Σελίδες

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Ο ΚΥΡ-ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ (1891)



Αλέξανδρος Μωραϊτίδης


Ή­το πε­ρα­σμέ­νη η ώ­ρα. Το χω­ρί­ον ε­κοι­μά­το βα­θύν ύ­πνον παι­δί­ου, το ο­ποί­ον ύ­στε­ρον α­πό τό­σα τρε­ξί­μα­τα και παι­γνί­δια και γέ­λοι­α, α­πο­στα­μέ­νον, γέρ­νει εγ­γύς της ε­στί­ας του και α­πο­κοι­μά­ται. Τα νυ­κτο­πού­λια της α­νοί­ξε­ως, τα ο­ποί­α ε­στέ­να­ζον υ­πό τας κα­μά­ρας του κω­δω­νο­στα­σί­ου, θαρ­ρείς και συ­νε­πλή­ρουν τον α­να­σα­σμόν της κοι­μω­μέ­νης λευ­κής πο­λί­χνης. Και μό­νον είς θό­ρυ­βος η­κού­ε­το κα­τά μα­κρά δι­α­λείμ­μα­τα. Ο κρε­ο­πώ­λης, ο ά­γριος και εις την χα­ράν του, ο ο­ποί­ος σφά­ζων α­μνούς μέ­χρι της δύ­σε­ως του η­λί­ου δεν α­πηύ­δη­σε να φω­νά­ζη: «Α και να πά­με ς' τον μπαρ­μπέ­ρη!» κα­τά λά­θος, φαί­νε­ται, α­φού ε­ξε­πού­λη­σεν, ει­σελ­θών εις το γει­το­νι­κόν κα­πη­λεί­ον ά­να­ψε τα καν­τή­λια — Πά­σχα ξη­μέ­ρω­νε, βλέ­πε­τε, — και γε­μί­ζων μί­αν παμ­πά­λαι­αν κ' ε­σκω­ρι­α­σμέ­νην πι­στό­λαν, α­πό τον και­ρόν του Κα­ρα­τά­σου, ή­νοι­γε κρυ­φά-κρυ­φά την θύ­ραν του κα­πη­λεί­ου και προ­ε­ώρ­τα­ζε την Α­νά­στα­σιν, πυ­ρο­βο­λών κρα­τε­ρώς και ε­πι­μό­νως. Και πά­λιν α­στρα­πια­ίως έ­κλει­ε την θύ­ραν προς με­γά­λην α­πο­ρί­αν του γέ­ρον­τος δη­μαρ­χι­κού κλη­τή­ρος, ό­στις α­πό μα­κράν κά­τω α­κού­ων τον βα­ρύν πι­στο­λι­σμόν έ­σπευ­δε μέ­χρι του κα­πη­λεί­ου υ­πό­πτως, πλην βλέ­πων την θύ­ραν κε­κλει­σμέ­νην υ­πέ­στρε­φε, κά­μνων τον σταυ­ρόν του και θαυ­μά­ζων το γε­γο­νός.
— Να μπο­δί­σου­με, ε­μο­νο­λό­γει με την έρ­ρι­νον φω­νήν του, τους πι­στο­λι­σμούς και τους πυ­ρο­βο­λι­σμούς. Ά­ιν­τε τώ­ρα εμ­πό­δι­σέ τους, κυρ δή­μαρ­χε! Ο­ρί­στε! Αυ­τά εί­νε γραμ­μέ­να να γί­νουν­ται, έ­τσι αν­τάμ- πα­παν­τάμ, εξ αρ­χής και έκ­πα­λαι. Ο­ρί­στε! Οι πυ­ρο­βο­λι­σμοί πέ­φτουν μο­νά­χοι τους, κυρ-Δή­μαρ­χε! Εί­νε ο α­έ­ρας της Α­να­στά­σε­ως.
Συγ­χρό­νως ο κρε­ο­πώ­λης με τ' α­ναμ­μέ­να τα καν­τή­λια του, η­μοι­α­νοί­ξας πά­λιν την θύ­ραν του κα­πη­λεί­ου ε­κέ­νω­σεν εκ νέ­ου την ε­σκω­ρι­α­σμέ­νην πι­στό­λαν του. Ο κλη­τήρ, κον­τός, χον­δρός, με η­μί­σειαν ρί­να, α­πο­λέ­σας το λοι­πόν μέ­ρος αυ­τής έν τι­νι συμ­πλο­κή, στρα­φείς εί­δε την θύ­ραν του κα­πη­λει­ού κλει­στήν πά­λιν, έ­κα­με τον σταυ­ρόν του και ε­χά­θη εις την καμ­πήν της ο­δού, φθεγ­γο­μέ­νης πα­ρά­πο­να της ρι­νός του κα­τά των α­νε­φαρ­μό­στων α­στυ­νο­μι­κών δι­α­τά­ξε­ων, ε­νώ ο βα­ρύς της πι­στό­λας ή­χος ε­κυ­λί­ε­το α­κό­μη εις το α­νοι­κτόν πέ­λα­γος του λι­μέ­νος, ε­πο­χού­με­νος ε­πί της με­λα­νής ο­μί­χλης και κρο­τών ως βα­ρέ­λιον πλή­ρες ή­λων.

***

Αλ­λ' ε­νώ οι χω­ρι­κοί πάν­τες ε­κοι­μών­το α­να­παυ­ό­με­νοι, ό­πως ε­γερ­θώ­σι τα με­σά­νυ­κτα και φαι­δροί με­τα­βώ­σιν εις τον να­όν έ­κα­στος με την λευ­κήν λαμ­πά­δα του, η κυ­ρά Μα­νω­λά­και­να η­γρύ­πνει. Δεν την ε­κολ­λού­σεν ύ­πνος. Ε­ξα­γά­γου­σα α­πό με­γά­λου δρυ­ΐ­νου κι­βω­τί­ου τα χρυ­σά προι­κιά της, τα ο­ποί­α χρό­νια εί­χε να φο­ρέ­ση το Πά­σχα, την νύ­κτα, προ­η­τοί­μα­ζεν αυ­τά υ­πό το φως λυ­χνα­ρί­ου, ε­πι­δι­ορ­θού­σα μι­κράς τι­νας βλά­βας τυ­χόν, ό­πως στο­λι­σθεί­σα ως νύμ­φη με­τα­βή εις την Α­νά­στα­σιν κ' ε­πι­δεί­ξη τον χρυ­σόν πλού­τον του ι­μα­τι­σμού της. Ο κυρ-Μα­νω­λά­κης ε­κοι­μά­το εις το πα­ρα­κεί­με­νον δω­μά­τιον. Η­κού­ε­το ο ρογ­χα­σμός του ως κρό­τος υ­πό­κω­φος συ­ρο­μέ­νης α­λύ­σε­ως πλοί­ου μα­κράν εις τον λι­μέ­να, συ­νε­χής και μο­νό­το­νος.
Νέ­α α­κό­μη η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να, μό­λις τρι­ά­κον­τα πέν­τε ε­τών, πρώ­την φο­ράν α­πό του γά­μου της — γε­νο­μέ­νου προ πέν­τε ε­τών — ευ­ρί­σκε­το εις την ευ­τυ­χή πε­ρί­στα­σιν να φο­ρέ­ση τα νυμ­φι­κά της και στα­θή εις την πρώ­την γραμ­μήν της γυ­ναι­κω­νί­τι­δος. Τι να κά­μη πί­σω-πί­σω 'ς το γυ­ναι­κεί­ο να στέ­κε­ται, και να την τσα­λα­πα­τούν και να στά­ζουν κε­ριά ς' το χρυ­σο­κέν­τη­το βε­λου­δέ­νιο μπαμ­που­κλί της, και να της κά­ψουν το α­ρα­χνο­ΰ­φαν­τον α­λέ­μι της με της λαμ­πά­δαις που δεν ξέ­ρουν με­ρι­καίς να της κρα­τή­σουν, που ταις κρα­τούν σαν νά­νε σα­ΐ­ταις που '­φαί­νουν, ή κα­λα­μιαίς που τι­νά­ζουν της ε­λη­αίς! Δεν πή­γαι­νε και αυ­τή δι­ό­λου την νύ­κτα το Πά­σχα. Ε­φέ­τος ό­μως θα εί­χε τα πρω­τεί­α ς' το γυ­ναι­κεί­ον. Έ­δω­σεν ο Θε­ός και ο άν­δρας της, ο κυρ-Μα­νω­λά­κης, έ­γει­νε Πί­τρο­πος και θα εί­χεν η κυ­ρά-Πι­τρό­πισ­σα την πρώ­την θέ­σιν, μπρο­στά-μπρο­στά εις τα κα­φά­σια. Και θά­βλε­πεν ό­λην την πα­ρά­τα­ξιν της λαμ­πράς α­κο­λου­θί­ας και θα ή­κου­εν ό­λα τα γράμ­μα­τα. Δεν τα κα­λο­νο­ού­σε, μα θα τα ή­κου­εν. Εν ω άλ­λο­τε πί­σω-πί­σω α­πό της άλ­λαις δεν έ­βλε­πε τί­πο­τε, δεν ή­κου­ε τί­πο­τε. Προ­σκυ­νού­σαν η μπρο­σθι­ναίς, προ­σκυ­νού­σαν και η '­πι­σι­ναίς. Έ­σκυ­φταν η μπρο­σθι­ναίς, έ­σκυ­φταν και η '­πι­σι­ναίς. Η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να εκ της ι­ε­ράς λει­τουρ­γί­ας ή­ξευ­ρε μό­νον πό­τε λι­βα­νί­ζει ο πα­πάς και πό­τε βγαγ­γε­λί­ζει. Το λι­βά­νι­σμα η­σθά­νε­το εκ του ζω­η­ρού κω­δω­νί­σμα­τος του θυ­μι­α­τη­ρί­ου, το βγαγ­γέ­λι­σμα ή­κου­εν εκ της γι­νο­μέ­νης η­συ­χί­ας και α­πο­λύ­του σι­ω­πής. Τ' ά­ι­α, την με­γά­λην εί­σο­δον των τι­μί­ων Δώ­ρων — ου­δέ­πο­τε ηυ­τύ­χη­σε να ί­δη α­πό ε­κεί ό­που ί­στα­το. Μό­νον βλέ­που­σα να κύ­πτουν αι έμ­προ­σθέν της ι­στά­με­ναι γυ­ναί­κες έ­κυ­πτε και αυ­τή λέ­γου­σα με τον νουν της: περ­νούν τα ά­ι­α, μνή­σθη­τί μου Κύ­ρι­ε! Ε­νί­ο­τε μά­λι­στα και η­πα­τά­το. Έ­κυ­πτον αι έμ­προ­σθεν κα­τά λά­θος, έ­κυ­πτε και αυ­τή κα­τά λά­θος, ε­πι­λέ­γου­σα εις το τέ­λος της λει­τουρ­γί­ας:
— Τώ­ρα! κα­τα­λα­βαί­νου­με τά­χα κ' ε­μείς Ακ­κλη­σιά!
Πολ­λά­κις προ­σε­πά­θη­σε να ει­σχω­ρή­ση εμ­πρός, πλην ου­δέ­πο­τε εύ­ρι­σκε θέ­σιν. Πά­σαι ή­σαν κα­τει­λημ­μέ­ναι. Ά­παξ πρω­ί-πρω­ί με­τα­βά­σα εις τον να­όν εύ­ρε πολ­λάς κε­νάς θέ­σεις εν τη πρώ­τη σει­ρά, κι' εγ­κα­θι­δρύ­θη α­γέ­ρω­χος, ώ­σπερ κα­τα­κτη­τής, ε­πί του φαι­ού δρυ­φά­κτου με την α­πό­φα­σιν να μη πα­ρα­με­ρί­ση· — παι­διά δεν εί­χε να κλαί­νε ς' το σπί­τι — Και αν της ο­μι­λή­ση κα­νείς, ή ο ε­πί­τρο­πος, να κά­μη πως δεν α­κού­ει. Αλ­λ' ύ­στε­ρον ελ­θού­σαι αι συ­νή­θως ι­στά­με­ναι εν τη πρώ­τη γραμ­μή την α­πώ­θη­σαν διά των αγ­κώ­νων κα­τ' αρ­χάς, διά των λό­γων κα­τό­πιν, και αυ­τή πα­ρε­μέ­ρι­σε, δού­σα τό­πον τη ορ­γή. Να φέ­ρη σύ­υ­σι και τα­ρα­χή; Μέ­σ' σ' νακ­κλη­σιά! Υ­πε­χώ­ρη­σε. Τοια­ύτη συ­νή­θεια ε­πε­κρά­τει. Εις την πρώ­την γραμ­μήν να ί­σταν­ται τα σό­ι­α, αι κα­τα­γό­με­ναι α­πό τζά­κια, αι σύ­ζυ­γοι των προ­ε­στώ­των και συμ­βού­λων του χω­ρί­ου. Και αι θέ­σεις ή­σαν κλη­ρο­νο­μι­καί. Μο­ναρ­χί­α κλη­ρο­νο­μι­κή μέ­χρι της εκ­κλη­σί­ας εν τη νέ­α ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α! Η θυ­γά­τηρ ερ­χο­μέ­νη εις γά­μον και ι­δρύ­ου­σα νέ­ον οί­κον, κα­τε­λάμ­βα­νεν εν τω να­ώ την θέ­σιν της μη­τρός, ή­τις γραί­α πλέ­ον ε­βα­ρύ­νε­το ν' α­να­βαί­νη εις την γυ­ναι­κω­νί­τι­δα, ι­στα­μέ­νη εις τον νάρ­θη­κα κά­τω, ή ζα­ρό­νου­σα εις κα­νέν στα­σί­διον κά­τω-κά­τω υ­πό την σκο­τει­νήν κόγ­χην.
Αλ­λ' η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να δεν ή­το μεν ξε­σό­ια­στη, αλ­λά — να το εί­πω­μεν — δεν ή­το και α­πό σό­ι. Ο πα­τέ­ρας της ή­το ψα­ράς. Ο πα­πούς της ή­το φούρ­να­ρης. Το βέ­βαι­ον εί­νε ό­τι ο γέ­ρων ε­ξε­λέ­χθη πο­τέ τρί­τος δη­μαρ­χι­κός πά­ρε­δρος δι' έλ­λει­ψιν άλ­λου υ­πο­ψη­φί­ου μό­λις λα­βών το έν δέ­κα­τον των ψή­φων, αλ­λά τού­το δεν ήρ­κε­σεν ό­πως η εγ­γο­νή του πε­ρά­ση εις τα με­γά­λα σό­ι­α, — ή­τις δεν εί­χε γεν­νη­θή α­κό­μα.
— Α­γου­ρα­σμέ­νον τον έ­χεις τον τό­πον;
Πα­ρε­τή­ρη­σέ πο­τε είς τι­να α­γε­ρώ­χως προ­σελ­θού­σαν πλη­σί­ον της και ζη­τού­σαν να την α­πω­θή­ση.
— Α­γου­ρα­σμέ­νον!
Α­πήν­τη­σεν ε­κεί­νη.
— Κι­γώ πού θα στα­θώ;
— Ό­π' στη­κέ­τα­νε η μάν­να ς'!
Α­πε­κρί­θη εμ­παι­κτι­κώς η εξ οι­κο­γε­νεί­ας κα­τα­γο­μέ­νη.
Και συγ­χρό­νως άλ­λη πα­ρα­πέ­ρα ι­στα­μέ­νη — α­πό σό­ι και αυ­τή — προ­σέ­θη­κεν:
— Ό­π' ά­πλου­νε τα δί­χτυ­α ου πα­τέ­ρας σ'!
Τω­όν­τι η μη­τέ­ρα της κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­νας δεν ε­στέ­κε­το που­θε­νά εν τη γυ­ναι­κω­νί­τι­δι.
Φο­ρού­σα μί­αν φου­στά­ναν μυ­ρί­ζου­σαν πάν­το­τε ψα­ρί­λαις, πού ε­τόλ­μα να πα­ρου­σια­σθή εις την εκ­κλη­σί­αν, και μά­λι­στα εν η­μέ­ρα με­γά­λης πα­νη­γύ­ρε­ως!
Ο πα­τήρ της πά­λιν ο γέ­ρων α­λι­εύς εί­χε μεν θέ­σιν, ί­στα­το, κα­θώς εί­πεν ε­κεί­νη η εξ οι­κο­γε­νεί­ας γυ­νή, ε­κεί ό­που ά­πλω­νε τα δί­κτυ­ά του· αλ­λά τα δί­κτυ­ά του ή­πλω­νεν α­π' έ­ξω, ε­πί του τοί­χου του να­ού, καρ­φώ­σας ή­λους κα­τά σει­ράν εγ­γύς της ει­σό­δου, κ' ε­κεί τω­όν­τι ί­στα­το και ο γέ­ρων κα­τά την λει­τουρ­γί­αν, ου­δέ­πο­τε ει­σερ­χό­με­νος εν­τός του να­ού· ως να ή­το και αυ­τός μό­λυ­βδος ή φελ­λός, προ­σκε­κολ­λη­μέ­νος ε­πί των με­τα­ξω­τών δι­κτύ­ων του. Και μό­λις ε­τε­λεί­ω­νε τα Ευ­αγ­γέ­λιον, ή­να­πτε το τσιμ­που­κά­κι του, το ο­ποί­ον προ­η­τοί­μα­ζε, ψαλ­λο­μέ­νων των Αί­νων, και μα­ζεύ­ων τα δί­κτυ­ά του έ­κα­μνε τον κα­τή­φο­ρον.

***

Αλ­λ' η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να, η κό­ρη του ψα­ρά, αν και δεν α­νή­κεν εις τα σό­ι­α εκ κα­τα­γω­γής, α­νή­κεν ό­μως εις αυ­τά ο­λό­κλη­ρος εκ καρ­δί­ας. Φύ­σις φι­λό­κα­λος, φύ­σις ευ­γε­νής, πε­ρι­ποι­η­τι­κή και θω­πευ­τι­κή έ­κα­μνεν εν­τύ­πω­σιν εις τον φούρ­νον που πή­γαι­νε να φουρ­νί­ση α­πό μι­κρή α­κό­μα διά τους κα­λούς τρό­πους της, και την μέ­χρι κο­λα­κεί­ας πε­ρι­ποι­η­τι­κήν γλώσ­σαν της, δί­δου­σα και εις την φω­νήν της α­κό­μη έ­να θω­πευ­τι­κόν α­ρι­στο­κρα­τι­κόν τό­νον φι­λή­μα­τος και α­γά­πης. Ο ι­μα­τι­σμός της πά­λιν ή­το πα­ροι­μώ­δης εις ό­λον το χω­ρί­ον.
— Τι ώ­μορ­φα που ντύ­νε­ται! έ­λε­γον.
— Σε­μνή, κα­θα­ρά, καλ­λαί­σθη­τος. Με τα κλω­νιά της πο­λι­τι­κής μαν­δή­λας της λυ­τά πο­τέ δεν την εί­δον. Α­κτέ­νι­στη ου­δέ εις την αυ­λήν της ε­θε­ά­θη. Η μαύ­ρη φου­στά­να της στιλ­πνή-στιλ­πνή ή­το α­τσά­κι­στη, ως να ί­στα­το πάν­το­τε ορ­θί­α, ό­περ ε­κί­νει τον φθό­νον.
— Ού­λου α­λόρ­θα βρί­σκε­ται ου α­νε­μό­στυ­λος!
Και δεν ευ­ρί­σκε­το ορ­θί­α ως ο στύ­λος της α­νέ­μης, αλ­λ' ή­ξευ­ρε πώς να κα­θή­ση και πώς να ε­γερ­θή. Ή­το πε­ρί­φα­νη!
Αλ­λ' ο κό­σμος έ­χει τας προ­λή­ψεις του. Α­δι­ά­φο­ρον αν ε­κεί­νη η πλου­σί­α και α­πό σό­ι δεν ξεύ­ρη να εν­δυ­θή και πα­ρου­σι­ά­ζε­ται εις την αυ­λήν ά­νι­πτος. Εί­νε α­πό σό­ι!
Η μορ­φον­τυ­μέ­νη και μορ­φο­κα­μω­μέ­νη Γε­ρα­κί­τσα ή­το κό­ρη του ψα­ρά! Την φυ­σι­κήν της κα­θα­ρι­ό­τη­τα α­πό μι­κρή ε­φα­νέ­ρω­νεν. Ε­νώ η μη­τέ­ρα της εν τη βί­α της πολ­λά­κις ε­γέ­μι­ζε την πο­διά της ψά­ρια, διά να ε­κλέ­ξη τα καλ­λί­τε­ρα και τα στεί­λη εις τον λι­με­νάρ­χην, ί­να μη φέ­ρη δυ­σκο­λί­ας εις τον σύ­ζυ­γόν της, η Γε­ρα­κί­τσα ου­δέ τα ήγ­γι­ζεν, ε­άν δεν ή­σαν εις ορ­μα­θούς διά βρύ­ων της λί­μνης. Και πά­λιν ή­πτε­το με­τά προ­σο­χής του βρύ­ου διά των δύ­ο δα­κτύ­λων της. Ώ­στε κα­τήν­τη­σεν η μη­τέ­ρα της πε­ρι­παί­ζου­σα αυ­τήν να την α­πο­κα­λή γα­λα­ζο­αί­μα­την.
Εί­τα ορ­φα­νή πα­τρός α­πο­μεί­να­σα υ­πη­ρέ­τει ου­χί ε­π' α­μοι­βή αλ­λ' ού­τως, εκ φυ­σι­κής κλί­σε­ως και συμ­πα­θεί­ας του ο­μοί­ου προς το ό­μοι­ον, εις τον γει­το­νι­κόν της πλού­σιον οί­κον αρ­χαί­ου πλοιά­ρχου, ό­στις, α­φεν­τάν­θρω­πος εις ό­λα, εί­χεν α­ρι­στο­κρα­τι­κήν τά­ξιν εν τη οι­κο­γε­νεί­α του. Ε­κεί η ω­ραί­α Γε­ρα­κί­τσα α­νέ­πτυ­ξεν ό­λα τα συμ­πα­θη­τι­κά έν­στι­κτα της ευ­γε­νεί­ας, συ­νη­θί­σα­σα να εν­δύ­η­ται ευ­πρε­πώς και κομ­ψώς — με γού­στο — και να ε­κτε­λή ό­λας τας οι­κια­κάς ερ­γα­σί­ας, με­τά λε­πτό­τη­τος και χι­ο­νώ­δους κα­θα­ρό­τη­τος, θαυ­μα­στής τω­όν­τι, ώ­στε ο γέ­ρων πλοί­αρ­χος, — κο­λα­κεύ­ων τας δι­α­θέ­σεις της, έ­λε­γε πολ­λά­κις.
— Ε­σύ, Γε­ρα­κί­τσα ή να πά­ρης πλού­σιον ή να μη '­παν­δρευ­θής δι­ό­λου. Τα­κούς;
Το πλέ­ξι­μόν της, το πλύ­σι­μόν της, το ζύ­μω­μά της, το μα­γεί­ρευ­μά της, ό­λα ή­σαν α­πα­λά και λευ­κά ως τα α­πα­λά χε­ρά­κια της.
Πολ­λοί νέ­οι ερ­γα­τι­κοί, της τά­ξε­ώς της, την ε­ζή­τη­σαν εις γά­μον, αλ­λ' αύ­τη ηρ­νεί­το, ο­νει­ρευ­ο­μέ­νη αρ­χον­τεί­αν, ή α­πο­φα­σι­σμέ­νη ν' α­κο­λου­θή­ση την συμ­βου­λήν του πλοιά­ρχου.
— Παλ­λά­βω­σες!
Της έ­λε­γεν η μη­τέ­ρα της.
— Δεν κά­νεις το σταυ­ρό σου, ε­πα­νε­λάμ­βα­νε συ­χνά, να παν­δρευ­θής τώ­ρα που σε γυ­ρεύ­ουν; Τα­χειά σα σου­φρώ­σης, ποι­ος θα γυ­ρί­ση να σε κυτ­τά­ξη;
Αλ­λ' η νε­ά­νις εί­χε τον σκο­πόν της. Α­πί­θα­νον μεν και σκο­τει­νόν, ό­νει­ρον σχε­δόν, πλην εί­χε πάν­το­τε έ­να σκο­πόν, έ­να ό­νει­ρον. Κά­θε άν­θρω­πος έ­χει το ό­νει­ρόν του. Άλ­λοι κα­τορ­θώ­νουν και το πραγ­μα­το­ποι­ού­σιν εις τον κό­σμον αυ­τόν, άλ­λοι α­πο­θνή­σκου­σι με το ό­νει­ρόν των μα­ζή ως σά­βα­νον της καρ­δί­ας των. Ά­γνω­στον τί­νες α­πο­θνή­σκουν ευ­τυ­χέ­στε­ροι . . .
— Ο έ­νας σου μυ­ρί­ζει, ο άλ­λος σου βρω­μά! Την ή­λεγ­χεν η μη­τέ­ρα της.
Έ­ως ου ευ­τυ­χής σύμ­πτω­σις δι­έ­ψευ­σεν ό­λας τας οι­κτράς προρ­ρή­σεις της γραί­ας, και η πτω­χή Γε­ρα­κί­τσα, η κό­ρη του ψα­ρά, ε­γέ­νε­το κυ­ρά- Μα­νω­λά­και­να.
Και ού­τως η γραί­α α­πέ­θα­νεν ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη, αλ­λά­ξα­σα ι­δέ­αν και λέ­γου­σα ό­τι τα κο­ρί­τσια δεν πρέ­πει να βι­ά­ζων­ται. Ό­ποι­ος βι­ά­ζε­ται, μέ­νει '­πί­σω!

***

Και η κό­ρη της με τον κυρ-Μα­νω­λά­κη ε­πή­γεν εμ­πρός. Ο κυρ Μα­νω­λά­κης διά των κτη­μά­των του και της οι­κο­νο­μί­ας του εί­χε σχη­μα­τί­σει κα­λήν πε­ρι­ου­σί­αν. Μέ­χρι του τεσ­σα­ρα­κο­στού έ­τους της η­λι­κί­ας του εί­χε σκο­πόν να γεί­νη κα­λό­γη­ρος, και συ­χνά ε­πε­σκέ­πτε­το το ι­ε­ρόν Κοι­νό­βιον, μί­αν ώ­ραν μα­κράν του χω­ρί­ου, ευ­χα­ρι­στού­με­νος εις τον η­συ­χα­στι­κόν βί­ον. Αλ­λ' αιφ­νι­δί­ως ό­ταν ε­πά­τη­σεν εις το πεν­τη­κο­στόν έ­τος, με­τέ­βα­λε γνώ­μην και ε­νυμ­φεύ­θη. Του το εί­χεν εί­πει μί­α τουρ­κο­γύ­φτισ­σα που πω­λού­σε κό­σκι­να:
— Ε­σύ κα­λό άν­θρω­πο εί­σαι, ε­σύ πα­ρά­δες έ­χει, ε­σύ χτή­μα­τα, χρή­μα­τα έ­χει, μα ε­σύ κά­τι θα πά­θη ά­μα πα­τή­ση τα πε­νήν­τα!
Η σύ­ζυ­γός του ή­το ω­ραί­α, νέ­α, μ' ευ­γε­νείς τρό­πους· η Γε­ρα­κί­τσα τα εί­χεν ό­λα αυ­τά· πλην ε­φά­νη με­τά τον γά­μον ό­τι ή­το και φι­λό­δο­ξος. Ο κυρ Μα­νω­λά­κης ή­θε­λεν η­συ­χί­αν και α­νά­παυ­σιν, αλ­λ' η κυ­ρά- Μα­νω­λά­και­να του­ναν­τί­ον ή­θε­λεν α­νη­συ­χί­αν και κί­νη­σιν. Αυ­τή σαν ή­θε­λε να κά­θε­ται κλει­σμέ­νη, έ­λε­γε, δεν παν­δρευ­ό­τα­νε. Αυ­τή εί­χε τό­σα προ­τε­ρή­μα­τα, τό­σα κα­μώ­μα­τα ευ­γε­νι­κά· πε­ρι­πλέ­ον εί­χε τό­σα στο­λί­δια. Ή­θε­λε λοι­πόν να τα ε­πι­δεί­ξη, προ­τε­ρή­μα­τα και στο­λί­δια. Γι' αυ­τό παν­δρεύ­ον­ται οι άν­θρω­ποι!
Ο κυρ Μα­νω­λά­κης ή­το ευ­κα­τά­στα­τος, ή­το και α­πό σό­ι, αλ­λ' έ­νε­κα της βρα­δύ­τη­τος του γά­μου του, και ι­δί­ως έ­νε­κα της φι­λαρ­γυ­ρί­ας του, μό­νος του εί­χεν α­πο­συρ­θή α­πό την δρά­σιν των οι­κο­γε­νει­ών, ευ­τε­λώς εν­δυ­ό­με­νος και ευ­τε­λώς δι­αι­τώ­με­νος — α­φού εί­χε σκο­πόν να γεί­νη κα­λό­γη­ρος — και εις το χω­ρί­ον δεν τον α­νε­γνώ­ρι­ζον πλέ­ον ως έ­χον­τα δι­και­ώ­μα­τα ε­πί της δη­μο­γε­ρον­τί­ας, α­φού μά­λι­στα ό­λας τας κα­λάς η­μέ­ρας α­που­σί­α­ζεν εις το Κοι­νό­βιον.
Ως προς τού­το ευ­ρέ­θη η­πα­τη­μέ­νη η κυ­ρά Μα­νω­λά­και­να. Ε­νό­μι­ζεν ό­τι διά του γά­μου της θα ει­σήρ­χε­το πλέ­ον με ού­ριον πνεύ­μα εις τα σό­ι­α, αλ­λά έ­βλε­πεν ό­τι, αν ο σύ­ζυ­γός της δεν ε­πεί­θε­το ν' α­να­μι­χθή εις την πο­λι­τι­κήν μέ τι­νας μι­κρο­δα­πά­νας, α­δύ­να­τον ν' α­να­γνω­ρι­σθή η Γε­ρα­κί­τσα ως α­ρι­στο­κρά­τισ­σα.
Αλ­λ' ο κυρ Μα­νω­λά­κης δεν τα ή­κου­εν αυ­τά.
— Τα πι­θά­ρια μας γε­μά­τα, έ­λε­γεν, αι α­πο­θή­και μας γε­μά­ται, τα βα­ρέ­λια μας γε­μά­τα. Τι άλ­λο θέ­λεις;
— Να γέ­νης δή­μαρ­χος!
Ε­τόλ­μη­σε να εί­πη η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να. Ο κυρ-Μα­νω­λά­κης ε­φό­ρε­σε την κα­πί­τσα μουρ­μου­ρί­ζων.
Φαί­νε­ται ό­τι α­νε­μνή­σθη την μά­γισ­σαν, η ο­ποί­α του εί­πεν ό­τι εις το πεν­τη­κο­στόν έ­τος της η­λι­κί­ας του κά­τι θα πά­θη.
Έ­ρις λοι­πόν και τα­ρα­χή.
Συ­νέ­πε­σε τα έ­τη ε­κεί­να να γεί­νω­σιν ε­πα­νει­λημ­μέ­ναι ε­κλο­γαί. Ε­σά­στι­σεν ο κό­σμος.
Κα­τ' αρ­χάς βου­λευ­τι­καί της μι­κράς πε­ρι­φε­ρεί­ας, εί­τα με­τ' ο­λί­γον βου­λευ­τι­καί της με­γά­λης πε­ρι­φε­ρεί­ας. Το αυ­τό έ­τος έ­γει­ναν και δη­μο­τι­καί και ή­σαν 39 υ­πο­ψή­φιοι δή­μαρ­χοι, πά­ρε­δροι και δη­μο­τι­κοί σύμ­βου­λοι, εί­τα έ­γει­ναν ε­κλο­γαί των νο­μαρ­χια­κών συμ­βού­λων. Και με­τά ο­κτώ μή­νας, κα­ταρ­γη­θέν­των των νο­μαρ­χια­κών συμ­βου­λί­ων, δι­ε­τά­χθη­σαν ε­παρ­χια­κών συμ­βού­λων ε­κλο­γαί. Συ­νέ­πε­σε να α­πο­θά­νη και είς βου­λευ­τής, και πά­ραυ­τα ι­δού και μί­α βου­λευ­τι­κή ε­κλο­γή το αυ­τό έ­τος.
Ε­γέ­μι­σε το χω­ρί­ον κάλ­παις. Τα α­τμό­πλοι­α τας ξε­φόρ­τω­ναν κασ­σέ­λαις- κασ­σέ­λαις.
— Δεν βά­ζεις και συ, Μα­νω­λά­κη, μια κάλ­πη;
Ε­πα­νε­λάμ­βα­νε μέ­ρα-νύ­κτα η κυ­ρά Μα­νω­λά­και­να.
— Σα σ' α­κού­ω, κα­ϋ­μέ­νη! Τι ζή­λε­ψες α­πό τους τε­νε­κέ­δες;
— Ό­λος ο κό­σμος ζη­λεύ­ει!
— Μα θέ­λου­με πα­ρά­δες, γυ­ναί­κα.
— Έ­χου­με τα βα­ρέ­λια γε­μά­τα.
— Δεν φθά­νουν!
— Τι λες, Μα­νω­λά­κη; Με πε­νήν­τα βα­ρέ­λαις θα με­θύ­σου­με ό­λο το χω­ριό.
— Και ύ­στε­ρα;
— θα βγης πά­λι­δρους, σύ­βου­λος, ό,τ' θέ­λεις!
— Έ­χεις α­π' αυ­τά;
Η­ρώ­τη­σε πά­λιν ο κυρ Μα­νω­λά­κης, προ­στρί­ψας γορ­γώς τον αν­τί­χει­ρα ε­πί του λι­χα­νού του. Και φο­ρέ­σας πά­λιν την κα­πί­τσα του, ε­ξήλ­θε μουρ­μου­ρί­ζων.
— Κα­λά μου εί­πεν η Τουρ­κο­γύ­φτισ­σα!
Έ­κτο­τε πολ­λά­κις ο κυρ-Μα­νω­λά­κης υ­πό τας σκι­ε­ράς ε­λαί­ας του θερ­μά έ­χυ­σε δά­κρυ­α με­τα­νο­ή­σας δι­ό­τι δεν έ­γει­νε κα­λό­γη­ρος. Αλ­λά πού ε­γνώ­ρι­ζεν ο πτω­χός ό­τι, φο­βη­θείς τους πολ­λούς πει­ρα­σμούς της ε­ρή­μου, ή­θε­λε πέ­σει εις τας χεί­ρας ε­νός άλ­λου φο­βε­ρω­τέ­ρου και συν­θε­τω­τέ­ρου δαί­μο­νος!
— Δεν φταις ε­σύ, έ­λε­γε και η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να με­τ' α­γα­να­κτή­σε­ως, φταί­ω ε­γώ που πή­ρα γέ­ρο!
Ού­τως η φο­βε­ρά φι­λο­δο­ξί­α κα­τέ­φα­γεν ό­λα τα άλ­λα θελ­κτι­κά προ­τε­ρή­μα­τα της έ­ξυ­πνης Γε­ρα­κί­τσας, ως έ­νας καυ­στι­κός λί­βας ο­πού κα­τα­καί­ει τα άν­θη.
Και ε­μα­ράν­θη ε­κεί­νη η αν­θη­ρό­της του προ­σώ­που της.
Και ό­ταν ή­κου­ε τας ζη­τω­κραυ­γάς με­τά τας ε­κλο­γάς, και ό­ταν έ­βλε­πε τους πα­ρέ­δρους και τους συμ­βού­λους, ε­στε­φα­νω­μέ­νους ε­λαί­ας και σύ­ρον­τας τον χο­ρόν εις την πλα­τεί­αν, ε­κλεί­ε­το εις τον οί­κον της η κυ­ρά Μα­νω­λά­και­να, κλαί­ου­σα α­πό την α­γα­νά­κτη­σίν της.
Λέ­γουν μά­λι­στα ό­τι νύ­κτα τι­νά τον έ­κλει­σεν έ­ξω τον κυρ-Μα­νω­λά­κην, ό­στις ε­πα­νελ­θών α­πό τον ε­λαι­ώ­να πα­ρά­ω­ρα, ε­φώ­να­ζε κρού­ων την θύ­ραν:
— Κυ­ρά Μα­νω­λά­και­να!

