Σελίδες

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Ο Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι, η πί­στη κι η πα­ρά­δο­σή μας



από τον Τheo
(πηγή: Αντίφωνο)


Φέ­τος συμ­πλη­ρώ­νον­ται 80 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι (19321986), ε­νός αν­θρώ­που βα­σα­νι­σμέ­νου αλ­λά και πο­λύ προι­κι­σμέ­νου. Σ ̓ ό­λη τη ζω­ή του α­να­ζη­τού­σε την α­λή­θεια, ή­ταν προ­ση­λω­μέ­νος στον στό­χο του και δεν έ­κα­νε συμ­βι­βα­σμούς. Ο­πως γρά­φει, «κά­θε ε­πο­χή τη ση­μα­δεύ­ει η α­να­ζή­τη­ση της α­λή­θειας. Ο­σο φο­βε­ρή κι αν εί­ναι η α­λή­θεια, συμ­βάλ­λει στην η­θι­κή υ­γεί­α ε­νός έ­θνους. Η α­να­γνώ­ρι­σή της α­πο­τε­λεί έν­δει­ξη υ­γιούς ε­πο­χής και πο­τέ δεν έρ­χε­ται σε αν­τί­θε­ση με την η­θι­κή»[1] και: «Δεν εί­μαι καλ­λι­τέ­χνης του σα­λο­νιού, κι η ευ­τυ­χί­α του κοι­νού δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό μέ­να. Αν­τί­θε­τα, πρέ­πει να λέ­ω στον κό­σμο την α­λή­θεια για την κοι­νή μας ζω­ή, ό­πως τη βλέ­πω μέ­σα α­πό την εμ­πει­ρί­α και τις δυ­να­τό­τη­τές μου.»[2]


Εν­σάρ­κω­νε τον πράγ­μα­τι πνευ­μα­τι­κό άν­θρω­πο. Ο­πως λέ­ει ο Νι­κο­λά­ι Μπουρ­λά­εβ, έ­νας η­θο­ποι­ός με τον ο­ποί­ο συ­νερ­γά­στη­κε, «ή­ταν έ­νας βα­θιά θρη­σκευ­ό­με­νος άν­θρω­πος που έ­ψα­χνε τον Θε­ό και βά­δι­ζε προς τον Θε­ό. Αυ­τό γι­νό­ταν αν­τι­λη­πτό σε κά­θε ται­νί­α του». Και μια άλ­λη η­θο­ποι­ός του, η Να­τα­λί­α Μπον­ταρ­τσούκ δή­λω­σε: «Ο­λες οι ται­νί­ες του Αν­τρέ­ι, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το ποι­α ε­πο­χή α­φο­ρά το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους, εί­ναι προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες στο μέλ­λον, στην αι­ω­νι­ό­τη­τα, στο Θε­ό.»[3]


Ο­ταν τον ρω­τούν «Τι εί­ναι για σας το πνευ­μα­τι­κό; Ποι­α εί­ναι ή πί­στη σας;», α­παν­τά:
«Πι­στεύ­ω πως ο άν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γή­θη­κε α­πό Κά­ποι­ον που εί­ναι α­νώ­τε­ρος, που εί­ναι ά­πει­ρος και πως ό­λη ή ζω­ή ο­φεί­λει να υ­πη­ρε­τεί αυ­τόν τον Κά­ποι­ον.»
Κι ο δι­ά­λο­γος συ­νε­χί­ζε­ται: «‒ Αυ­τό το α­νώ­τε­ρο Ον εί­ναι ό Θε­ός της χρι­στι­α­νι­κής πα­ρα­δό­σε­ως;
‒ Α­ναμ­φί­βο­λα.

‒ Θα λέ­γα­τε πως εί­στε Ορ­θό­δο­ξος; ‒ Ναι.»[4]

Ο Ταρ­κόφ­σκι έ­βλε­πε τη δου­λειά του, την τέ­χνη ως έ­να λει­τούρ­γη­μα, μια δι­α­κο­νί­α, μια προ­σευ­χή: «Πο­τέ δεν πί­στε­ψα στην τέ­χνη. Η τέ­χνη εί­ναι ή αν­τα­νά­κλα­ση μέ­σα στον κα­θρέ­φτη αυ­τού που εί­μα­στε, μιας α­νώ­τε­ρης ι­κα­νό­τη­τας να δη­μι­ουρ­γείς. Δεν κά­νου­με τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να μι­μού­με­θα τον Δη­μι­ουρ­γό. Εί­μα­στε πλα­σμέ­νοι κατ ̓ ει­κό­να Θε­ού, και η πρά­ξη της δη­μι­ουρ­γί­ας εί­ναι μια α­πό τις κι­νή­σεις ο­πού γι­νό­μα­στε ό­μοι­οί Του.
‒ Με λί­γα λό­για ε­πι­κα­λεί­στε μια θρη­σκευ­τι­κή αν­τί­λη­ψη της τέ­χνης.

‒ Πραγ­μα­τι­κά. Η τέ­χνη εί­ναι μια προ­σευ­χή. Εί­ναι η προ­σευ­χή μου. Κι αν η προ­σευ­χή μου εν­δι­α­φέ­ρει κά­ποι­ον, τό­τε ή τέ­χνη μου εί­ναι χρή­σι­μη. Το χρέ­ος του αν­θρώ­που εί­ναι να υ­πη­ρε­τεί. Ο κό­σμος φτι­ά­χτη­κε πά­νω σ' έ­να μο­να­δι­κό τύ­πο σχέ­σε­ως, χά­ρις στον Θε­ό, τη δι­α­κο­νί­α. [...]

‒ Αν­τί να πού­με δι­α­κο­νούν, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ν' α­γα­πούν; ‒ Α­σφα­λώς.

‒ Και με ποι­ο τρό­πο ή τέ­χνη μπο­ρεί νά ̓ναι έ­τσι δι­α­κο­νί­α και α­γά­πη;
‒ Α... Αυ­τό, κα­τά τη γνώ­μη μου, εί­ναι έ­να μυ­στή­ριο. Εί­ναι το μυ­στή­ριο της δη­μι­ουρ­γί­ας.
Θα μπο­ρού­σα­με να ζή­σου­με εί­κο­σι, τριά­ντα αι­ώ­νες, πο­τέ δεν θα μα­θαί­να­με πώς δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ο κό­σμος, ό­πως δεν θ' α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με πο­τέ το μυ­στή­ριο της δη­μι­ουρ­γί­ας. Ο­ταν γο­να­τί­ζου­με μπρο­στά σε μια ει­κό­να και προ­σευ­χό­μα­στε στον Θε­ό βρί­σκου­με τα α­λη­θι­νά, τα σω­στά λό­για. Με τον ί­διο τρό­πο, ό­ταν α­πευ­θύ­νεις την τέ­χνη σου στον Θε­ό σαν μια προ­σευ­χή, βρί­σκεις τα σω­στά πρό­σω­πα που θα βά­λεις στο έρ­γο σου.»[5]

Αλ­λού γρά­φει: «Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως η τέ­χνη εί­ναι θρη­σκευ­τι­κή, α­πό την ά­πο­ψη ό­τι την εμ­πνέ­ει η προ­σή­λω­ση σ ̓ έ­ναν α­νώ­τε­ρο σκο­πό.»[6]



Γιος του ποι­η­τή Αρ­σέ­νι Ταρ­κόφ­σκι, ο Αν­τρέ­ι εί­ναι έ­νας ποι­η­τής του κι­νη­μα­το­γρά­φου. Γρά­φον­τας για την τε­λευ­ταί­α ται­νί­α του, α­να­φέ­ρε­ται και στον «ποι­η­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα που δι­έ­κρι­νε ώς τό­τε τη δου­λειά» του.[7]

Κι ε­πει­δή εί­ναι πραγ­μα­τι­κός ποι­η­τής, δεν θέ­λει να κά­νει τον δά­σκα­λο αλ­λά θέ­λει να προ­βλη­μα­τί­σει τον θε­α­τή, ώ­στε μό­νος του κι ε­λεύ­θε­ρα να ο­δη­γη­θεί προς την α­λή­θεια, προ­βάλ­λον­τας «ε­πει­σό­δια [...] παρ­μέ­να κα­τευ­θεί­αν α­πό τη ζω­ή».[8] «Το πρώ­το που πρέ­πει να πε­ρι­γρά­ψεις εί­ναι το γε­γο­νός και ό­χι η στά­ση σου α­πέ­ναν­τί του. Η στά­ση σου πρέ­πει να γί­νε­ται φα­νε­ρή σ ̓ ο­λό­κλη­ρη την ται­νί­α, να εί­ναι μέ­ρος της συ­νο­λι­κής εν­τύ­πω­σης»[9], γρά­φει αλ­λού.

