Σελίδες

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΖΑΡΚΑΔΙ ΣΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...

π. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

(1894 -1979)

«Εξομολόγηση»

(Συνέχεια από το ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΠΟΣ) ... Πλάι στην θλίψη μου, Κάποι­ος διέχυσε μέσα μου καί αθανάτισε, και διαιώνισε κάτι, πού είναι μεγαλύτερο κι από τα αισθήματα, ισχυρότερο κι από τίς σκέψεις, κάτι τόσο διαρκές όσο καί ή αθανασία, καί τόσο πελώ­ριο όσο καί η αιωνιότητα. Το ένστικτο της αγάπης. Μέσα του έχει κάτι το παντοδύναμο, το ακατανίκητο. Τούτο είναι πού διαχέεται σε όλους τους λογισμούς μου καί διαφε­ντεύει όλο μου το είναι, πού σαν μικρή, μικροσκοπι­κή νησίδα, έχει ολόγυρα του, άπειρα, να εκτείνεται, να διαχέεται καί να απλώνεται αυτή, το αίνιγμα της ψυχής μου, ή αγάπη. Σέ όποια γωνιά του είναι μου κι αν στραφώ, αυτήν βρίσκω. Είναι κάτι το πανταχού πα­ρόν μέσα μου, το πιο οικείο. Μέσα μου το είμαι, είναι το ίδιο με το αγαπώ. Μεσ' από την αγάπη είμαι εκείνο πού είμαι. Το να είμαι, το να υπάρχω για μένα, είναι το ίδιο με το να αγαπώ, να στέργω. Καί μήπως μπο­ρεί τάχα να υπάρχει όν χωρίς αγάπη; Τέτοιο όν δεν το ξέρει ή ζαρκαδίσια καρδιά μου.

Μην πληγώνετε την αγάπη μέσα μου. Επειδή πλη­γώνετε την μοναδική μου αθανασία, την μοναδική μου αιωνιότητα. Καί συνάμα την μοναδική αθάνατη καί αιώνια αξία μου. Γιατί τί άλλο είναι η αξία αν δεν είναι κάτι το αθάνατο καί το αιώνιο; Κι εγώ είμαι αιώνιο καί αθάνατο μόνον με την αγάπη. Είναι ό,τι έχω καί δεν έχω. Μ' αυτήν καί νιώθω καί σκέφτομαι καί βλέπω κι ακούω καί ξέρω καί ζω καί αθανατίζομαι. Όταν λέω «αγαπώ» με τούτο περιλαμβάνω όλους τους αθά­νατους λογισμούς μου, όλα τα αθάνατα αισθήματα μου, όλους τους αθάνατους πό­θους μου, όλες τίς αθάνατες ζωές μου. Με αυτήν, με την αγάπη, είμαι πέρα από κάθε θάνατο, πέρα από κάθε μη είναι· εγώ το ασημόχρωμο ζαρκάδι, το στορ­γικό ζαρκάδι, το ζωηρό ζαρκάδι. Μέσα από τρομακτικές χαρά­δρες καί φρικτές αβύσσους περ­νάει ή αγάπη μου για σένα, αγα­θέ άνθρωπε, για σένα ολάνθιστο δάσος, για σένα μοσχομύριστο χορτάρι, για σένα, Πανάγαθε καί Πάνστοργε! Μέσα από αναρίθ­μητους θανάτους πορεύεται η αγάπη μου για σένα, γλυκιά μου Αθανασία! Γι' αυτό καί η θλίψη είναι ο μόνιμος συνταξιδιώτης μου. Κάθε βαναυσότητα είναι ολόκληρος θάνατος για μένα. Την περισσότερη βαναυσότητα σε τούτον τον κόσμο την έζησα απ' το πλάσμα πού λέγεται άνθρω­πος. Ω, κάποιες φορές αυτός, ο άνθρωπος, είναι ο θάνατος όλης μου της χαράς. Μάτια μου, δείτε μέσα καί πέρα από τον άνθρωπο, τον Πανάγαθο καί Πάνστοργο! Η αγαθότητα καί η στοργή τούτα είναι η ζωή μου, αυτά καί η αθανασία μου καί η αιωνιότητά μου. Χωρίς την αγαθότητα και την στοργή, η ζωή είναι κόλαση. Όταν νιώθω την αγαθότητα του Πανάγαθου καί την στοργή του Πάνστοργου, βρίσκομαι με όλο μου το είναι στον παράδεισο. Όταν όμως σωρεύεται πάνω μου η ανθρώ­πινη σκληρότητα, αχ, τότε όλοι οι φόβοι μου γίνονται η κόλαση. Γι' αυτό καί σκιάζομαι τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, εκτός απ' τον καλό καί στοργικό.

Βρίσκομαι πλάϊ στον χείμαρο, πού στίς όχθες του φυτρώνει ο μπλάβος ανθός. Ό χείμαρος είναι τα δά­κρυα μου. 0ι άνθρωποι μου πλήγωσαν την καρδιά κι αντί για αίμα ρέει δάκρυ. Στοργικέ ουρανέ! Να, σου κρένω το μυστικό μου' αντί για αίμα στην καρδιά μου έχω δάκρυ. Όλο τούτο είναι η ζωή μου, τούτο καί το μυστικό μου. Γι' αυτό καί κλαίω για όλους τους θλιμμένους, για όλους τους αθώους, για όλους τους καταφρονεμένους, για όλους τους πληγωμέ­νους, για όλους τους πεινασμένους, για όλους τους αβοήθητους, για όλους τους αδικημένους, για όλους τους βασανισμένους, για όλους τους κακοπαθημένους. Οι λογισμοί μου σωρεύονται απ' την θλίψη καί γρήγορα γίνονται συναισθήματα, πού με την σειρά τους ρέουν ως δάκρυα. Ναί, τα συναισθήματα μου είναι άπειρα καί τα δάκρυα αναρίθμητα. Σχεδόν κάθε συναίσθημα μου θρηνεί καί κλαίει, γιατί μόλις φτερουγίσει από μέσα μου στον κόσμο γύρω μου, συναπαντιέται με κάποια ανθρώπινη βαναυσότητα. "Ω, υπάρχει άραγε, πιο βάναυσο καί πιο ωμό ον από τον άνθρωπο;...

Γιατί βρέθηκα σε τούτον το κόσμο, ανάμεσα σε ανθρώπους; 'Αχ, κάποτε, πρίν από πολύ πολύ καιρό, όταν στα πυκνά καί απέραντα δάση μου δεν ήξερα για τους ανθρώπους, ο κόσμος ήταν για μένα χαρά καί πα­ράδεισος. Κι εγώ πλέριο από χαρά συνύφαινα τίς παραδείσιες επιθυμίες καί την παραδείσια ζωηράδα μου μέσα σε μοσχομύριστο χορτάρι καί σε σφριγηλές ση­μύδες, μέσα σε γαλήνια δάση καί σε γαλάζιους ουρα­νούς. Όμως εισήλθε στον παράδεισο μου εκείνος, σκληρός, αμείλικτος καί βλάσφημος, ο άνθρωπος. Κα­ταπάτησε το χορτάρι μου, έκοψε τα δένδρα μου, σκο­τείνιασε τον ουρανό μου. Καί έτσι μετέτρεψε τον παράδεισο μου σε κόλαση... Ω, δεν τον μισώ γι' αυτό, τον σπλαχνίζομαι. Τον σπλαχνίζομαι, επειδή δεν έχει τα συναισθήματα εκείνα για τον παράδεισο. Καί δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη για ένα πλάσμα, για οποι­οδήποτε πλάσμα, απ' αυτήν.

Ξέρετε, ένα ζαρκάδι δεν μπορεί να μισεί, μπορεί μόνον να λυπάται καί να συμπονεί. Αντιμετωπίζει όλες τίς προσβολές, όλες τίς σκαιότητες με θλίψη καί συμπόνια. Ή θλίψη είναι η εκδίκηση του· η θλίψη μαζί με την συμπόνια... Ω, άνθρωποι πόσο σκληροί καί βάναυσοι είστε! Άκουσα πώς υπάρχουν δαίμονες. Μπορεί να 'ναι χειρότεροι απ' τους ανθρώπους; Μόνον ένα πράγμα εύχομαι, ένα πράγμα θέλω: να μην είμαι ψυχή σε άνθρωπο, συναί­σθημα σε άνθρωπο, λογισμός σε άνθρωπο...

Την κάθε ανθρώπινη βαναυσότητα εγώ την βιώνω σαν χτύπημα, σκληρό, στην καρδιά. Απ' αυτό καί ο ρόζος στην καρδιά μου. 'Αχ, αν ξέρατε πόσες μελανιές έχω στην καρδιά μου! Από τα τόσα χτυπήματα!...Έ, λοιπόν, να τί είμαι, μες στον χαμένο παράδεισο. Ένα ζαρκάδι στον χαμένο παράδεισο! Δείξε μου το έλεος Σου, Πανάγαθε καί Πάνστοργε! Τόσες μελανιές η μια δίπλα στην άλλη, η μια πάνω στην άλλη, άφησαν ση­μάδια στην καρδιά μου! 'Αχ, σώσε με απ' τους ανθρώ­πους, από τους βάναυσους καί σκληρούς ανθρώπους! Μόνον έτσι θα μετατρέψεις τον κόσμο μου σε παρά­δεισο καί την θλίψη μου σε χαρά...

Περισσότερο απ' όλα όσα αγαπιούνται, αγαπώ την ελευθερία. Αυτήν, πού έχει μέσα της την αγαθότητα, την στοργή, την αγάπη. Το κακό, η σκαιότητα, το μίσος είναι το χειρότερο είδος σκλαβιάς. Όταν είσαι σκλά­βος τους, είσαι σκλάβος του θανάτου. Καί υπάρχει τάχα μεγαλύτερη σκλαβιά από τον θάνατο; Σέ τέτοια σκλαβιά πορεύονται οι άνθρωποι, αυτοί οι επινοητές καί δημιουργοί του κακού, της σκληρότητας καί του μίσους. Κι εμένα μ' έστειλαν στον κόσμο, μου είπαν καί μου προφήτευσαν, μου όρισαν καί μου προόρισαν: να είσαι θλίψη καί αγάπη. Κι εγώ, μ' όλο μου το είναι, εκπληρώνω τον προορισμό μου: θλίβομαι καί αγαπώ. Θλίβομαι δια της αγάπης, αγαπώ δια της θλίψης. Μπορώ άλλωστε καί αλλιώς σε έναν κόσμο, οπού μέ­νουν άνθρωποι; Εκεί κινείται η ζωή μου, αυτό είναι το πλαίσιο της. Είμαι ολόκληρο καρδιά, μάτια, θλίψη, αγάπη, γι' αυτό καί με συνταράσσει ο φόβος, εκείνος ο θαλπερός φόβος, πού μόνον η θλιμμένη καρδιά τον ξέρει.

Μέσα στην βλασφημία του ο άνθρωπος ούτε πού μπορεί να φανταστεί τα μεγαλειώδη καί θαυμαστά αισθήματα, πού φέρουμε μέσα μας εμείς, τα ζαρκάδια. Ανάμεσα σ' εμάς καί σ' εσάς, άνθρωποι, εκτείνεται η άβυσσος, έτσι, πού ούτε εμείς μπορούμε να κινήσου­με προς εσάς, αλλά ούτε κι εσείς προς εμάς. Δεν έχε­τε την αίσθηση του κόσμου μας. Αν εμείς, τα ζαρκάδια, αν η καρδιά μας περνούσε στην πλευρά σας, τότε θα είχαμε πε­ράσει στην κόλαση. Κάποτε ήμασταν στον παράδεισο. Εσείς όμως, άνθρωποι, μας τον μετα­τρέψατε σε κόλαση. Ό,τι είναι οι διάβολοι για εσάς, είστε εσείς, άνθρωποι, για εμάς. Μας αφη­γούνται τα δάση: «Είδαμε τον Σατανά να πέφτει απ' τον ουρανό στην γη, έπεσε ανάμεσα στους ανθρώπους κι έμεινε. Αυτός, ο έκπτωτος του ουρα­νού, είπε: «νιώθω ευχάριστα ανάμεσα στους ανθρώπους, έχω κι εγώ τον παράδεισο μου καί δεν είναι άλλος από τούτους εδώ, τους ανθρώπους»....

Το ξέρω καί το προαισθάνομαι· με περιμένει μια καλύ- τερη αθανασία από την ανθρώπινη. Για εσάς, άνθρω­ποι, σ' εκείνον τον κόσμο, υπάρχει καί η κόλαση. Για εμάς όμως, τα ζαρκάδια, υπάρχει μόνον παράδεισος. Γιατί εσείς, άνθρωποι, συνειδητά καί εκούσια επι­νοήσατε την αμαρτία, το κακό καί τον θάνατο, πα­ρασύροντας κι εμάς σ' αυτά με την μοχθηρία καί την κακία σας, χωρίς την συγκατάβαση μας, επειδή είχα­τε εξουσία επάνω μας. Γι' αυτό καί θα δώσετε λόγο για εμάς, για όλα τα βάσανα, για όλες τίς δυσκολίες, για όλα τα παθήματα, για όλους τους θανάτους μας. Θα τιμωρηθείτε για εμάς καί εξ αιτίας μας...

Αφου­γκράστηκα τον γαλάζιο ουρανό να ψιθυρίζει στην μαύ­ρη γη τούτην την αιώνια αλήθεια: Οι άνθρωποι την ήμε­ρα της Κρίσεως θα δώσουν λόγο για όλα τα βάσανα, για όλες τίς δυσκολίες, για όλα τα παθήματα, για όλους τους θανάτους όλων των γήϊνων όντων καί πλα­σμάτων. Όλα τα ζώα, όλα τα πουλιά, όλα τα φυτά θα σταθούν καί θα κατηγορήσουν το γένος των ανθρώ­πων για όλους τους πόνους, για όλες τίς προσβολές, για όλα τα κακά, για όλους τους θανάτους πού τους προξένησε μέσα στην αλαζονική φιλαμαρτία του. Για­τί μπρος καί πλάι στο ανθρώπινο γένος συμπορεύο­νται η αμαρτία, ο θάνατος καί η κόλαση.

Αν ήταν να διάλεγα ανάμεσα στα δημιουργήματα, θα διάλεγα τον τίγρη παρά τον άνθρωπο, γιατί ο τίγρης είναι λιγότερο αιμοβόρος απ' τόν άνθρωπο, θα διάλε­γα το λιοντάρι παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότε­ρο αιμοχαρές απ' αυτόν, θα διάλεγα την ύαινα παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο αποκρουστική απ' αυτόν, θα διάλεγα τον λύγκα παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο επιθετικός απ' αυτόν, θα διάλε­γα το φίδι παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο πονηρό απ' αυτόν, θα διάλεγα οποιο­δήποτε άλλο θηρίο παρά τον άνθρωπο, γιατί ακόμη καί το φοβερότερο θηρίο είναι λιγότε­ρο τρομερό από τον άνθρωπο..." σας λέω αλήθεια, μέσα απ' την καρδιά μου σας μιλώ. Γιατί ο άνθρωπος επινόησε καί δημι­ούργησε την αμαρτία, τον θά­νατο καί την κόλαση. Καί τούτο μέσα σ' όλους τους κόσμους μου είναι το χειρότερο από τα χειρότερα, το πιο τερατώδες απ' τα τερατωδέστερα, το φο­βερότερο απ' τα φοβερότερα.

Το ακούω, όταν βουίζει ο χείμαρος των δακρύων: οι άνθρωποι κομπάζουν για κάποια νοημοσύνη. Εγώ όμως, τους βλέπω μέσα από τα κυριότερα έργα τους, την αμαρτία, το κακό καί τον θάνατο. Καί συμπεραί­νω πώς, αν η νοημοσύνη τους έγκειται στο ότι επινόη­σαν καί δημιούργησαν την αμαρτία, το κακό καί τον θά­νατο, τότε αυτό δεν είναι χάρισμα, αλλά κατάρα. Ή νοη­μοσύνη πού ζει καί εκφράζεται με την αμαρτία, το κακό καί τον θάνατο είναι θεία τιμωρία. Μεγάλη νοημοσύ­νη, μεγάλη καί η τιμωρία. Θα ήταν προσβολή για εμέ­να αν μου έλεγαν πώς είμαι νοήμον, κατά τον τρόπο τον ανθρώπινο νοήμον. Αν μια τέτοια νοημοσύνη είναι το μοναδικό ίδιον των ανθρώπων, τότε, όχι μόνον την απαρ­νούμαι αλλά καί την καταριέμαι. Αν απ' αυτήν εξαρτιόταν ακόμη καί ο παράδεισός μου και η αθανασία μου, τότε θα είχα για πάντα απαρνηθεί καί τον παράδεισο καί την αθανασία.

Με την νοημοσύνη καί χωρίς την αγαθότητα καί την στοργή, ο άνθρωπος είναι ίδιος ο διάβολος. Άκουσα τους αγγέλους του ουρανού, όταν έπλεναν τα φτερά τους στα δάκρυα μου, να λένε: ο διάβολος είναι η με­γάλη νοημοσύνη χωρίς ίχνος αγαθότητας καί αγάπης. Όμως, κι ο άνθρωπος το ίδιο είναι, όταν δεν έχει κα­λοσύνη καί αγάπη. Ο νοήμων άνθρωπος χωρίς καλοσύνη καί συμπόνια είναι κόλαση για την στοργική ψυχή μου, κόλαση για την πικραμένη καρδιά μου, κόλαση για τα άκακα μάτια μου, κόλαση για το ταπεινό είναι μου. Απ' τήν ψυχή μου μία μόνον επιθυμία αναβλύζει: να μην ζήσω ούτε σε τούτον, ούτε καί σ' εκείνον τον κόσμο πλάι σε άνθρωπο, πού είναι νοήμων ενώ δεν έχει καλοσύνη καί σπλαχνική στοργή. Μόνον τότε αποδέχομαι την αθα­νασία καί την αιωνιότητα. Αν δεν γίνεται αλλιώς, τότε, θεέ μου, αφάνισε με, μετάβαλέ με σε μη είναι.

Τα λευκά ζαρκάδια τον παλιό καιρό έλεγαν: πέ­ρασε απ' την γη Εκείνος, ο Πανάγαθος καί Πάνστοργος, κι έκανε την γη παράδεισο. Όλα τα οντά, όλα τα πλάσματα δέχτηκαν την άπειρη αγαθότητα, την αγάπη, την στοργή, το έλεος, την ευγένεια καί την σο­φία, πού ανέβλυζε απ' Αυτόν. Πάνω στην γη περπά­τησε καί την έκανε ουρανό. Τον έλεγαν Ιησού.

Ω, σ' Αυτόν είδαμε το πόσο μπορεί ο άνθρωπος να είναι υπέροχος καί υπέρκαλος, μόνον όταν είναι αναμάρτητος. Θλιβόταν με την θλίψη μας καί έκλαιγε μαζί μας για τα δεινά, πού οι άνθρωποι μας έφεραν. Ήταν μαζί μας καί ενάντια στα ανθρώπινα δημιουργήματα, ενάντια στην αμαρτία, στο κακό καί τον θάνατο. Αγαπούσε με τρόπο φιλόστοργο καί πονόψυχο όλα τα πλάσματα, τα χάιδευε με μια θεϊκή μελαγχολία καί τα προφύλασσε από την ανθρώπινη αμαρτία, από το ανθρώπινο κακό, από τον ανθρώπινο θάνατο. Ήταν, καί παντοτινά παρέμεινε, ο Θεός μας, ο Θεός των θλιμένων καί κατατρεγμένων κτισμάτων, από το μικρό­τερο μέχρι το μεγαλύτερο.

Μόνον οι άνθρωποι, πού του μοιάζουν, μας ανα­παύουν. Είναι γένος μας, είναι η αθανασία μας καί η αγάπη μας. Ή ψυχή τους έχει συνυφανθεί με την κα­λοσύνη Του, την ευσπλαχνία Του, την αγάπη Του, την στοργή Του, την ευγένεια Του, την δικαιοσύνη Του καί την σοφία Του. Ή νοημοσύνη τους είναι θεϊκά σοφή, θεϊκά αγαθή, θεϊκά ταπεινή, θεϊκά σπλαχνική. Μοιά­ζουν με τους φωτεινούς καί αγίους αγγέλους. Γιατί η μεγάλη νοημοσύνη καί η μεγάλη αγαθότητα, όταν γί­νονται ένα, τότε αυτό λέγεται άγγελος.

Γι' αύτό καί η αγάπη μας σπεύδει ολάκερη στον Ιη­σού, τον Πανάγαθο, τον Πολυέλεο, τον Πάνστοργο. Αυτός είναι ο Θεός μας, Αυτός και η Αθανασία μας και η Αιωνιότητα μας. Το Ευαγγέλιο Του είναι πε­ρισσότερο δικό μας, παρά των ανθρώπων, γιατί μέσα μας υπάρχει περισσότερη η αγαθότητα Του, η αγά­πη Του, η στοργή Του...Εκείνος. Ω! Ας είναι ευλογητός σ' όλες τίς καρδιές καί σ' όλους τους κόσμους μας! Εκείνος, ο Κύριος καί Θεός μας! Εκείνος, η γλυ­κιά παρηγοριά μας σε τούτον τον πικρό κόσμο, πού παρέρχεται, η αιώνια ευφροσύνη μας σε εκείνον, τον αθάνατο κόσμο, πού επέρχεται...