Σελίδες

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Μιὰ προ­σευ­χὴ γιὰ τὸν Χα­σάν καὶ τὸν Ἀ­να­στά­ση

τῆς Δέσποινας Κοκρῆ


Φθι­νό­πω­ρο στὴν μι­κρὴ Κυ­κλά­δα καὶ γα­λή­νη ἐ­πι­κρα­τεῖ παν­τοῦ. Ὀ­μορ­φιὰ καὶ ἀ­πέ­ραντο γα­λά­ζιο πλημ­μυ­ρί­ζουν τὰ μά­τια. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι του­ρί­στες ἀ­πο­λαμ­βά­νουν τὴν με­γα­λο­πρ­έ­πεια τοῦ Αἰ­γαί­ου. Οἱ ἡ­μέ­ρες περ­νοῦν ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὴν φι­λο­ξε­νί­α μα­ζὶ μὲ κα­τα­νυ­κτι­κὲς ἀ­κο­λου­θί­ες καί θεολογικές συ­ζη­τή­σεις. Δο­ξο­λο­γί­α καὶ εὐ­χα­ρι­στί­α πλη­μυ­ρί­ζει τὸ εἶ­ναι γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ Ἐ­κεῖ­νος μᾶς προ­σφέ­ρει καὶ μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ ζοῦ­με κα­θη­με­ρι­νά.
Τὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ νη­σιοῦ ἀ­να­στα­τώ­νει γιὰ τρί­τη φο­ρὰ μέ­σα σὲ δι­ά­στη­μα δύ­ο μη­νῶν ἡ ἄ­φι­ξη προ­φύ­γων ἀ­πὸ τὴν πο­λύ­πα­θη Συ­ρί­α. 


Οἱ δι­α­κι­νη­τὲς τοὺς ἄ­φη­σαν σὲ μιὰ ἀ­πό­κρη­μνη ἀ­κτὴ κι ἐ­κεῖ­νοι ἀ­ναγ­κά­στη­καν μέ­σα στὴν νύ­χτα νὰ σκαρ­φα­λώ­νουν τὰ βρά­χια φορ­τω­μέ­νοι παι­διὰ καὶ ἀποσκευές. Τοὺς εἴ­δα­με πα­γω­μέ­νους καὶ φο­βι­σμέ­νους κα­θὼς ἡ Ἀ­στυ­νο­μί­α προ­σπα­θοῦ­σε νὰ τοὺς συγ­κεν­τρώ­σει, εἴ­δα­με τὰ παι­διά μὲ βλέμ­μα φο­βι­σμέ­νο καὶ τὰ μω­ρὰ νὰ κλαῖ­νε γο­ε­ρά.


Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα φτά­σα­με στὸν τό­πο ποὺ πα­ρα­χώ­ρη­σε ἡ το­πι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴν πα­ρα­μο­νή τους, γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με τὴν ὥ­ρα τοῦ φα­γη­τοῦ καὶ νὰ τα­κτο­ποι­ή­σου­με τὰ ροῦ­χα ποὺ οἱ νη­σι­ῶ­τες εἶ­χαν φέ­ρει. Μι­λή­σα­με μα­ζί τους κι ἀ­κού­σα­με ἱ­στο­ρί­ες πό­νου καὶ φρί­κης. Ἔκπληκτοι εἴδαμε νά μᾶς ἀγκαλιάζουν καί νά θέλουν νά φωτογραφηθούν μαζί μας. Βλέμματα εὐγνωμοσύνης, ποὺ θὰ μείνουν γιὰ πάντα χαραγμένα στὴν μνήμη.



Ὁ Ἀμ­πντούλ, Σύ­ριος πο­λι­τι­κὸς μη­χα­νι­κός, μὲ τὴν γυ­ναί­κα του, σχο­λι­κὸ σύμ­βου­λο, καὶ τὰ 2 παι­διά του, ἔ­σπα­σε τὸ πό­δι του προ­σπα­θών­τας νὰ ἀ­νέ­βει στὰ κα­κο­τρά­χα­λα ρου­μά­νια ποὺ τοὺς ἄ­φη­σε ὁ δι­α­κι­νη­τὴς ἀγ­κα­λιὰ μὲ τὰ 2 παι­διά. Ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὴν νό­τια πε­ρι­ο­χὴ τῆς Δα­μα­σκοῦ μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν Σου­η­δί­α, ὅ­που ἔ­χουν συγ­γε­νεῖς, γιὰ νὰ σω­θοῦν για­τὶ δὲν ἤ­ξε­ραν ἂν τὸ ἑ­πό­με­νο λε­πτὸ θὰ ζοῦν με­τὰ τὸν ἐ­περ­χό­με­νο βομ­βαρ­δι­σμό.


Ὁ Τά­ρεκ, ἀ­πὸ τὸ Χα­λέ­πι, ἤ­θε­λε ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ ποζάρει μα­ζί μας. Ἦ­ταν πο­λὺ χα­ρού­με­νος για­τὶ εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει νὰ ἐ­ξα­γο­ρά­σει τὴν ἀ­δελ­φή του πλη­ρώ­νον­τας λύ­τρα στὸν ISIS. Πε­ρι­πλα­νή­θη­καν 20 μέ­ρες περ­πα­τών­τας στὴν Τουρ­κί­α. Ὀ­νει­ρεύ­ον­ταν νὰ φτά­σουν στὴν Γερ­μα­νί­α.
Ὁ 12χρονος Φα­ροὺκ εἶ­δε μπρο­στὰ στὰ μά­τια του νὰ χά­νον­ται καὶ οἱ δύ­ο γο­νεῖς του ἀ­πὸ τὰ πυ­ρὰ τῶν φα­να­τι­κῶν. Ἔ­φυ­γε νὰ βρεῖ τὸν 18χρονο ἀ­δελ­φό της μη­τέ­ρας του στὴν Γερ­μα­νί­α.


Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος Γι­ό­χαν ποὺ ἔ­με­νε στὴν Δα­μα­σκό, πρὶν ἀ­πὸ 2 μῆ­νες πῆ­ρε τὸ πτυ­χί­ο του ὡς ἠ­λε­κτρο­νι­κὸς ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Κά­πο­τε ἤ­θε­λε μὲ τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο του φί­λο νὰ ἔρ­θουν στὴν Ἑλ­λά­δα γιὰ νὰ ἐ­πι­σκε­φθοῦν τὸ Ἅ­γιο Ὄ­ρος, νὰ βροῦν γέ­ρον­τες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­παν­τή­σουν στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ εἶ­χαν. Τὰ ἔφε­ρε ἀλ­λι­ῶς ἡ ζω­ή. Ὁ φί­λος του σκο­τώ­θη­κε σὲ βομ­βαρ­δι­σμὸ κι ὁ Γι­ό­χαν ἔ­φυ­γε νὰ σω­θεῖ, προ­ο­ρι­σμός του ἡ Νορ­βη­γί­α.


Ὁ μι­κρού­λης Χα­σὰν 3 ἐ­τῶν μὲ τοὺς γο­νεῖς του, ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ στὰ βό­ρεια τῆς Δα­μα­σκοῦ καὶ βρι­σκό­ταν σὲ ἀ­σφα­λὲς μέ­ρος με­τὰ ἀ­πὸ 3 μῆ­νες πε­ρι­πλά­νη­σης στὴν Τουρ­κί­α ψά­χνον­τας νὰ βροῦν δι­α­κι­νη­τὴ καὶ 24 ὧ­ρες στὴν θά­λασ­σα.


Στὰ μά­τια ὅ­λων ἡ φρί­κη τοῦ πο­λέ­μου, ὁ πό­νος τῆς ἀ­πώ­λειας ἀν­θρώ­πων καὶ πραγ­μά­των, ἡ τα­πεί­νω­ση τῆς ὕ­παρ­ξής τους καὶ ψυ­χι­κὴ κού­ρα­ση ἀ­πὸ τὴν ἐκ­με­τάλ­λευ­ση, (οἱ τι­μὲς δι­α­κί­νη­σης ἀ­πὸ 700 εὐ­ρὼ τὰ παι­διὰ - 2500 τοὺς γέ­ρον­τες), ζω­γρα­φι­σμέ­να μὲ χον­τρὰ πι­νέ­λα. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ἡ ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­να­τέλ­λει καὶ ἔ­τσι μι­κρά, φευ­γα­λέ­α χα­μό­γε­λα δι­α­γρά­φον­ταν στὰ πρό­σω­πά τους.


Τὰ τα­λαί­πω­ρα πρό­σω­πα τῶν Σύ­ρων προ­σφύ­γων μοῦ θύ­μι­σαν πὼς τὸ 1922, χι­λιά­δες Ἕλ­λη­νες τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας εἶ­χαν κα­τα­φύ­γει στὸ Χα­λέ­πι γιὰ νὰ σω­θοῦν. Στὸ προ­σω­πά­κι τοῦ μι­κροῦ Χα­σὰν εἶ­δα τὸν μι­κρὸ Ἀ­να­στά­ση, τὸν πα­τέ­ρα μου, φαν­τά­στη­κα νὰ τὸν κρα­τᾶ ἡ για­γιά μου ἡ Δέ­σποι­να ἀγ­κα­λιά, κι ἐ­κεῖ­νος νὰ κλαί­ει ἀ­στα­μά­τη­τα κα­τὰ τὴν διά­ρκεια τοῦ τα­ξι­διοῦ πρὸς τὸν Πει­ραι­ὰ τὸ 1922, ἀ­να­ζη­τών­τας τοὺς φί­λους του καὶ τὸ σπί­τι τους ποὺ τὰ εἶ­χαν ἀ­φή­σει στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη μα­ζὶ μ’ ὅ­λη τους τὴν ζω­ή. Τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς νὰ ζή­σει 65 χρό­νια καὶ τὸν θυ­μᾶ­μαι νὰ δα­κρύ­ζει μὲ κά­θε θύ­μη­ση τοῦ παι­δι­κοῦ τραύ­μα­τος ποὺ τοῦ εἶ­χε ἀ­φή­σει ἡ προ­σφώ­νη­ση «τουρ­κό­σπο­ρος» ποὺ ἄ­κου­γε ἀ­πὸ τὰ παι­διὰ τῆς γει­το­νιᾶς τοῦ Προ­φή­τη Ἠ­λί­α ὅ­που ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν.


Ἡ κα­τά­στα­ση τῶν χω­ρῶν τῆς Ἐγ­γὺς Ἀ­να­το­λῆς ἔ­χει ἀλ­λά­ξει, οἱ "Με­γά­λες Δυ­νά­μεις" συ­νε­χί­ζουν νὰ παί­ζουν παι­χνί­δια στὶς πλά­τες τῶν λα­ῶν, ἀ­νί­κα­νες μέ­σα στὴν ἀ­λα­ζο­νεί­α τους νὰ δοῦν τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὁ φα­να­τι­σμὸς τῶν ἀ­κραί­ων ἰσ­λα­μι­στῶν αὐ­ξά­νει, χι­λιά­δες οἱ πρό­σφυ­γες ποὺ περ­νοῦν ἀ­πὸ τὴν πα­τρί­δα μας γυ­ρεύ­ον­τας τὴν σω­τη­ρί­α. 3.000 νε­κροὶ στὴν Με­σό­γει­ο μέ­χρι τώ­ρα, πά­νω ἀ­πὸ 4.000.000 οἱ πρό­σφυ­γες, πά­νω ἀ­πὸ 200.000 οἱ νε­κροί.   Πολ­λοὶ συμ­πα­τρι­ῶ­τες μας φο­βοῦν­ται τὸ τί θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ση­μαί­νει ἡ πα­ρα­μο­νὴ τό­σων πολ­λῶν προ­σφύ­γων στὴν χώ­ρα μας. Ὅ­μως, δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς κα­τα­κλύ­ζει ὁ φό­βος γιὰ τὸ αὔ­ριο, ἀλ­λὰ νὰ ἀ­νοί­ξου­με τὶς καρ­δι­ές μας στὸν πό­νο τοῦ ἄλ­λου. Ἂν θέ­λου­με νὰ λε­γό­μα­στε χρι­στια­νοὶ ἄς πρά­ξου­με ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὁ Χρι­στὸς μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­ει στὶς παραβολὲς τοῦ κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­τη καὶ τῆς Μελ­λού­σης Κρί­σε­ως. Εἶ­ναι τὸ ἐ­λά­χι­στο δυ­να­τὸ μπρο­στὰ στὴν φρί­κη ποὺ ζοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί.


Μοιά­ζει ἴ­σως οὐ­το­πι­κὴ μιὰ προ­σευ­χὴ ποὺ ζη­τᾶ νὰ μὴν ξα­να­συμ­βοῦν παι­δι­κὰ τραύ­μα­τα στοὺς Χα­σὰν καὶ τοὺς Ἀ­να­στά­ση­δες ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Ὅ­μως ἐ­φι­κτὸ εἶ­ναι νὰ θυ­μό­μα­στε πὼς ἡ ἀν­θρω­πιά μας ἀλ­λὰ καὶ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας κρί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ πό­σο νοι­α­στή­κα­με γιὰ τὸν ξέ­νο, τὸν ἀ­ναγ­κε­μέ­νο, τὸν πρό­σφυ­γα. Πό­σο ἀ­φή­σα­με τὴν καρ­διά μας νὰ συγ­κι­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὰ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια δρά­μα­τα ποὺ συμ­βαί­νουν κά­θε στιγ­μὴ στὸν κό­σμο. Πό­σο προ­σευ­χη­θή­κα­με νὰ τοὺς φυ­λά­ει ὁ Θε­ὸς καὶ νὰ πα­ρη­γο­ρεῖ τὴν ὀ­δύ­νη τους. Κι ἄς ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με: πό­σο εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τὸν Κύ­ριο ποὺ ἔ­χου­με εἰ­ρή­νη ἀ­κό­μα στὸν τό­πο μας καὶ ἕ­να πιά­το φα­ΐ ἐ­μεῖς οἱ Ἕλ­λη­νες Ὀρ­θό­δο­ξοι ποὺ γνω­ρί­σα­με τὴν προ­σφυ­γιὰ τὸν αἰ­ώ­να ποὺ πέ­ρα­σε. 


Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον ἡμᾶς καὶ τὸν κό­σμο σου.