Παρ ̓ ό­λο που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε πά­ρα πο­λύ α­πό τους ι­θύ­νον­τες της σο­βι­ε­τι­κής κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής βι­ο­μη­χα­νί­ας, τό­σο που να ο­νο­μά­σει «Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο» το προ­σω­πι­κό του η­με­ρο­λό­γιο, ο Ταρ­κόφ­σκι κα­τά­φε­ρε να πε­ρά­σει την πί­στη και την α­λή­θεια του σε κά­ποι­ες α­πό τις ται­νί­ες του. Σχε­τι­κά με αυ­τό γρά­φει: «Πρέ­πει να λέ­ω στον κό­σμο την α­λή­θεια για την κοι­νή μας ζω­ή, ό­πως τη βλέ­πω μέ­σα α­πό την εμ­πει­ρί­α και τις δυ­να­τό­τη­τές μου. Κι αυ­τή η α­λή­θεια δεν υ­πό­σχε­ται κα­θό­λου πως θα εί­ναι εύ­κο­λη ή ευ­χά­ρι­στη».[10]

Νο­μί­ζω πως η πί­στη του στον Θε­ό κι ο σε­βα­σμός του στην Ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση φαί­νον­ται πιο ξε­κά­θα­ρα στον «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ», τη δεύ­τε­ρη ται­νί­α που γύ­ρι­σε στη Σο­βι­ε­τι­κή Ε­νω­ση, και στη «Θυ­σί­α» που γυ­ρί­στη­κε στη Σου­η­δί­α.


Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ


Ο «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ» α­πει­κο­νί­ζει τις δυ­σκο­λί­ες και τις αλ­λα­γές μιας ε­πο­χής που μοιά­ζει πο­λύ με την ε­πο­χή που γυ­ρί­στη­κε. Ο­πως γρά­φει ο ί­διος: «Η τρα­γι­κό­τη­τα ε­κεί­νης της ε­πο­χής μπο­ρεί να ε­ξη­γη­θεί μό­νο σαν κο­ρύ­φω­ση της α­νάγ­κης για αλ­λα­γή.»[11] Και: «Η ται­νί­α θα έ­δει­χνε πώς ο ε­θνι­κός πό­θος για α­δερ­φο­σύ­νη, την ε­πο­χή του πα­ρά­φο­ρου α­δερ­φο­κτό­νου α­γώ­να και του ζυ­γού των Τα­τά­ρων, γέν­νη­σε την εμ­πνευ­σμέ­νη «Α­γί­α Τριά­δα», η ο­ποί­α συ­νο­ψί­ζει το ι­δα­νι­κό της α­δερ­φο­σύ­νης, της α­γά­πης και της γα­λή­νιας ευ­σέ­βειας.»[12] Δη­λα­δή, η πα­τρί­δα του και στον 15ο αι­ώ­να, τον και­ρό του α­γί­ου Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ (η Εκ­κλη­σί­α τον έ­χει κα­τα­τά­ξει στο α­γι­ο­λό­γιό της), και τον και­ρό του Χρουσ­τσόφ αν­τι­με­τω­πί­ζει πα­ρό­μοι­α προ­βλή­μα­τα[13]. Κι ο Ταρ­κόφ­σκι πι­στεύ­ει πως η αλ­λα­γή της Ρω­σί­ας θα έλ­θει μό­νο με την ε­πι­στρο­φή στις πα­ρα­δο­σια­κές α­λή­θει­ες, στην πί­στη στον Θε­ό και στη λα­τρεί­α Του, την ο­ποί­α δι­α­κο­νεί ο α­γι­ο­γρά­φος μο­να­χός ζω­γρα­φί­ζον­τας την πε­ρί­φη­μη ει­κό­να της Α­γί­ας Τριά­δος.


Ο Ρουμ­πλιόφ ξε­κι­νά τη ζω­ή του με μια α­θω­ό­τη­τα και μια παι­δι­κή πί­στη στην κα­λο­σύ­νη των αν­θρώ­πων. Ο­πως γρά­φει ο Ταρ­κόφ­σκι: «Ο κα­λό­γε­ρος, ο Ρουμ­πλιόφ, κοι­τού­σε τον κό­σμο με α­προ­στά­τευ­το, παι­δι­κό βλέμ­μα, και κή­ρυσ­σε την α­γά­πη, την κα­λο­σύ­νη και τη μη βί­αι­η αν­τί­στα­ση στο κα­κό.»[14] Ο­μως, η σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ε­πο­χής του, οι αν­τι­ζη­λί­ες με­τα­ξύ των μο­να­χών, οι μα­ται­ο­δο­ξί­α τους, η δι­α­φθο­ρά αρ­χόν­των και λα­ού, η δι­προ­σω­πί­α και η α­δι­α­φο­ρί­α τους μπρο­στά στον ε­περ­χό­με­νο κίν­δυ­νο των Τα­τά­ρων και τη βί­α που θ ̓ α­κο­λου­θού­σε, δο­κι­μά­ζουν την πί­στη του, τον α­πο­γο­η­τεύ­ουν και τον κά­νουν να εγ­κα­τα­λεί­ψει το μο­να­στή­ρι του.


Φεύ­γον­τας ό­μως α­πό ε­κεί, εί­ναι σαν να βα­δί­ζει στο ά­γνω­στο χω­ρίς πυ­ξί­δα. Αν­τι­με­τω­πί­ζει σαρ­κι­κούς πει­ρα­σμούς, α­πει­λεί­ται με θά­να­το α­πό πα­γα­νι­στές που τον δέ­νουν σε στά­ση σταυ­ρού, συμ­βο­λί­ζον­τας έ­τσι τον Χρι­στό, συ­ναν­τά έ­να δά­σκα­λο ‒τον Θε­ο­φά­νη τον Ελ­λη­να‒ που, ε­κτός α­πό την τέ­χνη του, δεν μπο­ρεί να του δεί­ξει μια σα­φή πο­ρεί­α μέ­σα στον κό­σμο, η­γε­μό­νες που βλέ­πουν την τέ­χνη του με υ­λι­στι­κά κί­νη­τρα και τους ζω­γρά­φους/α­γι­ο­γρά­φους σαν μπο­γι­α­τζή­δες, και μια βί­α που ξε­κι­νά α­πό μια α­δελ­φο­κτό­να δι­α­μά­χη, κα­τα­λή­γει στην ει­σβο­λή των Τα­τά­ρων και κα­τα­στρέ­φει τα πάν­τα. Μέ­σα σ ̓ αυ­τήν τη δί­νη, ο ζω­γρά­φος προ­βλη­μα­τί­ζε­ται, σχε­τι­κά με το «ποι­α πρέ­πει να εί­ναι η σχέ­ση του καλ­λι­τέ­χνη με τον γύ­ρω κό­σμο. Πρέ­πει να συμ­με­τέ­χει την Ι­στο­ρί­α η α­πλώς να πα­ρα­τη­ρεί;»[15] Ο­ταν έ­νας Ρώ­σος ε­πι­χει­ρεί να βιά­σει μια γυ­ναί­κα, ο Αν­τρέ­ι παίρ­νει την α­πό­φα­ση να πα­ρέμ­βει, σκο­τώ­νει τον βια­στή και σώ­ζει τη γυ­ναί­κα.


Με­τά α­π’ αυ­τό και μἐ­σα σ ̓ έ­να πε­ρι­βάλ­λον κα­τα­πτώ­σε­ως, κα­τα­στρο­φής, πεί­νας κι ε­ρη­μώ­σε­ως, ο μο­να­χός Αν­τρέ­ι στρέ­φε­ται στη με­τά­νοι­α: Ε­πι­βάλ­λει κα­νό­να σι­ω­πής στον ε­αυ­τό του, α­πο­φα­σί­ζει να μη ξα­να­μι­λή­σει και ξα­να­ζω­γρα­φί­σει μέ­χρι να του δεί­ξει ο Θε­ός ό­τι του συγ­χώ­ρε­σε τον φό­νο κι ε­πι­στρέ­φει στη μο­νή της με­τα­νοί­ας του. Μ ̓ αυ­τόν τον τρό­πο ο Ταρ­κόφ­σκι δεί­χνει στους συγ­χρό­νους του πώς πρέ­πει να γί­νει η αλ­λα­γή της Ρω­σί­ας για την ο­ποί­α τό­ση συ­ζή­τη­ση γι­νό­ταν τό­τε.


Ο Ρουμ­πλιόφ περ­νά έν­τε­κα χρό­νια με καρ­τε­ρί­α, μέ­σα στην α­φά­νεια και τη σι­ω­πή. Μέ­σα σ ̓ αυ­τά ω­ρι­μά­ζει. Ο­μως, για να φτά­σει σ ̓ αυ­τό το ση­μεί­ο, έ­πρε­πε ν’ αν­τι­με­τω­πί­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του και­ρού του, «τις πιο σα­ρω­τι­κές μορ­φές της βί­ας που ε­ξου­σί­α­ζε τον κό­σμο και τον ο­δή­γη­σε στην α­πο­γο­ή­τευ­ση», για να ε­πι­στρέ­ψει ε­κεί ό­που ξε­κί­νη­σε: «Στο τέ­λος ε­πέ­στρε­ψε στην ί­δια α­λή­θεια, α­να­κά­λυ­ψε πά­λι για τον ε­αυ­τό του την α­ξί­α της αν­θρώ­πι­νης κα­λο­σύ­νης, της ά­δο­λης α­γά­πης που δεν λο­γα­ριά­ζει το κό­στος ‒του μό­νου δώ­ρου που μπο­ρούν να προ­σφέ­ρουν οι άν­θρω­ποι ο έ­νας στον άλ­λο», γρά­φει ο σκη­νο­θέ­της[16].


