Σελίδες

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Η Εκ­κλη­σί­α δεν λει­τουρ­γεί με κο­σμι­κούς θε­σμούς



Αρ­χι­μαν­δρί­της Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης 

προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους
 




Η Εκ­κλη­σί­α υ­πάρ­χει ως δια­ρκής θε­ο­φά­νεια. Ε­άν «ο ε­ω­ρα­κώς τον Υι­όν ε­ώ­ρα­κε τον Πα­τέ­ρα» και ο ε­ω­ρα­κώς τον θε­σμόν της Εκ­κλη­σί­ας ε­ώ­ρα­κε τον α­ο­ρά­τως μεθ  ἡ­μῶν όν­τα Θε­άν­θρω­πον Κύ­ριον και το Ά­γιον Πνεύ­μα.
      Δεν υ­πάρ­χει με άλ­λο τρό­πο η Εκ­κλη­σί­α και με άλ­λο τρό­πο δι­δά­σκει η θε­ο­λο­γεί. Ο τρι­α­δι­κός τρό­πος υ­πάρ­ξε­ως συ­νι­στά το μυ­στή­ριο της Εκ­κλη­σί­ας και α­πο­τε­λεί το σα­φές κή­ρυγ­μα, που πεί­θει τον άν­θρω­πο ό­τι ο Θε­ός Πα­τήρ α­γα­πά τον κό­σμο κα­θώς η­γά­πη­σε και α­γα­πά τον Υι­όν.

Και αυ­τή η αί­σθη­ση της θε­ϊ­κής α­γά­πης, που πα­ρέ­χει ε­λευ­θε­ρί­α, α­πο­τε­λεί το α­πα­ραί­τη­το και φυ­σι­ο­λο­γι­κό κλί­μα μέ­σα στο ο­ποί­ο μπο­ρεί να α­να­πτυ­χθεί ο άν­θρω­πος.

Με αυ­τό τον τρό­πο πι­στεύ­ει ο άν­θρω­πος, έ­χει εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­ό, για­τί ζει το γε­γο­νός ό­τι εί­ναι έ­να σώ­μα και έ­να πνεύ­μα με τον Θε­άν­θρω­πο. Έ­χει ορ­γα­νι­κή σχέ­ση μα­ζί Του, ό­πως το κλή­μα με την άμ­πε­λο.

Αν με κο­σμι­κό τρό­πο δι­ορ­γα­νώ­νο­με τους εκ­κλη­σι­α­στι­κούς θε­σμούς και με πνευ­μα­τι­κό, νο­μί­ζο­με, τρό­πο κη­ρύτ­το­με το Ευ­αγ­γέ­λιο, αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι και τα δυ­ό (θε­σμός και χά­ρι­σμα) πά­σχουν και εί­ναι αμ­φι­βό­λου γνη­σι­ό­τη­τος.

Τα αρ­χαί­α πα­ρήλ­θε, ι­δού γέ­γο­νε τα πάν­τα και­νά. Δεν μπο­ρεί με πα­λαι­ό, κο­σμι­κό, τρό­πο να βι­ούν­ται και να κη­ρύτ­τον­ται τα και­νά, τα ο­ποί­α πεί­θουν δι  ὅ­λων των τρό­πων της υ­πάρ­ξε­ως και της συμ­πε­ρι­φο­ράς τους. Και ού­τε εί­ναι δυ­να­τόν με αυ­θαι­ρε­σί­ες α­το­μι­κών ψευ­δαι­σθή­σε­ων, ως δή­θεν χα­ρι­σμα­τι­κών εμ­πνεύ­σε­ων, να φα­νε­ρώ­νε­ται το α­με­τα­κί­νη­το της πί­στε­ως.

Έ­τσι το κά­θε τι στην Εκ­κλη­σί­α φα­νε­ρώ­νει το τρι­α­δι­κό κα­θώς, και ι­δι­αί­τε­ρα η ευ­χα­ρι­στια­κή ι­ε­ρουρ­γί­α, που α­πο­τε­λεί την καρ­διά της Εκ­κλη­σί­ας, εί­ναι έ­να χά­ρι­σμα, μια δω­ρε­ά εκ του Πα­τρός, δια του Υι­ού, συ­νερ­γεί­α του Πνεύ­μα­τος. Ε­άν σω­θεί το τρι­α­δι­κό «κα­θώς», σώ­ζε­ται ο άν­θρω­πος ως πρό­σω­πο εν κοι­νω­νί­α. Και ε­άν σώ­ζο­με και ζού­με το «κα­θώς» το θε­αν­θρώ­πι­νο, τό­τε το α­συγ­χύ­τως και α­δι­αι­ρέ­τως της ε­νώ­σε­ως των δυ­ό εν Χρι­στώ συ­νελ­θου­σών φύ­σε­ων δι­α­τη­ρεί­ται και ε­πε­κτεί­νε­ται ως ευ­λο­γί­α στην ε­νό­τη­τα α­λη­θεί­ας και ζω­ής, θε­σμού και χά­ρι­τος, νό­μου και ε­λευ­θε­ρί­ας. Πε­ρι­χω­ρούν­ται α­τρέ­πτως και α­ναλ­λοι­ώ­τως τα φαι­νο­με­νι­κώς αν­τί­θε­τα. Και σ  αὐ­τὴν την πε­ρι­χώ­ρη­ση δι­α­κρί­νο­με την παν­τα­χού και μέ­χρι συν­τε­λεί­ας του αι­ώ­νος δια­ρκή πα­ρου­σί­α του Θε­αν­θρώ­που, που ε­ξα­κο­λου­θεί να πο­ρεύ­ε­ται εν ε­τέ­ρα μορ­φή στον α­γρό της ι­στο­ρί­ας. Και συμ­πο­ρεύ­ε­ται με κά­θε α­γω­νι­ών­τα, ε­ρευ­νών­τα και α­πελ­πι­ζό­με­νο. Ό­χι για να του δώ­σει μα­γι­κές λύ­σεις, ως ναρ­κω­τι­κό ψευ­δαι­σθή­σε­ων, αλ­λά να του α­νοί­ξει τα μά­τια, να του χα­ρί­σει τις αι­σθή­σεις, να γί­νει μί­α αί­σθη­ση, για να δει και να μά­θει την και­νή πο­λι­τεί­α και θε­ο­λο­γί­α, που α­νά­γει στον ου­ρα­νό τον άν­θρω­πο και κα­τά­γει στη γη το Πνεύ­μα το Ά­γιο, και βά­ζει την τρι­α­δι­κή ζύ­μη μέ­σα στο γαι­ώ­δες η­μών φύ­ρα­μα.

Ο θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας

Ό­λα σε πεί­θουν μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α, σε α­να­παύ­ουν, για­τί σου κοι­νο­ποι­ούν την τε­λι­κή συμ­φι­λί­ω­ση, που εί­ναι η απ  ἀρ­χῆς α­λή­θεια και ε­νέρ­γεια της τρι­α­δι­κής θε­ό­τη­τος. Κά­θε στιγ­μή και με κά­θε εκ­δή­λω­ση σου προ­σφέ­ρε­ται α­φώ­νως το σύ­νο­λο το θεί­ο και το αν­θρώ­πι­νο, το ση­με­ρι­νό και το α­τε­λεύ­τη­το. Ό­ταν ο Κύ­ριος συγ­χω­ρεί τις α­μαρ­τί­ες, χα­ρί­ζει και τη σω­μα­τι­κή υ­γεί­α στον πα­ρα­λυ­τι­κό. Και για να δεί­ξει ό­τι έ­χει ε­ξου­σί­αν α­φι­έ­ναι α­μαρ­τί­ας, λέ­γει τω πα­ρα­λυ­τι­κώ: Ά­ρον τον κράβ­βα­τόν σου και ύ­πα­γε εις τον οί­κον σου (Μαρκ. 2, 11).

Τα πάν­τα πάν­το­τε συλ­λει­τουρ­γούν θε­αν­θρω­πί­νως. Βρί­σκεις τη ζε­στα­σιά της συν­τρο­φιάς στην έ­ρη­μο της α­σκή­σε­ως. Και ζων­τας εν α­γά­πη με­τα­ξύ των α­δελ­φών σου αι­σθά­νε­σαι στην ε­λευ­θε­ρί­α της α­να­χω­ρή­σε­ως.

Ό­ταν μέ­σα σ  αὐ­τὸν τον θε­αν­θρώ­πι­νο κό­σμο λες «υ­πα­κο­ή», κα­τα­λάμ­πε­σαι α­πό τη χά­ρη της ε­λευ­θε­ρί­ας, στην ο­ποί­α ο­δη­γεί­σαι.

Ό­ταν λες «α­να­χώ­ρη­ση και κα­τά μό­νας πα­ρα­μο­νή», ζεις την πραγ­μά­τω­ση της α­χράν­του κοι­νω­νί­ας και συμ­βι­ώ­σε­ως με ό­λους.

Ό­ταν σκε­φθείς τη Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή, με­τα­φέ­ρε­σαι στον βα­θύ όρ­θρο, που υ­πο­φώ­σκει το φως της Α­να­στά­σε­ως.

Και ό­ταν σκε­φθείς τον θά­να­το, ε­ξά­πτε­ται χα­ρά εν τη καρ­δί­α σου, κα­τά τον Αβ­βά Ι­σα­άκ.

Ο θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας δεν εί­ναι αν­θρώ­πι­νο αλ­λά θε­αν­θρώ­πι­νο κα­θί­δρυ­μα. Και ο τρό­πος που λει­τουρ­γεί εί­ναι μί­α πι­στο­ποί­η­ση και φα­νέ­ρω­ση της δια­ρκούς μεθ  ἡ­μῶν πα­ρου­σί­ας του Κυ­ρί­ου.

Οι αν­θρώ­πι­νοι και κο­σμι­κοί θε­σμοί (η οι πνευ­μα­τι­κοί θε­σμοί που δι­ορ­γα­νώ­νον­ται με κο­σμι­κό τρό­πο) έ­χουν ως σκο­πό να προ­ω­θή­σουν τα σχέ­δια των υ­πευ­θύ­νων τους. Να αυ­ξή­σουν τη δύ­να­μη και ε­πιρ­ρο­ή τους. Να ε­πι­βά­λουν τη θέ­λη­σή τους και να υ­πο­δου­λώ­σουν ό­σο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρους· ί­σως και με τον σκο­πό να τους σώ­σουν. Για­τί αυ­τοί που σκέ­φτον­ται μη­χα­νι­κά εί­ναι ι­κα­νοί να φαν­τα­στούν και σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­που με κα­ταρ­γη­μέ­νη την ε­λευ­θε­ρί­α, δη­λα­δή με κα­ταρ­γη­μέ­νο τον άν­θρω­πο.

Σ  αὐ­τοὺς τους θε­σμούς, που λει­τουρ­γούν με κο­σμι­κό τρό­πο, σαν μη­χα­νές, ο άν­θρω­πος η υ­πο­τάσ­σε­ται και κα­ταν­τά ά­βου­λο ον, ως μι­σθο­φό­ρος η ε­ξάρ­τη­μα μη­χα­νής η αν­τι­δρά δι­α­σπα­στι­κά. Α­πο­χω­ρί­ζε­ται α­πό τον θε­σμό. Και δε­σμεύ­ε­ται στον α­το­μι­κό του λο­γι­σμό, ρυθ­μί­ζον­τας μ  αὐ­τὸν τη ζω­ή του και τη ζω­ή των αν­θρώ­πων, που ί­σως τον α­κο­λου­θούν. 

Το α­προσ­δι­ό­ρι­στο της ε­λευ­θε­ρί­ας

Αλ­λά ό­ταν ο άν­θρω­πος χά­σει την ε­νό­τη­τά του με την Εκ­κλη­σί­α, που συγ­κρο­τεί­ται δια του τρι­α­δι­κού «κα­θώς», χά­νει την ε­λευ­θε­ρί­α του. Για­τί χά­νει τον ε­αυ­τό του τον α­λη­θι­νό, που εί­ναι ό­λοι οι άλ­λοι.

Κα­νείς θε­σμός αν­θρώ­πι­νος, ού­τε και αν ο­νο­μά­ζε­ται εκ­κλη­σι­α­στι­κός, δεν μπο­ρεί να χω­ρέ­σει, να α­νε­χθεί και να ι­κα­νο­ποι­ή­σει τον άν­θρω­πο, που έ­χει την πνο­ή του Θε­ού μέ­σα του, ε­πι­πο­θεί το «πορ­ρω­τέ­ρω», την ε­πέ­κτα­ση, τον Χρι­στό. Και δεν εί­ναι δυ­να­τόν να α­να­παυ­θεί ο άν­θρω­πος με κα­μιά υ­πό­σχε­ση η εν­δο­κο­σμι­κή προ­ο­πτι­κή, για­τί δι­ψά το α­σύλ­λη­πτο και αν­θρω­πί­νως α­νέ­φι­κτο. Λέ­ει ό­λη του η ύ­παρ­ξι «ό­χι» στον κο­σμι­κά ορ­γα­νω­μέ­νο θε­σμό, που θέ­λει δή­θεν να τον χει­ρα­γω­γή­σει στο μυ­στή­ριο της ζω­ής και της σω­τη­ρί­ας.

Για τον άν­θρω­πο κα­λός πνευ­μα­τι­κός θε­σμός, που λει­τουρ­γεί μη­χα­νι­κά, εί­ναι μό­νο ο ε­τοι­μόρ­ρο­πος, ο δι­α­λυ­μέ­νος και α­νύ­παρ­κτος. Γι  αὐ­τὸ και ο Κύ­ριος, που τα ξέ­ρει ό­λα αυ­τά, ήλ­θε και δι­έ­λυ­σε τις φυ­λα­κές. Κα­τέ­στρε­ψε την α­πά­τη. Α­νέ­τρε­ψε τις τρά­πε­ζες των κολ­λυ­βι­στών και τις κα­θέ­δρες των εμ­πό­ρων, που με­τέ­τρε­ψαν τον να­ό του Θε­ού σε οί­κο εμ­πο­ρί­ου. Μας α­πήλ­λα­ξε α­πό την κα­τά­ρα του Νό­μου. Και με την κά­θο­δό Του στον Ά­δη «μο­χλοί συ­νε­τρί­βη­σαν, ε­θλά­σθη­σαν πύ­λαι, μνή­μα­τα η­νοί­χθη­σαν, νε­κροί α­νί­σταν­το».

Και βγή­καν ό­λοι οι νε­κροί έ­ξω, στο φως. «Και νε­κρός ου­δείς ε­πί μνή­μα­τος».

Και συ­νε­κρό­τη­σε την Εκ­κλη­σί­α, που δεν εί­ναι φυ­λα­κή (έ­στω με χρυ­σά κάγ­κε­λα), αλ­λά εί­ναι ε­λευ­θε­ρί­α και κρα­ται­ά ως ο θά­να­τος α­γά­πη. Και εί­ναι η μή­τρα μιας άλ­λης μά­νας, ευ­ρυ­χω­ρο­τέ­ρας των ου­ρα­νών, που γεν­νά τον άν­θρω­πο. Και εί­μα­στε παι­διά της ε­λευ­θέ­ρας (Γαλ. 4, 16), παι­διά της ε­λευ­θε­ρί­ας, που την κερ­δί­ζο­με με την υ­πα­κο­ή στην Α­λή­θεια του Θε­ού, που εί­ναι Α­γά­πη.

Και ε­άν οι αν­θρώ­πι­νοι θε­σμοί φο­βούν­ται την ε­λευ­θε­ρί­α του αν­θρώ­που, και γι  αὐ­τὸ την κου­τσου­ρεύ­ουν η την κα­ταρ­γούν, ο θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας γεν­νά τους ε­λευ­θέ­ρους εν Πνεύ­μα­τι αν­θρώ­πους. Και ό­λον συγ­κρο­τεί τον θε­σμόν της Εκ­κλη­σί­ας το Πνεύ­μα. Το ο­ποί­ο ό­που θέ­λει πνει και ουκ οί­δας πό­θεν έρ­χε­ται και που υ­πά­γει. Ού­τως ε­στί πας ο γε­γεν­νη­μέ­νος εκ του Πνεύ­μα­τος (Ι­ω. 3.8).

Και το α­προσ­δι­ό­ρι­στό της ε­λευ­θε­ρί­ας, που ι­σορ­ρο­πεί δια της α­γά­πης των εν τρι­α­δι­κή κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων, εί­ναι η πέ­τρα της πί­στε­ως.

Οι α­λη­θι­νά χα­ρι­σμα­τι­κοί

Οι ά­γιοι δεν εί­ναι φύ­λα­κες νό­μου αλ­λά νο­μο­θέ­τες, κα­τά τον ά­γιο Συ­με­ών τον Νέ­ο Θε­ο­λό­γο. Ο θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας εί­ναι χα­ρι­σμα­τι­κός και τα χα­ρί­σμα­τα των α­γί­ων λει­τουρ­γούν ως θε­σμοί κα­θο­δη­γη­τι­κοί για το εκ­κλη­σι­α­στι­κό πλή­ρω­μα.

Μπο­ρού­με να πού­με ό­τι δεν υ­πάρ­χουν χα­ρι­σμα­τού­χοι αλ­λά γί­νον­ται, γεν­νών­ται δια­ρκώς. Δεν πή­ραν κά­πο­τε έ­να χά­ρι­σμα ως ι­δι­ό­τη­τα στα­τι­κή, αλ­λά δέ­χον­ται μί­α ευ­λο­γί­α που τους χα­ρί­ζε­ται δια­ρκώς. Εί­ναι αυ­τοί που α­λη­θι­νά συ­νει­δη­το­ποι­ούν την έ­σχα­τη α­δυ­να­μί­α του αν­θρώ­που και την α­γα­θό­τη­τα του Θε­ού. Βλέ­πουν ό­λους τους άλ­λους κα­λούς και κα­θα­ρούς. Θε­ω­ρούν τον ε­αυ­τό τους υ­πο­κά­τω πά­σης της κτί­σε­ως. Έ­χουν τη χά­ρη της τρε­μά­με­νης συν­τρι­βής του τα­πει­νού, του ε­ξου­θε­νη­μέ­νου. Και σαν σφουγ­γά­ρι ρου­φούν τη χά­ρη. Δέ­χον­ται τα χα­ρί­σμα­τα της έ­σω­θεν α­να­παύ­σε­ως και του φω­τι­σμού. Δεν τα θε­ω­ρούν δι­κά τους κα­τορ­θώ­μα­τα, ού­τε α­ξι­ο­ποι­ή­σι­μες δυ­να­τό­τη­τες για να αυ­ξή­σουν το κύ­ρος τους υ­πο­τι­μών­τας τους άλ­λους.

Εκ­πλήσ­σον­ται α­πό την ά­φα­τη α­γά­πη του Θε­ού και αυ­θορ­μή­τως τα α­πο­δί­δουν, τα ε­πι­στρέ­φουν, α­μέ­σως στον Δω­ρε­ο­δό­τη. Και αυ­τό τους κα­θι­στά ά­ξιους να δέ­χον­ται συ­νέ­χεια νέ­α χα­ρί­σμα­τα, με­γα­λύ­τε­ρα, πά­να­γνα, πνευ­μα­τι­κά, ευ­λο­γούν­τα τα σύμ­παν­τα. Και αυ­τοί ε­ξα­κο­λου­θούν να μην έ­χουν κα­μιά ι­δέ­α για τον ε­αυ­τό τους. Έ­χουν με­γά­λη ι­δέ­α για τον Θε­ό.

Και μό­λις φα­νεί ό­τι ο κό­σμος τους τι­μά, πα­ρα­ξε­νεύ­ον­ται, δυ­σα­να­σχε­τούν, συ­στέλ­λον­ται. Και κρύ­βον­ται, εί­τε στην έ­ρη­μο, εί­τε πί­σω α­πό το πα­ρα­πέ­τα­σμα κά­ποι­ας πλα­στής μω­ρί­ας και σα­λό­τη­τος. Και η­συ­χά­ζουν. Ζουν, πα­ρα­κο­λου­θούν και συμ­βάλ­λουν στην κυ­κλο­φο­ρί­α του αί­μα­τος και της χά­ρι­τος μέ­σα στο σώ­μα της εκ­κλη­σι­α­στι­κής κοι­νό­τη­τος.



 Το ΒΗΜΑ, 24/10/1999, Σελ.: B07
Κω­δι­κός άρ­θρου: B12737B071