Κείμενο που εκφωνήθηκε από τον πρωτ. Βασίλειο Χριστοδούλου
στην παρουσίαση του βιβλίου του π. Χριστοδούλου Μπίθα,
στο Πνευματικό Κέντρο Ἱ.Ν.Παμμεγίστων
Ταξιαρχῶν Μοσχάτου (15.1.17)
Ἕνας
ἀπ’ τούς μεγάλους ποιητές καί κριτικούς τοῦ 19ου αἰῶνα ὁ Στεφάν
Μαλαρμέ (Stéphane Mallarmé) εἶχε πεῖ πώς «τά πάντα στόν κόσμο ὑπάρχουν γιά
νά καταλήξουν σ’ ἕνα βιβλίο». Ἐγώ θά πρόσθετα
–διευρύνοντας ἑρμηνευτικά τή σκέψη τοῦ Μαλαρμέ, πώς ὑπάρχουν γιά
νά καταλήξουν σέ μία συνάντηση, γιά νά κοινωνηθοῦν σέ μία σχέση,
γιά νά γνωστοποιηθοῦν μέσα ἀπό μιά ἀνάγνωση, γιά νά ἰδωθοῦν μέσα ἀπ’
τή σχισμή τοῦ πόνου, ἀπ’ τή ρωγμή τοῦ θανάτου· ὑπάρχουν ὥστε κάποιος,
κάποτε, νά τά ἀναδεχθεῖ.
Τίποτα μέσα στόν γήινο
χωροχρόνο δέν περιφέρεται ἄσκοπα καί τυχαῖα. Ὅλα ὑπάρχουν· καί ἡ ἐντελέχειά
τους δέν βρίσκεται στήν αὐτοτέλειά τους, σ’ αὐτήν καθ’ αὐτήν τήν ὑπόστασή
τους, ἀλλά στό ὅτι πρόκειται κάποτε, κάπως, κάποιος νά τά συναντήσει,
νά τά καταλάβει, νά τά οἰκειωθεῖ διασώζοντάς τα. Δίνοντάς τους τήν δυνατότητα
νά ξεπεράσουν τόν ἀφανισμό τῆς μοναξιᾶς τους, «εἰσερχόμενα σέ
μιάν ἄλλου εἴδους διάρκεια, ἐκείνην πού μέ τό ἀνέφικτό της ἀποτελοῦσε
καί τό δράμα τους»[1].
Κι ἐμεῖς ἀκόμα ὑπάρχουμε ὄχι γιατί κάποιες
βιοχημικές ἀντιδράσεις ἐξακολουθοῦν νά συμβαίνουν μέσα μας, οὔτε
γιατί μία ἐξώκοσμη θεότητα μᾶς ἀνέχεται· ὑπάρχουμε διότι κάποιος
μᾶς γνωρίζει καί μᾶς ἀγαπᾶ, πρός κάποιον ἔχουμε στραμμένο τό πρόσωπο
καί μᾶς ἀποδέχεται, μᾶς καταλαβαίνει, μᾶς περιχωρεῖ καρδιακά. Χωρίς
αὐτή τήν σχεσιακή ἀναφορά ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στραγγίζει ἀνοημάτιστη
σέ κάμποσα κιλά τελειότητας σωματικῶν ὀργάνων καί ἐγκεφαλικῶν
λειτουργιῶν.
Ἡ κραυγή καί ἡ δίψα γιά
ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι γιά τήν κάλυψη συναισθηματικῶν κενῶν,
εἶναι ἡ ἀγωνία του νά ζήσει. Κάποιος νά τόν ἐντοπίσει μέσα στήν ἀπειράριθμη
ἀνθρώπινη ὁμοείδεια, πού βαδίζει εὐθύγραμμα τόν διάβα τῶν αἰώνων,
νά στραφεῖ πρός αὐτόν, νά τόν ξεχωρίσει, καί ἀγαπώντας τον νά τόν ἀναστήσει.
Τότε καί μόνο τότε ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τή ζωή μέσα του, γνωρίζει
τήν ἰδιαιτερότητά του, ἀποκτᾶ νόημα καί ἄλλο βηματισμό ἡ ὕπαρξή
του.
