Σελίδες

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 
         π. Χριστόδουλος Μπίθας

 Μοιά­ζει πα­ρά­δο­ξο να πού­με λό­γο πε­ρί ε­νό­τη­τος σε έ­να πτω­τι­κό κό­σμο βα­θιά δι­χα­σμέ­νο, σε μια οι­κου­μέ­νη που πα­ρ’ ό­τι εί­ναι πλα­σμέ­νη πα­νέ­μορ­φα α­πό τον δη­μι­ουρ­γό Της, σπα­ρά­ζε­ται α­πό φρι­κτούς πο­λέ­μους κι εμ­φύ­λι­ες δι­α­μά­χες, ό­που η α­δυ­να­μί­α των αν­θρώ­πων να συ­νεν­νο­η­θούν δη­μι­ουρ­γεί ε­φι­αλ­τι­κή κοι­νω­νι­κή α­νι­σό­τη­τα, φτώ­χια και πεί­να, και κα­τα­στρέ­φει το οι­κο­σύ­στη­μα.

 Φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο να α­να­φερ­θού­με στην χα­ρά της ε­πι­κοι­νω­νί­ας σε μια πα­τρί­δα δι­χα­σμέ­νη, που μοιά­ζει σαν ό­λοι να μι­λούν πα­ράλ­λη­λα κι «­­ο κα­θέ­νας χω­ρι­στά να ο­νει­ρεύ­ε­ται, δί­χως να α­κού­ει τον βρα­χνά των άλ­λων», κα­θώς λέ­ει ο ποι­η­τής. Κι α­κό­μα, λύ­πη μάς δι­α­κα­τέ­χει ό­ταν προ­φέ­ρου­με το «α­γα­πή­σω­μεν αλ­λή­λους, ί­να εν ο­μο­νοί­α ο­μο­λο­γή­σω­μεν», σε έ­να δι­η­ρη­μέ­νο Χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο ό­που τον Θε­ό τον βλέ­πει ο κα­θείς δι­α­φο­ρε­τι­κά, κι ό­ταν μά­λι­στα μέ­σα στην Ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α μας πολλοί από εμάς δεν μπο­ρού­με να συ­νο­μι­λή­σου­με καρδιακά.

          Ευ­χα­ρι­στών­τας για την πρό­σκλη­ση, ε­πι­τρέψ­τε μου να μι­λή­σω προ­σω­πι­κά και καρ­δια­κά, εκ­φρά­ζον­τας την α­γω­νί­α μου και τις σκέ­ψεις μου για την ε­νό­τη­τα στην Εκ­κλη­σί­α.

Εί­μαι α­πό ε­κεί­νους που ό­πως και πολ­λοί άλ­λοι, έ­ζη­σα την φι­λο­κα­λι­κή α­να­γέν­νη­ση που συν­τε­λέ­στη­κε στην πα­τρί­δα μας με­τά την δε­κα­ε­τί­α του 70, τό­τε που στα­δια­κά α­να­κα­λύ­πτα­με την πα­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση -έ­στω και α­πο­σπα­σμα­τι­κά. Μα­ζί με πολ­λούς α­δελ­φούς μοι­ρα­στή­κα­με την δί­ψα μας για τον Θε­ό, πε­ρά­σα­με α­τέ­λει­ω­τες ώ­ρες συ­ζη­τή­σε­ων, προ­σκυ­νη­μά­των και α­κο­λου­θι­ών, α­να­ζη­τή­σα­με α­παν­τή­σεις που να α­να­παύ­ουν την α­γω­νί­α μας σε έ­ναν κό­σμο που δι­α­πι­στώ­να­με πως κα­τα­δυ­να­στευ­ό­ταν α­πό το κα­κό, την υ­πο­κρι­σί­α, την α­πλη­στί­α, την α­δι­κί­α.

          Προ­σπα­θών­τας να δώ­σου­με α­παν­τή­σεις για τον δι­χα­σμό και την πα­ρακ­μή που βλέ­πα­με γύ­ρω μας, συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με πως πί­σω α­πό τις ε­θνι­κές ε­ξι­δα­νι­κεύ­σεις μέ στις ο­ποί­ες με­γα­λώ­σα­με, η νε­ο­ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α γεν­νή­θη­κε μέ­σα σε δύ­ο εμ­φύ­λιους σπα­ραγ­μούς, εγ­και­νι­ά­στη­κε με την δο­λο­φο­νί­α του Κα­πο­δί­στρια, ε­δραι­ώ­θη­κε ό­ταν με την α­πο­τυ­χί­α των πρου­χόν­των και των ο­πλαρ­χη­γών να ο­μο­νο­ή­σουν ήρ­θαν οι Βαυα­ροί, συ­νε­χί­στη­κε με πολ­λές το­πι­κές ε­ξε­γέρ­σεις και τα γε­γο­νό­τα του 1843, για να προ­χω­ρή­σου­με τον 20ο αι­ώ­να στον δι­χα­σμό του 1914-17 και στην συ­νέ­χεια στον εμ­φύ­λιο σπα­ραγ­μό της δε­κα­ε­τί­ας του 40. Χι­λιά­δες τα θύ­μα­τα του εμ­φύ­λιου μί­σους, πο­τά­μι η εμ­πά­θεια που πή­γα­σε σε γε­νι­ές ο­λό­κλη­ρες μέ­χρι τις μέ­ρες μας.
Πα­ράλ­λη­λα, κα­τα­λα­βαί­να­με πό­σο πο­λύ ε­πη­ρε­ά­στη­κε ο τό­πος α­πό την α­κραί­α δι­α­μά­χη των το­πι­κι­σμών, α­πό τον κομ­μα­τι­σμό και τα μα­νι­α­σμέ­να πλή­θη κά­τω α­πό τα προ­ε­κλο­γι­κά μπαλ­κό­νια, α­πό τις πε­λα­τεια­κές σχέ­σεις με τους ε­κά­στο­τε κυ­βερ­νών­τες και τις α­νυ­πο­χώ­ρη­τες συν­τε­χνί­ες που μά­χον­ταν η μί­α την άλ­λη.
         
          Τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες, εί­δα­με την κοι­νω­νί­α να αλ­λά­ζει γρή­γο­ρα, και πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με έν­τρο­μοι  - μα ό­χι έκ­πλη­κτοι πλέ­ον, την ε­θνι­κή α­να­πη­ρί­α δη­μο­σί­ου δι­α­λό­γου να ε­πε­κτεί­νε­ται έ­ξω α­πό τα κόμ­μα­τα και  να δι­α­χέ­ε­ται σε ό­λη την κοι­νω­νί­α μέ­σα α­πό τα ΜΜΕ και το δι­α­δί­κτυ­ο, συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με πως οι άν­θρω­ποι δι­α­παι­δα­γω­γούν­ται στην αν­τι­πα­λό­τη­τα και την α­νι­κα­νό­τη­τα να δι­α­λε­χθούν και να βρουν κοι­νά ση­μεί­α σύγ­κλι­σης.

