Σελίδες

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Συγ­χώ­ρε­ση και Α­γά­πη, ο δρό­μος προς την Α­νά­στα­ση.



Μι­χα­ήλ Σ. Ψα­ράς

  

Η συγ­χώ­ρε­ση εί­ναι η αρ­χι­κή έκ­φρα­ση της α­γά­πης, το πρώ­το ά­νοιγ­μα της αγ­κα­λιάς μας για να δε­χτού­με μέ­σα της, ό­λον τον κό­σμο. Το να α­γα­πά­με εί­ναι μια γι­ορ­τή συ­νάν­τη­σης, η δια­ρκής ευ­και­ρί­α μας να συμ­με­τέ­χου­με στη ζω­ή ευ­χα­ρι­στια­κά, αλ­λά και δι­καί­ω­μα α­κα­τά­λυ­το, που κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να μας το στε­ρή­σει. Το μο­να­δι­κό εμ­πό­διο εί­ναι ο α­νώ­ρι­μος ε­αυ­τός μας.



Μέ­σα στην α­γά­πη ό­μως, ω­ρι­μά­ζει και ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ο άν­θρω­πος. Γι’ αυ­τό και η συγ­χώ­ρε­ση, εί­ναι κι έ­να ξε­κί­νη­μα για την ω­ρι­μό­τη­τα. Μέ­σα α­πό αυ­τή τη δι­α­δι­κα­σί­α και ε­νώ συν­δι­α­λέ­γε­ται κα­νείς με τη συ­νεί­δη­ση του, α­πο­κτά ον­τό­τη­τα, ε­νι­σχύ­ει με δι­αλ­λα­κτι­κό­τη­τα την προ­σω­πι­κό­τη­τα του, μα­θαί­νει να α­πευ­θύ­νε­ται με προ­σή­νεια στους άλ­λους“, κα­λών­τας τους, κοι­νω­νούς και μέ­το­χους στη ζω­ή του.



Το να βρε­θείς στον ί­διο χώ­ρο με έ­να άλ­λο πρό­σω­πο (συγ-χώ­ρε­ση), ε­ξαρ­τά­ται α­πό τη βού­λη­ση και των δυ­ο. Ο κα­θέ­νας ό­μως, πρέ­πει να προ­ε­τοι­μά­σει κα­τάλ­λη­λα τον δι­κό του χώ­ρο, για μια υ­πο­δο­χή ει­λι­κρι­νή, ευ­πρε­πή και ε­ορ­τα­στι­κή. Και βέ­βαι­α ο μό­νος δι­κός μας χώ­ρος εί­ναι η καρ­διά μας. Συγ­χω­ρώ λοι­πόν, ση­μαί­νει θέ­λω, δέ­χο­μαι, μοι­ρά­ζο­μαι τον χώ­ρο της καρ­διάς μου, δη­λα­δή α­γα­πώ.

                                                     

Δεν ζη­τού­με συγ­γνώ­μη, ού­τε συγ­χω­ρού­με, για να μεί­νου­με πά­λι μό­νοι. Στη μο­να­ξιά δεν υ­πάρ­χει ε­ορ­τα­σμός. Μοι­ρα­ζό­μα­στε τα αι­σθή­μα­τα μας με τους άλ­λους, για να τους έ­χου­με πάν­τα μα­ζί μας. Ό­λους, χω­ρίς δι­α­κρί­σεις. Με προ­τι­μή­σεις, αλ­λά χω­ρίς ε­ξαι­ρέ­σεις. Με αρ­χή, αλ­λά χω­ρίς τέ­λος.  



Η α­γά­πη ξε­κι­νά α­πό τη συγ­γνώ­μη, ό­πως και η Σα­ρα­κο­στή με τον κυ­ρι­α­κά­τι­κο ε­σπε­ρι­νό της Τυ­ρι­νής και κο­ρυ­φώ­νε­ται με τη θυ­σί­α, σαν την πο­ρεί­α προς τον Γολ­γο­θά και την Σταύ­ρω­ση. Η γνη­σι­ό­τη­τα της α­γά­πης ό­μως, εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα της να θρι­αμ­βεύ­ει πέ­ρα α­πό τη θυ­σί­α, πέ­ρα α­πό τον θά­να­το, στην α­να­στά­σι­μη ζω­ή του σώ­μα­τος του Χρι­στού.



