Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ
«Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού
φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω
ευδόκησα· αυτού ακούετε» (Ματθ. ιζ’ 5, Μαρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).
Σήμερα, με την ευκαιρία της μεγάλης πανηγύρεως
της Εκκλησίας, πανηγύρεως η οποία ανάλογα με τον βαθμό της προσέγγισής
μας όσο πλησιάζουμε το τέλος της επίγειας ζωής μας όχι μόνο δεν ελαττώνεται,
αλλ’ ακατάπαυστα αυξάνει σε δύναμη και σπουδαιότητα μέσα μας, ξεχνώντας
κατά κάποιον τρόπο την αδυναμία μας, τολμούμε να ομιλήσουμε για
το απρόσιτο και ανέσπερο Φως που εξέλαμψε στο Θαβώρ.
Σας παρακαλώ, παραβλέψτε κατά την ώρα αυτή τη
μηδαμινότητά μου- κλείστε τα μάτια σας στην αμάθεια και στο άκομψο του
λόγου μου, μάλλον δε, αν είναι δυνατόν, θεωρήστε με σαν έναν από τους
φύλακες του όρους Εφραίμ, που αναβοούσαν: «Εγερθήτε, και αναβώμεν
εις την Σιών προς Κύριον τον Θεόν ημών».
Ο Θεός, «ο ποιήσας τον ουραόν και την γην», είναι
ο Θεός μας εκ κοιλίας της μητρός μας. Μετά την κατά σάρκα γέννηση,
πριν ακόμη μάθουμε να διακρίνουμε το δεξί χέρι από το αριστερό, λάβαμε
ήδη δεύτερη γέννηση, άνωθεν, στην κολυμβήθρα του Βαπτίσματος, και ελέχθη
σε μας το μέγα και φοβερό και σε αυτές τις επουράνιες δυνάμεις Όνομα,
του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Στη συνέχεια, λάβαμε άλλη ανεκτίμητη δωρεά,
για την οποία η ψυχή μας δεν μπορεί να μιλήσει ούτε να αναλογισθεί
χωρίς τρόμο, δηλαδή το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, τη σφραγίδα του αγιασμού,
η οποία ετέθη σε όλα τα μέλη του σώματός μας με τα λόγια του Μυστηρίου:
«Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Και έτσι γίναμε σκήνωμα του
Θεού του Υψίστου, και τα σώματά μας ναός του Αγίου Πνεύματος.
Από τη βρεφική ηλικία τρεφόμαστε στην Εκκλησία
με το Θείο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Είμαστε παιδιά Του- σάρκα από τη
Σάρκα Του και αίμα από το Αίμα Του. Από τη νεότητά μας ζούμε μέσα στην
ατμόσφαιρα του Θείου Λόγου, ο Οποίος μας αποκαλύπτει τις απέραντες
διαστάσεις της γνώσεως του ανάρχου Θεού, του Πατρός μας, που μας παρέχει
ήδη από εδώ την πρόγευση της μακαριότητας της αιώνιας διαμονής
μετ’ Αυτού και εν Αυτώ. Στην Εκκλησία μας κάθε ημέρα ζούμε μέσα σε απερίγραπτο
υπερπλεονασμό κάθε πλούτου πνευματικού, και η ευγνώμων ψυχή ορμά και
αναφωνεί: «Πράγματι είναι πλούσιος ο Θεός μας, ο πανταχού παρών και
τα πάντα πληρών μας αγκαλιάζει ακατάπαυστα, όλους και τον καθένα
ξεχωριστά».
Και να, παρ’ όλα αυτά, είμαστε πτωχοί τω πνεύματι.
Μέσα στα όρια της γης υπάρχει ακόρεστη πείνα και άσβεστη δίψα Θεογνωσίας,
διότι ο αγώνας μας είναι να φθάσουμε τον Άφθαστο, να δούμε τον Αόρατο,
να γνωρίσουμε Αυτόν που βρίσκεται πέρα από κάθε γνώση.
Η ορμή αυτή αυξάνει ακατάπαυστα σε κάθε άνθρωπο,
όταν το Φως της Θεότητας ευδοκήσει να τον καταυγάσει, έστω και με κάποια
αμυδρά προσέγγισή Του, διότι τότε στους νοερούς οφθαλμούς μας αποκαλύπτεται
σε ποιά άβυσσο διαμένουμε. Η όραση αυτή καταπλήσσει όλο τον άνθρωπο,
και τότε η ψυχή του δεν γνωρίζει ανάπαυση και δεν μπορεί να τη βρει, μέχρις
ότου ελευθερωθεί πλήρως από το σκοτάδι που την διακατέχει, μέχρις
ότου γεμίσει από την Ακόρεστη Τροφή, μέχρις ότου το Φως αυτό αυξηθεί
στην ψυχή και ενωθεί μαζί της τόσο, ώστε Φως και ψυχή να γίνουν ένα, προκαταγγέλλοντας
τη θέωσή μας στη Θεία δόξα.
