Σελίδες

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Ι­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος, Ο προ­φή­της της οι­κου­με­νι­κής α­γά­πης




Χρυ­σό­στο­μος Α. Στα­μού­λης
Ι­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος,
Ο προ­φή­της της οι­κου­με­νι­κής α­γά­πης

            Στο πρώ­το Συ­νέ­δριο των Ορ­θό­δο­ξων Θε­ο­λο­γι­κών Σχο­λών το 1936, στην Α­θή­να, ο π. Γε­ώρ­γιος Φλο­ρόβ­σκυ εί­χε προ­τεί­νει μια δη­μι­ουρ­γι­κή ε­πι­στρο­φή στους Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας. Έ­να άλ­λο δι­ά­βα­σμα τους, μια προ­σο­χή, μια μα­τιά στο πνεύ­μα τους και ο­πωσ­δή­πο­τε ό­χι μό­νο στο γράμ­μα. Μια α­νά­κτη­ση του πα­τε­ρι­κού τρό­που του σκέ­πτε­σθαι, έ­τσι ώ­στε να μπο­ρέ­σει να ξα­να­βρεί κα­νείς την χα­μέ­νη «ι­κα­νό­τη­τα να φλέ­γε­ται, μό­λις έρ­χε­ται εις ε­πα­φήν με το πυρ της εμ­πνεύ­σε­ώς του· ό­χι να γί­νη ει­δι­κός εις τον κα­ταρ­τι­σμόν αρ­χαι­ο­λο­γι­κών συλ­λο­γών α­πε­ξη­ραμ­μέ­νων βο­τά­νων»[1][1].
            Την ά­πο­ψη αυ­τή του κο­ρυ­φαί­ου θε­ο­λό­γου της Ορ­θο­δο­ξί­ας του ει­κο­στού αι­ώ­να, που έ­βλε­πε προ­φη­τι­κά την αλ­λοί­ω­ση που πλη­σί­α­ζε, την αλ­λοί­ω­ση που ή­δη εί­χε ει­σβά­λει ως δι­η­θη­τι­κός ι­ός α­πό τις πόρ­τες και τα πα­ρά­θυ­ρα του σχο­λα­στι­κι­σμού σε Α­να­το­λή και Δύ­ση, εν­στερ­νί­στη­καν με εν­θου­σια­σμό στην πο­ρεί­α ουκ ο­λί­γοι Ορ­θό­δο­ξοι θε­ο­λό­γοι σε ό­λα τα ση­μεί­α του κό­σμου. Μά­λι­στα στα­δια­κά η πρό­τα­ση Φλο­ρόβ­σκυ για ε­πι­στρο­φή στο πνεύ­μα των Πα­τέ­ρων της Εκ­κλη­σί­ας έ­λα­βε δι­α­στά­σεις κα­θο­λι­κό­τη­τας εν­τός των ο­ρί­ων της Ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας. Σε ό­λα τα μή­κη και πλά­τη της Ορ­θο­δο­ξί­ας η ε­πι­στρο­φή στους Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας, για την ο­ποί­α ουκ ο­λί­γο συ­νέ­βα­λαν και οι δυ­τι­κοί θε­ο­λό­γοι, η κί­νη­ση της Οξ­φόρ­δης για πα­ρά­δειγ­μα, αλ­λά και πολ­λοί άλ­λοι, κα­θώς και η α­να­κά­λυ­ψη του πνεύ­μα­τός τους που έ­μοια­ζε να χά­νε­ται πί­σω α­πό την α­κρί­βεια του γράμ­μα­τος, ή­ταν το νέ­ο ζη­τού­με­νο, η ελ­πί­δα για μια νέ­α αρ­χή. Δυ­στυ­χώς ό­μως αυ­τή η κα­θο­λι­κό­τη­τα φαί­νε­ται πως δεν έ­φτα­σε στο με­δού­λι της θε­ο­λο­γί­ας αλ­λά ε­ξάν­τλη­σε τη δύ­να­μή της στα γλωσ­σι­κά ό­ρια και έ­λα­βε τον χα­ρα­κτή­ρα μιας ε­πι­φα­νεια­κής μα­νι­έ­ρας που α­δυ­να­τού­σε α­πό μό­νη της να ο­λο­κλη­ρω­θεί και ταυ­τό­χρο­να να ο­λο­κλη­ρώ­σει τη σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γι­κή α­γω­νί­α.
            Χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο π. Α­λέ­ξαν­δρος Σμέ­μαν, συ­νο­δοι­πό­ρος του π. Γε­ωρ­γί­ου Φλο­ρόβ­σκυ, δι­α­βλέ­πον­τας το και­νούρ­γιο εγ­κλω­βι­σμό της πα­τε­ρι­κής θε­ο­λο­γί­ας στους νέ­ους τύ­πους που αν­τι­κα­τέ­στη­σαν τους πα­λαι­ούς, θέ­λη­σε να προ­ω­θή­σει α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τη σκέ­ψη του π. Γε­ωρ­γί­ου Φλο­ρόβ­σκυ. Πρό­τει­νε, λοι­πόν, έ­να ά­νοιγ­μα στο ε­πέ­κει­να, μια θε­ο­λο­γι­κή ε­πέ­κτα­ση η ο­ποί­α, χω­ρίς να α­γνο­εί τους Πα­τέ­ρες, τη Φι­λο­κα­λί­α και το τυ­πι­κό, τα ο­ποί­α α­πο­λυ­το­ποι­η­μέ­να και α­πο­κομ­μέ­να α­πό τη ζω­ή της Εκ­κλη­σί­ας α­πο­κα­λύ­πτουν την έλ­λει­ψη σο­βα­ρό­τη­τας και τα­λέν­του των με­λών του εκ­κλη­σι­α­στι­κού σώ­μα­τος, θα α­πο­κά­λυ­πτε ό­τι η θε­ο­λο­γί­α μπο­ρεί και ο­φεί­λει να α­πο­τε­λεί τη συ­νεί­δη­ση και την ε­ξα­γνι­στι­κή αυ­το­κρι­τι­κή της Εκ­κλη­σί­ας, να α­πο­τε­λεί, δη­λα­δή, «την δια­ρκή υ­πό­μνη­ση των πραγ­μα­τι­κών σκο­πών της υ­πάρ­ξε­ώς της»[2].
            Σή­με­ρα ε­βδο­μήν­τα χρό­νια με­τά την πρό­τα­ση Φλο­ρόβ­σκυ, και κα­μιά σα­ραν­τα­ριά χρό­νια με­τά την πα­ρέμ­βα­ση του π. Α­λε­ξάν­δρου, φαί­νε­ται σε κά­ποι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, ευ­τυ­χώς ό­χι σε ό­λες, πως κα­μιά α­πό τις δυ­ο φω­νές δεν α­κού­στη­κε στ’ α­λή­θεια. Έ­τσι οι προ­τά­σεις τους, με τις α­ναγ­καί­ες ε­πεμ­βά­σεις που ε­πι­βάλ­λει η α­πό­στα­ση του χρό­νου και ό­λα ό­σα μια τέ­τοι­α α­πό­στα­ση συ­νε­πά­γε­ται, μέ­νουν ε­πί­και­ρες και ου­σι­α­στι­κές.
