Σελίδες

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβο

του π. Χριστοδούλου Μπίθα



Η τραγικότητα της ανθρωπότητας βρίσκεται στο ότι, παρόλο που ο Χριστός μας μίλησε για το Φως, εμείς ζούμε ακόμη στο σκοτάδι. Όλο το Ευαγγέλιο είναι μια πρόκληση να πορευτούμε προς το Φως, όμως εμείς ζούμε ασφυκτικά εγκλωβισμένοι μέσα στον εγωκεντρισμό μας. Για να καλύψουμε την δική μας αδυναμία κατηγορούμε πάντα τους άλλους, έχουμε την  ψευδαίσθηση ότι υπερασπίζουμε την πίστη μας ή τα ιδανικά μας όταν ρίχνουμε την ευθύνη στους άλλους, ξεχνώντας ότι όλο το Ευαγγέλιο μιλά για την αγάπη. Κανένας νόμος και καμία δικαιολογία δεν μπορεί να υπάρξει για να μας εμποδίσει να έχουμε αυτή τη σχέση με τον πλησίον, διότι ο Χριστός μας άφησε αυτή την παρακαταθήκη: Να αγαπήσουμε τον πλησίον όπως και να είναι. Ο τρόπος της αγάπης δεν είναι ο τρόπος του νόμου. Η σχέση μας με τον Χριστό περνά μέσα από την σχέση με τον συνάνθρωπο. Όταν φερόμαστε με αυστηρότητα στον άλλο είναι σαν να δίνουμε μία μαρτυρία απιστίας, διότι μόνο ο άνθρωπος που έχει μέσα του αμφιβολίες και αμφισβητήσεις για την πίστη του, φοβάται να αγαπήσει, φοβάται να μετανοήσει, και μόνο αυτός ασχολείται με τους άλλους, ποτέ με τον εαυτό του.


Όποιος ζει τον μυστικό δρόμο της εν Χριστώ αναγεννήσεως, σκεπάζει και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, όπως ο Χριστός αγκάλιασε όλους τους αμαρτωλούς που βρέθηκαν στο δρόμο του. Και τους αγκάλιαζε διότι έβλεπε στα πρόσωπά τους τον αυριανό άγιο. Διότι ήξερε ότι όλοι οι άνθρωποι όσο πονεμένοι κι αν είναι, όσες πτώσεις κι αν έχουν, όσο τυφλοί και αν είναι, στην πραγματικότητα δεν θέλουν να είναι βυθισμένοι στην αμαρτία και μόνο η ελπίδα της αγάπης μπορεί να τους σηκώσει και να τους αναγεννήσει. Ο καθένας από μας το ίδιο επιθυμεί, το ίδιο έχει ανάγκη. Στη δύσκολη στιγμή δεν θέλουμε κήρυγμα, μήτε ηθικολογίες, ούτε νόμους, ούτε κανόνες, αλλά θέλουμε κάποιον να μας κρατά το χέρι και να μας χαμογελά και να μας λέει ότι μας αποδέχεται όπως και να είμαστε και να μας στηρίζει. Αυτός είναι ο τρόπος του Ευαγγελίου, αυτός είναι ο τρόπος του Χριστού! Να πιάνουμε το χέρι του πεσμένου ανθρώπου και να του λέμε: «Είμαι εδώ για σένα! Και το μόνο που ξέρω είναι ότι κι εγώ πεσμένος είμαι, κι εγώ ήμουν κάποτε στη θέση σου, κι αν με βλέπεις τώρα λίγο ορθωμένο είναι διότι πίστεψα λίγο στον Χριστό και ένοιωσα ότι κάποιος με αγαπάει. Και θέλω να σου πω ότι αυτή την ελάχιστη αγάπη που έχω, θα σου τη δίνω και θα σου μιλώ για ένα Θεό που αγαπάει όλο τον κόσμο ό,τι και να κάνεις, όποιος κι αν είσαι, χωρίς διακρίσεις και προϋποθέσεις».


Για αυτό λοιπόν, ας έχουμε ένα χαμόγελο, μία γλυκιά αγκαλιά, ένα δάκρυ και μία συγγνώμη για τον κάθε άνθρωπο που συναντάμε. Και καθώς πορευόμαστε αυτόν τον δρόμο, να βλέπουμε στον πλησίον που πέφτει τον εαυτό μας. Διότι κι εμείς αδύναμοι είμαστε, κανείς δεν είναι δυνατός και κανείς δεν είναι τέλειος παρά μόνο ο Χριστός! Ακόμη και οι άγιοι δεν ήταν αναμάρτητοι, είχαν κι αυτοί τις πτώσεις τους, μόνο που οι πτώσεις θεραπευόντουσαν γρήγορα με την μετάνοιά τους. Ας θυμηθούμε τι μας παραδίδει ο Μέγας Αντώνιος: «ουδείς απείραστος δυνήσεται εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών. Έπαρον γαρ, φησί, τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζώμενος». 


Ας πορευόμαστε με την υπόμνηση ότι όσα χαρίσματα κι αν έχουμε, αν δεν τα καλλιεργούμε και δεν τα αντιπροσφέρουμε στους συνανθρώπους μας τότε είμαστε απλώς εγωπαθείς Φαρισαίοι που κλεινόμαστε στον εαυτό μας και νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας. Έστω και με έναν καλό λόγο, έστω και με ένα χτύπημα στο ώμο, μία αγκαλιά, μία παρηγοριά, ο καθένας όπως μπορεί, κληθήκαμε όλοι με αυτόν τον τρόπο να ζούμε για να πορευόμαστε στην Αγιότητα! Δεν κληθήκαμε να μιλήσουμε για την αγάπη, αλλά για να δείξουμε την αγάπη. Δεν θα κριθούμε γιατί δεν μιλήσαμε για τον Χριστό, αλλά γιατί δεν δείξαμε τον Χριστό!