Η Μεταμόρφωση του Κυρίου αποτελεί στερεό θεμέλιο
της ελπίδας για τη μεταμόρφωση όλης της ζωής μας —η οποία τώρα είναι
γεμάτη από κόπο, ασθένειες, φόβο— σε ζωή άφθαρτη και θεοειδή. Εν τούτοις,
η ανάβαση αυτή στο υψηλό όρος της Μεταμορφώσεως συνδέεται με μεγάλο
αγώνα. Όχι σπάνια εμείς εξασθενούμε από την αρχή αυτού του αγώνα και
απελπισία φαίνεται να κυριεύει την ψυχή. Σε τέτοιες ώρες μαρτυρικής
παραμονής στα όρια μεταξύ του Απροσίτου Φωτός της Θεότητας που έλκει
προς τον εαυτό Του και της απειλητικής αβύσσου του σκότους, να ενθυμούμαστε
τα διδάγματα των Πατέρων μας, οι οποίοι διήνυσαν την οδό αυτή ακολουθώντας
τον Χριστό, και «εζωσμένοι τας οσφύας ημών» να παίρνουμε δύναμη με
την κραταιά ελπίδα σε Εκείνον, ο Οποίος με την παλάμη Του βαστάζει
ακόπως όλη την κτίση. Να θυμόμαστε ότι στη ζωή μας πρέπει να επαναληφθεί
κατά τον ίδιο τρόπο ο,τι έγινε στη ζωή του Υιού του Ανθρώπου, για να ελευθερωθούμε
από κάθε φόβο και ολιγοψυχία. Η οδός είναι κοινή σε όλους μας κατά
τον λόγο Αυτού του Χριστού: «Εγώ ειμι η οδός»· και γι’ αυτό είναι και μοναδική,
διότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη δι’ Εμού».
Αν ο Κύριος «επειράσθη», και εμείς πρέπει να περάσουμε
δια του πυρός των πειρασμών. Αν ο Κύριος καταδιώχθηκε, και εμείς επίσης
θα διωχθούμε από τις ίδιες εκείνες δυνάμεις, οι οποίες δίωκαν τον
Χριστό. Αν ο Κύριος έπαθε και σταυρώθηκε, και εμείς αναπόφευκτα οφείλουμε
να πάσχουμε και να σταυρωνόμαστε έστω, ίσως, και πάνω σε αόρατους
σταυρούς, εφόσον πράγματι Τον ακολουθούμε στις οδούς της καρδίας μας.
Αν ο Κύριος μεταμορφώθηκε, και εμείς θα μεταμορφωθούμε και ενώ ακόμη
βρισκόμαστε πάνω στη γη, αν ομοιωθούμε προς Αυτόν στις εσωτερικές
επιθυμίες μας. Αν ο Κύριος πέθανε και αναστήθηκε, τότε και όλοι όσοι
πιστεύουν σε Αυτόν θα διέλθουν δια του θανάτου, θα τοποθετηθούν σε τάφους
και έπειτα θα αναστηθούν όμοια προς Αυτόν, εφόσον πέθαναν όμοια προς
Αυτόν.
Θα αναστηθούν πρώτα οι ψυχές των πιστών, έπειτα
δε, κατά την ημέρα της Κοινής Αναστάσεως, και τα σώματα. Αν ο Κύριος
μετά την ανάστασή Του με δοξασμένη σάρκα αναλήφθηκε στον ουρανό
και κάθισε στα δεξιά του Θεού, έτσι και εμείς με δοξασμένα σώματα,
δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, θα αναληφθούμε στους ουρανούς
και θα γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστού» και «κοινωνοί της Θεότητος»
Α’ Πέτρ. δ’ 13, Β’ Πέτρ. α’ 4, Ρωμ. ζ’ 17, Β’ Τιμ. β’ 11-12 κ.α.).
Όλα, όσα απαριθμήσαμε πιο πάνω, πραγματοποιήθηκαν
από τον Κύριο όχι κατά τη Θεότητα, αλλά κατά την ανθρωπότητά Του, δηλαδή
σε εκείνο το επίπεδο, όπου ο Κύριος είναι ομοούσιος με εμάς «Υιός
Ανθρώπου». Ο Κύριος, ο Πατρί και Πνεύματι συνάναρχος Λόγος, με
τη σάρκωσή Του προσέλαβε στη Θεία Του Υπόσταση την ανθρώπινη φύση μας.
Όχι φαινομενικά, αλλά έγινε αληθινά όμοιος με μας άνθρωπος και φανέρωσε
στη σάρκα μας τη Θεία τελειότητα, «υπολιμπάνων Εαυτόν υπογραμμόν»
για μας, τον οποίο πολλοί προφήτες και δίκαιοι «επεθύμησαν ιδείν»
(Ματθ. ιγ’ 17). Και αυτό οφείλουμε τώρα εμείς να πραγματοποιήσουμε,
ο καθένας στη ζωή του, ώστε με την ομοίωση προς τον Χριστόν, κατά την εικόνα
της επίγειας ζωής Του, να γίνουμε όμοιοι με Αυτόν και κατά την εικόνα
της Θείας υπάρξεως.
Σας παρακαλώ, να μην ολιγοψυχήσουμε ακούοντας
τα λόγια της διδασκαλίας αυτής, αλλά να λάβουμε θάρρος και να ανοίξουμε
τις καρδιές μας για να δεχθούμε με απλότητα το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Ο Κύριος με το στόμα Του είπε: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν.
ις’ 33). Και εμείς, με τη δύναμη του Χριστού, θα κατορθώσουμε αναμφίβολα
τη νίκη αυτή επί του κόσμου, ώστε μαζί με Αυτόν να μετάσχουμε στην αιώνια
Βασιλεία των ουρανών.
