Σελίδες

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Πριν τα Χριστούγεννα

Πριν από τα Χριστούγεννα, όταν προσδοκούμε την ενσάρκωση του Υιού του Θεού, μας θυμίζει η Εκκλησία με ένα πολύ συγκινητικό και συνετό τρόπο όλους εκείνους, οι οποίοι έδωσαν τη σάρκα  και τη ζωή τους για να γεννηθεί ο Σωτήρ.    

Σήμερα γιορτάζουμε τους προγόνους του Χριστού. Καθένας από μας έχει μέσα του, στο κορμί, στην ψυχή του, όλο το παρελθόν του ανθρώπινου είδους. Έτσι και ο Χριστός, ενώ  προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, δεν εμφανίστηκε ως καινούργιος άνθρωπος, τον οποίον ο Θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει ξανά. Ο Χριστός περιβλήθηκε την ανθρώπινη φύση, η οποία είχε ήδη χιλιάδες  – και μάλιστα εκατομύρια  - χρόνια πίσω της. Στο κορμί Του, στην ανθρώπινη φύση Του ζούσαν όλοι όσοι είχανε ζήσει στη γη οποτεδήποτε πριν από Αυτόν.

Έτσι ζει και στο δικό μας σώμα, στη δική μας ψυχή ολόκληρη η ανθρωπότητα του παρελθόντος. Ο Χριστός ενώθηκε με το ανθρώπινο είδος, χωρίς να διαλέγει από αυτό μόνο τους έντιμους και άγιους, άξιους μιας συνάντησης με τον Θεό, την οποία κανείς δεν μπορεί να περιγράψει, γιατί είναι τόσο εκπληκτική, ώστε ξεπερνά όποια ανθρώπινη  φαντασία. Το αντίθετο: Mέσα στον Χριστό ζεί ολόκληρη η ανθρωπότητα: και οι έντιμοι και οι αμαρτωλοί.  

Ανάμεσα στα ονόματα, τα οποία ακούσαμε σήμερα – μερικά από αυτά τα τιμούμε ως άγια - υπάρχουν ονόματα, που η Παλαιά Διαθήκη μιλάει για τις αμαρτίες τους. Όλα αυτά τα ονόματα ανήκουν, όμως, σε ανθρώπους, οι οποίοι βρήκαν το δρόμο τους μέσα από αμαρτίες, μέσα από τις ανθρώπινες αδυναμίες, μέσα από τη συσκότιση της καρδιάς, μέσα από την εξέγερση της σάρκας και μέσα από τη μανία της ιστορίας και της ζώης γύρω τους, πρός τον Θεό, ψάχνοντας  για το φώς, αναζητώντας την αλήθεια, επιθυμώντας την αγιότητα, ακόμα κι αν δεν τους  έφτασαν οι δυνάμεις για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους.

Και μαζί τους ήταν ο Θεός, ναι, όντως, και με αυτούς, επειδή ο Θεός δεν αφήνει κανέναν αμαρτωλό. Δεν Τον τρομάζει καμία αδικία. Ναι, μπορεί να μας φανεί μακριά, μα μόνο τότε, όταν δεν θέλουμε λόγω της δικής μας κρύας αδιαφορίας να Τον γνωρίσουμε. Αλλά και τότε δεν μας αφήνει μόνους. Απομένει κοντά μας, αν και λυπημένος, κοιτάζοντάς  μας από το σταυρό.

Λοιπόν, σήμερα θυμόμαστε όλη την ανθρωπότητα του παρελθόντος, όλους εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι ύφαναν, κατά τη διάρκεια χιλιάδων χρονών, τη σάρκα και τη ανθρώπινη φύση του Χριστού. Ας τους θυμηθούμε με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, ας θυμηθούμε όλους τους προγόνους μας: αυτούς που γνωρίζουμε και εκείνους που τα όνοματά τους έχουμε ξεχάσει! Ας θυμηθούμε αυτούς, για τους οποίους χαίρεται η καρδιά μας, μα και εκείνους, που εξαιτίας τους, ίσως, ντρεπόμαστε! Ας τους θυμηθούμε όλους!

Μέσω της ανθρώπινης αγιότητάς Του ο Χριστός δικαιολόγησε όλους, όσοι ήταν της σάρκας και του αίματός Του. Και καθένας από μας είναι κλητός όχι μόνο να σωθεί με καλές πράξεις, να προχωρήσει με δημιουργικότητα και αγώνες – μέσα από νίκες και ήττες - για να αφοσιωθεί στον Θεό, για να πλησιάσει την αγιότητα, δηλαδή την πλήρη αφοσίωση προς τον Θεό, δικαιολογώντας  έτσι τη δική του εφήμερη ύπαρξη στη γη, αλλά και να δικαιολογήσει όλη τη ζωή και όλες τις χιλιετηρίδες που ζούνε στη σάρκα και στη ψυχή μας.

Και ο καθένας που βρίσκει το δρόμο του προς την αγιότητα, ο καθένας που γίνεται δοχείο για το Άγιο Πνεύμα, που πραγματικά ενώνεται με το Χριστό, ώστε να γίνει κύτταρο του αγιότατου και καθαρότατου Σώματός Του, ο καθένας που γίνεται γιός ή κόρη του Θεού του Ζώντος, σώζει, δικαιολογεί, δοξάζει και δίνει νόημα στην ζωή και στη μοίρα όλων εκείνων, από τους οποίους έχει κληρονομήσει τη ζωή του.

Ας διαλογιστούμε τη γεννεαλογία του Χριστού, ας κοιτάξουμε τα ονόματά της. Όλα τα ονόματα ανήκουν σε ανθρώπους ζωντανούς, με σάρκα και οστά, που ζούσαν με σεβασμό για την ζωή, που ήτανε άλλοτε θλιμμένοι και άλλοτε χαρούμενοι και θριαμβευτές. Και όλοι ζούνε τώρα με το θαύμα της φιλανθρωπίας του Χριστού και της ανθρώπινης φύσης Του.

Και σε μας ζει το παρελθόν. Ο Χριστός αγίασε όλο το παρελθόν των προγόνων Του, ώστε να γίνουν όλοι, χωρίς εξαίρεση, παιδιά του Θεού. Δικοί Του. Με την κυριολεκτική και δυνατότατη σημασία αυτής της λέξης. Και εμείς μπορούμε με τη ζωή μας, με τους κόπους και με την πάλη μας, με την επιδίωξή μας να φτάσουμε κοντα στον Θεό, με τη λαχταρά μας προς Αυτόν, με τους αγώνες  μας γι΄ Αυτόν, με κάθε νίκη, με την οποία Τον αφήνουμε να υπερισχύσει μέσα μας, να δώσουμε σε όλο το παρελθόν του γένους μας ενα νόημα, να το δικαιολογήσουμε και να το προσφέρουμε στο Θεό σαν δώρο. Ενώ γινόμαστε εμείς οι ίδιοι παιδιά του Θεού, κάνουμε και όλους τους προγόνους μας δικούς Του, παρόλο που μερικοί από αυτούς άλλοτε Τον αγνοούσαν ή άλλοτε Τον γνώριζαν, αλλά Τον απωθούσαν με τις αμαρτίες και την απιστία στη ζωή και στην καρδιά τους.     

Τί θαύμα είναι όλο αυτό! Πόσο αυτό θα μπορούσε να μας εμπνεύσει για τη ζωή! Δεν ζούμε για τον εαυτό μας και, ιδιαίτερα, όχι μόνο για τους δικούς και αγαπημένους μας  - ούτε για τους εχθρούς μας – αλλά για όλη την ανθρωπότηα που πίσω της βρίσκεται η μοίρα του κόσμου. Δόξα τω Θεώ, ότι πιστεύει σε μας και μας εμπιστεύεται μια τέτοια μεγάλη και θαυμάσια μοίρα!