          Κα­θώς περ­νού­σε ο και­ρός, κα­τα­λά­βα­με πό­σο με­γά­λο πρό­βλη­μα υ­πάρ­χει στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια και στις σχέ­σεις των ζευ­γα­ρι­ών, αλ­λά και των γο­νι­ών και των παι­δι­ών, και εν­νο­ή­σα­με αυ­τό που έ­λε­γε ο μα­κα­ρι­στός π. Α­λέ­ξαν­δρος Σμέ­μαν πως "κά­ναμε εί­δω­λο την οι­κο­γέ­νεια και δε θέ­λου­με να κα­τα­λά­βου­με πως ο γά­μος πρέ­πει να πο­ρεύ­ε­ται προς τη βα­σι­λεί­α του Θε­ού". Έ­τσι, άρ­χι­σε να μας ε­ξη­γεί­ται η αι­τί­α ό­λων αυ­τών των οι­κο­γε­νεια­κών δι­α­φο­ρών, των πα­ρε­ξη­γή­σε­ων για τα κλη­ρο­νο­μι­κά, των προ­βλη­μά­των της συγ­κα­τοί­κη­σης, τα δι­α­ζύ­για, τις ά­λυ­τες πα­ρε­ξη­γή­σεις που βλέ­πα­με γύ­ρω μας.

          Ταυ­τό­χρο­να, κα­θώς προ­σπα­θού­σα­με να βρού­με ο κα­θέ­νας την στά­ση μας α­πέ­ναν­τι στην αλ­λο­τρί­ω­ση της κοι­νω­νί­ας α­πό το χρή­μα και την έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος στην ζω­ή της γε­νιάς μας, δι­α­πι­στώ­να­με πως πρό­βλη­μα υ­πήρ­χε και στον εκ­κλη­σι­α­στι­κό χώ­ρο.       
          Πα­ρα­συρ­μέ­νοι α­πό το εν­θου­σι­α­στι­κό κλί­μα της θε­ο­λο­γι­κής ά­νοι­ξης που ζή­σα­με και την α­φέ­λεια της νι­ό­της μας, πα­ρα­τη­ρού­σα­με σα­στι­σμέ­νοι την αν­τι­πα­ρά­θε­ση συν­τη­ρη­τι­κών και προ­ο­δευ­τι­κών θε­ο­λό­γων, τις δι­α­φω­νί­ες γύ­ρω α­πό το πνεύ­μα των θρη­σκευ­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, την ε­ξέ­λι­ξη της δι­α­μά­χης με τους λε­γό­με­νους Ι­ε­ρω­νυ­μι­κούς Μη­τρο­πο­λί­τες και τα ε­πει­σό­δια μέ­σα σε Να­ούς, την πα­ρά­νοι­α με το 666 και το σφρά­γι­σμα, το πα­λαι­ο­η­με­ρο­λο­γη­τι­κό ζή­τη­μα και τον α­κραί­ο ζη­λω­τι­σμό του, και πάμ­πολ­λες εμ­πα­θείς θε­ο­λο­γι­κές δι­α­φω­νί­ες.
          Πλη­ρο­φο­ρη­θή­κα­με ε­κόν­τες ά­κον­τες για τα παι­χνί­δια ε­ξου­σί­ας στην Σύ­νο­δο, τα μα­γει­ρέ­μα­τα των αρ­χι­ε­ρα­τι­κών ε­κλο­γών, την δυ­σκο­λί­α συ­νεν­νό­η­σης με­τα­ξύ συ­νε­φη­με­ρί­ων και συμ­μο­να­στών. Εί­δα­με αν­τι­πα­ρα­θέ­σεις γύ­ρω α­πό το μά­θη­μα και τα βι­βλί­α των θρη­σκευ­τι­κών, κόν­τρες με­τα­ξύ Α­θή­νας και Φα­να­ρί­ου, πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με το σφο­δρό αν­τι­οι­κου­με­νι­στι­κό κί­νη­μα και τα α­νοίγ­μα­τα δι­α­λό­γων με ε­τε­ρο­δό­ξους.

          Ό­λο αυ­τό το κλί­μα στα­δια­κά άρ­χι­σε να μας α­πο­γο­η­τεύ­ει, τον εν­θου­σια­σμό δι­α­δέ­χτη­κε σι­γά-σι­γά η πε­ρί­σκε­ψη. Ε­μείς που κά­πο­τε, βλέ­πον­τας τον βα­θύ δι­χα­σμό των συμ­πα­τρι­ω­τών μας, εί­χα­με βρον­το­φω­νά­ξει το "ό­που εί­ναι δύ­ο ή τρεις συ­ναγ­μέ­νοι στο δι­κό μου ό­νο­μα, θα εί­μαι ε­κεί, α­νά­με­σά τους"  (Ματθ. 18, 20) και το " Με αυ­τό θα γνω­ρί­σουν ό­λοι ό­τι εί­στε δι­κοί μου μα­θη­τές, αν α­γά­πη έ­χε­τε ο έ­νας για τον άλ­λο (Ι­ω. 13,35), τώ­ρα συ­νει­δη­το­ποι­ού­σα­με πως ό,τι συμ­βαί­νει στην κοι­νω­νί­α συμ­βαί­νει δυ­στυ­χώς και σε πολ­λούς αν­θρώ­πους της εκ­κλη­σί­ας. Με­λε­τών­τας με α­γω­νί­α την εκ­κλη­σι­α­στι­κή ι­στο­ρί­α το ε­πι­βε­βαι­ώ­σα­με αυ­τό και κα­τα­νο­ή­σα­με πως θέ­λει τόλ­μη κι α­ρε­τή ο δρό­μος που ο­δη­γεί πέ­ρα α­πό τον κό­σμο της λύ­πης, του δι­χα­σμού και των αι­ρέ­σε­ων.
           Πα­ράλ­λη­λα με ό­λα αυ­τά, συμ­με­τέ­χον­τας σε ε­νο­ρια­κές πα­ρέ­ες, κα­τα­λά­βα­με εμ­πει­ρι­κά πό­σο πο­λύ μας δι­α­κα­τέ­χει η α­το­μι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα και πό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να συγ­κρο­τή­σου­με πραγ­μα­τι­κές εκ­κλη­σι­α­στι­κές κοι­νό­τη­τες.   Πα­ρ’ ό­τι ευ­χό­μα­στε σε κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α «Υ­πέρ της των πάν­των ε­νώ­σε­ως», εν­νο­ή­σα­με πό­σο βα­θύς εί­ναι ο δι­χα­σμός στον κό­σμο τού­το, και πως δεν εί­μα­στε κα­θό­λου ε­νω­μέ­νοι οι Ορ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, και κα­τα­λά­βα­με πως έ­πρε­πε να πά­ρου­με κά­ποι­α θέ­ση α­πέ­ναν­τι σε ό­λα αυ­τά, δι­α­φο­ρε­τι­κά νοι­ώ­θα­με πως θα χά­να­με την πί­στη μας.

***

          Κα­θώς με­γα­λώ­να­με, εί­δα­με α­δελ­φούς να φα­να­τί­ζον­ται ή να α­πο­γο­η­τεύ­ον­ται, να α­πο­κτούν ξύ­λι­νη γλώσ­σα ἠ να μη­δε­νί­ζουν τα πάν­τα και να χά­νουν την πί­στη τους.