Για την εκπλήρωση της εντολής, «πορεύεσθε, και
σταθέντες λαλείτε εν τω, ιερώ τω λαώ πάντα τα ρήματα της ζωής ταύτης»
(Πραξ. ε’ 20), σας λέω: Αυτοί είναι οι λόγοι της αιώνιας ζωής, οι οποίοι
δόθηκαν από τον Κύριο «εις κληρονομίαν αναφαίρετον τοις πιστοίς»· αυτό
σημαίνει «των Αποστόλων το κήρυγμα» και των «Πατέρων τα δόγματα»· αυτή
είναι η ορθόδοξη πίστη και η ασάλευτη ελπίδα, η οποία δεν θα διαψευσθεί,
διότι θεμέλιό της είναι η αψευδής μαρτυρία του Κυρίου. Και αν «νόθα»
ταπείνωση θελήσει να το ονομάσει αυτό υπέρμετρη παρρησία η ακόμη
και μωρία, τότε ας θυμηθούμε τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος αποκόπτοντας
αφενός μεν την ολιγοψυχία, αφετέρου δε την παράλογη υπερηφάνεια
του σαρκικού φρονήματος, λέει ότι «ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας
του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας», απορρίπτοντας τη σύνεση των
συνετών, και μεταβάλλοντας σε μωρία τη σοφία αυτού του κόσμου (βλ.Α’
Κορ. α’ 18-21). Καθημερινά η πείρα της ανθρωπότητος μας αποδεικνύει
σταθερά ότι οι «σοφοί και συνετοί» του αιώνος τούτου δεν μπορούν να ακολουθήσουν
τον Χριστό ούτε στο Θαβώρ, ούτε στον Γολγοθά, ούτε στο όρος των Ελαιών.
Έτσι, αγαπητοί, προσέλθετε, και με τη δύναμη της
πίστεως ας ανεβούμε στο «όρος Κυρίου» (Ησ. β’ 3), ας σταθούμε αοράτως
στην πόλη του Ζώντος Θεού, και μετάρσιοι τω πνεύματι ας δούμε την άυλη
Θεότητα του Πατρός και του Πνεύματος στον Μονογενή Υιό απαστράπτουσα.
Ας ανέβουμε όχι με υπερήφανη παρρησία, αλλά με φόβο και τρόμο,
ως ανάξιοί της αναβάσεως και οράσεως αυτής, εντούτοις όμως, με ελπίδα
ότι και σε μας τους αμαρτωλούς, κατά την άμετρη αγαθότητα του Ουρανίου
Πατρός, θα λάμψει «το αΐδιο Φως» της Θεότητος, η άστεκτη λάμψη του οποίου
έρριξε πρηνείς στο Θαβώρ τους εκλεκτούς Αποστόλους.
Αφού ανυψώσαμε για λίγο τον νου μας στη θεωρία
των θεμελιωδών αρχών της πίστεώς μας, οι οποίες πρέπει να αποτελούν
το μόνιμο πολίτευμα της ζωής του πνεύματός μας, ας επιτρέψουμε στους
εαυτούς μας να προχωρήσουμε στο θέμα που επιλέξαμε.
Η Μεταμόρφωση του Κυρίου είναι ένα μεγάλο γεγονός,
που έχει σημασία αιώνια όχι μόνο για τον καθένα από μας, αλλά και
για όλη την ιστορία του κόσμου. Στα έργα των Πατέρων μας θα βρούμε προσεκτική
διερεύνηση αυτού από όλες τις πλευρές· επιπλέον θα βρούμε ο,τι προηγήθηκε
αυτού του γεγονότος ως προετοιμασία των μαθητών από τον Κύριο· στη
συνέχεια, ο,τι το συνόδευσε και ο,τι τελέσθηκε κατά την ώρα αυτής της
ίδιας της Θαβωρίου Θεοφανείας· και επιπλέον, ο,τι το ακολούθησε στις
πράξεις του Κυρίου Ιησού και στη συνείδηση των Αποστόλων, των μαρτύρων
της Μεταμορφώσεως. Η γνώση για όλα αυτά θα βοηθήσει και εμάς τους ιδίους
να διέλθουμε συνετά τη δική μας πορεία ακολουθώντας «τοις ίχνεσι του
Χριστού». Αλλά κατά την παρούσα στιγμή ας συγκεντρώσουμε την προσοχή
του πνεύματός μας σε εκείνο το οποίο, σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση,
αποτελεί την αποκλειστική ιδιομορφία του γεγονότος της παρούσας
ημέρας.
«Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού
φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα: Ούτός εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός, εν Ω
ευδόκησα· Αυτού ακούετε».
Σε τι έγκειται η φωτεινή αυτή νεφέλη, η οποία
περιέλαμψε εκείνη τη νύκτα το Άγιο Θαβώρ;
Προ ετών, κατά την ημέρα της Μεταμορφώσεως, ρώτησα
κάποιον ασκητή ο οποίος, όπως αναμφίβολα πιστεύω, αξιώθηκε πολλές
φορές να δει αυτό το Φως. Στην αδιάκριτη παράκλησή μου να μου πει κάτι
για το μυστήριο του Θαβωρίου Φωτός, δηλαδή πως αυτό οράται και πως είναι
δυνατόν να αποκτήσει κάποιος τη δωρεά αυτή, αυτός με άκρα συγκατάβαση
προς την αμάθειά μου, με μεγάλη υπομονή, μου διευκρίνισε το θέμα αυτό,
εγώ δε σήμερα θα μεταδώσω σε σας μόνο το πιο ουσιώδες από αυτό που άκουσα
από το αψευδές στόμα του, και όσο είναι δυνατόν πιο σύντομα.