            Βέ­βαι­α, μια τέ­τοι­α δι­α­πί­στω­ση, δεν έ­χει ως σκο­πό της το μη­δε­νι­σμό των α­γώ­νων και της α­γω­νί­ας τό­σο ση­μαν­τι­κών θε­ο­λό­γων που έ­χουν προ­η­γη­θεί και έ­χουν καλ­λύ­νει με την πα­ρου­σί­α τους τη σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γι­κή και εκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στο χώ­ρο της Ορ­θο­δο­ξί­ας ό­λα αυ­τά τα χρό­νια συν­τε­λέ­σθη­καν πράγ­μα­τα και θά­μα­τα. Ε­άν κα­νείς πα­ρα­κο­λου­θή­σει με προ­σο­χή τα βή­μα­τά της θα α­να­κα­λύ­ψει την τε­ρά­στια α­πό­στα­ση που έ­χει δι­α­νύ­σει ό­λο αυ­τό το δι­ά­στη­μα. Εν­τού­τοις, ε­άν κα­νείς πι­στεύ­ει ό­τι η α­λή­θεια των πραγ­μά­των δεν συ­νί­στα­ται σε μια α­πλή ε­πι­στρο­φή και ε­πα­νά­παυ­ση στις δάφ­νες του πα­ρελ­θόν­τος, γε­γο­νός άλ­λω­στε που κρύ­βει α­τολ­μί­α και δαι­μο­νι­κή αυ­τάρ­κεια και αυ­τα­ρέ­σκεια, τό­τε πρέ­πει να βάλ­λει τον δά­κτυ­λον ε­πί τον τύ­πον των ή­λων και να προ­σπα­θή­σει να α­να­κα­λύ­ψει το μυ­στι­κό σφάλ­μα που ο­δη­γεί σή­με­ρα τη θε­ο­λο­γί­α μας σε έ­να ι­δι­ό­μορ­φο α­φθαρ­το­δο­κη­τι­σμό και συ­νε­πώς σε μια τρα­γι­κή στα­τι­κό­τη­τα και αυ­το­ε­ρω­τι­κό­τη­τα. Δί­χως άλ­λο η σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γί­α αρ­νού­με­νη τις βε­βαι­ό­τη­τες και τα αυ­το­νό­η­τα του πα­ρελ­θόν­τος ο­φεί­λει να α­κο­λου­θή­σει το δρό­μο μιας   δια­ρκούς σχοι­νο­βα­σί­ας, στο κέν­τρο της ο­ποί­ας θα υ­πάρ­χει ο έ­λεγ­χος της ευ­θύ­νης που συ­νο­δεύ­ει την πί­στη και αν­θρώ­πους ε­λεύ­θε­ρους πλα­σμέ­νους κα­τ’­ει­κό­να Θε­ού[3]. Άλ­λω­στε αυ­τό προ­τεί­νει και ο τι­μώ­με­νος α­πό το Συ­νέ­δριο μας ά­γιος, ο Ι­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος, ο ο­ποί­ος θε­ω­ρεί ό­τι: «το…α­πλώς πάν­τα ε­παι­νείν και τα κα­λώς έ­χον­τα και τα μη κα­λώς, ουκ έ­στι φι­λούν­τος, αλ­λ’ α­πα­τε­ώ­νος και εί­ρω­νος»[4]
            Για να έ­χει ό­μως ε­φαρ­μο­γή και συ­νε­πώς α­πο­τέ­λε­σμα μια τέ­τοι­α πα­ρα­τή­ρη­ση, σαν αυ­τή που ο αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως κά­νει, πρέ­πει να συν­δέ­ε­ται πάν­το­τε με το συγ­κε­κρι­μέ­νο. Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση το συγ­κε­κρι­μέ­νο που μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει στην ε­πα­λή­θευ­ση των με­θο­δο­λο­γι­κών αρ­χών και των α­παρ­χών της θε­ο­λο­γί­ας για τα ο­ποί­α ή­δη μί­λη­σα και θα συ­νε­χί­σω να μι­λά­ω και στη συ­νέ­χεια δεν μπο­ρεί στην πε­ρί­πτω­σή μας να εί­ναι άλ­λο α­πό το πρό­σω­πο και το έρ­γο του ι­ε­ρού Χρυ­σο­στό­μου.
            Ποι­α εί­ναι λοι­πόν η ει­κό­να του α­γί­ου Ι­ω­άν­νη του Χρυ­σο­στό­μου που κυ­ρια­ρχεί σή­με­ρα; Ποι­α η ε­πι­κρα­τού­σα α­πο­τί­μη­ση και συ­νά­μα πε­ρι­γρα­φή της ζω­ής και του έρ­γου του; Δεν χω­ρά αμ­φι­βο­λί­α ό­τι ο ά­γιος α­πό την Αν­τι­ό­χεια πα­ρου­σι­ά­ζε­ται κα­τά κα­νό­να ως ο θε­ο­λό­γος της η­θι­κής συ­νέ­πειας, ο υ­μνη­τής της υ­ψη­λής κα­θα­ρό­τη­τας, ο ο­μι­λη­τής που δεν φο­βή­θη­κε να τα βάλ­λει με την ε­ξου­σί­α και τους ε­ξου­σια­στές, ο ση­μαι­ο­φό­ρος της σκλη­ρής σύγ­κρου­σης κρά­τους και Εκ­κλη­σί­ας, ο αυ­στη­ρός ε­λεγ­κτής της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής κλη­ρι­κών και λα­ϊ­κών, ο σκλη­ρός πο­λέ­μιος του ελ­λη­νι­σμού και των ει­δώ­λων, της τέ­χνης και των καλ­λι­τε­χνών.  Μά­λι­στα δεν εί­ναι λί­γοι ε­κεί­νοι που το­νί­ζουν ό­τι ο Χρυ­σό­στο­μος δεν ή­ταν έ­νας κα­τε­ξο­χήν θε­ο­λό­γος, με τη στε­νή ση­μα­σί­α του ό­ρου, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­νας λαμ­πρός ο­μι­λη­τής, έ­νας κή­ρυ­κας, έ­νας η­θι­κο­λό­γος. Δη­λώ­νω ευ­θύς ε­ξαρ­χής ό­τι δεν θα αμ­φι­σβη­τή­σω κα­μί­α α­πό τις πα­ρα­πά­νω πα­ρα­τη­ρή­σεις, εκ των ο­ποί­ων με άλ­λες συμ­φω­νώ πε­ρισ­σό­τε­ρο, με άλ­λες λι­γό­τε­ρο, ε­νώ κά­ποι­ες με βρί­σκουν εν­τε­λώς ξέ­νο. Θα δη­λώ­σω ό­μως με έμ­φα­ση και θα προ­σπα­θή­σω να α­πο­δεί­ξω στη συ­νέ­χεια πως εί­ναι α­ναγ­καί­α ό­σο πο­τέ άλ­λο­τε, αλ­λά και δυ­να­τή έ­ως και ε­πι­βε­βλη­μέ­νη μια άλ­λη α­νά­γνω­ση της πα­τε­ρι­κής θε­ο­λο­γί­ας, η ο­ποί­α δεν θα δι­εκ­δι­κή­σει α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα, αλ­λά τη δυ­να­τό­τη­τά της να τε­θεί πα­ράλ­λη­λα με τις άλ­λες α­να­γνώ­σεις, να γί­νει γνω­στή και να κρι­θεί.
            Ο­φεί­λου­με με παρ­ρη­σί­α να ο­μο­λο­γή­σου­με ό­τι οι και­ροί αλ­λά­ζουν, μα­ζί τους και ο κό­σμος. Η σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γί­α ο­φεί­λει να α­φουγ­κρα­στεί την α­να­πνο­ή του νέ­ου κό­σμου, ο­φεί­λει να δι­α­λέ­ξει τον α­κρι­βό καρ­πό του πα­τε­ρι­κού πνεύ­μα­τος και να προ­τεί­νει μια κά­ποι­α λύ­ση στα σύγ­χρο­να α­δι­έ­ξο­δα. Η πα­ρου­σί­α της δεν μπο­ρεί να γί­νε­ται ε­ρή­μην του χρό­νου και του τό­που, δη­λα­δή του πλαι­σί­ου εν­τός του ο­ποί­ου α­πο­κα­λύ­πτε­ται. Σε κά­θε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση χά­νει την ι­στο­ρι­κή της σάρ­κα και με­τα­τρέ­πε­ται σε ι­δε­ο­λο­γί­α. 
            Έ­τσι, λοι­πόν, ε­άν η ι­στο­ρί­α της θε­ο­λο­γί­ας έ­χει το­νί­σει την τρα­χύ­τη­τα του ύ­φους και την αυ­στη­ρό­τη­τα του χα­ρα­κτή­ρα και της θε­ο­λο­γί­ας του ι­ε­ρού Χρυ­σο­στό­μου, η σύγ­χρο­νη έ­ρευ­να ο­φεί­λει να α­να­δεί­ξει και τις άλ­λες πλευ­ρές της θε­ο­λο­γί­ας και της σύ­νο­λης πα­ρου­σί­ας του α­γί­ου και να νο­η­μα­το­δο­τή­σει με αυ­τές τη ζω­ή, αλ­λά και το σύγ­χρο­νο τρό­πο του θε­ο­λο­γείν. 
            Σε αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση κι­νεί­ται και ει­σή­γη­σή μου αυ­τή, ο τί­τλος της ο­ποί­ας α­πο­τε­λεί δά­νει­ο α­πό τον π. Γε­ώρ­γιο Φλο­ρόβ­σκυ[5]. Σύμ­φω­να, λοι­πόν, με το με­γά­λο Ρώ­σο θε­ο­λό­γο της δι­α­σπο­ράς, ο Ι­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος εί­ναι ο προ­φή­της της οι­κου­με­νι­κής α­γά­πης. Με άλ­λα λό­για θα έ­λε­γα πως ο ά­γιος α­πό την Αν­τι­ό­χεια εί­ναι ο με­τά Χρι­στόν προ­φή­της του ί­διου του Χρι­στού, του σαρ­κω­μέ­νου Λό­γου, που ταυ­τί­ζε­ται με την οι­κου­με­νι­κή α­γά­πη. Η οι­κου­με­νι­κή α­γά­πη για τον Χρυ­σό­στο­μο εί­ναι έ­να πρό­σω­πο, δεν εί­ναι μια α­νε­ξάρ­τη­τη η­θι­κή δι­δα­σκα­λί­α. Έ­να πρό­σω­πο που α­πο­κα­λύ­πτει έ­ναν τρό­πο υ­πάρ­ξε­ως. Ο Θε­ός για να σώ­σει τον κό­σμο, για να σώ­σει τον άν­θρω­πο δεν του χά­ρι­σε έ­να σύ­στη­μα α­ξι­ών, δεν του χά­ρι­σε κα­νό­νες και νό­μους, δεν του χά­ρι­σε σύ­στη­μα η­θι­κής, ού­τε και  α­ρε­το­λο­γί­ας, αλ­λά του χα­ρί­στη­κε ο ί­διος. Τού­το εί­ναι το «υ­πέρ της οι­κου­μέ­νης πά­σης» μυ­στή­ριο της κε­νώ­σε­ως, που σφρα­γί­στη­κε με το αί­μα του Χρι­στού που έ­γι­νε «κοι­νός κα­θαρ­μός…α­πά­σης της οι­κου­μέ­νης»[6]. Έ­τσι, ε­κεί­νο που προ­έ­χει εί­ναι η φι­λαν­θρω­πί­α του Θε­ού, που θέ­λει να σω­θούν οι πάν­τες[7]·   ό­λα τα άλ­λα α­κο­λου­θούν. 
            Συ­νε­πώς η θε­ο­λο­γί­α του Χρυ­σο­στό­μου εί­ναι πρω­τί­στως μια θε­ο­λο­γί­α φι­λάν­θρω­πη, στο σχή­μα που προ­τεί­νει ο πρώ­τος θε­ο­λό­γος και θε­ο­λό­γος της ί­διας του της θε­ό­τη­τας ο Χρι­στός. Μια θε­ο­λο­γί­α της συγ­κα­τά­βα­σης, που δεν ε­ξαν­τλεί­ται στον ο­ποι­ο­δή­πο­τε ε­αυ­τό, αλ­λά α­νοί­γει για να ξε­νο­δο­χή­σει και τον άλ­λο, τον πλη­σί­ον, μια θε­ο­λο­γί­α της οι­κου­με­νι­κής α­γά­πης που χω­ρά τους πάν­τες και τα πάν­τα[8]. Άλ­λω­στε κα­τά τους Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας «το θε­ο­λο­γείν» σχε­τί­ζε­ται ά­με­σα και λει­τουρ­γι­κά με την α­γά­πη, που α­πο­τε­λεί και το κρι­τή­ριο της αυ­θεν­τι­κό­τη­τάς του. Ο Θε­ο­λό­γος δεν θε­ο­λο­γεί στο ύ­ψος της γνώ­σης του αλ­λά κυ­ρί­ως και κα­τε­ξο­χήν στο ύ­ψος της α­γά­πης του[9].
            Σε αν­τί­θε­ση με αυ­τή τη θε­ο­λο­γί­α της σαρ­κώ­σε­ως η σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γί­α κοι­τά σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις α­φ’ υ­ψη­λού τον άν­θρω­πο και τον κό­σμο και τεί­νει να γί­νει θε­ο­λο­γί­α μιας κά­ποι­ας ε­λίτ ει­δι­κών και ταυ­τό­χρο­να α­πο­μο­νω­μέ­νων και α­πο­στει­ρω­μέ­νων σε γυά­λα αν­θρώ­πων. Α­πό τη μια η ε­πι­στη­μο­νι­κή ε­σω­στρέ­φεια και αυ­τάρ­κεια και α­πό την άλ­λη η λε­γό­με­νη εκ­κλη­σι­α­στι­κή, δη­λα­δή εμ­πει­ρι­κή ε­σω­τε­ρι­κό­τη­τα και «α­ναι­σθη­σί­α», συ­νι­στούν εν τέ­λει τις σκλη­ρές ι­δε­ο­λο­γί­ες, τις δυ­ο ό­ψεις του ί­διου νο­μί­σμα­τος, ό­που η μια προ­ϋ­πο­θέ­τει την άλ­λη.
            Έ­τσι, λοι­πόν, και μια υ­πό προ­ϋ­πο­θέ­σεις ερ­μη­νεί­α της θε­ο­λο­γί­ας του Ι­ω­άν­νη Χρυ­σο­στό­μου δη­μι­ουρ­γεί ει­κό­νες που δεν αν­τα­πο­κρί­νον­ται στην α­λή­θεια των πραγ­μά­των. Ει­κό­νες που ό­χι μό­νον αλ­λοι­ώ­νουν τη δι­δα­σκα­λί­α του, αλ­λά δί­νουν τη δυ­να­τό­τη­τα να στη­ρι­χθεί σε αυ­τή την αλ­λοί­ω­ση και μια α­κραί­α σε προ­θέ­σεις και έκ­φρα­ση σύγ­χρο­νη α­φι­λάν­θρω­πη θε­ο­λο­γί­α. Με άλ­λα και α­πλού­στε­ρα λό­για, θα έ­λε­γα πως κά­ποι­οι ε­πι­λέ­γουν να κό­ψουν και να ρά­ψουν την πα­τε­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α στο μέ­γε­θος των δι­κών τους στο­χο­θε­σι­ών. Πα­ρερ­μη­νεί­ες, στρε­βλώ­σεις, αλ­λά και α­πο­σι­ω­πή­σεις, κυ­ρί­ως οι τε­λευ­ταί­ες, βρί­σκον­ται κα­θ’ ο­δόν στην πο­ρεί­α για τη γέν­νη­ση της ι­δε­ο­λο­γί­ας. Μια τέ­τοι­α θε­ο­λο­γί­α ό­μως εί­ναι έ­νο­χη, ό­πως πα­ρα­τη­ρεί ο π. Δη­μή­τριος Στα­νι­λο­ά­ε, «για μια τρι­πλή έλ­λει­ψη πι­στό­τη­τας: α­πέ­ναν­τι στον α­πέ­ραν­το χα­ρα­κτή­ρα της Α­πο­κά­λυ­ψης, α­πέ­ναν­τι στον σύγ­χρο­νο κό­σμο και α­πέ­ναν­τι στο μέλ­λον»[10].
            Ας δού­με ό­μως κά­ποι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα α­πό το βι­α­σμέ­νο δια των πα­ρερ­μη­νει­ών, στρε­βλώ­σε­ων και α­πο­σι­ω­πή­σε­ων σώ­μα της θε­ο­λο­γί­ας του αρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, που θα μας ο­δη­γή­σουν στην ε­ξα­γω­γή πο­λύ­τι­μων συμ­πε­ρα­σμά­των, αλ­λά και στη δη­μι­ουρ­γί­α μιας άλ­λης ει­κό­νας τό­σο για το πρό­σω­πο και τη θε­ο­λο­γί­α του προ­φή­τη της οι­κου­με­νι­κής α­γά­πης, ό­σο και για το ά­θλη­μα της θε­ο­λο­γί­ας.
1) Πε­ρι­ο­ρι­σμός των σκο­πών του γά­μου στην τε­κνο­γο­νί­α και τη σω­φρο­σύ­νη [11]. Δεν εί­ναι λί­γοι αυ­τοί που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τη θε­ο­λο­γί­α του α­γί­ου προ­κει­μέ­νου να α­πο­δεί­ξουν ό­τι ο μο­να­δι­κοί σκο­ποί του γά­μου εί­ναι η τε­κνο­γο­νί­α και η σω­φρο­σύ­νη. Αν α­να­τρέ­ξει ό­μως κα­νείς στα κεί­με­να του α­γί­ου θα α­να­κα­λύ­ψει θέ­σεις και α­πό­ψεις οι ο­ποί­ες ό­χι μό­νον δεν ε­πι­βε­βαι­ώ­νουν μια τέ­τοι­α ερ­μη­νεί­α αλ­λά α­πο­κα­λύ­πτουν μια άλ­λη δι­ά­στα­ση του ό­λου θέ­μα­τος, α­πο­σι­ω­πη­μέ­νη και πα­ρα­με­λη­μέ­νη. Γρά­φει σχε­τι­κά ο Χρυ­σό­στο­μος: «Ε­δό­θη μεν ουν και παι­δο­ποι­ί­ας έ­νε­κεν ο γά­μος· πολ­λώ δε πλέ­ον υ­πέρ του σβέ­σαι την της φύ­σε­ως πύ­ρω­σιν. Και μάρ­τυς ο Παύ­λος λέ­γων δια δε τας πορ­νεί­ας έ­κα­στος την ε­αυ­τού γυ­ναί­κα ε­χέ­τω, ου διά τας παι­δο­ποι­ί­ας. Και πά­λιν ε­πί το αυ­τό συ­νέρ­χε­σθαι κε­λεύ­ει, ου­χί ί­να πα­τέ­ρες γέ­νων­ται παί­δων πολ­λών, αλ­λά τι; Ί­να μη πει­ρά­ζη η­μάς ο Σα­τα­νάς φη­σί. Και προ­ελ­θών δε ουκ εί­πεν· ει δε ε­πι­θυ­μού­σιν παί­δων· αλ­λά τι; Ει δε ουκ εγ­κρα­τεύ­ον­ται γα­μη­σά­τω­σαν»[12]. Δεν χω­ρά αμ­φι­βο­λί­α ό­τι μια τέ­τοι­α θέ­ση εί­ναι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κή α­πό την πρό­τα­ση σύγ­χρο­νων θε­ο­λό­γων που με τη στρέ­βλω­ση που ει­σά­γουν αλ­λοι­ώ­νουν την ί­δια την πο­ρεί­α του εκ­κλη­σι­α­στι­κού σώ­μα­τος και πε­ρι­ο­ρί­ζουν την οι­κου­με­νι­κό­τη­τα του[13].

2) Α­πόρ­ρι­ψη του θε­ά­τρου και του πο­λι­τι­σμού[14]. Εί­ναι κοι­νός σχε­δόν τό­πος α­πό πα­λαι­ά έ­ως και σή­με­ρα, τό­σο στο χώ­ρο της θε­ο­λο­γί­ας και της Εκ­κλη­σί­ας, ό­σο και στις θύ­ρα­θεν αυ­λές της καλ­λι­τε­χνί­ας και της δη­μι­ουρ­γί­ας, η ά­πο­ψη ό­τι η Εκ­κλη­σί­α, με ση­μαι­ο­φό­ρο πάν­τα τον Ι­ω­άν­νη Χρυ­σό­στο­μο, α­πέρ­ρι­ψε και συ­νε­χί­ζει να α­πορ­ρί­πτει το θέ­α­τρο, αλ­λά και κά­θε σύγ­χρο­νη μορ­φή τέ­χνης που κι­νεί­ται σε αυ­τή την κα­τεύ­θυν­ση, ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, τη μου­σι­κή, το χο­ρό. Τού­το, βέ­βαι­α, εί­ναι συ­νέ­πεια της δι­α­λε­κτι­κής σχέ­σης θε­ο­λο­γί­ας και πο­λι­τι­σμού, θε­ο­λο­γί­ας και αι­σθη­τι­κής, θε­ο­λο­γί­ας και καλ­λι­τε­χνί­ας, θε­ο­λο­γί­ας και ε­πι­στή­μης, της θε­ο­λο­γί­ας δη­λα­δή με τον κό­σμο ο­λά­κε­ρο που κά­ποι­οι τε­χνη­έν­τως προ­σπά­θη­σαν να ε­πι­βάλ­λουν ε­δώ και χρό­νια στα ό­ρια της Ορ­θο­δο­ξί­ας.     Έ­τσι, ό­χι α­δί­κως η Ορ­θο­δο­ξί­α και εν γέ­νει ο Χρι­στι­α­νι­σμός λοι­δο­ρή­θη­κε και εμ­παί­χθη­κε α­πό θύ­ρα­θεν λει­τουρ­γούς των τε­χνών και ό­χι μό­νο, οι ο­ποί­οι έ­χον­τας υ­πό­ψη τους την πε­ρί ι­ε­ρού και βέ­βη­λου δι­ά­κρι­ση έ­ως και δι­αί­ρε­ση που α­να­πτύ­χθη­κε στους χώ­ρους της Εκ­κλη­σί­ας, ό­που στην πε­ρι­ο­χή του ι­ε­ρού το­πο­θε­τεί­ται η Εκ­κλη­σί­α και στην πε­ρι­ο­χή του βέ­βη­λου ο υ­πό­λοι­πος κό­σμος, φθά­σα­νε να α­πο­δώ­σουν στην Εκ­κλη­σί­α και τη θε­ο­λο­γί­α της προ­θέ­σεις και πρα­κτι­κές σκο­τα­δι­σμού[15]
            Δί­χως αμ­φι­βο­λί­α,  η θέ­ση αυ­τή, ό­σο και ε­άν ε­νο­χλεί τα  υ­πο­ψι­α­σμέ­να για μια άλ­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­λη του εκ­κλη­σι­α­στι­κού και θε­ο­λο­γι­κού σώ­μα­τος, ο­πωσ­δή­πο­τε δεν α­πο­τε­λεί ε­ξαί­ρε­ση μιας πο­ρεί­ας, αλ­λά ε­πι­βε­βαί­ω­ση ε­νός θλι­βε­ρού κα­νό­να, που λει­τουρ­γεί­ται και λει­τουρ­γεί στα ό­ρια της ρή­ξης, του με­ρι­σμού και της α­φαί­ρε­σης. 
            Κα­θα­ρό πα­ρά­δειγ­μα ο σχο­λια­σμός της σχέ­σης θε­ο­λο­γί­ας και πο­λι­τι­σμού, ό­που με με­γά­λη ευ­κο­λί­α και α­προ­ϋ­πό­θε­τα ο λό­γος της σύγ­χρο­νης θε­ο­λο­γί­ας σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις ο­μι­λεί για αν­τί­θε­ση, για α­συμ­βί­βα­στο, για σύγ­κρου­ση. Ε­πι­χεί­ρη­μα, λέ­νε, οι υ­πο­στη­ρι­κτές της θέ­σης, η α­που­σί­α θε­τι­κής χρή­σης του ό­ρου α­πό τους Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας. Ά­ρα, λό­γοι συ­νέ­πειας στην πα­ρά­δο­ση, λό­γοι τή­ρη­σης της πα­ρά­δο­σης ε­πι­βάλ­λουν τη συ­νέ­χι­ση της ί­διας πο­ρεί­ας, την ε­πι­βε­βαί­ω­ση της ί­διας αν­τιρ­ρη­τι­κής. Στο ση­μεί­ο αυ­τό, βέ­βαι­α, α­να­πτύσ­σε­ται μί­α ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α σε­βα­στή, αρ­κούν­τως τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη, αλ­λά ε­ξά­παν­τος με­ρο­λη­πτι­κή. Φαί­νε­ται να στη­ρί­ζε­ται κα­τε­ξο­χήν σε πο­σο­τι­κές και συ­νά­μα τυ­πι­κές α­να­λύ­σεις που δεν φτά­νουν στον πυ­ρή­να της πα­τε­ρι­κής θε­ο­λο­γί­ας και να α­γνο­εί, η­θε­λη­μέ­να ή α­θέ­λη­τα, τη δι­ά­στα­ση της ποι­ο­τι­κής α­νά­λυ­σης. Μιας α­νά­λυ­σης που έ­χει σα στό­χο της να σπά­σει το τσό­φλι και να φτά­σει στον κρυμ­μέ­νο καρ­πό. Σε κά­θε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση το τσό­φλι θα μεί­νει ά­θι­κτο, αλ­λά ο καρ­πός εν τέ­λει θα σα­πί­σει. 
            Έ­χω την αί­σθη­ση ό­τι η κα­τα­νό­η­ση των θέ­σε­ων του Χρυ­σο­στό­μου για το θέ­α­τρο και τον πο­λι­τι­σμό έ­χουν α­νάγ­κη α­πό μια τέ­τοι­α ερ­μη­νευ­τι­κή δι­ά­θε­ση και δυ­να­τό­τη­τα. Μια δι­ά­θε­ση που θα α­να­ζη­τά πί­σω α­πό τα γε­γο­νό­τα τον ποι­μαν­τι­κό σκο­πό και μια δυ­να­τό­τη­τα που θα α­να­κα­λύ­πτει πί­σω α­πό το προ­φα­νές το πραγ­μα­τι­κό.
Και ε­ξη­γού­μαι. Πρώ­τα για το θέ­α­τρο. Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι ο Χρυ­σό­στο­μος χτυ­πά το θέ­α­τρο και μά­λι­στα α­νη­λε­ώς. Μια α­πλή και μό­νο α­νά­γνω­ση της ο­μι­λί­ας του Προς τους κα­τα­λεί­ψαν­τας την Εκ­κλη­σί­αν και αυ­το­μο­λή­σαν­τας προς τα ιπ­πο­δρο­μί­ας και τα θέ­α­τρα[16], εί­ναι ι­κα­νή για να ε­πι­βε­βαι­ώ­σει του λό­γου το α­λη­θές. Ποι­ο εί­ναι ό­μως το θέ­α­τρο το ο­ποί­ο ο Χρυ­σό­στο­μος χτυ­πά; Εί­ναι τα με­γά­λα δη­μι­ουρ­γή­μα­τα που προ­η­γή­θη­καν της ε­πο­χής του, ή αυ­τά που α­κο­λού­θη­σαν, ή εί­ναι μή­πως, τέ­λος, το θέ­α­τρο των χρό­νων της Και­νής Δι­α­θή­κης, δη­λα­δή τα υ­πο­λείμ­μα­τα των Δι­ο­νυ­σια­κών λει­τουρ­γών, ό­που κυ­ρια­ρχούν οι μί­μοι και οι παν­τό­μι­μοι; Δεν χω­ρά αμ­φι­βο­λί­α πως εί­ναι το τε­λευ­ταί­ο. Έ­να θέ­α­τρο δη­λα­δή πα­ρακ­μια­κό, λά­γνο, ι­κα­νό ό­μως στην α­δυ­να­μί­α του να α­νά­ψει στην ψυ­χή του αν­θρώ­που «το κα­μί­νι του ά­το­που έ­ρω­τα» και να α­πο­σπά­σει τον πι­στό α­πό το εκ­κλη­σι­α­στι­κό σώ­μα[17]. Ό­σον α­φο­ρά δε α­πό­ψεις σαν ε­κεί­νες που θε­ω­ρούν ως βα­σι­κή αι­τί­α ε­ναν­τί­ω­σης του Χρυ­σο­στό­μου στο θέ­α­τρο την εκ μέ­ρους του θε­ά­τρου α­πορ­ρό­φη­ση χρη­μά­των, που δι­α­φο­ρε­τι­κά θα κα­τέ­λη­γαν στα εκ­κλη­σι­α­στι­κά τα­μεί­α[18], έ­χω την ά­πο­ψη ό­τι α­δι­κούν τον ι­ε­ράρ­χη, αλ­λά και την ου­σί­α του «ποι­μαν­τι­κού εν­δι­α­φέ­ρον­τος της Εκ­κλη­σί­ας, η ο­ποί­α προ­σπα­θού­σε να ορ­θο­πο­δή­σει στις δε­κα­ε­τί­ες που α­κο­λού­θη­σαν με­τά το δι­ά­ταγ­μα των Με­δι­ο­λά­νων για την ε­λεύ­θε­ρη λα­τρεί­α»[19]. Συ­νε­πώς, εί­ναι ξε­κά­θα­ρο ό­τι ο Χρυ­σό­στο­μος και εν γέ­νει η Εκ­κλη­σί­α δεν στρέ­φον­ται ε­ναν­τί­ον του θε­ά­τρου ως τρό­που έκ­φρα­σης της αν­θρώ­πι­νης δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τας, αλ­λά στη­λι­τεύ­ουν την ε­κτρο­πή και την αλ­λο­τρί­ω­ση. Γε­γο­νός που δεν δι­και­ώ­νει την ο­ποι­α­δή­πο­τε ση­με­ρι­νή αρ­νη­τι­κή στά­ση της σύγ­χρο­νης Εκ­κλη­σί­ας α­πέ­ναν­τι στο θέ­α­τρο, ού­τε βέ­βαι­α και τις ο­ποι­εσ­δή­πο­τε γρα­φι­κές α­πα­γο­ρεύ­σεις πα­ρα­κο­λού­θη­σης θε­α­τρι­κών πα­ρα­στά­σε­ων α­πό τα μέ­λη του εκ­κλη­σι­α­στι­κού σώ­μα­τος, κλη­ρι­κούς και λα­ϊ­κούς[20].
      Και έρ­χο­μαι τώ­ρα στο θέ­μα του πο­λύ­πα­θου πο­λι­τι­σμού. Ευ­θύς ε­ξαρ­χής να ση­μει­ώ­σω ό­τι στα ό­ρια της πα­τε­ρι­κής θε­ο­λο­γί­ας της αρ­χαί­ας Εκ­κλη­σί­ας ο ό­ρος συ­ναν­τι­έ­ται τρεις  μό­νον φο­ρές. Μί­α στον Γρη­γό­ριο Νύσ­σης[21], ό­που συν­δέ­ε­ται, ε­άν δεν ταυ­τί­ζε­ται, με τον ό­ρο φι­λο­κα­λί­α και ση­μαί­νει τρό­πο υ­πάρ­ξε­ως που δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό ύ­βρη, τρα­χύ­τη­τα και α­ναι­σθη­σί­α, πρό­κει­ται δη­λα­δή για θε­τι­κή χρή­ση του ό­ρου, μί­α στον Δί­δυ­μο τον Τυ­φλό, ό­που εκ­φρά­ζει την «ι­δα­νι­κή αν­θρώ­πι­νη συ­να­να­στρο­φή»[22] και μί­α στον Ι­ω­άν­νη Χρυ­σό­στο­μο, ο ο­ποί­ος συγ­κρί­νον­τας και συν­δέ­ον­τας τον πλε­ο­νέ­κτη με την πόρ­νη, οι ο­ποί­οι «ε­πί της πό­λε­ως μέ­σης», πα­ρα­δί­δουν ψυ­χή και σώ­μα στο δι­ά­βο­λο, έ­τσι ώ­στε παν­τού να χο­ρεύ­ει ο δι­ά­βο­λος, κα­θώς «πάν­τας ε­νε­δύ­σα­το, πάν­των κρα­τεί· η­τί­μα­σται Χρι­στός, πα­ρέ­ω­σται, εν ου­δε­νός ε­στι μέ­ρει η εκ­κλη­σί­α», κα­τα­λή­γει λέ­γον­τας ό­τι μια τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση α­νέ­τρε­ψε τα πάν­τα και ε­ξέ­βα­λε α­πό τους αν­θρώ­πους της πό­λης το ευ­στα­θές και στι­βα­ρό της συμ­πε­ρι­φο­ράς τους. Με τον τρό­πο αυ­τό ό­λος ο βί­ος των πο­λι­τών έ­γι­νε γέ­λιο και πο­λι­τι­σμός και α­στει­ό­τη­τα. Γρά­φει ε­πί λέ­ξει: «Τού­το πάν­τα α­νέ­τρε­ψε, τού­το κα­τέ­βα­λε· γέ­λως γέ­γο­νε τα η­μέ­τε­ρα και πο­λι­τι­σμός και α­στει­ό­της· ου­δέν ευ­στα­θές, ου­δέν στι­βα­ρόν. Ου προς τους βι­ω­τι­κούς άν­δρας μό­νος λέ­γω ταύ­τα, αλ­λ’ οί­δα ους αι­νίτ­το­μαι· γέ­λω­τος γαρ εμ­πέ­πλη­σται η Εκ­κλη­σί­α. Αν ο δεί­να α­στεί­ον εί­πη, γέ­λως ευ­θέ­ως εν τοις κα­θη­μέ­νοις γί­νε­ται· και το θαυ­μα­στόν, εν αυ­τώ τω και­ρώ της ευ­χής ου παύ­ον­ται πολ­λοί του γε­λάν. Παν­τα­χού χο­ρεύ­ειν ο δι­ά­βο­λος πάν­τας ε­νε­δύ­σα­το, πάν­των κρα­τεί· η­τί­μα­σται Χρι­στός, πα­ρέ­ω­σται, εν ου­δε­νός ε­στι μέ­ρει η εκ­κλη­σί­α»[23]
      Έ­χω την αί­σθη­ση, ό­τι α­πό το κεί­με­νο αυ­τό δεν προ­κύ­πτει άρ­νη­ση του πο­λι­τι­σμού εκ μέ­ρους του Χρυ­σο­στό­μου. Του­λά­χι­στον για ό­σους μπο­ρούν να δι­α­βά­σουν τα πράγ­μα­τα στη συ­νά­φειά τους. Αυ­τό που φαί­νε­ται και ε­δώ να καυ­τη­ριά­ζει ο αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως δεν εί­ναι αυ­τός κα­θαυ­τός ο πο­λι­τι­σμός. Δεν ει­ση­γεί­ται δη­λα­δή έ­να εί­δος α­που­σί­ας του Χρι­στια­νού α­πό τα πράγ­μα­τα της πό­λης, «ουκ εκ του κό­σμου», αλ­λά α­να­ζη­τά εν­τός της πό­λης μέ­ρος για να στα­θεί η Εκ­κλη­σί­α, να στα­θεί ο ί­διος ο Χρι­στός, τον ο­ποί­ο η α­στα­θής συμ­πε­ρι­φο­ρά των αν­θρώ­πων ε­ξέ­βα­λε.         
   Κα­τά συ­νέ­πεια ού­τε και το γέ­λιο α­πο­τε­λεί πρό­βλη­μα για τον Χρυ­σό­στο­μο, ό­πως κα­κώς υ­πο­στη­ρί­ζουν σύγ­χρο­νοι ε­ρευ­νη­τές[24]. Η ά­πο­ψη του τυ­φλού μο­να­χού Χόρ­χε, στο Ό­νο­μα του Ρό­δου[25], του Umberto Eco, που λέ­γει πως ο Χρι­στός δεν γε­λού­σε, πράγ­μα που ση­μαί­νει πως και οι άν­θρω­ποι δεν πρέ­πει να γε­λούν, εί­ναι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κή α­πό την αν­τί­στοι­χη του Χρυ­σο­στό­μου και σα­φέ­στα­τα α­νοί­γει την πόρ­τα ε­νός ύ­που­λου και ά­κρως αν­τι­εκ­κλη­σι­α­στι­κού μο­νο­φυ­σι­τι­σμού[26]. Ε­κεί­νο που ε­νο­χλεί τον προ­φή­τη της οι­κου­με­νι­κής α­γά­πης εί­ναι το ά­και­ρο και το ά­με­τρο του γέ­λιου, που α­πο­μα­κρύ­νει τον άν­θρω­πο α­πό το κα­τά Θε­όν πέν­θος. Έ­να γέ­λιο ά­δει­ο α­πό λύ­πη, ά­δει­ο α­πό μνή­μη, έ­να γέ­λιο κε­νό, που α­δυ­να­τεί να α­να­κα­λύ­ψει ό­τι «ε­νός» πράγ­μα­τος «ε­στιν χρεί­α»[27]. Αν­τί­θε­τα ο Χρυ­σό­στο­μος α­πο­κα­λύ­πτον­τας για μί­α α­κό­μη φο­ρά τη φι­λαν­θρω­πί­α ως μέ­τρο α­κρι­βής υ­πάρ­ξε­ως που εν­δύ­ε­ται την ευ­θύ­νη, το­νί­ζει με ά­κρα προ­φη­τι­κό­τη­τα[28], με τη μα­τιά δη­λα­δή ε­κεί­νη που ο­ρί­ζει τη μορ­φή της ζω­ής ύ­στε­ρα α­πό το με­γά­λο γε­γο­νός (βλ. σάρ­κω­ση), πως το γέ­λιο δεν εί­ναι κα­κό, ό­πως ε­ξάλ­λου και η ε­πι­θυ­μί­α[29], αρ­κεί να γνω­ρί­ζει κα­νείς το μέ­τρο σύμ­φω­να με το ο­ποί­ο στη ζω­ή του αν­θρώ­που δεν υ­πάρ­χουν κα­τα­στά­σεις κα­θα­ρές. Γρά­φει σχε­τι­κά και κα­λεί σ’ έ­ναν άλ­λο πο­λι­τι­σμό, τον πο­λι­τι­σμό της σάρ­κω­σης[30]: «Πεν­θή­σω­μεν τοί­νυν, α­γα­πη­τοί, πεν­θή­σω­μεν, ί­να όν­τως γε­λά­σω­μεν, ί­να όν­τως η­σθώ­μεν εν τω και­ρώ της χα­ράς της ει­λι­κρι­νούς· αύ­τη μεν γαρ η χα­ρά πάν­τως λύ­πη α­να­μέ­μι­κται, και ου­δέ­πο­τε κα­θα­ράν αυ­τήν έ­στιν ευ­ρείν· ε­κεί­νη δε ει­λι­κρι­νής ε­στι και ά­δο­λος, και ου­δέν έ­χου­σα ύ­που­λον, ου­δέ α­να­με­μιγ­μέ­νον· ε­κεί­νην η­σθώ­μεν την χα­ράν, ε­κεί­νην με­τα­δι­ώ­ξω­μεν»[31].
      Θα μπο­ρού­σα να συ­νε­χί­σω και με άλ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα. Να μι­λή­σω για την παρ­θε­νί­α και τη σχέ­ση της με την ε­λε­η­μο­σύ­νη, για τη με­τα­φο­ρά ψυ­χο­λο­γι­κών αν­θρω­πο­μορ­φι­κών σχη­μά­των στον Θε­ό, για τη δι­και­ο­σύ­νη και την α­γά­πη, για τη θε­ο­λο­γί­α του σώ­μα­τος, τη φαν­τα­σί­α και τις αι­σθή­σεις, την ε­ξου­σί­α και τους ε­ξου­σια­στές, τον κλή­ρο και το λα­ό και τό­σα άλ­λα θέ­μα­τα εν­δει­κτι­κά της «πα­ρε­ξή­γη­σης», που θε­ω­ρεί τα κα­τά φύ­ση του Χρι­στι­α­νι­σμού ψευ­δή και α­μαρ­τω­λά[32]. Νο­μί­ζω ό­μως ό­τι η ει­κό­να άρ­χι­σε να δι­α­μορ­φώ­νε­ται. Άλ­λω­στε σκο­πός μου δεν ή­ταν να ε­ξαν­τλή­σω το θέ­μα. Θέ­λη­σα α­πλά και μό­νο να δεί­ξω α­πό μα­κριά τον «κα­κό­φω­νο δυ­ϊ­σμό»[33],  την α­σθέ­νεια δη­λα­δή που δεν ε­πι­τρέ­πει την κα­θο­λι­κό­τη­τα της α­γά­πης. Θέ­λη­σα να δώ­σω πα­ρα­δείγ­μα­τα ο­σφραν­τι­κά ε­νός άλ­λου τρό­που, που δεν μέ­νει στη δι­α­λε­κτι­κή και τη δι­αί­ρε­ση, αλ­λά α­να­ζη­τά ε­να­γώ­νια το ά­νοιγ­μα στον  υ­παρ­ξια­κό ο­λι­σμό που φα­νέ­ρω­σε η σάρ­κω­ση. Μια συ­νε­χής α­να­ζή­τη­ση του άλ­λου, ε­ρω­τι­κή μέ­χρι θα­νά­του, έ­τσι ό­πως μας την ει­ση­γεί­ται ο Χρυ­σό­στο­μος, ο θι­α­σώ­της της συμ­πά­θειας και της φι­λαν­θρω­πί­ας[34].
      Θα μπο­ρού­σα βέ­βαι­α με μια τέ­τοι­α προ­σέγ­γι­ση να κα­τη­γο­ρη­θώ για ω­ραι­ο­ποί­η­ση της θε­ο­λο­γί­ας του αρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, για α­γι­ο­ποί­η­ση της πα­τε­ρι­κής θε­ο­λο­γί­ας εν γέ­νει. Δη­λώ­νω ό­μως α­μέ­σως ό­τι σκο­πός μου δεν εί­ναι μιας κά­ποι­ας μορ­φής πα­ρο­χή α­μνη­στί­ας, την ο­ποί­α άλ­λω­στε κα­νείς δεν έ­χει α­νάγ­κη. Γνω­ρί­ζω ό­τι η θε­ο­λο­γί­α των Πα­τέ­ρων έ­χει και τα προ­βλή­μα­τά της. Ε­ξά­παν­τος δεν εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα κα­τά γράμ­μα θε­ο­πνευ­στί­ας. Δη­λα­δή καρ­πός μα­γι­κής πρά­ξης που α­γνο­εί το πρό­σω­πο που οι­κει­ώ­νε­ται την α­πο­κά­λυ­ψη. Οι ά­γιοι δεν υ­πήρ­ξαν κα­τά φύ­ση α­να­μάρ­τη­τοι, αλ­λά άν­θρω­ποι με βα­θιά συ­ναί­σθη­ση της α­μαρ­τω­λό­τη­τάς τους. Νο­μί­ζω ό­τι δεν θα υ­περ­βάλ­λω ε­άν πω ό­τι σε αυ­τή ακριβώς τη βα­θιά συ­ναί­σθη­ση της α­μαρ­τω­λό­τη­τας έγ­κει­ται η α­γι­ό­τη­τά τους. Στη ρωγ­μή της α­γί­ας α­νε­πάρ­κειας, που ως μέ­γι­στο χά­ρι­σμα α­νοί­γει το δρόμο της με­τά­νοι­ας και της με­τα­στρο­φής. Ε­πι­τρέ­πει με άλ­λα λό­για την έ­ξο­δο α­πό τη βε­βαι­ό­τη­τα και την α­σφά­λεια μιας ζω­ής συμ­πα­γούς και α­δι­α­πέ­ρα­στης. Αν τα πράγ­μα­τα ή­ταν αλ­λι­ώς, πως θα μπο­ρού­σα­με για πα­ρά­δειγ­μα να ερ­μη­νεύ­σου­με την κα­ταρ­χήν στά­ση του α­γί­ου Κυ­ρίλ­λου Α­λε­ξαν­δρεί­ας α­πέ­ναν­τι στον Χρυ­σό­στο­μο[35] και πως θα μπο­ρού­σα­με να ερ­μη­νεύ­σου­με τις λε­κτι­κές υ­περ­βο­λές και ε­κτρο­πές του Χρυ­σό­στο­μου α­πέ­ναν­τι στην αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή σο­φί­α[36];
      Α­πό μια τέ­τοι­α αί­σθη­ση α­νε­πάρ­κειας έ­χει α­νάγ­κη και η σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γί­α, έ­τσι ώ­στε να κι­νη­θεί α­πό τον τύ­πο στο ζω­ο­ποι­ό πνεύ­μα, από την αυ­τα­ρέ­σκεια στη θυ­σί­α. Ει­δάλ­λως θα με­τα­τρα­πεί σε «εν­νε­ά­στε­ρο τέ­ρας φω­τει­νό», κα­τα­πώς λέ­γει ο ποι­η­τής Ο­δυσ­σέ­ας Ε­λύ­της, που «τα­ξι­δεύ­ει ψη­λά και στην ψυχή…ρί­χνει τό­πους-τό­πους τα γράμ­μα­τα κι ού­τε μια λέ­ξη». Α­δύ­να­μη να με­τρη­θεί «με­σ’ στ’ Α­πί­στευ­το» και να πει «πό­σο πιά­νει ο σταυ­ρός και πό­σο η Πλα­τυ­τέ­ρα», α­δύ­να­μη να πει το θαύ­μα[37].         
     
         



[1] Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Η πο­ρεί­α της ρω­σι­κής θε­ο­λο­γί­ας, Θε­ο­λο­γί­α, Α­λή­θεια και Ζω­ή, Πνευ­μα­τι­κόν Συμ­πό­σιον, Α­θή­ναι 1962,σ. 26εξ. Πρβλ. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Σταθ­μοί της ρω­σι­κής θε­ο­λο­γί­ας Α΄, με­τά­φρα­ση Ε. Γι­ούλ­τση, εκδ. Π.Πουρ­να­ρά, Θεσ­σα­λο­νί­κη­1­9­86, σ. 8.
[2] Α. Σμέ­μαν, Θε­ο­λο­γί­α και Ευ­χα­ρι­στί­α, Θε­ο­λο­γί­α, Α­λή­θεια και Ζω­ή, Πνευ­μα­τι­κόν Συμ­πό­σιον, Α­θή­ναι 1962,σ. 95.
[3] Βλ. Ε­βρ. 11,1: «Έ­στιν δε πί­στις ελ­πι­ζο­μέ­νων υ­πό­στα­σις, πραγ­μά­των έ­λεγ­χος ου βλε­πο­μέ­νων».
[4] Ι­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος, Προς τους εγ­κα­λέ­σαν­τας υ­πέρ του μή­κους των προ­οι­μί­ων και ό­τι χρή­σι­μον το φέ­ρειν ε­λέγ­χους, PG 51, 133. Πρβλ. Θ. Πα­πα­θα­να­σί­ου, Α­νε­στι­ό­τη­τα και Πα­ρα­πεμ­πτι­κό­τη­τα. Κρι­τι­κές Προ­σεγ­γί­σεις στα Θε­ο­λο­γι­κά Δρώ­με­να, εκδ. Αρ­μός, Α­θή­να, 1998, σ. 14.
[5] π. Γ. Φλο­ρόφ­σκυ, Οι Α­να­το­λι­κοί Πα­τέ­ρες του τε­τάρ­του αι­ώ­να, με­τά­φρα­ση Π.Κ. Πάλ­λη, εκδ. Π. Πουρ­να­ρά, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1991, σ. 377.
[6]  Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Ο­μι­λί­α Ζ΄, Προς τους α­πο­λει­φθέν­τας της συ­νά­ξε­ως, PG 48,764.
[7] Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Ο­μι­λί­αι εις την Γέ­νε­σιν Γ΄, PG 53, 36.
[8] Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Ο­μι­λί­αι εις την Γέ­νε­σιν Γ΄, PG 53, 36: «Τοι­ού­τον τοί­νυν έ­χον­τες Δε­σπό­την, ού­τω φι­λάν­θρω­πον, ού­τως α­γα­θόν, ού­τως ή­με­ρον, και της οι­κεί­ας σω­τη­ρί­ας φρον­τί­ζω­μεν, και των α­δελ­φών των η­με­τέ­ρων. Τού­το γαρ η­μίν και σω­τη­ρί­ας υ­πό­θε­σις γε­νή­σε­ται, ό­ταν μη υ­πέρ ε­αυ­τών μό­νον σπου­δά­ζω­μεν, αλ­λ’ ό­ταν και τον πλη­σί­ον ω­φε­λώ­μεν, και προς την της α­λη­θεί­ας ο­δόν χει­ρα­γω­γώ­μεν».
[9] Βλ. σχε­τι­κά, Χ. Α. Στα­μού­λη, Η τέ­χνη της θε­ο­λο­γί­ας και η θε­ο­λο­γί­α της τέ­χνης, Θε­ο­λο­γί­α και Τέ­χνη, εκδ. «Το Πα­λίμ­ψη­στον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2000, σ. 107εξ.
[10] π. Δη­μη­τρί­ου Στα­νι­λο­ά­ε, Ο Θε­ός, ο κό­σμος και ο άν­θρω­πος. Ει­σα­γω­γή στην ορ­θό­δο­ξη δογ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α, με­τά­φρα­ση π. Κων­σταν­τί­νος Coman-Γι­ώρ­γος Πα­πα­ευ­θυ­μί­ου, εκδ. Αρ­μός, Α­θή­να 1990, σ.146.
[11] Βλ. Θ. Ζή­ση, Η πε­ρί γά­μου δι­δα­σκα­λί­α του Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Κλη­ρο­νο­μί­α 2(1969),σ. 298.
[12] Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Πε­ρί Παρ­θε­νί­ας, PG 48, 547.
[13] Για το θέ­μα βλ. S. Anicic, Το μυ­στή­ριο του γά­μου. Η «α­νά­κρα­σις» της ε­τε­ρο­φυ­λί­ας (με­τα­πτυ­χια­κή ερ­γα­σί­α), Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, σ. 28. Πρβλ. Π. Τρεμ­πέ­λα, Δογ­μα­τι­κή της Ορ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας, τό­μος Γ΄, Α­θή­να 1979,σ.332-333.
[14] Βλ. σχε­τι­κά Ι. Βι­βι­λά­κης, Εκ­κλη­σί­α και θέ­α­τρο στο Βυ­ζάν­τιο, Θρη­σκεί­α και θέ­α­τρο στην Ελ­λά­δα, εκδ. Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Α­θή­να 2005·   π. Θε­ο­δώ­ρου Ζή­ση, Ευ­ερ­γε­τι­κό και κα­θαρ­τι­κό το τσου­νά­μι. Ευ­θύ­νε­ται ο Θε­ός για τις φυ­σι­κές κα­τα­στρο­φές;, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005,σ. 22.
[15] Βλ. σχε­τι­κά, Χ.Α.Στα­μού­λης,  Κάλ­λος το ά­γιον. Προ­λε­γό­με­να στη φι­λό­κα­λη αι­σθη­τι­κή της Ορ­θο­δο­ξί­ας, εκδ. Α­κρί­τας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, σ. 13εξ.
[16] PG 56, 261-272.
[17] Εν­δι­α­φέ­ρον για το θέ­μα μας πα­ρου­σιά­ζει η πα­ρα­κά­τω πα­ρα­τή­ρη­ση του Κων­σταν­τί­νου Κα­βά­φη, ο ο­ποί­ος φαί­νε­ται να α­πο­δέ­χε­ται το λά­γνον του θε­ά­τρου της ε­πο­χής των Πα­τέ­ρων: «Η στά­σις των αρ­χαί­ων χρι­στια­νών δι­δα­σκά­λων δεν με ξαφ­νί­ζει, αλ­λά έ­να πράγ­μα αρ­κε­τά πε­ρί­ερ­γον α­ξί­ζει να ση­μει­ω­θεί – το πό­σον ή­ταν πε­πει­σμέ­νοι πε­ρί της ε­πιρ­ρο­ής (βλα­βε­ρής κα­τ’ αυ­τούς) την ο­ποί­αν το θέ­α­τρον ε­ξα­σκού­σεν ε­πί των θα­μώ­νων του· το πό­σον ζω­η­ρήν εν­τύ­πω­σιν α­πε­κό­μι­ζαν οι θε­α­ταί α­πό την πα­ρά­στα­σιν. Οι χρι­στια­νοί δι­δά­σκα­λοι πι­θα­νό­τα­τα να εί­χαν δί­κιο εις τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό των πα­ρα­στά­σε­ων ως λά­γνων· αλ­λά μπο­ρού­με να συμ­πε­ρά­νου­με ό­τι οι η­θο­ποι­οί οι ι­κα­νοί να κά­μουν τό­σον δυ­να­τήν εν­τύ­πω­σιν –ως μας την πε­ρι­γρά­φουν οι δι­δά­σκα­λοι- θα ή­σαν πο­λύ κα­λοί τε­χνί­ται», Κων­σταν­τί­νου Κα­βά­φη, Πε­ρί Εκ­κλη­σί­ας και Θε­ά­τρου. Πα­ρου­σί­α­ση Γ.Π. Σαβ­βί­δη, Θέ­α­τρο 8 (1963), σ. 38.
[18] Βλ. C. Mango, Βυ­ζάν­τιο. Η αυ­το­κρα­το­ρί­α της Νέ­ας Ρώ­μης, με­τά­φρα­ση Δ. Τσουγ­κα­ρά­κης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Α­θή­να 1990, σ. 81.
[19] Ι. Βι­βι­λά­κης, Εκ­κλη­σί­α και θέ­α­τρο στο Βυ­ζάν­τιο, Θρη­σκεί­α και θέ­α­τρο στην Ελ­λά­δα,  σ. 98.
[20] Τη σχε­τι­κή με το θέ­μα βι­βλι­ο­γρα­φί­α (Μπα­λά­νος, Πα­πα­μι­χα­ήλ), αλ­λά και πο­λύ εν­δι­α­φέ­ρου­σες γι’ αυ­τό πα­ρα­τη­ρή­σεις βλ. στη θαυ­μά­σια με­λέ­τη του Ι­ω­σήφ Βι­βι­λά­κη, Εκ­κλη­σί­α και θέ­α­τρο στο Βυ­ζάν­τιο, Θρη­σκεί­α και θέ­α­τρο στην Ελ­λά­δα, εκδ. Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Α­θή­να 2005, σ. 85-114.
[21] Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης, Προς Ι­ω­άν­νην, Ε­πι­στο­λή 19, Epistulae, Gregorii Nysseni Opera, vol. 82, ed. G. Pasquali, εκδ. Brill 1959, σ. 67: ¨…ύ­βρις τε και τρα­χύ­της (θρα­σύ­της, έκδ. PG 46,1077C) και α­ναι­σθη­σί­α και η των λε­γο­μέ­νων δυ­σω­δί­α πο­λι­τι­σμός εί­ναι και τις τοια­ύτη φι­λο­κα­λί­α νο­μί­ζε­ται». Πρβλ. Χ.Α. Στα­μού­λης, Κάλ­λος το ά­γιον. Προ­λε­γό­με­να στη φι­λό­κα­λη αι­σθη­τι­κή της Ορ­θο­δο­ξί­ας, σ. 43.
[22] Ο. Βαρ­τζι­ώ­τη, Η λέ­ξη πο­λι­τι­σμός και η ση­μα­σί­α της,, Ελ­λη­νι­κά 55,2(2005), σ.266-267.
[23] Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Ερ­μη­νεί­α εις την προς Ε­βραί­ους Ε­πι­στο­λήν ΙΕ΄, PG 63, 121-122.
[24] Βλ. σχε­τι­κά G. Webster, Laughter in the Bible, εκδ. The Bethany Press, St. Louis 1960· G. Minois, Histoire du rire et de la derision, εκδ. Fayard, Paris 2000· B. Sarrazin, Jesus n’ jamais ri. Histoire d’ un lieu commun, RSR 82,2(1994), σ.
[25] Umberto Eco, Το Ό­νο­μα του Ρό­δου, με­τά­φρα­ση Ε. Καλ­λι­φα­τί­δη, εκδ. Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Α­θή­να 1999, σ. 236-245. Πρβλ. Ο. Βαρ­τζι­ώ­τη, Η λέ­ξη πο­λι­τι­σμός και η ση­μα­σί­α της,, Ελ­λη­νι­κά 55,2(2005), σ.265.
[26] Για τα θέ­μα της χα­ράς στην Ορ­θο­δο­ξί­α βλ. Χ.Α.Στα­μού­λης,  Κάλ­λος το ά­γιον. Προ­λε­γό­με­να στη φι­λό­κα­λη αι­σθη­τι­κή της Ορ­θο­δο­ξί­ας, σ. 56-57,76-77,81-82,93-94.
[27] Λουκ. 10,42. Πρβλ. Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Υ­πό­μνη­μα εις τον ά­γιον Ματ­θαί­ον τον ευ­αγ­γε­λι­στήν ΜΔ΄, PG 57, 468: «Ι­ν’ ουν μη τι τού­των πά­θω­μεν, ε­πι­κα­λύ­ψω­μεν τη προ­θυ­μί­α τα λε­γό­με­να, και τη δι­η­νε­κεί μνή­μη».
[28] Για την  προ­φη­τι­κή μα­τιά βλ. Χ. Α. Στα­μού­λη, Η τέ­χνη της θε­ο­λο­γί­ας και η θε­ο­λο­γί­α της τέ­χνης, Θε­ο­λο­γί­α και Τέ­χνη, σ. 114. Πρβλ. π. Δη­μη­τρί­ου Στα­νι­λο­ά­ε, Ο Θε­ός, ο κό­σμος και ο άν­θρω­πος. Ει­σα­γω­γή στην ορ­θό­δο­ξη δογ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α, σ. 151.
[29] Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Ερ­μη­νεί­α εις την προς Ε­βραί­ους Ε­πι­στο­λήν ΙΕ΄, PG 63, 122.
[30]Πο­λύ ό­μορ­φα ο π. Α­λέ­ξαν­δρος Σμέ­μαν, Η­με­ρο­λό­γιο, εκδ. Α­κρί­τας, Α­θή­να 2002, σ.359, ση­μει­ώ­νει πως:  «Ο Χρι­στι­α­νι­σμός δεν γεν­νή­θη­κε για τον πο­λι­τι­σμό, αλ­λά δεν μπο­ρεί και ν’ α­πο­φύ­γει το να γεν­νά πο­λι­τι­σμό, στον βαθ­μό που ο πο­λι­τι­σμός εί­ναι μια ο­λι­στι­κή ει­κό­να του Θε­ού, του αν­θρώ­που και του κό­σμο. Ο Χρι­στι­α­νι­σμός, ό­ταν α­πο­σπά­ται α­πό τον πο­λι­τι­σμό, εί­τε γί­νε­ται ‘κλη­ρι­κα­λι­στι­κό­ς’ (θρη­σκεί­α, ό­χι ζω­ή) ή προ­δί­νει τον ε­αυ­τό του, ‘υ­πο­κύ­πτει’ στον πο­λι­τι­σμό». [31] Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Ερ­μη­νεί­α εις την προς Ε­βραί­ους Ε­πι­στο­λήν ΙΕ΄, PG 63, 123-124.
[32] Για την «πα­ρε­ξή­γη­ση» αυ­τή βλ. εν­δει­κτι­κά, Γ. Μπλά­νας, Δι­α­βά­ζον­τας το ποί­η­μα του Ντύ­λαν Τό­μας, Ντύ­λαν Τό­μας. Το χρώ­μα της λα­λιάς. Ποι­ή­μα­τα (1934-1953), με­τά­φρα­ση Γ. Μπλά­νας, εκδ. Ε­ρα­τώ, Α­θή­να 2003, σ. 26.
[33] Ζ. Λο­ρεν­τζά­τος, Ο Θη­σέ­ας του Αν­τρέ Ζιντ, Με­λέ­τες, τό­μος 2ος, εκδ. Δό­μος, Α­θή­να 1994, σ. 229.
[34] Βλ. σχε­τι­κά O. Pasquato, Οι λα­Ι­κοί κα­τά τον Ι­ω­άν­νη Χρυ­σό­στο­μο. Στην Εκ­κλη­σί­α, στην οι­κο­γέ­νεια και στην πό­λη, με­τά­φρα­ση Κ. Α­καν­θο­πού­λου, εκδ. Βά­νιας 2006, σ. 307.
[35] Εί­ναι γνω­στή η συμ­με­το­χή του Κυ­ρίλ­λου στη Σύ­νο­δο της Δρυ­ός, το 403, στην ο­ποί­α κα­τα­δι­κά­στη­κε ο Χρυ­σό­στο­μος. Ό­πως ε­πί­σης και το γε­γο­νός ό­τι η στά­ση του α­πέ­ναν­τι στον ά­γιο άλ­λα­ξε αρ­κε­τά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα το 417, τό­τε που ο Κύ­ριλ­λος ως αρ­χι­ε­πί­σκο­πος πλέ­ον Α­λε­ξαν­δρεί­ας και κά­τω α­πό την πί­ε­ση του Ι­σι­δώ­ρου Πη­λου­σι­ώ­τη συμ­πε­ρι­έ­λα­βε τον ι­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο στα δί­πτυ­χα της Α­λε­ξαν­δρι­νής Εκ­κλη­σί­ας, βλ. σχε­τι­κά Χ.Α. Στα­μού­λη, Κυ­ρίλ­λου Α­λε­ξαν­δρεί­ας Κα­τά Αν­θρω­πο­μορ­φι­τών, εκδ. «Το Πα­λίμ­ψη­στον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1993,σ. 29.
[36] Για το θέ­μα βλ. Ι. Κου­ρεμ­πε­λές, Ο Ρω­μα­νός ο Με­λω­δός και η «ελ­λη­νι­κή» σο­φί­α, Ρω­μα­νού Με­λω­δού Θε­ο­λο­γι­κή Δό­ξα. Σύγ­χρο­νη ι­στο­ρι­κο­δογ­μα­τι­κή ά­πο­ψη και ποι­η­τι­κή θε­ο­λο­γί­α, εκδ. Π. Πουρ­να­ρά, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2006, σ. 267-271.
 [37] Ο. Ελύτη, Απόστιχα μυστικά για έναν Όρθρο στο ασκητήριο του Απολλού, Τα ετεροθαλή, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1980,σ. 54-55.