Εί­δα­με αν­θρώ­πους με χα­ρί­σμα­τα, να φο­βούν­ται να δι­α­λε­χθούν με τις αμ­φι­βο­λί­ες τους και τα α­δυ­σώ­πη­τα ε­ρω­τή­μα­τα που αν­τι­με­τω­πί­ζει ο σύγ­χρο­νος άν­θρω­πος και αν­τί να α­να­ζη­τούν α­παν­τή­σεις, α­πώ­θη­σαν ο­τι­δή­πο­τε τους φό­βι­ζε πως θα χά­σουν την πί­στη τους και βάλ­θη­καν να αν­τι­με­τω­πί­ζουν ε­πι­θε­τι­κά ο­ποι­ον­δή­πο­τε τους θυ­μί­ζει αυ­τές τις αμ­φι­βο­λί­ες.

          Εί­δα­με πολ­λούς να κου­ρά­ζον­ται α­πό την δί­χως ό­ρια συγ­χυ­σμέ­νη ζω­ή τους και να υ­πο­τάσ­σον­ται σε  αυ­στη­ρά πε­ρι­βάλ­λον­τα για να νοι­ώ­σουν α­σφά­λεια, ό­που αν­τί να τους φω­τι­στεί ο ε­πί­πο­νος δρό­μος της εν Χρι­στώ αυ­το­γνω­σί­ας που ο­δη­γεί στην α­λη­θι­νή με­τά­νοι­α και γί­νε­ται α­γω­γή ε­λευ­θε­ρί­ας, να τους προ­βάλ­λε­ται η υ­πο­τα­γή στο νό­μο ως αυ­το­σκο­πός.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που φο­βι­σμέ­νοι α­πό τις τα­χύ­τα­τες αλ­λα­γές στην κοι­νω­νί­α, κρύ­φτη­καν στην α­σφά­λεια του πα­ρελ­θόν­τος, κι άρ­χι­σαν να μι­λούν και να φέ­ρον­ται λες και ζουν έ­ναν αι­ώ­να πριν, χά­νον­τας την δυ­να­τό­τη­τα δι­α­λό­γου με τον κό­σμο, με τους α­δελ­φούς τους, α­κό­μα και με τα με τα παι­διά τους, υι­ο­θέ­τη­σαν θε­ω­ρί­ες συ­νω­μο­σί­ας, έ­γι­ναν σκλη­ρό­καρ­δοι.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που ε­πει­δή έ­χουν με­γά­λη α­κα­τα­στα­σί­α και τα­ρα­χή μέ­σα τους, άρ­χι­σαν να ζη­τούν με τρό­πο ψυ­χα­ναγ­κα­στι­κό α­πό­λυ­τη τά­ξη στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους και να θέ­λουν να βά­λουν και τους άλ­λους σε αυ­τή την τά­ξη.
Εί­δα­με α­δελ­φούς να πα­ρα­σύ­ρον­ται α­πό τα ό­ποι­α χα­ρί­σμα­τά τους και να συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται αν­τα­γω­νι­στι­κά, υ­πε­ρο­πτι­κά ή και προ­σβλη­τι­κά προς τους συ­νερ­γά­τες τους προ­κα­λών­τας δι­χα­σμό και αν­τι­πα­λό­τη­τα.

          Πα­ρα­τη­ρών­τας ό­λα αυ­τά και συ­ναι­σθα­νό­με­νοι την δι­κή μας α­μαρ­τί­α, κα­τα­λά­βα­με πως ό­ταν η πνευ­μα­τι­κή ζω­ή συρ­ρι­κνώ­νε­ται σε μια στεί­ρα και α­νε­λεύ­θε­ρη υ­πα­κο­ή στον νό­μο ή σε κά­ποι­ον ε­ξου­σι­ο­λά­γνο πνευ­μα­τι­κό, τό­τε εύ­κο­λα μπαί­νεις στην ψυ­χο­λο­γί­α της σέ­κτας και νο­μί­ζεις πως μό­νο ε­σύ και οι δι­κοί σου έ­χε­τε δί­κιο και ό­λοι οι άλ­λοι σφάλ­λουν.

Ό­ταν, αν­τί να δια­βώ την στε­νή πύ­λη του α­γώ­να να δω τα δι­κά μου πταί­σμα­τα και να μην κρί­νω τον α­δελ­φό μου, αν­τί για την προ­σπά­θεια να α­να­λά­βω την ευ­θύ­νη της α­μαρ­τί­ας μου, με­τα­φέ­ρω την ευ­θύ­νη ε­κτός μου, τό­τε η α­να­σφά­λεια κα­τα­λαμ­βά­νει την ύ­παρ­ξή μου, αν­τι­με­τω­πί­ζω κα­χύ­πο­πτα τους άλ­λους, α­κό­μα και τους α­δελ­φούς μου κι  α­να­ζη­τώ ε­χθρούς εν­τός και ε­κτός των τει­χών. Νο­μί­ζω πως α­φού ε­γώ δεν φταί­ω σε τί­πο­τα κά­ποι­οι άλ­λοι ευ­θύ­νον­ται για το σκο­τά­δι του κό­σμου και αν τους κα­ταγ­γεί­λω αι­σθά­νο­μαι α­να­κού­φι­ση.

 Ό­ταν πι­στέ­ψω πως ό­χι μό­νο ο αλ­λό­δο­ξος ή ο ε­τε­ρό­δο­ξος, αλ­λά και ο α­δελ­φός μου στην ί­δια ε­νο­ρί­α μπο­ρεί να γί­νει α­πει­λή για την πί­στη μου, την Ορ­θο­δο­ξί­α και το έ­θνος, κι ε­γώ, αν­τί να α­σχο­λού­μαι με τα χά­λια μου, θέ­λω να σώ­σω την εκ­κλη­σί­α α­πό τους ε­χθρούς της, τό­τε το προ­σω­πεί­ο μου δεν κιν­δυ­νεύ­ει πλέ­ον, μπο­ρώ να πα­ρα­μέ­νω ί­διος, α­κό­μα κι αν έ­χω δώ­σει τα υ­πάρ­χον­τά μου, κι αν έ­χω με­τα­κι­νή­σει βου­νά κι αν λέ­ω πως θέ­λω να δώ­σω το σώ­μα μου να κα­εί για τον Χρι­στό και δεν κα­τα­λα­βαί­νω πως εί­μαι "κύμ­βα­λο α­λα­λά­ζον".

          Ό­ταν ξε­χά­σω πως σκο­πός της ζω­ής μου εί­ναι η πο­ρεί­α α­πό το κα­τ’ ει­κό­να πως το καθ΄ο­μοί­ω­σιν, η κά­θαρ­ση α­πό τα πά­θη μου για να φω­τι­στώ α­πό το Ά­γιο πνεύ­μα και να πο­ρευ­τώ στην θέ­ω­ση, τό­τε α­συ­νεί­δη­τα βυ­θί­ζο­μαι σε μια αυ­το­δι­και­ω­τι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα. Το μό­νο που θέ­λω εί­ναι να κα­ταγ­γεί­λω τον άλ­λο, αυ­τόν που αν­τι­λαμ­βά­νο­μαι ως α­πει­λή, για­τί μου θυ­μί­ζει πως δεν μπο­ρώ να α­γα­πή­σω, κι αυ­τή εί­ναι η κό­λα­σή μου.

