρο­φές και θρί­αμ­βοι», τα «Εμ­φύ­λια πά­θη» και δι­ά­φο­ρα άρ­θρα του. Στην πε­ρί­πτω­σή του πι­στεύ­ω, ή θέ­λω να πι­στεύ­ω, πως συμ­βαί­νει το δεύ­τε­ρο: Ο Στά­θης Κα­λύ­βας βλέ­πει α­πό α­πό­στα­ση τη με­γά­λη ει­κό­να πιο κα­θα­ρά α­πό ε­μάς που βρά­ζου­με μέ­σα στο κα­ζά­νι της κρί­σης τα τε­λευ­ταί­α 7 χρό­νια.

Δέ­χθη­κα λοι­πόν την πρό­σκλη­σή του να μι­λή­σω στην πα­ρου­σί­α­ση του νέ­ου του βι­βλί­ου με χα­ρά και κά­ποι­α α­μη­χα­νί­α. Α­μη­χα­νί­α για­τί νι­ώ­θω ά­βο­λα στο ρό­λο του ο­μι­λη­τή και γε­νι­κώς σε ο­ποι­ον­δή­πο­τε δη­μό­σιο ρό­λο χω­ρίς την κι­θά­ρα μου. Και χα­ρά για­τί έ­χω μια ευ­και­ρί­α να τον ευ­χα­ρι­στή­σω σαν έ­νας α­να­γνώ­στης που α­να­ζη­τά μέ­σα α­πό τις α­γω­νί­ες και τις αμ­φι­βο­λί­ες του μια στοι­χει­ώ­δη αυ­το­γνω­σί­α. Προ­σω­πι­κή και ε­θνι­κή. Και τα κεί­με­νά του με έ­χουν βο­η­θή­σει σε αυ­τή την α­να­ζή­τη­ση με έ­ναν τρό­πο ο­δυ­νη­ρό, ό­πως σε βο­η­θά έ­νας κα­λός ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τής που δεν σε χα­ϊ­δεύ­ει αλ­λά ού­τε σε α­πελ­πί­ζει.
Α­νή­κω στην πρώ­τη γε­νιά της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Προ­σπά­θη­σα μέ­σα α­πό τα τρα­γού­δια μου να δι­η­γη­θώ την ι­στο­ρί­α της γε­νιάς μου, ό­πως κά­νει κά­θε τρα­γου­δο­ποι­ός σε κά­θε χώ­ρα και ε­πο­χή.

Και η γε­νιά μου ή­ταν η πρώ­τη που α­να­κά­λυ­ψε τη μα­γι­κή συν­τα­γή για να έ­χεις και την πί­τα ο­λό­κλη­ρη και το σκύ­λο χορ­τά­το. Να κα­τα­να­λώ­νεις σαν κα­πι­τα­λι­στής και να μι­λάς σαν μαρ­ξι­στής. Να ζεις πλου­σι­ο­πά­ρο­χα με δα­νει­κά κα­ταγ­γέλ­λον­τας το δα­νει­στή σου. Και τώ­ρα τε­λευ­ταί­α, να έ­χεις τα ευ­ρώ σου στην Ευ­ρώ­πη και να δι­α­φη­μί­ζεις τη δραχ­μή. Πι­στεύ­ω πως ε­κεί, στη δι­γλωσ­σί­α και τον κυ­νι­σμό της δε­κα­ε­τί­ας του ’80, βρί­σκον­ται οι ρί­ζες του δη­λη­τη­ρι­ώ­δους φυ­τού που άν­θι­σε στις μέ­ρες μας. Ή­ταν η νο­ο­τρο­πί­α αυ­τής της γε­νιάς που ε­ξε­λί­χθη­κε σε ε­θνι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α. Προ­σπά­θη­σα να την πε­ρι­γρά­ψω με έ­να στί­χο: αν­τάρ­τες της πορ­δής με τα λε­φτά του μπαμ­πά.