Μου διηγήθηκε ο άνδρας αυτός ότι κατ’ αρχάς, όταν
ήταν ακόμη νέος, το φως αυτό εμφανιζόταν σε αυτόν ασαφώς, σε σύντομες
στιγμές, άλλοτε σαν ακατάληπτη πύρινη φλόγα, η οποία έκαιγε την καρδιά
του δια της αγάπης, άλλοτε σαν κάποιο απαύγασμα το οποίο διείσδυε
με τη λάμψη στον νου του κατά τον καιρό της προσευχής, κυρίως στον ναό.
Αλλά κάποια ημέρα, μετά από εκτενή, κατά τη διάρκεια πολλών μηνών,
διάπυρη προσευχή που συνοδευόταν από βαθειά λύπη για την αθλιότητά
του, το φως αυτό κατέβηκε με ιλαρότητα πάνω του και παρέμεινε μαζί
του τρεις ημέρες. Κατά τις ημέρες αυτές αισθανόταν τον εαυτό του εμφανώς
εκτός θανάτου. Η χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως γέμιζε τότε την ψυχή
του. Εσωτερικά ονόμαζε το φως εκείνο «πρωΐαν αναστάσεως», διότι
αυτό ήταν ιλαρό, σαν «εαρινή πρωΐα». Εκείνο τον καιρό βρισκόταν
αυτός μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι ζούσαν τη συνηθισμένη σε όλους κοπιώδη
ζωή. Μετά την πάροδο ετών από το γεγονός αυτό, όταν αυτός ήταν ήδη
μοναχός, και αργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλές φορές να μεταβάλλεται
η προσευχή του σε θεωρία φωτός, έτσι ώστε να μην αισθάνεται τότε ούτε
το σώμα του, ούτε τον υλικό κόσμο που τον περιέβαλλε.
Το φως αυτό φανερώνεται ως καθαρά άνωθεν ευδοκία.
Έρχεται κατ’ αρχάς απροσδόκητα, δηλαδή όταν η ψυχή δεν σκέπτεται
καθόλου γι’ αυτό ότι θα έρθει, η ακόμη ότι υπάρχει. Άγνωστο ως τότε,
φέρει με την έλευσή του στην ψυχή γλυκειά απορία, και κατάπληκτη αυτή
αγνοεί ακόμη το ποιός η τι της φανερώθηκε, αλλ’ αισθάνεται τον εαυτό
της εκείνη την ώρα ως αιχμάλωτο που βγαίνει από το ζοφερό σκοτάδι της
φυλακής προς τις απέραντες εκτάσεις, που φωτίζονται από τον ήλιο.
Έλεγε επίσης ο άνδρας εκείνος: «Παρά το ότι το
Θείο Φως μένει πάντοτε κατά τη φύση του αναλλοίωτο, όμως οι ενέργειές
του, δηλαδή εκείνο το οποίο γεννά στον άνθρωπο, ποικίλλουν. Μερικές
φορές προσλαμβάνεται ως αίσθηση ιλαρής αγάπης Χριστού· άλλοτε ως συμπαράσταση
Θείας Δυνάμεως· άλλοτε ως κάποια ανεκλάλητη κίνηση της αιώνιας
ζωής μέσα στον άνθρωπο· και άλλοτε πάλι ως φως συνέσεως η υπερνοητή
νοερά όραση του Θεού. Άμετρη όμως είναι η αγαθότητα του Κυρίου και
συμβαίνει ώστε η αγάπη Του να εκχέεται ακόμη αφθονότερα. Τότε το
Θείο Φως γεμίζει όλο τον άνθρωπο, ούτως ώστε και αυτός γίνεται όμοιος
προς το φως· και τότε εκείνο το οποίο βλέπει, είναι αδύνατον να ονομαστεί
διαφορετικά, παρά μόνο φως —παρά το ότι το Φως αυτό κατά τη φύση του
είναι εντελώς διαφορετικό από το φως του ορατού ηλίου».
Σαν απάντηση στην αρχική μου ερώτηση για τη Θαβώρια
Θεοφάνεια, ο άνδρας εκείνος παρέτεινε τον λόγο επιδιώκοντας προφανώς
να βρει έννοιες προσιτές σε μένα, έστω και σε κάποιο μικρό μέτρο.
Έλεγε: «Πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νουν την
ανεπάρκειά μας· και αν επιτρέψω στον εαυτό μου να θίξει το μεγάλο αυτό
θέμα, θα το κάνω ακροθιγώς, για να κατανοήσουμε κάτι λίγο από αυτό
χωρίς τολμηρές αξιώσεις να το αποσαφηνίσουμε η και να το κατανοήσουμε
πλήρως. Και έτσι, αν βγούμε από τις ενέργειες του Θείου Φωτός που ήδη
περιγράψαμε σε εκείνη την απλή, μέχρι φαινομενικής αφέλειας διήγηση
των Ευαγγελιστών, μπορούμε λίγο να τη συμπληρώσουμε ως εξής:
Αμέσως μόλις άρχισαν οι Απόστολοι να κατανοούν
την υπεράνθρωπη τελειότητα του Διδασκάλου τους και ομολόγησαν Αυτόν
δια του στόματος του Πέτρου ως Χριστόν, Υιόν του Θεού του Ζώντος,
ο Κύριος επόθησε περισσότερο να τους στερεώσει στη γνώση αυτή δια
της μαρτυρίας του Πατρός. Αυτό ήταν τελείως απαραίτητο, εφόσον Αυτός
ετοιμαζόταν ήδη για «την έξοδον, ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ»,
δηλαδή για την τέλεση της θυσίας πάνω στον Γολγοθά. Πίσω από τα λόγια
του Πέτρου: “Συ ει ο Χριστός” (Μαρκ. η’ 29), εκείνη τη στιγμή κρυβόταν η
ατελής γνώση για το ποιός πράγματι ήταν αυτός ο Χριστός. Εντούτοις, παρά
την έλλειψη τελειότητας και πληρότητας της ομολογίας αυτής, εκδηλώθηκε
σε αυτήν ήδη η αυξηθείσα αγάπη και αφοσίωση των Αποστόλων, που
τους κατέστησε ικανούς να “χωρέσουν” μεγαλύτερο φως Θείας αποκαλύψεως,
και ως γι’ αυτό ο Κύριος είπε: “Εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες
ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον Υιόν του Ανθρώπου ερχόμενον
εν τη Βασιλεία Αυτού” (Μαρκ. θ’ 1). Μετά τους λόγους αυτούς ο Κύριος
με τους μαθητές πραγματοποιεί σιωπηλά1 την πορεία από τα όρια της Καισαρείας
της Φιλίππου μέχρι το Ιερό Θαβώρ. Εκεί λοιπόν εξέλεξε τους προκρίτους,
Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, και τους οδήγησε στο “όρος το υψηλό” της
θεωρίας της Θείας Αυτού· Δόξης, ην είχεν Αυτός παρά τω Πατρί προ του
τον κόσμον είναι”.
»Αυτός ο Κύριος πάντοτε και αναλλοίωτα έφερε
εν Εαυτώ το Φως —όντας κατά τη Θεότητά Του άναρχο Φως—, αλλά διέμενε
εν Αυτώ κατά τρόπο αόρατο σε εκείνους, οι οποίοι δεν δέχθηκαν ακόμη
μέσα τους το Φως. Πάνω στο Θαβώρ ο Κύριος προσευχόταν. Τίποτε δεν μας εμποδίζει
να υποθέσουμε ότι κατά το περιεχόμενό της η προσευχή αυτή ήταν όμοια
με εκείνη της Γεθσημανή (βλ. Ιωάν. ιζ’ κ. α.), διότι “ελήλυθεν Αυτού
η ώρα”. Αγκαλιάζοντας στην προσευχή τα πάντα, “από καταβολής κόσμου”
ως τη συντέλεια του αιώνος αυτού, ο Κύριος προσευχόταν και για
τους Αποστόλους, ώστε να φανερωθεί σε αυτούς το Όνομα του Πατρός,
και η αγάπη, δια της οποίας ο Πατέρας αγάπησε τον Υιό, να μένει σε αυτούς
(βλ. Ιωάν. ιζ’ 26).
»Οι εκλεγέντες αυτοί τρεις μάρτυρες και συμμέτοχοι
της υπερφυούς αυτής προσευχής του Χριστού εξαντλήθησαν σε αυτήν (την
προσευχή). Πολεμώντας ασκητικά ενάντια στην ασθένεια της σάρκας τους,
βαρύνθηκαν για λίγο χρόνο από τον ύπνο· εντούτοις, με τη δύναμη της εσωτερικής
προσευχής που ενεργούσε μέσα τους, επανέρχονται εκ νέου σε νηφάλια
κατάσταση, και τότε οι σθεναροί τω πνεύματι αυτοί νικητές της ασθένειας
της σάρκας είδαν τον Χριστό εν τω φωτί και αυτούς που συνομιλούσαν μαζί
Του, τον Ηλία και τον Μωυσή. Και μπόρεσαν να δουν, επειδή και οι ίδιοι
γέμισαν εκείνη την ώρα από φως.
»Το ασυνήθιστο και μεγαλειώδες της οράσεως
βύθισε τους Αποστόλους σε ανέκφραστη έκπληξη και μακάρια απορία.
Αυτό το γνωρίζουμε από τα λόγια του Ευαγγελίου για τον Πέτρο: “μη ειδώς
τι λαλήση”, και από τα λόγια του ιδίου του Πέτρου: “Επιστάτα, καλόν
εστιν ημάς ώδε είναι”.
»Εκείνη τη στιγμή η όραση του πνευματικού κόσμου
και του Θείου Φωτός από τους Αποστόλους συνδυαζόταν επίσης και με
τις παραστάσεις του αισθητού κόσμου που τους περιέβαλλε. Αλλά στη συνέχεια
το φως που αυξήθηκε τους ανύψωσε πέρα από κάθε ορατό και πρόσκαιρο
στα αόρατα και αιώνια (βλ. Β’ Κορ. δ’ 18)…
Είναι απλές μέχρι ακρότητος οι ευαγγελικές
διηγήσεις: “Ιδού, νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς…”. Όπως ο άνθρωπος
που ανεβαίνει σε κάποιο βουνό, όταν μπει σε πυκνό σύνεφο, δεν διακρίνει
με την όραση τον υπόλοιπο κόσμο, έτσι και η φωτεινή αυτή νεφέλη,
που φανερώθηκε ως φως και πνοή του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο με την αφόρητη
Θεία έλευσή Του εισήγαγε τους Αποστόλους στον κόσμο του ακτίστου Φωτός,
του άτρεπτου, του ανέσπερου, του αναλλοίωτου, του απέραντου, του υπερουράνιου,
τόσο εξαφάνισε τις παραστάσεις που είχαν από τις παρερχόμενες μορφές
του κόσμου αυτού, ώστε αυτοί και Αυτόν τον Χριστό δεν Τον έβλεπαν πλέον
κατά σάρκα (βλ. Β’ Κορ. ε’ 16). Αφού εισήλθαν δια του Αγίου Πνεύματος στη
θεωρία της απερίγραπτης Θεότητος του Ιησού Χριστού, άκουσαν εκείνη
την ώρα την άυλη και απρόσιτη φωνή του Πατρός: “Ούτός εστιν ο Υιός Μου
ο αγαπητός”.
»Αυτό υπήρξε η υπέρτατη στιγμή ολόκληρου του
Θαβωρίου γεγονότος.
»Αν τώρα αναφερθούμε πάλι στην ασθένεια της ανθρώπινης
φύσεως, φορείς της οποίας ήταν οι Απόστολοι, συνέχισε ο άνδρας εκείνος,
τότε, μένοντας πιστοί στην Ευαγγελική διήγηση και την πείρα των Πατέρων
της Εκκλησίας, μπορούμε να πούμε τα εξής:
»Μέγιστη και ύψιστη υπήρξε η όραση των Αποστόλων
στο όρος της Μεταμορφώσεως, εντούτοις, δεν ήταν ακόμη τέλεια, διότι
τότε δεν ήταν ακόμη ικανοί να δεχθούν όλο το πλήρωμα και την τελειότητα
του Φωτός που εμφανίσθηκε σε αυτούς. Γι’ αυτό η Εκκλησία ψάλλει: “Δείξας
τοις μαθηταίς Σου την δόξαν Σου, καθώς ηδύναντο”, η σε άλλον ύμνον
“καθώς εχώρουν”.
»Μέγιστη και ύψιστη υπήρξε η όραση των Αποστόλων,
αλλά τότε ακόμη ατελώς αφομοιώθηκε από αυτούς, και γι’ αυτό παρέμειναν
δυνατές εκείνες οι ταλαντεύσεις, τις οποίες υπέστησαν αυτοί κατά τις
ημέρες του Πάθους· και μόνο αργότερα ο Πέτρος αναφέρεται σε αυτήν και
την επικαλείται ως μαρτυρία της αλήθειας (βλ. Β’ Πέτρ. α 17-18).
»Ατελής ήταν ακόμη η όραση των Αποστόλων πάνω
στο Θαβώρ, και εντούτοις ήταν τόσο μεγάλη και γνήσια η θεωρία της “υπερούσιου
ευπρεπείας” και του “προαιώνιου κεκρυμμένου μυστηρίου”, ώστε ούτε
η όραση του Μωυσή στο Σινά (βλ. Εξ. ιθ’-κ’ και κγ’-λδ’), ούτε η όμοια προς
αυτήν του Ηλία στο Χωρήβ (βλ. Γ’ Βασ. ιθ’) έφθασαν το ύψος και την τελειότητά
της, την οποία παρατηρούμε στους λόγους της εκκλησιαστικής Ωδής: “Καθωράθης
τω Μωϋσή, εν γνόφω το πάλαι, εν φωτί δε, νυν απροσίτω της Θεότητος”
(α’ Ωδή, β’ κανών- βλ. Εβρ. ιβ’ 18-24)».
Ελκύοντάς σας στο βάθος των αφάτων μυστηρίων της
θεολογίας, δεν θα κρύψω καθόλου ότι και εγώ ο ίδιος έρχομαι σε φόβο.
Και δοκιμάζω όχι μόνο φόβο, αλλά και συστολή κατά την ώρα αυτή: Ο Σοφός
Παροιμιαστής είπε: «πίνε ύδατα από σων αγγείων και από σων φρεάτων
πηγής» (Παροιμ. ε’ 15), και εγώ σας προσφέρω αυτό που άντλησα από την εμπειρία
και την κληρονομιά άλλων. Βλέποντας όμως με ποιά προθυμία προσέχετε
στον λόγο, σαν να μην χορτάσατε ακόμη από αυτόν, θα σας μεταδώσω και
τον επίλογο της αλησμόνητης για μένα συνομιλίας με τον σπουδαίο εκείνον
άνδρα. Συνεπαρμένος από τον εμπνευσμένο λόγο του, ευγνωμονώντας τον
για τη συγκατάβασή του προς εμένα, γέμισα από θλίψη εκείνη την ώρα
συνειδητοποιώντας το δικό μου σκότος και σιωπούσα, διαλογιζόμενος
μέσα μου: «Δεν έχω αυτή την τύχη». Για να με παρηγορήσει ο συνομιλητής
μου συνέχισε ως εξής:
«Όσο εμείς δεν αξιωνόμαστε να δούμε τη μεγαλοπρεπή
δόξα της Θεότητας, τόσο με την πιο πιστή εσωτερική κίνηση του πνεύματός
μας θα μας ελέγχει ο εαυτός μας. Και εάν η ψυχή μας είναι ανδρεία, τότε
θα πούμε: Για τις αδικίες μου στερήθηκα αυτό το δώρο, διότι ο πορευόμενος
εν δικαιοσύνη και λαλών ευθείαν οδόν… ούτος οικήσει εν υψηλώ… και
τον Βασιλέα μετά δόξης όψεται” (Ησ. λγ’ 15-18). Παρ’ όλα αυτά μη δώσετε
τόπο στην απόγνωση· αντίθετα, λάβετε θάρρος και πενθήσετε εν μετανοία
για τον εαυτό σας. Απορρίψτε τον άδικο λογισμό, ότι αυτό είναι κλήρος
μόνο των εκλεκτών, λογισμό που μπορεί να φονεύσει μέσα μας την άγια
ελπίδα. Η αλήθεια, στην οποία είναι αναγκαίο να στερεωθεί η καρδιά
μας, είναι ότι ο Κύριος κανέναν δεν “εκβάλλει έξω” και δεν απορρίπτει
από εκείνους που έρχονται προς Αυτόν (πρβλ. Ιωάν. ς’ 37). Όλοι εμείς,
χωρίς εξαίρεση, μεγάλοι και μικροί, σημαντικοί και ασήμαντοι, κληθήκαμε
στην ίδια τελειότητα, στην οποία κάλεσε ο Κύριος τους Αποστόλους
Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη που τους οδήγησε στο όρος του Θαβώρ, διότι
και εμείς, όπως και αυτοί, λάβαμε τις ίδιες εντολές και όχι άλλες,
και, επομένως, την ίδια, ίση προς αυτούς, τιμή κλήσεως και όχι άλλη
κατώτερη. Ερευνήστε με προσοχή όλη την ακολουθία της Εορτής και
θα δείτε με ποιά δύναμη η Εκκλησία προσκαλεί και πείθει όλους για ανάβαση
στο αψηλάφητο Όρος της νοεράς Θεοπτίας, δείχνοντας έτσι σαφώς ότι
όχι μόνο κατά την αρχαιότητα, όχι μόνο στους Αποστόλους ευδόκησε
ο Κύριος να φανερώσει την “αυγή” της Θεότητάς Του, αλλά και κατά τη διάρκεια
όλων των αιώνων, και ως τις ημέρες μας ακόμη, δεν έπαυσε και ουδέποτε
θα παύσει, σύμφωνα με την επαγγελία Του, να εκχέει την ίδια εκείνη
δωρεά σε όσους Τον ακολουθούν με όλη την καρδιά τους.
»Εκτός από τη νόθα ταπείνωση —”αυτό δεν είναι για
μένα”—, εκτός από την αδικαιολόγητη απόγνωση, η οποία γεννιέται
από την ακηδία και την ηδυπάθεια, φραγμός προς τη θεωρία του Ακτίστου
Φωτός αποβαίνει ακόμη και η τολμηρή έφεση “να δούμε τον Θεό”, και
να Τον αγκαλιάσουμε με τη σκέψη μας, σαν να θέλουμε να διεισδύσουμε
με δύναμη στα μυστήρια και στα έγκατα του Θείου Είναι και να κυριαρχήσουμε
σε Αυτό με τον νου, σαν να επρόκειτο για αντικείμενο της γνώσεώς μας.
Είναι δύσκολο να βρούμε λέξεις για να χαρακτηρίσουμε την πνευματική
ουσία αυτής της υπερήφανης αξιώσεως του νου μας, αλλά είναι σπουδαίο
για μας να γνωρίσουμε ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις συναντούμε όχι
“φωτεινή νεφέλη”, αλλά γνόφο και σκότος, που κρύβουν τον Θεό.
»Όταν προσηλώσουμε τους οφθαλμούς του νου μας απ’
ευθείας στον Ήλιο του Προαιώνιου Είναι, για να Τον δούμε καθώς εστι, τότε
οι οφθαλμοί μας καταφλέγονται και τυφλώνονται από το απρόσιτο και εκτυφλωτικό
Φως της Θεότητας, όπως τυφλώνονται και καταφλέγονται οι φυσικοί μας
οφθαλμοί, όταν γυμνοί, χωρίς κανένα προστατευτικό μέσο, στραφούν
κατ’ ευθείαν προς τον ήλιο. Στη Γραφή βρίσκουμε μια θαυμαστή εικόνα,
που μας διδάσκει την εγκράτεια από την παρρησία ενώπιον του Θεού: «Ιστάμενα
κύκλω του Θρόνου του Υψίστου τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσί πτέρυξι
κατακαλύπτοντα τα πρόσωπα αυτών» (Ησ. ς’ 2).
»Ο Θεός και γνωριζόμενος και ορώμενος αναλλοίωτα
διαμένει πάνω από κάθε γνώση και όραση. Η απεριόριστη αυτή υπερβατικότητα
του Θεού στη “μυστική” γλώσσα της θεολογίας ονομάζεται “γνόφος”. Η
Καινή Διαθήκη δεν χρησιμοποιεί πουθενά για τον Θεό τη λέξη “γνόφος”.