Αν­τί να τολ­μή­σω να ση­κώ­σω τον βα­ρύ Σταυ­ρό της φι­λαυ­τί­ας μου κι έ­τσι να πο­ρευ­τώ στην φι­λα­δελ­φί­α και δι’ αυ­τής στην φι­λο­θε­ΐ­α, θέ­λω να μι­λά­ω δια­ρκώς για αυ­τόν τον υ­πο­τι­θέ­με­νο προ­δό­τη, να α­σχο­λού­μαι α­στα­μά­τη­τα με ο,τι νο­μί­ζω πως με α­πει­λεί, λη­σμο­νών­τας Ε­κεί­νον που εί­πε πως η α­γά­πη έ­ξω βάλ­λει τον φό­βο.  Μια μα­τιά στα θρη­σκευ­τι­κά Sites και Blogs μπο­ρεί εύ­κο­λα να μας πεί­σει. Πό­σο δί­κιο εί­χε ο μέ­γας Ντο­στο­γι­έφ­σκυ ό­ταν έ­γρα­φε πως δεν αν­τέ­χει να εί­ναι ε­λεύ­θε­ρος ο άν­θρω­πος!

***
Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά πά­λι, εί­δα­με α­δελ­φούς, να α­πο­γο­η­τεύ­ον­ται βλέ­πον­τας την κα­τά­στα­ση στην Εκ­κλη­σί­α και να μη­δε­νί­ζουν σχε­δόν τα πάν­τα, να  α­πα­ξι­ώ­νουν τον κλή­ρο, αλ­λά και να σχε­τι­κο­ποι­ούν τον λό­γο των πα­τέ­ρων.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που προ­ερ­χό­με­νοι α­πό ζη­λω­τι­κά πε­ρι­βάλ­λον­τα, κά­ποι­α στιγ­μή της ζω­ή τους ε­πα­να­στά­τη­σαν και πνιγ­μέ­νοι α­πό την κα­τα­πί­ε­ση και την ι­δέ­α ε­νός Θε­ού τι­μω­ρού, α­πό αν­τί­δρα­ση έ­φτα­σαν να αμ­φι­σβη­τούν τους πάν­τες και τα πάν­τα και να χά­νουν την πί­στη τους.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που ε­πει­δή πλη­γώ­θη­καν α­πό κά­ποι­ους εκ­κλη­σι­α­στι­κούς κύ­κλους,  α­πο­γο­η­τεύ­τη­καν πο­λύ, κον­τρά­ρουν κά­θε ά­πο­ψη, αμ­φι­σβη­τούν κά­θε ε­νο­ρια­κή προ­σπά­θεια, ό­λα να τα θε­ω­ρούν μά­ται­α.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που ε­πηρ­μέ­νοι α­πό τις πα­νε­πι­στη­μια­κές τους γνώ­σεις λη­σμό­νη­σαν πως α­λη­θι­νή θε­ο­λο­γί­α εί­ναι η εξ α­πο­κα­λύ­ψε­ως πί­στη και η εν με­τα­νοί­α ζω­ή και ό­χι σχο­λα­στι­κι­σμός που ο­δη­γεί στην πε­ρι­φρό­νη­ση της πί­στης του άλ­λου.

Εί­δα­με α­δελ­φούς να μι­λούν δια­ρκώς ε­νάν­τια στο νό­μο και να αρ­νούν­ται κά­θε ό­ριο, κά­θε δόγ­μα, κά­θε πε­ρι­ο­ρι­σμό, κά­θε σχέ­ση με το πα­ρελ­θόν και την πα­ρά­δο­ση. Να κα­τα­φέ­ρον­ται δια­ρκώς ε­νάν­τια στον ζη­λω­τι­σμό, αλ­λά να μην κα­τα­λα­βαί­νουν πως και αυ­τοί προ­βάλ­λουν το ε­γώ τους α­δι­ά­κο­πα, αρ­νούν­ται κά­θε ευ­θύ­νη, προ­τάσ­σουν μια φί­λαυ­τη δί­χως ό­ρια ύ­παρ­ξη, που έ­χει μό­νο δι­και­ώ­μα­τα και κα­θό­λου ό­ρια. Δί­χως να το κα­τα­νο­ούν, λει­τουρ­γούν με πα­ρό­μοι­ο τρό­πο ό­πως και ε­κεί­νοι που κα­τη­γο­ρούν για φα­να­τι­κούς. Αν­τί να ε­ρευ­νή­σουν την πα­ρά­δο­ση για να κα­τα­νο­ή­σουν τι εί­ναι αν­θρώ­πι­νο και τι εκ Θε­ού, κα­τα­σκευά­ζουν ι­δι­ω­τι­κές θε­ο­λο­γί­ες, α­πορ­ρί­πτουν τα πάν­τα και θε­ω­ρούν πως μό­νοι τους θα συν­θέ­σουν την πί­στη τους, μια πί­στη που ε­δρά­ζε­ται στο να κά­νεις ό,τι θέ­λεις, να α­πο­λαμ­βά­νεις ο­τι­δή­πο­τε ε­πι­θυ­μείς, α­δι­α­φο­ρών­τας για τον πλη­σί­ον.
Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις ο πε­ρί προ­σω­πι­κής σχέ­σης λό­γος με τον Χρι­στό μοιά­ζει να εκ­πί­πτει σε μια "προ­ο­δευ­τι­κή"  ι­δε­ο­λο­γί­α, σε μια αν­τι­δρα­στι­κή ε­πα­να­στα­τι­κό­τη­τα, σε ι­δε­ο­λό­γη­μα.

         