Ο Κα­λύ­βας πε­ρι­γρά­φει την ε­πο­χή με τα δι­κά του λό­για στο κε­φά­λαι­ο «Αι­τί­ες και δυ­να­μι­κές της κρί­σης»: «Λί­γες έν­νοι­ες έ­χουν ε­ξευ­τε­λι­στεί ό­σο η “προ­ο­δευ­τι­κό­τη­τα”, που κα­τάν­τη­σε συ­νώ­νυ­μο της α­πό­λυ­της υ­πο­κρι­σί­ας. Ο α­δι­άλ­λα­κτος α­γώ­νας για τη με­γέ­θυν­ση των πιο α­πί­θα­νων κε­κτη­μέ­νων και την α­να­πα­ρα­γω­γή της με­τρι­ό­τη­τας και της α­να­ξι­ο­κρα­τί­ας εί­χε ση­μαί­α του την πρό­ο­δο».

Στην αρ­χή της κρί­σης η κρυ­φή μου ελ­πί­δα ή­ταν πως αυ­τή η α­νώ­μα­λη προ­σγεί­ω­ση στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θα μας ο­δη­γού­σε διά της βί­ας σε μια ε­νη­λι­κί­ω­ση. Μια σκλη­ρή μα­τιά στον κα­θρέ­φτη, μια με­τά­νοι­α, μια αλ­λα­γή πλεύ­σης. Έ­να restart. Για να συμ­βούν ό­λα αυ­τά ό­μως υ­πάρ­χει μια α­πλή και δύ­σκο­λη προ­ϋ­πό­θε­ση: να ψά­ξεις και να πα­ρα­δε­χτείς τα λά­θη σου.

 Προ­σω­πι­κά έ­χω πε­ρά­σει δύ­ο με­γά­λες κρί­σεις στη ζω­ή μου, μί­α λί­γο με­τά τα τριά­ντα και μί­α γύ­ρω στα πε­νήν­τα. Και στις δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις προ­σπά­θη­σα να πεί­σω τον ε­αυ­τό μου πως έ­φται­γαν η κοι­νω­νί­α, οι δι­σκο­γρα­φι­κές ε­ται­ρεί­ες, οι γυ­ναί­κες, οι φί­λοι ή το ά­σχε­το κοι­νό που δεν κα­τα­λα­βαί­νει τα με­γα­λο­φυ­ές μου έρ­γο, αλ­λά δεν τα κα­τά­φε­ρα. Κι έ­τσι α­ναγ­κά­στη­κα με βα­ριά καρ­διά να ρί­ξω την ευ­θύ­νη σε μέ­να. Να ζη­τή­σω βο­ή­θεια και να ψά­ξω τα λά­θη μου. Να βρω τι πή­γε στρα­βά και να α­πο­φα­σί­σω τι κρα­τά­ω α­πό το πα­ρελ­θόν και τι πε­τά­ω. Να ξα­να­δώ δη­λα­δή ποι­ος εί­μαι, πού εί­μαι και πού πά­ω. Ό­πως κα­τα­λα­βαί­νε­τε, μι­λά­ω για ψυ­χο­θε­ρα­πεί­α.