Με­τά απ ̓ αυ­τή την ω­ρί­μαν­ση, ο Θε­ός του στέλ­νει έ­να ση­μά­δι ό­τι συγ­χω­ρέ­θη­κε. Οι Ρώ­σοι σι­γά σι­γά ξα­να­βρί­σκουν το κου­ρά­γιο τους και ξα­να­χτί­ζουν τις πό­λεις και τα ι­ε­ρά τους. Για να ο­λο­κλη­ρω­θεί η α­νοι­κο­δό­μη­ση του Νόβ­γκο­ροντ και του κα­θε­δρι­κού να­ού του, πρέ­πει να κα­τα­σκευα­στεί μια με­γά­λη καμ­πά­να. Ο­σοι γνώ­ρι­ζαν την τέ­χνη έ­χουν χα­θεί στον λι­μό. Ο γιος ε­νός νε­κρού κα­τα­σκευα­στή καμ­πα­νών α­να­λαμ­βά­νει το έρ­γο, ι­σχυ­ρι­ζό­με­νος ό­τι ξέ­ρει το μυ­στι­κό, ε­νώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το α­γνο­εί. Ο Αν­τρέ­ι τον πα­ρα­κο­λου­θεί, κι ό­ταν βλέ­πει πως ή­ταν η πί­στη του νέ­ου αυ­τή που ο­δή­γη­σε την κα­τα­σκευ­ή στην ε­πι­τυ­χί­α, α­πο­φα­σί­ζει να σπά­σει τη σι­ω­πή του και να ξα­ναρ­χί­σει την α­γι­ο­γρα­φί­α, ώ­ρι­μος πια. Του λέ­ει: «Θα φύ­γου­με μα­ζί. Ε­σύ θα φτιά­χνεις καμ­πά­νες κι ε­γώ ει­κό­νες. Θα πά­με στην Α­γί­α Τριά­δα. Θα πά­με μα­ζί.»


Η ται­νί­α, που μέ­χρι τό­τε ή­ταν α­σπρό­μαυ­ρη, α­πει­κο­νί­ζον­τας τα α­δι­έ­ξο­δα του ή­ρω­ά της και του ρω­σι­κού λα­ού, θα ξε­σπά­σει στο τέ­λος σε μια φω­το­χυ­σί­α χρώ­μα­τος, με τον φα­κό να ε­στιά­ζει στην ει­κό­να της Α­γί­ας Τριά­δος, και σε μια θρι­αμ­βι­κή δο­ξο­λο­γι­κή μου­σι­κή. Ο μο­να­χός, α­φού πέ­ρα­σε πολ­λές δο­κι­μα­σί­ες, με τη με­τά­νοι­α, ξα­να­γύ­ρι­σε στην αρ­μο­νί­α και τη γα­λή­νη της εν Χρι­στώ ζω­ής, της α­γι­ο­γρα­φί­ας και της ει­κό­νας της Α­γί­ας Τριά­δος που ζω­γρά­φι­σε. Ε­τσι, ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται εμ­πει­ρι­κά η Πα­ρά­δο­ση. Γρά­φει ο Ταρ­κόφ­σκι γι ̓ αυ­τήν την ται­νί­α: «Οι πα­ρα­δο­σια­κές α­λή­θει­ες πα­ρα­μέ­νουν α­λή­θει­ες μό­νο ό­ταν τις δι­και­ώ­νει η α­το­μι­κή εμ­πει­ρί­α.»[17]


Κι ο Αν­δρέ­ας Πι­σα­λί­δης: «Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλι­ώφ» α­πο­τε­λεί μια Ορ­θό­δο­ξη α­πάν­τη­ση σε μια α­πό τις πλέ­ον α­γα­πη­μέ­νες ται­νί­ες του Ταρ­κόφ­σκι, την «Ε­βδο­μη Σφρα­γί­δα» του Μπέρ­γκμαν. Αμ­φό­τε­ρες οι ται­νί­ες εί­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νες στον Με­σαί­ω­να και οι ή­ρω­ες θέ­τουν το πρό­βλη­μα της ύ­παρ­ξης Θε­ού και Πί­στης. Σε μια ε­πο­χή που ο έγ­χρω­μος κι­νη­μα­το­γρά­φος κυ­ρι­αρ­χού­σε, τό­σο ο Μπέρ­γκμαν, ό­σο και ο Ταρ­κόφ­σκυ, χρη­σι­μο­ποι­ού­σαν το α­σπρό­μαυ­ρο φιλμ για να δεί­ξουν την πνευ­μα­τι­κή κρί­ση των η­ρώ­ων τους. Ο­μως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ή­ρω­ες του Μπέρ­γκμαν α­δυ­να­τούν να πι­στέ­ψουν, και ο θά­να­τος έρ­χε­ται ως λύ­τρω­ση στο υ­παρ­ξια­κό τους πρό­βλη­μα.


Αν­τί­θε­τα, ο ή­ρω­ας του Ταρ­κόφ­σκυ βρί­σκει λύ­ση και λύ­τρω­ση στις ι­δέ­ες της κοι­νό­τη­τας, της Πί­στης και της με­τα­μέ­λειας.»[18]

Γρά­φει ε­πί­σης ο Πι­σα­λί­δης: «Σή­με­ρα, ο «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλι­ώφ» θε­ω­ρεί­ται η ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ται­νί­α του ρω­σι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου μα­ζί με το «Θω­ρη­κτό Πο­τέμ­κιν» του Α­ϊ­ζεν­στά­ιν και το «Χρώ­μα του Ρο­διού» του Πα­ρα­τζά­νωφ. Ε­πί­σης πολ­λοί εί­ναι ε­κεί­νοι που τον θε­ω­ρούν το κο­ρυ­φαί­ο ε­πί­τευγ­μα του δι­ε­θνούς κι­νη­μα­το­γρά­φου.» Ο ί­διος κρι­τι­κός τη θε­ω­ρεί ως τη «ση­μαν­τι­κό­τε­ρη χρι­στι­α­νι­κή ται­νί­α ό­λων των ε­πο­χών»[19].



Θυ­σί­α



Ο­πως έ­λε­γε ο Ταρ­κόφ­σκι, σε ό­λη τη διά­ρκεια της ζω­ής του γύ­ρι­ζε μό­νο μια ται­νί­α – για τον άν­θρω­πο, για την α­να­ζή­τη­ση της α­λή­θειας, την α­να­ζή­τη­ση του ι­δα­νι­κού[20]. Στην τε­λευ­ταί­α ται­νί­α του, τη «Θυ­σί­α», φαί­νε­ται να έ­χει ο­λο­κλη­ρώ­σει την α­να­ζή­τη­ση και να εί­ναι πιο κα­τα­στα­λαγ­μέ­νος στην πί­στη του στον Θε­ό. Ε­χει κα­τα­λή­ξει ό­τι ο κό­σμος σώ­ζε­ται ό­ταν ο άν­θρω­πος υ­πα­κού­ει στο θέ­λη­μα του Θε­ού κι ό­τι πραγ­μα­τι­κά ι­σχυ­ροί εί­ναι οι α­δύ­να­τοι, οι πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νοι α­πό την κοι­νω­νί­α, οι ο­ποί­οι ό­μως, ε­πει­δή θυ­σιά­ζουν τον ε­αυ­τό τους για τους άλ­λους και τον κό­σμο, γί­νον­ται ερ­γα­λεί­α της θεί­ας Πρό­νοι­ας και σώ­ζουν τον κό­σμο α­πό την κα­τα­στρο­φή και τον άν­θρω­πο α­πό την α­παν­θρω­πο­ποί­η­ση.


