Σελίδες

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Συν-ταρακτικοί λογισμοί


                               

  Σέ ἕνα διαμέρισμα κάποιας πολυκατοικίας, στήν Ἑλλάδα ἤ κάπου ἀλλοῦ, δέν ἔχει σημασία, ἡ πρωταγωνίστριά μας ξυπνᾶ ἀλαφιασμένη ἀπό τό ξυπνητήρι. Νιώθει κουρασμένη, ἄν καί κοιμήθηκε καλά. Ξημέρωσε γι᾽ αὐτήν μιά μέρα σάν ὅλες τίς ἄλλες, μέ ἔγνοιες, ἄγχος, ὑποχρεώσεις. Προτοῦ σηκωθεῖ καλά καλά, τό μυαλό της τίθεται σέ λειτουργία, γιά νά προλάβει ὅλα ὅσα ἔχει προγραμματίσει. Σκέφτεται καί μονολογεῖ:


     «Νά θυμηθῶ νά μήν ξεχάσω νά τηλεφωνήσω στόν ὑδραυλικό γιά νά ἐπισκευάσει τήν βρύση τῆς κουζίνας πού ὑποψιάζομαι ὅτι μάλλον τήν φτιάχνει πρόχειρα γιά νά μοῦ χρεώνει κάθε φορά τήν ἐπίσκεψη, νά κλείσω ραντεβού στό κομμωτήριο, νά ρωτήσω τάχα ἀδιάφορα τήν Βίκυ ποῦ βρῆκε τά λεφτά καί ἀγόρασε καινούριο αὐτοκίνητο (πού ὅταν τό σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά σκουπίσω, νά σφουγγαρίσω, νά ξεσκονίσω, νά μαγειρέψω γιά τούς φίλους μας πού θά ἔρθουν τό βράδυ γιά νά τούς δείξω τί θά πεῖ νοικοκυρά, νά ἐλέγξω τίς τελευταῖες κινήσεις τοῦ τραπεζικοῦ μου λογαριασμοῦ, νά πληρώσω τήν ΔΕΗ, τόν ΟΤΕ, τήν ΕΥΔΑΠ, τό ΕΤΑΠ (πού ὅταν τά σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά δῶ τίς δόσεις τοῦ δανείου, νά παραμονεύσω γιά νά δῶ ποιός κλέβει τά λεμόνια ἀπό τήν λεμονιά μας, νά διαμαρτυρηθῶ στόν δῆμο γιατί μαζεύουν τά σκουπίδια ἀργά τήν νύχτα καί μέ ἐνοχλοῦν, νά ἐνημερωθῶ γιά τίς νέες περικοπές στά φάρμακα (πού ὅταν τίς σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά ἀγοράσω δῶρο γιά τά γενέθλια τῆς Μαρίνας, τήν γιορτή τῆς Χριστίνας, τήν ἐπέτειο τοῦ Γιώργου καί τῆς Μάρθας ἀφοῦ κι αὐτοί μᾶς κάνουν δῶρα, νά καταγγείλω τόν γείτονα πού ἔφτιαξε μπάρμπεκιου στόν κῆπο του καί ἔρχεται ὅλη ἡ κάπνα πάνω μας (πού ὅταν τό σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά εἰδοποιήσω τήν θεία Χρυσοῦλα νά μήν μᾶς περιμένει γιά φαγητό τήν Κυριακή γιατί τήν βαριέμαι, νά ἀποφύγω τόν Σοφιανόπουλο πού προσπαθεῖ νά μοῦ πουλήσει λάδι ἀπό τό χωριό του,


νά βάλω ἐνοικιαστήριο γιά τό δυάρι στά Πετράλωνα, νά βρῶ μιά καλή ἀτάκα γιά τόν ἐξυπνάκια τόν Παντελῆ (πού ὅταν τόν σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά μήν σηκώσω τό τηλέφωνο στήν πολυλογοῦ τήν Ἀγλαΐα, νά ἀλλάξω δρόμο ὅταν συναντήσω τόν γρουσούζη τόν Θανάση, νά διαβάσω τό ὡροσκόπιό μου γιατί μᾶλλον οἱ πλανῆτες δέν μέ εὐνοοῦν αὐτόν τόν καιρό καί μοῦ πᾶνε ὅλα στραβά, νά τά ψάλλω στόν δάσκαλο πού μάλωσε χθές τόν Κωστάκη μου (πού ὅταν τό σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά δείξω στόν Νίκο τό τετράδιο ὀρθογραφίας τῆς Ἑλενίτσας μου γιά νά δεῖ πόσο καλή μαθήτρια εἶναι ἡ ἀνηψιά του, νά μάθω γιατί χώρισε ἡ Κατερίνα καί γιατί τσακώθηκε ὁ Γιάννης μέ τόν Ἠλία, νά δῶ καλύτερα τόν νεαρό πού φέρνει μέ τήν μηχανή του κάθε βράδυ σπίτι τήν κόρη τοῦ κύρ Ἀνδρέα, νά ζητήσω τά ὀφειλούμενα ἀπό τόν Ἄλκη (πού ὅταν τά σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά παραπονεθῶ στούς διπλανούς πού καλοῦν πολύ συχνά κόσμο στό σπίτι τους καί μέ ἐκνευρίζει τό κουδούνι τους πού κτυπᾶ, νά πῶ στήν Πηνελόπη νά μαζέψει τά παιδιά της, πού ὅλο τρέχουν, παίζουν καί γελοῦν (πού ὅταν τά σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά κόψω τήν φόρα τῆς Ἀννοῦλας ἀπό τό γραφεῖο πού μέ ρωτᾶ συνέχεια ἄν θέλω βοήθεια λές καί εἶμαι ἀνίκανη, νά βγάλω τόν σκύλο βόλτα, νά γκρινιάξω στόν ἄνδρα μου πού ἔχει ἕνα μῆνα νά μέ βγάλει ἔξω γιά διασκέδαση (πού ὅταν τό σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά συγχαρῶ τήν Μαρία γιά τήν προαγωγή της γιά νά μήν νομίζει ὅτι ζηλεύω, νά πῶ στήν μάνα μου νά μήν μοῦ ξαναπεῖ νά κόψω τό κάπνισμα, νά ζητήσω πίσω τά cd πού δάνεισα στόν Στέλιο, νά ἀνακαλύψω ποῦ πάει κάθε ἀπόγευμα ἡ Λέλα σεινάμενη κουνάμενη (πού ὅταν τήν σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά βρῶ μιά καλή δικαιολογία γιά νά μήν δώσω στήν Βαγγελιώ τήν συνταγή πού μού ζήτησε, νά τηλεφωνήσω στήν Ἀργυρώ νά πάμε για καφέ γιά νά σχολιάσουμε τήν νέα σχέση τῆς Φανῆς, νά βάλω στήν θέση της τήν Γιούλη πού μοῦ εἶπε ὅτι πάχυνα (πού ὅταν τήν σκέφτομαι, ὅλο ταράζομαι), νά…..

Οὔφ, ταράχθηκα πάλι καί σήμερα. Τί νά κάνω ὅμως μέ τόσα πράγματα πού μέ ἀπασχολοῦν; Τουλάχιστον ἔτσι ἡ ζωή μου εἶναι γεμάτη. Ἐπειδή ὅμως δέν θέλω νά ρυτιδιάσω πρόωρα ἀποφασίζω ἀπό αὔριο νά μήν ταράζομαι. Ἀπό αὔριο ὅμως, σήμερα δέν μπορῶ».
Πράγματι, τήν ἑπόμενη δέν ταράχθηκε καθόλου. Δεν μποροῦσε ὅμως νά κάνει καί διαφορετικά, ἀφοῦ τήν ἑπόμενη…

Κηδεύουμε σήμερα τήν πολυαγαπημένη μας σύζυγο, μητέρα, κόρη,
          ἀδερφή, συγγενῆ, φίλη, συνάδερφο, γειτόνισσα στόν Ἱ.Ν. Ἀναπαύσεως
καί ὥρα 0:00 ἀκριβῶς!


  Ἡ πρωταγωνίστριά μας βεβαίως δέν πρόλαβε νά ρυτιδιάσει, ἡ καρδιά της ὅμως ἦταν ρυτιδιασμένη ἀπό καιρό. Προτίμησε νά ἀναλώσει τόν χρόνο της σέ κατακρίσεις, κουτσομπολιά, ἐμπάθεια, καχυποψίες καί ζήλεια παρά νά δεῖ ἀγαπητικά τούς ἀνθρώπους γύρω της καί νά εἰρηνεύσει μαζί τους. Νόμιζε πώς οἱ ἄλλοι εὐθύνονται γιά τήν δική της ταραχή καί δέν συνειδητοποιοῦσε ὅτι ἦταν ὁ ἴδιος της ὁ ἑαυτός, πού τήν ἐμπόδιζε νά χαρεῖ πρόσωπα καί σχέσεις. Βρισκόταν σέ διαρκῆ ἀναβρασμό καί γεύθηκε τήν κόλαση οὖσα ζωντανή. Ἡ ζωή της ναυάγησε μές στήν φουρτούνα τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῶν κακῶν της λογισμῶν… Τήν ψυχήν τῆς δούλης σου, Σῶτερ, ἀνάπαυσον…

Δέσποινας Ζαμάνη-Κόλλια



Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Τα­ξι­δεύ­ον­τας



Βασίλης Μπόκος


Φεύ­γον­τας ἀ­πό τήν πό­λη, μᾶλ­λον μου­τζού­φλης καί κλει­δαμ­πα­ρω­μέ­νος μέ­σα σου, συμ­βαί­νει με­ρι­κές φο­ρές νά ἐ­κτε­θεῖς στήν θέ­α ἑ­νός δει­λι­νοῦ. Τέ­τοι­ας γο­η­τεί­ας, πού μέ­σα σέ  λί­γες στιγ­μές, δέν μπο­ρεῖς πα­ρά νά πα­ρα­δε­χθεῖς πώς ἔ­χεις μα­γευ­τεῖ ὁ­λό­τε­λα ἀ­πό αὐ­τό πού ἀν­τι­κρύ­ζουν τά μά­τια σου. Ἡ βου­ή τῆς πό­λης ἔ­χει σι­γή­σει, καί κα­θώς τό αὐ­το­κί­νη­το ἀ­νη­φο­ρί­ζει μέ σκέρ­τσο τόν δρό­μο του, βρί­σκεις ἐ­πι­τέ­λους τήν ἠ­ρε­μί­α πού ζη­τοῦ­σε μέ­ρες τώ­ρα ἡ ψυ­χή σου, μά ἔ­κα­νες πώς δέν τήν ἄ­κου­γες. Ὥ­ρα γιά πε­ρι­συλ­λο­γή λοι­πόν, ἀ­τε­νί­ζον­τας τό ὑ­πέ­ρο­χο θέ­α­μα πού σου προ­σφέ­ρει τοῦ ἥ­λιου τό φευ­γιό, στῆς ἡ­μέ­ρας τήν χά­ση. Παι­χνί­δια τοῦ φω­τός στά σύν­νε­φα, κά­θε στιγ­μή καί λί­γο δι­α­φο­ρε­τι­κά, κά­θε λε­πτό μο­να­δι­κό. Πραγ­μα­τι­κό ἔρ­γο τέ­χνης. Ἕ­να ἔρ­γο, πού τό­σο γεν­ναι­ό­δω­ρα σέ κα­λεῖ ἡ φύ­ση νά πα­ρα­κο­λου­θή­σεις δω­ρε­άν, ἀ­νώ­τε­ρο ἴ­σως ἀ­πό πολ­λούς πί­να­κες ζω­γρα­φι­κῆς ἤ ται­νί­ες πού κό­στι­σαν ἑ­κα­τον­τά­δες χρή­μα­τα. Ἔρ­γο, πού στό γκρί­ζο τῆς πό­λης, σοῦ δι­α­φεύ­γει, ἔ­τσι ἁ­πλά, κά­θε μέ­ρα. Ὅ­μως αὐ­τό εἶ­ναι ἐ­κεῖ, πι­στό στό ραν­τε­βού του, καί σή­με­ρα τά κα­τά­φε­ρες· ἤ­δη κά­που τα­ξι­δεύ­εις μα­ζί του.


Ὁ δρό­μος προ­χω­ρᾶ καί ἡ μί­α στρο­φή δι­α­δέ­χε­ται τήν ἑ­πό­με­νη, συ­νε­πής καί αὐ­τή ὅ­πως καί ἡ προ­η­γού­με­νη στήν ἀ­πο­στο­λή της: νά συ­νε­χι­στεῖ τό τα­ξί­δι ἐγ­γύ­τε­ρα στόν προ­ο­ρι­σμό. Ὅ­μοι­α καί οἱ σκέ­ψεις, ἡ μί­α ὁ­δη­γεῖ στήν ἄλ­λη, καί ὅ­λες μα­ζί δί­νουν στόν νοῦ εὐ­και­ρί­ες βα­θέ­ος στο­χα­σμοῦ, μιά ἀ­πα­ραί­τη­τη ἀλ­λα­γή ἀ­πό τήν ἐ­πι­πό­λαι­η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα πού ἔ­χεις συ­νη­θί­σει. Ὁ ἥ­λιος κον­τεύ­ει νά χα­θεῖ πιά στόν ὁ­ρί­ζον­τα, ἀ­κο­λου­θών­τας δι­κή του δι­α­δρο­μή. Ἡ δι­κή σου ὅ­μως τε­λει­ώ­νει ἐ­δῶ, μό­λις ἔ­φθα­σες. Τό αὐ­το­κί­νη­το στα­μα­τά­ει ἔ­ξω ἀ­πό τήν πέ­τρι­νη μάν­τρα· κοι­τών­τας γύ­ρω, ἴ­σα πού δι­α­κρί­νεις τό κα­θο­λι­κό στό μι­σο­σκό­τα­δο. Κα­τε­βαί­νεις, καί πη­γαί­νον­τας πρός τά μέ­σα, νι­ώ­θεις ἀ­κό­μη νά τα­ξι­δεύ­εις. Μή­πως ἔ­πρε­πε νά συ­νέ­χι­ζες λί­γο ἀ­κό­μη τόν δρό­μο σου ―μιά δυ­ό στρο­φές πα­ρα­κά­τω, ὡς καί τήν ἑ­πό­με­νη, ἴ­σως καί λί­γο πιό πέ­ρα...


Πλη­σι­ά­ζον­τας τόν να­ό, μέ­σα στήν σι­γή τοῦ ἀ­πό­βρα­δου, συ­νέρ­χε­σαι. Τό πε­ρί­τε­χνο χτί­σι­μο, ἡ πρό­σο­ψη, ὁ τροῦ­λος, ὅ­λο τό ἐ­ξω­τε­ρι­κό παι­χνι­δί­ζει μέ τό μυα­λό σου, πού προ­τρέ­χει νά συν­θέ­σει ὁ­λό­κλη­ρη τήν δο­μή τοῦ κτι­ρί­ου, μα­ζί μέ ὅ­σα δέν φαί­νον­ται. Προ­σκυ­νᾶς στόν πρό­να­ο, ἀ­νά­βεις κε­ρί. «Το φῶς κόν­τρα στό σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου», εἶ­χε πεῖ ἕ­νας ἀ­δελ­φός. Μέ τόν συμ­βο­λι­σμό στό μυα­λό σου, τό βλέμ­μα σου κον­το­στέ­κε­ται γιά μιά   στιγ­μή στήν φλό­γα πού ἀ­νά­βον­τας, τρε­μο­παί­ζει. Θαρ­ρεῖς πα­σχί­ζει νά κρα­τη­θεῖ ἐ­πά­νω στό σχοι­νί, νά παύ­σει τό τρε­μού­λια­σμα. Δι­δά­σκε­σαι πού τήν βλέ­πεις νά στε­ρι­ώ­νε­ται, νά ἰ­σορ­ρο­πεῖ καί νά δυ­να­μώ­νει. Πά­λι προ­σκυ­νᾶς, καί προ­χω­ρᾶς πιό μέ­σα. «Εἰ­σε­λεύ­σο­μαι, εἰς τόν οἶ­κον Σου» ἀ­κού­γε­ται, σέ ἦ­χο δω­ρι­κό μά τό­σο σα­γη­νευ­τι­κό. Ἀ­πο­λαμ­βά­νεις τήν σύμ­πτω­ση, νά μπαί­νεις στόν να­ό ἀ­κού­γον­τας τοῦ­τα τά λό­για, κά­τι σάν σκη­νο­θε­σί­α. Μᾶλ­λον λά­θος νό­μι­σα, δέν τε­λεί­ω­σε κα­νέ­να τα­ξί­δι πρω­τύ­τε­ρα. Πρέ­πει νά στέ­κο­μαι στό σω­στό ση­μεῖ­ο· ἀ­πό ἐ­δῶ φαί­νε­ται νά μπο­ρῶ νά συ­νε­χί­σω τό τα­ξί­δι μου πο­λύ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό πρίν,  μέ ἄλ­λον προ­ο­ρι­σμό, τό­σο πο­λύ μα­κρύ­τε­ρα! «Εἰς τό ἐ­πέ­κει­να», ἔρ­χε­ται αὐθόρ­μη­τα, ἕ­νας ἴ­σως ὑ­περ­βο­λι­κός συ­νειρ­μός...


Ἀρ­κοῦν λί­γα λε­πτά γιά νά ἐ­πι­βε­βαι­ω­θῶ. Ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα εἶ­ναι ἐ­πι­βλη­τι­κή, ἀλ­λά καί  κα­τα­νυ­κτι­κή. Λί­γες καν­δῆ­λες φέγ­γουν ἐ­δῶ καί ἐ­κεῖ στίς εἰ­κό­νες. Τό σκο­τά­δι ἠ­ρε­μεῖ τήν   σκέ­ψη, τήν ἀ­παλ­λά­σει ἀ­πό τά πε­ριτ­τά. Στούς τοί­χους, σχέ­δια καί χρώ­μα­τα ξε­προ­βά­λουν ἀ­νά­με­σα στίς σκι­ές. Μορ­φές ἁ­γί­ες, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες καί παι­διά, βε­βαι­ώ­νουν γιά τόν ἄλ­λον, τόν νέ­ο τρό­πο νά ζεῖς. Πά­θη καί πά­θος· κλί­ση καί ἀ­πό­κρι­ση στό κά­λε­σμα. Θαυ­μα­στά καί πα­ρά­δο­ξα ἀ­πό τήν ζω­ή Ἐ­κεί­νου, πο­ρεί­α πρός τόν Σταυ­ρό,  Ἀ­νά­στα­ση. Ὅ­λα μα­ζί σμιγ­μέ­να ὁ­λό­γυ­ρα στούς τοί­χους, τό­σο πε­ρί­τε­χνα, σάν ἕ­να! Πού δέν μέ­νει ἐ­κεῖ, μό­νο του, στεῖ­ρο. Μά γί­νε­ται ἐ­πί­σης ἕ­να μέ τά γλυ­κά με­λί­σμα­τα πού φτά­νουν στά αὐ­τιά μου. Γί­νε­ται ἕ­να μέ τούς ἤ­χους, πού ἄλ­λο­τε ἱ­κε­τευ­τι­κοί, ἄλ­λο­τε δο­ξο­λο­γι­κοί, κά­νουν τήν ψυ­χή μου  νά  σκιρ­τᾶ. Τῆς δί­νουν ἕ­να ἁ­πα­λό τα­ρα­κού­νη­μα, νά πά­ει πιό κά­τω. Νά ἀ­φή­σει τήν  βο­λή της, νά κι­νη­θεῖ. Νά θυ­μη­θεῖ πώς πλά­στη­κε γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἔ­χει δρό­μο μπρο­στά της, τα­ξί­δι! Ὅ­λα αὐ­τά, συν­θέ­τουν ἕ­να πο­λύ δυ­να­τό βί­ω­μα, πού ὅ­μως γί­νε­ται πο­λύ πλη­ρέ­στε­ρο, ἀ­πο­κτών­τας ἄλ­λο βά­θος, μέ τήν κυ­ρί­αρ­χη πα­ρου­σί­α τοῦ λό­γου.  Ἀ­πό τό ἴ­διο τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, τόν Ἀ­πό­στο­λο, ὅ­λα τά ἀ­να­γνώ­σμα­τα, κά­θε τρο­πά­ριο καί κά­θε ποί­η­μα, κά­θε «Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον» καί  «Ἀ­μήν». Ἡ δι­ά­θε­ση με­το­χῆς στό μυ­στή­ριο τοῦ Λό­γου, προ­κα­λεῖ ἀ­πό μό­νη της μιά μι­κρή ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀλ­λοί­ω­ση. Δί­ψα γιά κα­τα­νό­η­ση καί με­το­χή σέ ὅ­σα ἀ­κού­γον­ται καί ὅ­σα ἐν­νο­οῦν­ται. Δί­ψα γιά κεν­τρά­ρι­σμα τῆς ζω­ῆς μου στόν Λό­γο, στό ἴ­διο τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, σέ μιά ἄλ­λη προ­σέγ­γι­ση στήν ζω­ή.


 Πό­σο νό­η­μα μπο­ρῶ νά βρῶ σέ αὐ­τές τίς στιγ­μές! Ὁ ἄν­θρω­πος, μέ­σα ἀ­πό τά χα­ρί­σμα­τά του, ἀ­να­ζη­τᾶ τρό­πους νά ὑ­μνή­σει τόν Θε­ό. Δέν βρί­σκω ἄλ­λο τρό­πο νά τό ἐ­ξη­γή­σω. Ἡ τέ­χνη, πού τό­σο πο­λύ μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­δρά­σει στήν ἀν­θώ­πι­νη ψυ­χή καί στό σῶ­μα,  ὑ­πο­ταγ­μέ­νη, τρό­πον τι­νά, στίς ἀ­νάγ­κες τῆς Λα­τρεί­ας. Δη­λα­δή, στήν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που νά ὑ­μνή­σει τόν Θε­ό. Νά με­τέ­χει, νά εἶ­ναι καί αὐ­τός κομ­μά­τι τοῦ ὅ­λου, τοῦ συ­νό­λου,  τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί ἔ­τσι, ὁ κα­θέ­νας βά­ζει τό δι­κό του τά­λαν­το, ὅ­πως καί ὅ­σο μπο­ρεῖ. Ἄλ­λος μου­σι­κός, ἄλ­λος λό­γιος, ἄλ­λος ζω­γρά­φος, ἄλ­λος χτί­στης, ἄλ­λος ζυ­μω­τῆς, ἄλ­λος δι­α­χει­ρι­στῆς, ἄλ­λος δι­ά­κο­νος. Ὅ­λοι μα­ζί, ἴ­σως στό ξε­χεί­λι­σμα τοῦ ἔ­ρω­τά τους,  κα­τα­θέ­τουν τήν  ἀ­γά­πη τους. Καί μπο­ρῶ νά μπαί­νω ἐ­δῶ μέ­σα, καί νά γί­νο­μαι καί ἐ­γώ κοι­νω­νός καί μέ­το­χος αὐ­τῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς! Χρι­στέ μου, ἐ­λά­χι­στη προ­αί­ρε­ση βά­ζω, καί παίρ­νω τό­σα πί­σω, πού μου εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά τά δι­α­χει­ρι­στῶ, μέ ὑ­περ­βαί­νουν!...


Σέ λί­γο ἀρ­χί­ζει τό  δο­ξα­στι­κό. «Δό­ξα Πα­τρί καί Υἱ­ῶ καί  Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι...» ψέλ­νει ὁ κα­λό­γε­ρος, καί ὁ με­σαι­ω­νι­κός ἦ­χος μέ ὑ­πο­βάλ­λει σέ κά­τι ἀ­πό­κο­σμο. Μά ὁ λό­γος ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο! Συ­ναι­σθά­νο­μαι τό ἐ­λά­χι­στο τῆς ὕ­παρ­ξής μου, προ­σπα­θῶ νά συλ­λά­βω τί λό­για τολ­μῶ καί ψελ­λί­ζω, ἡ μα­τιά μου πέ­φτει στήν Μα­ρί­α, μη­τέ­ρα κλαί­ου­σα κά­τω ἀ­πό τόν σταυ­ρό. Μά καί στήν ἄλ­λη Μα­ρί­α, τήν Αἰ­γυ­πτί­α. Καί σέ ἄλ­λον ἅ­γιο, καί σέ ἄλ­λον,  μάρ­τυ­ρες ὅ­λοι τῆς ὕ­παρ­ξης μιᾶς ἄλ­λης βι­ω­τῆς. Σέ κοι­τοῦν σι­ω­πη­λά, σάν νά σοῦ κλεί­νουν τό μά­τι. Πό­σες φο­ρές γύ­ρι­σα τήν πλά­τη, ἀν­τί νά ἁ­πλώ­σω τό χέ­ρι! Ὅ­λα μέ ὁ­δη­γοῦν νά ση­κώ­σω τό βλέμ­μα μου ψη­λά. Ἀν­τι­κρύ­ζω τόν Κύ­ριο, ὡς Παν­το­κρά­τορα, κυ­βερ­νή­τη τοῦ πλοί­ου πού τα­ξι­δεύ­ει... Προ­σεύ­χο­μαι τώ­ρα μέ ὅ­λη μου τήν ὕ­παρ­ξη! Οἱ τρί­χες μου ἀ­να­ση­κώ­νον­ται, στήν σκέ­ψη πώς αὐ­τό πού σι­γο­ψέλ­νω τώ­ρα καί ´γῶ, τό ἔ­ψαλ­λαν καί ἄλ­λοι χρι­στια­νοί, μί­α, δύ­ο, τρεῖς γε­νι­ές πί­σω, χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα, αἰ­ῶ­νες! Κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι, πρίν ἀ­πό πέν­τε ἤ ἕ­ξι αἰ­ῶ­νες, προ­σεύ­χον­ταν ψέλ­νον­τας τούς ἤ­χους αὐ­τούς, ἔ­χον­τας στό στό­μα τους τά βα­θύ­τα­τα αὐ­τά λό­για, γυρ­νών­τας τό βλέμ­μα τους, στίς ἴ­δι­ες αὐ­τές ἁ­γι­ο­γρα­φί­ες πού μέ πε­ρι­βάλ­λουν... Τί θλί­ψεις, τί ἀ­γω­νί­ες νά τούς κυ­νη­γοῦ­σαν; Ποι­ά χα­ρά στήν ζω­ή τους νά τούς ἔ­κα­νε νά προ­σεύ­χον­ται δο­ξο­λο­γών­τας; Συγ­κλο­νί­ζο­μαι ξα­νά· πά­λι καί πά­λι ἀ­δυ­να­τῶ νά συλ­λά­βω ὅ­τι θά κοι­νω­νή­σω Τόν Ἴ­διο Χρι­στό, ἀ­πό τό κοι­νό Πο­τή­ριο, ἴ­διο πού κοι­νώ­νη­σαν ὅ­λοι, ἀ­πό ἀ­πό­ψε, μέ­χρι πί­σω... μέ­χρι ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἀ­πό τά χέ­ρια Ἐ­κεί­νου.


Μέ­σα στήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν βι­ω­μά­των, νι­ώ­θω ἀ­τό­φιο τό γι­ά­τρε­μα μέ­σα μου, στήν μο­να­ξιά τῆς γυ­μνῆς ὕ­παρ­ξής μου. Συ­να­πάν­τη­μα, ἔ­ξω ἀ­πό τόν χρό­νο! Κοι­τῶ γύ­ρω μου, καί βλέ­πω τά πρό­σω­πα τῶν ἀ­δελ­φῶν μου. Σύ­να­ξις ἐ­πί τό αὐ­τό!..  Ἄλ­λος στο­χά­ζε­ται, ἄλ­λος προ­σεύ­χε­ται θερ­μά· ἄλ­λος ψέλ­νει ἐ­νῶ ἄλ­λος ἔ­χει ἀ­πο­κά­μει ἀ­πό τήν κού­ρα­ση, καί γέρ­νει στό στα­σί­δι μή­πως ξε­γε­λά­σει λί­γο τήν νύ­στα του. Μέ ἀ­δελ­φούς μα­ζί, ἐ­δῶ στό τώ­ρα, στό χθές καί στό αὔ­ριο, στά χρό­νια καί στούς αἰ­ῶ­νες πού ἦρ­θαν καί θά ἔρ­θουν. Δέν μπο­ρῶ νά μοῦ κρύ­ψω τό προ­φα­νές: ἔ­χω χά­σει κά­θε αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου καί τοῦ χώ­ρου! Πιά, τα­ξι­δεύ­ω με­σο­πέ­λα­γα, στά ἀ­νοι­χτά!
Δό­ξα τῷ Θε­ῷ, πάν­των ἕ­νε­κεν!