Αυ­τό ήλ­πι­ζα πως θα μας συμ­βεί και σε συλ­λο­γι­κό ε­πί­πε­δο. Και πι­στεύ­ω α­κρά­δαν­τα πως αν εί­χα­με μια γεν­ναί­α πο­λι­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή η­γε­σί­α, που κρα­τού­σε στά­ση αυ­το­κρι­τι­κής και συ­ναί­νε­σης μπρο­στά στην κα­τα­στρο­φή, ο κό­σμος θα α­κο­λου­θού­σε. Με βα­ριά καρ­διά, αλ­λά θα α­κο­λου­θού­σε. Ε­δώ ό­μως ήρ­θε ο α­δί­στα­κτος, χυ­δαί­ος λα­ϊ­κι­σμός να μας α­θω­ώ­σει. Και να χά­σου­με αυ­τή την πο­λύ­τι­μη ευ­και­ρί­α να αλ­λά­ξου­με. Πο­λι­τι­κοί ό­λων των κομ­μά­των, δη­μο­σι­ο­γρά­φοι και καλ­λι­τέ­χνες, ε­κτός ε­λα­χί­στων ε­ξαι­ρέ­σε­ων, ήρ­θαν να μας κα­θη­συ­χά­σουν πως ε­μείς, ο α­θώ­ος λα­ός, δεν φταί­με σε τί­πο­τα. Για ό­λα φταί­νε οι άλ­λοι. Και πού­λη­σαν α­γα­νά­κτη­ση και κα­ταγ­γε­λί­α και δι­χα­σμό με τον πιο ι­δι­ο­τε­λή και κυ­νι­κό τρό­πο. Και ό­σοι αν­τι­στά­θη­καν σ’ αυ­τό ή­ταν βέ­βαι­α προ­δό­τες, δο­σί­λο­γοι και γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες. Ή­ταν με τους άλ­λους. Και ό­πως λέ­ει ο Αρ­κάς, σε αυ­τή τη χώ­ρα έ­χει γί­νει πο­λύ ε­πι­κίν­δυ­νο να εί­σαι με τους άλ­λους... ό­ποι­οι κι αν εί­ναι αυ­τοί. Και κά­πως έ­τσι ε­πι­κρά­τη­σε η πα­ρά­νοι­α. Και περ­νά­με α­πο τον Αρ­κά στον Νί­τσε που εί­πε το ε­ξής: Η πα­ρά­νοι­α σε ά­το­μα εί­ναι σχε­τι­κά σπά­νια. Σε ο­μά­δες, κόμ­μα­τα, έ­θνη και ε­πο­χές εί­ναι ο κα­νό­νας.

Μέ­σα λοι­πόν σε αυ­τό το πα­ρα­νο­ϊ­κό σκη­νι­κό, ο Κα­λύ­βας αρ­θρο­γρα­φεί τα­κτι­κά, α­να­λύ­ει το πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν μας και προ­σπα­θεί να δι­α­κρί­νει μια α­χτί­δα στο μέλ­λον μας. Και βέ­βαι­α, ό­πως και τό­σοι άλ­λοι που αμ­φι­σβη­τούν τα α­ρι­στε­ρά στε­ρε­ό­τυ­πα της με­τα­πο­λί­τευ­σης, στιγ­μα­τί­ζε­ται ως α­νάλ­γη­τος νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος. Και α­κρι­βώς ε­πει­δή εί­ναι και έ­νας πε­ρι­ζή­τη­τος πο­λι­τι­κός ε­πι­στή­μο­νας και κα­θη­γη­τής στο ε­ξω­τε­ρι­κό, δη­λα­δή έ­νας ά­ρι­στος, εί­ναι και ύ­πο­πτος. Σε άλ­λες ε­πο­χές, ως κα­θη­γη­τής στο Yale, θα ή­ταν σί­γου­ρα πρά­κτο­ρας των Α­με­ρι­κα­νών, αλ­λά τη γλί­τω­σε, για­τί τώ­ρα ο ε­χθρός εί­ναι οι Γερ­μα­νοί. Πα­ρ’ ό­λα αυ­τά αυ­τός πα­ρα­μέ­νει έ­νας νη­φά­λιος και ε­πί­μο­νος πα­ρα­τη­ρη­τής. Μας πα­ρα­τη­ρεί α­πό μα­κριά αλ­λά και α­πό μέ­σα. Και δεν παύ­ει να βά­ζει το ί­διο υ­παρ­ξια­κό ε­ρώ­τη­μα χω­ρίς προ­κα­τα­λή­ψεις και ι­δε­ο­λη­ψί­ες: Πού εί­μα­στε και που πά­με;