***
Φί­λοι κι α­δελ­φοί,
Ως Ορ­θό­δο­ξος γνω­ρί­ζω πως ο δι­χα­σμός που ε­πι­κρα­τεί στην αν­θρω­πό­τη­τα δύ­σκο­λα θε­ρα­πεύ­ε­ται, α­φού ο­λό­κλη­ρη η οι­κου­μέ­νη 2000 χρό­νια με­τά την έ­λευ­ση του Χρι­στού ε­ξα­κο­λου­θεί να κεί­ται εν τω πο­νη­ρώ, και ό­πως έ­λε­γε ο ά­γιος γέρον­τας Σω­φρό­νιος, μέ­χρι σή­με­ρα, ό­χι μό­νο δεν ε­λευ­θε­ρώ­θη­κε α­πό το πνεύ­μα της α­δελ­φο­κτο­νί­ας, αλ­λά συ­νε­χί­ζει α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο να βυ­θί­ζε­ται σε θα­να­τη­φό­ρο πα­ρα­λή­ρη­μα.
Γνω­ρί­ζω ε­πί­σης, πως ε­μείς οι αυ­το­α­πο­κα­λού­με­νοι χρι­στια­νοί, λη­σμο­νή­σα­με τον λό­γο που λέ­ει στους Γα­λά­τες ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος, πως «ό­λος ο νό­μος σε έ­να λό­γο έ­χει εκ­πλη­ρω­θεί, στο να α­γα­πή­σου­με τον πλη­σί­ον μας σαν τον ε­αυ­τό μας, και πως αν ε­μείς δαγ­κώ­νου­με και κα­τα­τρώ­με ο έ­νας τον άλ­λο, κιν­δυ­νεύ­ου­με να αλ­λη­λο­ε­ξον­τω­θού­με» (Γαλ. 5, 14-15). Έ­χον­τας πα­ρα­βεί την εν­το­λή του Ευ­αγ­γε­λί­ου για την προς αλ­λή­λους α­γά­πη, αν­τί να προ­βά­λου­με το πα­ρά­δειγ­μα της ε­νό­τη­τας μι­μού­με­νοι την Α­γί­α Τριά­δα,  γι­νό­μα­στε αν­τι­πα­ρά­δειγ­μα σε έ­να κό­σμο βα­θειά δι­αι­ρε­μέ­νο και εμ­πό­διο στην μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού στον κό­σμο.
Το νέ­ο κρα­σί μπαί­νει για τα κα­λά πλέ­ον στον πα­λιό α­σκό, κι ο α­σκός σχί­ζε­ται και το κρα­σί χύ­νε­ται, μα ε­γώ δεν το κα­τα­λα­βαί­νω, αν­τί για κά­θαρ­ση το μό­νο που πε­τυ­χαί­νω εί­ναι μια ε­ξω­τε­ρι­κή αλ­λα­γή, το προ­σω­πεί­ο μου εί­ναι μια με­τα­τρο­πή του κο­σμι­κού εμ­πα­θούς ε­αυ­τού μου σε έ­ναν εμ­πα­θή εκ­κλη­σι­α­στι­κό ε­αυ­τό. Έ­τσι αν­τί για κά­θαρ­ση, έ­χου­με με­ταμ­φί­ε­ση του πα­λαι­ού αν­θρώ­που σε θρη­σκευ­τι­κό και γι αυ­τό φω­τι­σμός δεν α­κο­λου­θεί και η ψυ­χο­πα­θο­λο­γί­α της α­μαρ­τί­ας πα­γι­ώ­νε­ται.
***
          Α­κού­γον­τάς με κά­ποι­ος να λέ­ω τού­τα τα λό­για, ί­σως νοι­ώ­σει πως πε­ρι­γρά­φω μια ζο­φε­ρή κα­τά­στα­ση που δεν έ­χει κα­θό­λου φως. Κι ί­σως α­κό­μα α­να­ρω­τη­θεί: Ε­σύ που τα λες ό­λα αυ­τά τι κά­νεις για την ε­νό­τη­τα στην Εκ­κλη­σί­α; Δεν νοι­ώ­θεις κι ε­σύ υ­πεύ­θυ­νος για την δι­χό­νοι­α α­φού κρί­νεις τους α­δελ­φούς σου; Κι αν αυ­τές οι δι­α­πι­στώ­σεις που α­να­φέ­ρεις εί­ναι όν­τως σω­στές, ε­σύ τι έ­χεις να μας προ­τεί­νεις;
          Ο­μο­λο­γώ, πως η δι­α­δρο­μή α­πό την με­τα­φο­ρά της ευ­θύ­νης στους άλ­λους μέ­χρι την α­νά­λη­ψη της προ­σω­πι­κής ευ­θύ­νης εί­ναι με­γά­λη. Η α­να­ζή­τη­ση της με­σό­τη­τας εί­ναι δύ­σκο­λη πο­ρεί­α και μοιά­ζει με ι­σορ­ρο­πί­α πά­νω σε τεν­τω­μέ­νο σχοι­νί. Και η α­πό­στα­ση α­νά­με­σα στην κα­τά­κρι­ση και την μη εμ­πα­θή κρί­ση εί­ναι λε­πτή. Θυ­μά­μαι που λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κά­που ο Πεν­τζί­κης πως "θέ­λω να κά­νω τους πάν­τες α­δελ­φούς μου, και μι­λών­τας για τον X­ρι­στό, μά­λω­σα με την α­δελ­φή μου".
          Ο­μο­λο­γώ πως και κα­τέ­κρι­να και θύ­μω­σα και α­πο­γο­η­τεύ­τη­κα και πει­ρά­στη­κα και στε­να­χω­ρή­θη­κα και α­κό­μη στε­νο­χω­ρι­έ­μαι. Ό­μως ε­κεί­νο που πι­στεύ­ω α­κρά­δαν­τα εί­ναι πως α­φού ο Χρι­στός μάς κά­λε­σε να εί­μα­στε ει­ρη­νο­ποι­οί και πως α­φού σε κά­θε λει­τουρ­γί­α προ­σευ­χό­μα­στε "υ­πέρ της των πάν­των ε­νώ­σε­ως", ο­φεί­λου­με να α­γω­νι­ζό­μα­στε για αυ­τή την ε­νό­τη­τα στην πρά­ξη.

          Και, βέ­βαι­α, δεν μπο­ρού­με να αλ­λά­ξου­με τον άλ­λον αν δεν θέ­λει, αλ­λά μπο­ρού­με να αλ­λά­ξου­με ε­μείς την στά­ση μας, δη­λα­δή να με­τα­νο­ή­σου­με.  

Που ση­μαί­νει πως αν θέ­λω να εύ­χο­μαι στ' α­λή­θεια για αυ­τή την ε­νό­τη­τα πρέ­πει να θυ­μά­μαι την α­προ­ϋ­πό­θε­τη α­γά­πη την ο­ποί­α δί­δα­ξε και με την ο­ποί­α έ­πα­θε ο Χρι­στός. Και πως αν θέ­λω να α­να­στη­θώ πνευ­μα­τι­κά ο­φεί­λω να κά­νω πρά­ξη αυ­τή την πε­ρί­φη­μη φρά­ση του αβ­βά Ι­σα­άκ, ό­τι ο Χρι­στια­νός πρέ­πει να έ­χει «καρ­δί­α και­ο­μέ­νη υ­πέρ πά­σης της κτί­σε­ως, υ­πέρ αν­θρώ­πων, ζώ­ων και του δι­α­βό­λου α­κό­μα», για­τί δι­α­φο­ρε­τι­κά θα εί­μαι κύμ­βα­λο α­λα­λά­ζον.
          Μό­νο έ­τσι γι­νό­μα­στε στα­δια­κά δο­χεί­α της χά­ρι­τος και α­φή­νου­με χώ­ρο για το Ά­γιο Πνεύ­μα να ε­νερ­γή­σει στην ζω­ή μας.

Έ­τσι, λοι­πον, πα­ρα­φρά­ζον­τας τον αβ­βά αυ­τά έ­χω να πω, πρώ­τα α­π’ ό­λα στον ε­αυ­τό μου:

 Αν δεν η­συ­χά­ζου­με στην καρ­διά μας, ας η­συ­χά­ζου­με την γλώσ­σα μας α­πέ­ναν­τι στον α­δελ­φό μας.