Τό βιβλίο πού κρατᾶμε
ἤδη στά χέρια μας καί γιά τό ὁποῖο ὅλοι μας σήμερα συναχθήκαμε νά μιλήσουμε
εἶναι ὁ δεύτερος (ἐλπίζουμε νά ὑπάρξει καί τρίτος καί πολλοστός) τρόπος
διάσωσης τοῦ π. Χριστόδουλου, τοῦ περιεχομένου τῆς καρδιᾶς του, τῆς
διαδοχῆς τῶν ἐμπειριῶν του, τῶν ἱερατικῶν καί ὄχι μόνο βιωμάτων του.
Τό βιβλίο αὐτό, ὅπως ἄλλωστε καί το προηγούμενο, εἶναι μία εὐκαιρία
-πρωτίστως γιά τόν π.Χριστόδουλο, ἀλλά καί γιά κάθε συγγραφέα, νά συνειδητοποιηθεῖ
ὡς χῶρος καί τόπος συνάντησης πολλῶν γεγονότων, πολλῶν ἐμπειριῶν μέ
πρωταγωνιστές ἀνθρώπους. Νά συνειδητοποιήσει πώς ὅ,τι ἔζησε μέχρι
τώρα, σπαράγματα τῶν ὁποίων μόνο καταγράφει στίς 200 σελίδες τοῦ βιβλίου
του, ἔγιναν, συνέβησαν ὄχι ἁπλῶς γιά νά βοηθήσει καί νά βοηθηθεῖ ἀλλά
καί γιά νά τά ἀφήσει κληροδότημα δικό του καί δικό τους αἰώνιο σέ ὅλους
μας, στίς ἐπερχόμενες γενεές, ἀνοικτό σέ μετοχή καί κοινωνία. Συνέβησαν
γιά νά μπορέσουν νά μαρτυρηθοῦν καί σ’ ἄλλους. Συνέβησαν γιά νά μπορέσουν
ζωή νά πάρουν μέσα στήν ἱερατική καρδιά, ὥστε κι ἐμεῖς ἀργότερα νά
τα γνωρίσουμε.
Τό τελευταῖο κεφάλαιο
τοῦ βιβλίου πού εἶναι ἡ δική του ἐξομολόγηση πρός ὅλους μας, εἶναι
ταυτόχρονα καί ἡ κοινή συνισταμένη ὅλων τῶν ὀκτώ προηγηθεισῶν πορειῶν
ζωῆς, συντριμμοῦ, ταπείνωσης, μετάνοιας καί ἐπιστροφῆς. Εἶναι, θά μπορούσαμε
νά ποῦμε, ὁ χῶρος πού ἐκβάλλουν, γιά νά βροῦν ἕνα νόημα καί νά ἀναπαυθοῦν,
οἱ ἀναζητήσεις καί πορείες ὅλων ὅσων πρωταγωνιστοῦν στά προηγηθέντα
ὀκτώ κεφάλαια.
Μέσα ἀπό τό κεφάλαιο
αὐτό διαπιστώνουμε, ὁλοκληρώνοντας τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου καί
ἀποτιμώντας το, πώς τό νά ὑποφέρει κανείς συνοδοιπορώντας μέ τόσους
καί τόσους ἀνθρώπους, νά ταπεινώνεται ὁ ἴδιος, νά ἀγωνιᾶ καί νά ἐξαντλεῖται,
νά προσεύχεται καί νά πάσχει καί παρ’ ὅλα αὐτά νά μπορεῖ «νά διασώζει τό
πιό καθαρό κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ του, μιά γιά πάντα, σ’ ἕνα σχῆμα 13 Χ 20
ἔ, αὐτό πιά εἶναι κάτι πού ἀγγίζει τό μυστήριο, εἶναι ἡ ὑποψηφιότητα
σέ μιά ἀδιόρατη νίκη πού ἄξιζε ὅλες τίς θυσίες γιά νά κερδηθεῖ»[2].
Τό βιβλίο ὅμως αὐτό,
ἐκτός ἀπό τρόπο διάσωσης τοῦ π.Χριστοδούλου, ὅπως προείπαμε, εἶναι
καί τρόπος διάσωσης ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού πρωταγωνιστοῦν σ’ αὐτό, ἀφοῦ
ὅπως καί στόν ὑπότιτλο τοῦ ἐξωφύλλου ἤδη μᾶς γνωστοποιεῖται, πρόκειται
γιά ἱστορίες ἀνθρώπων βασισμένες σέ πραγματικά γεγονότα, προσώπων
ὑπαρκτῶν καί ὄχι μυθοπλασίας.