Ο­πως γρά­φει ο ί­διος για τη «Θυ­σί­α», «η δο­μή της ται­νί­ας και το ποι­η­τι­κό της μή­νυ­μα αλ­λη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζον­ται έν­το­να, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο απ ̓ ό,τι στις άλ­λες ται­νί­ες μου. Η συ­νο­λι­κή δι­άρ­θρω­ση έ­γι­νε κα­τά συ­νέ­πεια πο­λυ­πλο­κό­τε­ρη και φέ­ρει τη σφρα­γί­δα μιας ποι­η­τι­κής πα­ρα­βο­λής.»[21] Ως πα­ρα­βο­λή, ε­πι­δέ­χε­ται πολ­λές ερ­μη­νεί­ες. Πα­ρά ταύ­τα, ο Ταρ­κόφ­σκι μάς ο­δη­γεί στη θρη­σκευ­τι­κή ερ­μη­νεί­α. Στην αρ­χή των ση­μει­ώ­σε­ών του για την ται­νί­α γρά­φει: «Στην ε­ρώ­τη­ση τι με ελ­κύ­ει τό­σο πο­λύ στην ι­δέ­α της θυ­σί­ας ‒ή της προ­σφο­ράς‒ μπο­ρώ ν ̓ α­παν­τή­σω α­μέ­σως, χω­ρίς υ­πεκ­φυ­γές: ως θρη­σκευ­ό­με­νο άν­θρω­πο, μ ̓ εν­δι­α­φέ­ρει προ­παν­τός ε­κεί­νος ο ο­ποί­ος εί­ναι ι­κα­νός να προ­σφέ­ρει τον ε­αυ­τό του σαν θυ­σί­α, εί­τε για χά­ρη κά­ποι­ου α­νώ­τε­ρου ι­δα­νι­κού, εί­τε για να ε­ξα­σφα­λί­σει την προ­σω­πι­κή του σω­τη­ρί­α εί­τε και για τους δύ­ο λό­γους ταυ­το­χρό­νως. Μια τέ­τοι­α κί­νη­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει φυ­σι­κά την α­πο­μά­κρυν­ση απ ̓ ό­λα τα προ­σω­πι­κά μι­κρο­συμ­φέ­ρον­τα και την ο­λο­κλη­ρω­τι­κή α­παλ­λα­γή α­πό κά­θε ε­γω­ι­σμό.»[22]


Η ται­νί­α ε­στι­ά­ζε­ται στο οι­κο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα και στην πί­στη στον Θε­ό∙ μια βι­ω­μα­τι­κή πί­στη που να γε­μί­ζει την ύ­παρ­ξη του πι­στού, τό­σο που κα­ταν­τά να κά­νει πράγ­μα­τα α­νώ­φε­λα ή πα­ρά­λο­γα για τη συμ­βα­τι­κή η­θι­κή και λο­γι­κή της κοι­νω­νί­ας. Αρ­χί­ζει με τον Α­λε­ξάν­τερ ‒έ­να γνω­στό δη­μο­σι­ο­γρά­φο, κρι­τι­κό θε­ά­τρου και λο­γο­τε­χνί­ας που έ­χει α­πο­συρ­θεί στην ε­ρη­μιά, ζών­τας με τη γυ­ναί­κα και τον μι­κρό γιο του σ ̓ έ­να ω­ραί­ο σπί­τι που το υ­πε­ρα­γα­πά­ει‒ να στέ­κει μπρο­στά σ ̓ έ­να ξε­ρό­κλα­δο που το έ­χει χώ­σει σ ̓ έ­να βρά­χο, μα­ζί με τον γιό του που δεν μπο­ρεί προ­σω­ρι­νά να μι­λή­σει με­τά α­πό μια εγ­χεί­ρη­ση.


Ο Α­λε­ξάν­τερ δι­η­γεί­ται μια ι­στο­ρί­α α­πό το Γε­ρον­τι­κό: «Ξέ­ρεις, κά­πο­τε, πριν α­πό πο­λύ και­ρό, έ­νας ά­γιος γέ­ρον­τας α­πό έ­να ορ­θό­δο­ξο μο­να­στή­ρι, που τον έ­λε­γαν Παμ­βώ, φύ­τε­ψε κι αυ­τός έ­να ξε­ρό κού­τσου­ρο πά­νω σ’ έ­να βου­νό. Κι α­νά­θε­σε στο μα­θη­τή του, το μο­να­χό Ι­ω­άν­νη τον Κο­λο­βό, να το πο­τί­ζει κά­θε μέ­ρα ώ­σπου να ζων­τα­νέ­ψει ξα­νά». Ο κύ­ριος Α­λε­ξάν­τερ μι­λά­ει πο­λύ σο­βα­ρά. «Κά­θε μέ­ρα, λοι­πόν, ο Ι­ω­άν­νης γέ­μι­ζε έ­ναν κου­βά νε­ρό κι α­νέ­βαι­νε στο βου­νό. Για να φτά­σει στην κορ­φή, περ­πα­τού­σε ό­λη μέ­ρα. Ξε­κι­νού­σε με την α­να­το­λή του ή­λιου και γύ­ρι­ζε με τη δύ­ση. Κά­θε πρω­ί α­νέ­βαι­νε με τον κου­βά του στο βου­νό και κά­θε βρά­δυ γυρ­νού­σε στο μο­να­στή­ρι, ό­ταν εί­χε πια σκο­τει­νιά­σει. Και το έ­κα­νε αυ­τό κά­θε μέ­ρα για τρί­α ο­λό­κλη­ρα χρό­νια. Και έ­να ω­ραί­ο πρω­ί α­νε­βαί­νει στο βου­νό και τι να δει! Ο­λο του το δέν­τρο εί­χε μπουμ­που­κιά­σει!


Ο,τι και να πει κα­νείς, αυ­τή η μέ­θο­δος, αυ­τό το σύ­στη­μα κρύ­βουν κά­ποι­ο με­γα­λεί­ο! Ξέ­ρεις, κα­μιά φο­ρά σκέ­φτο­μαι: αν μπο­ρού­σε κα­νείς να κά­νει κά­θε μέ­ρα την ί­δια ώ­ρα το ί­διο πράγ­μα, κά­πως σαν τε­λε­τή, συ­στη­μα­τι­κά και α­νελ­λι­πώς, κά­θε μέ­ρα, α­πα­ραι­τή­τως την ί­δια πάν­τα ώ­ρα – τό­τε ο κό­σμος θα ή­ταν αλ­λι­ώ­τι­κος! Κά­τι θα άλ­λα­ζε, δεν μπο­ρεί! Θα άλ­λα­ζε! [...] Κά­θε ο­μοι­ό­μορ­φη κί­νη­ση, μια κα­θη­με­ρι­νή πρά­ξη, [...] έ­χει μέ­σα της τη δύ­να­μη του ρυθ­μού».[23] Το φύ­τε­μα του ξε­ρό­κλα­δου κι η ι­στο­ρί­α α­πό το Γε­ρον­τι­κό εί­ναι σαν μια ο­δη­γί­α του Α­λε­ξάν­τερ στον γιό του να κά­νει κα­θη­με­ρι­νά, «συ­στη­μα­τι­κά και α­νελ­λι­πώς» κά­τι α­νώ­φε­λο για τον πο­λύ κό­σμο.


Α­κο­λου­θεί έ­νας φι­λο­σο­φι­κός δι­ά­λο­γος μ ̓ έ­ναν πα­ρά­ξε­νο τα­χυ­δρό­μο που μοιά­ζει με δι­α­νο­ού­με­νο. Και με­τά ξα­νά κά­ποι­ες κου­βέν­τες του πα­τέ­ρα προς τον γιο. Μια απ ̓ αυ­τές: «Πώς το λέ­νε, να δεις... «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ λό­γος» [Ι­ω. 1, 1]. Κι ε­σύ, κα­η­με­νά­κι μου, εί­σαι βου­βός, βου­βός σαν ψά­ρι!»[24]


Με­τά ξε­σπά έ­νας πυ­ρη­νι­κός πό­λε­μος, τα ο­λέ­θρια α­πο­τε­λέ­σμα­τα του ο­ποί­ου τα βλέ­πει η οι­κο­γέ­νεια του Α­λε­ξάν­τερ στην τη­λε­ό­ρα­ση. Υ­στε­ρα α­πό έν­το­νη νευ­ρι­κό­τη­τα και σκη­νές υ­στε­ρί­ας, ο μυ­στη­ρι­ώ­δης τα­χυ­δρό­μος Οτ­το συμ­βου­λεύ­ει τον Α­λε­ξάν­τερ, να πά­ει στο σπί­τι της Μα­ρί­ας, μιας Ισ­λαν­δής που δου­λεύ­ει στο σπί­τι τους ως υ­πη­ρέ­τρια κι ο Οτ­το τη θε­ω­ρεί «μά­γισ­σα», να πλα­γιά­σει μα­ζί της, κι έ­τσι θα σω­θεί ο κό­σμος. Ο­πως λέ­ει ο Οτ­το: «Κι αν ε­κεί­νη τη στιγ­μή δεν έ­χεις πα­ρά τη μί­α και μο­να­δι­κή ε­πι­θυ­μί­α να τε­λει­ώ­σουν ό­λα αυ­τά, τό­τε θα τε­λει­ώ­σουν στ ̓ α­λή­θεια. Και δεν θα συμ­βεί τί­ποτ ̓ άλ­λο.»[25] Ο Α­λε­ξάν­τερ πη­γαί­νει α­λα­φι­α­σμέ­νος, συ­ναν­τά τη Μα­ρί­α και της δι­η­γεί­ται μια ι­στο­ρί­α για τον κή­πο της μη­τέ­ρας του:

«Το σπί­τι της ή­ταν μι­κρό, σω­στό κα­λυ­βά­κι. Γύ­ρω γύ­ρω εί­χε κή­πο. Ο κή­πος αυ­τός ή­ταν πα­ρα­τη­μέ­νος α­πό χρό­νια, α­φρόν­τι­στος κι α­πε­ρι­ποί­η­τος.


Για πολ­λά χρό­νια κα­νείς δεν εί­χε α­σχο­λη­θεί μα­ζί του. Νο­μί­ζω... νο­μί­ζω πως κα­νείς δεν έμ­παι­νε καν ε­κεί μέ­σα. Η μη­τέ­ρα μου τό­τε ή­δη ή­ταν πο­λύ άρ­ρω­στη και δεν έ­βγαι­νε σχε­δόν πο­τέ έ­ξω. Κι ό­μως, μέ­σα σ ̓ ό­λη αυ­τή την α­γριά­δα υ­πήρ­χε κά­ποι­α ο­μορ­φιά. Ο κή­πος με τον τρό­πο του ή­ταν ω­ραί­ος. Ναι, τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νω για­τί. Ο­ταν εί­χε κα­λό και­ρό, τό­τε ε­κεί­νη συ­νή­θι­ζε να κά­θε­ται κον­τά στο πα­ρά­θυ­ρο και να κοι­τά­ζει έ­ξω στον κή­πο.» (Ε­δώ μας θυ­μί­ζει την Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, για τον Θε­ό που ξε­κου­ρά­στη­κε με­τά τη δη­μι­ουρ­γί­α του κό­σμου κι εί­δε ό­τι ό­λα ή­ταν «κα­λὰ λί­αν».)


Συ­νε­χί­ζει ο Α­λε­ξάν­τερ: «Κά­ποι­α μέ­ρα μού ήρ­θε η ι­δέ­α να βά­λω μια τά­ξη σ ̓ ό­λα αυ­τά. Να κου­ρέ­ψω το γρα­σί­δι, να κά­ψω τα ξε­ρά, να κλα­δέ­ψω τα δέν­τρα. Ναι, ή­θε­λα να φτιά­ξω κά­τι του γού­στου μου, με τα ί­δια μου τα χέ­ρια. Και ό­λα αυ­τά για να ευ­χα­ρι­στή­σω τη μη­τέ­ρα μου. Δυ­ο βδο­μά­δες δού­λε­ψα α­στα­μά­τη­τα με το δρε­πά­νι και την ψα­λί­δα. Ε­σκα­ψα και κλά­δε­ψα και πρι­ό­νι­σα και ξε­βο­τά­νι­σα, με λί­γα λό­για, δεν σή­κω­σα κε­φά­λι απ ̓ τη γη. Ε­βα­λα τα δυ­να­τά μου να τα τε­λει­ώ­σω ό­λα ό­σο μπο­ρού­σα πιο γρή­γο­ρα. [...]


Για να μην τα πο­λυ­λο­γώ, μό­λις τέ­λει­ω­σα, πλύ­θη­κα, φό­ρε­σα ρού­χα κα­θα­ρά και και­νούρ­γιο σα­κά­κι, α­κό­μα και πα­πι­γιόν έ­βα­λα, κι ύ­στε­ρα κά­θη­σα στην πο­λυ­θρό­να της και κοί­τα­ξα έ­ξω για να τα δω ό­λα με τα δι­κά της μά­τια. Ναι. Κά­θη­σα ε­κεί κι έ­ρι­ξα μια μα­τιά έ­ξω. Και ή­μουν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος ν ̓ α­πο­λαύ­σω το θέ­α­μα.


Ναι, ε­γώ λοι­πόν, ε­ε­ε... έ­ρι­ξα μια μα­τιά α­πό το πα­ρά­θυ­ρο και εί­δα. Τι εί­δα ό­μως; Πού εί­χε πά­ει ό­λη η ο­μορ­φιά; Πού εί­χε χα­θεί; Ε­κεί­νη η φυ­σι­κή ο­μορ­φιά;! Η­ταν τό­σο φρι­κι­α­στι­κό, τό­σο α­πω­θη­τι­κό. Ο­λα αυ­τά τα ί­χνη της βί­ας...»[26] (Ε­δώ νο­μί­ζω πως ο Ταρ­κόφ­σκι πε­ρι­γρά­φει τις προ­σπά­θει­ες που έ­κα­νε ο άν­θρω­πος να «δι­ορ­θώ­σει» τον κό­σμο του Θε­ού κι ε­στιά­ζει στα βλα­βε­ρά α­πο­τε­λέ­σμα­τα της α­λό­γι­στης χρή­σης της τε­χνο­λο­γί­ας.)


Ο Α­λε­ξάν­τερ ε­πι­στρέ­φει στο σπί­τι με την α­πό­φα­ση να κα­τα­στρέ­ψει ό,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο έ­χει, για να σω­θεί ο κό­σμος. Και το πο­λυ­τι­μό­τε­ρο εί­ναι το σπί­τι που τό­σο α­γα­πού­σε. Βά­ζει φω­τιά, ό­ταν οι άλ­λοι εί­ναι έ­ξω, δρα­πε­τεύ­ει μ ̓ έ­να ρά­σο βου­δι­στή μο­να­χού, με­τά βλέ­πει τη Μα­ρί­α και γο­να­τί­ζει μπρο­στά της. Οι άλ­λοι τον κρα­τούν, ξε­φεύ­γει, έρ­χε­ται έ­να νο­σο­κο­μεια­κό αυ­το­κί­νη­το, δυ­ο νο­σο­κό­μοι τον κυ­νη­γούν και τε­λι­κά μπαί­νει μό­νος του στο νο­σο­κο­μεια­κό, προς το ψυ­χι­α­τρεί­ο και τον ι­σό­βιο εγ­κλει­σμό του. Πό­λε­μος ό­μως, δεν υ­πάρ­χει πλέ­ον.


Στο τέ­λος μέ­νει ο μι­κρός μό­νος του, να κου­βα­λά δυ­ο κου­βά­δες, για να πο­τί­σει το ξε­ρό­κλα­δο. Ξα­πλώ­νει κά­τω α­πό το δέν­τρο και λέ­ει: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ λό­γος»... Για­τί, μπαμ­πά;

Η κά­με­ρα α­νε­βαί­νει αρ­γά τον κορ­μό του δέν­τρου, μέ­χρι ψη­λά τα γυ­μνά κλα­διά που δι­α­γρά­φον­ται σαν κέν­τη­μα, με φόν­το τα α­ση­μέ­νια νε­ρά της λί­μνης. Με μαύ­ρα γράμ­μα­τα πέ­φτουν τα λό­για:

Η ται­νί­α αυ­τή εί­ναι α­φι­ε­ρω­μέ­νη στο γιο μου Andrusja – με ελ­πί­δα και εμ­πι­στο­σύ­νη.

Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι.»[27]


Τα τε­λευ­ταί­α λό­για της τε­λευ­ταί­ας ται­νί­ας του Ταρ­κόφ­σκι, που τη θε­ω­ρού­σε την πιο σπου­δαί­α απ ̓ ό­λες ό­σες εί­χε σκη­νο­θε­τή­σει,[28] εί­ναι μια υ­πο­θή­κη και πα­ρα­κα­τα­θή­κη στον γιο του. Ο σκη­νο­θέ­της ή­ξε­ρε ό­τι θα πε­θά­νει και μας α­πο­χαι­ρε­τά με το φως να παι­χνι­δί­ζει στα κλα­διά του ξε­ρού δέν­τρου, σαν να έ­χει αν­θί­σει, και τον μι­κρό να ε­πα­να­λαμ­βά­νει την αρ­χή του Ευ­αγ­γε­λί­ου της Α­γά­πης.[29] Ο­πως και στον «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ», έ­τσι κι ε­δώ η ται­νί­α τε­λει­ώ­νει με φως κι ελ­πί­δα. Κι ό­πως ο ά­γιος Αν­δρέ­ας σώ­ζει τη Ρω­σί­α, με­τά α­πό εν­δε­κα­ε­τή πα­ραί­τη­ση α­πό τον λό­γο και τη ζω­γρα­φι­κή, έ­τσι κι ο Α­λε­ξάν­τερ, με τη θυ­σί­α του σπι­τιού και του ε­αυ­τού του, σώ­ζει τον κό­σμο.


Ο­πως α­να­φέ­ρα­με και πα­ρα­πά­νω, η ται­νί­α ε­πι­δέ­χε­ται δι­ά­φο­ρες ερ­μη­νεί­ες. Ο Ταρ­κόφ­σκι ό­μως μας δί­νει κά­ποι­α «κλει­διά»:

«Οι σκη­νές της αρ­χής και του τέ­λους, το πό­τι­σμα του ξε­ρού δέν­τρου (που για μέ­να συμ­βο­λί­ζει την πί­στη), α­πο­τε­λούν τα ό­ρια με­τα­ξύ των ο­ποί­ων η ε­ξέ­λι­ξη των γε­γο­νό­των α­πο­κτά μια εν­τε­λώς δι­κή της δυ­να­μι­κή.»[30 ]

Και: «Ι­σως να υ­πάρ­χουν σκη­νές στη Θυ­σί­α, τα ό­νει­ρα ας πού­με ή οι σκη­νές με το ξε­ρό δέν­τρο, που α­πό ψυ­χο­λο­γι­κής πλευ­ράς και εν γνώ­σει των πολ­λών δυ­να­το­τή­των ερ­μη­νεί­ας της πα­ρα­βο­λής α­πο­κτούν ο­πτι­κά με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α α­πό τις άλ­λες. Γί­νον­ται κλει­διά. [...]


Εί­ναι η σκη­νή ό­που η σι­ω­πή του Α­λε­ξάν­τερ γί­νε­ται πρά­ξη: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ λό­γος, ε­σύ ό­μως σω­παί­νεις, εί­σαι βου­βός σαν ψά­ρι!», λέ­ει στην αρ­χή ο Α­λε­ξάν­τερ στον μι­κρό γιο του, που ε­ξαι­τί­ας της εγ­χεί­ρη­σης στην ο­ποί­α έ­χει υ­πο­βλη­θεί, πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ν’ α­κού­ει σι­ω­πη­λός την ι­στο­ρί­α του ξε­ρού δέν­τρου. Στο τέ­λος, κά­τω α­πό την α­πει­λή του πυ­ρη­νι­κού πο­λέ­μου, ο Α­λε­ξάν­τερ δί­νει και ο ί­διος όρ­κο σι­ω­πής: «... Και θα βου­βα­θώ, δεν θα ξα­να­μι­λή­σω πο­τέ με κα­νέ­ναν, θ’ α­πο­χω­ρι­στώ ό­λα ό­σα με συν­δέ­ουν με τη ζω­ή. Βο­ή­θη­σέ με, Κύ­ρι­ε, και θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σω ό­λα ό­σα Σου υ­πο­σχέ­θη­κα!»


Το ό­τι ο Θε­ός ει­σα­κού­ει τον Α­λε­ξάν­τερ και παίρ­νει τα λό­για του στην κυ­ρι­ο­λε­ξί­α εί­ναι πα­ρή­γο­ρο αλ­λά και τρο­μα­χτι­κό συ­νά­μα. Ο Α­λε­ξάν­τερ α­πο­χω­ρί­ζε­ται ο­ρι­στι­κά τον κό­σμο, στον ο­ποί­ο ζού­σε, χά­νει τους δε­σμούς με την οι­κο­γέ­νειά του και κά­θε αί­σθη­ση μέ­τρου του κα­νο­νι­κού και του φυ­σι­ο­λο­γι­κού. Πα­ρά ταύ­τα, ή ί­σως ε­ξαι­τί­ας τους, ο Α­λε­ξάν­τερ εί­ναι για μέ­να έ­νας ε­κλε­κτός του Θε­ού·∙ κα­τορ­θώ­νει ν’ α­πο­κα­λύ­ψει τους μη­χα­νι­σμούς ε­κεί­νους που βά­ζουν σε κίν­δυ­νο την ε­πι­βί­ω­ση του γέ­νους και να τους στα­μα­τή­σει – να σώ­σει την αν­θρω­πό­τη­τα την τε­λευ­ταί­α στιγ­μή.

Κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο και οι άλ­λοι εί­ναι ε­κλεγ­μέ­νοι α­πό το Θε­ό, εν­το­λο­δό­χοι του·∙ ο τα­χυ­δρό­μος Οτ­το εί­ναι ί­σως έ­να ερ­γα­λεί­ο της θεί­ας Πρό­νοι­ας·∙ μα­ζεύ­ει, ό­πως λέ­ει, μυ­στή­ρια και α­νε­ξή­γη­τα γε­γο­νό­τα. [...] Ο­λα ό­σα κά­νουν δεν έ­χουν κα­μιά σχέ­ση με τις πρά­ξεις και τις συμ­πε­ρι­φο­ρές των κα­νο­νι­κών αν­θρώ­πων. Και εί­ναι προι­κι­σμέ­νοι με τις ι­δι­ό­τη­τες που στην πα­λαι­ά Ρω­σί­α τις α­πέ­δι­δαν στους δια Χρι­στόν σα­λούς. [...]


Στο βαθ­μό που έ­χα­σε την πί­στη της η αν­θρω­πό­τη­τα (ή έ­στω το με­γα­λύ­τε­ρο πο­λι­τι­σμέ­νο μέ­ρος της), έ­χα­σε και την ι­κα­νό­τη­τά της να κα­τα­νο­εί το θαυ­μα­στό ‒ σή­με­ρα ο κό­σμος εί­ναι α­νί­κα­νος να ε­να­πο­θέ­σει την ελ­πί­δα του σε εκ­βά­σεις α­πρό­σμε­νες, α­προσ­δό­κη­τες εν­τε­λώς·∙ και ο­πωσ­δή­πο­τε δεν εί­ναι πρό­θυ­μος να α­πο­δε­χτεί τέ­τοι­ες α­νε­ξή­γη­τες ε­πεμ­βά­σεις στη ζω­ή του και να εμ­πι­στευ­τεί την α­να­τρε­πτι­κή τους δύ­να­μη. Η πνευ­μα­τι­κή ε­ρή­μω­ση που ε­πι­τε­λεί­ται ε­ξαι­τί­ας αυ­τών των ελ­λειμ­μά­των θα μπο­ρού­σε ί­σως ν’ αν­τι­με­τω­πι­στεί ε­άν ο κά­θε άν­θρω­πος κα­τα­λά­βαι­νε ό­τι δεν εί­ναι δυ­να­τό να κά­νει πάν­το­τε του κε­φα­λιού του, αλ­λ’ ό­τι πρέ­πει να υ­πα­κού­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο στο Δη­μι­ουρ­γό και να υ­πο­τάσ­σε­ται στη θέ­λη­σή Του.»[31]


Τε­λει­ώ­νον­τας τη σχε­τι­κά σύν­το­μη ζω­ή του, ο Ταρ­κόφ­σκι έ­χει κα­τα­λά­βει πως τα πράγ­μα­τα δεν εί­ναι ό­πως φαί­νον­ται. Πως ο άν­θρω­πος, ό­ση δύ­να­μη και να έ­χει, ό­σο και να α­να­πτύ­ξει τις ε­πι­στή­μες και την τε­χνο­λο­γί­α, ό­σο κλεί­νε­ται ε­γω­ι­στι­κά στον ε­αυ­τό του κι εμ­πι­στεύ­ε­ται μό­νο τις δυ­νά­μεις του, δεν μπο­ρεί να υ­πο­κα­τα­στή­σει τον Θε­ό, ού­τε στο ε­λά­χι­στο. Μό­νο ό­ταν η γνώ­ση συ­ζευ­χθεί με το ή­θος, την αν­θρω­πιά, μπο­ρεί ο άν­θρω­πος να κά­νει κά­τι. «Α­νε­βαί­νον­τας έ­να νέ­ο σκα­λο­πά­τι στη γνώ­ση, πρέ­πει το άλ­λο πό­δι να πα­τή­σει σε έ­να νέ­ο σκα­λο­πά­τι της η­θι­κής», έ­λε­γε.[32]


Ε­χει κα­τα­λά­βει ε­πί­σης, πως α­λη­θι­νά δυ­να­τοί εί­ναι ό­σοι πα­ραι­τούν­ται α­πό το «ε­γώ» τους και τα θυ­σιά­ζουν ό­λα για τους άλ­λους, ά­σχε­τα αν αυ­τοί δεν το κα­τα­λα­βαί­νουν και τους πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­ούν. Θυ­σι­α­ζό­με­νοι, ό­μως, γί­νον­ται υ­πη­ρέ­τες του σχε­δί­ου του Θε­ού που θέ­λει τη σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­που και του κό­σμου. Α­να­φε­ρό­με­νος στον ρό­λο του Α­λε­ξάν­τερ, γρά­φει: «Κιν­δυ­νεύ­ει να μην τον κα­τα­λά­βουν, για­τί η α­πο­φα­σι­στι­κή του πρά­ξη εί­ναι τέ­τοι­α, που οι γύ­ρω του τη θε­ω­ρούν α­πλώς ο­λέ­θρια·∙ ε­δώ έγ­κει­ται και η τρα­γι­κή σύγ­κρου­ση του ρό­λου. Ω­στό­σο κά­νει το κρί­σι­μο βή­μα, πα­ρα­βι­ά­ζον­τας έ­τσι τους κα­νό­νες της «ο­μα­λής» συμ­πε­ρι­φο­ράς και αν­τι­με­τω­πί­ζον­τας την κα­τη­γο­ρί­α της τρέ­λας, ε­πει­δή συ­νει­δη­το­ποι­εί τους δε­σμούς του με την α­νώ­τε­ρη α­λή­θεια, με αυ­τό που θα α­πο­κα­λού­σα­με παγ­κό­σμιο πε­πρω­μέ­νο. Α­πλώς υ­πα­κού­ει στην κλί­ση του, ό­πως τη νι­ώ­θει με την καρ­διά του·∙ δεν εί­ναι κύ­ριος της μοί­ρας του, μα υ­πη­ρέ­της της. Ι­σως η παγ­κό­σμια αρ­μο­νί­α να δι­α­τη­ρεί­ται με α­το­μι­κές προ­σπά­θει­ες ό­πως η δι­κή του, που κα­νέ­νας δεν την προ­σέ­χει, ού­τε και την κα­τα­λα­βαί­νει.»[33]


Ο Α­λε­ξάν­τερ δεν εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος που θα γι­νό­ταν α­πο­δε­κτός α­πό την κοι­νω­νί­α μας. Ού­τε βέ­βαι­α κι α­πό την πλει­ο­νό­τη­τα των Ορ­θο­δό­ξων πι­στών. Θυ­μί­ζει ό­μως τους δια Χρι­στόν σα­λούς[34], ό­πως σα­φώς το υ­πο­γραμ­μί­ζει πα­ρα­πά­νω ο σκη­νο­θέ­της. Αυ­τοί ή­σαν άν­θρω­ποι γε­μά­τοι με τη χά­ρη του Θε­ού, που υ­πο­κρί­νον­ταν τους τρε­λούς, δι­α­σά­λευ­αν την εκ­κλη­σι­α­στι­κή και κοι­νω­νι­κή τά­ξη και γι ̓ αυ­τό δέ­χον­ταν ξυ­λο­δαρ­μούς και τους έ­σχα­τους ε­ξευ­τε­λι­σμούς α­πό την ε­ξου­σί­α. Ο­μως πολ­λές φο­ρές συμ­βού­λευ­αν αν­θρώ­πους που εί­χαν κά­ποι­α προ­βλή­μα­τα και τα έ­λυ­ναν, έ­κα­ναν θαύ­μα­τα, σαν τους Προ­φή­τες της Πα­λαι­άς Δι­α­θή­κης τι­μω­ρού­σαν κά­ποι­ους για το κα­λό τους και μι­μούν­ταν τους μάρ­τυ­ρες, μαρ­τυ­ρών­τας με τη ζω­ή τους πως η κοι­νω­νί­α αυ­τή εί­ναι πρό­σκαι­ρη και πως το «πο­λί­τευ­μα» των χρι­στια­νών βρί­σκε­ται στους ου­ρα­νούς.[35]



Το με­γα­λεί­ο του Ταρ­κόφ­σκι



Ο αβ­βάς Βαρ­σα­νού­φιος, του 6ου αι­ώ­να, ζού­σε έγ­κλει­στος κι α­παν­τού­σε γρα­πτώς σε γρα­πτά ε­ρω­τή­μα­τα που του έ­φερ­νε κά­ποι­ος άλ­λος, και πολ­λές φο­ρές άλ­λα απ ̓ ό­σα τον ρω­τού­σαν, μάλ­λον για­τί, με τη χά­ρη του Θε­ού, "έ­βλε­πε" μέ­σα τους. Σε μια α­πάν­τη­σή του γρά­φει ό­τι υ­πήρ­χαν τρεις άν­θρω­ποι, ο Ι­ω­άν­νης στη Ρώ­μη, ο Η­λί­ας στην Κό­ριν­θο κι έ­νας στην ε­παρ­χί­α Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων (προ­φα­νώς ο ί­διος), «τέ­λει­οι τῷ Θε­ῷ, οἵ­τι­νες ὑ­πε­ρέ­βη­σαν τὸ μέ­τρον τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος καὶ ἔ­λα­βον τὴν ἐ­ξου­σί­αν τοῦ λῦ­σαι καὶ δῆ­σαι, καὶ ἀ­φῆ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας καὶ κρα­τῆ­σαι, καὶ στή­κου­σιν ἐν τῇ θραύ­σει, τοῦ μὴ ὑ­φὲν ἐ­ξο­λο­θρεῦ­σαι ὅ­λον τὸν κό­σμον, καὶ διὰ τῶν εὐ­χῶν αὐ­τῶν μετ ̓ ἐ­λέ­ους παι­δεύ­ει».36 Για τους δύ­ο πρώ­τους δεν γνω­ρί­ζου­με τί­πο­τα άλ­λο. Για τον πο­λύ κό­σμο, αυ­τοί ή δεν υ­πάρ­χουν ή εί­ναι κά­ποι­οι τεμ­πέ­λη­δες και ά­χρη­στοι, ε­πει­δή δεν βγή­καν έ­ξω α­πό τις μο­νές τους, να "σώ­σουν" τον κό­σμο. Για τους Πα­τέ­ρες ό­μως, τον αβ­βά Βαρ­σα­νού­φιο και τον Ταρ­κόφ­σκι, κά­ποι­οι σαν αυ­τούς τους τρεις και τον ά­γιο Αν­δρέ­α Ρουμ­πλιόφ σώ­ζουν πράγ­μα­τι την πα­τρί­δα τους και τον κό­σμο.


Ο Ταρ­κόφ­σκι φυ­σι­κά δεν εί­ναι θε­ο­λό­γος ώ­στε να προ­βάλ­λει σ ̓ έ­να έρ­γο του την ό­λη θέ­ση της Εκ­κλη­σί­ας για έ­να πρό­βλη­μα, ό­πως πχ. το οι­κο­λο­γι­κό, και να φέ­ρει στο προ­σκή­νιο έ­ναν πιο θε­τι­κό ή­ρω­α, ως ι­ε­ρέ­α της κτί­σε­ως. Εί­ναι ό­μως με­γά­λος, για­τί υ­πο­γραμ­μί­ζει την α­ξί­α κά­ποι­ων πραγ­μά­των και αν­θρώ­πων που η συμ­βα­τι­κή κοι­νω­νί­α πε­ρι­φρο­νεί κι α­πορ­ρί­πτει. Εί­ναι ευ­τυ­χι­σμέ­νος βα­θύ­τα­τα, για­τί βρή­κε το νό­η­μα της ζω­ής[37], δη­λα­δή τον Θε­ό και τον σταυ­ρό Του («Ε­λε­γες για τον Ι­η­σού. Ι­σως σταυ­ρώ­θη­κε για έ­ναν σκο­πό, για να συμ­φι­λι­ω­θεί ο Θε­ός με τον άν­θρω­πο», λέ­ει ο Ρουμ­πλιόφ) και το πώς θα πε­ρά­σουν οι συμ­πα­τρι­ώ­τες του τις σκλη­ρές κι α­πάν­θρω­πες δο­κι­μα­σί­ες τους. ([Οι Ρώ­σοι] «ση­κώ­νουν τον σταυ­ρό τους α­ξι­ο­πρε­πώς. Υ­πο­μέ­νουν σι­ω­πη­λά. Και προ­σεύ­χον­ται για δύ­να­μη», λέ­ει ο ί­διος). Και γι ̓ αυ­τό, δεν θέ­λει να τους φο­βί­σει αλ­λά να τους δώ­σει ελ­πί­δα. Ο­ταν τον πι­έ­ζουν να ζω­γρα­φί­σει τη μέλ­λου­σα Κρί­ση, ο ά­γιος ζω­γρά­φος λέ­ει: «Δεν μπο­ρώ να το ζω­γρα­φί­σω αυ­τό! Δε θέ­λω να φο­βί­σω τους αν­θρώ­πους! Α­πε­χθά­νο­μαι. Κα­τα­λα­βαί­νεις;»


Σε πολ­λά ση­μεί­α βλέ­πει τα πράγ­μα­τα α­νε­στραμ­μέ­να και δι­α­κρί­νει αυ­τά που ο σαρ­κι­κός άν­θρω­πος δεν βλέ­πει. Ο ή­ρω­άς του λέ­ει στην ται­νί­α «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ»: «Μό­νο με προ­σευ­χή η ψυ­χή μπο­ρεί να δι­α­κρί­νει τα α­ό­ρα­τα.»


Ο Ταρ­κόφ­σκι μάς υ­πεν­θυ­μί­ζει κά­ποι­α στοι­χεί­α της πα­ρα­δό­σε­ώς μας ξε­χα­σμέ­να α­πό τους πολ­λούς: Την πί­στη, ως εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­ό και υ­πα­κο­ή στο θέ­λη­μά Του, την προ­σευ­χή, την ε­πα­νά­λη­ψη κά­ποι­ων ά­χρη­στων πρά­ξε­ων, ως δι­έ­ξο­δο α­πό τον ε­γω­ι­σμό και ά­νοιγ­μα στο υ­περ­φυ­σι­κό, στο θαύ­μα[38], κλπ. Εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος με με­γά­λη ευ­αι­σθη­σί­α, που α­να­ζη­τά την ο­μορ­φιά που κα­τά τον Ντο­στο­γι­έφ­σκι σώ­ζει τον κό­σμο[39] και τη βρί­σκει στην α­με­σό­τη­τα αλ­λά και πέ­ρα απ ̓ αυ­τήν. Γι ̓ αυ­τό, και προ­σφυ­ώς στην ε­πι­τύμ­βια πλά­κα του χα­ρά­χτη­κε η ε­πι­γρα­φή: «Στον άν­θρω­πο που εί­δε έ­ναν άγ­γε­λο».


Θα λέ­γα­με, λοι­πόν, πως, με ό­λα τα ε­λατ­τώ­μα­τα, τις πα­λιν­δρο­μή­σεις, α­νη­συ­χί­ες κι αμ­φι­βο­λί­ες του, ο Ταρ­κόφ­σκι εί­ναι έ­νας μι­κρός προ­φή­της του 20ου αι­ώ­να που μι­λά στον κό­σμο ποι­η­τι­κά, με ει­κό­νες, για τον Θε­ό, τον άν­θρω­πο και τον κό­σμο. Κά­ποι­ος που βλέ­πει στο βά­θος και μα­κριά[40].



Ση­μει­ώ­σεις

1 Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι, Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, Α­θή­να 1987, σ. 229.
2 ό.π., σσ. 257-258.
3 Μα­ρί­α Φαν­τέ­ε­βα, «Αν­τρέ­ι Ταρ­κόβ­σκι: Ο σκη­νο­θέ­της που εί­δε έ­ναν άγ­γε­λο», Russia beyond the Headlines, http://rbth.gr/articles/2012/04/04/antrei_tarkobski_o_skinotheti_poy_eide_enan_aggelo_15016.html.
4 «Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι: “Ο ου­ρα­νός δεν εί­ναι ά­δει­ος...”», συ­νέν­τευ­ξη στο περ.
«Information Catholiques», μετ. Ελ. Μά­ι­νας, περ. «Σύ­να­ξη».
5 ό.π.
6 Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, σ. 229.
7 Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι, Θυ­σί­α, Α­θή­να 1990, σ. 189.
8 ό.π., σ. 183.
9 Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, σ. 110.
10 ό.π., σσ. 257-258.
11 ό.π., σ. 123.
12 ό.π., σ. 46.
13 Γρά­φει ο Αν­τρέ­ας Πι­σα­λί­δης: «Ο Ρουμ­πλι­ώφ ζει σε έ­να Μογ­γο­λι­κό ζυ­γό, ο ο­ποί­ος δεν δι­α­φέ­ρει α­πό τον ζυ­γό που ο ί­διος ο Ταρ­κόφ­σκι ζού­σε κά­τω α­πό το σο­βι­ε­τι­κό κα­θε­στώς.» και: «Αυ­τή η κο­ρυ­φαί­α ται­νί­α που ε­ξέ­φρα­ζε ό­σο κα­μί­α την ε­θνι­κή ταυ­τό­τη­τα της πα­ρα­δο­σια­κής Ρω­σί­ας και που έ­βα­ζε την Ορ­θο­δο­ξί­α στο ε­πί­κεν­τρο της Ρώ­σι­κης ζω­ής, δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να κυ­νη­γη­θεί ε­πί σο­βι­ε­τι­κού κα­θε­στώ­τος. Ε­πί­σης κυ­νη­γή­θη­κε για τον λό­γο ό­τι πα­ρέ­πεμ­πε στο αυ­ταρ­χι­κό κα­θε­στώς στο ο­ποί­ο ζού­σαν οι καλ­λι­τέ­χνες στην Σο­βι­ε­τι­κή Έ­νω­ση, αλ­λά και για την ρε­α­λι­στι­κή α­πει­κό­νι­ση της βί­ας.», στο Αν­τρέ­α Πι­σα­λί­δη «Τα κα­τα Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλι­ώφ» Πά­θη, ε­φημ. «Ε­λεύ­θε­ρος κό­σμος», 16 Α­πρι­λί­ου 2011
14 ό.π., σ. 286.
15 Αν­τρέ­α Πι­σα­λί­δη, ό.π.
16 Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, ό.π.
17 ό.π., σ. 124.
18 Αν­τρέ­α Πι­σα­λί­δη, ό.π. Ο ί­διος ο Μπέρ­γκμαν γρά­φει σχε­τι­κά: «Ό­ταν α­να­κά­λυ­ψα την πρώ­τη ται­νί­α του Ταρ­κόφ­σκι ή­ταν σαν έ­να θαύ­μα. Ξαφ­νι­κά, βρή­κα τον ε­αυ­τό μου να στέ­κε­ται στην πόρ­τα του δω­μα­τί­ου τα κλει­διά της ο­ποί­ας, μέ­χρι τό­τε, δεν μου εί­χαν πο­τέ δο­θεί. Ή­ταν έ­να δω­μά­τιο στο ο­ποί­ο πάν­τα ή­θε­λα να μπω και ό­που αυ­τός ε­κι­νεί­το ε­λεύ­θε­ρα και με α­πό­λυ­τη ευ­κο­λί­α.» Και: "Ό­ταν η ται­νί­α δεν εί­ναι ντο­κου­μέν­το, εί­ναι ό­νει­ρο. Γι '­αυ­τό ο Ταρ­κόφ­σκι εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος απ᾿ ό­λους. Κι­νεί­ται με τό­ση φυ­σι­κό­τη­τα στο δω­μά­τιο των ο­νεί­ρων. Δεν ε­ξη­γεί. Τι θα έ­πρε­πε να ε­ξη­γή­σει ού­τως ή άλ­λως; [...] Ό­λη μου τη ζω­ή χτυ­πώ το κε­φά­λι μου στις πόρ­τες των δω­μα­τί­ων στα ο­ποί­α αυ­τός κι­νεί­ται τό­σο φυ­σι­κά. Μό­νο με­ρι­κές φο­ρές έ­χω κα­τα­φέ­ρει να πα­ρει­σφρή­σω μέ­σα.» (Με­τα­φρά­ζω α­πό την αγ­γλι­κή έκ­δο­ση της αυ­το­βι­ο­γρα­φί­ας του Μπέρ­γκμαν Laterna Magica (Η μα­γι­κή μου­βι­ό­λα), σ. 173.)
19 Αν­τρέ­α Πι­σα­λί­δη, ό.π.
20 Μα­ρί­α Φαν­τέ­ε­βα, ό.π.
21 Θυ­σί­α, σ. 183.
22 ό.π., σ. 179.
23 ό.π., σσ. 11-12.
24 ό.π., σ. 15.
25 ό.π., σ. 120.
26 ό.π., σσ. 130-132.
27 ό.π., σ. 174.
28 ό.π., σ. 187.
29 Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή κι η α­παγ­γε­λί­α του  Ύ­μνου της Α­γά­πης του Α­πο­στό­λου Παύ­λου (α­πό τον 1ο έ­ως τον 9ο στί­χο του ιγ΄ κε­φα­λαί­ου της Α΄ Κορ.) στον «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ» αλ­λά και η κρι­τι­κή του για τους πα­γα­νι­στές στην ί­δια ται­νί­α: «Φο­βά­στε για­τί ή δεν α­γα­πά­τε, ή α­γα­πά­τε σαν ζώ­α. Η α­γά­πη εί­ναι α­δελ­φι­κή.»
30 ό.π., σ. 184.
31 ό.π., σσ. 185-186.
32 Μα­ρί­α Φαν­τέ­ε­βα, ό.π.
33 Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, σσ. 287-290.
34 βλ. το άρ­θρο μου «Η α­γί­α Σο­φί­α της Κλει­σού­ρας και η δια Χρι­στόν σα­λό­τη­τα στην Ορ­θό­δο­ξη Εκκλησία».
35 βλ. Φιλ. 3, 20.
36 Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 20.
37 «Σε μια συνάντηση με το κοινό ένας νεαρός Αμερικάνος ρώτησε τον Αντρέι: «Τι πρέπει να κάνω για να είμαι ευτυχισμένος;». Ο Ταρκόβσκι του είπε: “Αρχικά πρέπει να αναρωτηθείτε  γιατί ζείτε στον κόσμο αυτό. Ποιο είναι το νόημα της ζωής σας; Γιατί εμφανιστήκατε στη γη συγκεκριμένα αυτό τον καιρό; Για ποιο ρόλο είστε προορισμένος; Ξεκαθαρίστε τα όλα αυτά, και η ευτυχία είτε θα έρθει, είτε όχι”», Φαντέεβα, ό.π.
38 Εδώ θυμίζει λίγο τον Πεντζίκη που μεταχειρίζεται την ψηφαρίθμηση, μια σειρά συσχετισμών των αριθμητικών αξιών των γραμμάτων κάθε λέξης, κάτι εκ πρώτης όψεως παράλογο και ανώφελο, που όμως «τον βοηθά να σπάσει το εγώ» του (βλ. τη συνέντευξή του στο περιοδικό "Διαβάζω", τεύχος 11 (1978), "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", σ. 26).
39 Βλ. Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 129: «Σχεδόν έχουμε λησμονήσει εντελώς την ομορφιά ως κριτήριο τέχνης, κοντολογίς την επιθυμία να εκφράσουμε το ιδεώδες. [...] τα ιδεολογικά συμφέροντα έχουν αποκαταστήσει τα αισθητικά κριτήρια.»
40 Ο ισραηλιτικός λαός αποκαλούσε τον προφήτη Σαμουήλ «Ὁ βλέπων» (Α΄ Βασ., 9,9).



πηγή: Aντίφωνο