Με τον Ε­σπε­ρι­νό (ή την Α­κο­λου­θί­α) της Α­γά­πης, α­νή­με­ρα το Πά­σχα, η Εκ­κλη­σί­α ε­ορ­τά­ζει και βι­ώ­νει αυ­τό το γε­γο­νός της πλη­ρό­τη­τας της θε­ϊ­κής προ­σφο­ράς, που ε­νέ­χει το α­πό­λυ­το της θε­ό­τη­τας. Δεν μπο­ρείς να α­γα­πάς λί­γο, ε­πι­λε­κτι­κά, πε­ρι­στα­σια­κά ή υ­πό ό­ρους. Η α­γά­πη εί­ναι πο­τα­μός ορ­μη­τι­κός και φλό­γα, που η α­λή­θεια της συγ­κλο­νί­ζει και η ε­λευ­θε­ρί­α της συ­ναρ­πά­ζει.



***



Ο Χρι­στός, μας ο­δη­γεί στον δρό­μο της α­λή­θειας και της ε­λευ­θε­ρί­ας: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, α­φή­σει και υ­μίν ο πα­τήρ υ­μών ο ου­ρά­νιος· ε­άν δε μη α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, ου­δέ ο πα­τήρ υ­μών α­φή­σει τα πα­ρα­πτώ­μα­τα υ­μών» (Μτ. 6, 14-15).



Η δι­α­τύ­πω­ση εί­ναι σα­φής, ε­πί­πε­δη και ε­πο­μέ­νως σκλη­ρή. «Αν συγ­χω­ρή­σε­τε τους άλ­λους, θα σας συγ­χω­ρή­σει κι ε­σάς ο Θε­ός, αν δεν τους συγ­χω­ρή­σε­τε, ού­τε ο Θε­ός θα συγ­χω­ρή­σει ε­σάς». Ό­ποι­ος πα­ρα­μέ­νει στην κο­σμι­κή λο­γι­κή, βρί­σκει δί­και­α τα λό­για αυ­τά. Ό­μως ο Χρι­στός, ήρ­θε να α­πα­λύ­νει τη δι­και­ο­σύ­νη του Νό­μου, να της προσ­δώ­σει την προ­ο­πτι­κή της χά­ρι­τος και του ε­λέ­ους.



Ε­κεί­νος που α­να­γνω­ρί­ζει την έμ­πρα­κτη θυ­σί­α στο βλέμ­μα του Ι­η­σού, δεν βλέ­πει στα λό­για Του το γράμ­μα του Νό­μου, αλ­λά τα προσ­λαμ­βά­νει με τη συγ­χω­ρη­τι­κή γλυ­κύ­τη­τα του βλέμ­μα­τος Του: «αν δέ­χε­στε στην καρ­διά σας τους α­δελ­φούς σας, τό­τε δέ­χε­στε και την α­γά­πη του Πα­τέ­ρα σας· αν κρα­τά­τε κλει­στή την καρ­διά σας στους α­δελ­φούς σας, την κρα­τά­τε κλει­στή και για τον Πα­τέ­ρα σας».



Ο Θε­ός δεν α­σκεί ε­ξου­σί­α, εί­ναι ε­ξου­σί­α και την εκ­φρά­ζει θε­ϊ­κά, με την δυ­να­μι­κή της α­γά­πης Του, που δεν ε­πι­βάλ­λει δε­σμά, αλ­λά δη­μι­ουρ­γεί ε­νερ­γούς δε­σμούς ε­λευ­θε­ρί­ας. O­ι δε­σμοί της ε­νό­τη­τας και τα ό­ρια της ε­λευ­θε­ρί­ας του Πα­ρα­δεί­σου, προσ­δι­ο­ρί­ζουν χω­ρίς να πε­ρι­ο­ρί­ζουν. Η ε­λευ­θε­ρί­α δεν εί­ναι κα­τά­στα­ση, εί­ναι ε­νέρ­γεια με υ­πό­στα­ση, με ε­ξέ­λι­ξη και προ­ο­ρι­σμό. Σαν την κοι­νω­νί­α και την πλη­ρό­τη­τα. Εί­ναι έν­νοι­ες που τεί­νουν στην τε­λεί­ω­ση τους, στο Πρό­σω­πο του Θε­ού.



Η α­νά­δει­ξη της ε­λευ­θε­ρί­ας του αν­θρώ­που, τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται στην Α­νά­στα­ση του Χρι­στού. Κι ε­πει­δή η ε­λευ­θε­ρί­α δεν δι­α­χω­ρί­ζε­ται α­πό την υ­πευ­θυ­νό­τη­τα, ο κα­θέ­νας μας πρέ­πει να α­να­λά­βει ε­λεύ­θε­ρα την ευ­θύ­νη, να ε­πι­δι­ώ­ξει ο ί­διος και να κερ­δί­σει τη σω­τη­ρί­α του, στη συ­νάν­τη­ση του με τον α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό.



Το πρό­τυ­πο, η ο­δός, εί­ναι η α­να­μάρ­τη­τη πο­ρεί­α του Χρι­στού στη γη, που α­πο­τε­λεί και την ε­πι­βε­βαί­ω­ση της δυ­να­τό­τη­τας του κά­θε αν­θρώ­που, να υ­περ­βεί τις δε­σμεύ­σεις της ύ­λης και να υ­πο­τά­ξει τους μη­χα­νι­σμούς της στο πνεύ­μα του. Να α­πο­κτή­σει συ­νεί­δη­ση της ο­μοί­ω­σης προς την ει­κό­να του Θε­ού, που φέ­ρει το πρό­σω­πο του.

            

Η συ­νει­δη­τή α­πό­φα­ση να α­κο­λου­θή­σεις τον Ι­η­σού, εί­ναι η α­πό­λυ­τη έκ­φρα­ση της πί­στης στο πρό­σω­πο Του, που φλο­γί­ζει την καρ­διά με α­γά­πη και πυ­ρα­κτώ­νει τον νου με τα­πεί­νω­ση. Μό­νο έ­τσι αλ­λοι­ώ­νε­ται ο άν­θρω­πος στη ζω­ή του.



Ό­ποι­ος το θέ­λει α­λη­θι­νά, μπαί­νει στον Πα­ρά­δει­σο α­πό τώ­ρα. Κό­βον­τας δυ­να­μι­κά τις ε­ξαρ­τή­σεις που τον δε­σμεύ­ουν σε μά­ται­ες κο­σμι­κές α­ξί­ες. Ξε­περ­νών­τας ο­ρι­στι­κά τα συμ­πλέγ­μα­τα και τις α­να­στο­λές της βι­ο­λο­γι­κής του κα­θή­λω­σης, χω­ρίς να κοι­τά­ζει πί­σω. Πα­ρα­κάμ­πτον­τας δη­λα­δή ου­σι­α­στι­κά, τις α­μαρ­τί­ες. 



Η πνευ­μα­τι­κή αλ­λοί­ω­ση και η α­πο­μά­κρυν­ση α­πό την α­μαρ­τί­α, ε­ξα­γνί­ζουν το πρό­σω­πο και το ο­δη­γούν στην α­γι­ο­σύ­νη και τη θέ­ω­ση. Στη κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή,  οι στό­χοι αυ­τοί προ­σεγ­γί­ζον­ται μέ­σα α­πό την προ­σπά­θεια να πα­ρα­μεί­νου­με στα­θε­ροί σε μια πο­ρεί­α βι­ω­μα­τι­κής α­γά­πης, σε ό­λες τις φά­σεις της δι­α­δρο­μής της, ο κα­θέ­νας στον ρό­λο που ο Θε­ός του α­νέ­θε­σε.



***



Για να εν­σω­μα­τω­θείς ε­νερ­γά στην κοι­νω­νί­α του Χρι­στού, πρέ­πει να ε­πι­δι­ώ­ξεις στη ζω­ή σου την α­να­σύν­θε­ση της κα­θα­ρό­τη­τας του προ­σώ­που σου, με Πί­στη, με Α­γά­πη και με Τα­πεί­νω­ση. Ο­τι­δή­πο­τε πα­ρεμ­βαί­νει στη βού­λη­ση σου, με ε­πι­θυ­μί­ες που σ’ εμ­πο­δί­ζουν στην προ­σπά­θεια σου αυ­τή, εί­ναι α­μαρ­τί­α.