Μέ ἀφετηρία τή σκέψη
τοῦ Μαλαρμέ ἀλλά καί τή νοηματική εὐρυχωρία πού τῆς προσδώσαμε, ὅλοι
οἱ πρωταγωνιστές καί τῶν ὀκτώ ἱστοριῶν τοῦ βιβλίου ὑπῆρξαν, τά γεγονότα
στή ζωή τους συνέβησαν, ὄχι γιατί μιά εἱμαρμένη τά ἄφησε νά συμβοῦν
ἀλλά γιά νά ὁδηγηθοῦν σέ μία συνάντηση, γιά νά ἐκβάλλουν σέ ἕνα νόημα
πού θά μεταστρέψει τήν πορεία τῆς ζωῆς, ὥστε νά γεννηθεῖ τό καινούργιο,
νά κατανοηθεῖ ἡ ὕπαρξη ὄχι μόνο στήν ἐγκόσμια χωροχρονικότητά της
ἀλλά καί στήν ἄχρονη ἐλευθερία της.
Ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι
καί τά γεγονότα τῆς ζωῆς τους ὑπῆρξαν γιά νά εἰσέλθουν σέ μία ἱερατική
καρδιά, γιά νά ἀνακαινιστοῦν στή διαρκῆ νεότητά της, γιά νά διασωθοῦν
σ’ ἕνα βιβλίο, γιά νά καταπλεύσουν στίς λίμνες τῶν ματιῶν μας, γιά νά συνειδητοποιηθοῦμε
ὡς ὅλον, ὥς ἕνα καθολικό σῶμα ἀνθρωπινότητας, γιά νά κινδυνεύσουμε
νά χάσουμε τά μυαλά μας στή σκέψη ὅτι ἕνας Θεός μᾶς καταδιώκει, συγκρατεῖ
τήν αὐτοκτονία μας, συνέχει τίς διασπάσεις καί ἀπομακρύνσεις μας, ἕως
ὄτου μᾶς ἑνώσει «εἰς ἑνός Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν»[3].
Τρία γεγονότα, ἐναλασσόμενα
καί στίς ὀκτώ ἱστορίες πού περιγράφει ὁ συγγραφέας, εἶναι ἐκεῖνα πού
δεσπόζουν ὡς ὑφαλοκρηπίδες μετάνοιας, πάνω στίς ὁποίες προσκρούουν
οἱ πρωταγωνιστές, ἔτσι ὥστε νά σταματήσει τό ἀνελέητο κυνηγητό τοῦ
Θεοῦ σ’ ἐκείνους ἀλλά καί τό δικό τους ἀνεπίγνωστο τρεχαλητό μακριά
Του καί νά ξεκινήσει ἕνας συντροφικός περίπατος ἀγάπης γιά ὅλο τό ὑπόλοιπο
τῆς ζωῆς· Συνάντηση μέ πρόσωπο, καταστροφή (οἰκονομική) καί θάνατος-ἀπώλεια
ἀγαπημένου.
Ἐάν μπορούσαμε νά καταγράψουμε
ὅλες τίς περιπτώσεις καθολικῆς μετάνοιας πού συντελοῦνται μέσα στό
μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολόγησης, δέν νομίζω ὅτι θά βρίσκαμε ἄλλες
αἰτίες-ἀφορμές γι’ αὐτήν τήν μετάνοια, διαφορετικές ἀπό τίς τρεῖς
πού προαναφέραμε. Καί θά ἤθελα νά σταθῶ για λίγο σ’ αὐτά τά τρία γεγονότα
μέ κάποιες σύντομες ἐπισημάνσεις.
Ἐάν ρίξουμε μιά ματιά
στά εὐαγγέλια αὐτό πού θά διαπιστώσουμε εἶναι πώς πρόκειται γιά ἕνα
Θεό πού διέρχεται τίς ζωές τῶν ἀνθρώπων καί συναπαντᾶται μαζί τους.
Καμία μά καμία μετάνοια καταγεγραμμένη στά εὐαγγελικά κείμενα
δέν κατορθώθηκε ξέχωρα ἀπό τό πλαίσιο αὐτό τῆς συνάντησης μέ τόν Ἰησοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι δέν μετανοοῦν ἐπειδή ἄκουσαν κάτι ἤ ἐπειδή διάβασαν
κάτι ἀλλ’ ἐπειδή συναντήθηκαν μέ Κάποιον. Αὐτό εἶναι πού θά συνεχιστεῖ
σέ ὅλο τόν ἱστορικό διάβα τῆς Ἐκκλησίας· οἱ ἄνθρωποι ν’ ἀλλάζουν καί
νά μετανοοῦν μέσα ἀπό συναντήσεις· συναντήσεις στίς ὁποίες ὁ Θεός
συνεχίζει νά πρωταγωνιστεῖ, ἀλλά ἀπό τό παρασκήνιο τῆς ἀρχοντικῆς
ἀπόκρυψής Του ἀφήνοντας στό προσκήνιο τῆς φανέρωσης, τούς ἀγαπημένους
Του, τούς ἱερεῖς καί ποιμένες Του, ἀλλά καί ἀνθρώπους λαϊκούς ἀλλοιωμένους
ὅμως στήν ἀγάπη Του, νά προσκαλοῦν ἄλλους ἀνθρώπους τσακισμένους ἀλλά
καί ἀναζητητές σέ ἐπαναπροσδιορισμό τῆς ζωῆς τους καί σέ μετάνοια.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν’ ἀλλάξει μόνο ὅταν ἀγκαλιαστεῖ συγχωρητικά καί
ἀγαπηθεῖ προσωπικά, γι’ αὐτό τά πάντα μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχουν τόν
χαρακτῆρα τοῦ ἰδιαίτερα προσωπικοῦ καί ὄχι τοῦ ἀπρόσωπα μαζικοῦ.
Γι’ αὐτό καί ἡ εὐθύνη μας ὡς χριστιανοί ὀρθόδοξοι εἶναι τεράστια, διότι
εἴμαστε χριστιανοί ὄχι πρωτίστως γιά τόν ἑαυτό μας ἀλλά γιά τούς ἐν δυνάμει
ἀγαπημένους ἄλλους, στούς ὁποίους ἡ ζωή μας κάτι πρέπει νά ἔχει νά
πεῖ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα
μιᾶς τέτοιας συνάντησης εἶναι ἡ πρώτη ἱστορία πού μᾶς ἀφηγεῖται ὁ
π. Χριστόδουλος μέ τόν τίτλο «τοῦ ἀσώτου, μά ὄχι τοῦ φιλευσπλάγχνου
πατέρα», στήν ὁποία ὁ πρωταγωνιστής ἐπαναστάτης νέος, ἀπογοητευμένος
ἀπό τό γονεϊκό περιβάλλον καί σταδιακά βυθιζόμενος μέσα στή δίνη
τῆς βίας καί παραβατικότητας, συναντᾶται «τυχαῖα» μέ κάποιο μοναχό
στή στάση ἑνός λεωφορείου. Τόσο τυχαῖα ὅσο ἡ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ
μέ τή Σαμαρείτιδα στή στάση τοῦ φρέατος... Συνάντηση πού θά καθορίσει
τή ζωή του.
Κάτι παρόμοιο θά συμβεῖ
καί στή δική μου ἀγαπημένη ἀπό τό βιβλίο ἱστορία μέ τίτλο: «τῆς ἀγάπης
αἵματα», στήν ὁποία ὁ ἀρχιτέκτονας Γιάννης, παρών-ἀπών σ’ ἕνα τελματωμένο
γάμο, σέ μιά σχέση πού ἀφέθηκε ἀκαλλιέργητη καί ἀπότιστη, μέ χρήματα
πολλά καί ἐξοχικό πολυτελείας περιπλανιέται παραμονές Χριστουγέννων
στούς δρόμους τῆς παγωμένης Ἀθήνας ψάχνοντας καταφύγιο λήθης σέ μιά
ἀνοημάτιστη παρέα. Ἐκεῖ θά συναντηθεῖ καί πάλι «τυχαῖα» μέ ἕνα ὁδηγό
ταξί, στό αὐτοκίνητο τοῦ ὁποῖου μπαίνει γιά νά μπεῖ καί μέσα ἀπό μία
ἄλλη πόρτα ἐξομολογητική καί στή καρδιά του. Ἔτσι «τυχαῖα» ὅπως μπῆκε
καί ὁ Χριστός στό σπίτι τοῦ Ζακχαίου ἀνοίγοντας πόρτα δημόσια ἐξομολογητική
στή καρδιά τοῦ τελώνη.