Αν δεν κα­τα­λά­βα­με τον λό­γο που λέ­ει, πως ό­ποι­ος κλαί­ει για τις α­μαρ­τί­ες του δεν έ­χει χρό­νο να α­σχο­λη­θεί με τα πταί­σμα­τα του α­δελ­φού του, ας κα­τα­λά­βου­με του­λά­χι­στον, πως η ζω­ή κι ο θά­να­τος ε­ξαρ­τά­ται α­πό τον α­δελ­φό μας, κα­θώς λέ­γει ο αβ­βάς Αν­τώ­νιος.
Και αν δεν μπο­ρού­με να χω­ρέ­σου­με τον α­δελ­φό μας, ας μι­λά­με του­λά­χι­στον σαν α­μαρ­τω­λοί.

Κι αν δεν μπο­ρού­με να γί­νου­με ει­ρη­νο­ποι­οί, ας μην γι­νό­μα­στε του­λά­χι­στον φι­λο­τά­ρα­χοι.

Κι αν δεν μπο­ρού­με να στα­μα­τή­σου­με ό­ποι­ον κα­τα­λα­λεί κα­τά του α­δελ­φού, ας προ­φυ­λά­ξου­με τον ε­αυ­τό μας α­πό την συ­να­να­στρο­φή μα­ζί του.

Κι αν κα­τα­νο­ή­σου­με, κα­θώς λέ­ει το γε­ρον­τι­κό, πως ε­πει­δή α­φή­σα­με κα­τά μέ­ρος το ε­λα­φρύ φορ­τί­ο που εί­ναι η αυ­το­μεμ­ψί­α, γι' αυ­τό τον λό­γο έ­χου­με συν­θλι­βεί α­πό το βα­ρύ φορ­τί­ο, δη­λα­δή την αυ­το­δι­καί­ω­ση.

Κι αν νο­μί­ζου­με πως η Εκ­κλη­σί­α κιν­δυ­νεύ­ει και ε­μείς πρέ­πει να την σὠ­σου­με, ας θυ­μό­μα­στε πως η χά­ρις σώ­ζει κι ό­χι ε­μείς.

Κι αν μας ε­νο­χλούν οι α­πό­ψεις του άλ­λου, ας ψά­ξου­με να κα­τα­λά­βου­με για­τί μας ε­νο­χλούν τό­σο πο­λύ, μή­πως εί­μα­στε πο­λύ εμ­πα­θείς, ο­πό­τε θα πρέ­πει πρώ­τα να θε­ρα­πεύ­σου­με τον ε­αυ­τό μας αν­τί να θέ­λου­με να δι­ορ­θώ­σου­με τους άλ­λους.

  Κι αν πι­στεύ­ου­με πως ο άλ­λος πλα­νι­έ­ται και ε­μείς ορ­θο­δο­ξού­με, ας α­πλώ­σου­με χέ­ρι συμ­φι­λί­ω­σης κι ας α­φή­σου­με τα υ­πό­λοι­πα στο θέ­λη­μα του Θε­ού.

Κι αν πι­στεύ­ου­με πως τί­πο­τε δεν γί­νε­ται δί­χως το θέ­λη­μα του Θε­ού, κι ό­τι αυ­τό το θέ­λη­μα έ­χει να κά­νει με την με­τά­δο­ση της α­γά­πης Του, ας ερ­γα­ζό­μα­στε α­θό­ρυ­βα και α­πλά για την ε­νό­τη­τα, ό­χι κα­ταγ­γέ­λον­τας με τα­ρα­χή, αλ­λά πε­ρι­χω­ρών­τας με κα­ταλ­λα­γή αυ­τόν που έ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κή γνώ­μη.

Κι αν η ζω­ή μας δεν εί­ναι ε­στι­α­σμέ­νη στην προ­σευ­χή να συν­το­νι­στού­με με τα λό­για του Κυ­ρί­ου «ί­να πάν­τες ώ­σι εν, κα­θώς η­μεις εν ε­σμέν», ας έ­χου­με του­λά­χι­στον στο νου μας τα λό­για του ο­σί­ου Πορ­φυ­ρί­ου πως «ό­σο ζει κά­ποι­ος την εν Χρι­στώ α­γά­πη, δεν χω­ρά κα­μιά δι­ά­σπα­ση, κα­νείς φό­βος, ού­τε δι­ἀ­βο­λος, ού­τε θά­να­τος, ού­τε κό­λα­ση» (Βί­ος και λό­γοι).

***
Θα τε­λει­ώ­σω με μια προ­σευ­χή που έ­γρα­ψε ο Γέ­ρον­τας Σω­φρό­νιος, και θα την προ­σφέ­ρω εξ ό­λης της ψυ­χής και εξ ό­λης της δι­α­νοί­ας.

          Δώρησαι  μας, Κύριε, διά  τού  Αγίου  Σου  Πνεύματος  τήν  δύναμη  να ταπεινώνουμε τον εαυτό μας ο ένας  ενώπιον του άλλου, με την κατανόηση όταν κάποιος αγαπά πολύ, πολύ και ταπεινώνεται.

Δίδαξέ μας  να ευχόμαστε ο ένας   ὑ­πὲρ τού  άλλου, να σηκώνουμε τα βάρη ο ένας του άλλου με υπομονή,  καί  ένωσέ μας με τον σύνδεσμο  τής  ακάταλυτης αγάπης με το Ονομά  Σου το Άγιο.  Αμήν.

Ευ­χα­ρι­στώ!

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο "Το Συναξαρι της Ομορφιας"

Του Βασίλη Γαλανομάτη
 

 

Θα ηθελα να μοιρασθω καποιες σκεψεις μου με αφορμη το βιβλιο της Δεσποινας "Το Συναξαρι της Ομορφιας"
                           
Προσωπικα ειχα συνηθίσει να απολαμβανω τα κειμενα της Δεσποινας στο περιοδικο Αρχαγγέλων Λόγος, γραμμένα με μια αναλαφρη διαθεση, και λεπτο χιουμορ αλλα χωρις εκπτωσεις στην ουσια του θεματος που προσεγγιζε. Ετσι το μήνυμα που ήθελε να μοιραστεί μαζι μας γινόταν με ένα εύπεπτο και ευχαριστο τροπο χωρις να καταβαλει ο αναγνωστης καποια ιδιαίτερη προσπαθεια…


Περιμενα λοιπον να απολαυσω ένα παρομοιου υφους κειμενο στο βιβλίο της και εξεπλαγην όταν συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για μια σοβαρη σε βαθος και πλατος μελέτη, οσο είναι δυνατον και εφικτο αυτό να συμπυκνωθεί σε ένα βιβλίο των 200 σελιδων, με πολλες παραπομπες και υποσημειωσεις σε βιβλιογραφια και κειμενα από την αρχαια ελληνικη γραμματεια, βυζαντινη αγιολογια,πατερικη θεολογια (από Γρηγοριο Νυσσης και Γρηγοριο Θεολογο, Ιωαννη Χρυσοστομο και Μαξιμο Ομολογητη, μεχρι Νικολαο Καβασιλα και Γρηγοριο Παλαμα και φυσικα συγχρονους συγραφεις όπως Κορναρακης, Αυγουστιδης, Γιανναρας, Ματσουκας, Σταμουλης κλπ.)


Το πολύ ενδιαφέρον και το οποιο με εχει εντυπωσιασει ιδιαίτερα, είναι ότι εκτος από το Τριτο μερος του βιβλιου οπου εκτιθενται κυριως οι προσωπικες θεσεις της συγγραφεως με ελάχιστες παραπομπες, στο υπολοιπο βιβλιο, ενώ το κειμενο είναι τοσο λειο, συνεχες σε νοηματα και με ανεπιτηδευτη ροη, ολες οι παραγραφοι, σχεδον χωρις εξαιρεση, εχουν παραπομπες (περίπου 400 τον αριθμο!) ειτε παραθέτοντας αυτουσια κειμενα στις υποσημειωσεις ειτε αναφορές σε συγκεκριμενα εργα με τους τιτλους τους και την σελιδα από την οποια εχουν ληφθει.


Ισως επειδη προσωπικα εχω αδυνατη μνημη, μου φαινεται τιτανιο αυτό το έργο της Δεσποινας και προσπαθω να την φαντασθω να συγγραφει τα κειμενα του πονήματος της αυτου με απειρα βιβλια ανοιγμενα μποστα της, πληθος τετραδια με προσωπικες σημειωσεις και αναριθμητα κειμενα ανοιχτα στον υπολογιστη της! Αν βαλω σε αυτό το σκηνικο το γεγονος ότι είναι μητερα τριων παιδιων και εργαζομενη στην εκπαιδευση με διακατεχει ενας ίλιγγος και το μονο που με καθησυχαζει είναι το αιωνιο χαμομεγελο  χαμογελο της και η καλωσυνη της όπως αποτυπώνοται στη μικρη φωτογραφια της στην εσωτερικη μερια του εξωφυλλου…


Παρόλα αυτά το βιβλιο είναι δυνατον να διαβαστει σε δυο επιπεδα η τρόπους.
O πρωτος τρόπος ειναι με ένα ρεοντα ρυθμο, χωρις επιμονη στις πλουσιες υποσημειωσεις και παραπομπες που προσφερει μια πραγματικη απολαυση και ευκολη προσληψη του κειμενου.
Ο δευτερος τρόπος ειναι μελετώντας το κυριως κειμενο ταυτοχρονα με τις υποσημειωσεις που δινουν δυνατότητα εμβάθυνσης και αφορμη για περαιτέρω μελετη.


Μετα τα συντομα αλλα τόσο εύστοχα προλεγόμενα του καθηγητή Κωνσταντίνου Κορναρακη, στην εισαγωγη γινεται μια συντομη αναφορα στην εννοια του καλλους στην αρχαια Ελλαδα οπου η αναφορα στο διλημμα του Ηρακλη στην επιλογη του μεταξυ της προκλητικα ομορφης Κακιας που του υποσχεται ένα βιο ευκολο και γεματο απολαυσεις χωρις κοπο και της Αρετης που με την φυσικη ομορφια της που κοσμειται με αιδω και σωφροσυνη του υπόσχεται με κόπο όμως και μεγάλη προσπάθεια την κατακτηση της γνωσης και της πρωσωπικης ολοκληρωσης και ευτυχιας, μας δινει την επιτομη της ιδεας που ειχαν οι αρχαιοι Ελληνες για το καλλος και ιδιαιτερα το γυναικειο.
Εδώ δεν μπορουμε παρα να προβληματιστουμε για τα οσα αναφερονται περι του σπερματικού Λογου που εμπεριέχεται στα κειμενα πολλων αρχαίων Ελληνων φιλοσόφων.


Δεν θα εισελθω σε λεπτομερειες ανα κεφαλαιο από το υπολοιπο βιβλιο αλλα θα ηθελα να διαλεξω ωρισμενα από αυτά που μου εχουν κανει προσωπικα μεγαλη εντυπωση και τα παραθετω παρακατω
Αρχικα με προβληματισε, για να μην πω ότι με σκανδαλισε, η ενταση με την οποια οι πατερες, ειδικα στους πρωτους αιωνες της Βυζαντινης αυτοκρατοριας καταφεροντας εναντιον των καλλωπιζομενων γυναικων που στην ουσια δαιμονοποιουσαν τον καλλωπισμο και στολισμο τους!
Στην συνεχεια συνειδητοποιησα ότι αυτή η τοποθετηση εξικνείτο από τους παρακατω δυο κυριως λογους.


Πρωτος λογος ειναι το γεγονος ότι υπηρχε μεγαλη ανισοτητα στην κατανομη του πλουτου και ετσι ηταν παραγματικα εξοργιστικο να ξοδεύονται τοσα χρηματα αλλα και χρονος για τον επιτηδευμένο καλλωπισμο που σκοπο ειχε την προκληση και αυταρεσκη επιδειξη την στιγμη κατά την οποια οι λαικες μαζες υπεφεραν από φτωχεια και ανεχεια και αγωνιζονταν να εξασφαλισουν τα προς το ζην!


Δευτερον οι συζυγοι των γυναικων στολιζαν καθ’ υπερβολη τις γυναικες τους με βαρύτιμα ενδυματα και κοσμηματα με σκοπο να επιδείξουν την δυναμη και τον πλουτο τους! Χρησιμοποιουσαν στην ουσια τις συζυγους τους ως και κτηματα και τρόπαια για να διαφημίσουν προκλητικα την οικονομικη, θεσμικη και κοινωνικη τους δυναμη! Στην περιπτωση δε των ηθοποιων γυναικων (μιμάδων) ο καλωπισμος ειχε επι πλεον σκοπο να σκανδαλίσει και προκαλεσει πόθο σε στοχευμενο ανδρικο κοινο με σκοπο την αποκτηση πλουτου και εξουσιας (δεν πρεπει να μας διαφευγει ότι για μεγαλο διαστημα οι παλλακίδες ηταν σιωπηλα αποδεκτα θεσμος στην υψηλη κοινωνια του Βυζαντίου τους πρωτους αιώνες!)

Επειδη δε οι γυναικες των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, εκτος ελαχιστων εξαιρεσεων, εδεχοντο ασμενως αυτην τον ρολο, ο καλλωπισμός ειχε τριπλα κακη επιδραση
α) Στην ιδια την γυναικα που ειδωλοποιουσε τον εαυτο της με ναρκισιστικα αυταρεσκο τροπο με στόχο να ικανοποιησει την φιλαυτια και τον εγωισμο της και ταυτοχρονα να προκαλεσει το θαυμασμο της κοινωνιας και γιατι όχι τον φθονο, αλλα και τον ποθο σκανδαλιζοντας τους ανδρες με σκοπο να τους εκμεταλλευτει.
β) Στους συζυγους που χρησιμοποιουσαν τις γυναικες τους ως μεσον επιδειξης δυναμης, πλουτου, εξουσιας και κοινωνικης καταξιωσης. Ετσι οι συζυγοι γινονταν οιωνει θυτες και θυματα ταυτοχρονα σε ηθικο και κοινωνικό επιπεδο!
γ) Στους αποδεκτες της της προκλησης που αν ηταν σε υψηλο κοινωνικο επιπεδο δημιουργούσε φθονο και προκληση σε ανταγωνισμο ενώ στα κατωτερα κοινωνικα στρωματα επεφερε εξουθενωση και οργη! Ταυτοχρονα, ειδικωτερα εάν επροκειτο περι γυναικων ελευθεριων ηθων (μιμαδες, παλλακιδες κλπ) προκαλουσε τον σκανδαλισμο και ποθο των ανδρων οι οποιοι, αναλογα με την θεση τους κατεληγαν θυματα και αντικειμενα εκμεταλλευσης ενώ ταυτοχρονα ηταν οι θυτες και οι εκμεταλλευτες!


Στην συγκεκριμενη περιπτωση της Αγιας Πελαγιας που ηταν πρωην γυναικα ελευθεριων ηθων ακαταμαχητου φυσικου καλλους, αναδεικνύεται το γεγονός ότι το κάλλος ανάλογα με το ηθικο υποβαθρο αυτου που του κατεχει και αυτου που το προσλαμβανει μπορει να εγείρει είτε αισθηματα αδολου θαυασμου και δοξολογιας η παθη από φθονο μεχρι λαγνεία. Ετσι όταν η Πελαγια εμφανίστηκε με ολη την δόξα της φυσικης αλλα και προκλητικά επιτηδευμένης ομορφιάς της μποστα στους επισκοπους εκεινοι απέστρεψαν με περιφρονηση τα βλεμματα τους, προφανως σκανδαλιζομενοι και κατακρίνοντας της  ενώ (διαβάζουμε στις σελίδες 129,130) «ο επισκοπος Νοννος αισθάνθηκε τον καλλωπισμό αυτό ως προκληση της δικιάς του αμαρτωλότητας και ως ευκαιρία μετανοίας» ομολογώντας ότι   «μιας ημέρας καλλωπισμός πόρνης ενίκησεν τον καλλωπισμόν της ψυχής μου όλων των ετών του βίου μου. Ο ζήλος που επέδειξε η Πελαγία για να κοσμήσει το σώμα της προκειμένου να αρέσει στους άνδρες, μεταστρέφεται στην καρδιά του επισκόπου σε αυτομεμψία και ζήλο μετανοίας για να γίνει αρεστός στον Θεό»
Και φυσικα το συγκλονιστικο είναι ότι η Πελαγία, ως άλλη Μαρία Αιγυπτία συγκλονισμενη από το κήρυγμα του επισκοπου Νόννου μετανοησε  και ασκήτευσε στο όρος των Ελαιων περιβαλλόμενη το ανδρικο μοναχικο σχημα ως ευνούχος Πελαγιος και μόνο μετά τον θάνατό της αποκαλύφθηκε η γυναικεία φύση της! (σελ. 62).


Ο τρόπος που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο το θέμα της γυναικείας ομορφιάς και γενικότερα του κάλλους του ανθρώπου παρέχει άπειρες αφορμές για προβληματισμό στο πώς το αντιμετωπιζει ο σημερινός ανθρωπος. Εδώ θα ήθελα να υποδείξω καποιες πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις της Δέσποινας.
Στις σελ. 172 και 173 γίνεται αναφορά στην ανάγκη της μετάβασης από το προσωπείο στο πρόσωπο και στην αποφυγή της επιτηδευμένης ατημελησίας που εχει επικρατήσει ως τάση σε ωρισμένους ηθικιστικούς εκκλησιαστικους, η καλύτερα παραεκκλησιαστικους κύκλους, ως αντίποδας του επιτηδευμένου προκλητικου καλλωπισμού. Είναι γνωστο σε όλους πως ο επιτηδευμένος αυτος ευσεβισμος και σεμνοτυφία μόνο αποτρεπτικές κινήσεις και αισθηματα διεγείρει. Ετσι αναδεικνύεται η μέση οδος και το μέτρο ως ο χρυσούς κανών της συμπεριφοράς στο θεμα αυτό και πάντοτε σε αναφορα στο συγχρονο περιβαλλον και τα κοινωνικά ηθη και έθιμα της κάθε εποχης και περιπτωσης. Δεν υπαρχουν κανόνες και συνταγές αλλα σημασία εχει η προθεση με την οποια γινεται καποια ενεργεια. Στο σημείο αυτο θα ηθελα να κανω αναφορα στην ευαγγελικη περικοπη
«Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι,
ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ
κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ
φανερῷ.» (Ματθαίου 6 17-18)     
Με την ιδια προσέγγιση θα πρεπει η εξωτερική εμφανιση, όχι μόνο των γυναικών, να υπακούει στο σεβασμό του προσώπου του ιδίου του καλλωπιζομένου αλλα και του αποδέκτη της εικόνας του, δηλαδη του συνανθρώπου μας. Η ατημελησία είτε ως επίδειξη επιτηδευμένου ευσεβισμου είτε ως αδιαφορία και έλλειψη σεβασμού του συνανθρωπου είναι αποφευκταία.


Εδώ θα ήθελα να καταθέσω μια προσωπικη άποψη που συμπίπτει με την θέση του Διονύση Σαββόπουλου, ότι δηλαδή η άδολη περιποίηση και καλλωπισμός των γυναικων  είναι πηγή χαράς και για αυτούς που την προσλαμβανουν ως μοίρασμα της ομορφιάς εξωτερικής και εσωτερικής. Ετσι ο αγαπημένος μας καλλιτέχνης, πριν αρκετά χρόνια κάποια άνοιξη ευχαρίστησε όλες τις Ελληνίδες μικρες και μεγάλες στην ηλικια που σε κάθε εκδηλωση της καθημερινότητας τους αφιερώνουν χρόνο στην περιποίηση της εμφάνισης τους ετσι ώστε να γίνονται όμορφες και εμεις να απολαμβάνουμε την ομορφιά τους και την χαρά που εκπέμπει αυτό το μοίρασμα.


Γενικότερα αυτό το βιβλιο είναι μια αφορμη για προβληματισμο και περαιτερω μελέτη όχι μονο πανω στο ζητημα της γυναικείας ομορφιας αλλα και του ανθρώπινης φυσης γενικότερα και καθ’ επεκταση στο Κάλλος της Δημιουργίας ως αντανακλαση του Καλλους του Δημιουργού.
Ετσι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε και να αμυνθούμε στην αδυσώπητη επίθεση της εικονας που χρησιμοποιείται σήμερα από τα μέσα μαζικης επικοινωνίας ως εργαλείο διαμόρφωσης συνειδήσεων, ελέγχου και  χειραγωγισης συμπεριφορών,επιβολής ιδανικών και ινδαλμάτων, δημιουργίας ψεύτικων αναγκών και γενικότερα υποδούλωσης του σύγχρονου ανθρώπου ως μέλους μιας κοινωνίας καταναλωτών και όχι προσώπων. Με αυτον το τρόπο δυστυχώς τα πρόσωπα αιχμαλωτίζονται  αποποιούμενα με την θέληση τους την ελευθερία τους αφού επιλέγουν ενσυνείδητα την οδό της ήσονος προσπάθειας που δελεαστικά τους προσφέρεται και έτσι γίνονται με την συγκατάθεση τους θύματα στο βωμό του σύγχρονου Μολώχ της κατανάλωσης και όχι μόνον.
Η λογικη και η ελευθερια (αυτεξούσιο) ειναι τα δυο μεγαλα δωρα του Δημιουργού στον άνθρωπο και μόνο ο ίδιος ο άνθρωπος έχει την αποκλειστική και απόλυτη ευθυνη της διαχείρησής τους.


Ευχαριστώ