Σελίδες

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ

π. ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ

Εισήγηση στο Β΄Συνέδριο Ορθοδόξου Νεολαίας

«Μέλη της Εκκλησίας - Πολίτες του κόσμου»

Κωνσταντινούπολις, 12 -16 Ιουλίου


Τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες, σε κά­ποι­ο κτί­ριο κεν­τρι­κού δρό­μου της Α­θή­νας, υ­πάρ­χει α­ναρ­τη­μέ­νη μια τε­ρά­στια δι­α­φη­μι­στι­κή πι­να­κί­δα με με­γά­λα κόκ­κι­να γράμ­μα­τα που λέ­ει: ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ! Α­ναμ­φί­βο­λα, αυ­τή η δι­α­φή­μι­ση εκ­φρά­ζει μια α­πό τις με­γα­λύ­τε­ρες α­νη­συ­χί­ες των η­με­ρών μας. Η μο­να­ξιά εί­ναι μί­α α­πό τις πιο κοι­νές αν­θρώ­πι­νες εμ­πει­ρί­ες α­νά τους αι­ώ­νες. Φαί­νε­ται, ό­μως, ό­τι η σύγ­χρο­νη κοι­νω­νί­α μας, και ει­δι­κό­τε­ρα ο Δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός, την έ­χει φέ­ρει στο προ­σκή­νιο ως έ­να πο­λύ ση­μαν­τι­κό θέ­μα. Θε­ω­ρεί­ται ως η ρί­ζα των α­σθε­νει­ών της κοι­νω­νί­ας μας, ό­πως οι α­πό­πει­ρες αυ­το­κτο­νί­ας, ο αλ­κο­ο­λι­σμός, ο ε­θι­σμός στα ναρ­κω­τι­κά, οι ψυ­χο­σω­μα­τι­κές α­σθέ­νει­ες, α­κό­μη και τα αυ­το­κι­νη­τι­στι­κά α­τυ­χή­μα­τα. Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι η ση­με­ρι­νή κοι­νω­νί­α μάς α­ναγ­κά­ζει να αι­σθαν­θού­με τη μο­να­ξιά μας με έ­ναν τρό­πο που δεν μπο­ρού­με να αρ­νη­θού­με. Ο τρό­πος ζω­ής μας ό­χι μό­νο δη­μι­ουρ­γεί, αλ­λά εκ­φρά­ζει και ε­νι­σχύ­ει τη μο­να­ξιά μας. Μας α­φή­νει γε­μά­τους α­πό­γνω­ση και ο­δυ­νη­ρή θλί­ψη. Εί­ναι μια πο­λύ­τι­μη πλη­γή, κά­τι που προ­σπα­θού­με να α­πο­φύ­γου­με αλ­λά πα­ράλ­λη­λα και να συν­τη­ρή­σου­με.

Υ­πάρ­χει έ­να ση­μαν­τι­κό ε­πί­πε­δο μο­να­ξιάς στις κοι­νές εμ­πει­ρί­ες των αν­θρώ­πων που δεν εί­ναι ό­μως κα­θο­λι­κό. Σ’ αυ­τό το πρώ­το ε­πί­πε­δο, ε­κεί­νοι που έ­χουν ευ­λο­γη­θεί με μια ευ­τυ­χι­σμέ­νη οι­κο­γε­νεια­κή ζω­ή, με ε­παγ­γελ­μα­τι­κή ε­πι­τυ­χί­α, με συ­νά­δελ­φους που εί­ναι και φί­λοι, μπο­ρεί να μην αι­σθά­νον­ται τό­σο μό­νοι ό­σο ε­κεί­νοι που εί­ναι α­πο­κομ­μέ­νοι α­πό τις οι­κο­γέ­νει­ές τους και τα α­γα­πη­μέ­να τους πρό­σω­πα, ό­πως οι ά­στε­γοι ή αυ­τοί που υ­πο­φέ­ρουν α­πό φτώ­χεια, οι α­πό­κλη­ροι της κοι­νω­νί­ας ή οι πλη­γω­μέ­νοι α­πό πο­λέ­μους.


Υ­πάρ­χει, ε­πί­σης, έ­να α­κό­μη ε­πί­πε­δο μο­να­ξιάς που εί­ναι κοι­νό σε ό­λους μας. Πρό­κει­ται για τη μο­να­ξιά ως «κα­θο­λι­κή» αν­θρώ­πι­νη εμ­πει­ρί­α. Βέ­βαι­α, υ­πάρ­χουν πα­ραλ­λα­γές σχε­τι­κά με αυ­τή τη­ν εμ­πει­ρί­α. Κά­ποι­α πράγ­μα­τα που κά­νουν τους αν­θρώ­πους στη Δύ­ση να νι­ώ­θουν μο­να­ξιά δεν κά­νουν άλ­λους στην Α­να­το­λή να νι­ώ­θουν μό­νοι. Υ­πάρ­χει έ­να εί­δος μο­να­ξιάς που πολ­λές γυ­ναί­κες βι­ώ­νουν (την ο­ποί­α πολ­λοί άν­δρες δυ­σκο­λεύ­ον­ται να κα­τα­λά­βουν), ό­πως α­κρι­βώς και έ­να εί­δος μο­να­ξιάς που βι­ώ­νουν οι άν­δρες (την ο­ποί­α κά­ποι­ες γυ­ναί­κες α­δυ­να­τούν να κα­τα­νο­ή­σουν). Ε­μείς, ως με­γα­λύ­τε­ροι, βι­ώ­νου­με τη μο­να­ξιά με δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο α­πό ε­σάς που εί­στε νε­ό­τε­ροι, και το γε­γο­νός ό­τι δεν μπο­ρού­με να αι­σθαν­θού­με πλή­ρως αυ­τή τη δι­α­φο­ρά εί­ναι μια α­πό τις ση­μαν­τι­κό­τε­ρες αι­τί­ες για το χά­σμα των γε­νε­ών.

Για να μπο­ρέ­σου­με να γε­φυ­ρώ­σου­με αυ­τό το χά­σμα, πρέ­πει ό­λοι να κα­τα­νο­ή­σου­με ό­τι, σε ό­λα τα στά­δια της ζω­ής μας, ο κα­θέ­νας μας προ­σπα­θεί να εμ­βα­θύ­νει στο ί­διο το μυ­στή­ριο της αν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σης: «Ποι­ος εί­μαι; Που α­νή­κω; Ποι­ον μπο­ρώ να εμ­πι­στευ­τώ;» Α­παν­τών­τας σε αυ­τά τα ε­ρω­τή­μα­τα, προ­σπα­θού­με ό­λοι να ε­πι­βε­βαι­ώ­σου­με την προ­σω­πι­κή μας ύ­παρ­ξη σε σχέ­ση με τον κό­σμο γύ­ρω μας. Πα­λεύ­ου­με να ι­σορ­ρο­πή­σου­με τη μο­να­δι­κό­τη­τα του ε­αυ­τού μας (του δι­κού μας «Ε­γώ») με τον κό­σμο των δι­α­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων (το «Ε­μείς»), και να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τα ό­ρια και τους πε­ρι­ο­ρι­σμούς της αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σής μας. Αυ­τό που εί­ναι κοι­νό για ό­λους μας σε αυ­τή την α­να­ζή­τη­ση της προ­σω­πι­κής ταυ­τό­τη­τας εί­ναι ό­τι συ­ναν­τά­με τον α­πο­χω­ρι­σμό και το θά­να­το, τη νο­σταλ­γί­α και τη μο­να­ξιά. Το χει­ρό­τε­ρο α­πό ό­λα αυ­τά εί­ναι η μο­να­ξιά.

Τι ση­μαί­νει ό­μως να εί­σαι μό­νος; Η μο­να­ξιά εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό μια εμ­πει­ρί­α. Δεν μπο­ρεί να πε­ρι­ο­ρι­στεί σε έ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο συ­ναί­σθη­μα ή σε μια ο­μά­δα συ­ναι­σθη­μά­των (θλί­ψη, θυ­μός, κ.τ.λ.). Εί­ναι μια αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Το να εί­σαι άν­θρω­πος ση­μαί­νει να εί­σαι μό­νος σε κά­ποι­ο σκο­τει­νό και βα­θύ μέ­ρος της ψυ­χής σου που εί­ναι κοι­νό σε ό­λους.

Υ­πάρ­χει μια θε­τι­κή πλευ­ρά στο να εί­σαι μό­νος που α­πο­τε­λεί μια φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση. Ο κα­θέ­νας μας εί­ναι μια ον­τό­τη­τα η ο­ποί­α δεν θα υ­πάρ­ξει πο­τέ ξα­νά, μια ον­τό­τη­τα που έ­χει δη­μι­ουρ­γη­θεί ώ­στε να εν­σω­μα­τω­θεί στη χά­ρη και στη Βα­σί­λεια του Θε­ού. Η φρά­ση του Α­γί­ου Συ­με­ών “μό­νος με τον Μό­νον” εκ­φρά­ζει στο έ­πα­κρο την έν­νοι­α αυ­τή: εκ­φρά­ζει μια κα­τά­στα­ση ύ­παρ­ξης. Ό­ταν δι­α­βά­ζω τη φρά­ση του Α­γί­ου Συ­με­ών, σκέ­φτο­μαι πάν­τα τον Α­δάμ και την Εύ­α στον Πα­ρά­δει­σο, πριν α­πό την Πτώ­ση. Συμ­με­τεί­χαν ο έ­νας στη «μο­να­δι­κό­τη­τα» του άλ­λου και βί­ω­σαν τη μο­να­δι­κό­τη­τα του Τρι­α­δι­κού Θε­ού, σχη­μα­τί­ζον­τας μια κα­θο­λι­κή αρ­μο­νί­α μο­να­δι­κό­τη­τας και ε­νό­τη­τας. Προ­κει­μέ­νου να α­να­πτυ­χθού­με σω­μα­τι­κά, ψυ­χο­λο­γι­κά και πνευ­μα­τι­κά, εί­ναι α­πα­ραί­τη­το για ε­μάς να αν­τι­με­τω­πί­σου­με τη μο­να­δι­κό­τη­τά μας ως πρό­σω­πα. Ε­πει­δή δεν εί­μα­στε πλέ­ον στον Πα­ρά­δει­σο και ζού­με στην κο­σμι­κό­τη­τα αυ­τού του κό­σμου, αυ­τή η αν­τι­με­τώ­πι­ση εί­ναι συ­χνά μια πο­λύ μο­να­χι­κή δι­α­δι­κα­σί­α.


Υ­πάρ­χει, βέ­βαι­α, και μια αρ­νη­τι­κή πλευ­ρά στο να εί­σαι μό­νος. Εί­ναι να ζει κα­νείς χώ­ρια α­πό τους άλ­λους, κά­νον­τας έ­τσι τη μο­να­ξιά μια α­φύ­σι­κη κα­τά­στα­ση. Ε­πει­δή δεν βρι­σκό­μα­στε κον­τά στον Κύ­ριο και Δη­μι­ουρ­γό μας, ση­μεί­ο α­να­φο­ράς μας έ­χει γί­νει πλέ­ον ο «ε­αυ­τός μας». Αρ­νού­μα­στε να δού­με τη μο­να­δι­κό­τη­τά μας σε σχέ­ση με Ε­κεί­νον, αρ­νού­μα­στε να γί­νου­με κοι­νω­νοί της Θε­ϊ­κής του Φύ­σης. Α­πο­κομ­μέ­νοι α­πό την κα­θο­λι­κό­τη­τα της α­γά­πης Του, πα­ρα­μέ­νου­με α­πο­μο­νω­μέ­νοι και προ­σπα­θού­με μά­ται­α να φτά­σου­με την ο­λο­κλή­ρω­ση, την πλη­ρό­τη­τα και την αρ­μο­νί­α α­πό μό­νοι μας και μέ­σα μας. Ε­πο­μέ­νως, πι­στεύ­ου­με ό­τι εί­ναι α­πα­ραί­τη­το να κα­θη­συ­χά­ζου­με τον ε­αυ­τό μας, ό­τι έ­χου­με αγ­γί­ξει την πλη­ρό­τη­τα, πριν να συν­δε­θού­με α­λη­θι­νά με τους άλ­λους.

Ό­λα έ­ξω α­πό τον ε­αυ­τό μας γί­νον­ται αν­τι­κεί­με­να που δι­ευ­κο­λύ­νουν την α­το­μι­κι­στι­κή μας α­νάγ­κη να νι­ώ­θου­με πλη­ρό­τη­τα. Ό­λα και ό­λοι α­πο­τε­λούν αν­τι­κεί­με­να προς ε­κμε­τάλ­λευ­ση. Ε­φό­σον δεν ζού­με σε κα­θο­λι­κή ε­νό­τη­τα με το Θε­ό, το μυα­λό μας λει­τουρ­γεί χω­ρι­στά α­πό την καρ­διά και τη θέ­λη­σή μας. Λέ­με κά­τι, αι­σθα­νό­μα­στε κά­τι άλ­λο και θέ­λου­με κά­τι εξ ο­λο­κλή­ρου δι­α­φο­ρε­τι­κό. Ε­πει­δή οι σχέ­σεις καλ­λι­ερ­γούν­ται χω­ρι­στά α­πό το πλαί­σιο της α­γά­πης, α­πό το μυ­στή­ριο της α­κα­τά­λη­πτης α­γά­πης του Θε­ού, οι σχέ­σεις που ε­μείς καλ­λι­ερ­γού­με γί­νον­ται ε­πι­φα­νεια­κές και γε­μά­τες υ­πο­κρι­σί­α. Κα­τά συ­νέ­πεια συ­νε­χί­ζου­με μά­ται­α να σχε­τι­ζό­μα­στε με τον ε­αυ­τό μας και τον κό­σμο, α­πο­μέ­νον­τας μό­νοι με τον ε­αυ­τό μας σε έ­ναν κό­σμο γε­μά­το α­πό μο­να­ξιά, προ­σπα­θών­τας να ι­κα­νο­ποι­ή­σου­με τις προ­σω­πι­κές μας α­νάγ­κες και να ε­πι­βε­βαι­ώ­σου­με την ύ­παρ­ξή μας. Έ­τσι, ο άν­θρω­πος σή­με­ρα μοιά­ζει με πε­λε­κά­νο ε­ρη­μι­κό, με νυ­χτο­κό­ρα­κα μέ­σα στα χω­ρά­φια. Έ­χει μεί­νει ξά­γρυ­πνος σαν το σπουρ­γί­τι πά­νω στη στέ­γη και οι συ­νάν­θρω­ποί του τον χλευά­ζουν. (Ψαλ­μοί 101:7-9).


Ο μο­να­χι­κός άν­θρω­πος ζει μια κε­νό­τη­τα. Αυ­τό εί­ναι και το κυ­ρι­ό­τε­ρο πρό­βλη­μα του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που. Πολ­λοί εί­ναι ε­κεί­νοι που δεν ξέ­ρουν τι θέ­λουν. Μπο­ρεί να φαί­νε­ται ό­τι θέ­λουν τα πάν­τα, αλ­λά έ­τσι εκ­φρά­ζουν το κε­νό τους. Μπο­ρεί α­κό­μη να μι­λά­νε για το τι «πρέ­πει» ή τι «δεν πρέ­πει» να κά­νουν ή να θέ­λουν. Αλ­λά και σ’ αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, ε­πί­σης, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν έ­χου­ν αρ­χές και α­ξί­ες κα­λά ε­δραι­ω­μέ­νες μέ­σα τους, ό­τι δεν έ­χουν μια ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη αί­σθη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας των προ­σω­πι­κών τους στό­χων. Συ­χνά δεν έ­χουν ξε­κά­θα­ρη ι­δέ­α του τι αι­σθά­νον­ται. Εί­ναι, ε­πί­σης, προ­φα­νές ό­τι δεν μπο­ρούν να ε­πι­λέ­ξουν. Ε­πο­μέ­νως, πα­ρα­σύ­ρον­ται α­πό ό­λους και ό­λα που μπο­ρούν να τους ε­πη­ρε­ά­σουν.

Έ­νας τρό­πος με τον ο­ποί­ο μπο­ρεί ο ση­με­ρι­νός άν­θρω­πος να αν­τι­με­τω­πί­σει το κε­νό που νι­ώ­θει εί­ναι α­να­ζη­τών­τας κά­ποι­ο προ­σω­πι­κό «γκου­ρού», έ­να προ­σω­πι­κό ίν­δαλ­μα που θα τον α­να­κου­φί­ζει α­πό την ευ­θύ­νη να ε­πι­λέ­γει και να α­πο­φα­σί­ζει για τον ε­αυ­τό του. Αλ­λά, αν­τί να βρει κά­ποι­ον που θα τον βο­η­θή­σει να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ποι­ος εί­ναι ως πρό­σω­πο, προ­τι­μά­ει να βρει κά­ποι­ον που θα του πει ποι­ος να εί­ναι. Έ­νας άλ­λος τρό­πος με τον ο­ποί­ο ο άν­θρω­πος προ­σπα­θεί να ξε­πε­ρά­σει τη μο­να­χι­κό­τη­τα και τη μα­ται­ό­τη­τά του στις μέ­ρες μας εί­ναι μέ­σα α­πό την εμ­μο­νή του ό­σον α­φο­ρά στις σε­ξου­α­λι­κές α­νη­συ­χί­ες, ό­χι τό­σο με το να συ­νά­πτει ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις, ό­σο κυ­ρί­ως με το να α­πο­κτά­ει σε­ξου­α­λι­κές εμ­πει­ρί­ες. Έ­νας τρί­τος τρό­πος με τον ο­ποί­ο προ­σπα­θεί να γε­μί­σει το κε­νό του εί­ναι δη­μι­ουρ­γών­τας δι­α­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις χω­ρίς ό­ρια. Θέ­τει στις σχέ­σεις του μη ρε­α­λι­στι­κές προσ­δο­κί­ες με τρό­πο που στη συ­νέ­χεια να γί­νον­ται α­πο­πνι­κτι­κέ­ς και να α­πο­τε­λούν εμ­πό­διο στην α­νά­πτυ­ξή του. Και οι τρεις προ­σπά­θει­ες για να θε­ρα­πεύ­σει τη μο­να­χι­κό­τη­τα και τη μα­ται­ό­τη­τα που νι­ώ­θει τον γε­μί­ζει με με­γα­λύ­τε­ρο κε­νό κα­θώς και ά­δεια συ­ναι­σθή­μα­τα, α­πο­γο­ή­τευ­ση και τρό­μο. Ε­πο­μέ­νως, ό­πως λέ­ει ο T.S. Elliot, ο άν­θρω­πος γί­νε­ται «μια μορ­φή χω­ρίς σχή­μα, σκιά χω­ρίς χρώ­μα, πα­ρα­λυ­μέ­νη δύ­να­μη, γνέ­ψι­μο χω­ρίς κί­νη­ση». Ε­ξαι­τί­ας αυ­τής της πα­ρα­λυ­μέ­νης δύ­να­μης και του γνέ­ψι­μου χω­ρίς κί­νη­ση, ο μο­να­χι­κός και κε­νός άν­θρω­πος αι­σθά­νε­ται α­δύ­να­μος να κά­νει κά­τι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό για τη ζω­ή του. Ε­ξαι­τί­ας της α­δυ­να­μί­ας του, αι­σθά­νε­ται ό­τι α­πει­λεί­ται.

Η ί­δια αί­σθη­ση α­δυ­να­μί­ας, το μό­νο που κα­τα­φέρ­νει εί­ναι να ε­νι­σχύ­ει το αί­σθη­μά της α­πο­γο­ή­τευ­σης και της μα­ται­ό­τη­τάς του. Ε­φό­σον δεν υ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά ό­πως κι αν νι­ώ­θει, πο­λύ γρή­γο­ρα στα­μα­τά­ει να θέ­λει ή να αι­σθά­νε­ται, ση­κώ­νον­τας έ­να τεί­χος α­νά­με­σα σε αυ­τόν και τα πιο πο­λύ­τι­μα α­γα­θά της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής. Σε αυ­τό το στά­διο, έρ­χε­ται αν­τι­μέ­τω­πος με την α­γω­νί­α του θα­νά­του, την α­γω­νί­α της μη ύ­παρ­ξης, την α­γω­νί­α της α­πώ­λειας της υ­πάρ­ξε­ώς του. Έ­τσι, η μο­να­χι­κό­τη­τα και η μα­ται­ό­τη­τα που νι­ώ­θου­με μας φέρ­νουν πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με τον ί­διο το θά­να­το, σε σω­μα­τι­κό, ψυ­χο­λο­γι­κό και πνευ­μα­τι­κό ε­πί­πε­δο. Δεν υ­πάρ­χει α­πο­ρί­α ό­τι αυ­τά που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν το σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο εί­ναι η εμ­μο­νή του και οι α­να­σφά­λει­ές του σε σχέ­ση με το θά­να­το. Εί­ναι εν­δι­α­φέ­ρον ό­τι η δι­α­φη­μι­στι­κή πι­να­κί­δα που α­νέ­φε­ρα στην αρ­χή της ο­μι­λί­ας μου α­φο­ρού­σε μια α­σφα­λι­στι­κή ε­ται­ρί­α. Μα, δεν υ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη μο­να­ξιά α­πό το να πε­ρά­σεις την εμ­πει­ρί­α του θα­νά­του μό­νος σου.


Κα­θώς ε­νη­λι­κι­ω­νό­μα­στε και περ­νά­με μέ­σα α­πό την πε­ρί­ο­δο της ε­φη­βεί­ας, η μο­να­ξιά και η κε­νό­τη­τα που νι­ώ­θου­με εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρού­σες. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η μο­να­χι­κό­τη­τα εί­ναι εν­δε­χο­μέ­νως το πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ση­μά­δι της ε­φη­βι­κής ζω­ής, κα­θι­στών­τας τη μια α­πό τις δυ­σκο­λό­τε­ρες πε­ρι­ό­δους της α­νά­πτυ­ξης. Την πε­ρί­ο­δο της ε­φη­βεί­ας εί­μα­στε σε δι­α­δι­κα­σί­α α­πό­κτη­σης. Προ­σπα­θού­με να α­πο­κτή­σου­με έ­να αί­σθη­ση κυ­ρι­αρ­χί­ας στο σώ­μα μας που αλ­λά­ζει. Προ­σπα­θού­με να α­πο­κτή­σου­με μια αί­σθη­ση α­νε­ξαρ­τη­σί­ας α­πό την παι­δι­κή η­λι­κί­α, α­γω­νι­ζό­με­νοι να δι­α­κρί­νου­με τι εί­ναι σε αυ­τή τη φά­ση ε­πι­θυ­μη­τό, α­ναγ­καί­ο, και κα­τάλ­λη­λο για τον ε­αυ­τό μας σε σχέ­ση με το ά­με­σο οι­κο­γε­νεια­κό μας πε­ρι­βάλ­λον και τον κοι­νω­νι­κό μας πε­ρί­γυ­ρο. Τα ε­ρω­τή­μα­τα «Ποι­ος εί­μαι; Πό­σο κα­λός εί­μαι; Εί­μαι ι­κα­νός να α­γα­πή­σω και να α­γα­πη­θώ;» εί­ναι α­γω­νι­ώ­δη ε­ρω­τή­μα­τα που περ­νούν δια­ρκώς α­πό το μυα­λό μας. Αμ­φι­τα­λαν­τευ­ό­μα­στε α­νά­με­σα στην α­νάγ­κη για αυ­το­α­πο­δο­χή και την α­νάγ­κη να γι­νό­μα­στε α­πο­δε­κτοί α­πό τους άλ­λους. Νι­ώ­θου­με την α­νάγ­κη να ε­πι­βάλ­λου­με τον ε­αυ­τό μας, αλ­λά συγ­χρό­νως να κρα­τή­σου­με την παι­δι­κό­τη­τά μας, ε­νώ άλ­λοι α­παι­τούν να εί­μα­στε πιο υ­πεύ­θυ­νοι.

Ε­πο­μέ­νως, υ­πάρ­χει έ­να με­γα­λύ­τε­ρο αί­σθη­μα α­βε­βαι­ό­τη­τας, έ­νας με­γα­λύ­τε­ρος φό­βος α­πο­τυ­χί­ας και α­πόρ­ρι­ψης, έ­να αί­σθη­μα ε­νο­χής, και μια με­γα­λύ­τε­ρη α­νάγ­κη για εμ­πι­στο­σύ­νη, ε­πι­βε­βαί­ω­ση, εν­θάρ­ρυν­ση, οι­κει­ό­τη­τα και τρυ­φε­ρό­τη­τα. Γι’ αυ­τό η φι­λί­α εί­ναι τό­σο ση­μαν­τι­κή σε αυ­τή την πε­ρί­ο­δο της ζω­ής μας. Χω­ρίς τη φι­λί­α, εί­ναι α­δύ­να­το να αν­τι­με­τω­πί­σου­με αυ­τά τα δι­λήμ­μα­τα και τις προ­κλή­σεις, ε­νώ, στην α­να­ζή­τη­σή μας για φι­λί­α, ερ­χό­μα­στε αν­τι­μέ­τω­ποι με τις προ­σω­πι­κές μας δυ­σκο­λί­ες και α­νε­πάρ­κει­ες. Ε­ξαι­τί­ας της προ­σω­πι­κής μας α­βε­βαι­ό­τη­τας, ε­ξαρ­τώ­μα­στε και πολ­λές φο­ρές πα­ρα­συ­ρό­μα­στε τε­λεί­ως α­πό ο­ρι­σμέ­νες ο­μά­δες «φί­λων» α­πό τις ο­ποί­ες προ­σπα­θού­με να αν­τλή­σου­με α­ξί­ες, ή­θη και ό,τι έ­χει προ­βλη­θεί ως “in” (α­πο­δε­κτό). Πο­λύ συ­χνά, οι φι­λί­ες που α­να­ζη­τού­με και πο­θού­με δεν ε­πι­τυγ­χά­νον­ται πο­τέ. Εί­ναι κα­τα­πλη­κτι­κό πως, την ώ­ρα που η α­πο­δο­χή και η οι­κει­ό­τη­τα εί­ναι τό­σο α­ναγ­καί­ες, υ­πάρ­χει τό­σο με­γά­λη α­πόρ­ρι­ψη και πό­νος. Σή­με­ρα, οι φι­λί­ες έ­χουν γί­νει πιο δύ­σκο­λες και σπά­νι­ες. Σε έ­ναν κό­σμο ό­που υ­πάρ­χει τέ­τοι­α έλ­λει­ψη εμ­πι­στο­σύ­νης, η έλ­λει­ψη φι­λί­ας εί­ναι α­κό­μη πιο προ­φα­νής. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ζού­με σε μια ε­πο­χή ό­που μας λέ­νε με κά­θε τρό­πο και σε κά­θε φά­ση ό­τι δεν πρέ­πει να δεί­χνου­με εμ­πι­στο­σύ­νη σε κα­νέ­ναν! “Σε ποι­ον μπο­ρώ να μι­λή­σω, τι μπο­ρώ να πω;” Αυ­τού του εί­δους οι α­πο­ρί­ες το μό­νο που κά­νουν εί­ναι να αυ­ξά­νουν την έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος και την α­πά­θεια. Για ε­σάς που εί­στε στην ε­φη­βεί­α σή­με­ρα, αυ­τές οι α­πο­ρί­ες δεν μπο­ρούν πα­ρά να αυ­ξή­σουν το αί­σθη­μα της α­να­σφά­λειας και της μο­να­ξιάς σας.

Γε­νι­κά, σή­με­ρα φαί­νε­ται ό­τι δεν υ­πάρ­χουν ι­σχυ­ρές κοι­νό­τη­τες στις ο­ποί­ες μπο­ρεί­τε να α­κουμ­πή­σε­τε, δεν υ­πάρ­χουν ο­ρα­τά ι­δα­νι­κά για τα ο­ποί­α να α­γω­νι­στεί­τε, δεν έ­χε­τε κά­ποι­ο ρε­α­λι­στι­κό πρό­τυ­πο το ο­ποί­ο να προ­σπα­θή­σε­τε να δι­α­τη­ρή­σε­τε και να ε­νι­σχύ­σε­τε, ού­τε κά­ποι­α βε­βαι­ό­τη­τα ό­τι οι στό­χοι και τα ό­νει­ρά σας θα εκ­πλη­ρω­θούν με κά­ποι­ο τρό­πο. Έ­τσι, ο­δη­γεί­ στε συ­χνά στο θυ­μό, την ε­πα­νά­στα­ση και τη φυ­γή.


Μέ­σα σ’ αυ­τό το αί­σθη­μα μο­να­ξιάς, μα­ται­ό­τη­τας και δυ­σπι­στί­ας, η Μη­τέ­ρα Εκ­κλη­σί­α μάς κα­λεί ε­δώ για να δού­με πώς μπο­ρού­με να γί­νου­με «Μέ­λη της Εκ­κλη­σί­ας – Πο­λί­τες του Κό­σμου». Με μια πρώ­τη μα­τιά, η δι­χο­τό­μη­ση αυ­τού του θέ­μα­τος πε­ρι­κλεί­ει σί­γου­ρα έ­να αί­σθη­μα μο­να­ξιάς. Ως μέ­λη της Εκ­κλη­σί­ας κα­λού­μα­στε να πα­ρα­μεί­νου­με μέ­σα στον κό­σμο αλ­λά να μη εί­μα­στε «εκ του κό­σμου», υ­πο­θέ­τον­τας μια αί­σθη­ση δι­α­χω­ρι­σμού. Όν­τας πο­λί­τες του κό­σμου στον ο­ποί­ο ζού­με τώ­ρα, έ­ναν κό­σμο μί­σους, ε­κμε­τάλ­λευ­σης και και­ρο­σκο­πι­σμού, δεν μπο­ρού­με πα­ρά να τρέ­φου­με αι­σθή­μα­τα φό­βου, κε­νό­τη­τας και α­πο­γο­ή­τευ­σης. Εν­τού­τοις, στα πλαί­σια της δι­χο­τό­μη­ση­ς του θέ­μα­τος του συ­νε­δρί­ου μας, υ­πάρ­χει κά­ποι­ο μή­νυ­μα ελ­πί­δας και λύ­τρω­σης, δε­δο­μέ­νου, ό­τι μας πα­ρέ­χε­ται έ­να πλαί­σιο μέ­σα στο ο­ποί­ο μπο­ρού­με να αν­τι­με­τω­πί­σου­με τη μο­να­ξιά μας.

Η ορ­θό­δο­ξη ζω­ή, ό­πως εκ­φρά­ζε­ται με την α­σκη­τι­κή και λει­τουρ­γι­κή της πα­ρά­δο­ση, βο­η­θά τον άν­θρω­πο να δει και να αν­τι­με­τω­πί­ζει το υ­παρ­ξια­κό κε­νό και τη μο­να­ξιά του με δη­μι­ουρ­γι­κό τρό­πο. Δεν μας ε­πι­τρέ­πει να α­πο­φύ­γου­με τη μο­να­χι­κό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης ύ­παρ­ξής μας. Ο ρό­λος μας ως Εκ­κλη­σί­α εί­ναι να βγά­λου­με τον άν­θρω­πο α­πό τη μο­να­ξιά του και να τον εν­τά­ξου­με σε μια κοι­νό­τη­τα μέ­σα στην ο­ποί­α να μπο­ρεί να εκ­πλη­ρώ­σει και να εκ­φρά­σει τη μο­να­δι­κό­τη­τά του στο πλαί­σιο της Α­λή­θειας μέ­σω της κοι­νω­νί­ας. Έ­τσι, χρει­ά­ζε­ται να γί­νου­με φί­λοι με ό­λους, ό­πως λέ­ει ο Ά­γιος Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος, αλ­λά να πα­ρα­μέ­νου­με μό­νοι. Ο Ι­σα­άκ μας λέ­ει στη συ­νέ­χεια, πάν­τως, ό­τι πρέ­πει να υ­πάρ­ξει κά­ποι­ο δι­ά­στη­μα χω­ρίς αν­τα­πό­δο­ση, φυ­σι­κή ή υ­περ­φυ­σι­κή. Προ­κει­μέ­νου ο κό­σμος να α­να­ζη­τή­σει το Θε­ό και την Α­λή­θεια, εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη η ύ­παρ­ξη του κό­σμου μέ­σα στον ό­ποι­ο υ­πάρ­χει το κε­νό. Α­να­φέ­ρει ό­τι, αν­τί να δί­νου­με ά­με­σες λύ­σεις στο πρό­βλη­μα του αν­θρώ­που, πρέ­πει να του δί­νου­με την ευ­και­ρί­α να παίρ­νει το ρί­σκο να έρ­θει σε ε­πα­φή με τον ε­αυ­τό του, να ε­πι­χει­ρεί να έρ­θει σε ε­πα­φή με το κε­νό και τον θά­να­το. Η α­γά­πη για την Α­λή­θεια ση­μαί­νει την αν­το­χή α­πέ­ναν­τι στο κε­νό μας και συ­νε­πώς την α­πο­δο­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­ τας του θα­νά­του.


Κά­τι τέ­τοι­ο μπο­ρεί να καλ­λι­ερ­γη­θεί στο τα­μεί­ο μας (στον ι­δι­αί­τε­ρο ε­σω­τε­ρι­κό και ι­ε­ρό μας χώ­ρο) μέ­σω της η­συ­χί­ας. Μό­νο ό­ταν κά­ποι­ος α­πο­μο­νω­θεί στο τα­μεί­ο του μπο­ρεί να έρ­θει σε ε­πα­φή με το κε­νό που αι­σθά­νε­ται και το κε­νό αυ­τού του κό­σμου. Μό­νο τό­τε μπο­ρεί να α­πο­χω­ρι­στεί τον υ­λι­κό κό­σμο. Προ­κει­μέ­νου να πε­τύ­χει αυ­τή την α­πο­δέ­σμευ­ση, πρέ­πει να βι­ώ­σει πό­νο χω­ρίς να πα­ρη­γο­ρη­θεί με α­πό­λυ­τα αν­θρώ­πι­νους ό­ρους. Τό­τε λοι­πόν κα­τέρ­χε­ται η Άρ­ρη­τη Πα­ρη­γο­ριά. Ό­ταν ει­σέλ­θου­με στο τα­μεί­ο μας και βι­ώ­σου­με ό­τι εί­μα­στε μό­νοι, σι­γά-σι­γά βι­ώ­νου­με τη μο­να­δι­κό­τη­τά μας ως υι­οί και θυ­γα­τέ­ρες του Θε­ού. Τό­τε, ό­πως και ο Χρι­στός, μπο­ρού­με να πού­με ό­τι, α­κό­μη κι αν εί­μα­στε μό­νοι σ’ αυ­τόν τον κό­σμο, δεν εί­μα­στε μό­ νοι μας δι­ό­τι ο Πα­τέ­ρας εί­ναι μα­ζί μας (Ι­ω­άν­νου 16:13).


Ε­άν δεν πα­ρα­μεί­νου­με στην η­συ­χί­α του τα­μεί­ου μας και δεν α­πο­δε­χτού­με τη μο­να­ξιά μας, τό­τε οι σχέ­σεις μας γί­νον­ται α­παι­τη­τι­κές, ε­πί­μο­νες και ά­πλη­στες, γε­μά­τες ναρ­κισ­σι­σμό. Δεν θα βι­ώ­σου­με πο­τέ τη μο­να­δι­κό­τη­τά μας ε­νώ­πιον του Δη­μι­ουρ­γού μας. Δεν θα μπο­ρέ­σου­με πο­τέ να α­πο­δε­χθού­με πό­σο πραγ­μα­τι­κά ξέ­νοι εί­μα­στε σε αυ­τό το μά­ται­ο και υ­λι­στι­κό κό­σμο. Μέ­σα στη μό­νω­σή μας, α­πο­κτού­με μια αί­σθη­ση της δι­κής μας προ­σω­πι­κής ι­στο­ρί­ας στο πλαί­σιο της ι­στο­ρί­ας της σω­τη­ρί­ας. Μ΄ αυ­τόν τον τρό­πο, μπο­ρού­με να συμ­βι­βα­στού­με με το πα­ρελ­θόν μας, να συγ­χω­ρέ­σου­με και να α­γα­πή­σου­με. Στην η­συ­χί­α του τα­μεί­ου μας, μπο­ρού­με να α­κού­σου­με το κά­λε­σμα της Εκ­κλη­σί­ας – της κοι­νω­νί­ας του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Συ­νει­δη­το­ποι­ών­τας ό­τι εί­μα­στε ξέ­νοι σε αυ­τό τον κό­σμο, με καρ­διά συν­τε­τριμ­μέ­νη και τε­τα­πει­νω­μέ­νη, δι­α­κρί­νου­με τον πό­νο στον κό­σμο γύ­ρω μας, αλ­λά πα­ρό­λα αυ­τά, μπο­ρού­με να α­να­γνω­ρί­σου­με τα δώ­ρα και τα τα­λέν­τα που μας έ­χουν προ­σφερ­θεί, τα γνω­στά και ά­γνω­στα, και να στρα­φού­με προς την ευ­χα­ρι­στί­α και τη φι­λο­ξε­νί­α.


Σή­με­ρα, εί­μα­στε τό­σο ο­χυ­ρω­μέ­νοι πί­σω α­πό τη μι­ζέ­ρια μας δι­ό­τι εί­μα­στε τό­σο δε­μέ­νοι με τα πράγ­μα­τα αυ­τού του κό­σμου. Ζού­με με τό­ση ζή­λεια και δυ­σπι­στί­α που δεν α­να­γνω­ρί­ζου­με τα δώ­ρα και τα τα­λέν­τα που έ­χου­με λά­βει, και συ­νε­πώς, δεν μπο­ρού­με να α­πο­δε­χθού­με τα δώ­ρα και τα τα­λέν­τα των άλ­λων. Εί­μα­στε σε ε­πι­φυ­λα­κή και α­δυ­να­τού­με να δεί­ξου­με ευ­γνω­μο­σύ­νη. Έ­τσι, δεν α­φή­νου­με χώ­ρο στον Χρι­στό να ζή­σει μέ­σα μας και να μας προ­σφέ­ρει την Α­γά­πη Του και δεν εί­μα­στε ι­κα­νοί να α­πο­δε­χτού­με και να α­γα­πή­σου­με τους άλ­λους. Ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος λέ­ει ό­τι αυ­τός εί­ναι ο λό­γος για την αί­ρε­ση – να μη μπο­ρεί κα­νείς να ζή­σει μέ­σα στην κα­θο­λι­κό­τη­τα της Α­γά­πης Του: «ε­πει­δή δεν α­γα­πού­σαν τους α­δελ­φούς τους, φθο­νού­σαν ε­κεί­νους που ευ­η­με­ρού­σαν, α­πό τον φθό­νο γεν­νή­θη­κε ο πό­θος για δύ­να­μη και ε­ξου­σί­α, και α­πό τον πό­θο για ε­ξου­σί­α γεν­νή­θη­κε η αί­ρε­ση».


Η έν­νοι­α της ευ­χα­ρι­στί­ας και της φι­λο­ξε­νί­ας εί­ναι να δη­μι­ουρ­γη­θεί χώ­ρος στον ε­αυ­τό μας ώ­στε οι άλ­λοι να μπο­ρούν να ζή­σουν μέ­σα μας. Μό­νο με αυ­τόν τον τρό­πο η μο­να­δι­κό­τη­τά μας μπο­ρεί να τε­λει­ο­ποι­η­θεί. Με αυ­τόν τον τρό­πο, ο­μοι­ά­ζου­με στον Χρι­στό, «ο ο­ποί­ος εί­ναι ο προ­σφέ­ρων και προ­σφε­ρό­με­νος, προσ­δε­χό­με­νος και δι­α­δι­δό­με­νος». Μέ­σω της φι­λο­ξε­νί­ας και της Ευ­χα­ρι­στί­ας, η α­πο­ξέ­νω­ση α­νά­με­σα στο Θε­ό και τον άν­θρω­πο, τον άν­θρω­πο και το συ­νάν­θρω­πό του και α­νά­με­σα στον άν­θρω­πο και τον ί­διο του τον ε­αυ­τό θε­ρα­πεύ­ε­ται. Ζών­τας μια ευ­χα­ρι­στια­κή ζω­ή, ζού­με στην κα­θο­λι­κό­τη­τα της Α­γά­πης Του, η ο­ποί­α δι­α­χέ­ε­ται σε ο­λό­κλη­ρο το σύμ­παν. Σε μια ευ­χα­ρι­στια­κή κοι­νό­τη­τα, μπο­ρού­με να συμ­με­τέ­χου­με με τέ­τοι­ον τρό­πο που μα­ζί Του να «εί­μα­στε δι­α­με­λι­σμέ­νοι και δι­α­με­ρι­σμέ­νοι, δι­α­με­λι­σμέ­νοι αλ­λά πο­τέ δι­αι­ρού­με­νοι, ε­σθι­ό­με­νοι αλ­λά ου­δέ­πο­τε δα­πα­νώ­με­νοι», ζών­τας μέ­σα στην Α­γι­ο­σύ­νη Του. Ε­κεί­νοι που αρ­νούν­ται να βι­ώ­σουν αυ­τή τη δι­ά­δο­ση της Α­γά­πης πα­ρα­μέ­νουν α­πο­μο­νω­μέ­νοι και σε ύ­στα­τη μο­να­ξιά.


