Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Χριστόδουλου Μπίθα, στον εσπερινό της Συγγνώμης
Για να εξηγήσουμε το νόημα της Μ. Τεσσαρακοστής σε κάποιον
που δεν έχει ακούσει ποτέ ξανά γι' αυτήν, θα ήταν λάθος να μιλήσουμε
πρώτα για την νηστεία. Εκείνο που θα έπρεπε να του πούμε και να του ερμηνεύσουμε
πρώτα απ’όλα, είναι την ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου. Γιατί αυτή
περιλαμβάνει όλο το μυστήριο της μετανοίας του ανθρώπου, όλη την προσπάθεια
της υπέρβασης, που κάθε χριστιανός που θέλει πραγματικά να προχωρήσει
στην πνευματική ζωή, θα πρεπει να πασχίσει να βάλει στη ζωή του.
Ομολογούμε ότι ο Θεός είναι Κύριος και Δεσπότης της
ζωή μας. Δηλαδή Αυτός που δεσπόζει στα πάντα, Εκείνος τον οποίο έχουμε
Κύριό μας, σ' Αυτόν που απευθυνόμαστε, που ελπίζουμε, που Του έχουμε
τόση εμπιστοσύνη, όπως ένα μικρό παιδί στην αγκαλία της μάνας του.
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, λέει. Εσύ που έχεις την ζωή μου στα χέρια
Σου. Εσύ που μου την έχεις χαρίσει. Εσύ που μου δωρίζεις οποιαδήποτε
αρετή μπορεί να υπάρχει στον κόσμο, γιατί τίποτα δεν μπορώ να κάνω με
τις δικές μου δυνάμεις. Εσύ θέλεις να σε πλησιάσω και να πράττω το αγαθό
αλλά Εσύ με τη σειρά Σου στέλνεις το Άγιο Πνεύμα κάθε φορά που προσπαθώ
με τον τρόπο που Εσύ λες και μου ζητάς, στέλνεις τον Παράκλητο να μου δίνει
αυτές τις αρετές.
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργείας
και αργολογίας μη μοι δως. Ούτε φιλαρχία να μου δώσεις, γιατί η πεπτωκυία
μου φύση με αναγκάζει, με πιέζει να θέλω να εξουσιάσω τους άλλους,
τον πιο μικρό και αναγκεμένο που θα συναντήσω μπροστά μου, την οικογένειά
μου, τους φίλους μου, τους συνεργάτες μου. Είναι αυτή η πτώση που με κάνει
να θέλω να εξουσιάσω τους πάντες. Και ταυτόχρονα, να αργολογώ και να
έχω περιέργεια, ως αποτέλεσμα μιας ζωής που είναι κενή, ακόμα κι
αν πήρα πολλά πτυχία, ακόμα κι αν διάβασα πολλά βιβλία, ακόμα κι
αν έχω πολλές επιδεξιότητες και πολλά χαρίσματα. Γιατί όλα αυτά Θεέ μου μακριά Σου, δεν είναι τίποτε άλλο
παρά κενά
κατορθώματα, που με χωρίζουν από τον αδελφό μου κι από Σένα. Βοήθησέ με όλα να τα αρνηθώ. Γιατί δεν πραττω το
αγαθό, το οποίο θέλω, αλλά το κακό, που δεν το θέλω, αυτό πράττω, όπως
λέει κι ο Απόστολος Παύλος...
Σου ζητάω Θεέ μου πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης,
υπομονής και αγάπης να έχω, ως αποτέλεσμα δωρεάς δικής Σου που δίνεται
ύστερα από αγώνα πνευματικό μεγάλο στην ζωή μου. Γιατί την πραγματική
υπομονή, την πραγματική σωφροσύνη, την πραγματική ταπεινότητα που
ελευθερώνει τον άνθρωπο από την φιλαυτία του δεν μπορεί κανείς να
την έχει εύκολα, παρά είναι αγώνας ολάκερης ζωής. Γι' αυτό ο Χριστιανισμός
έχει να κάνει με το ήθος και όχι με την ηθική. Γι' αυτό ο χριστιανισμός
ο πραγματικός έχει να κάνει με την αλλοίωση του ανθρώπου την υπαρκτική
προς το αγαθό κι όχι μ' ένα τύπο που κάποιος τον φοράει και τον περιφέρει
δεξιά και αριστερά.
"Πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας
μη μοι δως. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης"…
Γιατί αγάπη δεν έχουμε. Όσο κι αν ερωτευόμαστε, αν γοητευόμαστε,
αν λέμε ότι αγαπάμε, ακόμα κι αν αυτή την λέξη την έχουμε πει χιλιάδες
φορές στη ζωή μας. Η έννοια η πραγματική της "αγάπης" έχει να
κάνει με τον Θεό, με τις ενέργειες του Θεού στον κόσμο. Κι όσοι είμαστε
χριστιανοί καταλαβαίνουμε πόσο πολύ απέχουμε από αυτή την αγάπη.
Ότι συνήθως αυτό που λέμε αγάπη είναι ένα συναισθηματικό πυροτέχνημα,
που εύκολα όπως έρχεται το ίδιο χάνεται, κάθε φορά που ο άλλος θα απομακρυνθεί,
θα πάει ενάντια στο θέλημά μας, θα παρεξηγηθεί μαζί μας και ούτω καθεξής.
Όλη η ζωή μας είναι μια προσπάθεια αυτή την αγάπη να την κερδίσουμε στην
ζωή μας, να την κάνουμε πράξη, να γίνουμε θεοί κατά χάριν. Γιατί μόνο
όταν το πιστέψει ο άνθρωπος ότι είναι κεκλημένος να γίνει θεός κατά
χάριν μπορεί να αρχίσει να αντιλαμβάνεται τι θα πει Θεός της αγάπης.
Μέχρι τότε, είμαστε καταδικασμένοι να θρησκεύουμε απελπισμένα. Πότε
να πιανόμαστε από τον τύπο, πότε να πιανόμαστε από το νόμο, πότε να
πιανόμαστε από την αυτοδικαίωση, επειδή δεν μπορούμε να καταλάβουμε
ότι ένας τρόπος υπάρχει μόνο να πλησιάσει κανείς τον Θεό.
Και λέει ο Άγιος Εφραίμ στον τελευταίο στίχο τον τρόπο
εκείνο διά τον οποίο ο άνθρωπος οδηγείται στη μετάνοια και διά της μετανοίας
στην αγάπη, στην υπομονή, στην ταπεινοφροσύνη, στην ελπίδα. "Δώρησαί
μοι του οράν τα εμά πταίσματα", λέει. Αν δεν ζητήσει με συντριβή καρδίας
ο άνθρωπος να πάρει αυτή την δωρέα να μπορεί να βλέπει τα λάθη του, να
καταλαβαίνει τις αδυναμίες του, τα ελαττώματά του, η πεπτωκυία φύση
μας οδηγεί να κατηγορούμε πάντα τους άλλους. Πάντα οι άλλοι να φταίνε,
η κοινωνία, το σύστημα, αυτά λέμε συνεχώς. Οι άλλοι απέναντί μας, ακόμα
κι οι δικοί μας άνθρωποι φταίνε.
Το να βλέπει κανείς τα δικά του πταίσματα σημαίνει ότι
οδηγείται σε μια βαθιά μετάνοια, μεταστροφή του νου. Ζητάει απ' τον
Θεό την συγχώρεση. Κι έτσι μπορεί κι ο ίδιος να συγχωρεί. Καταλαβαίνει
τι θα πει η έννοια της αιώνιας τιμωρίας, γιατί προγεύεται από αυτό
τον κόσμο την αίσθηση αυτής της τιμωρίας. Να μην μπορείς να καταλαβαίνεις
ποιος είσαι, να φέρεσαι πάντα τυφλά, να αφήνεσαι στις παρορμήσεις και
τις ενορμήσεις σου, στα πάθη, στην οργή, στο θυμό, στη θλίψη, σε ο,τιδήποτε
τελικά σε χωρίζει από τον άλλο άνθρωπο. Να είσαι με τον άλλον πλάτη με
πλάτη και να μην μπορείς να τον κοιτάξεις στο πρόσωπο.
"Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν
τον αδελφόν μου". Γιατί καταλαβαίνω ότι περίσσεψε η κατάκριση
μέσα μου, ότι περίσσεψε σε τούτο τον κόσμο αυτό το μίσος που ο ένας κατακρίνει
τον άλλο και κανείς δεν δικαιολογεί. Και καταλαβαίνω γιατί η ιστορία
του κόσμου, δυο χιλιάδες χρόνια μετά που ο Χριστός αναλήφθηκε και
μας άφησε την πρώτη αποστολική κοινότητα, μοιάζει να είναι χειρότερη
και πιο δυσοίωνη από εκείνη την εποχή. Γιατί οι άνθρωποι προτίμησαν
το σκοτάδι μάλλον παρά το φως. Γιατί προτίμησαν να μην ζητάνε να τους
φανερώνονται τα δικά τους πταίσματα, αλλά μόνο να κατηγορούν τους άλλους
για τα δικά τους πταίσματα. Κλεισμένοι μ' έναν σχεδόν εωσφορικό τρόπο
ο καθένας στον εαυτό του, καταδικάζει, κατηγορεί και θέλει να φάει
την σάρκα του αλλουνού. Έθνος εναντίον έθνους, γένος εναντίον γένους,
άνθρωπος εναντίον ανθρώπου. Ακόμα και μέσα στην εκκλησία κατηγορεςί
ο ένας τον άλλο, ψάχνει να δει ποιός είναι λάθος, αντί να βλέπει τα δικά
του πτάισματα.
Το κακό, η αδικία, όλα περίσσεψαν παρά τις φρούδες προσδοκίες
του ανθρωπισμού που καλά έκανε και υπήρχε, αλλά που δεν μπορούσε να αποτελέσει
ποτέ λύση γι' αυτό τον κόσμο. Που δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να
μπει στη θέση της πίστης στον Χριστό. Αυτός ο ανθρωπισμός οδήγησε σε
μια αυτοαναφορά του ανθρώπου στον εαυτό του. Κι όταν αναφερόμαστε
στον εαυτό μας και δεν έχουμε κάπου να τείνουμε που να μας υπερβαίνει,
τότε μοιραία καταλήγουμε να φάμε τις σάρκες του διπλανού και τελικά
του εαυτού μας.
Ένα μεγάλο σκοτάδι πάλι απλώνεται πάνω από την οικουμένη.
Οι πιο έμπειροι πνευματικά βέβαια έλεγαν ότι ποτέ δεν είχε πάψει να
υπάρχει. Ελάχιστα είναι τα χρονικά διαστήματα
στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους που έχουμε μια εντύπωση ότι
λάμπει ένα φως. Όταν τελείωσε ο φρικτός Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο δυτικός
κόσμος εξέφρασε την ελπίδα ότι οι πόλεμοι θα σταματήσουν. Ύστερα από
όλη την οδύνη των 60-80 εκατομμυρίων νεκρών, όλη την τεράστια οικολογική
καταστροφή που έγινε-ατέλειωτες πηγές ενεργείας εξαφανίστηκαν,
οι θάλασσες γέμισαν με τα κουφάρια πλοίων, μολύνθηκαν νερά και ποτάμια-το
μίσος περίσσεψε στη γη και ο άνθρωπος πίστεψε ότι τώρα πια, μετά από
αυτούς τους δύο πολέμους δεν θα επέστρεφε ποτέ μα ποτέ πάλι πίσω σ' αυτή
τη φρίκη. Κι όμως αμέσως ξεκίνησε ο ψυχρός πόλεμος, οι τοπικοί πόλεμοι,
ο πόλεμος της Κορέας, ο πόλεμος του Βιετνάμ, ο πόλεμος στην Καμπότζη,
ο πόλεμος στο Λάος, οι εμφύλιοι πόλεμοι στις χώρες της Αφρικής, οι φρικτές
δικτατορίες που υπήρξαν σ' όλη την Λατινική Αμερική και τόσα άλλα,
που αν μπορούσαμε να βάλουμε κουκκίδες πολέμων και βίας και καταστροφής
πάνω στη γη θα σκεπαζόταν ολάκερη η γη και δεν θα έμενε τίποτα.
Ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Την ζήσαμε στο δυτικό κόσμο
και στην πατρίδα μας. Θέλαμε να το πιστεύουμε κάποιοι, οι πιο αφελείς
ίσως, ότι μετά από τον αδελφοκτόνο πόλεμο που περάσαμε, σιγά-σιγά
ο κόσμος θα οδηγείτο σε μια καταλαγή σε μια παγκόσμια ειρήνη. Όμως,
ακριβώς επειδή δεν ζητάμε από τον Θεό να μας δίνει να βλέπουμε τα πταίσματά
μας βυθιστήκαμε πάλι στη λήθη. Και να που μετά από κάποια χρόνια πάλι
ο διχασμός, πάλι το μίσος, πάλι η κατάκριση, πάλι οι άνθρωποι ξέχασαν
τον Θεό, Τον αρνήθηκαν από την ζωή τους, θέλουν να Τον ξεριζώσουν, να
βγάλουν την εκκλησία και να την πετάξουν από το γένος. Και δυστυχώς παρασύρονται
πάρα πολλοί.
Και φοβόμαστε για τους ανθρώπους. Φοβόμαστε ότι χωρίς
Θεό οι Έλληνες (έχουμε και τα συμπτώματα) θα γίνουν θηρία. Γιατί οι
Έλληνες ήταν ένας ένθεος λαός από την εποχή εκείνη που άρχισαν να
γράφουν ιστορία. Ήταν ένας λαός που πίστευε πάντα στον Θεό, που είχε
πάντα την αναζήτηση για το επέκεινα, για την υπέρβαση. Είναι η πρώτη
φορά στην ιστορία -αργά αργά έγινε βέβαια, δεν έγινε ξαφνικά- που
βλέπουμε σαστισμένοι τους συμπατριώτες μας να μην πιστεύουν πουθενά
κι άλλος να δηλώνει δεξιά, άλλος αριστερά, όχι μόνο στα πολιτικά, αλλά
και σε θεωρίες του κόσμου τούτου, σε θρησκείες του κόσμου τούτου περίεργες,
σε αιρέσεις παράξενες, άνθρωποι μόνοι τους, φοβισμένοι, που σιγά-σιγά
όλα αυτά τους οδηγούν σ' ένα διχασμό, σ' ένα μίσος. Γιατί ελάχιστοι
παρακαλούν πια τον Θεό να τους διδάξει τι θα πει να βλέπεις τα πταίσματά
σου.
Όταν ο άνθρωπος στρέφεται στο να δει τα δικά του πταίσματα,
τότε οδηγείται και στο άλλο που λέει η κατάληξη της προσευχής.
"Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν
μου". Γιατί ακριβώς η βάση της κακίας μας είναι η κατάκριση στον
άλλο. Το δοκάρι που τυφλώνει το μάτι μας σφηνωμένο βαθιά δεν μας αφήνει
να δούμε ότι ο άλλος μπορεί να έχει μικρά πταίσματα και εμείς οι τάχα
δίκαιοι να είμαστε βυθισμένοι μέσα στην κακία. Και δεν καταλαβαίνουμε
πως αυτό το δοκάρι του μίσους, της γκρίνιας, της ανοησίας μας σκοτώνει
κάθε μέρα, ότι είμαστε πνευματικά νεκροί αν δεν παρακαλούμε τον Θεό
να μας δώσει σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και αγάπη, να μας
δώσει να βλέπουμε τα πταίσματά μας και να αγαπάμε τον πλησίον μας. Γιατί
αυτό μας ζήτησε ο Χριστός, αυτός ο ξεχασμένος Χριστός. Στις καρδιές και
τα μυαλά των περισσοτέρων ανθρώπων πια.
Κάποιος θα 'λεγε ότι τούτα τα λόγια έχουν μια απαισιοδοξία.
Ότι δεν θα 'πρεπε να μπούμε έτσι στη Μ. Τεσσαρακοστή. Όμως αντίθετα,
έτσι θα έπρεπε να μπούμε. Όχι μόνο γιατί είμαστε στο 2013, αλλά ακόμα
κι αν ήμαστε στο 1950, στο 30 και στο 20 και στο 1830 και βάλε πίσω. Γιατί
ακριβώς η εκκλησία μας, όπως είπαμε το πρωί, όρισε την Κυριακή αυτή
της συγγνώμης να είναι αφιερωμένη στην υπενθύμιση της εξορίας των
πρωτοπλάστων. Που σημαίνει ότι η πραγματική εκκλησία του Χριστού,
το σώμα του Χριστού, οι άνθρωποι εκείνοι που θέλουν να ακολουθήσουν τον
Κύριο έχουν την ιστορική επίγνωση
και τη θεολογική διαύγεια από τότε που έφυγε ο Χριστός να θυμούνται
ότι ο κόσμος βαδίζει προς τα έσχατα. Δεν ξέρουμε πότε. Η χριστιανική
κοινότητα καταδίκασε οποιοδήποτε χιλιασμό που ήθελε να ονειρεύεται
χριστιανικές πολιτείες. Γνώριζε πολύ καλά τα λόγια του Κυρίου ότι
"άρχων του κόσμου τούτου είναι ο σατανάς". Γνώριζε πάρα πολύ
καλά ότι δεν θα πάψουν ποτέ οι πόλεμοι, δεν θα πάψει ποτέ η παράνοια
κι ότι οι άνθρωποι θα προτιμήσουν το σκοτάδι μάλλον παρά το φως.
Ποια είναι, λοιπόν, η ελπίδα και η αισιοδοξία που βγαίνει
μέσα από τα λόγια τούτα; Μα είναι η αισιοδοξία και η ελπίδα που βγαίνει
μέσα από το ευαγγέλιο. Λέει ο Κύριος ότι "άρχων του κόσμου τούτου
είναι ο σατανάς, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμο". Μας διαβεβαιώνει
Εκείνος ότι θα είναι έτσι η ιστορία της ανθρωπότητας. "Θαρσείτε,
εγώ νενίκηκα τον κόσμο" λέει.
Και συμπληρώνει ο Άγιος
Ιωάννης ο ευαγγελιστής στην Αποκάλυψη, ότι ο κόσμος έτσι θα τελειώσει.
Μέσα στην καταστροφή που επιφέρει η κακία. Αλλά όσοι συνταχτούν με
το εσφαγμένο αρνίο αυτοί και θα σωθούν. Αυτοί που συντάσσονται με το
αρνίο γίνονται το άλας της γης, γιατί συντηρούν την ελπίδα των ανθρώπων,
το χαμόγελό τους, την ευχαριστία, την χαρά, την συμπαράσταση, την αλληλεγγύη.
Σ' ένα κόσμο που διαρκώς την χάνει, όλο και περισσότερο.
Το να συνταχθούμε με το εσφαγμένο αρνίο σημαίνει ότι
τούτη την ευχή την οποία ψελλίσαμε θα προσπαθήσουμε κατά τη διάρκεια
της Μ. Τεσσαρακοστής να την έχουμε στην καρδιά μας. Ούτως ή άλλως την λέμε
σε κάθε ακολουθία. Είναι τόσο αγαπημένη αυτή η ευχή που γράφτηκε
τον 4ο αιώνα από τον μεγάλο άγιο Εφραίμ τον Σύρο. Και επί 1600 χρόνια
ανπέμπεται ως προσευχή από τους χριστιανούς, σ' όλες τις γλώσσες των υπηκόων
της οικουμενικής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και αργότερα στα σλαβικά,
στα ρωσικά, στα αφρικάνικα, στα αμερικάνικα, σ' όλες τις γλώσσες την
επαναλαμβάνουν οι ορθόδοξοι.
Μαζί με όλα αυτά που είπαμε, ας προσπαθήσουμε να νηστέψουμε,
όσο μπορούμε. Όσοι δεν είναι αδύναμοι στο σώμα ας κάνουμε αυτό που επί
δυο χιλιάδες χρόνια τώρα σχεδόν κάνουν όλοι οι χριστιανοί. Να αφήσουμε
τις υπεκφυγές. Είναι τόσο συγκινητικό να βλέπουμε μεγάλης ηλικίας
ανθρώπους, στα 70 και στα 80 τους χρόνια, να προσπαθούμε να τους πείσουμε
ότι τώρα που είναι ασθενής η σάρκα πρέπει να περιορίσουν την νηστεία.
Κι εκείνοι επειδή αγωνίστηκαν στην ζωή τους να λένε "όχι πάτερ, δεν
θέλω να την σταματήσω τη νηστεία, όλη μου την ζωή την πέρασα έτσι".
Είναι κρίμα λοιπόν, εμείς να σχετικοποιούμε τα πάντα
και να λέμε "δεν μπορώ, δεν αντέχω" και να είμαστε σε νεαρή ηλικία,
σε ηλικία όπου κατά τα άλλα έχουμε απεριόριστες δυνάμεις. Είναι
κρίμα γιατί ακριβώς η σωματική προσπάθεια υπενθυμίζει και ενισχύει
την πνευματική. Εννοείται βέβαια πως δεν χρειάζεται ψυχαναγκασμός,
ούτε να καταπιέζουμε ο ένας τον άλλον για τα θέματα της νηστείας. Είναι
άθλημα ελευθερίας όλα αυτά κι όχι καταπίεση, ούτε συναλλαγή με
τον Θεό. Όσο μπορεί ο καθένας, όσο αντέχει, τόσο να κάνει.
Ας προσπαθήσουμε. Αν δεν τα 'χαμε καταφέρει μέχρι τώρα,
ας πασχίσουμε λίγο παραπάνω. Δεν έχει σημασία πόσο, σημασία έχει η προσπάθεια. Η καλή προαίρεση, σ' ένα κόσμο που παρανόησε εμείς να
σταθούμε όρθιοι. Να έχουμε μετάνοια κι ελπίδα κι αγάπη για τον πλησίον.
Αυτό μας μεταφέρουν οι πράξεις των αποστόλων. Αυτό μας μεταφέρουν οι
επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Αυτό μας μεταφέρει ο βίος κάθε αγίου
από την εποχή εκείνη μέχρι και τους
αγίους που θα ανακηρύξει η εκκλησία μας σύντομα, τους αγίους δηλαδή που κοιμήθηκαν
λίγα χρόνια πριν.
Οι άνθρωποι φεύγουν από τον εσπερινό της συγγνώμης καθώς
αρχίζει η Μ. Τεσσαρακοστή, έχοντας ζητήσει συγγνώμη από τους αδερφούς
τους για τα μικρά και τα μεγάλα. Και άλλους αδερφούς που δεν είναι τώρα
απόψε εδώ ας τους βρούμε τις επόμενες μέρες κι ας ζητήσουμε συγγνώμη.
Εκεί που γίνεται να ζητήσουμε. Να ζητήσουμε συγγνώμη και ν' αφήσουμε
στην άκρη τις μικρότητές μας.
Να συγχωρεθούμε, για να περάσουμε αυτές τις 50 ημέρες μέχρι το βράδυ του
Μ. Σαββάτου που θα κοινωνήσουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού
μέσα στην αναστάσιμη χαρά, να έχουμε νιώσει κάτι να μετασχηματίζεται
μέσα μας. Ας μην περιμένουμε πυροτεχνήματα και μεγάλες καταστάσεις.
Ας ζητάμε εκείνο που μπορούμε να σηκώσουμε. Ας ζητάμε να γεννηθεί το
θέλημά Του. Αν θέλετε υποκλιθείτε, γονατίστε, να δώσει ο ιερέας την
ευχή και στην συνέχεια μετά την απόλυση, τον ασπασμό της αγάπης. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου