Σελίδες

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Τῆς με­τα­νοί­ας ἄ­νοι­ξόν μοι πύ­λας, Ζω­ο­δό­τα…


Εἰ­ρή­νη Μο­να­χή


Ἀρχή Καλοκαιριοῦ λοιπόν! Γιά ἀκόμη μιά χρονιά ὁ Κύριος ἐπιτρέπει νά εἶμαι στήν γήινη κατάσταση καί νά μπορῶ νά βλέπω τήν ὑπέροχη δημιουργία Του, ζώντας σ’ ἕνα πανέμορφο Κυκλαδίτικο νησί ὅπου τό λευκό δένει ἀπολύτως μέ τό οὐράνιο θαλασσινό χρῶμα.
Ἀρχή Καλοκαιριοῦ λοιπόν καί ὁ Ἁη-Γιώργης φιλοξενεῖ τρεῖς ἀγαπημένους ἀνθρώπους. Κάποιο ἀπόγευμα εἴπαμε νά πᾶμε μιά βόλτα σέ μιά ἀπομονωμένη παραλία ν’ ἀπολαύσουμε τήν δύση τοῦ ἡλίου. Ἡ διαδρομή ὑπέροχη. Τριγύρω ὑπάρχει ἁπλή καθαρή φύση. Ἀριστερά ἡ θάλασσα ἁπλωμένη μέχρι ὅπου τό μάτι τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά φθάσει. Δεξιά ἁπαλοί πέτρινοι ὄγκοι βουνῶν πού φιλοξενοῦν σέ κάποιες πλαγιές μικρά ἀσβεστωμένα ἐκκλησάκια μέ καμάρι τούς Σταυρούς τους, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ γλυκύς οὐρανός ἀπό πάνω μας, ἀνεπαίσθητος, λεπτός, ἀέρινος, προστατευτικός. Ἀπ’ τά ἀνοικτά παράθυρα τοῦ αὐτοκινήτου ἔρχονται οἱ εὐωδίες τῆς φασκομηλιᾶς καί τοῦ θυμαριοῦ, πλεγμένες μέ τήν ἁλμύρα τοῦ μπλέ ὑδάτινου ὄγκου πού κυκλώνει ὅλο τό νησί. «… ὁ στερεώσας τήν γῆν ἐπί τῶν ὑδάτων...». Ἕνα καράβι φεύγει στό βάθος.
Ἔτσι, ἔχοντας πλήρη συναίσθηση τοῦ φυσικοῦ κάλλους πού μᾶς περιβάλλει καί τήν εὐχούλα στήν καρδιά «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς», φθάσαμε στόν προορισμό μας. Ἀφήνοντας τό αὐτοκίνητο ἀρχίσαμε νά περπατᾶμε πρός τήν θάλασσα. Στήν ἀρχή ἄμμος καί ὅσο τήν πλησιάζουμε πέτρινα χαμηλά σκουρόχρωμα βράχια μέ κοιλότητες ποῦ καί ποῦ ὥστε νά καθρεπτίζεται ὁ οὐρανός. Γῆ, οὐρανός καί ὕδωρ σέ ἁρμονική συνύπαρξη.
Πάντα μοῦ ἄρεσε νά περπατῶ στά βράχια καί ἄρχισα νά ξεμακραίνω. Θαρρεῖς μαγνητισμένη ἀπ’ τό κάλεσμα τῶν κυμάτων, ἤθελα ὅλο καί πιό κοντά τους νά πάω. Ἔφτασα κάποια στιγμή ἄκρη - ἄκρη ἐκεῖ ὅπου ἦταν ὁ τόπος συνάντησης τῶν βράχων μέ τήν θάλασσα. Στάθηκα ἀκίνητη μ’ ὁλάνοικτη τήν ὕπαρξή μου νά ρουφήξω τό ἀπόλυτο παρόν. Ἀπέραντη ἡ θάλασσα μοῦ ἔδειχνε τήν τρομερή δύναμή της στέλνοντας μεγάλα κύματα νά σκᾶνε πάνω στά βράχια. Ὅπως κτυποῦν πάνω τους πετάγονται ἀφρισμένα κατάλευκα διαμάντια καί μαργαριτάρια μέ πορεία πρός τόν οὐρανό. Τριγύρω ἀφρόσκονη. Μουσική ἡ βοή τους…


Στό βάθος τοῦ ὁρίζοντα, ὁ ἥλιος ἔχει χαμηλώσει τόσο ὥστε νά ἀρχίζει ν’ ἀγγίζει τήν θάλασσα λές καί θέλει νά τῆς ψιθυρίσει λόγια γλυκά νά τήν μερέψει. Ὁ οὐρανός ἔχει τώρα ὅλα τά χρώματα, μπλέ, μώβ, πορτοκαλί, γαλάζιο, κόκκινο καί ὁ ἥλιος βυθίζεται, βυθίζεται ὥσπου ὁ ὑδάτινος ὄγκος τόν παίρνει ἁπαλά στήν ἀγκαλιά του νά τόν κοιμίσει. Χρυσάφια ἁπλώνονται παντοῦ μέ τό βύθισμά του.
Νά ἐδῶ μπροστά μας ὅλα τά διαμάντια, τά μαργαριτάρια καί τά χρυσάφια τοῦ κόσμου. Ὅλα μά ὅλα δωρεά ἀπό τόν Κύριό μας. Ἕνα δειλινό ἀρκεῖ νά μᾶς τά χαρίσει. Ἆρα γε τι εἶναι αὐτό πού κάνει τούς ἀνθρώπους νά χάνουν ψυχές καί σώματα στό κυνήγι τους; Ἴσως ἡ διάθεση κατοχῆς τῆς ψυχρῆς ὕλης; Ναί, μά στό κυνήγι τῆς κατοχῆς τῆς ὕλης χάνεις τά ζωντανά δῶρα τοῦ Θεοῦ… καί τελικά δέν κατέχεις τίποτα. Ψευδαίσθηση μεγάλη ἡ ὅποιας μορφῆς κατοχῆς… Θυμᾶμαι τόν Ἐλύτη νά λέει: «...τό ἀστραφτοβόλο, τό καταιγιστικό, τό ἐπίμονο φῶς, πού ἀναιρεῖ τήν Ἑλλάδα μές τά μεσημέρια, τήν ἀποκαθιστᾶ πάλι τό ἡλιοβασίλεμα, κάτω ἀπό τά φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα τοῦ δειλινοῦ καί ἀργότερα κάτω ἀπό τήν τρυφερή παρουσία τῆς Σελήνης...». (Μικρά Ἔψιλον).
Θαύματα μπρός στά μάτια μου, συνεχόμενα ὑπέροχα θαύματα μέ ἐναλλασσόμενα χρώματα. Νερό στά πόδια, ἁλμύρα στό πρόσωπο, ὁλάνοικτη ἡ καρδιά στέλνει στήν βοή τῶν κυμάτων τό «Δόξα σοι ὁ Θεός ἡμῶν, Δόξα σοι!». Ἡ αὐθόρμητη καρδιακή δοξολογία σέ ἀπόλυτη σύζευξη μέ τόν ὑδάτινο ἦχο. Μαζεύω τά ἀραιά κομμάτια τῆς ὕπαρξης, ἑνώνομαι μέ τούς ἀγαπημένους μου ἀνθρώπους καί μέ τά μουσκεμένα πόδια, κατευθυνόμαστε πρός τήν κατεύθυνση ἑνός μικροῦ γραφικότατου κόλπου, ἔχοντας πάνω μας λίγη θαλασσινή ἀφρόσκονη. Ἐδῶ στόν μικρό αὐτό κόλπο εἶναι τελείως διαφορετικό τό θέαμα. Ἡ θάλασσα εἶναι τόσο μά τόσο ἥρεμη, τόσο γαλήνια, τόσο ἀκίνητη ἴσως γιατί νιώθει προστατευμένη ἀπ’ τήν γῆ πού τήν περιβάλλει καί ἔτσι μπορεῖ νά ξεκουράζεται. Λιγοστά χρωματιστά ψαροκάικα ἀκινητοποιημένα καί αὐτά καθρεπτίζονται στήν ἐπιφάνειά της. Βρίσκουμε ἕνα ἀπάγκιο καί ξεκινᾶμε ὑπέροχες πνευματικές κουβέντες. Εὔκολα ἀνοίγονται οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων στήν εἰρήνη τοῦ σούρουπου. Πίσω ἀπ’ ὅλες τίς κουβέντες μας προβάλλεις Ἐσύ Κύριέ μου. Ἐσύ πού νίκησες τόν θάνατο καί μᾶς χάρισες τήν αἰώνια ζωή!!!


Ἀθόρυβο καί ἁπαλό ἔρχεται νά μᾶς τυλίξει τό σκοτάδι τῆς νύχτας. Γινόμαστε σιγά - σιγά σκιές. Οἱ μοναδικές σκιές πού ἀντιλαμβάνονται τήν ὀμορφιά καί ἀναφέρονται σέ Σένα, σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν νερένιο κόλπο. Σιγά - σιγά ξεκινοῦν τήν δουλειά τους τά ἀστέρια τώρα, προσπαθώντας νά δώσουν φῶς περιμένοντας τό φεγγάρι.
Πόση ὀμορφιά, Θεέ μου, πόση εὐγνωμοσύνη πλημμυρίζει τήν ψυχή μου! Ἡ ματιά δέν χορταίνει νά ἀγκαλιάζει τό μεγαλεῖο τῆς δημιουργίας Σου.
Ἀπέραντη ἡ μεγαλοσύνη Σου… Πολύ μικροί οἱ ἄνθρωποι... Ἄπειρο τό ἔλεός Σου… Λίγοι ἐμεῖς… Ἁπλώνεις τήν ὀμορφιά παντοῦ Ἐσύ!.. Μαζεύουμε μικρότητες στήν ψυχή μας ἐμεῖς…
Φτάνουν ὅμως λίγες καρδιές ἀνοικτές νά στρέψουν τριγύρω τήν ματιά τους, νά δοῦν ἀγαλλιάζοντας τό Φῶς φωνάζοντας «Εὐχαριστῶ», γιά νά γεμίσει ὁ οὐρανός ἀγγελικές φωνές. «Χαῖρε, ὅτι τά οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῆ· χαῖρε, ὅτι τά ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς». Ἕνα διάφανο λευκό φῶς ἀρχίζει πίσω ἀπ’ τήν κορφή τοῦ βουνοῦ νά προβάλλει προφητεύοντας τήν ἐπικείμενη φανέρωση τῆς Σελήνης καί ἐμεῖς ἀκινητοποιημένοι περιμένουμε τήν ἐπαλήθευση τῆς προφητείας. Σέ λίγο ἀρχίζει νά προβάλλει… Ἀνεβαίνει, ἀνεβαίνει καί τελικά μᾶς φανερώνει τό τέλειο μεγαλοπρεπές κυκλικό λευκοφόρο σχῆμα της! Ἐκστατικοί ἐμεῖς μπροστά στό κάλλος της, λουσμένοι στήν ἀσημόσκονη τώρα. Ἡ θάλασσα, στήν ἀγκαλιά τοῦ κόλπου, τά ψαροκάικα στήν ἀγκαλιά τῆς θάλασσας, ἡ ἄμμος στά πόδια μας καί ἐμεῖς στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ ἀσημένιες σκιές.
Δοξολογία, χαρά, εὐχαριστία, εὐγνωμοσύνη πάλι καί πάλι καί ἴσως εἶναι ἡ καταλληλότερη στιγμή γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου. Φεγγαρολουσμένες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, ξεκινᾶμε νά ὑμνοῦμε τόν Πάνσοφο Δημιουργό μας. «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. Ὑμνοῦμεν σε, δοξολογοῦμεν σε, προσκυνοῦμεν σε, εὐχαριστοῦμεν σοι διά τήν μεγάλην σου δόξαν». «...Παννύχιον ἡμῖν τήν σήν δοξολογίαν χάρισαι εἰς τό ὑμνεῖν, καί εὐλογεῖν καί δοξάζειν τό πάντιμον, καί μεγαλοπρεπές Ὄνομά Σου, τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν». «…Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Τριάς Ἁγία, δόξα σοι». Ἁπλῶς ὅλα τέλεια!


Ἐπιστρέφοντας στό παρόν, ὅπου γράφω τήν ἐμπειρία μου, σκέπτομαι πώς κάποιοι ἄνθρωποι θεωρήσουν πώς αὐτό μπορεῖ νά συντελεστεῖ μόνο στά νησάκια, ἤ σέ κάποια ἀπομακρυσμένα φυσικά τοπία. Σίγουρα ἡ παρουσία τῆς φύσεως ὑποβοηθεῖ τέτοιες καταστάσεις, ἀλλά κυρίως εἶναι θέμα ἐσωτερικῆς στάσεως. Διότι ὁ ἥλιος παντοῦ βασιλεύει, ἡ Σελήνη παντοῦ προβάλλει, τ’ ἀστέρια παντοῦ φωτίζουν τήν νύχτα… ὁ Θεός παντοῦ, ἡ δημιουργία Του μᾶς τυλίγει. Ἀκόμη καί στίς μεγαλουπόλεις ὑπάρχουν κοντά στόν ἄνθρωπο, ἕνα βουνό πού τόν περιμένει νά τό περπατήσει καί νά τό ἀνακαλύψει, π.χ. Ὑμηττός… Μια θάλασσα πού τόν περιμένει νά τήν μυρίσει καί νά τήν ἀκούσει, ἕνα παγκάκι μόνο του σέ ἕνα πάρκο πού περιμένει συντροφιά, ἕνας Ναός πού ἀγρυπνεῖ ὑμνολογώντας τόν Δημιουργό, καί ἕνα ἡλιοβασίλεμα στ’ Ἀναφιώτικα… Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά κλείνεται ἀκινητοποιημένος καί μίζερα μόνος μπροστά σέ μία Τ.V. πού τόν ἀναστατώνει, νά ἀποφασίσει νά κάνει τήν ἔξοδό του, ν’ ἀνακαλύψει συνοδοιποροῦσες ψυχές ὥστε ἐπικοινωνώντας νά βαδίζουν στήν ὀμορφιά του κόσμου μέ διάθεση εὐγνωμοσύνης καί χαρᾶς. Γράφει πάλι ὁ Ὀ. Ἐλύτης στά «Μικρά Ἔψιλον»: «Ἄν τό γυαλί ἀπ’ ὅπου βλέπουμε καί ἀντιλαμβανόμαστε τόν κόσμο ἦταν πιό καθαρό, τό κάθετί θά φαινότανε στόν ἄνθρωπο τέτοιο πού πραγματικά εἶναι, δηλαδή χωρίς ἀρχή καί τέλος. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος πῆγε καί κλείστηκε ἀπό μόνος του καί περιορίστηκε σέ τέτοιο σημεῖο, πού νά μήν βλέπει παρά μόνον ὅσο τοῦ ἐπιτρέπουν οἱ χαραμάδες τῆς φυλακῆς του».


Ἀρχή Καλοκαιριοῦ λοιπόν! Ἄς κάνουμε μιά νέα ἀρχή. Ἄς ἀκούσουμε τίς προσκλήσεις τῆς ὀμορφιᾶς τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ μας! Ἄς ὑπακούσουμε στίς προκλήσεις γιά ἐπικοινωνιακή συνοδοιπορία στό κάλλος τῆς πνευματικῆς εὐχαριστίας καί δοξολογίας! Ἄς καθαρίσουμε τό γυαλί ἀπ΄ ὅπου ἀντιλαμβανόμαστε τόν κόσμο ὥστε νά πειστοῦμε γιά τό δῶρο τῆς αἰωνιότητας, ἔτσι ὥστε κανένας φόβος νά μήν περιορίζει τήν ὕπαρξή μας, παρά νά ἐκτειθέμεθα ὁλάνοικτοι πρός δοξολογικές καί εὐχαριστιακές πνευματικές ἐμπειρίες. Θά γίνουμε τότε στ’ ἀλήθεια τό ἅλας τῆς γῆς, πού μέσα σέ περίεργα χρόνια, θά μπορούσαμε νά μοιράζουμε αἰσιοδοξία καί χαρά στό περιβάλλον μας.
Νέα Ἀρχή Καλοκαιριοῦ λοιπόν, μέ πολύ Φῶς Χριστοῦ στήν καρδιά μας.

Καλό Καλοκαίρι!