Ὅλα θά ἀλλάξουν μετά
τή συνάντηση αὐτή: «Ὅταν γύρισε τό μεσημέρι
στό σπίτι, βρῆκε τήν οἰκογένειά του καθισμένη στό τραπέζι. Στάθηκε
μπροστά τους καί μέ τρεμάμενη φωνή τούς ζήτησε συγγνώμη γιά ὅσες στενοχώριες
τούς εἶχε προκαλέσει. Τά παιδιά τόν κοίταξαν ἔκπληκτα καί ἡ Ἄννα καχύποπτα,
ἀφοῦ δέν τούς εἶχε συνηθίσει σέ τέτοια ΄΄ἀνοίγματα΄΄ καρδιᾶς. ΄΄Σοβαρά σᾶς μιλάω! Νοιώθω τήν ἀνάγκη νά
ζητήσω συγγνώμη γιά ὅλα αὐτά τά χρόνια καί ἰδίως σέ σένα Ἄννα. Παίρνω
ὅλη τήν εὐθύνη πού μοῦ ἀναλογεῖ γιά τόν λάθος τρόπο πού σᾶς ἔχω φερθεῖ,
γιά τά νεῦρα μου, τίς ἀναποδιές μου, τούς χαρακτηρισμούς πού ξεστόμισα.
Ἴσως, νά σᾶς φαίνεται παρανοϊκό αὐτό πού κάνω, ἀλλά ἐπειδή δέν μοῦ ἔχει
ξανασυμβεῖ, σᾶς παρακαλῶ προσέξτε με. Ἔχω ξεφύγει ἄσχημα ἐδῶ καί πολύ
καιρό, τό ξέρετε ὅλοι. Ἔχασα τόν ἑαυτό μου, πνίγηκα στήν μιζέρια, στό
ἄγχος, μέ φάγανε οἱ δουλειές καί τά σπίτια καί τελευταῖα, ἡ ἀπραξία
στό γραφεῖο. Νιώθω μεγάλη ἀνάγκη νά κάνω μιά καινούργια ἀρχή, νά κάνουμε
ὅλοι μαζί μιά καινούργια ἀρχή. Δῶστε μου σᾶς παρακαλᾶ μιά εὐκαιρία.
[...] Αὔριο πού εἶναι Χριστούγεννα, πᾶμε τό πρωί μαζί στήν ἐκκλησία;»[4] .
Μιά συνάντηση θά εἶναι
τό ἐργαστήρι πού θά μεταβάλλει τόν δάσκαλο Σταμάτη ἀπό εὐσεβιστή
τιμητή τῶν πάντων, ἀπό ἀπαισιόδοξα θρηνητικό χριστιανό σέ πρόσωπο
εὐχαριστιακό, στήν ἕκτη κατά σειρά ἱστορία τοῦ βιβλίου μέ τίτλο: «Κυριακάτικη
ἀχαριστία». Μιά συνάντηση μέ τόν ἡγούμενο Σωφρόνιο, μέσα ἀπό τήν ὁποία
θά καλλιεργηθεῖ σέ μία ἄλλη θέαση τῆς ζωῆς, σέ μία συμπόνοια γιά
τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων.