Ζη­τών­τας α­πό ε­σάς να ζεί­τε μέ­σα στη δι­χο­τό­μη­ση του να εί­στε πο­λί­τες του κό­σμου και μέ­λη της Εκ­κλη­σί­ας, η Μη­τέ­ρα Εκ­κλη­σί­α – ο Οι­κου­με­νι­κός Θρό­νος - α­να­γνω­ρί­ζει τη μο­να­ξιά και τις δυ­σκο­λί­ες που αν­τι­με­τω­πί­ζε­τε ως νέ­οι άν­θρω­ποι. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­χι μό­νο α­να­γνω­ρί­ζει αυ­τά τα προ­βλή­μα­τα, αλ­λά μπο­ρεί ει­λι­κρι­νά να πει ό­τι, κι ε­κεί­νη, ε­πί­σης, νι­ώ­θει σαν ξέ­νος που υ­πο­φέ­ρει α­πό τις δυ­σκο­λί­ες που έ­χουν πα­ρου­σια­στεί στην ι­στο­ρί­α, και βι­ώ­νει τη μο­να­ξιά με πολ­λούς τρό­πους. Γνω­ρί­ζον­τας ό­τι δεν υ­πάρ­χουν εύ­κο­λοι τρό­ποι για να θε­ρα­πεύ­σε­τε τον πό­νο της μο­να­ξιάς, σας προ­σκα­λεί να ει­σέλ­θε­τε στο τα­μεί­ο της καρ­διάς σας και να α­να­ζη­τή­σε­τε τη μο­να­δι­κό­τη­τα που ο κα­θέ­νας α­πό ε­σάς φέ­ρει ως παι­δί του Θε­ού. Σας ζη­τά να ταυ­τι­στεί­τε με τον Χρι­στό, τον Ξέ­νο, «που (ό­πως ψά­λου­με τη Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή), α­πό βρέ­φος, ως ξέ­νος που ή­ταν, έ­ζη­σε σαν ξέ­νος στον κό­σμο, που γνω­ρί­ζει πώς να φι­λο­ξε­νεί τους φτω­χούς και τους ξέ­νους, α­πο­ξε­νώ­θη­κε α­πό τον κό­σμο, και σαν ξέ­νος που ή­ταν, δεν εί­χε που να γεί­ ρει το κε­φά­λι του».

Προ­σφέ­ρον­τάς σας φι­λο­ξε­νί­α, η Μη­τέ­ρα Εκ­κλη­σί­α σας ζη­τά να ε­ξέλ­θε­τε α­πό τον ε­αυ­τό σας και να ει­σέλ­θε­τε σε μια ζω­ή φι­λο­ξε­νί­ας μέ­σα στα πλαί­σια της Ευ­χα­ρι­στια­κής κοι­νό­τη­τας των πι­στών. Θέ­λει να σας δι­α­βε­βαι­ώ­σει ό­τι δεν εί­στε τε­λεί­ως μό­νοι, ό­τι ο Πα­τέ­ρας σας εί­ναι κον­τά. Μεί­νε­τε στα­θε­ροί στην πί­στη σας και καλ­λι­ερ­γή­στε την ελ­πί­δα σας. Θα υ­πάρ­ξουν πολ­λές ο­μά­δες και κοι­νό­τη­τες που θα προ­σπα­θή­σουν να σας δε­λε­ά­σουν και να σας υ­πο­σχε­θούν δι­α­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους με τους ο­ποί­ους, ως εκ θαύ­μα­τος, θα α­πα­λύ­νε­τε την ψυ­χή σας α­πό τη μο­να­ξιά. Μπο­ρεί α­κό­μη να βι­ώ­σε­τε μο­να­ξιά μέ­σα στη σφαί­ρα της Εκ­κλη­σί­ας και να α­πο­θαρ­ρυν­θεί­τε. Ε­δώ, μην ξε­χνά­τε ό­τι η Χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα εί­ναι μια κοι­νό­τη­τα που προσ­δο­κεί. Ζει με τη χα­ρά της Βα­σι­λεί­ας αλ­λά πε­ρι­μέ­νει, ε­πί­σης, και τον ερ­χο­μό του Χρι­στού, ο ο­ποί­ος θα εί­ναι «τα πάν­τα για ό­λους». Μέ­χρι να ζή­σου­με αυ­τή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κα­μί­α σχέ­ση δεν θα μας πλη­ρεί τε­λεί­ως. Μέ­χρι να φτά­σου­με ο­λο­κλη­ρω­τι­κά στη Νέ­α Ι­ε­ρου­σα­λήμ, δεν θα μπο­ρού­με να α­πο­φύ­γου­με τη φθο­ρά που προ­κα­λεί­ται α­πό τη μο­να­ξιά που νι­ώ­θου­με, τον πό­νο της α­πόρ­ρι­ψης και του χω­ρι­σμού. Μέ­σα ό­μως α­πό ό­λα αυ­τά, ο Χρι­στός μας κα­θη­συ­χά­ζει λέ­γον­τάς μας «Αυ­τούς να μη φο­βό­σα­στε, δεν θα σας νι­κή­σουν, για­τί κα­θώς εί­πα: Δεν σας α­πο­χω­ρί­ζου­με. Ε­γώ κον­τά σας βρί­σκο­μαι και μη φο­βά­στε τί­πο­τα»