Σελίδες

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Τα­ξι­δεύ­ον­τας



Βασίλης Μπόκος


Φεύ­γον­τας ἀ­πό τήν πό­λη, μᾶλ­λον μου­τζού­φλης καί κλει­δαμ­πα­ρω­μέ­νος μέ­σα σου, συμ­βαί­νει με­ρι­κές φο­ρές νά ἐ­κτε­θεῖς στήν θέ­α ἑ­νός δει­λι­νοῦ. Τέ­τοι­ας γο­η­τεί­ας, πού μέ­σα σέ  λί­γες στιγ­μές, δέν μπο­ρεῖς πα­ρά νά πα­ρα­δε­χθεῖς πώς ἔ­χεις μα­γευ­τεῖ ὁ­λό­τε­λα ἀ­πό αὐ­τό πού ἀν­τι­κρύ­ζουν τά μά­τια σου. Ἡ βου­ή τῆς πό­λης ἔ­χει σι­γή­σει, καί κα­θώς τό αὐ­το­κί­νη­το ἀ­νη­φο­ρί­ζει μέ σκέρ­τσο τόν δρό­μο του, βρί­σκεις ἐ­πι­τέ­λους τήν ἠ­ρε­μί­α πού ζη­τοῦ­σε μέ­ρες τώ­ρα ἡ ψυ­χή σου, μά ἔ­κα­νες πώς δέν τήν ἄ­κου­γες. Ὥ­ρα γιά πε­ρι­συλ­λο­γή λοι­πόν, ἀ­τε­νί­ζον­τας τό ὑ­πέ­ρο­χο θέ­α­μα πού σου προ­σφέ­ρει τοῦ ἥ­λιου τό φευ­γιό, στῆς ἡ­μέ­ρας τήν χά­ση. Παι­χνί­δια τοῦ φω­τός στά σύν­νε­φα, κά­θε στιγ­μή καί λί­γο δι­α­φο­ρε­τι­κά, κά­θε λε­πτό μο­να­δι­κό. Πραγ­μα­τι­κό ἔρ­γο τέ­χνης. Ἕ­να ἔρ­γο, πού τό­σο γεν­ναι­ό­δω­ρα σέ κα­λεῖ ἡ φύ­ση νά πα­ρα­κο­λου­θή­σεις δω­ρε­άν, ἀ­νώ­τε­ρο ἴ­σως ἀ­πό πολ­λούς πί­να­κες ζω­γρα­φι­κῆς ἤ ται­νί­ες πού κό­στι­σαν ἑ­κα­τον­τά­δες χρή­μα­τα. Ἔρ­γο, πού στό γκρί­ζο τῆς πό­λης, σοῦ δι­α­φεύ­γει, ἔ­τσι ἁ­πλά, κά­θε μέ­ρα. Ὅ­μως αὐ­τό εἶ­ναι ἐ­κεῖ, πι­στό στό ραν­τε­βού του, καί σή­με­ρα τά κα­τά­φε­ρες· ἤ­δη κά­που τα­ξι­δεύ­εις μα­ζί του.


Ὁ δρό­μος προ­χω­ρᾶ καί ἡ μί­α στρο­φή δι­α­δέ­χε­ται τήν ἑ­πό­με­νη, συ­νε­πής καί αὐ­τή ὅ­πως καί ἡ προ­η­γού­με­νη στήν ἀ­πο­στο­λή της: νά συ­νε­χι­στεῖ τό τα­ξί­δι ἐγ­γύ­τε­ρα στόν προ­ο­ρι­σμό. Ὅ­μοι­α καί οἱ σκέ­ψεις, ἡ μί­α ὁ­δη­γεῖ στήν ἄλ­λη, καί ὅ­λες μα­ζί δί­νουν στόν νοῦ εὐ­και­ρί­ες βα­θέ­ος στο­χα­σμοῦ, μιά ἀ­πα­ραί­τη­τη ἀλ­λα­γή ἀ­πό τήν ἐ­πι­πό­λαι­η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα πού ἔ­χεις συ­νη­θί­σει. Ὁ ἥ­λιος κον­τεύ­ει νά χα­θεῖ πιά στόν ὁ­ρί­ζον­τα, ἀ­κο­λου­θών­τας δι­κή του δι­α­δρο­μή. Ἡ δι­κή σου ὅ­μως τε­λει­ώ­νει ἐ­δῶ, μό­λις ἔ­φθα­σες. Τό αὐ­το­κί­νη­το στα­μα­τά­ει ἔ­ξω ἀ­πό τήν πέ­τρι­νη μάν­τρα· κοι­τών­τας γύ­ρω, ἴ­σα πού δι­α­κρί­νεις τό κα­θο­λι­κό στό μι­σο­σκό­τα­δο. Κα­τε­βαί­νεις, καί πη­γαί­νον­τας πρός τά μέ­σα, νι­ώ­θεις ἀ­κό­μη νά τα­ξι­δεύ­εις. Μή­πως ἔ­πρε­πε νά συ­νέ­χι­ζες λί­γο ἀ­κό­μη τόν δρό­μο σου ―μιά δυ­ό στρο­φές πα­ρα­κά­τω, ὡς καί τήν ἑ­πό­με­νη, ἴ­σως καί λί­γο πιό πέ­ρα...


Πλη­σι­ά­ζον­τας τόν να­ό, μέ­σα στήν σι­γή τοῦ ἀ­πό­βρα­δου, συ­νέρ­χε­σαι. Τό πε­ρί­τε­χνο χτί­σι­μο, ἡ πρό­σο­ψη, ὁ τροῦ­λος, ὅ­λο τό ἐ­ξω­τε­ρι­κό παι­χνι­δί­ζει μέ τό μυα­λό σου, πού προ­τρέ­χει νά συν­θέ­σει ὁ­λό­κλη­ρη τήν δο­μή τοῦ κτι­ρί­ου, μα­ζί μέ ὅ­σα δέν φαί­νον­ται. Προ­σκυ­νᾶς στόν πρό­να­ο, ἀ­νά­βεις κε­ρί. «Το φῶς κόν­τρα στό σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου», εἶ­χε πεῖ ἕ­νας ἀ­δελ­φός. Μέ τόν συμ­βο­λι­σμό στό μυα­λό σου, τό βλέμ­μα σου κον­το­στέ­κε­ται γιά μιά   στιγ­μή στήν φλό­γα πού ἀ­νά­βον­τας, τρε­μο­παί­ζει. Θαρ­ρεῖς πα­σχί­ζει νά κρα­τη­θεῖ ἐ­πά­νω στό σχοι­νί, νά παύ­σει τό τρε­μού­λια­σμα. Δι­δά­σκε­σαι πού τήν βλέ­πεις νά στε­ρι­ώ­νε­ται, νά ἰ­σορ­ρο­πεῖ καί νά δυ­να­μώ­νει. Πά­λι προ­σκυ­νᾶς, καί προ­χω­ρᾶς πιό μέ­σα. «Εἰ­σε­λεύ­σο­μαι, εἰς τόν οἶ­κον Σου» ἀ­κού­γε­ται, σέ ἦ­χο δω­ρι­κό μά τό­σο σα­γη­νευ­τι­κό. Ἀ­πο­λαμ­βά­νεις τήν σύμ­πτω­ση, νά μπαί­νεις στόν να­ό ἀ­κού­γον­τας τοῦ­τα τά λό­για, κά­τι σάν σκη­νο­θε­σί­α. Μᾶλ­λον λά­θος νό­μι­σα, δέν τε­λεί­ω­σε κα­νέ­να τα­ξί­δι πρω­τύ­τε­ρα. Πρέ­πει νά στέ­κο­μαι στό σω­στό ση­μεῖ­ο· ἀ­πό ἐ­δῶ φαί­νε­ται νά μπο­ρῶ νά συ­νε­χί­σω τό τα­ξί­δι μου πο­λύ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό πρίν,  μέ ἄλ­λον προ­ο­ρι­σμό, τό­σο πο­λύ μα­κρύ­τε­ρα! «Εἰς τό ἐ­πέ­κει­να», ἔρ­χε­ται αὐθόρ­μη­τα, ἕ­νας ἴ­σως ὑ­περ­βο­λι­κός συ­νειρ­μός...


Ἀρ­κοῦν λί­γα λε­πτά γιά νά ἐ­πι­βε­βαι­ω­θῶ. Ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα εἶ­ναι ἐ­πι­βλη­τι­κή, ἀλ­λά καί  κα­τα­νυ­κτι­κή. Λί­γες καν­δῆ­λες φέγ­γουν ἐ­δῶ καί ἐ­κεῖ στίς εἰ­κό­νες. Τό σκο­τά­δι ἠ­ρε­μεῖ τήν   σκέ­ψη, τήν ἀ­παλ­λά­σει ἀ­πό τά πε­ριτ­τά. Στούς τοί­χους, σχέ­δια καί χρώ­μα­τα ξε­προ­βά­λουν ἀ­νά­με­σα στίς σκι­ές. Μορ­φές ἁ­γί­ες, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες καί παι­διά, βε­βαι­ώ­νουν γιά τόν ἄλ­λον, τόν νέ­ο τρό­πο νά ζεῖς. Πά­θη καί πά­θος· κλί­ση καί ἀ­πό­κρι­ση στό κά­λε­σμα. Θαυ­μα­στά καί πα­ρά­δο­ξα ἀ­πό τήν ζω­ή Ἐ­κεί­νου, πο­ρεί­α πρός τόν Σταυ­ρό,  Ἀ­νά­στα­ση. Ὅ­λα μα­ζί σμιγ­μέ­να ὁ­λό­γυ­ρα στούς τοί­χους, τό­σο πε­ρί­τε­χνα, σάν ἕ­να! Πού δέν μέ­νει ἐ­κεῖ, μό­νο του, στεῖ­ρο. Μά γί­νε­ται ἐ­πί­σης ἕ­να μέ τά γλυ­κά με­λί­σμα­τα πού φτά­νουν στά αὐ­τιά μου. Γί­νε­ται ἕ­να μέ τούς ἤ­χους, πού ἄλ­λο­τε ἱ­κε­τευ­τι­κοί, ἄλ­λο­τε δο­ξο­λο­γι­κοί, κά­νουν τήν ψυ­χή μου  νά  σκιρ­τᾶ. Τῆς δί­νουν ἕ­να ἁ­πα­λό τα­ρα­κού­νη­μα, νά πά­ει πιό κά­τω. Νά ἀ­φή­σει τήν  βο­λή της, νά κι­νη­θεῖ. Νά θυ­μη­θεῖ πώς πλά­στη­κε γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἔ­χει δρό­μο μπρο­στά της, τα­ξί­δι! Ὅ­λα αὐ­τά, συν­θέ­τουν ἕ­να πο­λύ δυ­να­τό βί­ω­μα, πού ὅ­μως γί­νε­ται πο­λύ πλη­ρέ­στε­ρο, ἀ­πο­κτών­τας ἄλ­λο βά­θος, μέ τήν κυ­ρί­αρ­χη πα­ρου­σί­α τοῦ λό­γου.  Ἀ­πό τό ἴ­διο τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, τόν Ἀ­πό­στο­λο, ὅ­λα τά ἀ­να­γνώ­σμα­τα, κά­θε τρο­πά­ριο καί κά­θε ποί­η­μα, κά­θε «Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον» καί  «Ἀ­μήν». Ἡ δι­ά­θε­ση με­το­χῆς στό μυ­στή­ριο τοῦ Λό­γου, προ­κα­λεῖ ἀ­πό μό­νη της μιά μι­κρή ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀλ­λοί­ω­ση. Δί­ψα γιά κα­τα­νό­η­ση καί με­το­χή σέ ὅ­σα ἀ­κού­γον­ται καί ὅ­σα ἐν­νο­οῦν­ται. Δί­ψα γιά κεν­τρά­ρι­σμα τῆς ζω­ῆς μου στόν Λό­γο, στό ἴ­διο τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, σέ μιά ἄλ­λη προ­σέγ­γι­ση στήν ζω­ή.


 Πό­σο νό­η­μα μπο­ρῶ νά βρῶ σέ αὐ­τές τίς στιγ­μές! Ὁ ἄν­θρω­πος, μέ­σα ἀ­πό τά χα­ρί­σμα­τά του, ἀ­να­ζη­τᾶ τρό­πους νά ὑ­μνή­σει τόν Θε­ό. Δέν βρί­σκω ἄλ­λο τρό­πο νά τό ἐ­ξη­γή­σω. Ἡ τέ­χνη, πού τό­σο πο­λύ μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­δρά­σει στήν ἀν­θώ­πι­νη ψυ­χή καί στό σῶ­μα,  ὑ­πο­ταγ­μέ­νη, τρό­πον τι­νά, στίς ἀ­νάγ­κες τῆς Λα­τρεί­ας. Δη­λα­δή, στήν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που νά ὑ­μνή­σει τόν Θε­ό. Νά με­τέ­χει, νά εἶ­ναι καί αὐ­τός κομ­μά­τι τοῦ ὅ­λου, τοῦ συ­νό­λου,  τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί ἔ­τσι, ὁ κα­θέ­νας βά­ζει τό δι­κό του τά­λαν­το, ὅ­πως καί ὅ­σο μπο­ρεῖ. Ἄλ­λος μου­σι­κός, ἄλ­λος λό­γιος, ἄλ­λος ζω­γρά­φος, ἄλ­λος χτί­στης, ἄλ­λος ζυ­μω­τῆς, ἄλ­λος δι­α­χει­ρι­στῆς, ἄλ­λος δι­ά­κο­νος. Ὅ­λοι μα­ζί, ἴ­σως στό ξε­χεί­λι­σμα τοῦ ἔ­ρω­τά τους,  κα­τα­θέ­τουν τήν  ἀ­γά­πη τους. Καί μπο­ρῶ νά μπαί­νω ἐ­δῶ μέ­σα, καί νά γί­νο­μαι καί ἐ­γώ κοι­νω­νός καί μέ­το­χος αὐ­τῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς! Χρι­στέ μου, ἐ­λά­χι­στη προ­αί­ρε­ση βά­ζω, καί παίρ­νω τό­σα πί­σω, πού μου εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά τά δι­α­χει­ρι­στῶ, μέ ὑ­περ­βαί­νουν!...


Σέ λί­γο ἀρ­χί­ζει τό  δο­ξα­στι­κό. «Δό­ξα Πα­τρί καί Υἱ­ῶ καί  Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι...» ψέλ­νει ὁ κα­λό­γε­ρος, καί ὁ με­σαι­ω­νι­κός ἦ­χος μέ ὑ­πο­βάλ­λει σέ κά­τι ἀ­πό­κο­σμο. Μά ὁ λό­γος ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο! Συ­ναι­σθά­νο­μαι τό ἐ­λά­χι­στο τῆς ὕ­παρ­ξής μου, προ­σπα­θῶ νά συλ­λά­βω τί λό­για τολ­μῶ καί ψελ­λί­ζω, ἡ μα­τιά μου πέ­φτει στήν Μα­ρί­α, μη­τέ­ρα κλαί­ου­σα κά­τω ἀ­πό τόν σταυ­ρό. Μά καί στήν ἄλ­λη Μα­ρί­α, τήν Αἰ­γυ­πτί­α. Καί σέ ἄλ­λον ἅ­γιο, καί σέ ἄλ­λον,  μάρ­τυ­ρες ὅ­λοι τῆς ὕ­παρ­ξης μιᾶς ἄλ­λης βι­ω­τῆς. Σέ κοι­τοῦν σι­ω­πη­λά, σάν νά σοῦ κλεί­νουν τό μά­τι. Πό­σες φο­ρές γύ­ρι­σα τήν πλά­τη, ἀν­τί νά ἁ­πλώ­σω τό χέ­ρι! Ὅ­λα μέ ὁ­δη­γοῦν νά ση­κώ­σω τό βλέμ­μα μου ψη­λά. Ἀν­τι­κρύ­ζω τόν Κύ­ριο, ὡς Παν­το­κρά­τορα, κυ­βερ­νή­τη τοῦ πλοί­ου πού τα­ξι­δεύ­ει... Προ­σεύ­χο­μαι τώ­ρα μέ ὅ­λη μου τήν ὕ­παρ­ξη! Οἱ τρί­χες μου ἀ­να­ση­κώ­νον­ται, στήν σκέ­ψη πώς αὐ­τό πού σι­γο­ψέλ­νω τώ­ρα καί ´γῶ, τό ἔ­ψαλ­λαν καί ἄλ­λοι χρι­στια­νοί, μί­α, δύ­ο, τρεῖς γε­νι­ές πί­σω, χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα, αἰ­ῶ­νες! Κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι, πρίν ἀ­πό πέν­τε ἤ ἕ­ξι αἰ­ῶ­νες, προ­σεύ­χον­ταν ψέλ­νον­τας τούς ἤ­χους αὐ­τούς, ἔ­χον­τας στό στό­μα τους τά βα­θύ­τα­τα αὐ­τά λό­για, γυρ­νών­τας τό βλέμ­μα τους, στίς ἴ­δι­ες αὐ­τές ἁ­γι­ο­γρα­φί­ες πού μέ πε­ρι­βάλ­λουν... Τί θλί­ψεις, τί ἀ­γω­νί­ες νά τούς κυ­νη­γοῦ­σαν; Ποι­ά χα­ρά στήν ζω­ή τους νά τούς ἔ­κα­νε νά προ­σεύ­χον­ται δο­ξο­λο­γών­τας; Συγ­κλο­νί­ζο­μαι ξα­νά· πά­λι καί πά­λι ἀ­δυ­να­τῶ νά συλ­λά­βω ὅ­τι θά κοι­νω­νή­σω Τόν Ἴ­διο Χρι­στό, ἀ­πό τό κοι­νό Πο­τή­ριο, ἴ­διο πού κοι­νώ­νη­σαν ὅ­λοι, ἀ­πό ἀ­πό­ψε, μέ­χρι πί­σω... μέ­χρι ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἀ­πό τά χέ­ρια Ἐ­κεί­νου.


Μέ­σα στήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν βι­ω­μά­των, νι­ώ­θω ἀ­τό­φιο τό γι­ά­τρε­μα μέ­σα μου, στήν μο­να­ξιά τῆς γυ­μνῆς ὕ­παρ­ξής μου. Συ­να­πάν­τη­μα, ἔ­ξω ἀ­πό τόν χρό­νο! Κοι­τῶ γύ­ρω μου, καί βλέ­πω τά πρό­σω­πα τῶν ἀ­δελ­φῶν μου. Σύ­να­ξις ἐ­πί τό αὐ­τό!..  Ἄλ­λος στο­χά­ζε­ται, ἄλ­λος προ­σεύ­χε­ται θερ­μά· ἄλ­λος ψέλ­νει ἐ­νῶ ἄλ­λος ἔ­χει ἀ­πο­κά­μει ἀ­πό τήν κού­ρα­ση, καί γέρ­νει στό στα­σί­δι μή­πως ξε­γε­λά­σει λί­γο τήν νύ­στα του. Μέ ἀ­δελ­φούς μα­ζί, ἐ­δῶ στό τώ­ρα, στό χθές καί στό αὔ­ριο, στά χρό­νια καί στούς αἰ­ῶ­νες πού ἦρ­θαν καί θά ἔρ­θουν. Δέν μπο­ρῶ νά μοῦ κρύ­ψω τό προ­φα­νές: ἔ­χω χά­σει κά­θε αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου καί τοῦ χώ­ρου! Πιά, τα­ξι­δεύ­ω με­σο­πέ­λα­γα, στά ἀ­νοι­χτά!
Δό­ξα τῷ Θε­ῷ, πάν­των ἕ­νε­κεν!