Τό δεύτερο γεγονός πού
κυριαρχεῖ ὅπως προαναφέραμε στίς ἱστορίες τοῦ βιβλίου εἶναι ἐκεῖνο
τῆς οἰκονομικῆς καταστροφῆς. Ἕνα γεγονός πού ἐφιαλτικά δεσπόζει
τά τελευταῖα ἑπτά χρόνια σέ ὅλο τό Ἑλλαδικό προσκήνιο. Δέν εἶναι ὅμως
μόνο ἡ ἀπώλεια τῶν χρημάτων καί τῆς ὑλικῆς εὐμάρειας ἐκείνη πού προσανατολίζει
τούς ἤρωες τοῦ βιβλίου σέ ἀλλαγή πλεύσης τῆς ζωῆς, ἀλλά ἡ κατάρρευση
ἑνός κόσμου στόν ἀντίποδα τῆς ἀλήθειας. Γιατί μπορεῖ νά ἔχεις χρήματα
καί ὁ βίος σου νά άληθεύει στόν πόνο καί τή συμπόνοια, στή συναντίληψη
καί ἐνσυναίσθηση. Ὁ ἄνθρωπος μέ ὑλικό τά χρήματα καί ὅ,τι αὐτά τοῦ προσφέρουν,
οἰκοδομεῖ ἕνα κόσμο ψεύτικων ἐξασφαλίσεων μέσα στόν ὁποῖο ἀπομονώνει
τήν ὕπαρξή του, τήν προφυλάσσει ἀπό τίς ἀναταράξεις τῆς ἀλήθειας. Εἶναι
συνηγορία στό κατ’ ἐξοχήν ἔργο τοῦ Σατανᾶ, πού δέν ἐνεργεῖται γιά
νά ὁδηγεῖ κάποιον στήν ἁμαρτία, αὐτό τό κάνουμε πολύ καλά καί μόνοι
μας, εἶναι τό νά στήνει τήν δική του αὐτοκρατορία, αὐτοκρατορία τῆς
κόλασης μέ Ἐδεμική λεοντή, κατέναντι του παραδείσου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι
νά σοῦ δημιουργεῖ ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν κενό περιεχομένου, καί σύ
νά διαπλέεις τόν πλανήτη σου, πάνω σ’ ἕνα εὔθραστο «ἐγώ», πρίγκιπας
μικρός τοῦ ὀνείρου σου. Ἕως ὅτου μία ρωγμή βυθίσει τή σχεδία σου καί
βρεθεῖς Ροβινσώνας ναυαγός στήν ἀλήθεια σου.
Μιά
τέτοια κατάρρευση βίωσε ἡ «Μαρία
τῆς μικρῆς Κυκλάδας» στήν ὁμώνυμη ἱστορία ἀλλά καί ὁ Παναγιώτης
τοῦ χρηματιστηρίου στήν «Αἰγαιοπελαγίτικη
δοξολογία», δοξολογία γεμάτη Σίκινο καί Ἀμοργό, σπάταλα ξοδευμένο
μπλέ καί δειλινά χαρμολύπης σέ ἰσόποσες δόσεις, ὅλα κατά πῶς τά θέλησε
ὁ Ἐλύτης. «Πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἐπιστρέψει
ὁριστικά στό νησί, στήν γενέθλια γῆ. Τό πατρογονικό σπίτι ρημαγμένο,
μά μέ πολλή προσωπική ἐργασία τό ξανάστησε πανέμορφο στήν ἁπλότητά
του. Ζωντάνεψε καί μιά παλιά ἀποθήκη μεταμφιέζοντάς την σέ γουστόζικο
μαγαζάκι στό ἔμπα τοῦ παλιοῦ λιμανιοῦ. [...] Νά πού ἡ ζωή ἀνέτειλε
ξανά, δίχως ἄγχος καί ἔγνοιες! [...] Τώρα πάλι αἰσθάνεται τήν γνώριμη
ξεγνοιασιά τῶν παιδικῶν του χρόνων. Πώς τόν γοητεύει ἡ Χώρα τοῦ νησιοῦ,
νά γυρνοβολάει στά στενοσόκακα, νά ξαπλώνει στά πεζούλια τῆς μικρῆς
ἐκκλησίας στήν κορυφή τοῦ κάστρου, ὅπως τότε πού ἦταν μπόμπιρας, νά ἀτενίζει
τήν μεγαλοπρέπεια τῆς θάλασσας ἀπό ψηλά! Θεέ μου, πόσο μπλέ ξοδεύεις γιά νά μή σέ βλέπουμε»[5].
«Δέν ὑπάρχει λοιπόν
καμία ἀξία νά μεταστρέφεις ἀνθρώπους στόν Χριστό ἄν αὐτοί δέν μεταστρέφουν
τήν εἰκόνα πού ἔχουν γιά τόν κόσμο καί τή ζωή, ἐπειδή τότε ὁ Χριστός
γίνεται ἁπλῶς ἕνα σύμβολο τῶν ὅσων ἀγαποῦμε καί θέλουμε ἤδη –χωρίς
Αὐτόν. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ Χριστιανισμός εἶναι πιό τρομακτικός ἀπ’ ὅ,τι
ὁ ἀγνωστικισμός ἤ ὁ ἡδονισμός»[6].