Αμήν!

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χριστός ως φίλος...



Ποια είναι η αληθινή εξομολόγηση;

Μητροπολίτης Anthony Bloom


Όταν κάποιος έρχεται για εξομολόγηση μεταφέρει, από μνήμης η σε γραπτό, μια σύντομη η μακριά λίστα “αμαρτιών”. Όμως, το σημαντικό είναι να διερευνήσει ο καθένας την δική του, προσωπική σχέση με τον Χριστό. Δυστυχώς, οι περισσότεροι πιστοί έχουν παρά μια επιφανειακή, εξ ακοής γνωριμία μαζί Του γι’ αυτό πρέπει να Τον γνωρίσουν καλύτερα μέσα από την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Από μια τέτοια προσέγγιση αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει αν το πρόσωπο του Χριστού τον ελκύει. Εάν επιθυμεί να γίνει όμοιος με τον Χριστό και να κτίσει με Εκείνον μία σχέση φιλίας.

 Ας αναρωτηθούμε λοιπόν αν το στοιχείο της φιλίας υπάρχει στη δική μας σχέση με τον Χριστό. Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας εάν προσπαθήσαμε με κάποιο τρόπο να Του δώσουμε χαρά και να συμπαρασταθούμε στο έργο Του. Αν το συμπέρασμα είναι ότι η σχέση αυτή μας αφήνει αδιάφορους θα χρειαστεί να επανεξετάσουμε τι σημαίνει τελικά να είμαστε Χριστιανοί. Εάν όμως νιώθουμε ειλικρινά τον Χριστό ως φίλο, ας αρχίσουμε να ρωτούμε τον εαυτό μας καθημερινά: Τι έκανα, τι είπα, τι σκέφτηκα και αισθάνθηκα, που μπορεί να Του δώσει χαρά η θλίψη;

Κι αυτό ακριβώς το βίωμα ας μεταφέρουμε στην Εξομολόγηση: “Ανάμεσα στην τελευταία και τη σημερινή εξομολόγηση υπήρξα ένας άπιστος, ένας αδιάφορος, ένας δειλός σύντροφος η αντιθέτως, παραστάθηκα ως φίλος…”

Όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο με πρόσωπο προς έναν φίλο. Δεν πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει κανείς. Ας πολεμήσουμε τον φόβο που μας διακατέχει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ερχόμαστε στον Ένα της Τριάδος που όντας Θεός επέλεξε από αγάπη για μας να γίνει Άνθρωπος, ν’ αναλάβει πάνω Του την ανθρώπινη φθορά και να δώσει τη ζωή Του για μας. Η ζωή και ο θάνατός Του είναι η απόδειξη ότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη ώστε να μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς δισταγμό, με την προσδοκία ότι σε κάθε περίπτωση θα αγκαλιάσει την αδυναμία μας, πέρα από ηθικές αξιολογήσεις. Ας είμαστε βέβαιοι ότι εάν κάποιος πρόκειται να θρηνήσει για την αναξιότητα και την αμαρτία μας με συμπόνια, έλεος, αγάπη δεν είναι παρά Εκείνος –που θα ήταν πρόθυμος να σαρκωθεί και να πεθάνει έστω και για έναν μόνο αμαρτωλό, γιατί δεν μπορεί να υπομείνει την απώλεια κανενός. Αυτός λοιπόν είναι ο Χριστός στον οποίο προσερχόμαστε κατά την εξομολόγηση. Προσδοκά την ίαση, την παραμυθία, την στήριξή μας – όχι την κρίση και καταδίκη μας.

Και τότε ποιός είναι ο ρόλος του ιερέως; Στην ευχή που διαβάζει ο κληρικός πριν το μυστήριο ονομάζεται “μάρτυρας”. Καλείται από τον Κύριο να παραβρίσκεται ενώπιον του αμαρτωλού για να μαρτυρήσει το γεγονός της αγάπης του Χριστού για κείνον, να βεβαιώσει ότι ο Κύριος είναι παρών και η μόνη επιθυμία και πρόθεσή Του είναι η σωτηρία και η αιώνια ευφροσύνη του μετανοούντος. Επίσης, ο ιερέας παρευρίσκεται στο όνομα του αμαρτωλού, για να ικετεύσει και να μεσιτεύσει στον Κύριο για την συμφιλίωση του ανθρώπου με την Εκκλησία.

Ας αλλάξουμε, λοιπόν, τον τρόπο της εξομολόγησης: ας διώξουμε τον φόβο της τιμωρίας η της απόρριψης κι ας βρούμε το θάρρος να ελαφρώσουμε την καρδιά μας από κάθε αμφιβολία. Ο Χριστός δεν πρόκειται να μας αρνηθεί. Ίσως η εξομολόγησή μας να είναι για Εκείνον ένας νέος σταυρός, αλλά θα τον δεχθεί, αφού μας αγαπά πέρα από κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ο θάνατός του έγινε η δική μας ζωή – ζωή μέσα στο χρόνο και ζωή στην αιωνιότητα.

Η εξομολόγηση πριν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, αν κι εμείς φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μία τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.

Συχνά αμαρτάνουμε σοβαρά ενώπιον του Θεού. Υπάρχουν κάποιες στιγμές της ζωής που μας χωρίζουν από Εκείνον με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμές μεγάλης απιστίας. Θυμηθείτε το περιστατικό με την προδοσία του Πέτρου. Όταν αργότερα μετά την Ανάσταση η Μαρία Μαγδαληνή συναντά τον Άγγελο Κυρίου στον τόπο του μνημείου αυτός της παραγγέλει: “Υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω…”, γιατί ο Πέτρος όντας προδότης δεν λογαρίαζε πλέον τον εαυτό του ως ένα των μαθητών. Είχε απαρνηθεί τον Χριστό κι αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος τον ονοματίζει ιδιαιτέρως θέλοντας να τον βεβαιώσει ότι η φιλία τους διατηρείται αλώβητη κι ότι παραμένει το ίδιο αγαπητός όσο και τότε που ήταν έμπιστος.

Και τέλος υπάρχουν φορές που προσερχόμαστε στην εξομολόγηση γιατί θέλουμε να ανανεώσουμε την εγγύτητα της σχέσης που έχει τραυματιστεί. Ας έχουμε κατά νου ότι για να επανασυνδέσουμε τη φιλία μας χρειάζεται ν’ ανοίξουμε με ειλικρίνεια την καρδιά μας και να φανερώσουμε τις αστοχίες και τα λάθη που έχουν πληγώσει αυτή τη σχέση. Δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε λίστες αμαρτιών, ούτε να ερευνούμε τα βιβλία για ν’ ανακαλύψουμε την αμαρτία μας. Αλλά μόνο να σκύψουμε μέσα μας και να εξετάσουμε τη συνείδησή μας.

Ας χρησιμοποιήσουμε απλούς τρόπους γι’ αυτού του είδους την αυτογνωσία. Τι ήταν αυτό που προτιμήσαμε στη θέση του Χριστού; Τι είναι αυτό που μας κράτησε σε αδράνεια, ώστε να παραμείνουμε χωρίς καρπό; Ας προσπαθήσουμε μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου να επισημάνουμε όχι εκείνα που μας κρίνουν, αλλά τα λόγια που μιλούν στην καρδιά μας, όπως έγινε με τους μαθητές: “ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;”

Ας ανακαλύψουμε κι εμείς τον λόγο που μας θερμαίνει την καρδιά, που αγγίζει τα βάθη της ύπαρξης και μας φέρνει σε κοινωνία με τον Κύριο. Αυτό είναι το κριτήριο. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόση σημασία αν αθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αυτό που μας ζημιώνει είναι ότι απομακρυνόμαστε από την ευλογημένη κοινωνία της χάριτός Του.