Ε­δώ έ­χου­με τη συλ­λο­γή αυ­τών των κει­μέ­νων και μια δη­μι­ουρ­γι­κή τα­ξι­νό­μη­σή τους ό­χι χρο­νο­λο­γι­κή αλ­λά θε­μα­τι­κή. Ξα­να­δι­α­βά­ζον­τας τα άρ­θρα ό­λης της ε­πτα­ε­τί­ας 2009-2016 έ­χεις την ευ­και­ρί­α ε­νός α­πο­λο­γι­σμού ό­λων αυ­τών που ζή­σα­με και ε­νός α­να­στο­χα­σμού. Ο­μο­λο­γώ πως κά­ποι­α βρά­δια μού έ­πε­φτε πο­λύ βα­ρύ να ξα­να­δι­α­βά­ζω άρ­θρα του ’12, του ’14 ή του ’15 και να βι­ώ­νω ξα­νά το θυ­μό και την κα­τά­θλι­ψη της κά­θε πε­ρι­ό­δου. Ό­μως η γρα­φή του Κα­λύ­βα έ­χει πολ­λές α­ρε­τές: εί­ναι α­πλή, α­κρι­βής και ά­με­ση χω­ρίς κα­μί­α ε­πί­δει­ξη γνώ­σε­ων και ε­πι­στη­μο­σύ­νης και ό­πως εί­πα στην αρ­χή, ε­νώ πε­ρι­γρά­φει ζο­φε­ρές κα­τά­στα­σεις, αν­τι­στέ­κε­ται στην α­πελ­πι­σί­α και το μη­δε­νι­σμό. Έ­να σύν­το­μο πα­ρά­δειγ­μα α­πο έ­να κεί­με­νο του ’15: 

«Φο­βά­μαι πως πλη­σι­ά­ζου­με ε­πι­κίν­δυ­να στο εν­δε­χό­με­νο η εμ­πει­ρί­α της κρί­σης να με­ταλ­λάσ­σει ρι­ζι­κά το χα­ρα­κτή­ρα μας ως έ­θνος. Ο κίν­δυ­νος εί­ναι δη­λα­δή να κυ­ρι­αρ­χή­σει έ­νας συν­δυα­σμός δο­μι­κής α­πο­γο­ή­τευ­σης και α­πό­λυ­της πα­ραί­τη­σης. Το πα­ρά­δειγ­μα των με­τα-κομ­μου­νι­στι­κών χω­ρών που δεν κα­τά­φε­ραν να ξε­φύ­γουν α­πό το τέλ­μα, μας δί­νει έ­να μέ­τρο του τι πε­ρί­που εί­ναι αυ­τό στο ο­ποί­ο θα μπο­ρού­σα­με να μοι­ά­σου­με: γκρί­ζες, γε­ρα­σμέ­νες, πα­ρακ­μια­κές, ου­σι­α­στι­κά νε­κρές κοι­νω­νί­ες, που α­πο­πνέ­ουν μια ο­σμή α­πο­σύν­θε­σης. 

Ελ­πί­ζω ο­λό­ψυ­χα τα πράγ­μα­τα να μην εί­ναι έ­τσι. Πως, ας πού­με, η ζω­ο­δό­τρα δύ­να­μη του ή­λιου και της θά­λασ­σας της Ελ­λά­δας εί­ναι τέ­τοι­α που θα μπο­ρέ­σει να λει­τουρ­γή­σει ως αν­τί­βα­ρο στην τά­ση αυ­τή».

Εί­ναι έ­νας α­με­τα­νό­η­τος ορ­θο­λο­γι­στής που ό­μως α­φή­νει και έ­να πα­ρα­θυ­ρά­κι α­νοι­χτό στο θαύ­μα. Και ε­πει­δή κι ε­γώ σε ό­λη μου τη ζω­ή προ­σπα­θώ να συν­δυά­σω τη λο­γι­κή με το συ­ναί­σθη­μα, τον ορ­θο­λο­γι­σμό στην πο­λι­τι­κή με την πί­στη στο θαύ­μα της α­νά­στα­σης στη ζω­ή και στην τέ­χνη, θα κλεί­σω με έ­να στί­χο του Χα­λίλ Γκιμ­πράν α­φι­ε­ρω­μέ­νο στον Στά­θη:

«Κι αν ο χει­μώ­νας έ­λε­γε πως στην καρ­διά του κρύ­βει μια ά­νοι­ξη, ποι­ος θα τον πί­στευ­ε;»

*Το κεί­με­νο της ο­μι­λί­ας του Ν.Π. στην πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου στο Public (8/2)
** Το βι­βλί­ο κυ­κλο­φο­ρεί α­πό τις εκ­δό­σεις Με­ταίχ­μιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: