Σελίδες

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


Αρ­χιμ. Σω­φρο­νί­ου Σα­χά­ρωφ

   

«Ι­δού νε­φέ­λη φω­τει­νή ε­πε­σκί­α­σεν αυ­τούς, και ι­δού φω­νή εκ της νε­φέ­λης λέ­γου­σα· ού­τός ε­στιν ο υι­ός μου ο α­γα­πη­τός, εν ω ευ­δό­κη­σα· αυ­τού α­κού­ε­τε» (Ματθ. ι­ζ’ 5, Μαρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).


 Σή­με­ρα, με την ευ­και­ρί­α της με­γά­λης πα­νη­γύ­ρε­ως της Εκ­κλη­σί­ας, πα­νη­γύ­ρε­ως η ο­ποί­α α­νά­λο­γα με τον βαθ­μό της προ­σέγ­γι­σής μας ό­σο πλη­σι­ά­ζου­με το τέ­λος της ε­πί­γειας ζω­ής μας ό­χι μό­νο δεν ε­λατ­τώ­νε­ται, αλ­λ’ α­κα­τά­παυ­στα αυ­ξά­νει σε δύ­να­μη και σπου­δαι­ό­τη­τα μέ­σα μας, ξε­χνών­τας κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο την α­δυ­να­μί­α μας, τολ­μού­με να ο­μι­λή­σου­με για το α­πρό­σι­το και α­νέ­σπε­ρο Φως που ε­ξέ­λαμ­ψε στο Θα­βώρ.


Σας πα­ρα­κα­λώ, πα­ρα­βλέψ­τε κα­τά την ώ­ρα αυ­τή τη μη­δα­μι­νό­τη­τά μου- κλεί­στε τα μά­τια σας στην α­μά­θεια και στο ά­κομ­ψο του λό­γου μου, μάλ­λον δε, αν εί­ναι δυ­να­τόν, θε­ω­ρή­στε με σαν έ­ναν α­πό τους φύ­λα­κες του ό­ρους Ε­φραίμ, που α­να­βο­ού­σαν: «Ε­γερ­θή­τε, και α­να­βώ­μεν εις την Σι­ών προς Κύ­ριον τον Θε­όν η­μών».


Ο Θε­ός, «ο ποι­ή­σας τον ου­ρα­όν και την γην», εί­ναι ο Θε­ός μας εκ κοι­λί­ας της μη­τρός μας. Με­τά την κα­τά σάρ­κα γέν­νη­ση, πριν α­κό­μη μά­θου­με να δι­α­κρί­νου­με το δε­ξί χέ­ρι α­πό το α­ρι­στε­ρό, λά­βα­με ή­δη δεύ­τε­ρη γέν­νη­ση, ά­νω­θεν, στην κο­λυμ­βή­θρα του Βα­πτί­σμα­τος, και ε­λέ­χθη σε μας το μέ­γα και φο­βε­ρό και σε αυ­τές τις ε­που­ρά­νι­ες δυ­νά­μεις Ό­νο­μα, του Πα­τρός και του Υι­ού και του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Στη συ­νέ­χεια, λά­βα­με άλ­λη α­νε­κτί­μη­τη δω­ρε­ά, για την ο­ποί­α η ψυ­χή μας δεν μπο­ρεί να μι­λή­σει ού­τε να α­να­λο­γι­σθεί χω­ρίς τρό­μο, δη­λα­δή το χρί­σμα του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τη σφρα­γί­δα του α­για­σμού, η ο­ποί­α ε­τέ­θη σε ό­λα τα μέ­λη του σώ­μα­τός μας με τα λό­για του Μυ­στη­ρί­ου: «Σφρα­γίς δω­ρε­άς Πνεύ­μα­τος Α­γί­ου». Και έ­τσι γί­να­με σκή­νω­μα του Θε­ού του Υ­ψί­στου, και τα σώ­μα­τά μας να­ός του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος.


Α­πό τη βρε­φι­κή η­λι­κί­α τρε­φό­μα­στε στην Εκ­κλη­σί­α με το Θεί­ο Σώ­μα και Αί­μα του Χρι­στού. Εί­μα­στε παι­διά Του- σάρ­κα α­πό τη Σάρ­κα Του και αί­μα α­πό το Αί­μα Του. Α­πό τη νε­ό­τη­τά μας ζού­με μέ­σα στην α­τμό­σφαι­ρα του Θεί­ου Λό­γου, ο Ο­ποί­ος μας α­πο­κα­λύ­πτει τις α­πέ­ραν­τες δι­α­στά­σεις της γνώ­σε­ως του α­νάρ­χου Θε­ού, του Πα­τρός μας, που μας πα­ρέ­χει ή­δη α­πό ε­δώ την πρό­γευ­ση της μα­κα­ρι­ό­τη­τας της αι­ώ­νιας δι­α­μο­νής με­τ’ Αυ­τού και εν Αυ­τώ. Στην Εκ­κλη­σί­α μας κά­θε η­μέ­ρα ζού­με μέ­σα σε α­πε­ρί­γρα­πτο υ­περ­πλε­ο­να­σμό κά­θε πλού­του πνευ­μα­τι­κού, και η ευ­γνώ­μων ψυ­χή ορ­μά και α­να­φω­νεί: «Πράγ­μα­τι εί­ναι πλού­σιος ο Θε­ός μας, ο παν­τα­χού πα­ρών και τα πάν­τα πλη­ρών μας αγ­κα­λιά­ζει α­κα­τά­παυ­στα, ό­λους και τον κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά».


Και να, πα­ρ’ ό­λα αυ­τά, εί­μα­στε πτω­χοί τω πνεύ­μα­τι. Μέ­σα στα ό­ρια της γης υ­πάρ­χει α­κό­ρε­στη πεί­να και ά­σβε­στη δί­ψα Θε­ο­γνω­σί­ας, δι­ό­τι ο α­γώ­νας μας εί­ναι να φθά­σου­με τον Ά­φθα­στο, να δού­με τον Α­ό­ρα­το, να γνω­ρί­σου­με Αυ­τόν που βρί­σκε­ται πέ­ρα α­πό κά­θε γνώ­ση.


Η ορ­μή αυ­τή αυ­ξά­νει α­κα­τά­παυ­στα σε κά­θε άν­θρω­πο, ό­ταν το Φως της Θε­ό­τη­τας ευ­δο­κή­σει να τον κα­ταυ­γά­σει, έ­στω και με κά­ποι­α α­μυ­δρά προ­σέγ­γι­σή Του, δι­ό­τι τό­τε στους νο­ε­ρούς ο­φθαλ­μούς μας α­πο­κα­λύ­πτε­ται σε ποι­ά ά­βυσ­σο δι­α­μέ­νου­με. Η ό­ρα­ση αυ­τή κα­τα­πλήσ­σει ό­λο τον άν­θρω­πο, και τό­τε η ψυ­χή του δεν γνω­ρί­ζει α­νά­παυ­ση και δεν μπο­ρεί να τη βρει, μέ­χρις ό­του ε­λευ­θε­ρω­θεί πλή­ρως α­πό το σκο­τά­δι που την δι­α­κα­τέ­χει, μέ­χρις ό­του γε­μί­σει α­πό την Α­κό­ρε­στη Τρο­φή, μέ­χρις ό­του το Φως αυ­τό αυ­ξη­θεί στην ψυ­χή και ε­νω­θεί μα­ζί της τό­σο, ώ­στε Φως και ψυ­χή να γί­νουν έ­να, προ­κα­ταγ­γέλ­λον­τας τη θέ­ω­σή μας στη Θεί­α δό­ξα.