Ας ερευνήσουμε λοιπόν από την αρχή, όχι με τη στείρα λογική της ενοχής, αλλά με απώτερο σκοπό να σταθμίσουμε πως χάσαμε την εμπιστοσύνη και την αγάπη που προς στιγμήν γευθήκαμε. Ας θυμηθούμε εκείνα τα λόγια που πύρωσαν την καρδιά μας κι έδωσαν καθαρότητα στο λογισμό μας, που κίνησαν τη θέλησή μας στο αγαθό και έφεραν γαλήνη στα μέλη μας και τα μεταμόρφωσαν από σάρκινα σε σώμα ιερό: ιερό γιατί μέσα από το βάπτισμα ενωθήκαμε με τον σαρκωμένο Χριστό, μέσα από το Χρίσμα γίναμε δοχείο του Πνεύματος και με τα άχραντα μυστήρια γινόμαστε Σώμα Χριστού. Αυτή την εμπειρία ας μεταφέρουμε στην εξομολόγηση, μετανοώντας όχι για κάτι αφηρημένο που βρίσκεται σε κάποια λίστα αμαρτιών, αλλά για κείνες τις επιλογές που διέρρηξαν τη φιλία και κοινωνία μας με τον Σωτήρα Χριστό.

Ζούμε συχνά μέσα στο ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας έναν κόσμο όπου μόνο ο θάνατος μπορεί να θριαμβεύσει. Αρνούμαστε τον πλησίον μας και κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Ζητούμε από τον Κύριο συγχώρεση αμαρτιών, αλλά δεν έχει νόημα να αναζητούμε μία τυπική άφεση. Πρέπει να διψούμε για αληθινή συμφιλίωση, στο πλαίσιο της οποίας θα αναθέσουμε στον Θεό την αναξιότητα και την απιστία μας – όχι μόνο προς Εκείνον αλλά και προς τον πλησίον, τον φίλο, τον γνωστό και συγγενή μας.

Ας έχουμε εμπιστοσύνη ότι μόνο η δική Του ακλόνητη φιλία μπορεί να μας παρακινήσει σε αλλαγή. “Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σε και αλήτης δια σε, επί σταυρού δια σε, επί τάφου δια σε. Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;” “Μπορείς ν’ ανταποκριθείς με λίγη εμπιστοσύνη; Δεν ζητώ ολοκληρωτική, άμεση αλλαγή. Αλλά πορεία βήμα προς βήμα. Θα σε στηρίξω, θα σε προστατεύσω, θα οδηγήσω τα βήματά σου – μόνον άλλαξε στάση. Κι όταν λάβεις συγχώρεση στο όνομά μου μην σκεφτείς ότι το παρελθόν έχει πάψει να υπάρχει. Αλλά τότε μόνο θα έχεις απαλλαχτεί από τις πληγές όταν γίνεις τόσο ξένος προς αυτές ώστε να μην τις λογαριάζεις πια για δικές σου”.

Όταν τα παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ενώπιόν μας καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν μέσα σε μία στιγμή να ελευθερωθούμε από το παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο για να βαδίσουμε στο δρόμο της ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστός μας αρνείται τη συγχώρεση. Η συγχώρεση του Θεού εκδηλώνεται μέσα από τη συμπάσχουσα αγάπη του, την αποδοχή και την διαρκή πρόνοιά Του που δεν θα επιτρέψει να οδηγηθούμε ανυπεράσπιστοι στον ίδιο πειρασμό. Έτσι, η συγχώρεση του Κυρίου μπορεί να λύνει την αποξένωση, αλλά χρειάζεται επίπονος αγώνας και μετάνοια για να γίνουμε καινοί με τη χάρη Του. Η άφεση δεν σβήνει το παρελθόν. Το θεραπεύει μέσα από τη συνέργεια τη δική μας με τον Θεό.

Ας εμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινά τον λογισμό μας στον Θεό με ειλικρίνεια. Κι όταν προσερχόμαστε στην Εξομολόγηση η ευχή της συγχωρήσεως θα έχει αληθινό, πραγματικό νόημα: την επανασυγκρότηση μιας φιλίας που όσον αφορά τον Θεό παραμένει αναλλοίωτη αλλά ως προς το δικό μας μέρος χρειάζεται να την επιδιώξουμε. Κι αυτή μας η πρόθεση πρέπει να στηρίζεται από αποφασιστικότητα. Κι η αποφασιστικότητα από πράξη και καινότητα ζωής.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Ορ­θό­δο­ξη αυ­το­γνω­σί­α





π. Χριστ­ό­δου­λος Μπί­θας

(Κείμενο από το περιοδικό "Αρχαγγέλων Λόγος", Φθινόπωρο 2014)


Η λέ­ξη "αυ­το­γνω­σί­α", α­κού­γε­ται πο­λύ με­τα­ξύ των νέ­ων αν­θρώ­πων τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες, και ι­δί­ως α­πό ό­σους έ­χουν υ­παρ­ξια­κές α­να­ζη­τή­σεις. Α­πό την δε­κα­ε­τί­α του ε­ξήν­τα σε ό­λη την Δύ­ση, η έν­νοι­α της "αυ­το­γνω­σί­ας" δι­α­δό­θη­κε ευ­ρύ­τα­τα μέ­σω των α­να­το­λι­κών θρη­σκει­ών που κα­τέ­κλυ­σαν τον δυ­τι­κό κό­σμο. Χι­λιά­δες νέ­οι που δεν έ­βρι­σκαν α­παν­τή­σεις στο νο­μι­κό πνεύ­μα των δυ­τι­κών εκ­κλη­σι­ών, στρά­φη­καν τό­τε σε δι­ά­φο­ρες αι­ρέ­σεις και πα­ρα­θρη­σκεί­ες για να α­να­κα­λύ­ψουν τον ε­αυ­τό τους. Τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια, μά­λι­στα, με την ε­ξέ­λι­ξη της ψυ­χο­λο­γί­ας, λέ­ξεις ό­πως αυ­το­γνω­σί­α, αυ­το­ε­ξέ­τα­ση, αυ­το­α­νά­λυ­ση κλπ, μπή­καν για τα κα­λά στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας.


Σή­με­ρα, ό­ταν α­πευ­θυν­θού­με σε έ­να νέ­ο άν­θρω­πο και τον ρω­τή­σου­με που πρέ­πει να στρα­φεί για να βο­η­θη­θεί να γνω­ρί­σει τον ε­αυ­τό του, θα μας α­παν­τή­σει σε με­γά­λο πο­σο­στό στην ψυ­χα­νά­λυ­ση η την ψυ­χο­λο­γί­α. Αν τους ρω­τή­σου­με για το κα­τά πό­σον στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α μπο­ρεί να βρουν α­παν­τή­σεις σχε­τι­κά με την αυ­το­γνω­σί­α, θα α­παν­τή­σουν με παρ­ρη­σί­α ό­τι δεν ι­σχύ­ει κά­τι τέ­τοι­ο, έ­νω άλ­λοι θα πουν ό­τι στην Εκ­κλη­σί­α μό­νο α­πα­γο­ρεύ­σεις μπο­ρείς να α­κού­σεις! Πα­ρό­μοι­ες α­παν­τή­σεις θα πά­ρου­με α­πό πολ­λούς συ­ναν­θρώ­πους μας ό­λων των η­λι­κι­ών. Μια προ­σω­πι­κή έ­ρευ­να που κά­να­με τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια μας ε­πι­βε­βαί­ω­σε αυ­τή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πολ­λοί α­πό ό­σους λέ­νε ό­τι πι­στεύ­ουν, α­παν­τούν στην ε­ρώ­τη­ση αυ­τή λέ­γον­τας πως στην Εκ­κλη­σί­α πη­γαί­νουν για να γί­νουν κα­λύ­τε­ροι άν­θρω­ποι, η να "η­ρε­μή­σουν", ε­νώ έ­να πο­σο­στό θρη­σκευ­ο­μέ­νων ι­σχυ­ρί­ζε­ται πως αρ­κεί η τή­ρη­ση των εν­το­λών και δεν χρει­ά­ζε­ται τί­πο­τε άλ­λο. Ό­λοι αυ­τοί οι α­δελ­φοί μας, α­γνο­ούν αλ­λά α­γνο­ούν πως η λέ­ξη "με­τά­νοι­α" στην ο­ποί­α μας κα­λεί ο Χρι­στός και οι Α­πό­στο­λοι, προ­ϋ­πο­θέ­τει την ε­πί­γνω­ση της α­μαρ­τί­ας μας, για­τί δι­α­φο­ρε­τι­κά δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει με­τά­νοι­α, δη­λα­δή με­τα­στρο­φή του νου μας. Δυ­στυ­χώς, ο υ­πο­βι­βα­σμός της ε­ξο­μο­λό­γη­σης σε μια τυ­πι­κή η νο­μι­κή δι­α­δι­κα­σί­α για πολ­λούς Ορ­θο­δό­ξους, τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες με­τα­τρέ­πει το μυ­στή­ριο α­πό "Μυ­στή­ριο της με­τα­νοί­ας" που προ­α­παι­τεί πνευ­μα­τι­κή αυ­το­ε­ξέ­τα­ση σε μια α­πλο­ϊ­κή ε­ξα­γό­ρευ­ση πρά­ξε­ων χω­ρίς εμ­βά­θυν­ση και συ­σκο­τί­ζει την πνευ­μα­τι­κή πο­ρεί­α. 


Λέ­ει ο Κύ­ριος: " Για­τί βλέ­πεις την αγ­κί­δα που εί­ναι μέ­σα στο μά­τι του α­δελ­φού σου, ε­νώ το δο­κά­ρι μέ­σα στο δι­κό σου μά­τι δεν το πα­ρα­τη­ρείς;  Η πως θα πεις στον α­δελ­φό σου: “Ά­φη­σε να βγά­λω την αγ­κί­δα α­πό το μά­τι σου”, ε­νώ, το δο­κά­ρι εί­ναι μέ­σα στο μά­τι το δι­κό σου;  Υ­πο­κρι­τή, βγά­λε πρώ­τα α­πό το μά­τι το δι­κό σου το δο­κά­ρι, και τό­τε θα δεις κα­θα­ρά, για να βγά­λεις την αγ­κί­δα α­πό το μά­τι του α­δελ­φού σου" (Ματθ. 7,3-5). Με α­πό­λυ­τα σα­φή τρό­πο ο Χρι­στός μας κα­λεί να ε­ξε­τά­σου­με τον ε­αυ­τό μας για να δού­με την δι­κή μας α­στο­χί­α και να πά­ψου­με να α­σχο­λού­με­θα με τους άλ­λους. Στο πε­ρί­φη­μο πε­ρι­στα­τι­κό με τον λι­θο­βο­λι­σμό, θα κα­λέ­σει τους πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους ζη­λω­τές Ε­βραί­ους σε πε­ρί­σκε­ψη: "ο α­να­μάρ­τη­τος υ­μών πρώ­τος βα­λέ­τω λί­θον ε­π' αυ­τήν" (Ι­ω­άν. 8,7). 


Η κλή­ση του Χρι­στού εί­ναι κλή­ση ε­λευ­θε­ρί­ας. Μας κα­λεί να α­πο­ζη­τή­σου­με ε­λεύ­θε­ρα και συ­νει­δη­τά την α­παλ­λα­γή α­πό την α­μαρ­τί­α μας, την ο­ποί­α ό­μως πρώ­τα πρέ­πει να κα­τα­νο­ή­σου­με. Να δι­ψά­σου­με για υ­πέρ­βα­ση, για σχέ­ση με τον Θε­ό, να α­πο­κα­τα­στή­σου­με την προ­αί­ρε­ση μας για σω­τη­ρί­α που έ­χει α­μαυ­ρω­θεί α­πό την πτώ­ση: "Μα­κά­ριοι οι πει­νών­τες και δι­ψών­τες την δι­και­ο­σύ­νην, ό­τι αυ­τοί χορ­τα­σθή­σον­ται"  (Ματθ. 5,1-12). Μα­κά­ριοι εί­ναι, λέ­ει, ό­σοι α­να­ζη­τή­σουν με πό­θο την σχέ­ση που ζω­ο­ποι­εί, την σχέ­ση με τον Λό­γο Του, την ε­φαρ­μο­γή στην πρά­ξη του θε­λή­μα­τός Του. "Γνω­ρί­στε την α­λή­θεια, και η α­λή­θεια θα σας ε­λευ­θε­ρώ­σει"  (Ι­ω. 8, 32), μας λέ­ει κα­λών­τας μας σε μα­θη­τεί­α ζω­ής, μα πά­νω α­π' ό­λα σε μια α­να­ζή­τη­ση του ποι­οί πραγ­μα­τι­κά εί­μα­στε. Η α­λή­θεια δεν κα­τα­νο­εί­ται με φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό, αλ­λά με το να κα­τα­νο­ή­σου­με ποι­οί εί­μα­στε, τι κρύ­βε­ται πί­σω α­πό τις πρά­ξεις και τους λο­γι­σμούς μας, τις έ­πι­θυ­μι­ες και τους φό­βους μας, τις έ­νο­χες και τις α­να­σφά­λει­ές μας. Ποι­ά εί­ναι η αι­τί­α των πα­θών μας, ποι­ός εί­ναι αυ­τός ο ά­γνω­στος με τον ο­ποί­ο συγ­κα­τοι­κού­με στο ί­διο σαρ­κί­ο! Α­πό μι­κρά παι­διά κα­τα­σκευ­ά­ζου­με έ­να προ­σω­πεί­ο πί­σω α­πό το ο­ποί­ο κρυ­βό­μα­στε, μα­θαί­νου­με να α­πω­θού­με ό­τι μας θλί­βει και μας ε­νο­χλεί. Το πε­ρι­βάλ­λον μας, οι γο­νείς μας, η κοι­νω­νί­α, μας κα­θο­δη­γούν στο να κα­τα­σκευ­ά­σου­με έ­να ψευ­δή ε­αυ­τό, έ­τσι που στα­δια­κά δεν ξέ­ρου­με ποι­οί εί­μα­στε, ποι­ά εί­ναι η αι­τά της συμ­πε­ρι­φο­ράς μας, της ορ­γής, της λύ­πης μας, της α­να­σφά­λειά μας. Κα­θώς με­γα­λώ­νου­με και οι δι­α­ψεύ­σεις έρ­χον­ται η μί­α με­τά την άλ­λη, κα­τα­λα­βαί­νου­με πως δεν μπο­ρού­με να ά­γα­πή­σου­με, πως φο­βό­μα­στε τον θά­να­το και την φθο­ρά, πως υ­πο­φέ­ρου­με α­πό μο­να­ξιά, φό­βο, έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος.


Σε ό­λη την Ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση το θέ­μα της αυ­το­γνω­σί­ας που θα ο­δη­γή­σει τον άν­θρω­πο σε με­τά­νοι­α, εί­ναι κε­φα­λαι­ώ­δες και γί­νε­ται βα­σι­κό θέ­μα προ­βλη­μα­τι­σμού και κα­τά­θε­σης εμ­πει­ρί­ας α­πό Α­γί­ους και Πα­τέ­ρες. Οι Καπ­πα­δό­κες Πα­τέ­ρες ε­πι­ση­μαί­νουν πό­σο ση­μαν­τι­κό εί­ναι να γνω­ρί­σου­με τον ε­αυ­τό μας: «Το δυ­σκο­λο­τε­ρο α­πό ό­λα εί­ναι να γνω­ρί­σει κα­νείς κα­λά τον ε­αυ­τό του", λέ­ει ο Μέ­γας Βα­σί­λει­ος. "Για­τί ό­χι μό­νο το μά­τι μας που βλέ­πει τα έ­ξω α­πό τον άν­θρω­πο δεν εί­ναι κα­τάλ­λη­λο να βλέ­πει τον ε­αυ­τό μας, αλ­λά και αυ­τός ο νους μας, που βλέ­πει με πολ­λή α­κρί­βεια και γρή­γο­ρα το ξέ­νο α­μάρ­τη­μα, εί­ναι βρα­δυ­κί­νη­τος στο να αν­τι­λη­φθεί τα δι­κά μας ε­λατ­τώ­μα­τα». 


Ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος συμ­πλη­ρώ­νει με τον ποι­η­τι­κό του τρό­πο: «Έ­χεις ψυ­χή μου δου­λειά, και μά­λι­στα, αν θέ­λεις, με­γά­λη. Ε­ξέ­τα­σε τον ε­αυ­τό σου ποι­ά εί­σαι και που εί­σαι στραμ­μέ­νη, α­πό που ήλ­θες και που πρέ­πει να πα­ρου­σια­στείς,αν η ζω­ή εί­ναι αυ­τό που ζεις η κά­τι το κα­λύ­τε­ρο…Έ­χεις ψυ­χή μου, δου­λειά. Μην κου­ρα­στείς α­πό τον κό­πο». 


Και ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης το­νί­ζει ει­ρω­νευ­ό­με­νος την αν­θρώ­πι­νη α­δυ­να­μί­α: «Εί­ναι πιο εύ­κο­λο να γνωσ­ρί­σου­με τον ου­ρα­νό, πα­ρά τους ε­αυ­τούς μας".


Οι α­σκη­τές της ε­ρή­μου εγ­κα­τα­λεί­πουν τον κό­σμο και α­πο­σύ­ρον­ται στην η­συ­χια για να εν­νο­ή­σουν την α­μαρ­τί­α τους και να με­τα­νο­ή­σουν. Ο Ό­σιος Νεί­λος ο Α­σκη­τής ε­πι­ση­μαί­νει την δυ­σκο­λί­α του πνευ­μα­τι­κού αυ­τού α­γώ­να:  «Γνώ­ρι­σε τον ε­αυ­τό σου πριν α­πό ό­λα, δι­ό­τι τί­πο­τα δεν εί­ναι δυ­σκο­λο­τε­ρο α­πό το να γνω­ρί­σεις τον ε­αυ­τό σου, τί­πο­τα ε­πι­πο­νό­τε­ρο, τί­πο­τα κο­πι­α­στι­κό­τε­ρο. Ό­ταν ό­μως γνω­ρί­σεις τον αυ­τό σου, τό­τε θα μπο­ρέ­σεις να γνω­ρί­σεις και το Θε­ό και να ε­ξε­τά­σεις με το λο­γι­σμό τα κτί­σμα­τα, ό­πως ται­ριά­ζει». Τον Θε­ό και την α­λή­θεια για τα κτί­σμα­τα γνω­ρί­ζου­με μό­νο α­φού φτά­σου­με σε πνευ­μα­τι­κή αυ­το­γνω­σί­α, α­φού τα πά­θη μας εμ­πο­δί­ζουν να δού­με κα­θα­ρά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. «Το να γνω­ρί­σει κά­ποι­ος τον ε­αυ­τό του εί­ναι το τέ­λος της ερ­γα­σί­ας των α­ρε­τών». λέ­ει ο ό­σιος Νι­κή­τας ο Στη­θά­τος, α­φού καμ­μί­α α­ρε­τή δεν μπο­ρεί να μας ο­δη­γή­σει στον Θε­ό αν δεν γνω­ρί­ζου­με την α­σθέ­νειά μας.


Εν­νο­εί­ται, βέ­βαι­α, πως η πνευ­μα­τι­κή αυ­το­ε­ξέ­τα­ση δεν γί­νε­ται με κά­ποι­ου εί­δους ψυ­χο­λο­γι­κή τε­χνι­κή, ού­τε εί­ναι θε­ω­ρη­τι­κή. Προ­ϋ­πο­θέ­τει την ε­ξέ­τα­ση του ε­αυ­τού μας με γνώ­μο­να τον λό­γο του Θε­ού. Ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ο Ευ­αγ­γε­λι­κός Λό­γος μας α­πο­κα­λύ­πτε­ται, τό­σο μπο­ρού­με να ε­ξε­τά­ζου­με τον ε­αυ­τό μας σε βά­θος και τό­τε μας α­πο­κα­λύ­πτε­ται χά­ρι­τι Θε­ού η α­στο­χί­α μας. Για πα­ρά­δειγ­μα, ό­σο κα­τα­λα­βαί­νω ό­τι η φρά­ση του Κυ­ρί­ου "Μην κρί­νεις ί­να μην κρι­θείς", δεν εί­ναι μια η­θι­κή προ­τρο­πή η έ­να σο­φό α­πό­φθεγ­μα, αλ­λά ό­λο­κλη­ρη στά­ση ζω­ής, τό­σο με­γα­λώ­νει η ε­πι­θυ­μί­α μου να κά­νω ζω­ή μου την α­πο­κά­λυ­ψη αυ­τή. Κα­τα­λα­βαί­νω, ό­τι μπο­ρεί η α­λή­θεια που δί­δα­ξε ο Χρι­στός να α­πο­κα­λύ­φθη­κε μια φο­ρά στην ι­στο­ρί­α, ό­μως ε­γώ κα­λού­μαι αυ­τή την α­λή­θεια να την α­να­κα­λύ­ψω προ­σω­πι­κά, βι­ω­μα­τι­κά. Και θα την α­να­κα­λύ­ψω μό­νο αν εν­νο­ή­σω την τυ­φλό­τη­τά μου, την α­μαρ­τί­α μου και συν­τρι­βώ για την α­στο­χί­α μου. Για τον λό­γο αυ­τό, η α­ρε­τή της αυ­το­μεμ­ψί­ας θε­ω­ρεί­ται α­πό τους Πα­τέ­ρες α­πα­ραί­τη­τη στην πο­ρεί­α προς την αυ­το­γνω­σί­α. «Αυ­τός ο μο­να­δι­κός δρό­μος που προ­τεί­νει ο Ό­σιος, δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά η βι­ω­μα­τι­κή κα­τα­νό­η­ση της Ευ­αγ­γε­λι­κής ρή­σης πε­ρί δο­κού και αγ­κί­δας που εί­πε ο Κύ­ριος. «Ό­σον α­φο­ρά την αυ­το­μεμ­ψί­α", λέ­ει ο Μέ­γας Αν­τώ­νιος, "αύ­τη εί­ναι η με­γά­λη ερ­γα­σί­α του αν­θρώ­που, για να κα­τα­νο­ή­σει το σφάλ­μα του ε­νώ­πιόν του Θε­ού». Ρώ­τη­σαν τον αβ­βά του ό­ρους της Νι­τρί­ας: «Τι το πιο πο­λύ βρή­κες σ’ αυ­τόν τον δρό­μο (=της η­συ­χα­στι­κής ζω­ής), πά­τερ;». Α­πο­κρί­θη­κε ο γέ­ρον­τας: «Το να αι­τι­ώ­μαι (κα­τη­γο­ρώ) και να μέμ­φο­μαι τον ε­αυ­τό μου πάν­το­τε». Του λέ­ει ο Αβ­βάς Θε­ό­φι­λος: «Άλ­λος δρό­μος α­πό αυ­τόν δεν υ­πάρ­χει». Η αυ­το­μεμ­ψί­α, που εί­ναι δω­ρε­ά του Πνεύ­μα­τος, μας ο­δη­γεί στην κα­τα­νό­η­ση των σφαλ­μά­των μας, μας α­πο­κα­λύ­πτει τα μύ­χια της ψυ­χής μας, α­φού παύ­ου­με να ζη­τά­με ευ­θύ­νες α­πό τους άλ­λους και ε­ρευ­νού­με τα αί­τια μό­νο σε ε­μάς.


Αυ­τός ο πνευ­μα­τι­κός α­γώ­νας εί­ναι ε­πί­πο­νος, μα­κρύς, κο­πι­α­στι­κός. Εί­ναι δύ­σκο­λο να πα­ρα­δε­χτού­με πό­σο ξα­στο­χή­σα­με, να κα­τα­λά­βου­με πό­σο μα­κριά εί­μα­στε α­πό την  α­λή­θεια που ε­λευ­θε­ρώ­νει τη ψυ­χή, α­πό την α­γά­πη, α­πό την δυ­να­τό­τη­τα να ζού­με κά­θε στιγ­μή με χα­ρά και ευ­χα­ρι­στί­α, ό­πως οι Ά­γιοι. «Κα­νείς δεν εί­ναι τό­σο πο­λύ ε­χθρός του αν­θρώ­που, ό­σο ο ί­διος στον ε­αυ­τό του» έ­λε­γε ο ό­σιος Μάρ­κος ο Α­σκη­τής που εί­χε κα­τα­νο­ή­σει σε βά­θος τον Ευ­αγ­γε­λι­κό λό­γο. 


«Ας προ­σπα­θή­σου­με να γνω­ρί­σου­με κα­λά τον ε­αυ­τό μας, να γνω­ρί­σου­με κα­λά τα τραύ­μα­τα της ψυ­χής μας· για­τί τό­τε μό­νον θα μπο­ρέ­σου­με να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τα κα­τάλ­λη­λα για τη θε­ρα­πεί­α φάρ­μα­κα. Για­τί ε­κεί­νος που α­γνο­εί την αρ­ρώ­στια του, δε θα λά­βει κα­νέ­να μέ­τρο για τη θε­ρα­πεί­α της», λέ­ει ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος. Κά­θε πνευ­μα­τι­κή προ­σπά­θεια χω­ρίς γνώ­ση του ε­αυ­τού μας α­πο­βαί­νει ά­καρ­πη, μπο­ρεί μά­λι­στα να ο­δη­γή­σει σε έ­παρ­ση με­γά­λη, α­φού ό­τι κά­νου­με θα εί­ναι ε­ξω­τε­ρι­κό και δεν θα θε­ρα­πεύ­ει την ψυ­χή μας. Με το πα­ρά­δειγ­μα του Φα­ρι­σαί­ου στην γνω­στή πα­ρα­βο­λή, αυ­τό μας ε­πι­ση­μαί­νει ο Κύ­ριος. Η ε­φαρ­μο­γή των εν­το­λών χω­ρίς την αυ­το­μεμ­ψί­α του Τε­λώ­νη ο­δη­γεί σε πτώ­ση και τε­λι­κά σε α­πι­στί­α η φα­να­τι­σμό. Ο αβ­βάς Ποι­μήν λέ­ει σχε­τι­κά, "πως και ό­λες τις α­ρε­τές να α­πο­κτή­σει ο άν­θρω­πος, χω­ρίς την αυ­το­μεμ­ψί­α, εί­ναι σε δύ­σκο­λη θέ­ση». Να πά­ρει δη­λα­δή την ευ­θύ­νη των πρά­ξε­ών του, να α­να­ρω­τη­θεί για το φταί­ξι­μό του πί­σω α­πό κά­θε πει­ρα­σμό και δι­α­φο­ρά με το πλη­σί­ον. Μό­νο έ­τσι θα φτά­σει να δει την α­σθέ­νειά του.


Εί­ναι με­γά­λο και σπου­δαί­ο το θέ­μα της πνευ­μα­τι­κής αυ­το­γνω­σί­ας και εί­ναι δύ­σκο­λο να το α­να­λύ­σου­με σε έ­να μι­κρό άρ­θρο. Ας προ­βλη­μα­τι­στού­με ό­μως και ας α­να­ζη­τή­σου­με ε­κεί­νους που θα μας κα­θο­δη­γή­σουν στο να κα­τα­λά­βου­με πό­σο με­γά­λη ση­μα­σί­α έ­χει για την πνευ­μα­τι­κή μας προ­κο­πή. Τα πα­τε­ρι­κά κεί­με­να εί­ναι γε­μά­τα α­πό αν­τί­στοι­χα χω­ρί­α, πολ­λές φο­ρές ό­μως δεν το κα­τα­λα­βαί­νου­με α­φού α­φ' ε­νός έ­χου­με μια ε­πι­φα­νεια­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα και α­φ'­ε­τέ­ρου έ­χου­με συ­νη­θί­σει μό­νο μί­α ψυ­χο­λο­γι­κού τύ­που ό­ρο­λο­για σχε­τι­κά με την αυ­το­γνω­σί­α.


Ό­σοι λέ­με πως πι­στεύ­ου­με στον Χρι­στό, ας α­να­ζη­τή­σου­με τα νά­μα­τα της πα­ρά­δο­σής μας κι ας προ­χω­ρή­σου­με ε­πι­τέ­λους στα ου­σι­ώ­δη. Κα­λά και σπου­δαί­α εί­ναι ό­σα λέ­νε οι ε­πι­στή­μες για την αυ­το­γνω­σί­α, χρή­σι­μα για να κα­τα­λά­βου­με τις δι­α­τα­ρα­χές της αν­θρώ­πι­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας, ω­φέ­λι­μα α­κό­μα και για να εν­νο­ή­σου­με αρ­κε­τά πράγ­μα­τα για τον ε­αυ­τό μας, τα τραύ­μα­τά μας, τις ελ­λεί­ψεις μας, τις α­πω­θή­σεις μας. Ό­μως ό­λα αυ­τά α­κό­μα κι αν τα α­σκή­σου­με με ε­πι­μο­νή (που ε­λά­χι­στοί το κά­νουν κι αυ­τό), κά­που έ­χουν έ­να τέ­λος. Ε­μείς στην Εκ­κλη­σί­α μι­λά­με για μια αυ­το­γνω­σί­α, που ο­δη­γεί στην Θε­ο­γνω­σί­α. Μι­λά­με για αυ­το­μεμ­ψί­α που ο­δη­γεί στην α­νά­λη­ψη της προ­σω­πι­κής ευ­θύ­νης. Μι­λά­με για με­τά­νοι­α που ο­δη­γεί στην ε­λευ­θε­ρί­α, στην πί­στη, την α­γά­πη, την ελ­πί­δα. Και ό­λα αυ­τά εί­ναι δω­ρε­ές του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ό­χι δι­κά μας κα­τορ­θώ­μα­τα. "Αι­τεί­τε, και δο­θή­σε­ται υ­μίν, ζη­τεί­τε, και ευ­ρή­σε­τε, κρού­ε­τε, και α­νοι­γή­σε­ται υ­μίν" (Ματθ. 7, 7), λέ­ει ο Κύ­ριος. Ας α­κού­σου­με την κλή­ση του κι ας αρ­χί­σου­με ε­πι­τέ­λους να ε­ξε­τά­ζου­με τον ε­αυ­τό μας για να μας α­πο­κα­λυ­φθεί η α­σθέ­νειά μας και να α­πο­ζη­τή­σου­με την θε­ρα­πεί­α μας. Α­μήν.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Η ανηθικότητα των ηθικιστών



Ο ηθικισμός είναι το καρκίνωμα της ηθικής γενικότερα. Το «γράμμα» της ηθικολογίας νεκρώνει το «πνεύμα» της ζωής των ανθρώπων. Έτσι ο ηθικισμός σκοτώνει το ήθος, επειδή απολιθώνει τη ζωή. Γι' αυτό τελικά η ηθικολογία αναιρεί την ηθική. Άλλο είναι το ηθικό γενικότερα και εντελώς άλλο είναι το ηθικιστικό ή ηθικολογικό.
Δυστυχώς τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται κυρίως μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, όπου οι άνθρωποι μπερδεύουν την χριστιανικη ζωή με την "ηθική" ζωή όπως την εννοούν οι ίδιοι. Άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους χριστιανούς κινούνται μέσα στον χριστιανισμό ως θιασώτες του ήθους του Χριστού, χωρίς όμως να πλησιάζουν ούτε λίγο σ’ Αυτόν. Χωρίς να Τον γνωρίσουν ποτέ τους.
Ηθικιστές με βλέμματα έτοιμα να ελέγξουν τους υπόλοιπους, άνθρωποι με πλήρη την απουσία της ταπείνωσης και της αυτομεμψίας, ψάχνουν τα επόμενά τους «θύματα» ώστε να επιβεβαιώσουν πάνω στην καταδίκη των άλλων την δική τους αμόλυντη ηθική.
Η ηθική θεοποιείται. Το πώς θα ντυθείς παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το αν μιλάς και λες «καλημέρα» στον συνάνθρωπό σου. Το πώς θα έχεις το μαλλί σου είναι σημαντικότερο από την συναίσθηση των αμαρτιών σου. Το πώς θα είναι η εξωτερική σου εμφάνιση καταντά σημαντικότερο από την εσωτερική σου κατάσταση. Γίνεται λόγος για «σεμνά» ρούχα και ελάχιστα για την προσευχή, την μετάνοια, την νήψη. Δίνεται προσοχή στους τρόπους, στην βιτρίνα των διαπροσωπικών σχέσεων χωρίς καθόλου βάθος και ουσία.
Η ηθικότητα των ηθικιστών είναι πολύ πιο ανήθικη από την ανηθικότητα των θεωρούμενων ανήθικων.
Τα «πρέπει» τα «μη» δίνουν και παίρνουν στις οικογένειες των ανθρώπων αυτών που έχουν θεοποιήσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία», όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά διότι «τι θα πει ο κόσμος»;
Οι λόγοι περί αμαρτιών είναι έντονοι. Αμαρτίες παντού. Πράξεις που οδηγούν στην κόλαση. Ζωές καταδικάστηκαν από τον Θεό λόγο της αθέτησης κάποιων δικών τους απαραβίαστων ηθικών κανόνων όπως υποστηρίζουν και καλλιεργούν στους νεότερους.
Λόγος περί αρετών; Σχεδόν ανύπαρκτος. Οι αρετές γι’ αυτούς τους ανθρώπους φτάνουν μέχρι το μάκρος της φούστας τους (για τις γυναίκες) και το σιδερωμένο τους σακάκι (για τους άνδρες).
Η πίστη των ηθικιστών στον Θεό στηρίζεται κυρίως στον φόβο του θανάτου και όχι στην αγάπη για τον Θεό…και το να λες ότι πιστεύεις κάπου ή σε κάποιον επειδή φοβάσαι τα χειρότερα, είναι ανήθικο.
Τα παραλέω; Μπορεί. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι η ποιότητα των ανθρώπων- των χριστιανών- δεν φαίνεται από το αν είναι παρθένοι στο σώμα διότι στην ψυχή τους μπορεί να είναι πόρνοι. Δεν φαίνεται εάν στους τρόπους τους είναι ευγενικοί, διότι η καρδιά τους μπορεί να όζει εμπάθεια. Δεν φαίνεται από το αμακιγιάριστο πρόσωπο αλλά από τα δακρυσμένα μάτια που ζητούν έλεος και συγχώρεση.
Τα παραλέω; Μπορεί. Πάντως ένα είναι το σίγουρο ότι ο Θεός δεν έχει ηθική. Έχει αγάπη…μάλλον είναι η Αγάπη.
Χριστιανός δεν είναι κάποιος ο οποίος απλά διαβάζει την Αγία Γραφή και την ξέρει απ’ έξω κάνοντας με την πρώτη ευκαιρία επίδειξη γνώσεων στους άλλους, διότι και ο διάβολος την ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά. Χριστιανός δεν είναι ο κομπλεξικός άνθρωπος με το έτερο φύλο. Χριστιανός δεν είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος κάνει ιεραποστολές σε μακρινές χώρες και δεν συγχωρεί τον αδελφό του για κάποιο λάθος του.
Χριστιανός είναι ο ερωτευμένος με τον Έναν και όχι ο ξενέρωτος που κόλλησε σε τύπους και σχήματα. Είναι το ανθισμένο τριαντάφυλλο που ποτίζεται και θρέφεται από την αγάπη και την ελευθερία που του προσφέρει ο Θεός του.
Χριστιανή είναι η «ανήθικη πόρνη» που έπλυνε τα πόδια του Κυρίου με μύρο και τα δάκρυα της μετανοίας της.
Χριστιανός είναι ο «ανήθικος ληστής» που λήστεψε τον παράδεισο πάνω στον σταυρό λέγοντας το «Μνήσθητί μου Κύριε…»
Χριστιανός είναι ο αμαρτωλός που ζει εν μετάνοια και ταπείνωση, κινούμενος μέσα στην ασφάλεια της υπακοής στον πνευματικό του πατέρα.Ο χριστιανός ζει μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, ως μέλος του Σώματος του Χριστού. Ως μέλος που θέλει θεραπεία. Και βρίσκει θεραπεία όχι έξω απ' αυτό αλλά μέσα σ' αυτό. Με την συνεργία όλου του Σώματος, με την βοήθεια της Χάρης του Παρακλήτου η οποία «τά ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».
Η ηθική του χριστιανού είναι η ελευθερία της αγάπης και της συγχώρεσης και όχι η νόθα ηθική του ανήθικου ηθικισμού.


Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος




Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Η παραβολή του σπορέα


του Μητροπολίτη Αντώνιου Bloom 


Υπάρχει στο Ευαγγέλιο ένα σημείο, όπου ο Χριστός μας λέει: Να προσέξετε πώς ακούτε – δηλαδή πώς ακροάστε τα λόγια, τα οποία φτάνουν στα αυτιά σας. Μας φαίνεται, ότι ακούμε καλά και καταλαβαίνουμε ό,τι μας λένε. Σήμερα διαβάστηκε πάλι  – ίσως για εκατοστή φορά – η παραβολή του σποριά. Και λοιπόν, τί; Είναι τόσο σαφής και τόσο συνηθισμένη. Φαίνεται ότι δεν χρειάζεται να την ακούσουμε άλλη μια φορά. Θα μπορούσαμε εύκολα να την επαναλάβουμε, να τη διηγηθούμε, να την εξηγήσουμε. Μα ποιός από μας θα μπορούσε να πεί ότι ζεί και σύμφωνα μ΄αυτήν; Γι' αυτό τα λόγια του Χριστού: „Προσέξτε, πώς ακούτε τα λόγια του Θεού“ αποκτούν νόημα. Ακούμε και θυμόμαστε. Ακούμε με τα αυτιά και θυμόμαστε με τη μνήμη. Μπαίνουν, όμως, τα λόγια και στην καρδιά μας; Εάν όχι, αν ο ζωντανός λόγος  του Θεού δεν αγγίζει την καρδιά μας και ακούγεται μόνο στις σκέψεις μας, δεν θα φέρνει κανένα καρπό.

Ας σκεφτόμαστε αυτό. Υπάρχει μια ατελείωτη ποσότητα αποσπασμάτων από το Ευαγγέλιο, τα οποία ξέρουμε πολύ καλά. Θα μπορούσαμε να τα διηγηθούμε και να τα εξηγήσουμε στον καθένα. Άραγε, αυτά τα ίδια δεν θα μας κατηγορήσουν μια καλή μέρα ή στη μέρα της Κρίσης; Όχι γιατί δεν τα καταλάβαμε, αλλά ακριβώς επειδή τα καταλάβαμε και παρ΄όλα αυτά δεν ζούσαμε σύμφωνα μ΄αυτά.


Το σημερινό Ευαγγέλιο μιλάει ακριβώς γι' αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι, που η καρδιά τους είναι βαθιά. Ο Δικός τους πόνος, η συμπόνια, η αγάπη και ο πόνος από τη συνειδητοποίηση του τί τρομερή μοναξιά υποφέρει ένας άνθρωπος, που στη ζωή του δεν υπάρχει ο Θεός, έχουν σκάψει στην καρδιά τους βαθιά αυλάκια. Αν ο λόγος του Θεού πέφτει σαν σπόρος σε μια τέτοια καρδιά, τον δέχεται σαν να πέφτει σε γόνιμο έδαφος. Μπαίνει βαθιά, ρίχνει ρίζες και γίνεται ζωντανός με όλες τις εμπερείες του ανθρώπου: και με τον πόνο του και με τη χαρά του. Τρέφεται με όλα και αυξάνεται και δίνει καρπό.


Μα πόσο λίγα τέτοια λόγια καρποφόρησαν στη ζώη του καθενος από μας. Μιλάω για τη δική μου ζωή και μάλλον και για τη ζωή σας. Πόσες φορές ακούγαμε το ζωντανό λόγο του Θεού, ο οποίος  μας συγκινούσε, μας ανασκάλευε. Την επόμενη στιγμή, όμως,  - ακόμα και πριν βγούμε από την εκκλησία -  κενά λόγια και σκέψεις, κουτσομπολιό και φλυαρία μας έπαιρναν ξανά στα χέρια τους και γυρίζαμε σπίτι πάλι κενοί. Από το βλαστάρι, το οποίο θα μπορούσε να φυτρώνει για να φέρει καρπό, δεν υπάρχει τίποτα πια, γιατί τα κενά μας λόγια – ή εκείνα τών άλλων  - σκορπίστηκαν σαν τον αέρα, όπως η θύελλα τον ίδιο το σπόρο.

Καμιά φορά, όμως, ένας λόγος κρατιέται, σαν να έχει πέσει σε μια σχισμάδα, σ΄εκείνη την πέτρα, την οποία φέρουμε μέσα μας και την οποία τη λέμε καρδιά ή συνείδησή μας. Κρατιέται και αρχίζει να βλασταίνει. Δεν μπορεί, όμως, να ζήσει πολύ, γιατί δεν μπορεί να απλώσει τις ρίζες του στην πέτρινη, σκληρή και παγωμένη καρδιά μας. Κι έτσι ο λόγος του Θεού πρόκεται να πεθάνει. Λίγο ανέβηκε και υπήρξε μια ελπίδα να δώσει καρπό, μα τίποτα δεν υπάρχει πια ...

Αλλά υπάρχει και μια καρδιά βαθιά, η οποία μπορεί να δεχτεί το λόγο του Θεού – και όλοι έχουμε μια τέτοια βαθιά καρδιά - την οποία, όμως, αφήνουμε να σκληραίνεται και να ψυχραίνεται. Μια τέτοια καρδιά πρόκεται πρώτα να σπάσουν η ζωή, ο Θεός και οι άνθρωποι, για να διαμορφωθεί τουλάχιστον μια ρωγμή, για να εμφανιστεί κάτω από τον κρύο και απολιθωμένο φλοιό εκείνο το εύφορο έδαφος το οποίο μπορεί να καρποφορήσει.  


Μα τί ευσπλαγχνικός είναι ο Χριστός! Μας λέει, ότι σε μερικούς δόθηκε να καταλάβουν, σ΄ άλλους θα εξηγηθεί ό,τι δεν καταλαβαίνουν, για να το συλλάβουν και εκείνοι. Ακόμη, για άλλους είναι καλύτερα να μην τους το εξηγήσει κανείς, επειδή, τί ευθύνη θα είχανε τότε, καταλαβαίνοντάς το με το νου τους, χωρίς να το ακολουθήσουν, όμως, με την καρδιά τους!

Ο Ιησούς Χριστός λέει: Γι' αυτούς όλα παρουσιάζουνται σε παραβολές, ώστε, όσο και αν ακούν να μην καταλαβαίνουν, για να μην καταδικαστεί κανείς εξαιτίας της κρύας και νεκρής κατανόησης του νου και μιας, εξ ίσου νεκρής και περιορισμένης στο νου, πίστης. Μια παραβολή αποκαλύπτεται σε μας τόσο, όσο ανοιχτοί είμαστε για να την καταλάβουμε, για να την καταλάβουε στην καρδιά, όχι μόνο στο νου, για να την καταλάβουμε με όλη την εμπειρία της ζωής μας. Καμιά φορά τα λόγια του Θεού μπορούμε να τα καταλάβουμε μόνο με αίμα.

Ας σκεφτόμαστε όλη την ερχόμενη εβδομάδα: Ποιοί είμαστε σ΄αυτή την παραβολή; Πού πέφτει ο σπόρος σε μας; Πού πέφτει ο λόγος του Χριστού σε μας; Στ΄αγκάθια, τα οποία θα τον πνίξουν και θα τον σκοτώσουν; Σε πετρώδες έδαφος, όπου θα φυτρώσει αμέσως και θα καεί στον ήλιο και θα ξεραθεί; Στο δρόμο, όπου τον φυσάει ο αέρας και όπου θα τον φάνε τα αρπακτικά της ζωής; Ή σε μια καλή καρδιά; Αν δεν έχουμε μια τέτοια καρδιά, ας αναρωτηθούμε, πώς μπορούμε να σπάσουμε αυτή την πέτρα, πώς μπορούμε να επιστρέψουμε την παγωμένη καρδιά μας στη ζωή;