***

Αλ­λ' ο άν­θρω­πος δεν θα εί­νε πάν­το­τε δυ­στυ­χής εις τον κό­σμον τού­τον. Ε­πι­φυ­λάσ­σον­ται αυ­τώ και α­γα­θαί η­μέ­ραι.
Ο νέ­ος δή­μαρ­χος ε­σχά­τως, ά­γνω­στον πό­θεν εμ­πνευ­σθείς, πλην βε­βαί­ως θέ­λων να πε­ρι­ποι­η­θή τον κυρ-Μα­νω­λά­κην, δι­ό­τι προ­η­λεί­φε­το διά τας βου­λευ­τι­κάς ε­κλο­γάς και εί­χεν α­νάγ­κην ψή­φων, δι­ώ­ρι­σεν αυ­τόν ε­πί­τρο­πον του ε­νο­ρια­κού να­ού.
Ο δή­μαρ­χος με την α­προσ­δό­κη­τον αυ­τήν ι­δέ­αν του θαρ­ρείς και τον ε­ξε­σκέ­πα­σε τον κυρ-Μα­νω­λά­κην, ό­στις έ­στιλ­βεν α­πό κε­φα­λής μέ­χρι πο­δών εξ ευ­χα­ρι­στή­σε­ως.
Α­πό κά­τω α­πό το τρα­χύ ε­κεί­νο κα­πο­τά­κι ή­το και αυ­τός γε­μά­τος φι­λαρ­χί­αν και φι­λο­δο­ξί­αν. Ή­θε­λε μό­νον α­νε­ξό­δως ν' α­πο­κτή­ση την αρ­χήν. Το δε ε­πι­τρο­πι­λή­κι εξ ό­λων των αρ­χών εί­νε η μό­νη αρ­χή, την ο­ποί­αν διά να α­πο­κτή­ση τις ό­χι μό­νον δεν δί­δει λε­πτά, αλ­λά και πέρ­νει, α­φού την α­πο­κτή­ση.
Ε­γε­λού­σεν α­πό κά­τω α­πό τον ψα­ρά μου­στά­κια του.
— Τι τά­θε­λες αυ­τά, κυρ-δή­μαρ­χε!
Ε­ψι­θύ­ρι­ζε κα­τ' αρ­χάς, α­πο­φεύ­γων τά­χα. Και ό­μως ε­πε­θύ­μει ο α­γα­θός τι­μήν, και μά­λι­στα α­νέ­ξο­δον τι­μήν. Ί­σως ε­φρό­νει ό­τι θα έ­παυ­ε πλέ­ον η α­πρε­πής έ­ρις με­τα­ξύ αυ­τού και της συ­ζύ­γου του, ην η­γά­πα υ­περ­βαλ­λόν­τως. Ως και ε­γέ­νε­το,
— Να, τώ­ρα έ­κα­μες κα­λά! τω έ­λε­γεν η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να. Έ­τσι άρ­χι­σε και ο κα­πε­τάν-Μι­χα­λιός, και σή­με­ρα εί­νε δή­μαρ­χος.
Την άλ­λην η­μέ­ραν εγ­κα­θι­δρύ­θη εν τω Παγ­κα­ρί­ω του να­ού ως εν θρό­νω, με την φέ­σαν του την υ­ψη­λήν ως ε­πά­νω, και με την βρά­κα του την βολ­τι­α­σμέ­νην και γυ­α­λι­στε­ρήν ως α­πό μου­σε­λί­νην.
Έ­βα­λεν α­μέ­σως τά­ξιν εις τον να­όν.
— Δεν μου λες πως ή­σουν κα­μω­μέ­νος για Πί­τρο­πος!
Τω έ­λε­γεν ο κ. δή­μαρ­χος.
— Ε­γώ πη­γαί­νω σύμ­φω­να με την εκ­κλη­σί­αν, α­πήν­τα ο κυρ-Μα­νω­λά­κης χα­ρού­με­νος. Δεν πρέ­πει να ζη­τή κα­νείς την αρ­χήν. Η αρ­χή πρέ­πει να ζη­τή τον άν­θρω­πόν της. Ως υ­πάρ­χουν σι­μω­νια­κοί εν τη εκ­κλη­σί­α, ού­τως υ­πάρ­χουν σι­μω­νια­κοί και εν τη πο­λι­τεί­α. Και ε­κεί­νοι και ού­τοι εί­νε α­φω­ρι­σμέ­νοι. Και ο τό­πος που έ­χει σι­μω­νια­κούς άρ­χον­τας εί­νε τό­πος α­φω­ρι­σμέ­νος.
Λοι­πόν α­μέ­σως εις τά­ξιν τα πάν­τα. Τους παί­δας, οί­τι­νες συ­νεί­θι­ζον να ί­σταν­ται προ του δε­σπο­τι­κού καγ­χά­ζον­τες και α­τα­κτούν­τες, α­πώ­θη­σε κά­τω-κά­τω, και ε­πέ­βα­λεν αυ­τοίς σι­ω­πήν και φό­βον. Ε­πε­στά­τει ο ί­διος εις την κα­θα­ρι­ό­τη­τα του να­ού, εις το χύ­σι­μον των κη­ρί­ων, ί­να μη γί­νη­ται κα­τά­χρη­σις και ε­πε­βλή­θη εις τον ε­φη­μέ­ριον και τους ψάλ­τας κ' εν γέ­νει α­νέ­πτυ­ξε προ­σόν­τα συ­νε­τής δι­οι­κή­σε­ως και έν­στι­κτα αρ­χον­τι­κής ε­ξου­σί­ας, τα ο­ποί­α τό­σα έ­τη ή­σαν θαμ­μέ­να υ­πό το σκό­τος της κα­πί­τσας του. Τον ε­συ­νεί­θι­σαν δε και οι άν­θρω­ποι τό­σον, ώ­στε ό­ταν δεν έ­βλε­πον την υ­ψη­λήν φέ­σαν ε­πί του θρό­νου της, του μαρ­μα­ρί­νου παγ­κα­ρί­ου, ε­νό­μι­ζον πως κά­τι έ­λει­πε.
Προ πάν­των δε ε­τα­κτο­ποί­η­σε τας σχέ­σεις του με­τά της συ­ζύ­γου του, ή­τις ρα­δι­νή και α­να­ζή­σα­σα τον ε­κα­μά­ρω­νεν α­πό την καλ­λι­τέ­ραν θέ­σιν της γυ­ναι­κω­νί­τι­δος, ό­που εγ­κα­τέ­στη πλέ­ον.
— Ο­ρί­στε, κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να! ο­ρί­στε κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να!
Της έ­κα­μνον τό­πον τα σό­ι­α.
Κ' ε­θαύ­μα­ζε και η ι­δί­α δι­α­νο­ου­μέ­νη:
— Τι εί­νε ο κό­σμος!
Και ο κυρ-Μα­νω­λά­κης με την φέ­σαν του την υ­ψη­λήν υ­πε­ρη­φά­νως πε­ρι­έ­φε­ρε τον δί­σκον α­ση­μέ­νιον, α­πα­στρά­πτον­τα, α­παγ­γέλ­λων με­τά στόμ­φου πα­νη­γυ­ρι­κού:
— Το λά­δι της εκ­κλη­σί­ας! Βο­ή­θειά σας!
Και αν­τή­χει η φω­νή του κα­θα­ρά και εύ­η­χος ως α­πα­ραί­τη­τος του να­ού ψαλ­μω­δί­α:
— Το λά­δι της εκ­κλη­σί­ας! Βο­ή­θειά σας!
Και ό­ταν ά­δεια­ζε τον δί­σκον εν­τός του συρ­τού του εν τω παγ­κα­ρί­ω, ο κρό­τος ε­κεί­νος των α­να­ριθ­μή­των δε­κα­ρών τον ηύ­φραι­νε μα­κα­ρί­ως, ως ει ε­πλη­ρού­το κερ­μά­των το πουγ­γί­ον του.
Αι ει­σπρά­ξεις ηύ­ξη­σαν κα­τα­πλη­κτι­κώς. Έ­χουν δί­και­ον ό­σοι λέ­γουν ό­τι ο φι­λάρ­γυ­ρος ως τί­πο­τε άλ­λο δεν χρη­σι­μεύ­ει πα­ρά ως ε­πί­τρο­πος εκ­κλη­σί­ας. Εις την πε­ρι­φο­ράν του δί­σκου δεν του δι­έ­φευ­γε κα­νείς των εκ­κλη­σι­α­ζο­μέ­νων. Είς δύ­ο-τρεις φι­λαρ­γύ­ρους, οί­τι­νες, ό­ταν ε­πλη­σί­α­ζεν ο δί­σκος, έ­κα­μνον πως κοι­μών­ται, πα­ρου­σί­α­ζε κα­τ' ε­πα­νά­λη­ψιν τον αρ­γυ­ρούν δί­σκον φω­νά­ζων δυ­να­τώ­τε­ρα:
— Το λά­δι της εκ­κλη­σί­ας!
Έ­ως ου τους η­νάγ­κα­ζεν εξ εν­τρο­πής να δώ­σουν τον ο­βο­λόν των.
Μό­νον ο γέ­ρω-Μα­σώ­νος, α­πό­στρα­τός τις ναύ­της, μό­νον ε­κεί­νος του ε­γλύ­τω­νε πάν­το­τε.
Πο­νη­ρός γέ­ρων αυ­τός, μό­λις εν­νό­ει ό­τι ε­πλη­σί­α­ζεν η πε­ρι­φο­ρά του δί­σκου, προ­σε­ποι­εί­το ό­τι κα­τε­λαμ­βά­νε­το υ­πό βη­χός και α­πήρ­χε­το.
***
Δύ­ο μό­νον ε­λατ­τώ­μα­τα του κυρ-Μα­νω­λά­κη α­νε­κά­λυ­ψαν οι εκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι. Και δύ­ο μό­νον πα­ρε­δέ­χε­το και ο κ. δή­μαρ­χος, και τω έ­κα­μνε συ­χνάς πα­ρα­τη­ρή­σεις προς δι­όρ­θω­σιν. Αλ­λ' ο κυρ-Μα­νω­λά­κης ή­το α­με­τά­πει­στος. — Ξεύ­ρω '­γώ! έ­λε­γε πάν­το­τε.
Πρώ­τον δεν η­νεί­χε­το να βλέ­πη γυ­ναί­κας κά­τω εις τον να­όν.
Και εις τού­το — πλην του δη­μάρ­χου ποι­ούν­τος ε­ξαι­ρέ­σεις — ή­σαν σύμ­φω­νοι οι εκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι.
— Νά η θέ­σις σας! ε­κραύ­γα­ζεν ο κυρ-Μα­νω­λά­κης, νου­θε­τών τας γυ­ναί­κας, και δει­κνύ­ων διά του δα­κτύ­λου την γυ­ναι­κω­νί­τι­δα.
Στρε­φό­με­νος δε προς τον κ. δή­μαρ­χον προ­σέ­θε­τε·
— Ε­κεί­νοι που τα νο­μο­θε­τή­σα­νε αυ­τά, ξεύ­ρα­νε καλ­λί­τε­ρα α­πό μας. Δεν εί­νε έ­τσι, κυρ-δή­μαρ­χε;
Το βέ­βαι­ον εί­νε ό­τι εις το χω­ρί­ον ου­δέ­πο­τε ει­σή­χθη η και­νο­το­μί­α αύ­τη η α­πρε­πής και ύ­πο­πτος, τας δε πα­ρα­τη­ρή­σεις του α­πέ­τει­νεν ο ε­πί­τρο­πος εις γραί­ας τι­νάς, αι ο­ποί­αι θέ­λεις, δι­ό­τι ε­βα­ρύ­νον­το ν' α­να­βώ­σιν εις την υ­ψη­λήν γυ­ναι­κω­νί­τι­δα, προ­σποι­ού­με­ναι και ό­τι κρυ­ό­νουν, θέ­λεις δι­ό­τι ε­ζή­λευ­ον — και αυ­τό ή­το φαί­νε­ται — να ευ­ρί­σκων­ται, γε­ρόν­τισ­σαι αύ­ται, εν μέ­σω των χρυ­σο­στο­λί­στων νε­α­ρών γυ­ναι­κών, ε­τρύ­πω­νον διά της ο­πι­σθί­ας μι­κράς θύ­ρας του νάρ­θη­κος και κα­τε­λάμ­βα­ναν ι­κα­νά στα­σί­δια υ­πό την σκο­τει­νήν κά­τω κόγ­χην. Ε­τού­το δε ο κυρ-Μα­νω­λά­κης δεν ε­πε­θύ­μει να γί­νε­ται, ε­κλαμ­βά­νων αυ­τό ως κα­κήν αρ­χήν.
— Κον­τά ς' της γρη­αίς, κυρ-δή­μαρ­χε, έ­λε­γε, θα κολ­λή­σουν και με­σό­κο­παις και ύ­στε­ρα νί­πτω τας χεί­ρας!
Και ε­ξη­κο­λού­θει τον ά­γριον πό­λε­μον κα­τά των γραι­ών.
— Ό­ξω, ό­ξω!
— Τι κα­ν'ς ε­τσι­δά, θα '­πω; άφ­σε να νη­σπα­σθώ τα '­κου­νί­σμα­τα.
— Ό­ξω, ό­ξω! ε­πα­νε­λάμ­βα­νεν ο κυρ-Μα­νω­λά­κης δι­πλών τας λέ­ξεις του. Έ­χ' α­πά­ν' κου­νί­σμα­τα, έ­χει α­πά­ν' '­κου­νί­σμα­τα! Να σας φέ­ρω κι' άλ­λα, κι' άλ­λα, ό­σα θέ­λε­τε, ό­σα θέ­λε­τε!
Και τας α­πε­δί­ω­κε.
Κ' ε­κεί­ναι υ­πεί­κου­σαι εις την βί­αν έ­φευ­γον σι­γά-σι­γά με τα ρα­βδά­κια των, ρί­πτου­σαι βλοσ­συ­ρόν γε­ρον­τι­κόν βλέμ­μα ε­πί του ε­πι­τρό­που.
Το δεύ­τε­ρον ε­λάτ­τω­μα του κυρ-Μα­νω­λά­κη ή­το ό­τι έ­σβυ­νε πο­λύ τα­χέ­ως τα κη­ρί­α, θέ­λων να ω­φε­λή­ση την εκ­κλη­σί­αν. Μό­λις οι χρι­στια­νοί τα ή­να­πτον, και μί­α χειρ στι­βα­ρά ελ­λο­χεύ­ου­σα ό­πι­σθεν του μα­νου­α­λί­ου, τα ήρ­πα­ζε πά­ραυ­τα με­τά γορ­γό­τη­τος λη­στού, δύ­ο πα­ρειαί ωγ­κούν­το ως φού­σκαι α­γι­ο­βα­σι­λι­ά­τι­και, έν μέ­γα στό­μα, ως θη­ρί­ου στό­μα ε­φύ­σα διά δυ­νά­με­ως τε­τρα­πλών πνευ­μό­νων, και τα κη­ρί­α τρέ­μον­τα, ε­σβε­σμέ­να, α­να­λυ­μέ­να σχε­δόν α­πό τον φό­βον των, ερ­ρί­πτον­το είς τι δο­χεί­ον βα­θύ εκ λευ­κο­σι­δή­ρου κεί­με­νον ε­κεί, ό­περ έ­πρε­πεν ού­τως ή άλ­λως να πλη­ρω­θή πά­σαν Κυ­ρια­κήν, το παμ­φά­γον!
Ε­γέ­νε­το ού­τως ο κυρ-Μα­νω­λά­κης ο τρό­μος των κη­ρί­ων. Δι­η­γούν­ται — ί­σως εί­νε υ­περ­βο­λι­κά — ό­τι εις την α­γρυ­πνί­αν του α­γί­ου Νι­κο­λά­ου πολ­λά κη­ρί­α έ­σβυ­σαν μό­να των, α­πό τον φό­βον των, μό­λις ή­κου­σαν τα ε­νε­δρεύ­ον­τα πα­τή­μα­τα του φο­βε­ρού ε­πι­τρό­που!
Τού­το ό­μως έ­σχεν ο­λε­θρί­ας συ­νε­πεί­ας εις τους υ­πο­λο­γι­σμούς του κυρ- Μα­νω­λά­κη, δι­ό­τι οι δει­σι­δαι­μο­νέ­στε­ροι των χω­ρι­κών έ­παυ­σαν να α­νά­πτουν κη­ρί­α. Αι δε γραί­αι δυ­ση­ρε­στη­μέ­ναι ε­ναν­τί­ον του εύ­ρον α­φορ­μήν μί­αν η­μέ­ραν που έ­γει­νε τα­ρα­χή διά τον τρό­πον τού­τον του ε­πι­τρό­που και ε­κραύ­γα­σαν α­πό της γυ­ναι­κω­νί­τι­δος:
— Φω­το­σβέ­στη!
Αλ­λ' ο κυρ-Μα­νω­λά­κης α­τά­ρα­χος, μει­δι­ών πάν­το­τε υ­πό τον φαι­όν του μύ­στα­κα, ε­ξη­κο­λού­θει τον κρυ­φόν κα­τά των κη­ρί­ων πό­λε­μον, εις τα νύ­χια πα­τών, ί­να μη τρί­ζουν τα υ­πο­δή­μα­τά του· πε­ρι­ήρ­χε­το δε κα­τά την διά­ρκειαν της λει­τουρ­γί­ας τα δι­ά­φο­ρα μα­νουά­λια αρ­πά­ζων τα κη­ρί­α με­τ' α­φά­του α­γαλ­λι­ά­σε­ως ως α­ό­ρα­τος του σκό­τους δαί­μων.
Και δεν ηρ­κεί­το εις τας κυ­ρια­κάς μό­νον και τας ε­ορ­τάς. Μα­θών ό­τι κά­θε πα­ρα­σκευ­ήν βρά­δυ που μνη­μο­νεύ­ουν τους κε­κοι­μη­μέ­νους, αι πεν­θη­φο­ρού­σαι γραί­αι ή­να­πτον ά­φθο­να κη­ρί­α — α­πό έ­να δι' ε­κά­στην ψυ­χήν τε­θνε­ώ­τος — ε­νε­φα­ναί­ζε­το ως φάν­τα­σμα κρυ­φά-κρυ­φά, και κα­τε­ρή­μα­ζε τα μα­νουά­λια, κι­νών την βλά­σφη­μον των γραι­ών γλώσ­σαν ε­ναν­τί­ον του.
Πρω­ί­αν τι­νά ό­μως γέ­ρων τις ναυ­τι­κός κα­λά του την κα­τά­φε­ρε!
Κολ­λή­σας το κη­ρί­ον του προ του ει­κο­νο­στα­σί­ου προ­σε­ποι­ή­θη ό­τι υ­πε­χώ­ρει, προ­σευ­χό­με­νος τά­χα και βλέ­πων προς το μαρ­μά­ρι­νον δά­πε­δον. Και ό­ταν η χειρ του ε­πι­τρό­που ε­νε­φα­νί­σθη φο­βε­ρά και α­μεί­λι­κτος κα­τά του α­ναμ­μέ­νου κη­ρί­ου, ο ναυ­τι­κός ε­γεί­ρει την βα­ρεί­αν ρά­βδον του και κα­τα­φέ­ρει δει­νόν κτύ­πη­μα κα­τά της άρ­πα­γος ε­κεί­νης χει­ρός, ώ­στε ο κυρ-Μα­νω­λά­κης η­ναγ­κά­σθη ν' α­πο­λο­γη­θή.
Και στας υ­πό τον μέ­γαν πο­λυ­έ­λαι­ον α­πήγ­γει­λε λο­γύ­δριον υ­πέρ του σβυ­σί­μα­τος των κη­ρί­ων, δι­ό­τι, εί­πεν, ο να­ός έ­χει α­νάγ­κας. Θέ­λει σου­βά­τι­σμα, θέ­λει ζου­γρά­φι­σμα, θέ­λει τέμ­πλον, θέ­λει καμ­πα­να­ριό. Πώς θα γεί­νουν ό­λα αυ­τά;
Και έ­ξυ­ε με­τά πό­νου την δα­ρεί­σαν χεί­ρα του.
Οι εκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι ε­σί­γη­σαν.
— Με το α­πό­κε­ρο! α­πήν­τη­σε τό­τε ο κυρ-Μα­νω­λά­κης, πε­ρα­τώ­σας το λο­γύ­δριόν του.
Και ό­ταν με­τά θαυ­μα­σμού ε­θε­ώ­ρουν οι χρι­στια­νοί τον α­χθο­φό­ρον ει­σερ­χό­με­νον εις τον να­όν — και τον ει­σή­γεν ο ε­πί­τρο­πος πάν­το­τε δι­αρ­κού­σης της α­κο­λου­θί­ας — και φέ­ρον­τα βα­ρύ­τα­τον σάκ­κον γε­μά­τον δι­α­φό­ρου με­γέ­θους κη­ρί­α, νε­ό­χυ­τα, ευ­ω­δι­ά­ζον­τα, ο κυρ-Μα­νω­λά­κης έ­λε­γε:
— Τα βλέ­πε­τε αυ­τά; εί­νε α­πό τα α­πό­κε­ρα!

***

Αλ­λ' αν ο κυρ-Μα­νω­λά­κης εί­χε τό­σους πει­ρα­σμούς να υ­περ­νι­κή­ση, πολ­λά­κις α­γα­να­κτών και κα­κο­λο­γών τους πα­ρεμ­βαί­νον­τας εις την δι­οί­κη­σίν του, χω­ρίς να ξεύ­ρουν — ή­το ο­πα­δός του συγ­κεν­τρω­τι­κού συ­στή­μα­τος — η κυ­ρά Μα­νω­λά­και­να έ­δρε­πεν ό­λας τας δάφ­νας της ε­ξου­σί­ας του συ­ζύ­γου της. Ι­δί­ως τας η­δο­νάς και τρυ­φε­ρό­τη­τας αυ­τής η­σθάν­θη την με­γά­λην ε­βδο­μά­δα. Ου­δέ­πο­τε άλ­λο­τε α­φ' ό­του ε­νυμ­φεύ­θη, α­πέ­λαυ­σε την ά­φα­τον ευ­χα­ρί­στη­σιν, την ο­ποί­αν κα­τά το έ­τος ε­κεί­νο, το πρώ­τον της ε­πι­τρο­πεί­ας του συ­ζύ­γου της.
Των Βα­ΐ­ων της έ­δω­σεν ο ε­φη­μέ­ριος μια βά­ι­α, πρα­σί­νη-πρα­σί­νη και γε­μά­τη ψω­μί, το αρ­τό­χρουν άν­θος της.
— Ού­τε νύ­φη δεν ε­πή­ρα τέ­τοι­α βά­ι­α!
Έ­λε­γε προς τον σύ­ζυ­γόν της την με­σημ­βρί­αν, ό­τε έ­τρω­γον τον ξαρ­μυ­ρι­σμέ­νον ρο­φόν!
— Κα­λή χρο­νιά νά­χης, Μα­νω­λά­κη! ε­πα­νε­λάμ­βα­νε. Πέ­ρυ­σι μού­δω­σαν σα­φί-κου­μα­ριά!
Έ­πει­τα ή­κου­σεν ω­ραί­α ό­λους τους νυμ­φί­ους και ε­μέ­τρη­σε τα 12 Ευ­αγ­γέ­λια, λα­βού­σα με­θ' ε­αυ­τής 12 κου­κιά και τρώ­γου­σα α­νά έν με­τά την α­νά­γνω­σιν ε­κά­στου ευ­αγ­γε­λί­ου. Και α­πέ­λαυ­σε την θε­α­μα­τι­κήν και με­γα­λο­πρε­πή του Ε­πι­τα­φί­ου α­κο­λου­θί­αν, πρώ­την φο­ράν εις την ζω­ήν της α­κού­σα­σα το με­λω­δι­κόν «Η ζω­ή εν τά­φω».
— Τι ώ­μορ­φα!
Ε­θαύ­μα­ζεν α­πο­τει­νο­μέ­νη προς τας εγ­γύς της ι­στα­μέ­νας γυ­ναί­κας, αί­τι­νες η­ρώ­των αυ­τήν πε­ρί δι­α­φό­ρων λε­πτο­με­ρει­ών της ι­ε­ράς α­κο­λου­θί­ας, νο­μί­ζου­σαι ό­τι ως σύ­ζυ­γος ε­πι­τρό­που θα η­δύ­να­το να ε­ξη­γή­ση προς αυ­τάς τα τε­λού­με­να. Ι­δί­ως ευ­φράν­θη η κυ­ρά- Μα­νω­λά­και­να, ό­ταν εί­δε τον γέ­ρον­τα ε­φη­μέ­ριον του να­ού, φέ­ρον­τα χρυ­σό­μαυ­ρον πέν­θι­μον φαι­λό­νιον, μυ­στη­ρι­ω­δώς α­πα­στρά­πτον εν τω φω­τί των λαμ­πά­δων, ό­στις κρα­τών εις χεί­ρας αρ­γυ­ρούν δί­σκον πε­πλη­ρω­μέ­νον τρυ­φε­ρών φύλ­λων ρό­δων και ί­ων και βι­ο­λε­τών και δεν­δρο­λι­βά­νου, προ­σήλ­θε πα­ρά το ι­ε­ρόν κου­βού­κλιον, εν μέ­σω των χο­ρών κεί­με­νον υ­πό τον μέ­γαν πο­λυ­έ­λαι­ον με τα ω­ραί­α του φα­να­ρά­κια α­ναμ­μέ­να εις τας τέσ­σα­ρας γω­νί­ας και με της λαμ­πα­δί­τσαις του κύ­κλω πε­ρί το ξε­στόν γεί­σω­μα, και ψάλ­λων το Έρ­ρα­ναν τον τά­φον, έρ­ραι­νε διά των αν­θέ­ων τον χρυ­σο­κέν­τη­τον εν τω κου­βου­κλί­ω Ε­πι­τά­φιον θρή­νον, και εί­τα τους πα­ρι­στα­μέ­νους χρι­στια­νούς εν α­μυ­θή­τω του πο­λιού προ­σώ­που του λάμ­ψει, το ο­ποί­ον ε­κά­στο­τε την νύ­κτα του Ε­πι­τα­φί­ου ε­λάμ­βα­νεν αί­γλην μυ­στι­κήν, ως να κα­τηυ­γά­ζε­το υ­πό ου­ρα­νί­ων α­κτί­νων.
— Τι ώ­μορ­φα! ε­πα­νε­λάμ­βα­νε συ­νε­χώς η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να. Έ­τσ' του ψέλ­νουν πρώ­τα του Μι­τά­φιου κ' ύ­στε­ρα του ραί­νουν! Τι ώ­μορ­φα!

***

Αλ­λ' αν ηυ­φράν­θη α­λη­θώς α­νέκ­φρα­στον ευ­φρο­σύ­νην η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να, εν­τρυ­φή­σα­σα εις την κα­τα­νυ­κτι­κήν λάμ­ψιν του Ε­πι­τα­φί­ου, ό­μως την νύ­κτα του Πά­σχα α­νέ­με­νε με δι­πλούς πό­θους. Θα έ­βλε­πε διά πρώ­την φο­ράν κα­λώς την φα­ει­νήν της Α­να­στά­σε­ως πα­ρά­τα­ξιν. Α­πό των δρυ­φά­κτων της γυ­ναι­κω­νί­τι­δος, ό­που θα ί­στα­το εν τη καλ­λι­τέ­ρα θέ­σει η σύ­ζυ­γος του ε­πι­τρό­που, θα ε­θαύ­μα­ζεν α­νέ­τως το θέ­α­μα της λαμ­πα­δη­φο­ρί­ας, α­πε­ρί­γρα­πτον φω­το­χυ­σί­αν, μυ­στη­ρι­ω­δε­στέ­ραν κα­θι­στα­μέ­νην υ­πό τον πυ­κνόν κα­πνόν του κη­ρού, ό­στις α­πό των κά­τω θα υ­ψού­το προς την γυ­ναι­κω­νί­τι­δα ως φω­το­λαμ­πής νε­φέ­λη. Αλ­λά — δεν ή­το γυ­νή; — η­γάλ­λε­το ό­τι θα ε­πε­δεί­κνυ­ε με­τά τό­σα έ­τη τα νυμ­φι­κά της χρυ­σο­κέν­τη­τα φο­ρέ­μα­τα, τα ο­ποί­α άλ­λο­τε, ως εί­δο­μεν, α­πέ­φευ­γε να φέ­ρη, φο­βου­μέ­νη το τσα­λα­πά­τη­μα και τ' α­πο­στά­ζον­τα κη­ρί­α. Διά τού­το, ως εί­δο­μεν, ε­νώ ό­λον το χω­ρί­ον ε­κοι­μά­το, αυ­τή με παλ­λο­μέ­νην καρ­δί­αν, γε­μά­την εξ υ­πε­ρη­φα­νεί­ας και μα­ταί­ας ε­πι­δεί­ξε­ως, κα­τε­γί­νε­το εις την προ­ε­τοι­μα­σί­αν της χρυ­σής της εν­δυ­μα­σί­ας.
Αίφ­νης α­κού­ει τους κώ­δω­νας του να­ού η­χούν­τας.
— Αχ! κι' α­κό­μα δεν χα­ζι­ρεύ­θη­κα! Α­νε­φώ­νη­σε κ' ε­πε­τά­χυ­νε την αμ­φί­ε­σίν της.
Ο κυρ-Μα­νω­λά­κης θαρ­ρείς και ή­το συν­δε­δε­μέ­νος με­τά του σχοι­νί­ου του κώ­δω­νος. Α­φυ­πνί­σθη πά­ραυ­τα· και χα­σμη­θείς βρον­τε­ρώς ε­κρό­τη­σε κα­τά την συ­νή­θειάν του τας χεί­ρας του:
— Ξυ­πνά­νε τα αί­μα­τα! έ­λε­γε.
Και προ­ε­τοι­μα­σθείς και καλ­λω­πι­σθείς πα­νη­γυ­ρι­κώς και λα­βών την λαμ­πά­δα του α­πήλ­θεν εις τον να­όν εγ­και­ρό­τε­ρον, ί­να ε­πι­στα­τή εν τω παγ­κα­ρί­ω.
Ή­το η ώ­ρα 11. Η Α­νά­στα­σις θα ε­τε­λεί­το α­κρι­βώς την δω­δε­κά­την.
— Μη βι­ά­ζε­σαι, εί­πεν εις την σύ­ζυ­γόν του α­περ­χό­με­νος. Θα έλ­θω να σε πά­ρω, ό­ταν πλη­σιά­ση η ώ­ρα ν' α­να­στή­σουν.
Η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να ό­μως, α­νυ­πό­μο­νος ως ό­λαι αι γυ­ναί­κες ό­ταν πρό­κει­ται να ε­πι­δει­χθώ­σιν, έ­σπευ­δεν έ­τι μάλ­λον, θαρ­ρείς και της εί­πεν ο κυρ-Μα­νω­λά­κης να βι­ά­ζε­ται.
Και ο κώ­δων ο εύ­λα­λος γλυ­κύ­τα­τα αν­τή­χει εν τη νυ­κτί, κα­τα­θέλ­γων με τους συμ­πα­θεις ή­χους του ό­λον το χω­ρί­ον.
Και ό­σον ή­κου­ε το η­δύ κε­λά­δη­μά του η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να, τό­σον έ­σπευ­δε να συμ­πλη­ρώ­ση τον ι­μα­τι­σμόν της, φο­βου­μέ­νη μη δεν προ­φθά­ση, μη κλεί­ση ο νυμ­φών, και αυ­τή δεν ε­κοι­μή­θη ως αι πέν­τε μω­ραί παρ­θέ­νοι· α­πε­ναν­τί­ας η­γρύ­πνει με πλέ­ον α­νοι­κτά τα μά­τια α­πό τας φρο­νί­μους.
Η­γρύ­πνει πε­ρισ­σό­τε­ρον και α­πό ε­μέ, και ε­βι­ά­ζε­το πε­ρισ­σό­τε­ρον και α­πό ε­μέ, ό­ταν παι­δί­ον με α­πε­ρί­γρα­πτον α­νυ­πο­μο­νη­σί­αν α­νέ­με­νον την νύ­κτα του Πά­σχα. Τό­τε μό­νον ή­θε­λον να νυ­κτώ­νη τα­χέ­ως. Τας άλ­λας η­μέ­ρας ή­θε­λον να μη νυ­κτώ­νη ει δυ­να­τόν, να μη τε­λει­ώ­σουν τα α­τε­λεί­ω­τα παι­γνί­διά μου.
— Αχ, πό­τε θα νυ­κτώ­ση, μάν­να; Ε­πα­νε­λάμ­βα­νον την ε­σπέ­ραν του Με­γά­λου Σαβ­βά­του, α­πο­κρε­μών ε­νω­ρίς-ε­νω­ρίς α­πό του τοί­χου την λευ­κήν λαμ­πα­δί­τσα μου, την ο­ποί­αν μου εί­χεν α­γο­ρά­σει ο κα­ϋ­μέ­νος ο πα­τέ­ρας μου α­πό την Με­γά­λην Πέμ­πτην — α­πό δύ­ο για κά­θε παι­δί, μί­αν κι­τρί­νην διά τον Ε­πι­τά­φιον και μί­αν ά­σπρην — ά­σπρην διά την Α­νά­στα­σιν. — Την κι­τρί­νην την έ­καυ­σα εις τον Ε­πι­τά­φιον, η ά­σπρη ε­κρέ­μα­το εις τον τοί­χον μα­ζί με τας άλ­λας, και την έ­βλε­πα εις τον ύ­πνον μου τό­σον ζω­η­ρά, πό­τε πως μου την ε­πή­ρεν η με­γά­λη α­δελ­φή μου — ζη­λεύ­σα­σα τά­χα, δι­ό­τι τα κο­ρί­τσια τα με­γά­λα δεν πη­γαί­νουν εις την Α­νά­στα­σιν την νύ­κτα, αν δεν αρ­ρα­βω­νι­σθώ­σι — πό­τε πως ά­να­ψε μο­νά­χη της, και ε­ση­κο­νό­μουν α­πό το στρω­μα­τά­κι μου να την σβύ­σω τά­χα· και τό­τε την έ­βλε­πα ε­κεί εις τον τοί­χον ά­σπρην-ά­σπρην την λαμ­πα­δί­τσα μου, με η­ρε­μί­αν και α­τα­ρα­ξί­αν α­να­μέ­νου­σαν να έλ­θη της Α­να­στά­σε­ως η ώ­ρα.
Ε­νύ­κτω­σε πλέ­ον κι ε­γώ δεν η­σύ­χα­ζον. Κα­τ' ε­πα­νά­λη­ψιν με­τέ­βαι­νον εις την πλα­τεί­αν του να­ού α­νυ­πο­μο­νών. Πλην βλέ­πων την θύ­ραν κλει­στήν και διά του θαμ­βού υ­ε­λο­πί­να­κος των θυ­ρί­δων φως κι­νού­με­νον και πε­ρι­πα­τούν εις το σκο­τει­νόν του να­ού βά­θος — ή­το η εκ­κλη­σι­άρ­χισ­σα ε­τοι­μά­ζου­σα τας καν­δή­λας — ε­πέ­στρε­φον εις την οι­κί­αν μας φο­βι­σμέ­νος. Και ό­ταν πλέ­ον α­παυ­δή­σας ε­στή­ρι­ζον τα νώ­τα μου εις τον τοί­χον πα­ρά την ε­στί­αν, και ο ύ­πνος α­πα­τη­λός ήρ­χι­ζε να βα­ρύ­νη τα βλέ­φα­ρά μου η­μί­κλει­στα, τό­τε ή­κου­α τον γλυ­κύν του κώ­δω­νος ή­χον — μέ­σ' 'ς τα με­σά­νυ­κτα — ε­πε­τι­ό­μουν ε­πά­νω πτε­ρω­τός, ε­λα­φρός ως πτη­νόν. Ε­φό­ρουν τα και­νούρ­για υ­πο­δή­μα­τά μου, υ­πε­ρή­φα­νος διά το τρί­ξι­μόν των, ε­ξε­κρε­μού­σα την λαμ­πα­δί­τσα μου, και έ­τρε­χον πρώ­τος- πρώ­τος εις την Α­νά­στα­σιν, ε­νώ ο κώ­δων ε­σή­μαι­νεν α­κό­μη.
Αχ! πό­σον γλυ­κύς μου ε­φαί­νε­το ο ή­χος του τό­τε μέ­σ' 'ς τα με­σά­νυ­κτα! Σαν να μη ή­το ο συ­νή­θης κώ­δων, ο ση­μαί­νων τους πτω­χούς ε­σπε­ρι­νούς και τα σα­ρα­κο­στι­νά α­πό­δει­πνα, αλ­λ' έ­τε­ρος, εκ μυ­στη­ρι­ώ­δους με­τάλ­λου, εύ­η­χος και καλ­λι­κέ­λα­δος, χαρ­μο­σύ­νως πρώ­τος αυ­τός κη­ρύτ­των την Α­νά­στα­σιν εις την κοι­μω­μέ­νην εν τη φθο­ρά φύ­σιν. Και η νύ­κτιος αύ­ρα, πα­ρα­λαμ­βά­νου­σα το γλυ­κύ κε­λά­δη­μά του, ε­σκόρ­πι­ζεν εις θά­λασ­σαν και ξη­ράν ως τρυ­φε­ρόν ε­γερ­τή­ριον αγ­γε­λι­κών ορ­γά­νων . . . . .

***

 — Να μη αρ­γή­σης, εί­πεν η κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να εις τον σύ­ζυ­γόν της.
Ό­στις ευ­ρέ­θη με­τ' ο­λί­γον εις το στιλ­πνόν παγ­κά­ριον ως πο­λυ­όμ­μα­τος Άρ­γος, παν­τα­χού βλέ­πων, και τα πάν­τα τα­κτο­ποι­ών.
Εν πρώ­τοις συλ­λα­βών α­πό του ω­τί­ου παι­δί­α τι­νά ξε­σκού­φω­τα, ά­τι­να βα­στά­ζον­τα παμ­με­γί­στους ή­λους — τζα­βέ­ταις — υ­πο­κλα­πέν­τας α­πό του ναυ­πη­γεί­ου, εί­χον πα­ρα­τα­χθή κα­τά γραμ­μήν ως στρα­τι­ώ­ται προ των μαρ­μα­ρί­νων βαθ­μί­δων της Α­γί­ας Πύ­λης και ή­σαν έ­τοι­μα, ό­ταν α­κού­σω­σι το Χρι­στός-Α­νέ­στη, να κρο­τή­σω­σι τα κα­ψύ­λια των, θέ­τον­τα αυ­τά ε­πί της λει­αν­θεί­σης και στρογ­γυ­λευ­θεί­σης αιχ­μής του ή­λου, ον θ' ά­φι­νον να κα­τα­πέ­ση κα­θέ­τως ε­πί των πλα­κών. Οι τρα­κω­τοί ή­χοι των εκ­πυρ­σο­κρο­τούν­των ού­τω κα­ψυ­λί­ων, ή­σαν τό­σον θο­ρυ­βώ­δεις και τό­σον πυ­κνοί και συ­νε­χείς, ώ­στε κα­τ' έ­τος ε­γί­νε­το ά­κο­σμος χα­σμω­δί­α εν­τός του να­ού. Τώ­ρα ό­μως να της ξε­χά­σουν αυ­ταίς της μπιρ­μπαν­τιαίς! έ­λε­γεν ο κυρ Μα­νω­λά­κης. Και συλ­λαμ­βά­νων αυ­τά α­πό του ω­τί­ου έ­να-έ­να τα α­πώ­θη­σεν έ­ξω του να­ού. Τα ο­ποί­α πα­ρα­τα­χθέν­τα τό­τε εν τη πλα­τεί­α ε­νέ­παι­ζον τον ε­πί­τρο­πον εν χο­ρώ:
— Φώ­το-σβέ­στη! Φώ­το-σβέ­στη! Φώ­το-σβέ­στη!
Α­κο­λού­θως ι­δών ό­τι δύ­ο γραί­αι εί­χον ει­σχω­ρή­σει δο­λί­ως εις τον να­όν αρ­πά­σα­σαι δύ­ο στα­σί­δια κά­τω-κά­τω εις την σκο­τί­αν, έ­λα­βεν αυ­τάς α­πό τας χεί­ρας, με κα­λόν τρό­πον, και ε­ξή­γα­γεν εκ του νάρ­θη­κος, ο­δη­γών εις την γυ­ναι­κω­νί­τι­δα:
— Α­πά­νω γλή­γο­ρα μη σας τσα­λα­πα­τή­σουν!
Και συγ­χρό­νως ε­πρό­φθα­νε και εις τα μα­νουά­λια, τα ο­ποί­α έ­φρισ­σον υ­πό τας λη­στρι­κάς χεί­ρας του, κ' ε­ψι­θύ­ρι­ζεν, ί­να δι­και­ο­λο­γή­ται:
— Οι­κο­νο­μί­α, παι­διά! Οι­κο­νο­μί­α! Σή­με­ρα θα βγά­λη και η εκ­κλη­σί­α το κε­ρί που καί­ει ό­λο τον χρό­νο τζάμ­πα!

***

Ή­δη ο να­ός ε­πλη­ρώ­θη ο­λί­γον κα­τ' ο­λί­γον. Οι χω­ρι­κοί κα­θα­ρώς και ευ­πρε­πώς εν­δε­δυ­μέ­νοι κα­τέ­λα­βον οι γέ­ρον­τες τα στα­σί­δια, οι νε­ώ­τε­ροι τα προ των χο­ρών κε­νά, νη­φά­λιοι και σι­ω­πη­λοί, κρα­τούν­τες πλα­γι­α­σμέ­νας ε­πί του στή­θους των τας λαμ­πά­δας μη α­να­φθεί­σας α­κό­μη. Ό­πι­σθεν δε των δρυ­φά­κτων υ­πό το η­μί­φως των καν­δή­λων της γυ­ναι­κω­νί­τι­δος δι­έ­κρι­νε τις σκι­ε­ράς μορ­φάς, τας συ­να­θροι­ζο­μέ­νας γυ­ναί­κας. Οι χο­ροί έ­ψαλ­λον σι­γά-σι­γά με τα­πει­νήν φω­νήν και τα­πει­νό­τε­ρον ύ­φος το Κύ­μα­τι θα­λάσ­σης, ί­να αρ­γό­τε­ρον, ό­ταν θα ε­με­λώ­δουν βρον­το­φώ­νως το Χρι­στός Α­νέ­στη, γί­νη κα­τα­φα­νής η αν­τί­θε­σις του πέν­θους και της χα­ράς.
Αλ­λ' ε­νώ ο κυρ-Μα­νω­λά­κης δι­ε­νο­εί­το ό­τι ή­το και­ρός πλέ­ον να με­τα­βή και πα­ρα­λά­βη την α­να­μέ­νου­σαν σύ­ζυ­γόν του, ή­τις βε­βαί­ως θ' α­νυ­πο­μό­νει λί­αν, ει­σέρ­χε­ται ο δή­μαρ­χος του χω­ρί­ου, μι­ξο­πό­λιος κ' ευ­τρα­φής α­νήρ, ο­δη­γών τέσ­σα­ρας νε­α­ράς κυ­ρί­ας — τας δύ­ο νε­α­ρω­τέ­ρας — την σύ­ζυ­γον του υ­πο­τε­λώ­νου και την θυ­γα­τέ­ρα της, και την σύ­ζυ­γον του λι­με­νάρ­χου και την θυ­γα­τέ­ρα της. Ο­πί­σω η­κο­λού­θουν ο υ­πο­τε­λώ­νης χον­δρο­κα­μω­μέ­νος και χω­λός τον έ­τε­ρον πό­δα, ε­ξη­κον­τού­της α­νήρ, με λευ­κόν πώ­γω­να ως να ε­πέν­θει. Εις τους ο­φθαλ­μούς έ­φε­ρε στρογ­γυ­λά πρά­σι­να ομ­μα­τουά­λια. Πα­ρα­πί­σω ήρ­χε­το ο λι­με­νάρ­χης υ­ψη­λός — υ­ψη­λός, ως λεύ­κα, κλεί­ων την συ­νο­δεί­αν, με­σό­κο­πος, με πο­λι­τι­κήν εν­δυ­μα­σί­αν — ά­γνω­στον αν ή­το α­ξι­ω­μα­τι­κός — κρα­τών εις χεί­ρας τον πλα­τύ­γυ­ρον πί­λον, ο­λί­γον προ­τε­τα­μέ­νον ως δί­σκον.
Ο κυρ-Μα­νω­λά­κης πα­ρέ­μει­νε τό­τε εις την θέ­σιν του, ί­να πε­ρι­ποι­η­θή πρώ­τον τους ξέ­νους και τας κυ­ρί­ας των — το κα­τά δύ­να­μιν — και με­τά ταύ­τα θα με­τέ­βαι­νε να πα­ρα­λά­βη την σύ­ζυ­γόν του.
Αι τέσ­σα­ρες κυ­ρί­αι έ­φε­ρον μα­κράς ε­σθή­τας α­νοι­κτο­χρό­ους και πί­λους σκλη­ρούς με πλα­τείς προ του με­τώ­που πε­τά­σους, ε­στο­λι­σμέ­νους με άν­θη ποι­κι­λό­χρο­α και πτη­νά με α­νοι­κτά ράμ­φη οί­τι­νες ω­μοί­α­ζον ως να ή­σαν φω­λε­αί εξ α­χύ­ρου και χόρ­του με τα πτη­νά εν­τός. Διά το ψύ­χος δε της νυ­κτός δή­θεν έ­φε­ρον κρε­μά­με­νον μα­κρόν πο­δή­ρες, πε­ρι­λαί­μιον τά­χα, εκ με­λα­ψών πτε­ρών στιλ­πνών συγ­κε­κολ­λη­μέ­νων εν ορ­μα­θώ, ό­περ κα­τά τα βά­δι­σμά των ε­ξη­νε­μί­ζε­το προ των πο­δών ως χον­δρό­πλε­κτον σχοι­νί­ον καρ­μη­λί­τι­δος μο­να­χής εκ των πο­λυ­ω­νύ­μων του δυ­τι­κού κλή­ρου ταγ­μά­των, τα δε πε­ρί τον λαι­μόν ε­κεί πτε­ρά α­ε­ρι­ζό­με­να τό­τε και α­να­κι­νού­με­να ως τα πτί­λα των ορ­νί­θων έ­κα­μνον και τας τέσ­σα­ρας να φαί­νων­ται ως ε­σφαγ­μέ­νοι πε­τει­νοί.
Συν τη ει­σό­δω των εν τω ά­μα ει­σώρ­μη­σεν εν τω να­ώ πα­χυ­μύ­ρου πνεύ­μα βα­ρύ­ο­σμον και ο­χλη­ρόν. Κα­τ' ευ­θεί­αν ε­προ­χώ­ρη­σαν εις το Παγ­κά­ριον, ό­που ο κυρ-Μα­νω­λά­κης πάν­το­τε μει­δι­ών υ­πό τους στα­κτε­ρούς του μύ­στα­κας, α­νέ­με­νεν αυ­τάς προ­βάλ­λων εμ­πρός-εμ­πρός τους δί­σκους, και α­πο­χω­ρί­ζων την στιγ­μήν ε­κεί­νην αρ­γυ­ρά τι­να νο­μί­σμα­τα, ό­πως μη κα­λύ­πτων­ται υ­πό των χαλ­κί­νων κερ­μά­των, ι­δί­ως ό­μως ί­να διά της σι­ω­πη­λής αυ­τής πα­ρα­στά­σε­ώς του ευ­γλωτ­τό­τε­ρον εκ­φρά­ση εις τας ξέ­νας κυ­ρί­ας την ε­πι­θυ­μί­αν του, να ρί­ψουν αρ­γυ­ρά κέρ­μα­τα — τέ­τοι­α μέ­ρα! Ε­πί­σης την στιγ­μήν ε­κεί­νην α­νε­σκά­λευ­ε και τα με­γά­λα κη­ρί­α, τα δε­κά­λε­πτα, μη τυ­χόν και δεν τα ί­δω­σιν.
Οι άν­θρω­ποι ε­στρά­φη­σαν ό­λοι προς το παγ­κά­ριον. Ο δε­ξιός ψάλ­της κα­τα­πτο­η­θείς εκ της α­προσ­δο­κή­του εμ­φα­νί­σε­ως των ξέ­νων κυ­ρι­ών έ­χα­σε τον στί­χον και τον ρυθ­μόν, ο δε α­ρι­στε­ρός θε­λή­σας να υ­ψώ­ση ε­πι­δει­κτι­κώς την φω­νήν του έ­κα­με μί­αν α­η­δε­στά­την πα­ρα­φω­νί­αν, κι­νή­σα­σαν το μει­δί­α­μα της νε­ω­τέ­ρας των κυ­ρι­ών.
Πρώ­την φο­ράν οι άν­θρω­ποι ε­μάν­θα­νον ό­τι εί­χον οι­κο­γε­νεί­ας ο υ­πο­τε­λώ­νης και ο λι­με­νάρ­χης, οί­τι­νες α­πό πρω­ί­ας μέ­χρις ε­σπέ­ρας ε­χαρ­τό­παι­ζαν εν τω κα­φε­νεί­ω ελ­λεί­ψει ερ­γα­σί­ας.
— Ί­σως ό­μως και να ήλ­θαν α­πό­ψε με το βα­πό­ρι, έ­λε­γον.
Αι κυ­ρί­αι, και αι τέσ­σα­ρες κα­τά σει­ράν, λα­βού­σαι α­νά έν κη­ρί­ον ήλ­θον εις το ει­κο­νο­στά­σιον, ά­φη­σαν τα κη­ρί­α των χω­ρίς να τα α­νά­ψω­σιν — ε­φό­ρουν χον­δρά και μα­κρά γάν­τια — έ­κυ­ψαν με τους πλα­τείς προ του με­τώ­που των πε­τά­σους ν' α­σπα­σθώ­σι την Α­πο­κα­θή­λω­σιν, αλ­λά δεν ημ­πό­ρε­σαν έ­νε­κα του ξη­ρού πί­λου των, και α­πε­χώ­ρη­σαν. Ουχ ήτ­τον κα­τέ­λι­πον ε­πί της ει­κό­νος και αι τέσ­σα­ρες πυ­κνά μό­ρια του βα­ρυ­ό­σμου μύ­ρου των, δι' ου εί­χον πε­ρι­λου­σθή, φαί­νε­ται, και ε­πί ώ­ραν με­τά ταύ­τα οι άν­θρω­ποι οι πλη­σι­ά­ζον­τες ν' α­σπα­σθώ­σιν έ­κα­μνον α­η­δείς μορ­φα­σμούς. Γέ­ρων μά­λι­στα ποι­μήν θε­λή­σας ν' α­σπα­σθή, ο ει­θι­σμέ­νος αυ­τός εις του βου­νού τας καλ­λι­μύ­ρους αύ­ρας, κα­τε­λή­φθη υ­πό ζω­η­ρού πταρ­νί­σμα­τος, ε­νο­χλη­θεί­σης υ­πό του βα­ρέ­ος ε­κεί­νου μύ­ρου της ρι­νός του ως ε­άν εί­χε λά­βει ταμ­βά­κον.
Ε­νώ πρό­τε­ρον έ­πνε­εν εν τω να­ώ μί­α γλυ­κεί­α α­ρω­μα­τι­κή πνο­ή μα­λα­κή και θω­πεύ­ου­σα την ό­σφρη­σιν, πνο­ή ευ­ά­ρε­στος και η­δεί­α των ε­α­ρι­νών αν­θέ­ων, τα ο­ποί­α ά­φθο­να ε­κό­σμουν τας α­γί­ας ει­κό­νας, προ­σφο­ρά ευ­ά­ρε­στος και ευ­πρόσ­δε­κτος των νε­α­νί­δων του χω­ρί­ου, αί­τι­νες ή ά­γα­μοι ή πεν­θού­σαι ή α­σθε­νείς, κλει­σμέ­ναι εν τω οί­κω των, στέλ­λου­σιν εις την Α­νά­στα­σιν του ευα­νθούς κή­που των τα πε­ρι­πό­θη­τα δώ­ρα.
Αι τέσ­σα­ρες κυ­ρί­αι με­τά τού­το ε­πα­νήλ­θον και ε­στά­θη­σαν πα­ρά το Παγ­κά­ριον πά­λιν, ό­που ί­σταν­το και οι σύ­ζυ­γοί των. Ο δή­μαρ­χος ελ­θών συ­νεν­νο­εί­το με­τά του ε­φη­με­ρί­ου πε­ρί της τε­λε­τής.
Ο κυρ-Μα­νω­λά­κης νο­μί­ζων ό­τι ή­θε­λον να ρί­ψω­σιν εις τον δί­σκον τι, ήρ­χι­σε με­λω­δών ι­κε­τευ­τι­κώ­τα­τα:
— Το λά­δι της εκ­κλη­σί­ας! Και εις έ­τη πολ­λά!
Ε­κεί­ναι ό­μως ι­δού­σαι τέσ­σα­ρα στα­σί­δια κε­νά ό­πι­σθεν του παγ­κα­ρί­ου ει­σήλ­θον πά­ραυ­τα και τα κα­τέ­λα­βον μει­δι­ώ­σαι και αι τέσ­σα­ρες. Και α­νοί­ξα­σαι πά­ραυ­τα τέσ­σα­ρα εκ κοι­νού χρω­μα­τι­στού πα­νί­ου ρι­πί­δια ήρ­χι­σαν ν' α­ε­ρί­ζων­ται, βλέ­που­σαι ε­δώ κ' ε­κεί ως ε­άν ει­σήλ­θον εις θέ­α­τρον.
Ο κυρ-Μα­νω­λά­κης ι­δών πα­ρ' ελ­πί­δα ό­τι αι ξέ­ναι κυ­ρί­αι ε­το­πο­θε­τή­θη­σαν ο­ρι­στι­κώς ε­κεί, κα­τε­λή­φθη υ­πό της συ­νή­θους νευ­ρι­κής τα­ρα­χής του. Και κα­τ' αρ­χάς μεν διά κω­μι­κών νευ­μά­των μει­δι­ών­των και συ­νο­φρυ­ου­μέ­νων συ­νά­μα, υ­πε­δεί­κνυ­εν εις αυ­τάς την γυ­ναι­κω­νί­τι­δα. Ε­πει­δή ό­μως αι κυ­ρί­αι α­προ­σε­κτού­σαι εις τα νεύ­μα­τά του ε­ξη­κο­λού­θουν να ο­μι­λώ­σι με­τα­ξύ των, ο κυρ-Μα­νω­λά­κης η­ναγ­κά­σθη να πα­ρα­τη­ρή­ση εις αυ­τάς κα­θα­ρά:
— Δεν εί­νε ε­δώ η θέ­σις σας!
Αι κυ­ρί­αι έ­κα­μαν πώς δεν ή­κου­σαν, και ε­ξη­κο­λού­θουν ν' α­ε­ρί­ζων­ται με τα ρι­πί­διά των.
— Κυ­ρί­αι, ε­δώ εί­νε η θέ­σις διά τους άν­δρας. Να πά­τε ε­πά­νω, πα­ρα­κα­λώ, να μη γί­νη σκάν­δα­λον.
Και ε­δεί­κνυ­ε την γυ­ναι­κω­νί­τι­δα.
Ταυ­το­χρό­νως η δι­δα­σκά­λισ­σα του χω­ρί­ου, νε­ά­νις α­γα­θή πλην υ­πε­ρή­φα­νος, ως πά­σα δι­δα­σκά­λισ­σα χω­ρί­ου, εκ του Αρ­σα­κεί­ου ε­ξελ­θού­σα, α­πό της γυ­ναι­κω­νί­τι­δος ό­που ή­το, ι­δού­σα τας ξέ­νας κυ­ρί­ας και ό­τι ε­το­πο­θε­τή­θη­σαν κά­τω, έ­σπευ­σε και αυ­τή, κα­τα­λι­πού­σα ε­πά­νω την μη­τέ­ρα της. Και ελ­θού­σα έ­στη πλη­σί­ον των ξέ­νων κυ­ρι­ών κομ­ψώς χαι­ρε­τί­σα­σα.
— Νά τα! Νά τα!
Εί­πε τό­τε με­τ' α­γα­να­κτή­σε­ως ο ε­πί­τρο­πος και προ­σέ­θη­κε:
— Τώ­ρα δεν μέ­νει άλ­λο, πα­ρά να κα­ται­βού­νε αι γυ­ναί­κες κά­τω και ν' α­ναι­βού­νε οι άν­δρες α­πά­νω.
Η με­γα­λει­τέ­ρα των κυ­ρι­ών ι­δού­σα ό­τι ο κό­σμος ήρ­χι­σε να προ­σέ­χη εις το θο­ρυ­βώ­δες ε­πει­σό­διον το προ­κλη­θέν υ­πό του ε­πι­τρό­που, και θέ­λου­σα να δεί­ξη ί­σως εις τον κό­σμον ό­τι α­πλώς ω­μί­λουν ε­κεί με­τά του ε­πι­τρό­που, στρα­φεί­σα λέ­γει προς αυ­τόν χα­ρι­έν­τως.
— Ω­ραί­α εί­νε η εκ­κλη­σί­α σας, κύ­ρι­ε Ε­πί­τρο­πε.
— Πο­λύ ω­ραί­α εί­νε, κυ­ρί­α μου, και έ­χει και γυ­ναι­κεί­ο διά τας γυ­ναί­κας!
Η κυ­ρί­α έ­κα­με μομ­φα­σμόν δυ­σα­ρε­σκεί­ας, με­τά πε­ρι­φρο­νή­σε­ως βλέ­που­σα τον ε­πί­τρο­πον.
Ή­δη προ­σήλ­θεν ε­κεί και ο κ. Δή­μαρ­χος.
— Κύ­ρι­ε Δή­μαρ­χε, τι ζη­τεί αυ­τός ο κύ­ριος ε­δώ;
Εί­πε μί­α των κυ­ρι­ών διά του ρι­πι­δί­ου της δει­κνύ­ου­σα τον κυρ- Μα­νω­λά­κην.
— Ζη­τώ, κύ­ρι­ε δή­μαρ­χε, να ε­φαρ­μό­σω . . . τα έ­θι­μα.
— Ά­φη­σε, κυρ-Μα­νω­λά­κη! εί­πεν ο δή­μαρ­χος με­τά της συ­νή­θους γλυ­κύ­τη­τος της γλώσ­σης του ως ε­άν ή­λει­φεν αυ­τήν διά μέ­λι­τος. Δεν πει­ρά­ζει, εί­νε ξέ­νοι.
— Τι θα πη δεν πει­ρά­ζει! Ί­σα-ί­σα οι ξέ­νοι πρέ­πει να σέ­βον­ται τα έ­θι­μα του τό­που καλ­λί­τε­ρον α­πό τους εν­το­πί­ους.
Και στρα­φείς εί­πε πά­λιν προς τας κυ­ρί­ας:
— Κυ­ρί­αι, δεν εί­νε ε­δώ η θέ­σις σας. Μη κά­μνε­τε κα­κήν αρ­χήν!
Ο δή­μαρ­χος ι­δών ό­τι ο ε­πί­τρο­πος ή­το α­με­τά­πει­στος, και φρο­νών ό­τι θα ε­ξε­τί­θε­το η υ­πό­λη­ψίς του α­πέ­ναν­τι των ξέ­νων, ω­μί­λη­σε με­τά τι­νος αυ­στη­ρό­τη­τος προς τον ε­πί­τρο­πον, ό­στις ό­μως ε­ξη­κο­λού­θει να ε­πι­μέ­νη.
Τό­τε ο δή­μαρ­χος αλ­λά­ξας γλώσ­σαν — εί­χε δύ­ο· μί­αν α­λειμ­μέ­νην μέ­λι, και άλ­λην α­λειμ­μέ­νην φαρ­μά­κι — λέ­γει προς τον ε­πί­τρο­πον με­τά πι­κρί­ας:
— Για να σου πω: Πή­γαι­νε, κύτ­τα­ξε τα κε­ριά σου!
— Και τα κε­ριά, και της γυ­ναί­κες, και ό­λην την εκ­κλη­σί­αν. Έ­χω χρέ­ος να υ­πε­ρα­σπί­σω τα έ­θι­μα.
Α­πήν­τη­σε πι­κρό­τε­ρον ο ε­πί­τρο­πος.
— Φύ­γε α­π' ε­δώ, αυ­θά­δη!
Εί­πε τό­τε ο δή­μαρ­χος και ταυ­το­χρό­νως προ­σέ­θη­κεν:
— Α­πό σή­με­ρον δεν εί­σαι πλέ­ον ε­πί­τρο­πος, σε παύ­ω.
— Κου­τός εί­μαι να στα­θώ να με παύ­σης;
Εί­πε τό­τε ο κυρ-Μα­νω­λά­κης πρα­ό­τα­τος και γλυ­κύ­τα­τος, α­φού πλέ­ον έ­λη­γεν η ε­ξου­σί­α του. Κ' εκ­βα­λών πά­ραυ­τα α­πό της ζώ­νης του δύ­ο με­γά­λας κλεί­δας συν­δε­δε­μέ­νας διά γα­ϊ­τα­νί­ου δι­ε­πέ­ρα­σεν αυ­τάς α­πό του λαι­μού του δη­μάρ­χου ει­πών:
— Πριν με παύ­σης, πα­ραι­τού­μαι!
Και ε­ξήλ­θε του να­ού, εν ώ ή­δη ο γη­ραι­ός ε­φη­μέ­ριος με­γα­λο­πρε­πώς στας προ των α­γί­ων πυ­λών, ο­λό­χρυ­σον ημ­φι­ε­σμέ­νος στο­λήν πο­λύ­τι­μον, αρ­χαί­αν, βυ­ζαν­τι­νήν, και κρα­τών δύ­ο λαμ­πά­δας α­νημ­μέ­νας εις τας χεί­ρας του, έ­ψαλ­λεν ευ­μόλ­πως με φω­νήν κρο­τού­σαν η­χη­ρώς:
— Δεύ­τε λά­βε­τε φως εκ του α­νε­σπέ­ρου φω­τός!
Και εί­δες πά­ραυ­τα ο κό­σμος να συ­να­θροι­σθή πε­ρί τα Βη­μό­θυ­ρα συ­νω­θού­με­νος ν' α­νά­ψη την λαμ­πά­δα του, να λά­βη το φως εκ του α­νε­σπέ­ρου φω­τός· κ' έ­βλε­πες χεί­ρας τε­τα­μέ­νας γύ­ρω ε­κεί, και λευ­κάς λαμ­πά­δας εις πο­λυ­σύν­θε­τα και α­δι­έ­ξο­δα γε­ω­με­τρι­κά σχή­μα­τα, α­κτι­νω­τώς εγ­γι­ζού­σας τας α­νημ­μέ­νας του ι­ε­ρέ­ως λαμ­πά­δας, η πο­λιά μορ­φή του ο­ποί­ου κα­τη­γλα­ΐ­ζε­το φα­ει­νώς ως μορ­φή αγ­γέ­λου κο­λυμ­βών­τος εν τω φω­τί.
Οι ψάλ­ται πα­ρέ­λα­βον εί­τα το μέ­λος του ι­ε­ρέ­ως, ε­πα­να­λαμ­βά­νον­τες και αυ­τοί την με­λω­δί­αν:
— Δεύ­τε λά­βε­τε φως, εκ του α­νε­σπέ­ρου φω­τός . . .
Έ­ως ου ό­λος ο να­ός έ­λαμ­ψεν α­πό των φώ­των της Α­να­στά­σε­ως λάμ­ψιν φα­ει­νήν κ' ε­πέ­ρα­στον, α­λη­σμό­νη­τον λάμ­ψιν, φω­τί α­νε­σπέ­ρω πε­ρι­λου­σμέ­νος. Το φως το α­νέ­σπε­ρον α­νήλ­θε και εις την γυ­ναι­κω­νί­τι­δα, και ό­πι­σθεν των ξυ­λί­νων δρυ­φά­κτων ε­θε­ώ­ρεις πλέ­ον μαρ­μα­ρυ­γάς χρυ­σαυ­γείς, χρυ­σο­τρέ­μον­τα πράγ­μα­τα, παι­γνί­δια φλο­γός πάν­τερ­πνα, ο­φθαλ­μούς και α­δά­μαν­τας και φως χρυ­σού και λαμ­πά­δων λευ­κών, και λευ­κό­τη­τα πα­ρει­ών και χει­ρών και ρό­δα χει­λέ­ων, ως να κα­τέ­βη­σαν ε­κεί ό­πι­σθεν των δρυ­φά­κτων α­πό των ου­ρα­νών άγ­γε­λοι ποι­κι­λό­πτε­ροι.
Παι­δί­α τι­νά ε­ξα­πα­τη­θέν­τα και νο­μί­σαν­τα ό­τι ε­ψάλ­λε­το το Χρι­στός Α­νέ­στη, έ­καυ­σαν εν κρό­τω τα κα­ψύ­λιά των· γέ­ρων δε τις λαί­μαρ­γος έ­θραυ­σε πά­ραυ­τα το κόκ­κι­νον αυ­γό, το ο­ποί­ον έ­φε­ρε πάν­το­τε την νύ­κτα της Α­να­στά­σε­ως μα­ζί του εν τη εκ­κλη­σί­α, και το ερ­ρό­φα, ε­νώ ο κυρ-Μα­νω­λά­κης με­τέ­βαι­νεν εις την οι­κί­αν του πα­ρη­τη­μέ­νος πλέ­ον και έ­χων εις τον νουν του ί­σως την πρόρ­ρη­σιν της μα­γίσ­σης.
Οι παί­δες έ­ξω εις την πλα­τεί­αν ι­δόν­τες αυ­τόν εν τη σκο­τί­α της νυ­κτός ήρ­χι­σαν εν χο­ρώ: Φώ­το-σβέ­στη! Φώ­το-σβέ­στη!

***

— Α­κό­μα '­λί­γο ναρ­θώ μο­νά­χη μου!
Εί­πεν η κυ­ρά Μα­νω­λά­και­να, ό­λη χρυ­σή και ω­ραί­α, α­να­μέ­νου­σα προ τό­σης ώ­ρας τον σύ­ζυ­γόν της, ί­να την ο­δη­γή­ση εις τον να­όν.
Ε­φό­ρει πο­λύ­τι­μον φου­στά­νι εξ α­τλα­ζί­ου χρώ­μα­τος ε­ρυ­θρού — φω­τιά μο­να­χή — εις το κά­τω μέ­ρος του ο­ποί­ου ή­το προ­σηρ­μο­σμέ­νος πλα­τύς — τρι­ών σπι­θα­μών — πο­δό­γυ­ρος εκ χρυ­σής στό­φας το χρυ­σο­κέν­τη­τον βε­λού­δι­νον μπαμ­που­κλί της ή­το ε­ζω­σμέ­νον διά χρυ­σής πλα­τεί­ας ζώ­νης, πορ­που­μέ­νης διά χρυ­σών πορ­πών σχή­μα­τος παμ­με­γί­στου α­μυ­γδά­λου με γλυ­φάς και πα­ρα­στά­σεις αν­θέ­ων και φυ­τών. Πε­ρί την κε­φα­λήν της α­ρα­χνο­ϋ­φής πέ­πλος, το πε­ρί­φη­μον α­λέ­μι, ε­λα­φρώς ήγ­γι­ζε τας ρο­δι­νάς της πα­ρειάς και προ­στά­τευ­ον στιλ­πνά μέ­ρη της μαύ­ρης κό­μης εγ­γύς των ώ­των, εύ­μορ­φα κτε­νι­στούς βο­στρυ­χί­σκους, ε­δι­πλού­το δι' α­πα­λών πτυ­χών υ­πό την σι­α­γό­να, και ε­στη­ρί­ζε­το ε­πί της ω­μο­πλά­της ο­πί­σω διά χρυ­σής καρ­φί­δος, υ­πό την ο­ποί­αν ε­λα­φρώς ε­θυσ­σα­νούν­το τα κλω­νί­α, φέ­ρον­τα κεν­τη­τούς σταυ­ρα­ε­τούς.
Ε­πί της κο­ρυ­φής υ­πό το α­λέ­μιον έ­λαμ­πεν εν τω φω­τί με­γά­λη χρυ­σο­κέν­τη­τος γλά­στρα με ο­λό­κλη­ρον τρι­αν­τα­φυλ­λέ­αν με τα φύλ­λα της και με τα ρό­δα της, κό­σμη­μα του κα­λύμ­μα­τος της κε­φα­λής, υ­πό το ο­ποί­ον α­ό­ρα­τος πε­ρι­δέ­νε­ται των γυ­ναι­κών η κό­μη. Την στιγ­μήν κα­τά την ο­ποί­αν ει­σήλ­θεν ο κυρ-Μα­νω­λά­κης η σύ­ζυ­γός του ε­τα­κτο­ποί­ει τας τρι­γω­νι­κώς α­νε­στραμ­μέ­νας χει­ρί­δας της — τα προ­μά­νι­κα — ί­να φαί­νη­ται κα­λώς το υ­πέν­δυ­μά των, η χρυ­σή στό­φα, και δι­ώρ­θου τας χρυ­σάς εμ­βά­δας της, στε­ρε­ώ­νου­σα τους πό­δας της κα­λώς εν αυ­ταίς.
Αίφ­νης ι­δού­σα ό­τι ο σύ­ζυ­γός της ή­το σύ­νο­φρυς και κα­τη­φής ε­ξε­πλά­γη:
— Τι έ­πα­θες κα­λέ!
Η­ρώ­τη­σεν.
— Ά­φη­σέ με! α­πήν­τη­σεν ο κυρ-Μα­νω­λά­κης.
— Μή­πως ε­πι­ά­σθη­κες πά­λιν για τα κε­ριά;
— Πα­ρα­τή­θη­κα!
Η α­πάν­τη­σις αύ­τη ε­πά­γω­σε την κυ­ρά-Μα­νω­λά­και­να, ή­τις α­πέ­μει­νεν ως χρυ­σούν ά­γαλ­μα σι­ω­πη­λή και α­κί­νη­τος.
Ο κυρ Μα­νω­λά­κης το ε­φύ­σα και δεν ε­κρύ­ο­νε, κα­τά το δη λε­γό­με­νον. Έ­φε­ρε γύ­ρω κα­τ' αρ­χάς εις την αί­θου­σαν του μη δυ­νά­με­νος ου­δέ να α­να­πνεύ­ση α­πό την ορ­γήν, σκο­τει­νός, α­μί­λη­τος, ω­σάν πρω­θυ­πουρ­γός προ μι­κρού δώ­σας την πα­ραί­τη­σίν του, ου­δέ α­παν­τών εις τας ε­ρω­τή­σεις της ω­ραί­ας Γε­ρα­κί­τσας· έ­ως ου τέ­λος ζα­λι­σθείς ε­σω­ριά­σθη ε­πί του κα­να­πέ ψι­θυ­ρί­ζων:
— Α­φού έ­κα­μες κα­κήν αρ­χήν να βγά­λης α­πό το κα­φά­σι της γυ­ναί­κες, κυρ Δή­μαρ­χε, θα έλ­θη η η­μέ­ρα ο­πού αυ­ταί θα σε στρι­μώ­ξουν, ε­σέ­να, θέ­λον­τα μη θέ­λον­τα, μέ­σα εις το κα­φά­σι. Να με θυ­μη­θή­τε!

***

Α­πό της α­νοι­χτής θύ­ρας ει­σήρ­χε­το η με­σο­νύ­κτιος κρύ­α δρό­σος, πλη­ρού­σα τον σκο­τει­νόν και κα­τη­φή του κυρ-Μα­νω­λά­κη οί­κον χαρ­μο­σύ­νου βο­ής, ή­τις η­χη­ρά και κρα­ται­ά εν κρό­τοις πι­στο­λι­σμών και κρο­τα­λι­σμοίς κα­ψυ­λί­ων ε­κό­μι­ζε παν­τα­χού, εις πό­λεις και δά­ση και κοι­λά­δας και πε­λά­γη, εις γην και ου­ρα­νόν, το πα­νευ­φρό­συ­νον Χρι­στός Α­νέ­στη, ψαλ­λό­με­νον πα­νη­γυ­ρι­κώς εν τη μι­κρά του να­ού πλα­τεί­α. Εί­χον α­να­στή­σει πλέ­ον.