Σελίδες

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Ο ΚΥΚΛΟΣ (Η Κασσιανή και η πόρνη)



 Ομιλία του π. Χριστόδουλου Μπίθα

Την Με­γά­λη Τε­τάρ­τη η Εκ­κλη­σί­α προ­βάλ­λει ως πρό­τυ­πο με­τα­νοί­ας  την α­μαρ­τω­λή γυ­ναί­κα που με­τα­νι­ω­μέ­νη ά­λει­ψε τα πό­δια του Κυ­ρί­ου με μύ­ρο, για­τί έ­δει­ξε με­γά­λη α­γά­πη και πί­στη στον Χριστό. Την η­μέ­ρα αυ­τή ψάλ­λε­ται το πε­ρί­φη­μο τρο­πά­ριο της υ­μνο­γρά­φου Ο­σί­ας Μο­να­χής Κασ­σια­νής.

Ο Αβ­βας Δω­ρό­θε­ος για να πε­ρι­γρά­ψει τις σχέ­σεις των αν­θρώ­πων με τον Θε­ό και τον πλη­σί­ον μάς λέ­ει: Φαν­τα­στεί­τε έ­να κύ­κλο  πά­νω στη γη, σαν έ­να σχή­μα στρογ­γυ­λό που χά­ρα­ξε κά­ποι­ος με δι­α­βή­τη α­π’ το κέν­τρο του κύ­κλου. Προ­σέξ­τε τώ­ρα. Υ­πο­θέ­στε ό­τι ο κύ­κλος αυ­τός εί­ναι ο κό­σμος και ό­τι το κέν­τρο του κύ­κλου εί­ναι ο Χρι­στός. Οι α­κτί­νες του κύ­κλου α­πό την πε­ρι­φέ­ρεια προς το κέν­τρο εί­ναι οι δρό­μοι για το Θε­ό, δη­λα­δή οι τρό­ποι ζω­ής των αν­θρώ­πων. Προ­χω­ρούν λοι­πόν οι πι­στοί προς το ε­σω­τε­ρι­κό του κύ­κλου ε­πι­θυ­μών­τας να πλη­σιά­σουν τον Θε­ό. Και ό­σο προ­χω­ρούν προς το κέν­τρο τό­σο πλη­σιά­ζουν και τον Θε­ό και με­τα­ξύ τους. 

Αυ­τή εί­ναι η φύ­ση της α­γά­πης. Ό­ταν εί­μα­στε έ­ξω α­πό τον κύ­κλο και δεν α­γα­πά­με τον Θε­ό, τό­τε εί­μα­στε και α­πο­μα­κρυ­σμέ­νοι ο κα­θέ­νας α­π’ τον πλη­σί­ον. Αυ­τό δη­λα­δή που συμ­βαί­νει στην κοι­νω­νί­α μας και σή­με­ρα και πάν­το­τε. Αν ό­μως α­γα­πή­σου­με πραγ­μα­τι­κά τον Θε­ό, τό­τε ό­σο πλη­σι­ά­ζου­με το Θε­ό με την α­γά­πη για Κεί­νον, τό­σο ε­νω­νό­μα­στε με την α­γά­πη για τον πλη­σί­ον, και ό­σο ε­νω­νό­μα­στε με τον πλη­σί­ον τό­σο ε­νω­νό­μα­στε και με το Θε­ό.

Ό­σο πλη­σι­ά­ζου­με προς το κέν­τρο, άν­θρω­ποι εν­τε­λώς δι­α­φο­ρε­τι­κοί με­τα­ξύ μας, εί­τε έ­χου­με ε­θνι­κές δι­α­φο­ρές, εί­τε τα­ξι­κές, εί­τε μορ­φω­τι­κές, εί­τε κοι­νω­νι­κές, γι­νό­μα­στε κοι­νω­νοί της α­γἀ­πης του Χρι­στού, μέ­το­χοι του σώ­μα­τος και αί­μα­τός του, α­κό­ρε­στοι κοι­νω­νοί του κοι­νού πο­τη­ρί­ου της α­γά­πης του.

Την ση­με­ρι­νή η­μέ­ρα μνη­μο­νεύ­ου­με και τι­μού­με δύ­ο παν­τε­λώς δι­α­φο­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις γυ­ναι­κών. Η πρώ­τη, προ­ερ­χό­ταν α­πό έ­να α­σή­μαν­το οι­κο­γε­νεια­κό πε­ρι­βάλ­λον. Με­γά­λω­σε προ­φα­νώς σε ά­θλι­ες συν­θή­κες και σε μια κοι­νω­νί­α υ­περ­συν­τη­ρη­τι­κή ε­κεί­νη βρέ­θη­κε να ζει στο πε­ρι­θώ­ριο, α­πό­κλη­ρος του κό­σμου, κα­τα­κά­θι δα­κτυ­λο­δει­κτού­με­νο, ι­έ­ρεια της η­δο­νής, άν­θρω­πος χω­ρίς μέλ­λον.

Η δεύ­τε­ρη, εί­χε ευ­γε­νι­κή κα­τα­γω­γή, ή­ταν πλού­σια, μορ­φω­μέ­νη και γε­μά­τη χα­ρί­σμα­τα: εί­χε κλί­ση στα γράμ­μα­τα σε μια ε­πο­χή που οι πε­ρισ­σό­τε­ρες γυ­ναί­κες ή­ταν α­μόρ­φω­τες, ή­ταν φύ­ση ποι­η­τι­κή, ε­τοι­μό­λο­γη και ευ­φυ­ής.

Η πρώ­τη, πόρ­νη σε έ­να κό­σμο θρη­σκευ­ο­μέ­νων, η δεύ­τε­ρη λο­γο­τέ­χνις σε έ­να κό­σμο αν­δρο­κρα­τού­με­νο. Τό­σο α­νό­μοι­ες με­τα­ξύ τους, τις χώ­ρι­ζε χά­ος τα­ξι­κό, μορ­φω­τι­κό, κοι­νω­νι­κό. Τίς έ­νω­σε ό­μως το γε­γο­νός ό­τι α­γά­πη­σαν πο­λύ.

Η πρώ­τη πόρ­νη ή­ταν και θα μπο­ρού­σε να ε­πι­δι­ώ­ξει να ’­χει πε­λά­τες πολ­λούς, ε­ρα­στές, χρή­μα­τα, μα προ­τί­μη­σε να πλύ­νει τα πό­δια του Χρι­στού με ά­ρω­μα πα­νά­κρι­βο και να γί­νει μα­θή­τριά Του.

Η δεύ­τε­ρη θα μπο­ρού­σε κυ­ρά ξα­κου­στή να γι­νό­ταν της με­γά­λης αυ­το­κρα­το­ρί­ας, μα ά­φη­σε τά πλού­τη και τις τι­μές και τα πα­λά­τια κι έ­γι­νε κυ­ρί­α στον νυμ­φώ­να του Χρι­στού, μα­θή­τριά Του κι αυ­τή, α­γί­α της Εκ­κλη­σί­ας που η μνή­μη της τι­μά­ται στις 7 Σε­πτεμ­βρί­ου.

Η ά­νω­νυ­μη πόρ­νη –μή­πως ή­ταν η Μα­ρί­α η α­δελ­φή του Λά­ζα­ρου που κι αυ­τή έ­πλυ­νε τα πό­δια του Ι­η­σού; Δεν ξέ­ρου­με- έ­μει­νε στην ι­στο­ρί­α ως πρό­τυ­πο με­τα­νοί­ας και α­γά­πης, έ­γι­νε μα­θή­τρια του Χρι­στού, Τον άγ­γι­ξε, Τον ά­κου­σε, Τον α­γά­πη­σε και η Εκ­κλη­σί­α της α­φι­έ­ρω­σε τον όρ­θρο της Με­γά­λης Τε­τάρ­της και έ­μει­νε ξα­κου­στή α­πό έ­να υ­πέ­ρο­χο τρο­πά­ριο που έ­γρα­ψε γι αυ­τήν η αρ­χόν­τισ­σα που έ­γι­νε α­γί­α…

…δη­λα­δή η Κασ­σια­νή ή Κασ(σ)ί­α, ή Ει­κα­σί­α, ή Ι­κα­σί­α, (υ­πάρ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κές εκ­δο­χές στα χει­ρό­γρα­φα που έ­χουν βρε­θεί με το υ­μνο­γρα­φι­κό της έρ­γο) η ο­ποί­α ά­φη­σε τα σα­λό­νια κι έ­γι­νε μο­να­χή κι η­γου­μέ­νη και ξε­δί­πλω­σε ό­λα τα χα­ρί­σμα­τα που της έ­δω­σε ο Θε­ός, κι έ­γι­νε α­γί­α και μί­α α­πό τους πρώ­τους με­σαι­ω­νι­κούς συν­θέ­τες, τα έρ­γα των ο­ποί­ων σώ­ζον­ται αλ­λά και μπο­ρούν να ερ­μη­νευ­τούν α­πό σύγ­χρο­νους ει­δι­κούς και μου­σι­κούς. Πε­ρί­που 50 α­πό τους ύ­μνους έ­χουν δι­α­σω­θεί και 23 α­πό αυ­τούς πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας. 

Το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο Μοναστήρι στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Ι. Μ. Στουδίου, που εκεἰνη την εποχἠ βρισκόταν σε πάρα πολύ μεγάλη ακμή και η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση και των δικών της έργων.

Να συμπληρώσουμε εδώ, ότι εκτός από τα λειτουργικά ποιήματα η Κασσιανή συνέταξε μια σειρά από πνευματώδη ημιθρησκευτικά επιγράμματα, που τους έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός Γνώμαι. Έχουν γραφεί στον βυζαντινό 12σύλλαβο και σ΄αυτές περιγράφονται ανθρώπινες ιδιότητες και χαρακτήρες. Σε αυτά εξυμνείται η φιλία, η εξυπνάδα, η διάκριση κ.λπ. ή καυτηριάζονται διάφορες ανθρώπινες αδυναμίες όπως η φιλαργυρία, η ανοησία, το ψεύδος κ.α. Πρόκειται κυρίως για "Γνωμικά", όπως για παράδειγμα το παρακάτω: «Απεχθάνομαι τον πλούσιο άντρα που γκρινιάζει σαν να ήταν φτωχός.» Πολύ επίκαιρο για την εποχή μας, για όλους μας. 

Τιμούμε, λοιπόν, τις δύο αυτές γυναίκες γιατί έφτασαν πάρα πολύ κοντά στο κέντρο του κύκλου. Δύο διαφορετικές ακτίνες, δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, όπως εντελώς διαφορετικοί είμαστε κι εμείς μεταξύ μας, άνθρωποι που κάτω από άλλες συνθήκες μπορεί να μην είχανε καμία σχέση. Όμως γνωρίζουμε καλά, όσο ξεπερνάμε το στάδιο του απλού θρησκευομένου και προχωράμε προς την έννοια του μετανοούντος πιστού, όσο πλησιάζουμε προς το κέντρο, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε αδερφοί, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε να 'χουμε μια κοινή ματιά στον κόσμο, μια κοινή ελπίδα, μια κρυφή αγάπη, ένα όραμα. Τόσο περισσότερο αισθανόμαστε να νικάμε τον πνευματικό θάνατο και να ελπίζουμε για τον σωματικό.  

Αδελφοί,

Η διαφορά της πνευματικής από την θρησκευτική ζωή είναι ότι η πρώτη ενώνει, ενώ η δεύτερη χωρίζει. Η πρώτη απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα πάθη του, ενώ η δεύτερη, μία θρησκεία χωρίς Θεό τον εγκλωβίζει στην αυτοδικαίωση και τον φανατισμό. Η πρώτη οδηγεί στην μετάνοια και την υπέρβαση, ενώ η δεύτερη στον εγκλωβισμό και την μιζέρια.

Ας φροντίσουμε, όσο μπορεί ο καθένας, να ενωθούμε μεταξύ μας. Γιατί όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο ενώνεται και με το Θεό. Σε εποχές διχασμού και απαξίωσης ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα της πόρνης που έγινε μαθήτρια του ίδιου του Χριστού και την αριστοκράτισσας που έγινε αγία. Ας πλύνουμε την αυτοδικαίωση μας στα πόδια του Χριστού κι ας αρωματιστούμε με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ας ποθήσουμε να ενωθούμε όλοι στο κέντρο του κύκλου, στον Χριστό, τον λόγο του Θεού. Αμήν.