Μας λέει ότι “Ο Θεός Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία”
(Α’ Ιωάν. α’ 5). Για την υπερβατικότητά Του, και συνεπώς την τέλεια “αορασία”,
την τέλεια “αγνωσία” Του, η Καινή Διαθήκη λέει τα εξής: “Θεόν ουδείς
εώρακε πώποτε” (Ιωάν. α’ 18). Και αλλού: “Ο Θεός,… φως οικών απρόσιτον,
ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται” (Α’ Τιμ. ς’ 16). Όταν φάνηκαν
οι φιλόσοφοι και οι αιρετικοί, που υποστήριζαν τη δυνατότητα πλήρους
γνώσεως του Θεού, τότε οι Άγιοι Πατέρες, για να εκριζώσουν την ασύνετη
αυτή ιδέα, επέστρεψαν σε Παλαιοδιαθηκικές εικόνες και γλώσσα:
«Και είπεν ο Θεός προς Μωυσήν “καταβάς διαμάρτυραι τω λαώ, μήποτε
εγγίσωσι προς τον Θεόν κατανοήσαι Αυτόν… Ειστήκει δε ο λαός μακρόθεν,
Μωϋσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον, ου ην ο Θεός» (Εξ. ιθ’ 21, κ’ 21). Έτσι,
για να πλήξουν ισχυρότερα τη συνείδηση των ασόφων σοφών, οι Πατέρες
προσέφυγαν στην έννοια του “γνόφου”, με τον οποίο ο Σοφός Νομοθέτης
Μωυσής συγκρατούσε τον λαό του, που ήταν ακόμη άπειρος της Θεογνωσίας,
από την ασύνετη έξαρση της ιδέας του “κατανοήσαι” τον Θεό· και για
να μην παρεκκλίνουν από την Καινοδιαθηκική Αποκάλυψη, οι Πατέρες
ονόμασαν τον γνόφο αυτό “υπέρφωτον”.
»Η αληθινή οδός για τη θεωρία του Θείου Φωτός
διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου. Όλη η σκέψη μας, όλη η δύναμη
της επιθυμίας μας, οφείλουν να κατευθύνονται μόνον προς το “τηρήσαι
την εντολήν του Θεού άσπιλον και ανεπίληπτον” (Α Τίμ. ς’ 14). Τότε το Θείο Φως, όπως έδειξε
η πείρα των αιώνων, “πολυμερώς και πολυτρόπως” επισκέπτεται τον άνθρωπο.
Και κανένας δεν μπορεί να πει ποτέ για τα όρια της ευδοκίας του Θεού προς
εμάς, διότι αυτή βρίσκεται αληθινά πέρα από κάθε όριο. Όσο και αν
τείνει ο άνθρωπος προς τον Θεόν, όσο και αν φλέγεται από την αγάπη προς
Αυτόν, και πάλι οι εκχύσεις του Φωτός θα παραμείνουν πέρα από κάθε όριο
και αριθμό, διότι δεν υπάρχει σε αυτές τέλος, και όταν ακόμη το φως υπερβαίνει
τις δυνάμεις της φύσεώς μας να υπομείνει τη λάμψη του. Και ο μοναδικός
δυνατός λόγος, η μοναδική επικύρωση για όλα αυτά είναι ότι “ο Θεός
Φως εστι, και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία”, και ότι “Αυτός οικεί
εν απροσίτω Φωτί” και εμφανίζεται πάντοτε εν τω φωτί και ως φως».
Αλλά και παρά τα λόγια αυτά, δεν διαλύθηκε η απορία
στη δειλή μου ψυχή. Δεν έβλεπα την οδό μπροστά μου· δεν γνώριζα πως να εισέλθω
σε αυτή τη ζωή, από που να αρχίσω· αισθανόμουν τον εαυτό μου μέσα σε
γνόφο και ρώτησα:
«Τίνα κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή»;
Και μου δόθηκε η απάντηση:
«Να προσεύχεσαι, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς,
ο οποίος για χρόνια έκραζε, “Κύριε, φώτισόν μου το σκότος”, και εισακούσθηκε.
»Να προσεύχεσαι με τα λόγια της εκκλησιαστικής
Ωδής, “Λαμψάτω, ω Φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως Σου το απρόσιτον”,
και να ενδυναμώνεις στην πίστη, ενθυμούμενος ότι η Εκκλησία δεν προσεύχεται
για πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν».
Στη συνέχεια ο άνδρας εκείνος, σαν να απέκλειε
τη δυνατότητα ότι μια τέτοια προσευχή θα παραμείνει χωρίς την άνωθεν
απάντηση, κατέκλεισε τον λόγο του ως εξής:
«Όταν η ψυχή σου γνωρίσει αυτό το φως, τότε, όταν
συμβεί να το στερείται, θα φλέγεσαι γι’ αυτό και μιμούμενος τον άγιο
Συμεών τον Νέο Θεολόγο θα το ζητάς και θα κράζεις προς αυτό:
Ελθέ, το φως το αληθινόν.
Ελθέ, η Ζωή η αιώνιος.
Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις.
Ελθέ, των κειμένων η ανόρθωσις,
Ελθέ, των νεκρών η ανάστασις.
Ελθέ, Πανάγιε Βασιλεύ.
Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν,
και μείνον αδιαστάτως εν ημίν,
και αδιαιρέτως Συ μόνος βασίλευε εν ημίν
εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
ΠΗΓΗ: Ι.Μ. Τιμίου Προσδρόμου Καρέα
ΠΗΓΗ: Ι.Μ. Τιμίου Προσδρόμου Καρέα