Η Με­τα­μόρ­φω­ση του Κυ­ρί­ου α­πο­τε­λεί στε­ρε­ό θε­μέ­λιο της ελ­πί­δας για τη με­τα­μόρ­φω­ση ό­λης της ζω­ής μας —η ο­ποί­α τώ­ρα εί­ναι γε­μά­τη α­πό κό­πο, α­σθέ­νει­ες, φό­βο— σε ζω­ή ά­φθαρ­τη και θε­ο­ει­δή. Εν τού­τοις, η α­νά­βα­ση αυ­τή στο υ­ψη­λό ό­ρος της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως συν­δέ­ε­ται με με­γά­λο α­γώ­να. Ό­χι σπά­νια ε­μείς ε­ξα­σθε­νού­με α­πό την αρ­χή αυ­τού του α­γώ­να και α­πελ­πι­σί­α φαί­νε­ται να κυ­ρι­εύ­ει την ψυ­χή. Σε τέ­τοι­ες ώ­ρες μαρ­τυ­ρι­κής πα­ρα­μο­νής στα ό­ρια με­τα­ξύ του Α­προ­σί­του Φω­τός της Θε­ό­τη­τας που έλ­κει προς τον ε­αυ­τό Του και της α­πει­λη­τι­κής α­βύσ­σου του σκό­τους, να εν­θυ­μού­μα­στε τα δι­δάγ­μα­τα των Πα­τέ­ρων μας, οι ο­ποί­οι δι­ή­νυ­σαν την ο­δό αυ­τή α­κο­λου­θών­τας τον Χρι­στό, και «ε­ζω­σμέ­νοι τας ο­σφύ­ας η­μών» να παίρ­νου­με δύ­να­μη με την κρα­ται­ά ελ­πί­δα σε Ε­κεί­νον, ο Ο­ποί­ος με την πα­λά­μη Του βα­στά­ζει α­κό­πως ό­λη την κτί­ση. Να θυ­μό­μα­στε ό­τι στη ζω­ή μας πρέ­πει να ε­πα­να­λη­φθεί κα­τά τον ί­διο τρό­πο ο,τι έ­γι­νε στη ζω­ή του Υι­ού του Αν­θρώ­που, για να ε­λευ­θε­ρω­θού­με α­πό κά­θε φό­βο και ο­λι­γο­ψυ­χί­α. Η ο­δός εί­ναι κοι­νή σε ό­λους μας κα­τά τον λό­γο Αυ­τού του Χρι­στού: «Ε­γώ ει­μι η ο­δός»· και γι’ αυ­τό εί­ναι και μο­να­δι­κή, δι­ό­τι «ου­δείς έρ­χε­ται προς τον Πα­τέ­ρα, ει μη δι’ Ε­μού».


Αν ο Κύ­ριος «ε­πει­ρά­σθη», και ε­μείς πρέ­πει να πε­ρά­σου­με δια του πυ­ρός των πει­ρα­σμών. Αν ο Κύ­ριος κα­τα­δι­ώ­χθη­κε, και ε­μείς ε­πί­σης θα δι­ω­χθού­με α­πό τις ί­δι­ες ε­κεί­νες δυ­νά­μεις, οι ο­ποί­ες δί­ω­καν τον Χρι­στό. Αν ο Κύ­ριος έ­πα­θε και σταυ­ρώ­θη­κε, και ε­μείς α­να­πό­φευ­κτα ο­φεί­λου­με να πά­σχου­με και να σταυ­ρω­νό­μα­στε έ­στω, ί­σως, και πά­νω σε α­ό­ρα­τους σταυ­ρούς, ε­φό­σον πράγ­μα­τι Τον α­κο­λου­θού­με στις ο­δούς της καρ­δί­ας μας. Αν ο Κύ­ριος με­τα­μορ­φώ­θη­κε, και ε­μείς θα με­τα­μορ­φω­θού­με και ε­νώ α­κό­μη βρι­σκό­μα­στε πά­νω στη γη, αν ο­μοι­ω­θού­με προς Αυ­τόν στις ε­σω­τε­ρι­κές ε­πι­θυ­μί­ες μας. Αν ο Κύ­ριος πέ­θα­νε και α­να­στή­θη­κε, τό­τε και ό­λοι ό­σοι πι­στεύ­ουν σε Αυ­τόν θα δι­έλ­θουν δια του θα­νά­του, θα το­πο­θε­τη­θούν σε τά­φους και έ­πει­τα θα α­να­στη­θούν ό­μοι­α προς Αυ­τόν, ε­φό­σον πέ­θα­ναν ό­μοι­α προς Αυ­τόν.


Θα α­να­στη­θούν πρώ­τα οι ψυ­χές των πι­στών, έ­πει­τα δε, κα­τά την η­μέ­ρα της Κοι­νής Α­να­στά­σε­ως, και τα σώ­μα­τα. Αν ο Κύ­ριος με­τά την α­νά­στα­σή Του με δο­ξα­σμέ­νη σάρ­κα α­να­λή­φθη­κε στον ου­ρα­νό και κά­θι­σε στα δε­ξιά του Θε­ού, έ­τσι και ε­μείς με δο­ξα­σμέ­να σώ­μα­τα, δια της δυ­νά­με­ως του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, θα α­να­λη­φθού­με στους ου­ρα­νούς και θα γί­νου­με «συγ­κλη­ρο­νό­μοι Χρι­στού» και «κοι­νω­νοί της Θε­ό­τη­τος» Α’ Πέ­τρ. δ’ 13, Β’ Πέ­τρ. α’ 4, Ρωμ. ζ’ 17, Β’ Τιμ. β’ 11-12 κ.α.).


Ό­λα, ό­σα α­πα­ριθ­μή­σα­με πιο πά­νω, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν α­πό τον Κύ­ριο ό­χι κα­τά τη Θε­ό­τη­τα, αλ­λά κα­τά την αν­θρω­πό­τη­τά Του, δη­λα­δή σε ε­κεί­νο το ε­πί­πε­δο, ό­που ο Κύ­ριος εί­ναι ο­μο­ού­σιος με ε­μάς «Υι­ός Αν­θρώ­που». Ο Κύ­ριος, ο Πα­τρί και Πνεύ­μα­τι συ­νά­ναρ­χος Λό­γος, με τη σάρ­κω­σή Του προ­σέ­λα­βε στη Θεί­α Του Υ­πό­στα­ση την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση μας. Ό­χι φαι­νο­με­νι­κά, αλ­λά έ­γι­νε α­λη­θι­νά ό­μοι­ος με μας άν­θρω­πος και φα­νέ­ρω­σε στη σάρ­κα μας τη Θεί­α τε­λει­ό­τη­τα, «υ­πο­λιμ­πά­νων Ε­αυ­τόν υ­πο­γραμ­μόν» για μας, τον ο­ποί­ο πολ­λοί προ­φή­τες και δί­και­οι «ε­πε­θύ­μη­σαν ι­δείν» (Ματθ. ι­γ’ 17). Και αυ­τό ο­φεί­λου­με τώ­ρα ε­μείς να πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με, ο κα­θέ­νας στη ζω­ή του, ώ­στε με την ο­μοί­ω­ση προς τον Χρι­στόν, κα­τά την ει­κό­να της ε­πί­γειας ζω­ής Του, να γί­νου­με ό­μοι­οι με Αυ­τόν και κα­τά την ει­κό­να της Θεί­ας υ­πάρ­ξε­ως.


Σας πα­ρα­κα­λώ, να μην ο­λι­γο­ψυ­χή­σου­με α­κού­ον­τας τα λό­για της δι­δα­σκα­λί­ας αυ­τής, αλ­λά να λά­βου­με θάρ­ρος και να α­νοί­ξου­με τις καρ­δι­ές μας για να δε­χθού­με με α­πλό­τη­τα το Ευ­αγ­γέ­λιο του Χρι­στού. Ο Κύ­ριος με το στό­μα Του εί­πε: «Θαρ­σεί­τε, ε­γώ νε­νί­κη­κα τον κό­σμον» (Ι­ω­άν. ι­ς’ 33). Και ε­μείς, με τη δύ­να­μη του Χρι­στού, θα κα­τορ­θώ­σου­με α­ναμ­φί­βο­λα τη νί­κη αυ­τή ε­πί του κό­σμου, ώ­στε μα­ζί με Αυ­τόν να με­τά­σχου­με στην αι­ώ­νια Βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών.


Για την εκ­πλή­ρω­ση της εν­το­λής, «πο­ρεύ­ε­σθε, και στα­θέν­τες λα­λεί­τε εν τω, ι­ε­ρώ τω λα­ώ πάν­τα τα ρή­μα­τα της ζω­ής ταύ­της» (Πραξ. ε’ 20), σας λέ­ω: Αυ­τοί εί­ναι οι λό­γοι της αι­ώ­νιας ζω­ής, οι ο­ποί­οι δό­θη­καν α­πό τον Κύ­ριο «εις κλη­ρο­νο­μί­αν α­να­φαί­ρε­τον τοις πι­στοίς»· αυ­τό ση­μαί­νει «των Α­πο­στό­λων το κή­ρυγ­μα» και των «Πα­τέ­ρων τα δόγ­μα­τα»· αυ­τή εί­ναι η ορ­θό­δο­ξη πί­στη και η α­σά­λευ­τη ελ­πί­δα, η ο­ποί­α δεν θα δι­α­ψευ­σθεί, δι­ό­τι θε­μέ­λιό της εί­ναι η α­ψευ­δής μαρ­τυ­ρί­α του Κυ­ρί­ου. Και αν «νό­θα» τα­πεί­νω­ση θε­λή­σει να το ο­νο­μά­σει αυ­τό υ­πέρ­με­τρη παρ­ρη­σί­α η α­κό­μη και μω­ρί­α, τό­τε ας θυ­μη­θού­με τον Α­πό­στο­λο Παύ­λο, ο ο­ποί­ος α­πο­κό­πτον­τας α­φε­νός μεν την ο­λι­γο­ψυ­χί­α, α­φε­τέ­ρου δε την πα­ρά­λο­γη υ­πε­ρη­φά­νεια του σαρ­κι­κού φρο­νή­μα­τος, λέ­ει ό­τι «ευ­δό­κη­σεν ο Θε­ός δια της μω­ρί­ας του κη­ρύγ­μα­τος σώ­σαι τους πι­στεύ­ον­τας», α­πορ­ρί­πτον­τας τη σύ­νε­ση των συ­νε­τών, και με­τα­βάλ­λον­τας σε μω­ρί­α τη σο­φί­α αυ­τού του κό­σμου (βλ.Α’ Κορ. α’ 18-21). Κα­θη­με­ρι­νά η πεί­ρα της αν­θρω­πό­τη­τος μας α­πο­δει­κνύ­ει στα­θε­ρά ό­τι οι «σο­φοί και συ­νε­τοί» του αι­ώ­νος τού­του δεν μπο­ρούν να α­κο­λου­θή­σουν τον Χρι­στό ού­τε στο Θα­βώρ, ού­τε στον Γολ­γο­θά, ού­τε στο ό­ρος των Ε­λαι­ών.


Έ­τσι, α­γα­πη­τοί, προ­σέλ­θε­τε, και με τη δύ­να­μη της πί­στε­ως ας α­νε­βού­με στο «ό­ρος Κυ­ρί­ου» (Ησ. β’ 3), ας στα­θού­με α­ο­ρά­τως στην πό­λη του Ζών­τος Θε­ού, και με­τάρ­σιοι τω πνεύ­μα­τι ας δού­με την ά­υ­λη Θε­ό­τη­τα του Πα­τρός και του Πνεύ­μα­τος στον Μο­νο­γε­νή Υι­ό α­πα­στρά­πτου­σα. Ας α­νέ­βου­με ό­χι με υ­πε­ρή­φα­νη παρ­ρη­σί­α, αλ­λά με φό­βο και τρό­μο, ως α­νά­ξιοί της α­να­βά­σε­ως και ο­ρά­σε­ως αυ­τής, εν­τού­τοις ό­μως, με ελ­πί­δα ό­τι και σε μας τους α­μαρ­τω­λούς, κα­τά την ά­με­τρη α­γα­θό­τη­τα του Ου­ρα­νί­ου Πα­τρός, θα λάμ­ψει «το α­ΐ­διο Φως» της Θε­ό­τη­τος, η ά­στε­κτη λάμ­ψη του ο­ποί­ου έρ­ρι­ξε πρη­νείς στο Θα­βώρ τους ε­κλε­κτούς Α­πο­στό­λους.


Α­φού α­νυ­ψώ­σα­με για λί­γο τον νου μας στη θε­ω­ρί­α των θε­με­λι­ω­δών αρ­χών της πί­στε­ώς μας, οι ο­ποί­ες πρέ­πει να α­πο­τε­λούν το μό­νι­μο πο­λί­τευ­μα της ζω­ής του πνεύ­μα­τός μας, ας ε­πι­τρέ­ψου­με στους ε­αυ­τούς μας να προ­χω­ρή­σου­με στο θέ­μα που ε­πι­λέ­ξα­με.


Η Με­τα­μόρ­φω­ση του Κυ­ρί­ου εί­ναι έ­να με­γά­λο γε­γο­νός, που έ­χει ση­μα­σί­α αι­ώ­νια ό­χι μό­νο για τον κα­θέ­να α­πό μας, αλ­λά και για ό­λη την ι­στο­ρί­α του κό­σμου. Στα έρ­γα των Πα­τέ­ρων μας θα βρού­με προ­σε­κτι­κή δι­ε­ρεύ­νη­ση αυ­τού α­πό ό­λες τις πλευ­ρές· ε­πι­πλέ­ον θα βρού­με ο,τι προ­η­γή­θη­κε αυ­τού του γε­γο­νό­τος ως προ­ε­τοι­μα­σί­α των μα­θη­τών α­πό τον Κύ­ριο· στη συ­νέ­χεια, ο,τι το συ­νό­δευ­σε και ο,τι τε­λέ­σθη­κε κα­τά την ώ­ρα αυ­τής της ί­διας της Θα­βω­ρί­ου Θε­ο­φα­νεί­ας· και ε­πι­πλέ­ον, ο,τι το α­κο­λού­θη­σε στις πρά­ξεις του Κυ­ρί­ου Ι­η­σού και στη συ­νεί­δη­ση των Α­πο­στό­λων, των μαρ­τύ­ρων της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως. Η γνώ­ση για ό­λα αυ­τά θα βο­η­θή­σει και ε­μάς τους ι­δί­ους να δι­έλ­θου­με συ­νε­τά τη δι­κή μας πο­ρεί­α α­κο­λου­θών­τας «τοις ί­χνε­σι του Χρι­στού». Αλ­λά κα­τά την πα­ρού­σα στιγ­μή ας συγ­κεν­τρώ­σου­με την προ­σο­χή του πνεύ­μα­τός μας σε ε­κεί­νο το ο­ποί­ο, σύμ­φω­να με την ευ­αγ­γε­λι­κή δι­ή­γη­ση, α­πο­τε­λεί την α­πο­κλει­στι­κή ι­δι­ο­μορ­φί­α του γε­γο­νό­τος της πα­ρού­σας η­μέ­ρας.


«Ι­δού νε­φέ­λη φω­τει­νή ε­πε­σκί­α­σεν αυ­τούς, και ι­δού φω­νή εκ της νε­φέ­λης λέ­γου­σα: Ού­τός ε­στιν ο Υι­ός Μου ο α­γα­πη­τός, εν Ω ευ­δό­κη­σα· Αυ­τού α­κού­ε­τε».


Σε τι έγ­κει­ται η φω­τει­νή αυ­τή νε­φέ­λη, η ο­ποί­α πε­ρι­έ­λαμ­ψε ε­κεί­νη τη νύ­κτα το Ά­γιο Θα­βώρ;

Προ ε­τών, κα­τά την η­μέ­ρα της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, ρώ­τη­σα κά­ποι­ον α­σκη­τή ο ο­ποί­ος, ό­πως α­ναμ­φί­βο­λα πι­στεύ­ω, α­ξι­ώ­θη­κε πολ­λές φο­ρές να δει αυ­τό το Φως. Στην α­δι­ά­κρι­τη πα­ρά­κλη­σή μου να μου πει κά­τι για το μυ­στή­ριο του Θα­βω­ρί­ου Φω­τός, δη­λα­δή πως αυ­τό ο­ρά­ται και πως εί­ναι δυ­να­τόν να α­πο­κτή­σει κά­ποι­ος τη δω­ρε­ά αυ­τή, αυ­τός με ά­κρα συγ­κα­τά­βα­ση προς την α­μά­θειά μου, με με­γά­λη υ­πο­μο­νή, μου δι­ευ­κρί­νι­σε το θέ­μα αυ­τό, ε­γώ δε σή­με­ρα θα με­τα­δώ­σω σε σας μό­νο το πιο ου­σι­ώ­δες α­πό αυ­τό που ά­κου­σα α­πό το α­ψευ­δές στό­μα του, και ό­σο εί­ναι δυ­να­τόν πιο σύν­το­μα.


Μου δι­η­γή­θη­κε ο άν­δρας αυ­τός ό­τι κα­τ’ αρ­χάς, ό­ταν ή­ταν α­κό­μη νέ­ος, το φως αυ­τό εμ­φα­νι­ζό­ταν σε αυ­τόν α­σα­φώς, σε σύν­το­μες στιγ­μές, άλ­λο­τε σαν α­κα­τά­λη­πτη πύ­ρι­νη φλό­γα, η ο­ποί­α έ­και­γε την καρ­διά του δια της α­γά­πης, άλ­λο­τε σαν κά­ποι­ο α­παύ­γα­σμα το ο­ποί­ο δι­είσ­δυ­ε με τη λάμ­ψη στον νου του κα­τά τον και­ρό της προ­σευ­χής, κυ­ρί­ως στον να­ό. Αλ­λά κά­ποι­α η­μέ­ρα, με­τά α­πό ε­κτε­νή, κα­τά τη διά­ρκεια πολ­λών μη­νών, δι­ά­πυ­ρη προ­σευ­χή που συ­νο­δευ­ό­ταν α­πό βα­θειά λύ­πη για την α­θλι­ό­τη­τά του, το φως αυ­τό κα­τέ­βη­κε με ι­λα­ρό­τη­τα πά­νω του και πα­ρέ­μει­νε μα­ζί του τρεις η­μέ­ρες. Κα­τά τις η­μέ­ρες αυ­τές αι­σθα­νό­ταν τον ε­αυ­τό του εμ­φα­νώς ε­κτός θα­νά­του. Η χα­ρά της εκ νε­κρών α­να­στά­σε­ως γέ­μι­ζε τό­τε την ψυ­χή του. Ε­σω­τε­ρι­κά ο­νό­μα­ζε το φως ε­κεί­νο «πρω­ΐ­αν α­να­στά­σε­ως», δι­ό­τι αυ­τό ή­ταν ι­λα­ρό, σαν «ε­α­ρι­νή πρω­ΐ­α». Ε­κεί­νο τον και­ρό βρι­σκό­ταν αυ­τός με­τα­ξύ αν­θρώ­πων, οι ο­ποί­οι ζού­σαν τη συ­νη­θι­σμέ­νη σε ό­λους κο­πι­ώ­δη ζω­ή. Με­τά την πά­ρο­δο ε­τών α­πό το γε­γο­νός αυ­τό, ό­ταν αυ­τός ή­ταν ή­δη μο­να­χός, και αρ­γό­τε­ρα λει­τουρ­γός, συ­νέ­βαι­νε πολ­λές φο­ρές να με­τα­βάλ­λε­ται η προ­σευ­χή του σε θε­ω­ρί­α φω­τός, έ­τσι ώ­στε να μην αι­σθά­νε­ται τό­τε ού­τε το σώ­μα του, ού­τε τον υ­λι­κό κό­σμο που τον πε­ρι­έ­βαλ­λε.


Το φως αυ­τό φα­νε­ρώ­νε­ται ως κα­θα­ρά ά­νω­θεν ευ­δο­κί­α. Έρ­χε­ται κα­τ’ αρ­χάς α­προσ­δό­κη­τα, δη­λα­δή ό­ταν η ψυ­χή δεν σκέ­πτε­ται κα­θό­λου γι’ αυ­τό ό­τι θα έρ­θει, η α­κό­μη ό­τι υ­πάρ­χει. Ά­γνω­στο ως τό­τε, φέ­ρει με την έ­λευ­σή του στην ψυ­χή γλυ­κειά α­πο­ρί­α, και κα­τά­πλη­κτη αυ­τή α­γνο­εί α­κό­μη το ποι­ός η τι της φα­νε­ρώ­θη­κε, αλ­λ’ αι­σθά­νε­ται τον ε­αυ­τό της ε­κεί­νη την ώ­ρα ως αιχ­μά­λω­το που βγαί­νει α­πό το ζο­φε­ρό σκο­τά­δι της φυ­λα­κής προς τις α­πέ­ραν­τες ε­κτά­σεις, που φω­τί­ζον­ται α­πό τον ή­λιο.

Έ­λε­γε ε­πί­σης ο άν­δρας ε­κεί­νος: «Πα­ρά το ό­τι το Θεί­ο Φως μέ­νει πάν­το­τε κα­τά τη φύ­ση του α­ναλ­λοί­ω­το, ό­μως οι ε­νέρ­γει­ές του, δη­λα­δή ε­κεί­νο το ο­ποί­ο γεν­νά στον άν­θρω­πο, ποι­κίλ­λουν. Με­ρι­κές φο­ρές προσ­λαμ­βά­νε­ται ως αί­σθη­ση ι­λα­ρής α­γά­πης Χρι­στού· άλ­λο­τε ως συμ­πα­ρά­στα­ση Θεί­ας Δυ­νά­με­ως· άλ­λο­τε ως κά­ποι­α α­νε­κλά­λη­τη κί­νη­ση της αι­ώ­νιας ζω­ής μέ­σα στον άν­θρω­πο· και άλ­λο­τε πά­λι ως φως συ­νέ­σε­ως η υ­περ­νο­η­τή νο­ε­ρά ό­ρα­ση του Θε­ού. Ά­με­τρη ό­μως εί­ναι η α­γα­θό­τη­τα του Κυ­ρί­ου και συμ­βαί­νει ώ­στε η α­γά­πη Του να εκ­χέ­ε­ται α­κό­μη α­φθο­νό­τε­ρα. Τό­τε το Θεί­ο Φως γε­μί­ζει ό­λο τον άν­θρω­πο, ού­τως ώ­στε και αυ­τός γί­νε­ται ό­μοι­ος προς το φως· και τό­τε ε­κεί­νο το ο­ποί­ο βλέ­πει, εί­ναι α­δύ­να­τον να ο­νο­μα­στεί δι­α­φο­ρε­τι­κά, πα­ρά μό­νο φως —πα­ρά το ό­τι το Φως αυ­τό κα­τά τη φύ­ση του εί­ναι εν­τε­λώς δι­α­φο­ρε­τι­κό α­πό το φως του ο­ρα­τού η­λί­ου».


Σαν α­πάν­τη­ση στην αρ­χι­κή μου ε­ρώ­τη­ση για τη Θα­βώ­ρια Θε­ο­φά­νεια, ο άν­δρας ε­κεί­νος πα­ρέ­τει­νε τον λό­γο ε­πι­δι­ώ­κον­τας προ­φα­νώς να βρει έν­νοι­ες προ­σι­τές σε μέ­να, έ­στω και σε κά­ποι­ο μι­κρό μέ­τρο.

Έ­λε­γε: «Πρέ­πει πάν­το­τε να έ­χου­με κα­τά νουν την α­νε­πάρ­κειά μας· και αν ε­πι­τρέ­ψω στον ε­αυ­τό μου να θί­ξει το με­γά­λο αυ­τό θέ­μα, θα το κά­νω α­κρο­θι­γώς, για να κα­τα­νο­ή­σου­με κά­τι λί­γο α­πό αυ­τό χω­ρίς τολ­μη­ρές α­ξι­ώ­σεις να το α­πο­σα­φη­νί­σου­με η και να το κα­τα­νο­ή­σου­με πλή­ρως. Και έ­τσι, αν βγού­με α­πό τις ε­νέρ­γει­ες του Θεί­ου Φω­τός που ή­δη πε­ρι­γρά­ψα­με σε ε­κεί­νη την α­πλή, μέ­χρι φαι­νο­με­νι­κής α­φέ­λειας δι­ή­γη­ση των Ευ­αγ­γε­λι­στών, μπο­ρού­με λί­γο να τη συμ­πλη­ρώ­σου­με ως ε­ξής:


Α­μέ­σως μό­λις άρ­χι­σαν οι Α­πό­στο­λοι να κα­τα­νο­ούν την υ­πε­ράν­θρω­πη τε­λει­ό­τη­τα του Δι­δα­σκά­λου τους και ο­μο­λό­γη­σαν Αυ­τόν δια του στό­μα­τος του Πέ­τρου ως Χρι­στόν, Υι­όν του Θε­ού του Ζών­τος, ο Κύ­ριος ε­πό­θη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο να τους στε­ρε­ώ­σει στη γνώ­ση αυ­τή δια της μαρ­τυ­ρί­ας του Πα­τρός. Αυ­τό ή­ταν τε­λεί­ως α­πα­ραί­τη­το, ε­φό­σον Αυ­τός ε­τοι­μα­ζό­ταν ή­δη για «την έ­ξο­δον, ην έ­μελ­λε πλη­ρούν εν Ι­ε­ρου­σα­λήμ», δη­λα­δή για την τέ­λε­ση της θυ­σί­ας πά­νω στον Γολ­γο­θά. Πί­σω α­πό τα λό­για του Πέ­τρου: “Συ ει ο Χρι­στός” (Μαρκ. η’ 29), ε­κεί­νη τη στιγ­μή κρυ­βό­ταν η α­τε­λής γνώ­ση για το ποι­ός πράγ­μα­τι ή­ταν αυ­τός ο Χρι­στός. Εν­τού­τοις, πα­ρά την έλ­λει­ψη τε­λει­ό­τη­τας και πλη­ρό­τη­τας της ο­μο­λο­γί­ας αυ­τής, εκ­δη­λώ­θη­κε σε αυ­τήν ή­δη η αυ­ξη­θεί­σα α­γά­πη και α­φο­σί­ω­ση των Α­πο­στό­λων, που τους κα­τέ­στη­σε ι­κα­νούς να “χω­ρέ­σουν” με­γα­λύ­τε­ρο φως Θεί­ας α­πο­κα­λύ­ψε­ως, και ως γι’ αυ­τό ο Κύ­ριος εί­πε: “Ει­σί τι­νες των ώ­δε ε­στη­κό­των, οί­τι­νες ου μη γεύ­σων­ται θα­νά­του έ­ως αν ί­δω­σι τον Υι­όν του Αν­θρώ­που ερ­χό­με­νον εν τη Βα­σι­λεί­α Αυ­τού” (Μαρκ. θ’ 1). Με­τά τους λό­γους αυ­τούς ο Κύ­ριος με τους μα­θη­τές πραγ­μα­το­ποι­εί σι­ω­πη­λά1 την πο­ρεί­α α­πό τα ό­ρια της Και­σα­ρεί­ας της Φι­λίπ­που μέ­χρι το Ι­ε­ρό Θα­βώρ. Ε­κεί λοι­πόν ε­ξέ­λε­ξε τους προ­κρί­τους, Πέ­τρο, Ι­ά­κω­βο και Ι­ω­άν­νη, και τους ο­δή­γη­σε στο “ό­ρος το υ­ψη­λό” της θε­ω­ρί­ας της Θεί­ας Αυ­τού· Δό­ξης, ην εί­χεν Αυ­τός πα­ρά τω Πα­τρί προ του τον κό­σμον εί­ναι”.


»Αυ­τός ο Κύ­ριος πάν­το­τε και α­ναλ­λοί­ω­τα έ­φε­ρε εν Ε­αυ­τώ το Φως —όν­τας κα­τά τη Θε­ό­τη­τά Του ά­ναρ­χο Φως—, αλ­λά δι­έ­με­νε εν Αυ­τώ κα­τά τρό­πο α­ό­ρα­το σε ε­κεί­νους, οι ο­ποί­οι δεν δέ­χθη­καν α­κό­μη μέ­σα τους το Φως. Πά­νω στο Θα­βώρ ο Κύ­ριος προ­σευ­χό­ταν. Τί­πο­τε δεν μας εμ­πο­δί­ζει να υ­πο­θέ­σου­με ό­τι κα­τά το πε­ρι­ε­χό­με­νό της η προ­σευ­χή αυ­τή ή­ταν ό­μοι­α με ε­κεί­νη της Γεθ­ση­μα­νή (βλ. Ι­ω­άν. ι­ζ’ κ. α.), δι­ό­τι “ε­λή­λυ­θεν Αυ­τού η ώ­ρα”. Αγ­κα­λι­ά­ζον­τας στην προ­σευ­χή τα πάν­τα, “α­πό κα­τα­βο­λής κό­σμου” ως τη συν­τέ­λεια του αι­ώ­νος αυ­τού, ο Κύ­ριος προ­σευ­χό­ταν και για τους Α­πο­στό­λους, ώ­στε να φα­νε­ρω­θεί σε αυ­τούς το Ό­νο­μα του Πα­τρός, και η α­γά­πη, δια της ο­ποί­ας ο Πα­τέ­ρας α­γά­πη­σε τον Υι­ό, να μέ­νει σε αυ­τούς (βλ. Ι­ω­άν. ι­ζ’ 26).


»Οι ε­κλε­γέν­τες αυ­τοί τρεις μάρ­τυ­ρες και συμ­μέ­το­χοι της υ­περ­φυ­ούς αυ­τής προ­σευ­χής του Χρι­στού ε­ξαν­τλή­θη­σαν σε αυ­τήν (την προ­σευ­χή). Πο­λε­μών­τας α­σκη­τι­κά ε­νάν­τια στην α­σθέ­νεια της σάρ­κας τους, βα­ρύν­θη­καν για λί­γο χρό­νο α­πό τον ύ­πνο· εν­τού­τοις, με τη δύ­να­μη της ε­σω­τε­ρι­κής προ­σευ­χής που ε­νερ­γού­σε μέ­σα τους, ε­πα­νέρ­χον­ται εκ νέ­ου σε νη­φά­λια κα­τά­στα­ση, και τό­τε οι σθε­να­ροί τω πνεύ­μα­τι αυ­τοί νι­κη­τές της α­σθέ­νειας της σάρ­κας εί­δαν τον Χρι­στό εν τω φω­τί και αυ­τούς που συ­νο­μι­λού­σαν μα­ζί Του, τον Η­λί­α και τον Μω­υ­σή. Και μπό­ρε­σαν να δουν, ε­πει­δή και οι ί­διοι γέ­μι­σαν ε­κεί­νη την ώ­ρα α­πό φως.


»Το α­συ­νή­θι­στο και με­γα­λει­ώ­δες της ο­ρά­σε­ως βύ­θι­σε τους Α­πο­στό­λους σε α­νέκ­φρα­στη έκ­πλη­ξη και μα­κά­ρια α­πο­ρί­α. Αυ­τό το γνω­ρί­ζου­με α­πό τα λό­για του Ευ­αγ­γε­λί­ου για τον Πέ­τρο: “μη ει­δώς τι λα­λή­ση”, και α­πό τα λό­για του ι­δί­ου του Πέ­τρου: “Ε­πι­στά­τα, κα­λόν ε­στιν η­μάς ώ­δε εί­ναι”.

»Ε­κεί­νη τη στιγ­μή η ό­ρα­ση του πνευ­μα­τι­κού κό­σμου και του Θεί­ου Φω­τός α­πό τους Α­πο­στό­λους συν­δυ­α­ζό­ταν ε­πί­σης και με τις πα­ρα­στά­σεις του αι­σθη­τού κό­σμου που τους πε­ρι­έ­βαλ­λε. Αλ­λά στη συ­νέ­χεια το φως που αυ­ξή­θη­κε τους α­νύ­ψω­σε πέ­ρα α­πό κά­θε ο­ρα­τό και πρό­σκαι­ρο στα α­ό­ρα­τα και αι­ώ­νια (βλ. Β’ Κορ. δ’ 18)…


Εί­ναι α­πλές μέ­χρι α­κρό­τη­τος οι ευ­αγ­γε­λι­κές δι­η­γή­σεις: “Ι­δού, νε­φέ­λη φω­τει­νή ε­πε­σκί­α­σεν αυ­τούς…”. Ό­πως ο άν­θρω­πος που α­νε­βαί­νει σε κά­ποι­ο βου­νό, ό­ταν μπει σε πυ­κνό σύ­νε­φο, δεν δι­α­κρί­νει με την ό­ρα­ση τον υ­πό­λοι­πο κό­σμο, έ­τσι και η φω­τει­νή αυ­τή νε­φέ­λη, που φα­νε­ρώ­θη­κε ως φως και πνο­ή του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, το Ο­ποί­ο με την α­φό­ρη­τη Θεί­α έ­λευ­σή Του ει­σή­γα­γε τους Α­πο­στό­λους στον κό­σμο του α­κτί­στου Φω­τός, του ά­τρε­πτου, του α­νέ­σπε­ρου, του α­ναλ­λοί­ω­του, του α­πέ­ραν­του, του υ­πε­ρου­ρά­νιου, τό­σο ε­ξα­φά­νι­σε τις πα­ρα­στά­σεις που εί­χαν α­πό τις πα­ρερ­χό­με­νες μορ­φές του κό­σμου αυ­τού, ώ­στε αυ­τοί και Αυ­τόν τον Χρι­στό δεν Τον έ­βλε­παν πλέ­ον κα­τά σάρ­κα (βλ. Β’ Κορ. ε’ 16). Α­φού ει­σήλ­θαν δια του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος στη θε­ω­ρί­α της α­πε­ρί­γρα­πτης Θε­ό­τη­τος του Ι­η­σού Χρι­στού, ά­κου­σαν ε­κεί­νη την ώ­ρα την ά­υ­λη και α­πρό­σι­τη φω­νή του Πα­τρός: “Ού­τός ε­στιν ο Υι­ός Μου ο α­γα­πη­τός”.


»Αυ­τό υ­πήρ­ξε η υ­πέρ­τα­τη στιγ­μή ο­λό­κλη­ρου του Θα­βω­ρί­ου γε­γο­νό­τος.


»Αν τώ­ρα α­να­φερ­θού­με πά­λι στην α­σθέ­νεια της αν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως, φο­ρείς της ο­ποί­ας ή­ταν οι Α­πό­στο­λοι, συ­νέ­χι­σε ο άν­δρας ε­κεί­νος, τό­τε, μέ­νον­τας πι­στοί στην Ευ­αγ­γε­λι­κή δι­ή­γη­ση και την πεί­ρα των Πα­τέ­ρων της Εκ­κλη­σί­ας, μπο­ρού­με να πού­με τα ε­ξής:


»Μέ­γι­στη και ύ­ψι­στη υ­πήρ­ξε η ό­ρα­ση των Α­πο­στό­λων στο ό­ρος της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, εν­τού­τοις, δεν ή­ταν α­κό­μη τέ­λεια, δι­ό­τι τό­τε δεν ή­ταν α­κό­μη ι­κα­νοί να δε­χθούν ό­λο το πλή­ρω­μα και την τε­λει­ό­τη­τα του Φω­τός που εμ­φα­νί­σθη­κε σε αυ­τούς. Γι’ αυ­τό η Εκ­κλη­σί­α ψάλ­λει: “Δεί­ξας τοις μα­θη­ταίς Σου την δό­ξαν Σου, κα­θώς η­δύ­ναν­το”, η σε άλ­λον ύ­μνο­ν  “κα­θώς ε­χώ­ρουν”.


»Μέ­γι­στη και ύ­ψι­στη υ­πήρ­ξε η ό­ρα­ση των Α­πο­στό­λων, αλ­λά τό­τε α­κό­μη α­τε­λώς α­φο­μοι­ώ­θη­κε α­πό αυ­τούς, και γι’ αυ­τό πα­ρέ­μει­ναν δυ­να­τές ε­κεί­νες οι τα­λαν­τεύ­σεις, τις ο­ποί­ες υ­πέ­στη­σαν αυ­τοί κα­τά τις η­μέ­ρες του Πά­θους· και μό­νο αρ­γό­τε­ρα ο Πέ­τρος α­να­φέ­ρε­ται σε αυ­τήν και την ε­πι­κα­λεί­ται ως μαρ­τυ­ρί­α της α­λή­θειας (βλ. Β’ Πέ­τρ. α  17-18).


»Α­τε­λής ή­ταν α­κό­μη η ό­ρα­ση των Α­πο­στό­λων πά­νω στο Θα­βώρ, και εν­τού­τοις ή­ταν τό­σο με­γά­λη και γνή­σια η θε­ω­ρί­α της “υ­πε­ρού­σιου ευ­πρε­πεί­ας” και του “προ­αι­ώ­νιου κε­κρυμ­μέ­νου μυ­στη­ρί­ου”, ώ­στε ού­τε η ό­ρα­ση του Μω­υ­σή στο Σι­νά (βλ. Εξ. ι­θ’-κ’ και κγ’-λδ’), ού­τε η ό­μοι­α προς αυ­τήν του Η­λί­α στο Χω­ρήβ (βλ. Γ’ Βασ. ι­θ’) έ­φθα­σαν το ύ­ψος και την τε­λει­ό­τη­τά της, την ο­ποί­α πα­ρα­τη­ρού­με στους λό­γους της εκ­κλη­σι­α­στι­κής Ω­δής: “Κα­θω­ρά­θης τω Μω­ϋ­σή, εν γνό­φω το πά­λαι, εν φω­τί δε, νυν α­προ­σί­τω της Θε­ό­τη­τος” (α’ Ω­δή, β’ κα­νών- βλ. Ε­βρ. ι­β’ 18-24)».


Ελ­κύ­ον­τάς σας στο βά­θος των α­φά­των μυ­στη­ρί­ων της θε­ο­λο­γί­ας, δεν θα κρύ­ψω κα­θό­λου ό­τι και ε­γώ ο ί­διος έρ­χο­μαι σε φό­βο. Και δο­κι­μά­ζω ό­χι μό­νο φό­βο, αλ­λά και συ­στο­λή κα­τά την ώ­ρα αυ­τή: Ο Σο­φός Πα­ροι­μια­στής εί­πε: «πί­νε ύ­δα­τα α­πό σων αγ­γεί­ων και α­πό σων φρε­ά­των πη­γής» (Πα­ροιμ. ε’ 15), και ε­γώ σας προ­σφέ­ρω αυ­τό που άν­τλη­σα α­πό την εμ­πει­ρί­α και την κλη­ρο­νο­μιά άλ­λων. Βλέ­πον­τας ό­μως με ποι­ά προ­θυ­μί­α προ­σέ­χε­τε στον λό­γο, σαν να μην χορ­τά­σα­τε α­κό­μη α­πό αυ­τόν, θα σας με­τα­δώ­σω και τον ε­πί­λο­γο της α­λη­σμό­νη­της για μέ­να συ­νο­μι­λί­ας με τον σπου­δαί­ο ε­κεί­νον άν­δρα. Συ­νε­παρ­μέ­νος α­πό τον εμ­πνευ­σμέ­νο λό­γο του, ευ­γνω­μο­νών­τας τον για τη συγ­κα­τά­βα­σή του προς ε­μέ­να, γέ­μι­σα α­πό θλί­ψη ε­κεί­νη την ώ­ρα συ­νει­δη­το­ποι­ών­τας το δι­κό μου σκό­τος και σι­ω­πού­σα, δι­α­λο­γι­ζό­με­νος μέ­σα μου: «Δεν έ­χω αυ­τή την τύ­χη». Για να με πα­ρη­γο­ρή­σει ο συ­νο­μι­λη­τής μου συ­νέ­χι­σε ως ε­ξής:


«Ό­σο ε­μείς δεν α­ξι­ω­νό­μα­στε να δού­με τη με­γα­λο­πρε­πή δό­ξα της Θε­ό­τη­τας, τό­σο με την πιο πι­στή ε­σω­τε­ρι­κή κί­νη­ση του πνεύ­μα­τός μας θα μας ε­λέγ­χει ο ε­αυ­τός μας. Και ε­άν η ψυ­χή μας εί­ναι αν­δρεί­α, τό­τε θα πού­με: Για τις α­δι­κί­ες μου στε­ρή­θη­κα αυ­τό το δώ­ρο, δι­ό­τι ο πο­ρευ­ό­με­νος εν δι­και­ο­σύ­νη και λα­λών ευ­θεί­αν ο­δόν… ού­τος οι­κή­σει εν υ­ψη­λώ… και τον Βα­σι­λέ­α με­τά δό­ξης ό­ψε­ται” (Ησ. λγ’ 15-18). Πα­ρ’ ό­λα αυ­τά μη δώ­σε­τε τό­πο στην α­πό­γνω­ση· αν­τί­θε­τα, λά­βε­τε θάρ­ρος και πεν­θή­σε­τε εν με­τα­νοί­α για τον ε­αυ­τό σας. Α­πορ­ρίψ­τε τον ά­δι­κο λο­γι­σμό, ό­τι αυ­τό εί­ναι κλή­ρος μό­νο των ε­κλε­κτών, λο­γι­σμό που μπο­ρεί να φο­νεύ­σει μέ­σα μας την ά­για ελ­πί­δα. Η α­λή­θεια, στην ο­ποί­α εί­ναι α­ναγ­καί­ο να στε­ρε­ω­θεί η καρ­διά μας, εί­ναι ό­τι ο Κύ­ριος κα­νέ­ναν δεν “εκ­βάλ­λει έ­ξω” και δεν α­πορ­ρί­πτει α­πό ε­κεί­νους που έρ­χον­ται προς Αυ­τόν (πρβλ. Ι­ω­άν. ς’ 37). Ό­λοι ε­μείς, χω­ρίς ε­ξαί­ρε­ση, με­γά­λοι και μι­κροί, ση­μαν­τι­κοί και α­σή­μαν­τοι, κλη­θή­κα­με στην ί­δια τε­λει­ό­τη­τα, στην ο­ποί­α κά­λε­σε ο Κύ­ριος τους Α­πο­στό­λους Πέ­τρο, Ι­ά­κω­βο και Ι­ω­άν­νη που τους ο­δή­γη­σε στο ό­ρος του Θα­βώρ, δι­ό­τι και ε­μείς, ό­πως και αυ­τοί, λά­βα­με τις ί­δι­ες εν­το­λές και ό­χι άλ­λες, και, ε­πο­μέ­νως, την ί­δια, ί­ση προς αυ­τούς, τι­μή κλή­σε­ως και ό­χι άλ­λη κα­τώ­τε­ρη. Ε­ρευ­νή­στε με προ­σο­χή ό­λη την α­κο­λου­θί­α της Ε­ορ­τής και θα δεί­τε με ποι­ά δύ­να­μη η Εκ­κλη­σί­α προ­σκα­λεί και πεί­θει ό­λους για α­νά­βα­ση στο α­ψη­λά­φη­το Ό­ρος της νο­ε­ράς Θε­ο­πτί­ας, δεί­χνον­τας έ­τσι σα­φώς ό­τι ό­χι μό­νο κα­τά την αρ­χαι­ό­τη­τα, ό­χι μό­νο στους Α­πο­στό­λους ευ­δό­κη­σε ο Κύ­ριος να φα­νε­ρώ­σει την “αυ­γή” της Θε­ό­τη­τάς Του, αλ­λά και κα­τά τη διά­ρκεια ό­λων των αι­ώ­νων, και ως τις η­μέ­ρες μας α­κό­μη, δεν έ­παυ­σε και ου­δέ­πο­τε θα παύ­σει, σύμ­φω­να με την ε­παγ­γε­λί­α Του, να εκ­χέ­ει την ί­δια ε­κεί­νη δω­ρε­ά σε ό­σους Τον α­κο­λου­θούν με ό­λη την καρ­διά τους.


»Ε­κτός α­πό τη νό­θα τα­πεί­νω­ση —”αυ­τό δεν εί­ναι για μέ­να”—, ε­κτός α­πό την α­δι­και­ο­λό­γη­τη α­πό­γνω­ση, η ο­ποί­α γεν­νι­έ­ται α­πό την α­κη­δί­α και την η­δυ­πά­θεια, φραγ­μός προς τη θε­ω­ρί­α του Α­κτί­στου Φω­τός α­πο­βαί­νει α­κό­μη και η τολ­μη­ρή έ­φε­ση “να δού­με τον Θε­ό”, και να Τον αγ­κα­λι­ά­σου­με με τη σκέ­ψη μας, σαν να θέ­λου­με να δι­εισ­δύ­σου­με με δύ­να­μη στα μυ­στή­ρια και στα έγ­κα­τα του Θεί­ου Εί­ναι και να κυ­ρι­αρ­χή­σου­με σε Αυ­τό με τον νου, σαν να ε­πρό­κει­το για αν­τι­κεί­με­νο της γνώ­σε­ώς μας. Εί­ναι δύ­σκο­λο να βρού­με λέ­ξεις για να χα­ρα­κτη­ρί­σου­με την πνευ­μα­τι­κή ου­σί­α αυ­τής της υ­πε­ρή­φα­νης α­ξι­ώ­σε­ως του νου μας, αλ­λά εί­ναι σπου­δαί­ο για μας να γνω­ρί­σου­με ό­τι σε πα­ρό­μοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις συ­ναν­τού­με ό­χι “φω­τει­νή νε­φέ­λη”, αλ­λά γνό­φο και σκό­τος, που κρύ­βουν τον Θε­ό.


»Ό­ταν προ­ση­λώ­σου­με τους ο­φθαλ­μούς του νου μας α­π’ ευ­θεί­ας στον Ή­λιο του Προ­αι­ώ­νιου Εί­ναι, για να Τον δού­με κα­θώς ε­στι, τό­τε οι ο­φθαλ­μοί μας κα­τα­φλέ­γον­ται και τυ­φλώ­νον­ται α­πό το α­πρό­σι­το και ε­κτυ­φλω­τι­κό Φως της Θε­ό­τη­τας, ό­πως τυ­φλώ­νον­ται και κα­τα­φλέ­γον­ται οι φυ­σι­κοί μας ο­φθαλ­μοί, ό­ταν γυ­μνοί, χω­ρίς κα­νέ­να προ­στα­τευ­τι­κό μέ­σο, στρα­φούν κα­τ’ ευ­θεί­αν προς τον ή­λιο. Στη Γρα­φή βρί­σκου­με μια θαυ­μα­στή ει­κό­να, που μας δι­δά­σκει την εγ­κρά­τεια α­πό την παρ­ρη­σί­α ε­νώ­πιον του Θε­ού: «Ι­στά­με­να κύ­κλω του Θρό­νου του Υ­ψί­στου τα ε­ξα­πτέ­ρυ­γα Σε­ρα­φείμ, δυ­σί πτέ­ρυ­ξι κα­τα­κα­λύ­πτον­τα τα πρό­σω­πα αυ­τών» (Ησ. ς’ 2).


»Ο Θε­ός και γνω­ρι­ζό­με­νος και ο­ρώ­με­νος α­ναλ­λοί­ω­τα δι­α­μέ­νει πά­νω α­πό κά­θε γνώ­ση και ό­ρα­ση. Η α­πε­ρι­ό­ρι­στη αυ­τή υ­περ­βα­τι­κό­τη­τα του Θε­ού στη “μυ­στι­κή” γλώσ­σα της θε­ο­λο­γί­ας ο­νο­μά­ζε­ται “γνό­φος”. Η Και­νή Δι­α­θή­κη δεν χρη­σι­μο­ποι­εί που­θε­νά για τον Θε­ό τη λέ­ξη “γνό­φος”. Μας λέ­ει ό­τι “Ο Θε­ός Φως ε­στι και σκο­τί­α εν Αυ­τώ ουκ έ­στιν ου­δε­μί­α” (Α’ Ι­ω­άν. α’ 5). Για την υ­περ­βα­τι­κό­τη­τά Του, και συ­νε­πώς την τέ­λεια “α­ο­ρα­σί­α”, την τέ­λεια “α­γνω­σί­α” Του, η Και­νή Δι­α­θή­κη λέ­ει τα ε­ξής: “Θε­όν ου­δείς ε­ώ­ρα­κε πώ­πο­τε” (Ι­ω­άν. α’ 18). Και αλ­λού: “Ο Θε­ός,… φως οι­κών α­πρό­σι­τον, ον εί­δεν ου­δείς αν­θρώ­πων ου­δέ ι­δείν δύ­να­ται” (Α’ Τιμ. ς’ 16). Ό­ταν φά­νη­καν οι φι­λό­σο­φοι και οι αι­ρε­τι­κοί, που υ­πο­στή­ρι­ζαν τη δυ­να­τό­τη­τα πλή­ρους γνώ­σε­ως του Θε­ού, τό­τε οι Ά­γιοι Πα­τέ­ρες, για να ε­κρι­ζώ­σουν την α­σύ­νε­τη αυ­τή ι­δέ­α, ε­πέ­στρε­ψαν σε Πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές ει­κό­νες και γλώσ­σα: «Και εί­πεν ο Θε­ός προς Μω­υ­σήν “κα­τα­βάς δι­α­μάρ­τυ­ραι τω λα­ώ, μή­πο­τε εγ­γί­σω­σι προς τον Θε­όν κα­τα­νο­ή­σαι Αυ­τόν… Ει­στή­κει δε ο λα­ός μα­κρό­θεν, Μω­ϋ­σής δε ει­σήλ­θεν εις τον γνό­φον, ου ην ο Θε­ός» (Εξ. ι­θ’ 21, κ’ 21). Έ­τσι, για να πλή­ξουν ι­σχυ­ρό­τε­ρα τη συ­νεί­δη­ση των α­σό­φων σο­φών, οι Πα­τέ­ρες προ­σέ­φυ­γαν στην έν­νοι­α του “γνό­φου”, με τον ο­ποί­ο ο Σο­φός Νο­μο­θέ­της Μω­υ­σής συγ­κρα­τού­σε τον λα­ό του, που ή­ταν α­κό­μη ά­πει­ρος της Θε­ο­γνω­σί­ας, α­πό την α­σύ­νε­τη έ­ξαρ­ση της ι­δέ­ας του “κα­τα­νο­ή­σαι” τον Θε­ό· και για να μην πα­ρεκ­κλί­νουν α­πό την Και­νο­δι­α­θη­κι­κή Α­πο­κά­λυ­ψη, οι Πα­τέ­ρες ο­νό­μα­σαν τον γνό­φο αυ­τό “υ­πέρ­φω­τον”.


»Η α­λη­θι­νή ο­δός για τη θε­ω­ρί­α του Θεί­ου Φω­τός δι­έρ­χε­ται δια μέ­σου του έ­σω αν­θρώ­που. Ό­λη η σκέ­ψη μας, ό­λη η δύ­να­μη της ε­πι­θυ­μί­ας μας, ο­φεί­λουν να κα­τευ­θύ­νον­ται μό­νον προς το “τη­ρή­σαι την εν­το­λήν του Θε­ού ά­σπι­λον και α­νε­πί­λη­πτον” (Α  Τίμ. ς’ 14). Τό­τε το Θεί­ο Φως, ό­πως έ­δει­ξε η πεί­ρα των αι­ώ­νων, “πο­λυ­με­ρώς και πο­λυ­τρό­πως” ε­πι­σκέ­πτε­ται τον άν­θρω­πο. Και κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να πει πο­τέ για τα ό­ρια της ευ­δο­κί­ας του Θε­ού προς ε­μάς, δι­ό­τι αυ­τή βρί­σκε­ται α­λη­θι­νά πέ­ρα α­πό κά­θε ό­ριο. Ό­σο και αν τεί­νει ο άν­θρω­πος προς τον Θε­όν, ό­σο και αν φλέ­γε­ται α­πό την α­γά­πη προς Αυ­τόν, και πά­λι οι εκ­χύ­σεις του Φω­τός θα πα­ρα­μεί­νουν πέ­ρα α­πό κά­θε ό­ριο και α­ριθ­μό, δι­ό­τι δεν υ­πάρ­χει σε αυ­τές τέ­λος, και ό­ταν α­κό­μη το φως υ­περ­βαί­νει τις δυ­νά­μεις της φύ­σε­ώς μας να υ­πο­μεί­νει τη λάμ­ψη του. Και ο μο­να­δι­κός δυ­να­τός λό­γος, η μο­να­δι­κή ε­πι­κύ­ρω­ση για ό­λα αυ­τά εί­ναι ό­τι “ο Θε­ός Φως ε­στι, και σκο­τί­α εν Αυ­τώ ουκ έ­στιν ου­δε­μί­α”, και ό­τι “Αυ­τός οι­κεί εν α­προ­σί­τω Φω­τί” και εμ­φα­νί­ζε­ται πάν­το­τε εν τω φω­τί και ως φως».


Αλ­λά και πα­ρά τα λό­για αυ­τά, δεν δι­α­λύ­θη­κε η α­πο­ρί­α στη δει­λή μου ψυ­χή. Δεν έ­βλε­πα την ο­δό μπρο­στά μου· δεν γνώ­ρι­ζα πως να ει­σέλ­θω σε αυ­τή τη ζω­ή, α­πό που να αρ­χί­σω· αι­σθα­νό­μουν τον ε­αυ­τό μου μέ­σα σε γνό­φο και ρώ­τη­σα:


«Τί­να κά­νω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αι­ώ­νια ζω­ή»;

Και μου δό­θη­κε η α­πάν­τη­ση:

«Να προ­σεύ­χε­σαι, ό­πως ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, ο ο­ποί­ος για χρό­νια έ­κρα­ζε, “Κύ­ρι­ε, φώ­τι­σόν μου το σκό­τος”, και ει­σα­κού­σθη­κε.

»Να προ­σεύ­χε­σαι με τα λό­για της εκ­κλη­σι­α­στι­κής Ω­δής, “Λαμ­ψά­τω, ω Φω­το­δό­τα, και ε­μοί τω α­μαρ­τω­λώ το φως Σου το α­πρό­σι­τον”, και να εν­δυ­να­μώ­νεις στην πί­στη, εν­θυ­μού­με­νος ό­τι η Εκ­κλη­σί­α δεν προ­σεύ­χε­ται για πράγ­μα­τα που δεν μπο­ρούν να γί­νουν».

Στη συ­νέ­χεια ο άν­δρας ε­κεί­νος, σαν να α­πέ­κλει­ε τη δυ­να­τό­τη­τα ό­τι μια τέ­τοι­α προ­σευ­χή θα πα­ρα­μεί­νει χω­ρίς την ά­νω­θεν α­πάν­τη­ση, κα­τέ­κλει­σε τον λό­γο του ως ε­ξής:

«Ό­ταν η ψυ­χή σου γνω­ρί­σει αυ­τό το φως, τό­τε, ό­ταν συμ­βεί να το στε­ρεί­ται, θα φλέ­γε­σαι γι’ αυ­τό και μι­μού­με­νος τον ά­γιο Συ­με­ών τον Νέ­ο Θε­ο­λό­γο θα το ζη­τάς και θα κρά­ζεις προς αυ­τό:

Ελ­θέ, το φως το α­λη­θι­νόν.

Ελ­θέ, η Ζω­ή η αι­ώ­νιος.

Ελ­θέ, των πε­πτω­κό­των η έ­γερ­σις.

Ελ­θέ, των κει­μέ­νων η α­νόρ­θω­σις,

Ελ­θέ, των νε­κρών η α­νά­στα­σις.

Ελ­θέ, Πα­νά­γι­ε Βα­σι­λεύ.

Ελ­θέ και σκή­νω­σον εν η­μίν,

και μεί­νον α­δι­α­στά­τως εν η­μίν,

και α­δι­αι­ρέ­τως Συ μό­νος βα­σί­λευ­ε εν η­μίν

εις τους αι­ώ­νας των αι­ώ­νων. Α­μήν».

ΠΗΓΗ: Ι.Μ. Τιμίου Προσδρόμου Καρέα