Τό
τρίτο γεγονός πού χαρακτηρίζει τίς ἱστορίες τοῦ βιβλίου εἶναι ἐκεῖνο
τοῦ θανάτου, τῆς ἀπώλειας ἀγαπημένου προσώπου ἤ καί τοῦ κινδύνου ἀπώλειας
καί τῆς δικῆς μας ζωῆς. Ἑνός κινδύνου πού στό ἑωσφορικό ψευδοσύμπαν
ἀγνοεῖται. Καθόλου παράξενο πού καί ὁ σύγχρονος δυτικός πολιτισμός
θανατόφυγος εἶναι, βαθύτατα ἄλλωστε ἑωσφορικός.
Ὁ
θάνατος σκεπάζεται, ὡραιοποιεῖται ἤ καί ἀπωθεῖται στό μακρύτερο
ἐσχατολογικό χρόνο ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μήν μπορεῖ νά πάρει στά σοβαρά
τή ζωή. Νά συνεχίσει νά τήν σπαταλᾶ ἀπερίσκεπτα, σάν τόν ναυαγό Ἀρίστο
τῆς τελευταίας ἱστορίας. «Ὁ θάνατος ἀποκαλύπτει –πρέπει ν’ ἀποκαλύπτει-
τό νόημα ὄχι τοῦ θανάτου, ἀλλά τῆς ζωῆς»[7]. Ὁ θάνατος εἶναι ἐκεῖνος πού δηλώνοντας ἕνα
τέλος –γνωστό ταυτόχρονα καί ἄδηλο, προκαλεῖ σέ ἀνάδυση καί διαχείριση
ὅλα τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν τρόπο πού καί στήν περίπτωση
τοῦ νεαροῦ Διονύση γίνεται, στήν πέμπτη κατά σειρά ἱστορία τοῦ βιβλίου
μέ τίτλο «τοῦ ἀντρειωμένου ὁ θάνατος
δίνει ζωή στή νιότη», ὅταν καλεῖται νά σηκώσει νεκρό τόν φίλο του
καί νά συνοδεύσει σέ θάνατο ἁργόσυρτο τόν πατέρα του.
«Θάρρεψα, ὅτι γιά
νά κατέβει –περί καθόδου πρόκειται- κανείς τ’ ἀναρίθμητα τοῦ πραγματικοῦ
σκαλοπάτια χρειάζεται νά σηκώσει βαρειά, μαρμάρινη πλάκα»[8] μαρτυρᾶ μέ σθένος ὁ Πεντζίκης. Αὐτή τή βαρειά,
μαρμάρινη πλάκα πού κανείς δέν τολμᾶ μήτε νά τήν δεῖ, τολμᾶ νά σηκώσει
ἡ Ἐκκλησία γιά νά ἀποδείξει τό μνῆμα κενό καί τόν θάνατο σκυλευμένο.
« Ὄχι, τούς λέει, ὁ θάνατος
/ ὀνείρου ρόζος εἶναι / καί παξιμάδι ἀνάμειχτο μέ / γάλα στή φωτιά»[9].
Αὐτόν
τόν θάνατο ἔχουμε δεῖ πάμπολλες φορές στήν ἐξομολόγηση νά πιάνει καί
νά μᾶς φέρνει ἀπό τό χέρι ἀνθρώπους στήν ὄντως ζωή. Ἕνας θάνατος –συνήθως-
προσώπου ἀγαπημένου, γιά νά ξυπνήσει στή ζωή καί στήν ἀλήθειά της τούς
«περιλειπόμενους»[10].
Θά....νατος!!!
Ψευτράκος μεγάλος εἶναι· «θά» ...σοῦ λέει στήν ἀρχή, ἀφήνοντάς σε σέ
μιά τρελή ὀνειροπόληση τῆς ζωῆς, ὥσπου ξάφνου... «νατος»!, φωνάζει
πανικόβλητη ἡ ζωή, ἀπροετοίμαστη γιά τή συνάντησή τους· καί σύ στό
ἐνδιάμεσο, νά πρέπει νά τόν ὑποδεχθεῖς, μέ ἡδύποτο τά χρόνια σου νά
τόν κεράσεις.