Στην ου­σί­α τους, οι τρεις αυ­τές ι­δι­ό­τη­τες α­πει­κο­νί­ζουν τη θεί­α τρι­α­δι­κό­τη­τα και εί­ναι α­δι­ά­σπα­στα ε­νω­μέ­νες. Α­πό ό­ποι­ο μο­νο­πά­τι και να ξε­κι­νή­σεις, θα συ­ναν­τη­θείς τε­λι­κά και με τις τρεις. Για­τί η κα­θε­μί­α ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται, μό­νο στη συ­νύ­παρ­ξη της με τις άλ­λες δύ­ο. Με α­γά­πη και τα­πεί­νω­ση συν­θέ­τεις την πί­στη, με πί­στη και τα­πεί­νω­ση α­να­πτύσ­σεις την α­γά­πη, με πί­στη και α­γά­πη α­να­κα­λύ­πτεις την τα­πεί­νω­ση.



Αν α­δυ­να­τού­με ε­πο­μέ­νως να προ­χω­ρή­σου­με ά­με­σα στη δι­α­δι­κα­σί­α της συγ­χώ­ρε­σης, ώ­στε να πα­ρα­βλέ­ψου­με τα πα­ρα­πτώ­μα­τα των αν­θρώ­πων, ας στρα­φού­με για βο­ή­θεια στον Χρι­στό. Ας προ­σευ­χη­θού­με να πολ­λα­πλα­σιά­σει τους άρ­τους της πί­στης και τους ι­χθείς της τα­πεί­νω­σης στην καρ­διά μας, για να θρα­φεί και να βλα­στή­σει ο σπό­ρος της α­γά­πης.



Το α­να­στη­μέ­νο πρό­σω­πο μας, θα εί­ναι η ε­πέ­κτα­ση της Ου­ρά­νιας Βα­σι­λεί­ας μέ­σα μας. Το να πα­ρα­μέ­νου­με ά­βου­λοι, ψυ­χροί και α­πρό­σω­ποι, αυ­τό εί­ναι α­μαρ­τί­α. Το να πα­ρα­μέ­νου­με α­δι­ά­φο­ροι, σε μια ζω­ή ά­δεια α­πό α­λη­θι­νή χα­ρά. Σε μια ζω­ή χω­ρίς Χρι­στό, χω­ρίς Πα­ρά­δει­σο, ού­τε τώ­ρα, ού­τε με­τά.



Αλ­λά και η α­να­βο­λή για αρ­γό­τε­ρα, εί­ναι μια θα­νά­σι­μη πα­γί­δα. Η συ­νή­θεια εί­ναι το δί­χτυ της και η α­με­ρι­μνη­σί­α το δό­λω­μα της. Σε τί­πο­τα δεν θα δι­α­φέ­ρει το αύ­ριο α­πό το σή­με­ρα. Και ε­νώ δεν γνω­ρί­ζου­με αν θα υ­πάρ­χει αύ­ριο για μας, γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα, πως το κλει­δί της Βα­σι­λεί­ας εί­ναι η συγ­χώ­ρε­ση.



Βλέ­που­με συ­χνά τον α­δελ­φό μας να πα­ρα­παί­ει πνευ­μα­τι­κά α­πό το λά­θος του, να σκλη­ραί­νει η καρ­διά του κι αν­τί να τον στη­ρί­ξου­με, να τον πε­ρι­βάλ­λου­με με τη στορ­γή μας, με τις προ­σευ­χές μας, αν­τί να ταυ­τι­στού­με μα­ζί του σε μια ο­λό­ψυ­χη προ­σπά­θεια α­νόρ­θω­σης του, ταυ­τι­ζό­μα­στε με την ε­νο­χή του, με την πι­κρή γεύ­ση της ε­πι­θε­τι­κό­τη­τας ε­ναν­τί­ον του και α­να­ζη­τού­με ι­κα­νο­ποί­η­ση στην τι­μω­ρί­α του.



Ξε­χνού­με πως στο πρό­σω­πο των α­δελ­φών μας, γί­νε­ται η συ­νάν­τη­ση μας με τον Χρι­στό. Στο πρό­σω­πο των α­δελ­φών μας, που α­δι­α­φο­ρή­σα­με για την ύ­παρ­ξη τους, α­φού πρώ­τα στα­θή­κα­με ά­καμ­πτοι, σκλη­ροί ε­κτι­μη­τές των σφαλ­μά­των τους, αλ­λά και της α­νε­πάρ­κειας τους να αν­τα­πο­κρι­θούν στις δι­κές μας ε­γω­κεν­τρι­κές προσ­δο­κί­ες και α­νάγ­κες.



Η α­γά­πη ό­μως εί­ναι θυ­σί­α που θερ­μαί­νει, συμ­πο­νά και προ­στρέ­χει, δεν κρί­νει, δεν κα­τα­δι­κά­ζει, δεν εγ­κα­τα­λεί­πει. Ο ε­γω­ι­σμός μας εί­ναι που θί­γε­ται, πλη­γώ­νε­ται και μας πα­γώ­νει την καρ­διά. Η α­γά­πη εί­ναι προ­σφο­ρά και ό­χι δο­σο­λη­ψί­α, δεν εί­ναι αν­τα­πο­δο­τι­κή πα­ρο­χή. Τη στιγ­μή που α­πο­μα­κρύ­νου­με τους άλ­λους α­πό κον­τά μας, στε­ρού­με τη χα­ρά της προ­σφο­ράς α­πό τη δι­κή μας καρ­διά. Α­πο­στρέ­φου­με το βλέμ­μα μας α­πό το πρό­σω­πο του α­δελ­φού μας και α­δι­α­φο­ρού­με αν μέ­σα α­πό τα μά­τια του, εί­ναι πάν­το­τε η ει­κό­να του Χρι­στού που μας κοι­τά­ζει.



Στον Πα­ρά­δει­σο υ­πάρ­χει μια θέ­ση που πε­ρι­μέ­νει τον α­δελ­φό μας, αυ­τόν που ε­μείς δεν ε­πι­θυ­μού­με την πα­ρου­σί­α του στη ζω­ή μας. Και α­κρι­βώς δί­πλα του, υ­πάρ­χει μια θέ­ση προ­ο­ρι­σμέ­νη για μας. Ε­κεί δεν υ­πάρ­χουν α­πο­στά­σεις. Γι’ αυ­τό και η θέ­ση μας θα εί­ναι πάν­το­τε δί­πλα του. Η κα­ταλ­λη­λό­τη­τα και η δυ­να­τό­τη­τα μας να ζού­με σε συν­θή­κες Πα­ρα­δεί­σου, ε­πι­κυ­ρώ­νε­ται α­πό ε­μάς, ε­δώ, σή­με­ρα, με την κα­τάρ­γη­ση των α­πο­στά­σε­ων που μας χω­ρί­ζουν.



***



Τις σχέ­σεις μας με τον Θε­ό, με τους αν­θρώ­πους και τον ε­αυ­τό μας, τις προσ­δι­ο­ρί­ζει κα­θα­ρά ο Χρι­στός, μέ­σα στα ί­δια λό­για Του, που α­να­φέ­ρα­με πιο πά­νω: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών... » «Α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις!.. »



Δεν κα­τα­λο­γί­ζει πα­ρα­πτώ­μα­τα στον κα­θέ­να μας με­μο­νω­μέ­να, αλ­λά στους αν­θρώ­πους συ­νο­λι­κά. Και δεν μας κα­λεί να με­τα­νο­ή­σου­με, αλ­λά να συγ­χω­ρέ­σου­με. 

Μας υ­πο­δει­κνύ­ει ό­μως έ­τσι, τη στάθ­μι­ση της θέ­σης μας με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων και της σχέ­σης μας μα­ζί τους, ώ­στε να προ­σεγ­γί­σου­με και τα δι­κά μας σφάλ­μα­τα και να συ­ναι­σθαν­θού­με την α­ναγ­και­ό­τη­τα της προ­σω­πι­κής μας με­τά­νοι­ας.



Δεν υ­πάρ­χουν μας λέ­γει, για τον Θε­ό, έ­νο­χοι και θύ­μα­τα, κα­τη­γο­ρού­με­νοι και κρι­τές. Η το­μή στην αν­τί­λη­ψη που ε­πι­κρα­τεί στον κό­σμο μας, εί­ναι τε­ρά­στια. Δεν εί­μα­στε ε­μείς και οι «άλ­λοι». Δεν υ­πάρ­χουν δι­κοί μας και ξέ­νοι, κα­λύ­τε­ροι ή χει­ρό­τε­ροι. Ό­λοι οι άν­θρω­ποι, λη­στές της ζω­ής μας, με­τέ­χου­με στη ζυ­γα­ριά της Σταυ­ρι­κής Θυ­σί­ας του Γολ­γο­θά.



Και α­νά­με­σα μας ο Χρι­στός. Που πα­ρα­κα­λεί τον Πα­τέ­ρα, ά­φες αυ­τοίς, ουκ οί­δα­σικαι προ­τρέ­πει ε­μάς α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις”. Και μας δι­δά­σκει πώς να προ­σευ­χό­μα­στε στον Πα­τέ­ρα, ά­φες η­μίν τα ο­φει­λή­μα­τα η­μών, ως και η­μείς α­φί­ε­μεν τοις ο­φει­λέ­ταις η­μών”, σαν εκ­πρό­σω­πος ο κα­θέ­νας μας ό­λου του αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος.



Μό­νο αυ­τό το ε­λά­χι­στο ζη­τά α­πό μας. Να δε­χθού­με στο βα­σί­λει­ο της καρ­διάς μας, στη ζω­ή μας, τώ­ρα, ό­λους τους αν­θρώ­πους μέ­χρι τον τε­λευ­ταί­ο, για­τί ο τε­λευ­ταί­ος θα εί­ναι Ε­κεί­νος. Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, αλ­λά και τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο.



Η σω­τη­ρί­α μας δεν εί­ναι ού­τε πο­σο­τι­κή, ού­τε συγ­κρι­τι­κή, σε σχέ­ση με το πό­σο κα­λοίεί­μα­στε. Η σχέ­ση μας με τον Χρι­στό πρέ­πει να εί­ναι προ­σω­πι­κή, α­φού ο ί­διος εί­ναι και ο Θε­ός που με θεί­α συγ­κα­τά­βα­ση και εγ­κυ­ρό­τη­τα, πι­στο­ποι­εί ξε­χω­ρι­στά τον κα­θέ­να που τον εμ­πι­στεύ­ε­ται.



Δεν έ­χου­με πια α­πέ­ναν­τι μας, ού­τε τους αν­θρώ­πους, ού­τε τον Θε­ό. Εί­μα­στε ε­νω­μέ­νοι και με­τα­ξύ μας και με τον Θε­ό. Ε­λεύ­θε­ροι, α­πό ε­γω­ι­σμούς που α­πο­μο­νώ­νουν και α­πό ε­νο­χές που α­πο­μα­κρύ­νουν, να Τον συ­ναν­τή­σου­με μυ­στη­ρια­κά, στην ά­πει­ρη α­γα­θό­τη­τα με την ο­ποί­α αγ­κα­λιά­ζει ό­λα τα παι­διά Του, α­κό­μα κι ε­μάς τους βα­ρείς στην κα­τα­νό­η­ση, τους χλια­ρούς στη συ­ναί­σθη­ση και αρ­γούς στην αν­τα­πό­κρι­ση μας.



Αυ­τό που φαί­νε­ται δύ­σκο­λο για μας –ο δρό­μος προς την Α­νά­στα­ση-, για τον Χρι­στό εί­ναι ή­δη γε­γο­νός. Αν Τον δε­χθού­με στην καρ­διά μας, εν­σω­μα­τω­νό­μα­στε μα­ζί Του, για­τί με­τέ­χου­με στην Εκ­κλη­σί­α. Α­πο­κτού­με υ­πό­στα­ση, για­τί Τον έ­χου­με κε­φα­λή μας. Α­πο­κτού­με ξα­νά ζω­ή, για­τί Ε­κεί­νος εί­ναι η Ζω­ή και η Α­νά­στα­ση!