Σελίδες

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Κυριακή της Συγγνώμης




Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Χριστοδούλου Μπίθα

Αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ανοίγει ένα καινούριο κεφάλαιο μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Μια ευκαιρία για όλους μας, μια μεγάλη δυνατότητα, ένας δρόμος που σε 50 μέρες θα φτάσει στο βράδυ της Αναστάσεως. 

Για τους περισσότερους ανθρώπους γύρω μας είναι απλώς μια τριήμερη άδεια και η Καθαρά Δευτέρα μια ευκαιρία να πετάξουν αετό, να γεμίσουν τα τραπέζια τους με αγαθά, να δουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα μέσα στην σχόλη της ημέρας. 

Για εκείνον, ὀμως, που θέλει να ακολουθήσει τα χνάρια του σταυρωμένου και αναστάντος Χριστού είναι μια ευκαιρία. Είναι μια περίοδος που ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να έρθει αντιμέτωπος με την αδυναμία του. Να συναισθανθεί την μοναξιά του, την αναπηρία του, την δυσκολία του, την ανευθυνότητά του, την σκληροκαρδία του, την κατάκρισή του, την κατάθλιψή του, την οργή του και όλα αυτά που τυραννούν την ψυχή μας και το μυαλό μας και μας χωρίζουν από τον συνάνθρωπο. 

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Για όποιον το θελήσει. Δεν είναι μια ενασχόληση με τις τροφές, αλλά μια στροφή προς τα μέσα μας. Είναι μία ακόμη ευκαιρία που έχει ο πιστός μέσα στον χρόνο, απ' τις τόσες που μας δίνει η εκκλησία, να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη κι αντί να του χαμογελάσουμε, να αναρωτηθούμε. Ορθόδοξη εκκλησία χωρίς αυτογνωσία δεν υπάρχει. Ορθόδοξη εκκλησία χωρίς μετάνοια δεν υπάρχει. 

Η Εκκλησία μας είναι εκκλησία σωσμένων; Όχι. Είναι εκκλησία μετανοούντων. Κανένας δεν είναι σωσμένος πριν φτάσει το τέλος. Ο καθένας από μας μπορεί να κάνει το χειρότερο ή το καλύτερο στη ζωή του. Μπορεί χίλιες φορές να πέσει και χίλιες φορές να αμαρτήσει. Αλλά ταυτόχρονα χίλιες φορές μπορεί να σηκωθεί. Μπορεί να ζήσει μεγάλες περιόδους όπου αισθάνεται φρίκη, στεναχώρια, θλίψη, μοναξιά. Μπορεί να φτάνει στην τρέλα κάποιες φορές, να μισεί όλο τον κόσμο. 

Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι αν θα πέσουμε. Εκείνο που έχει σημασία είναι αν θα καταλάβουμε ποιοι είμαστε και που πάμε. Εκείνο που έχει σημασία είναι να υψώνουμε τα μάτια στον ουρανό και να λέμε "Μα Θεέ μου, γεννήθηκα για να τρώω, να πίνω και να κάνω μόνο σωματικές λειτουργίες;"

Εκείνο που έχει σημασία είναι να μην παραδοθούμε στο μίσος, που είναι το πιο εύκολο πράγμα όταν πονάει η ψυχή. Πίσω από κάθε θυμωμένο άνθρωπο, πίσω από κάθε έναν που ενοχλεί τούς γύρω του, που καταστρέφει, που πονάει την οικογένειά του, κρύβεται μια συσσωρευμένη οργή. Κρύβεται ένας πονεμένος άνθρωπος. Κρύβεται μια ανείπωτη θλίψη. Κι οτιδήποτε δεν έχει τον τρόπο να θεραπευτεί, ξεσπάει. Είτε προς τα έξω, είτε προς τα μέσα με την κατάθλιψη. 

Η εκκλησία μας είναι εκκλησία μετανοούντων, όχι βολεμένων. Όχι ανθρώπων που ορέγονται την εξουσία. Όχι εκείνων που θέλουνε να ακολουθούν ένα τύπο ή ένα νόμο, για να αισθάνονται ότι τάχα είναι καλύτεροι από τους άλλους. Η εκκλησία  δίνει την μεγάλη ευκαιρία στον άνθρωπο να σωθεί. Να ολοκληρωθεί, να γίνει ακέραιος, σώος. Να ολοκληρώσει τον λόγο για τον οποίο ήρθε στον κόσμο. Που δεν είναι ίδιος με των ζώων. Δεν είναι για να ζει με τα ένστικτά του. Αλλά είναι για να γίνει χάριτι Θεού άγιος. Μια φράση που υπάρχει πολλές φορές στα πατερικά κείμενα, στις ζωές των αγίων, στο στόμα τους, αλλά που νομίζω ότι πια έχει ξεχαστεί από εμάς. 

Πάμε στην εκκλησία γιατί νιώθουμε μια ανακούφιση. Πολλοί από εμάς έχουμε ξεχάσει και τον σωστό τρόπο να ορίζουμε τον εαυτό μας στην Εκκλησία. Αντί να λέμε "συμμετέχουμε στην Θεία Λειτουργία" λέμε "παρακολουθήσαμε την Θεία Λειτουργία". Και δεν είναι σχήμα λόγου. Πολλοί από εμάς είμαστε απέξω, ακόμα κι αν είμαστε μέσα.  Δυστυχώς, ο περισσότερος κόσμος λέει ότι είναι ορθόδοξος, όμως, ούτε ορθή δόξα έχει, ούτε γνωρίζει ποιος είναι ο Χριστός. 

Πριν από 2 χιλιάδες χρόνια έγινε ένα σκάνδαλο στην ιστορία. Οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν ακόμη να το εννοήσουν. Ο Θεός έγινε άνθρωπος κι ήρθε να ζήσει ανάμεσά μας, να μας μιλήσει, να μας υποδείξει τον τρόπο της Αγάπης. Δεν Τον σταυρώσαμε απλώς. Ασταμάτητα Τον σταυρώνουμε. Έθνη, λαοί, εκκλησίες, επίσκοποι, ιερείς, λαϊκοί Τον σταυρώνουμε. Τον αρνούμεθα. Κι όπως είπαμε πριν δεν έχει σημασία τόσο αν θα Τον αρνηθείς. Κι ο Πέτρος Τον αρνήθηκε κι έγινε πρώτος. Σημασία έχει αν μετανοείς.  

Ένας γέροντας στο Άγιο Όρος πριν πολλά χρόνια μάς έλεγε: "Μην λες τίποτα για κανένα, δεν ξέρεις το βράδυ που θα πάει στο κελί του πόσο θα κλάψει γι' αυτά που έκανε". Και καταλάβαμε αυτή την μεγάλη δυνατότητα που δίνει η ορθόδοξη εκκλησία. Όχι ο θεσμός, η εκκλησία. Όχι τα ντουβάρια αλλά το Σώμα του Χριστού. Η μεγάλη ευκαιρία που δίνει στον άνθρωπο εβδομηκοντάκις επτά να πέφτει κι εβδομηκοντάκις επτά να σηκώνεται. Όσοι ζούν με το Ευαγγέλιο στην καρδιά, λένε κάθε μέρα: "να κάνουμε αρχή μετανοίας, να κάνουμε αρχή". _Θα αναρωτηθεί όποιος είναι αυποψίαστος: Πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έχει ζήσει δεκαετίες στην έρημο, ένας Μέγας Αντώνιος, ένας Άγιος Μακάριος να λέει να κάνω αρχή; Μα εγώ νόμιζα πως είμαστε καλοί χριστιανοί και αξιοπρεπείς και οι άλλοι έχουν πρόβλημα. Πως είναι δυνατόν ένας ασκητής να λέει "δώσε μου, Θεέ μου, την ευκαιρία να κάνω αρχή"; 

Ο λόγος της ερήμου, ο λόγος της εκκλησίας μάς υποδεικνύει τον δρόμο της Αλήθειας. Συνεχώς πέφτουμε, τον εαυτό μας δεν τον ξέρουμε. Είναι ξένος, παράξενος, πολλές φορές μας είναι αφόρητος. Το να κάνουμε αρχή σημαίνει να βρίσκουμε κάθε μέρα τον εαυτό μας. Το να κάνουμε αρχή σημαίνει να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας. Το να κάνουμε αρχή σημαίνει κάθε μέρα να γνωρίζουμε σε μεγαλύτερο βάθος τους λόγους των πράξεών μας. Το να κάνουμε αρχή σημαίνει ότι κάθε μέρα ανασταινόμαστε και ξεκινάμε τη ζωή μας πάλι από την αρχή! Το να κάνουμε αρχή σημαίνει ότι ακουμπάμε στο πετραχήλι του ιερέα τις ενοχές μας, τις αμαρτίες μας, τα πάθη μας κι αλαφρώνουμε την ψυχή μας. Και ξαναξεκινάμε απ' την αρχή.

Το να κάνουμε αρχή σημαίνει ότι πολεμάμε τους φόβους μας, βάζουμε περισσότερο στην καρδιά μας τον λόγο του Χριστού. Και παύουμε να τρέμουμε το αύριο. Το να κάνουμε αρχή σημαίνει ότι αφήνουμε την ευχαριστία να φωλιάζει μέσα στα φυλλοκάρδια μας κι έτσι χαιρόμαστε την ημέρα ό,τι κι αν γίνεται γύρω. Το να κάνουμε αρχή σημαίνει ότι βρίσκουμε επιτέλους το νόημα. Και κάθε μέρα το ξαναβρίσκουμε. Και κάθε μέρα ευχαριστούμε τον Θεό που γεννηθήκαμε. Και κάθε μέρα θεωρούμε ότι ζούμε ένα θαύμα.

 Λένε κάποιοι ότι θαύμα είναι μια έκτακτη υπερφυσική ενέργεια. Δηλαδή, η θεραπεία μιας αρρώστιας, για παράδειγμα. Όμως για την ορθόδοξη παράδοση, θαύμα είναι κάτι άλλο. Θαύμα είναι να μπορέσω αυτή την ζωή που μου δόθηκε να την ζω με χαρά. Κι άμα το κάνω αυτό, κάθε μέρα ζω πολλά θαύματα. Το θαύμα ενός χαμόγελου. Το θαύμα μιας συγγνώμης. Το θαύμα ότι βοήθησα έναν άνθρωπο. Το θαύμα που επικοινώνησα μ' έναν άλλο. Το θαύμα που ευχαρίστησα τον Θεό για ένα πουλί που πέρασε μπροστά μου, για ένα λουλούδι που άνθισε, για ένα βιβλίο που διάβασα. Το θαύμα αυτό της ζωής όταν αρχίζει κανείς και το ζει, παύει να έχει οργή. Κι όταν οργίζεται κάνει αρχή. Παύει να έχει γκρίνια. Κι όταν τον πιάνει γκρίνια κάνει αρχή. Κι έτσι η ζωή παύει να είναι μαύρη, ό,τι κι αν γίνεται γύρω. 

Αυτή την ευκαιρία έχουμε και αυτή την Μ. Τεσσαρακοστή. Και κάθε Τετάρτη και κάθε Παρασκευή και κάθε σαρανταήμερο των Χριστουγέννων και κάθε Δεκαπενταύγουστο. Τα ξεχάσαμε αυτά οι άνθρωποι. Και μείναμε μόνοι μας και φοβισμένοι. Μόνοι με τα καταναλωτικά αγαθά μας, που ο Θεός τα 'δωσε κι αυτά, που προίκισε το μυαλό ανθρώπων να τα βρίσκουν. Μόνοι μας, κλεισμένοι σε διαμερίσματα, μ' ένα σωρό μηχανήματα γύρω, αλλά τόσο φριχτά μόνοι και δίχως νόημα. Το "να κάνουμε αρχή", σημαίνει να ανασταινόμαστε κάθε μέρα. Να νικάμε τον θάνατο κάθε μέρα. Γιατί νικάμε τον πνευματικό θάνατο. 

Θα ακούσουμε τώρα μια υπέροχη ευχή ενός μεγάλου ασκητή της εκκλησίας μας, του Αγίου Εφραίμ του Σύρου. "Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καί ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονής καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν." 

Να μπορούσαμε αυτό μόνο το μικρό κείμενο, αυτό το ποίημα το υπέροχο που βγήκε πραγματικά μέσα από την μετάνοια του Αγίου Εφραίμ, να το κάναμε πράξη. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Να μπορούσαμε αυτή την Μ. Τεσσαρακοστή να παίρναμε κάθε λέξη, κάθε κόμμα, κάθε πνεύμα από αυτό το υπέροχο ποίημα της ζωής και να το κάναμε ζωή, δική μας! Θα φτάναμε το βράδυ της Αναστάσεως να ήμασταν ευτυχισμένοι. 

Να βλέπουμε όλο τον κόσμο όμορφο και να 'χουμε πραγματικά γευτεί τη Βασιλεία Του. Κι όταν θα ψέλνουμε "Χριστός ανέστη εκ νεκρών", να 'χουμε την βεβαιότητα ότι η ζωή δεν τελειώνει αλλά συνεχίζεται για πάντα, αιώνια, στην αγκαλιά του Θεού. Αν μπορούσαμε να σταματήσουμε λιγάκι αυτή την θλιβερή κατάκριση των πάντων, με τόσα προσχήματα δικαιοσύνης. Τόσο πολύ δικαιολογούμε τους εαυτούς μας, να γινόμαστε κι εμείς σαν κι εκείνους που κατηγορούμε. Να κατακρίνουμε, να βρίζουμε πολιτικούς, να βρίζουμε ανθρώπους στον δρόμο όταν οδηγούμε. Να βρίζουμε συναδέλφους, να βρίζουμε τον καθένα. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι έτσι κρινόμαστε. 

Η Μ. Τεσσαρακοστή είναι μια πάρα πολύ μεγάλη ευκαιρία. Δεν έχει σκοτάδι, δεν έχει στεναχώρια. Έχει χαρά. Έχει την χαρά της εναλλαγής. Έχει την χαρά της ποικιλίας. Έχει την χαρά μιας συνάντησης. Την χαρά της προσευχής και του στοχασμού. Έχει την χαρά μιας προηγιασμένης, που καθώς πέφτει το σούρουπο, βάζουμε στο στόμα μας το σώμα και το αίμα του Χριστού και γεμίζει η ύπαρξή μας με νόημα. Έχει την χαρά των Χαιρετισμών. Αυτό το υπέροχο ποίημα για την Παναγία μας. Έχει μια μεγάλη χαρά η Μ. Τεσσαρακοστή όταν την ανακαλύψεις. Έχει την χαρά να βρίσκεις το μέτρο στις τροφές. Έχει την χαρά να περιμένεις την Μ. Εβδομάδα. Έχει την χαρά να ζήσεις το δώρο της Αναστάσεως. Τι κρίμα που οι περισσότεροι φεύγουνε παίρνοντας ένα κερί, δηλαδή τίποτα. 

Ο εορτολογικός κύκλος της εκκλησίας μας δεν φτιάχτηκε για τον τύπο. Αν εμείς τον είδαμε έτσι δεν φταίει ούτε η αποστολική εκκλησία, ούτε οι άγιοι, ούτε οι πατέρες, που έδωσαν αίμα για να πάρουν πνεύμα. Φταίμε εμείς. Εμείς, που μας έχει φάει η ρουτίνα, η καθημερινότητα, το πήγαιν' έλα, το κυνήγι του χρήματος, η πολιτικολογία, η ενασχόληση με το φθηνό θέαμα. Η Μ. Τεσσαρακοστή είναι μια μεγάλη γιορτή. Η γιορτή της ελπίδας του ανθρώπου. Ας την ακολουθήσουμε έτσι όπως εκείνοι το παρήγγειλαν. 

Ας αφήσουμε τον εαυτό μας να συγκινηθεί από μία σκέψη. Είμαστε η συνέχεια σε μια ανθρώπινη αλυσίδα αιώνων. Είμαστε ο μόνος οργανισμός σε τούτω δω τον κόσμο, εδώ και χρόνια, που γενιά με γενιά, χέρι με χέρι, κουβέντα την κουβέντα, χαμόγελο το χαμόγελο, ελπίδα την ελπίδα έχουμε μια παράδοση. Ετούτος ο τόπος στέρεψε από παραδόσεις. Όλα γίναν φολκλόρ, χάρτινα, ψεύτικα. Η εκκλησία έχει μια αδιατάραχτη συνέχεια. Λέμε λόγια που τα είπαν οι πατέρες μας 1000, 1500, 1800 χρόνια πριν. Κοινωνούμε το ίδιο σώμα και αίμα που κοινώνησαν οι απόστολοι. Λέμε τα ευαγγέλια που κι εκείνοι έλεγαν στους μαθητές τους. Προσκυνούμε τον Ιησού Χριστό όπως έκαναν τόσοι άγιοι, όσιοι και μάρτυρες. 

Η εκκλησία είναι ένα πλοίο. Κι όποιος είναι μέσα στο πλοίο αυτό και το εννοεί, δεν θα πεθάνει αλλά θα έχει Ζωή Αιώνιο. Ο Χριστός το λέει αυτό, Εκείνος το υπόσχεται. Φτάνει να πάρουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά. Φτάνει να σταματήσει αυτό το πέσιμο, το τρίψιμο μέσα στη λάσπη που ζούμε, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ξεχαστήκαμε και πολλές φορές δείχνουμε τους άλλους και λέμε "κοίτα πως είν' αυτοί, κοίτα πως είν' οι άλλοι, αυτοί είναι εχθροί, αυτοί είναι κακοί κι αυτοί έτσι". Και ξεχνάμε. Το θηρίο το κρύβουμε μέσα μας. Την αμαρτία την κρύβουμε μέσα μας. 

Ζωή χωρίς Χριστό δεν είναι ζωή. Ζωή χωρίς χαρά δεν είναι ζωή. Ζωή χωρίς ελπίδα δεν είναι ζωή. Ας το πιστέψουμε. Μόνο που για να μας δοθεί πρέπει να το ζητήσουμε. Χρησιμοποιώντας όλα τα δώρα που έδωσε ο Θεός. Και το νου και την ψυχή και την καρδιά. Τίποτα δεν γίνεται μόνο απ' τον Θεό. Όλα γίνονται με την συνεργία του ανθρώπου και του θείου παράγοντα. Όλα γίνονται όταν η ψυχή του ανθρώπου σκιρτήσει και πει "δεν μπορώ να ζω άλλο έτσι, δεν αντέχω να είμαι έτσι". Όλα γίνονται όταν σαν εκείνο τον άσωτο πούμε "δεν μπορώ να τρώω χαρούπια μαζί με τα γουρούνια, θέλω να γυρίσω στην αγκαλιά του Πατέρα, κι ας τρώω μαζί με τους υπηρέτες". 

Αυτός ο Πατέρας δεν προδίδει ποτέ, μόνο αγαπάει. Ετούτος ο Πατέρας μέσα στην διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής μάς περιμένει με μια πολύ μεγάλη αγκαλιά. Να τον ακολουθήσουμε. Ετούτος ο Πατέρας είναι μόνο αγάπη. Και οι άγιοι της Εκκλησίας μας, όπως ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος, ήταν όλο αγάπη. Δεν φοβόντουσαν τίποτα, μόνο αγαπούσαν. Και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν μην κλείσουν τα μάτια τους κι έχουνε χάσει την αγάπη αυτή του πατέρα και βρεθούν στο σκοτάδι της ανυπαρξίας, την έλλειψη της κοινωνίας.

Η Μ. Τεσσαρακοστή είναι καιρός μετανοίας. Είναι μια μεγάλη ευκαιρία που πρέπει να αρπάξουμε. Όσο μπορούμε. Να μαζευόμαστε στην εκκλησία, να προσευχόμαστε. Και να προσευχόμαστε και για τον λαό μας που βρίσκεται σε δεινή κατάσταση. Όχι επειδή του κόβονται οι μισθοί. Αλλά επειδή έχασε κάθε πίστη και κάθε ελπίδα. Όχι επειδή κινδυνεύει από φτώχια. Αλλά γιατί έχει καταντήσει να είναι ένας λαός που δεν πιστεύει σε τίποτα, που προσπαθεί να ζήσει τρώγοντας τις σάρκες του. Και αυτό δεν γίνεται. Να μαζευόμαστε στην εκκλησία όλο τον χρόνο. Να γίνουμε μια γροθιά που όμως δεν θα χτυπήσει τους άλλους, αλλά θα ενωθεί και θα γίνεται εκκλησία-σώμα Χριστού. Και να παρακαλεί  για την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου και την ειρήνη των ανθρώπων γύρω μας, που τόσο πολύ είναι πονεμένοι.

Δια της μετανοίας ο άνθρωπος παίρνει τον εαυτό του σοβαρά. Και γίνεται μια αγκαλιά για τον διπλανό. Και στην οργή τού άλλου βάζει την αγκαλιά. Στον θυμό τού άλλου βάζει την ειρήνη. Στην απελπισία του άλλου βάζει το χαμόγελο και το νόημα. Ας το βρούμε πρώτα στη ζωή μας κι ύστερα να το μεταδώσουμε και στους άλλους. Όπως είπε εκείνος ο υπέροχος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ "ειρήνευσε εσύ και μαζί σου θα ειρηνεύσουν χιλιάδες άλλοι". Σε μια πόλη που παραλογίζεται και αυτοκαταστρέφεται. Σε μια χώρα που βυθίζεται στην ανυπαρξία. Να γίνουμε πάλι απόστολοι. Δεν είναι δύσκολο, δεν είναι παράξενο. Αυτό μας ζήτησε. Εκείνος το ζήτησε. "Τι με λέγεις Κύριε Κύριε και ου ποιείς α εγώ λέγω", λέει. Μην με λες Κύριε, είπε, μην με αποζητάς και δεν κάνεις αυτά που λέω. Κι εκείνος μας παρήγγειλε το "Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη". Αυτό μας ζήτησε.

Δεν είναι αργά. Σ΄ όποια ηλικία και να 'μαστε και σε όποια κατάσταση. Όσο κι αν πέσαμε, δεν είναι αργά. Ποτέ δεν είναι αργά με την αγάπη του Χριστού. Σώθηκε ο ληστής πάνω στον σταυρό. Ακόμα κι αν έχεις κάνει κακό ποτέ δεν είναι αργά. Η αγάπη του Χριστού είναι εκεί και μας περιμένει. Και καθώς μας περιμένει σπουδάζουμε την αγάπη μέσα απ' τον λόγο Του, μέσα απ' τον λόγο και τις ζωές των αγίων και παίρνουμε δύναμη και γινόμαστε άγιοι κι εμείς. Αυτή είναι η ελπίδα μας. Ας το πιστέψουμε. Αμήν!     
 
  

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Πέ­ρα ἀ­πό τήν χώ­ρα τῆς λύ­πης




Κείμενο που εκφωνήθηκε από τον πρωτ. Βασίλειο Χριστοδούλου 

στην παρουσίαση του βιβλίου του π. Χριστοδούλου Μπίθα,

 στο  Πνευ­μα­τι­κό Κέν­τρο Ἱ.Ν.Παμ­με­γί­στων Τα­ξια­ρχῶν Μο­σχά­του (15.1.17)


          Ἕ­νας ἀ­π’ τούς με­γά­λους ποι­η­τές καί κρι­τι­κούς τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να ὁ Στε­φάν Μα­λαρ­μέ (Stéphane Mallarmé) εἶ­χε πεῖ πώς «τά πάν­τα στόν κό­σμο ὑ­πάρ­χουν γιά νά κα­τα­λή­ξουν σ’ ἕ­να βι­βλί­ο». Ἐ­γώ θά πρό­σθε­τα –δι­ευ­ρύ­νον­τας ἑρ­μη­νευ­τι­κά τή σκέ­ψη τοῦ Μα­λαρ­μέ, πώς ὑ­πάρ­χουν γιά νά κα­τα­λή­ξουν σέ μί­α συ­νάν­τη­ση, γιά νά κοι­νω­νη­θοῦν σέ μί­α σχέ­ση, γιά νά γνω­στο­ποι­η­θοῦν μέ­σα ἀ­πό μιά ἀ­νά­γνω­ση, γιά νά ἰ­δω­θοῦν μέ­σα ἀ­π’ τή σχι­σμή τοῦ πό­νου, ἀ­π’ τή ρωγ­μή τοῦ θα­νά­του· ὑ­πάρ­χουν ὥ­στε κά­ποι­ος, κά­πο­τε, νά τά ἀ­να­δε­χθεῖ.
          Τί­πο­τα μέ­σα στόν γή­ι­νο χω­ρο­χρό­νο δέν πε­ρι­φέ­ρε­ται ἄ­σκο­πα καί τυ­χαῖ­α. Ὅ­λα ὑ­πάρ­χουν· καί ἡ ἐν­τε­λέ­χειά τους δέν βρί­σκε­ται στήν αὐ­το­τέ­λειά τους, σ’ αὐ­τήν κα­θ’ αὐ­τήν τήν ὑ­πό­στα­σή τους, ἀλ­λά στό ὅ­τι πρό­κει­ται κά­πο­τε, κά­πως, κά­ποι­ος νά τά συ­ναν­τή­σει, νά τά κα­τα­λά­βει, νά τά οἰ­κει­ω­θεῖ δι­α­σώ­ζον­τάς τα. Δί­νον­τάς τους τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ξε­πε­ρά­σουν τόν ἀ­φα­νι­σμό τῆς μο­να­ξιᾶς τους, «εἰ­σερ­χό­με­να σέ μιάν ἄλ­λου εἴ­δους διά­ρκεια, ἐ­κεί­νην πού μέ τό ἀ­νέ­φι­κτό της ἀ­πο­τε­λοῦ­σε καί τό δρά­μα τους»[1].
           Κι ἐ­μεῖς ἀ­κό­μα ὑ­πάρ­χου­με ὄ­χι για­τί κά­ποι­ες βι­ο­χη­μι­κές ἀν­τι­δρά­σεις ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά συμ­βαί­νουν μέ­σα μας, οὔ­τε για­τί μί­α ἐ­ξώ­κο­σμη θε­ό­τη­τα μᾶς ἀ­νέ­χε­ται· ὑ­πάρ­χου­με δι­ό­τι κά­ποι­ος μᾶς γνω­ρί­ζει καί μᾶς ἀ­γα­πᾶ, πρός κά­ποι­ον ἔ­χου­με στραμ­μέ­νο τό πρό­σω­πο καί μᾶς ἀ­πο­δέ­χε­ται, μᾶς κα­τα­λα­βαί­νει, μᾶς πε­ρι­χω­ρεῖ καρ­δια­κά. Χω­ρίς αὐ­τή τήν σχε­σια­κή ἀ­να­φο­ρά ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη στραγ­γί­ζει ἀ­νο­η­μά­τι­στη σέ κάμ­πο­σα κι­λά τε­λει­ό­τη­τας σω­μα­τι­κῶν ὀρ­γά­νων καί ἐγ­κε­φα­λι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν.
          Ἡ κραυ­γή καί ἡ δί­ψα γιά ἀ­γά­πη τοῦ ἀν­θρώ­που δέν εἶ­ναι γιά τήν κά­λυ­ψη συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν κε­νῶν, εἶ­ναι ἡ ἀ­γω­νί­α του νά ζή­σει. Κά­ποι­ος νά τόν ἐν­το­πί­σει μέ­σα στήν ἀ­πει­ρά­ριθ­μη ἀν­θρώ­πι­νη ὁ­μο­εί­δεια, πού βα­δί­ζει εὐ­θύ­γραμ­μα τόν διά­βα τῶν αἰ­ώ­νων, νά στρα­φεῖ πρός αὐ­τόν, νά τόν ξε­χω­ρί­σει, καί ἀ­γα­πών­τας τον νά τόν ἀ­να­στή­σει. Τό­τε καί μό­νο τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τή ζω­ή μέ­σα του, γνω­ρί­ζει τήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τά του, ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα καί ἄλ­λο βη­μα­τι­σμό ἡ ὕ­παρ­ξή του.
          Τό βι­βλί­ο πού κρα­τᾶ­με ἤ­δη στά χέ­ρια μας καί γιά τό ὁ­ποῖ­ο ὅ­λοι μας σή­με­ρα συ­να­χθή­κα­με νά μι­λή­σου­με εἶ­ναι ὁ δεύ­τε­ρος (ἐλ­πί­ζου­με νά ὑ­πάρ­ξει καί τρί­τος καί πολ­λο­στός) τρό­πος δι­ά­σω­σης τοῦ π. Χρι­στό­δου­λου, τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῆς καρ­διᾶς του, τῆς δι­α­δο­χῆς τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν του, τῶν ἱ­ε­ρα­τι­κῶν καί ὄ­χι μό­νο βι­ω­μά­των του. Τό βι­βλί­ο αὐ­τό, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί το προ­η­γού­με­νο, εἶ­ναι μί­α εὐ­και­ρί­α -πρω­τί­στως γιά τόν π.Χρι­στό­δου­λο, ἀλ­λά καί γιά κά­θε συγ­γρα­φέ­α, νά συ­νει­δη­το­ποι­η­θεῖ ὡς χῶ­ρος καί τό­πος συ­νάν­τη­σης πολ­λῶν γε­γο­νό­των, πολ­λῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν μέ πρω­τα­γω­νι­στές ἀν­θρώ­πους. Νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πώς ὅ,τι ἔ­ζη­σε μέ­χρι τώ­ρα, σπα­ράγ­μα­τα τῶν ὁ­ποί­ων μό­νο κα­τα­γρά­φει στίς 200 σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου του, ἔ­γι­ναν, συ­νέ­βη­σαν ὄ­χι ἁ­πλῶς γιά νά βο­η­θή­σει καί νά βο­η­θη­θεῖ ἀλ­λά καί γιά νά τά ἀ­φή­σει κλη­ρο­δό­τη­μα δι­κό του καί δι­κό τους αἰ­ώ­νιο σέ ὅ­λους μας, στίς ἐ­περ­χό­με­νες γε­νε­ές, ἀ­νοι­κτό σέ με­το­χή καί κοι­νω­νί­α. Συ­νέ­βη­σαν γιά νά μπο­ρέ­σουν νά μαρ­τυ­ρη­θοῦν καί σ’ ἄλ­λους. Συ­νέ­βη­σαν γιά νά μπο­ρέ­σουν ζω­ή νά πά­ρουν μέ­σα στήν ἱ­ε­ρα­τι­κή καρ­διά, ὥ­στε κι ἐ­μεῖς ἀρ­γό­τε­ρα νά τα γνω­ρί­σου­με.
          Τό τε­λευ­ταῖ­ο κε­φά­λαι­ο τοῦ βι­βλί­ου πού εἶ­ναι ἡ δι­κή του ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση πρός ὅ­λους μας, εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί ἡ κοι­νή συ­νι­στα­μέ­νη ὅ­λων τῶν ὀ­κτώ προ­η­γη­θει­σῶν πο­ρει­ῶν ζω­ῆς, συν­τριμ­μοῦ, τα­πεί­νω­σης, με­τά­νοι­ας καί ἐ­πι­στρο­φῆς. Εἶ­ναι, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με, ὁ χῶ­ρος πού ἐκ­βάλ­λουν, γιά νά βροῦν ἕ­να νό­η­μα καί νά ἀ­να­παυ­θοῦν, οἱ ἀ­να­ζη­τή­σεις καί πο­ρεί­ες ὅ­λων ὅ­σων πρω­τα­γω­νι­στοῦν στά προ­η­γη­θέν­τα ὀ­κτώ κε­φά­λαι­α.
          Μέ­σα ἀ­πό τό κε­φά­λαι­ο αὐ­τό δι­α­πι­στώ­νου­με, ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τήν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ βι­βλί­ου καί ἀ­πο­τι­μών­τας το, πώς τό νά ὑ­πο­φέ­ρει κα­νείς συ­νο­δοι­πο­ρών­τας μέ τό­σους καί τό­σους ἀν­θρώ­πους, νά τα­πει­νώ­νε­ται ὁ ἴ­διος, νά ἀ­γω­νιᾶ καί νά ἐ­ξαν­τλεῖ­ται, νά προ­σεύ­χε­ται καί νά πά­σχει καί πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά νά μπο­ρεῖ «νά δι­α­σώ­ζει τό πιό κα­θα­ρό κομ­μά­τι τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, μιά γιά πάν­τα, σ’ ἕ­να σχῆ­μα 13 Χ 20 ἔ, αὐ­τό πιά εἶ­ναι κά­τι πού ἀγ­γί­ζει τό μυ­στή­ριο, εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­ψη­φι­ό­τη­τα σέ μιά ἀ­δι­ό­ρα­τη νί­κη πού ἄ­ξι­ζε ὅ­λες τίς θυ­σί­ες γιά νά κερ­δη­θεῖ»[2].
          Τό βι­βλί­ο ὅ­μως αὐ­τό, ἐ­κτός ἀ­πό τρό­πο δι­ά­σω­σης τοῦ π.Χρι­στο­δού­λου, ὅ­πως προ­εί­πα­με, εἶ­ναι καί τρό­πος δι­ά­σω­σης ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων πού πρω­τα­γω­νι­στοῦν σ’ αὐ­τό, ἀ­φοῦ ὅ­πως καί στόν ὑ­πό­τι­τλο τοῦ ἐ­ξω­φύλ­λου ἤ­δη μᾶς γνω­στο­ποι­εῖ­ται, πρό­κει­ται γιά ἱ­στο­ρί­ες ἀν­θρώ­πων βα­σι­σμέ­νες σέ πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα, προ­σώ­πων ὑ­παρ­κτῶν καί ὄ­χι μυ­θο­πλα­σί­ας.
          Μέ ἀ­φε­τη­ρί­α τή σκέ­ψη τοῦ Μα­λαρ­μέ ἀλ­λά καί τή νο­η­μα­τι­κή εὐ­ρυ­χω­ρί­α πού τῆς προσ­δώ­σα­με, ὅ­λοι οἱ πρω­τα­γω­νι­στές καί τῶν ὀ­κτώ ἱ­στο­ρι­ῶν τοῦ βι­βλί­ου ὑ­πῆρ­ξαν, τά γε­γο­νό­τα στή ζω­ή τους συ­νέ­βη­σαν, ὄ­χι για­τί μιά εἱ­μαρ­μέ­νη τά ἄ­φη­σε νά συμ­βοῦν ἀλ­λά γιά νά ὁ­δη­γη­θοῦν σέ μί­α συ­νάν­τη­ση, γιά νά ἐκ­βάλ­λουν σέ ἕ­να νό­η­μα πού θά με­τα­στρέ­ψει τήν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς, ὥ­στε νά γεν­νη­θεῖ τό και­νούρ­γιο, νά κα­τα­νο­η­θεῖ ἡ ὕ­παρ­ξη ὄ­χι μό­νο στήν ἐγ­κό­σμια χω­ρο­χρο­νι­κό­τη­τά της ἀλ­λά καί στήν ἄ­χρο­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α της.
          Ὅ­λοι αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι καί τά γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς τους ὑ­πῆρ­ξαν γιά νά εἰ­σέλ­θουν σέ μί­α ἱ­ε­ρα­τι­κή καρ­διά, γιά νά ἀ­να­και­νι­στοῦν στή δια­ρκῆ νε­ό­τη­τά της, γιά νά δι­α­σω­θοῦν σ’ ἕ­να βι­βλί­ο, γιά νά κα­τα­πλεύ­σουν στίς λί­μνες τῶν μα­τι­ῶν μας, γιά νά συ­νει­δη­το­ποι­η­θοῦ­με ὡς ὅ­λον, ὥς ἕ­να κα­θο­λι­κό σῶ­μα ἀν­θρω­πι­νό­τη­τας, γιά νά κιν­δυ­νεύ­σου­με νά χά­σου­με τά μυα­λά μας στή σκέ­ψη ὅ­τι ἕ­νας Θε­ός μᾶς κα­τα­δι­ώ­κει, συγ­κρα­τεῖ τήν αὐ­το­κτο­νί­α μας, συ­νέ­χει τίς δι­α­σπά­σεις καί ἀ­πο­μα­κρύν­σεις μας, ἕ­ως ὄ­του μᾶς ἑ­νώ­σει «εἰς ἑ­νός Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου κοι­νω­νί­αν»[3].
          Τρί­α γε­γο­νό­τα, ἐ­να­λασ­σό­με­να καί στίς ὀ­κτώ ἱ­στο­ρί­ες πού πε­ρι­γρά­φει ὁ συγ­γρα­φέ­ας, εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού δε­σπό­ζουν ὡς ὑ­φα­λο­κρη­πί­δες με­τά­νοι­ας, πά­νω στίς ὁ­ποί­ες προ­σκρού­ουν οἱ πρω­τα­γω­νι­στές, ἔ­τσι ὥ­στε νά στα­μα­τή­σει τό ἀ­νε­λέ­η­το κυ­νη­γη­τό τοῦ Θε­οῦ σ’ ἐ­κεί­νους ἀλ­λά καί τό δι­κό τους ἀ­νε­πί­γνω­στο τρε­χα­λη­τό μα­κριά Του καί νά ξε­κι­νή­σει ἕ­νας συν­τρο­φι­κός πε­ρί­πα­τος ἀ­γά­πης γιά ὅ­λο τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς· Συ­νάν­τη­ση μέ πρό­σω­πο, κα­τα­στρο­φή (οἰ­κο­νο­μι­κή) καί θά­να­τος-ἀ­πώ­λεια ἀ­γα­πη­μέ­νου.
          Ἐ­άν μπο­ρού­σα­με νά κα­τα­γρά­ψου­με ὅ­λες τίς πε­ρι­πτώ­σεις κα­θο­λι­κῆς με­τά­νοι­ας πού συν­τε­λοῦν­ται μέ­σα στό μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης, δέν νο­μί­ζω ὅ­τι θά βρί­σκα­με ἄλ­λες αἰ­τί­ες-ἀ­φορ­μές γι’ αὐ­τήν τήν με­τά­νοι­α, δι­α­φο­ρε­τι­κές ἀ­πό τίς τρεῖς πού προ­α­να­φέ­ρα­με. Καί θά ἤ­θε­λα νά στα­θῶ για λί­γο σ’ αὐ­τά τά τρί­α γε­γο­νό­τα μέ κά­ποι­ες σύν­το­μες ἐ­πι­ση­μάν­σεις.
          Ἐ­άν ρί­ξου­με μιά μα­τιά στά εὐ­αγ­γέ­λια αὐ­τό πού θά δι­α­πι­στώ­σου­με εἶ­ναι πώς πρό­κει­ται γιά ἕ­να Θε­ό πού δι­έρ­χε­ται τίς ζω­ές τῶν ἀν­θρώ­πων καί συ­να­παν­τᾶ­ται μα­ζί τους. Κα­μί­α μά κα­μί­α με­τά­νοι­α κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη στά εὐ­αγ­γε­λι­κά κεί­με­να δέν κα­τορ­θώ­θη­κε ξέ­χω­ρα ἀ­πό τό πλαί­σιο αὐ­τό τῆς συ­νάν­τη­σης μέ τόν Ἰ­η­σοῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν με­τα­νο­οῦν ἐ­πει­δή ἄ­κου­σαν κά­τι ἤ ἐ­πει­δή δι­ά­βα­σαν κά­τι ἀλ­λ’ ἐ­πει­δή συ­ναν­τή­θη­καν μέ Κά­ποι­ον. Αὐ­τό εἶ­ναι πού θά συ­νε­χι­στεῖ σέ ὅ­λο τόν ἱ­στο­ρι­κό διά­βα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· οἱ ἄν­θρω­ποι ν’ ἀλ­λά­ζουν καί νά με­τα­νο­οῦν μέ­σα ἀ­πό συ­ναν­τή­σεις· συ­ναν­τή­σεις στίς ὁ­ποί­ες ὁ Θε­ός συ­νε­χί­ζει νά πρω­τα­γω­νι­στεῖ, ἀλ­λά ἀ­πό τό πα­ρα­σκή­νιο τῆς ἀρ­χον­τι­κῆς ἀ­πό­κρυ­ψής Του ἀ­φή­νον­τας στό προ­σκή­νιο τῆς φα­νέ­ρω­σης, τούς ἀ­γα­πη­μέ­νους Του, τούς ἱ­ε­ρεῖς καί ποι­μέ­νες Του, ἀλ­λά καί ἀν­θρώ­πους λα­ϊ­κούς ἀλ­λοι­ω­μέ­νους ὅ­μως στήν ἀ­γά­πη Του, νά προ­σκα­λοῦν ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους τσα­κι­σμέ­νους ἀλ­λά καί ἀ­να­ζη­τη­τές σέ ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς ζω­ῆς τους καί σέ με­τά­νοι­α. Ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ ν’ ἀλ­λά­ξει μό­νο ὅ­ταν ἀγ­κα­λια­στεῖ συγ­χω­ρη­τι­κά καί ἀ­γα­πη­θεῖ προ­σω­πι­κά, γι’ αὐ­τό τά πάν­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χουν τόν χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­σω­πι­κοῦ καί ὄ­χι τοῦ ἀ­πρό­σω­πα μα­ζι­κοῦ. Γι’ αὐ­τό καί ἡ εὐ­θύ­νη μας ὡς χρι­στια­νοί ὀρ­θό­δο­ξοι εἶ­ναι τε­ρά­στια, δι­ό­τι εἴ­μα­στε χρι­στια­νοί ὄ­χι πρω­τί­στως γιά τόν ἑ­αυ­τό μας ἀλ­λά γιά τούς ἐν δυ­νά­μει ἀ­γα­πη­μέ­νους ἄλ­λους, στούς ὁ­ποί­ους ἡ ζω­ή μας κά­τι πρέ­πει νά ἔ­χει νά πεῖ.
          Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα μιᾶς τέ­τοι­ας συ­νάν­τη­σης εἶ­ναι ἡ πρώ­τη ἱ­στο­ρί­α πού μᾶς ἀ­φη­γεῖ­ται ὁ π. Χρι­στό­δου­λος μέ τόν τί­τλο «τοῦ ἀ­σώ­του, μά ὄ­χι τοῦ φι­λευ­σπλάγ­χνου πα­τέ­ρα», στήν ὁ­ποί­α ὁ πρω­τα­γω­νι­στής ἐ­πα­να­στά­της νέ­ος, ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πό τό γο­νε­ϊ­κό πε­ρι­βάλ­λον καί στα­δια­κά βυ­θι­ζό­με­νος μέ­σα στή δί­νη τῆς βί­ας καί πα­ρα­βα­τι­κό­τη­τας, συ­ναν­τᾶ­ται «τυ­χαῖ­α» μέ κά­ποι­ο μο­να­χό στή στά­ση ἑ­νός λε­ω­φο­ρεί­ου. Τό­σο τυ­χαῖ­α ὅ­σο ἡ συ­νάν­τη­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ μέ τή Σα­μα­ρεί­τι­δα στή στά­ση τοῦ φρέ­α­τος... Συ­νάν­τη­ση πού θά κα­θο­ρί­σει τή ζω­ή του.
          Κά­τι πα­ρό­μοι­ο θά συμ­βεῖ καί στή δι­κή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη ἀ­πό τό βι­βλί­ο ἱ­στο­ρί­α μέ τί­τλο: «τῆς ἀ­γά­πης αἵ­μα­τα», στήν ὁ­ποί­α ὁ ἀρ­χι­τέ­κτο­νας Γιά­ννης, πα­ρών-ἀ­πών σ’ ἕ­να τελ­μα­τω­μέ­νο γά­μο, σέ μιά σχέ­ση πού ἀ­φέ­θη­κε ἀ­καλ­λι­έρ­γη­τη καί ἀ­πό­τι­στη, μέ χρή­μα­τα πολ­λά καί ἐ­ξο­χι­κό πο­λυ­τε­λεί­ας πε­ρι­πλα­νι­έ­ται πα­ρα­μο­νές Χρι­στου­γέν­νων στούς δρό­μους τῆς πα­γω­μέ­νης Ἀ­θή­νας ψά­χνον­τας κα­τα­φύ­γιο λή­θης σέ μιά ἀ­νο­η­μά­τι­στη πα­ρέ­α. Ἐ­κεῖ θά συ­ναν­τη­θεῖ καί πά­λι «τυ­χαῖ­α» μέ ἕ­να ὁ­δη­γό τα­ξί, στό αὐ­το­κί­νη­το τοῦ ὁ­ποῖ­ου μπαί­νει γιά νά μπεῖ καί μέ­σα ἀ­πό μί­α ἄλ­λη πόρ­τα ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κή καί στή καρ­διά του. Ἔ­τσι «τυ­χαῖ­α» ὅ­πως μπῆ­κε καί ὁ Χρι­στός στό σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου ἀ­νοί­γον­τας πόρ­τα δη­μό­σια ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κή στή καρ­διά τοῦ τε­λώ­νη.
          Ὅ­λα θά ἀλ­λά­ξουν με­τά τή συ­νάν­τη­ση αὐ­τή: «Ὅ­ταν γύ­ρι­σε τό με­ση­μέ­ρι στό σπί­τι, βρῆ­κε τήν οἰ­κο­γέ­νειά του κα­θι­σμέ­νη στό τρα­πέ­ζι. Στά­θη­κε μπρο­στά τους καί μέ τρε­μά­με­νη φω­νή τούς ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη γιά ὅ­σες στε­νο­χώ­ρι­ες τούς εἶ­χε προ­κα­λέ­σει. Τά παι­διά τόν κοί­τα­ξαν ἔκ­πλη­κτα καί ἡ Ἄν­να κα­χύ­πο­πτα, ἀ­φοῦ δέν τούς εἶ­χε συ­νη­θί­σει σέ τέ­τοι­α ΄΄ἀ­νοίγ­μα­τα΄΄ καρ­διᾶς. ΄΄Σο­βα­ρά σᾶς μι­λά­ω! Νοι­ώ­θω τήν ἀ­νάγ­κη νά ζη­τή­σω συγ­γνώ­μη γιά ὅ­λα αὐ­τά τά χρό­νια καί ἰ­δί­ως σέ σέ­να Ἄν­να. Παίρ­νω ὅ­λη τήν εὐ­θύ­νη πού μοῦ ἀ­να­λο­γεῖ γιά τόν λά­θος τρό­πο πού σᾶς ἔ­χω φερ­θεῖ, γιά τά νεῦ­ρα μου, τίς ἀ­να­πο­δι­ές μου, τούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς πού ξε­στό­μι­σα. Ἴ­σως, νά σᾶς φαί­νε­ται πα­ρα­νο­ϊ­κό αὐ­τό πού κά­νω, ἀλ­λά ἐ­πει­δή δέν μοῦ ἔ­χει ξα­να­συμ­βεῖ, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ προ­σέξ­τε με. Ἔ­χω ξε­φύ­γει ἄ­σχη­μα ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό, τό ξέ­ρε­τε ὅ­λοι. Ἔ­χα­σα τόν ἑ­αυ­τό μου, πνί­γη­κα στήν μι­ζέ­ρια, στό ἄγ­χος, μέ φά­γα­νε οἱ δου­λει­ές καί τά σπί­τια καί τε­λευ­ταῖ­α, ἡ ἀ­πρα­ξί­α στό γρα­φεῖ­ο. Νι­ώ­θω με­γά­λη ἀ­νάγ­κη νά κά­νω μιά και­νούρ­για ἀρ­χή, νά κά­νου­με ὅ­λοι μα­ζί μιά και­νούρ­για ἀρ­χή. Δῶ­στε μου σᾶς πα­ρα­κα­λᾶ μιά εὐ­και­ρί­α. [...] Αὔ­ριο πού εἶ­ναι Χρι­στού­γεν­να, πᾶ­με τό πρω­ί μα­ζί στήν ἐκ­κλη­σί­α;»[4] .
          Μιά συ­νάν­τη­ση θά εἶ­ναι τό ἐρ­γα­στή­ρι πού θά με­τα­βάλ­λει τόν δά­σκα­λο Στα­μά­τη ἀ­πό εὐ­σε­βι­στή τι­μη­τή τῶν πάν­των, ἀ­πό ἀ­παι­σι­ό­δο­ξα θρη­νη­τι­κό χρι­στια­νό σέ πρό­σω­πο εὐ­χα­ρι­στια­κό, στήν ἕ­κτη κα­τά σει­ρά ἱ­στο­ρί­α τοῦ βι­βλί­ου μέ τί­τλο: «Κυ­ρι­α­κά­τι­κη ἀ­χα­ρι­στί­α». Μιά συ­νάν­τη­ση μέ τόν ἡ­γού­με­νο Σω­φρό­νιο, μέ­σα ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α θά καλ­λι­ερ­γη­θεῖ σέ μί­α ἄλ­λη θέ­α­ση τῆς ζω­ῆς, σέ μί­α συμ­πό­νοι­α γιά τά πά­θη καί τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων.
          Τό δεύ­τε­ρο γε­γο­νός πού κυ­ρια­ρχεῖ ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με στίς ἱ­στο­ρί­ες τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς. Ἕ­να γε­γο­νός πού ἐ­φι­αλ­τι­κά δε­σπό­ζει τά τε­λευ­ταῖ­α ἑ­πτά χρό­νια σέ ὅ­λο τό Ἑλ­λα­δι­κό προ­σκή­νιο. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως μό­νο ἡ ἀ­πώ­λεια τῶν χρη­μά­των καί τῆς ὑ­λι­κῆς εὐ­μά­ρειας ἐ­κεί­νη πού προ­σα­να­το­λί­ζει τούς ἤ­ρω­ες τοῦ βι­βλί­ου σέ ἀλ­λα­γή πλεύ­σης τῆς ζω­ῆς, ἀλ­λά ἡ κα­τάρ­ρευ­ση ἑ­νός κό­σμου στόν ἀν­τί­πο­δα τῆς ἀ­λή­θειας. Για­τί μπο­ρεῖ νά ἔ­χεις χρή­μα­τα καί ὁ βί­ος σου νά ά­λη­θεύ­ει στόν πό­νο καί τή συμ­πό­νοι­α, στή συ­ναν­τί­λη­ψη καί ἐν­συ­ναί­σθη­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος μέ ὑ­λι­κό τά χρή­μα­τα καί ὅ,τι αὐ­τά τοῦ προ­σφέ­ρουν, οἰ­κο­δο­μεῖ ἕ­να κό­σμο ψεύ­τι­κων ἐ­ξα­σφα­λί­σε­ων μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­μο­νώ­νει τήν ὕ­παρ­ξή του, τήν προ­φυ­λάσ­σει ἀ­πό τίς ἀ­να­τα­ρά­ξεις τῆς ἀ­λή­θειας. Εἶ­ναι συ­νη­γο­ρί­α στό κα­τ’ ἐ­ξο­χήν ἔρ­γο τοῦ Σα­τα­νᾶ, πού δέν ἐ­νερ­γεῖ­ται γιά νά ὁ­δη­γεῖ κά­ποι­ον στήν ἁ­μαρ­τί­α, αὐ­τό τό κά­νου­με πο­λύ κα­λά καί μό­νοι μας, εἶ­ναι τό νά στή­νει τήν δι­κή του αὐ­το­κρα­το­ρί­α, αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς κό­λα­σης μέ Ἐ­δε­μι­κή λε­ον­τή, κα­τέ­ναν­τι του πα­ρα­δεί­σου τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι νά σοῦ δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο σύμ­παν κε­νό πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, καί σύ νά δι­α­πλέ­εις τόν πλα­νή­τη σου, πά­νω σ’ ἕ­να εὔ­θρα­στο «ἐ­γώ», πρίγ­κι­πας μι­κρός τοῦ ὀ­νεί­ρου σου. Ἕ­ως ὅ­του μί­α ρωγ­μή βυ­θί­σει τή σχε­δί­α σου καί βρε­θεῖς Ρο­βιν­σώ­νας ναυα­γός στήν ἀ­λή­θεια σου.
          Μιά τέ­τοι­α κα­τάρ­ρευ­ση βί­ω­σε ἡ «Μα­ρί­α τῆς μι­κρῆς Κυ­κλά­δας» στήν ὁ­μώ­νυ­μη ἱ­στο­ρί­α ἀλ­λά καί ὁ Πα­να­γι­ώ­της τοῦ χρη­μα­τι­στη­ρί­ου στήν «Αἰ­γαι­ο­πε­λα­γί­τι­κη δο­ξο­λο­γί­α», δο­ξο­λο­γί­α γε­μά­τη Σί­κι­νο καί Ἀ­μορ­γό, σπά­τα­λα ξο­δευ­μέ­νο μπλέ καί δει­λι­νά χαρ­μο­λύ­πης σέ ἰ­σό­πο­σες δό­σεις, ὅ­λα κα­τά πῶς τά θέ­λη­σε ὁ Ἐ­λύ­της. «Πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­ση νά ἐ­πι­στρέ­ψει ὁ­ρι­στι­κά στό νη­σί, στήν γε­νέ­θλια γῆ. Τό πα­τρο­γο­νι­κό σπί­τι ρη­μαγ­μέ­νο, μά μέ πολ­λή προ­σω­πι­κή ἐρ­γα­σί­α τό ξα­νά­στη­σε πα­νέ­μορ­φο στήν ἁ­πλό­τη­τά του. Ζων­τά­νε­ψε καί μιά πα­λιά ἀ­πο­θή­κη με­ταμ­φι­έ­ζον­τάς την σέ γου­στό­ζι­κο μα­γα­ζά­κι στό ἔμ­πα τοῦ πα­λιοῦ λι­μα­νιοῦ. [...] Νά πού ἡ ζω­ή ἀ­νέ­τει­λε ξα­νά, δί­χως ἄγ­χος καί ἔ­γνοι­ες! [...] Τώ­ρα πά­λι αἰ­σθά­νε­ται τήν γνώ­ρι­μη ξε­γνοια­σιά τῶν παι­δι­κῶν του χρό­νων. Πώς τόν γο­η­τεύ­ει ἡ Χώ­ρα τοῦ νη­σιοῦ, νά γυρ­νο­βο­λά­ει στά στε­νο­σό­κα­κα, νά ξα­πλώ­νει στά πε­ζού­λια τῆς μι­κρῆς ἐκ­κλη­σί­ας στήν κο­ρυ­φή τοῦ κά­στρου, ὅ­πως τό­τε πού ἦ­ταν μπόμ­πι­ρας, νά ἀ­τε­νί­ζει τήν με­γα­λο­πρέ­πεια τῆς θά­λασ­σας ἀ­πό ψη­λά! Θε­έ μου, πό­σο μπλέ ξο­δεύ­εις γιά νά μή σέ βλέ­που­με»[5].
          «Δέν ὑ­πάρ­χει λοι­πόν κα­μί­α ἀ­ξί­α νά με­τα­στρέ­φεις ἀν­θρώ­πους στόν Χρι­στό ἄν αὐ­τοί δέν με­τα­στρέ­φουν τήν εἰ­κό­να πού ἔ­χουν γιά τόν κό­σμο καί τή ζω­ή, ἐ­πει­δή τό­τε ὁ Χρι­στός γί­νε­ται ἁ­πλῶς ἕ­να σύμ­βο­λο τῶν ὅ­σων ἀ­γα­ποῦ­με καί θέ­λου­με ἤ­δη –χω­ρίς Αὐ­τόν. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός εἶ­ναι πιό τρο­μα­κτι­κός ἀ­π’ ὅ,τι ὁ ἀ­γνω­στι­κι­σμός ἤ ὁ ἡ­δο­νι­σμός»[6].
          Τό τρί­το γε­γο­νός πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τίς ἱ­στο­ρί­ες τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τοῦ θα­νά­του, τῆς ἀ­πώ­λειας ἀ­γα­πη­μέ­νου προ­σώ­που ἤ καί τοῦ κιν­δύ­νου ἀ­πώ­λειας καί τῆς δι­κῆς μας ζω­ῆς. Ἑ­νός κιν­δύ­νου πού στό ἑ­ω­σφο­ρι­κό ψευ­δο­σύμ­παν ἀ­γνο­εῖ­ται. Κα­θό­λου πα­ρά­ξε­νο πού καί ὁ σύγ­χρο­νος δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός θα­να­τό­φυ­γος εἶ­ναι, βα­θύ­τα­τα ἄλ­λω­στε ἑ­ω­σφο­ρι­κός.
          Ὁ θά­να­τος σκε­πά­ζε­ται, ὡ­ραι­ο­ποι­εῖ­ται ἤ καί ἀ­πω­θεῖ­ται στό μα­κρύ­τε­ρο ἐ­σχα­το­λο­γι­κό χρό­νο ὥ­στε ὁ ἄν­θρω­πος νά μήν μπο­ρεῖ νά πά­ρει στά σο­βα­ρά τή ζω­ή. Νά συ­νε­χί­σει νά τήν σπα­τα­λᾶ ἀ­πε­ρί­σκε­πτα, σάν τόν ναυα­γό Ἀ­ρί­στο τῆς τε­λευ­ταί­ας ἱ­στο­ρί­ας. «Ὁ θά­να­τος ἀ­πο­κα­λύ­πτει –πρέ­πει ν’ ἀ­πο­κα­λύ­πτει- τό νό­η­μα ὄ­χι τοῦ θα­νά­του, ἀλ­λά τῆς ζω­ῆς»[7]. Ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού δη­λώ­νον­τας ἕ­να τέ­λος –γνω­στό ταυ­τό­χρο­να καί ἄ­δη­λο, προ­κα­λεῖ σέ ἀ­νά­δυ­ση καί δι­α­χεί­ρι­ση ὅ­λα τά ὑ­παρ­ξια­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, μέ τόν τρό­πο πού καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ νε­α­ροῦ Δι­ο­νύ­ση γί­νε­ται, στήν πέμ­πτη κα­τά σει­ρά ἱ­στο­ρί­α τοῦ βι­βλί­ου μέ τί­τλο «τοῦ ἀν­τρει­ω­μέ­νου ὁ θά­να­τος δί­νει ζω­ή στή νι­ό­τη», ὅ­ταν κα­λεῖ­ται νά ση­κώ­σει νε­κρό τόν φί­λο του καί νά συ­νο­δεύ­σει σέ θά­να­το ἁρ­γό­συρ­το τόν πα­τέ­ρα του.
          «Θάρ­ρε­ψα, ὅ­τι γιά νά κα­τέ­βει –πε­ρί κα­θό­δου πρό­κει­ται- κα­νείς τ’ ἀ­να­ρίθ­μη­τα τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ σκα­λο­πά­τια χρει­ά­ζε­ται νά ση­κώ­σει βα­ρειά, μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα»[8] μαρ­τυ­ρᾶ μέ σθέ­νος ὁ Πεν­τζί­κης. Αὐ­τή τή βα­ρειά, μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα πού κα­νείς δέν τολ­μᾶ μή­τε νά τήν δεῖ, τολ­μᾶ νά ση­κώ­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά ἀ­πο­δεί­ξει τό μνῆ­μα κε­νό καί τόν θά­να­το σκυ­λευ­μέ­νο.
« Ὄ­χι, τούς λέ­ει, ὁ θά­να­τος / ὀ­νεί­ρου ρό­ζος εἶ­ναι / καί πα­ξι­μά­δι ἀ­νά­μει­χτο μέ / γά­λα στή φω­τιά»[9].
          Αὐ­τόν τόν θά­να­το ἔ­χου­με δεῖ πάμ­πολ­λες φο­ρές στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση νά πιά­νει καί νά μᾶς φέρ­νει ἀ­πό τό χέ­ρι ἀν­θρώ­πους στήν ὄν­τως ζω­ή. Ἕ­νας θά­να­τος –συ­νή­θως- προ­σώ­που ἀ­γα­πη­μέ­νου, γιά νά ξυ­πνή­σει στή ζω­ή καί στήν ἀ­λή­θειά της τούς «πε­ρι­λει­πό­με­νους»[10].  
          Θά....να­τος!!! Ψευ­τρά­κος με­γά­λος εἶ­ναι· «θά» ...σοῦ λέ­ει στήν ἀρ­χή, ἀ­φή­νον­τάς σε σέ μιά τρε­λή ὀ­νει­ρο­πό­λη­ση τῆς ζω­ῆς, ὥ­σπου ξάφ­νου... «να­τος»!, φω­νά­ζει πα­νι­κό­βλη­τη ἡ ζω­ή, ἀ­προ­ε­τοί­μα­στη γιά τή συ­νάν­τη­σή τους· καί σύ στό ἐν­δι­ά­με­σο, νά πρέ­πει νά τόν ὑ­πο­δε­χθεῖς, μέ ἡ­δύ­πο­το τά χρό­νια σου νά τόν κε­ρά­σεις.
          Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας κα­θη­με­ρι­νά -μό­νη πά­νω σέ τοῦ­το τόν κό­σμο- μέ­σα στό Μυ­στή­ριο τῆς με­τα­νοί­ας, ἀ­φοῦ αὐ­τό εἶ­ναι ἡ μή­τρα ἀ­π’ τήν ὁ­ποί­α ξε­πή­δη­σε τό βι­βλί­ο, κα­τα­πί­νει τόν θά­να­το σέ με­γά­λες δό­σεις, κι ἐ­κεῖ στά σπλά­χνα της, τά ἱ­ε­ρα­τι­κά καί ἀ­να­στά­σι­μα τόν με­τα­βο­λί­ζει σέ ζω­ή.
          Τον τίτλο «Πέ­ρα ἀ­πό τήν χώ­ρα τῆς λύ­πης»· τόν ἄ­φη­σα τε­λευ­ταῖο, ἐ­πί­τη­δες, πί­σω μου, σάν τά ἴ­χνη πά­νω στήν ἄμ­μο τοῦ ἐ­ξω­φύλ­λου, γιά νά βρε­θῶ μπρο­στά στό ὕ­στα­το θα­λάσ­σιο ὅ­ριό της, στή θά­λασ­σα τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή, στή θά­λασ­σα τοῦ πα­πα Χρι­στό­δου­λου. «Εἶ­ναι ἕ­να στοι­χεῖ­ο οἰ­κεῖ­ο, φι­λι­κό, μιά γλώσ­σα γα­λα­νή πού δι­εισ­δύ­ει καί κό­βει μέ χί­λιους τρό­πους τή στε­ριά τῆς λύ­πης. Εἶ­ναι ἕ­να δεύ­τε­ρο ἔ­δα­φος –πα­ρ’ ὅ­τι ὑ­δά­τι­νο- πού μέ τόν τρό­πο του εἶ­ναι δυ­να­τόν κι αὐ­τό νά σπαρ­θεῖ καί ν’ ἀ­πο­δώ­σει στόν ἄν­θρω­πο πα­ρη­γο­ρί­α»[11].

Τί ἀ­τυ­χί­α, δά­κρυ­α.

Ἄ­ψο­γη ἦ­ταν ἡ με­λέ­τη σας γιά τή νό­σο
τῆς θλί­ψης (λύ­πης)
χω­ρίς νά λέ­τε ἀ­πό ποι­ά πη­γή
ἀν­τλή­σα­τε στοι­χεῖ­α
ἄν ἤ­τα­νε τρε­χού­με­να ἤ στά­σι­μα
πο­λυ­και­ρι­νά
ἀ­πο­σι­ω­πών­τας ἀ­πό σε­βα­σμό
τίς ἀ­να­ρίθ­μη­τες ἁ­μαρ­τω­λές καί ἀ­να­μάρ­τη­τες
αἰ­τί­ες της.

Λι­τά ὅ­πως ἔ­πρε­πε πε­ρι­γρά­ψα­τε
τή μορ­φή της
χω­ρίς τῆς ὑ­πο­κρι­σί­ας τά φτι­α­σί­δια
ἀ­πε­ρι­ποί­η­τη ὅ­πως γεν­νή­θη­κε.

Ἕ­να τό λά­θος σας, δά­κρυ­α.
Νά προ­ε­ξο­φλεῖ­τε ὡς ἀ­στεί­ρευ­το
τό ἀ­νά­βλυ­σμά σας.

Γι’ αὐ­τό καί σᾶς μη­δέ­νι­σε ἡ πα­ρη­γο­ρί­α.[12]

                                        Στή χώ­ρα της μᾶς τα­ξι­δεύ­ει τό βι­βλί­ο.


                                         
          


[1] Ὀδ. Ἐλύτης, «Λόγος γιά τήν ΄΄ἔκθεση βιβλίου΄΄ τῆς Φραγκφούρτης», «Τά Μικρά Ἔψιλον», στό: «Ἐν λευκῷ», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2006, Ζ΄ ἔκδ., σ. 309
[2] Ὀδ. Ἐλύτης, «Τό χρονικό μιᾶς δεκαετίας», στό: «Ἀνοιχτά χαρτιά», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, Ζ΄ ἔκδ., σ. 333 (ἐλαφρῶς παραφρασμένο)
[3] Εὐχή Θείας Λειτουργίας Μ.Βασιλείου, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων
[4] Σσ. 73-75
[5] σ. 80
[6] π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, «Ἡμερολόγιο», ἐκδ.: ΑΚΡΙΤΑΣ 2002, σσ. 39,40
[7] π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὅπ.π., σ. 83
[8] Βλ. Ν.Γ.Πεντζίκης, «Ποιήματα (Παλαιοντολογικά)», ἐκδ.: Ἀγροτικές Συνεταιριστικές Ἐκδόσεις Α.Ε., Θεσ/νίκη 1988, σ. 21
[9] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Θανάτου δέντρο» στό «Ἀχαιῶν ἀκτή», ἐκδ.: ΑΓΡΑ 2003
[10] Θεσ. Α´, δ´ 15.
[11] Παράφραση τοῦ Ὀδ. Ἐλύτης, «Ἐπίμετρο, John Veltri», στό: «Ἀνοιχτά χαρτιά», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, Ζ΄ ἔκδ., σ. 601
[12] Κική Δημουλᾶ, «Τό... ἄλλοθι τῆς λήθης», στό «Ἄνω τελεία», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2016, σ. 11