Ἡ
Ἐκκλησία μας καθημερινά -μόνη πάνω σέ τοῦτο τόν κόσμο- μέσα στό Μυστήριο
τῆς μετανοίας, ἀφοῦ αὐτό εἶναι ἡ μήτρα ἀπ’ τήν ὁποία ξεπήδησε τό βιβλίο,
καταπίνει τόν θάνατο σέ μεγάλες δόσεις, κι ἐκεῖ στά σπλάχνα της, τά ἱερατικά
καί ἀναστάσιμα τόν μεταβολίζει σέ ζωή.
Τον τίτλο «Πέρα ἀπό τήν χώρα τῆς λύπης»· τόν ἄφησα
τελευταῖο, ἐπίτηδες, πίσω μου, σάν τά ἴχνη πάνω στήν ἄμμο τοῦ ἐξωφύλλου,
γιά νά βρεθῶ μπροστά στό ὕστατο θαλάσσιο ὅριό της, στή θάλασσα τήν ἱερατική,
στή θάλασσα τοῦ παπα Χριστόδουλου. «Εἶναι ἕνα στοιχεῖο
οἰκεῖο, φιλικό, μιά γλώσσα γαλανή πού διεισδύει καί κόβει μέ χίλιους
τρόπους τή στεριά τῆς λύπης. Εἶναι ἕνα δεύτερο ἔδαφος –παρ’ ὅτι ὑδάτινο-
πού μέ τόν τρόπο του εἶναι δυνατόν κι αὐτό νά σπαρθεῖ καί ν’ ἀποδώσει στόν
ἄνθρωπο παρηγορία»[11].
Τί ἀτυχία, δάκρυα.
Ἄψογη ἦταν ἡ μελέτη
σας γιά τή νόσο
τῆς θλίψης (λύπης)
χωρίς νά λέτε ἀπό
ποιά πηγή
ἀντλήσατε στοιχεῖα
ἄν ἤτανε τρεχούμενα
ἤ στάσιμα
πολυκαιρινά
ἀποσιωπώντας ἀπό
σεβασμό
τίς ἀναρίθμητες ἁμαρτωλές
καί ἀναμάρτητες
αἰτίες της.
Λιτά ὅπως ἔπρεπε
περιγράψατε
τή μορφή της
χωρίς τῆς ὑποκρισίας
τά φτιασίδια
ἀπεριποίητη ὅπως
γεννήθηκε.
Ἕνα τό λάθος σας, δάκρυα.
Νά προεξοφλεῖτε ὡς
ἀστείρευτο
τό ἀνάβλυσμά σας.
Γι’ αὐτό καί σᾶς μηδένισε
ἡ παρηγορία.[12]
Στή
χώρα της μᾶς ταξιδεύει τό βιβλίο.
[1] Ὀδ. Ἐλύτης, «Λόγος γιά
τήν ΄΄ἔκθεση βιβλίου΄΄ τῆς Φραγκφούρτης», «Τά Μικρά Ἔψιλον», στό: «Ἐν λευκῷ», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2006, Ζ΄ ἔκδ.,
σ. 309
[2] Ὀδ. Ἐλύτης, «Τό χρονικό μιᾶς δεκαετίας», στό: «Ἀνοιχτά χαρτιά», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, Ζ΄ ἔκδ.,
σ. 333 (ἐλαφρῶς παραφρασμένο)
[3] Εὐχή Θείας Λειτουργίας
Μ.Βασιλείου, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων
[4] Σσ. 73-75
[5] σ. 80
[6] π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, «Ἡμερολόγιο», ἐκδ.: ΑΚΡΙΤΑΣ 2002, σσ.
39,40
[7] π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὅπ.π.,
σ. 83
[8] Βλ. Ν.Γ.Πεντζίκης, «Ποιήματα (Παλαιοντολογικά)», ἐκδ.: Ἀγροτικές
Συνεταιριστικές Ἐκδόσεις Α.Ε., Θεσ/νίκη 1988, σ. 21
[9] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Θανάτου δέντρο» στό «Ἀχαιῶν ἀκτή», ἐκδ.: ΑΓΡΑ 2003
[10] Θεσ.
Α´, δ´ 15.
[11] Παράφραση τοῦ Ὀδ. Ἐλύτης,
«Ἐπίμετρο, John Veltri»,
στό: «Ἀνοιχτά χαρτιά», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ
2009, Ζ΄ ἔκδ., σ. 601
[12] Κική Δημουλᾶ, «Τό... ἄλλοθι τῆς λήθης», στό «Ἄνω
τελεία», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2016, σ. 11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου